Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

ΠΑΓΙΩΜΕΝΗ ΠΛΕΟΝ Η ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΟΥ ΚΡΙΝΕΙ ΟΤΙ Η ΚΑΘΙΕΡΩΘΕΙΣΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ Ν.3068/02, ΟΠΩΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 20 ΤΟΥ Ν. 3301/2004, ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΕΚΔΟΣΗΣ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΝΠΔΔ ΑΝΤΙΚΕΙΤΑΙ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΣΔΑ

Σε κάθε περίπτωση από σχέσεις ιδιωτικού δικαίου ενώ η νομολογία διχαζόταν  μόνον ως προς το εάν  είναι δυνατή η έκδοση διαταγής πληρωμής κατά του Δημοσίου και ΝΠΔΔ και από σχέσεις δημοσίου δικαίου, αν και, επίσης και το   ζήτημα αυτό , με βάση την τελευταία νομολογία του Αρείου Πάγου, επιλύεται, γενομένου δεκτού ότι είναι δυνατή η έκδοση τέτοιας διαταγής πληρωμής , κι αν ακόμη η απαίτηση απορρέει από σχέσεις δημοσίου δικαίου.

Παρακάτω παρατίθενται οι σημαντικότερες αποφάσεις 

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 

Δικαστήριο:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
Τόπος:
ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:
369
Ετος:
2014


Περίληψη
Εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων και διαταγών πληρωμής κατά του Δημοσίου, ΟΤΑ και ΝΠΔΔ και διαταγές πληρωμής -. Εκτελούνται και οι διαταγές πληρωμής, χωρίς εξαίρεση, διότι το άρθρ. 20 του ν. 3301/2004 που απαγορεύει την εκτέλεση αυτή αντίκειται στο Συντ, την ΕΣΔΑ κ.λπ. Επομένως είναι δυνατή η από τον αρμόδιο πολιτικό δικαστή (ειρηνοδίκη ή δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου) έκδοση διαταγής πληρωμής, συντρεχουσών των προς τούτο προϋποθέσεων εις βάρος του Δημοσίου, ΟΤΑ και ΝΠΔΔ, και αν ακόμη η υποκείμενη σχέση, από την οποία απορρέει η χρηματική απαίτηση προς πληρωμή, της οποίας ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής, υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όπως συμβαίνει επί διαφοράς από σύμβαση δημόσιου έργου. (σχ. ΑΕΔ 18/05, 23/90). Η έκδοση διαταγής πληρωμής για την απαίτηση, δεν εμποδίζεται από το ότι η επικαλούμενη τελεσίδικη απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, αφού ο περιορισμός αφορά την εκτελεστότητα των εν λόγω αποφάσεων και όχι το δεδικασμένο που απορρέει απ' αυτές.
Κείμενο Απόφασης
Αριθμός 369/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χρυσικό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γεώργιο Γεωργέλλη, Δημήτριο Κράνη, Αντώνιο Ζευγώλη και Αθανάσιο Καγκάνη, Αρεοπαγίτες.
    Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
    Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό των Οικονομικών που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Εμμανουέλα Πανοπούλου, Πάρεδρο Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔικ.
    Της αναιρεσιβλήτου: Ε. συζ. Κ. Κ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σωτήριο Μπρέγιαννο, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔικ, που δεν κατέθεσε προτάσεις.
    Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30 Ιανουαρίου 2006 ανακοπή των ήδη αναιρεσιβλήτων που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1918/2007 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 2836/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 10 Ιανουαρίου 2013 αίτησή του.
    Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αθανάσιος Καγκάνης, ανέγνωσε την από 22 Νοεμβρίου 2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη των λόγων αναίρεσης.
    ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 94 παρ.4 εδάφ. γ' του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής "οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως νόμος ορίζει", κατά δ' αυτή του άρθρ. 95 παρ.5 του Συντ. " Η διοίκηση είναι υποχρεωμένη να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο, όπως νόμος ορίζει... Νόμος ορίζει αναγκαστικά μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της διοίκησης". Σε εκτέλεση της πρώτης από τις παραπάνω διατάξεις εκδόθηκε ο ν.3068/2002, στο άρθρο 1 του οποίου ορίζεται ότι, το Δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται, χωρίς καθυστέρηση, προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων. Δικαστικές αποφάσεις, κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου, είναι όλες οι αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και, ειδικών δικαστηρίων που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει". Επακολούθησε ο ν.3301 /2004, με το άρθρο 20 του οποίου προστέθηκε στο άνω άρθρο 1 του ν.3068/02 εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο, δεν είναι δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του παρόντος νόμου και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ'- ζ' της § 2 του άρθρου 904 ΚΠολΔ (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι κατά τα άρθρα 623 επ. του ιδίου Κώδικα εκδιδόμενες από τον αρμόδιο δικαστή διαταγές πληρωμής), πλην των κηρυχθεισών εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων. Περαιτέρω, το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που, μαζί με το προαιρετικό Πρωτόκολλο του, κυρώθηκε με τον ν.2462/1997, και άρχισε να ισχύει για την Ελλάδα από 5.8.1997 (Ανακοίνωση Υπ.Εξωτ. Φ.0546/62/Α1/292/Μ.2870/ 7.5.1997), έχει δε υπερνομοθετική ισχύ, κατά το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος, στο άρθρο 2 § 3 αυτού ορίζει ότι: "Τα Συμβαλλόμενα Κράτη στο παρόν Σύμφωνο αναλαμβάνουν την υποχρέωση: α) να εγγυώνται ότι κάθε άτομο, του οποίου τα δικαιώματα και οι ελευθερίες,που αναγνωρίζονται στο παρόν Σύμφωνο, παραβιασθούν, θα έχει στη διάθεση του μία πρόσφορη προσφυγή, ακόμη και αν η παραβίαση θα έχει διαπραχθεί από πρόσωπα που ενεργούν υπό την επίσημη κρατική ιδιότητα τους, β) να εγγυώνται ότι η αρμόδια δικαστική, διοικητική, νομοθετική... αρχή... θα αποφαίνεται πράγματι σχετικά με τα δικαιώματα του προσφεύγοντος, και θα προωθήσουν τη δυνατότητα δικαστικής προσφυγής, γ) να εγγυώνται την εκτέλεση, από τις αρμόδιες αρχές, κάθε απόφασης που θα έχει κάνει δεκτή τη σχετική προσφυγή". Εξάλλου, το άρθρο 14 § 1 εδ. α' του ίδιου Συμφώνου ορίζει ότι: "Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεση του να δικαστεί από... δικαστήριο... το οποίο θα αποφασίσει... και για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα". Με τη διάταξη αυτή συμπορεύεται και το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, που καθιερώνεται με το άρθρο 6 § 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣ-ΔΑ) (η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974), καθώς και με το άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος. Οι ως άνω διατάξεις δεν ιδρύουν μόνο διεθνή ευθύνη των συμβαλλομένων κρατών, αλλά έχουν άμεση εφαρμογή και υπερνομοθετική ισχύ, άρα θεμελιώνουν δικαιώματα υπέρ των προσώπων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής τους. Οι διατάξεις αυτές εγγυώνται όχι μόνο την ελεύθερη πρόσβαση σε δικαστήριο, αλλά και την πραγματική ικανοποίηση του δικαιώματος που επιδικάσθηκε από το δικαστήριο, δηλαδή το δικαίωμα αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς την οποία η προσφυγή στο δραστήριο θα απέβαλλε την ουσιαστική αξία και χρησιμότητά της (ΟλΑΠ 21/2001). Από τις εκτεθείσες συνταγματικές διατάξεις και εκείνες του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και της ΕΣΔΑ σαφώς συνάγεται ότι, προς επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτές σκοπού της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, είναι αναγκαίο να συμπεριληφθούν στους τίτλους που μπορούν να εκτελεστούν κατά του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ και οι διαταγές πληρωμής, αφού, ναι μεν αυτές εκδίδονται από δικαστή, χωρίς προηγουμένως να ακουστεί και να αναπτύξει τις απόψεις του ο καθού, μετά από εξέταση της συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων για την έκδοσή τους και όχι από συγκροτημένο δικαστήριο, πλην όμως εξομοιώνονται λειτουργικώς με τις δικαστικές αποφάσεις, διότι αφ' ενός μεν επιλύουν διαφορές, αφ' ετέρου δε ανταποκρίνονται στα βασικά λειτουργικά γνωρίσματα της προβλεπόμενης από το άρθρο 20 του Συντάγματος δικαστικής προστασίας, δεδομένου ότι παρέχεται η δυνατότητα στον καθού να ασκήσει ανακοπή και να προβάλει τους ισχυρισμούς του, τόσο ως προς τη μη συνδρομή του προϋποθέσεων έκδοσης της διαταγής πληρωμής, όσο και ως προς την απαίτηση.
    Από τα παραπάνω παρέπεται ότι η ρύθμιση του άρθρου 20 ν.3301/04 κατά την οποία δεν εκτελούνται οι αναφερόμενοι σ'αυτήν εκτελεστοί τίτλοι, μεταξύ των οποίων και οι διαταγές πληρωμής, αντίκειται στις ειρημένες διατάξεις του Συντάγματος, και των Διεθνών Συμφώνων (ΑΠ 2347/2009) και επομένως είναι δυνατή η από τον αρμόδιο πολιτικό δικαστή (ειρηνοδίκη ή δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου) έκδοση διαταγής πληρωμής, συντρεχουσών των προς τούτο προϋποθέσεων εις βάρος του Δημοσίου, ΟΤΑ και ν.π.δ.δ., και αν ακόμη η υποκείμενη σχέση, από την οποία απορρέει η χρηματική απαίτηση προς πληρωμή, της οποίας ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής, υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όπως συμβαίνει επί διαφοράς από σύμβαση δημόσιου έργου. (σχ. ΑΕΔ 18/2005, ΑΕΔ 23/90). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 54 του π.δ. 18/1989, "Η άσκηση της αίτησης αναιρέσεως, (ενώπιον του ΣτΕ), δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, εκτός αν ειδικώς ορίζεται διαφορετικά". Σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ/φων 1-2 του άρθρου 19 του ν.1715/1951, όπως η παρ/φος 2 αυτού συμπληρώθηκε με το άρθρο 41 παρ. 11 του ν.2065/1992, αφού το αρχικό άρθρο 19, (δηλ. μόνο η σημερινή παρ/φος 1), διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αριθ. 18 του ΕισΝΚΠολΔ., η ασκηθείσα από το Ελληνικό Δημόσιο αίτηση αναίρεσης κατά τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, (καταψηφιστικής), καθώς και η προθεσμία για την άσκησή της. αναστέλλουν τη σε βάρος του εκτέλεση της απόφασης, ακόμη και στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες η τελευταία θα επιτρεπόταν, (=παρ.1), η δε εκτέλεση, ειδικότερα, αποφάσεων διοικητικών δικαστηρίων επί διοικητικών διαφορών ουσίας κατά του Δημοσίου, αναστέλλεται μέχρις ότου αυτές καταστούν αμετάκλητες, (=παρ.2). Εξάλλου, κατά το άρθρο 199 παρ.1 του ν.2717/1999 -Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ), όπως ήδη ισχύει, οι τελεσίδικες, οι ανέκκλητες και οι προσωρινά εκτελεστές αποφάσεις, που εν γένει εκδίδονται από τα διοικητικά δικαστήρια, επί διαφορών που άγονται ενώπιον τους με αγωγές, αποτελούν εκτελεστούς τίτλους κατά το άρθρο 904 ΚΠολΔ, δηλαδή ανεξάρτητα από το αν έχουν καταστεί αμετάκλητες, εφόσον έχουν καταψηφιστικό χαρακτήρα. Κατά δε την παρ.2 του ίδιου άρθρου, ως προς το, κατά περίπτωση, επιτρεπτό της αναγκαστικής εκτέλεσης των κατά την προηγούμενη παράγραφο καταψηφιστικών αποφάσεων και τη διαδικασία της εκτέλεσης τους, εφαρμόζονται αναλόγως οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση των καταψηφιστικών αποφάσεων των πολιτικών δικαστηρίων, επομένως και εκείνες (διατάξεις) του άρθρου 19 του ν.1715/1951, η οποία δεν πρέπει να θεωρείται καταργημένη από τον ΚΔΔ. (ΑΠ 199/07). Περαιτέρω, όμως, από τις ίδιες διατάξεις του ν.1715/1951 και του ΚΔΔ, συνάγεται ότι, η, εκ μέρους του Δημοσίου και των λοιπών νομικών προσώπων, που αναφέρονται στην πρώτη από αυτές, άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως κατά τελεσίδικης καταψηφιστικής αποφάσεως διοικητικού - δικαστηρίου, καθώς και η προς άσκηση αυτής προθεσμία, δεν έχουν, σε καμία περίπτωση, ως συνέπεια, εκτός από την αναστολή της εκτελεστότητας της απόφασης, και την αναστολή επελεύσεως των έννομων συνεπειών του δεδικασμένου, το οποίο απορρέει από την τελεσίδικη αυτή απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 197 παρ.1 του ν.2717/1999 - Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας. Εξάλλου, η τελεσίδικη απόφαση, που εκδίδεται από τα ίδια δικαστήρια, (διοικητικά), επί αναγνωριστικής αγωγής για την ύπαρξη δικαιώματος αποζημιώσεως, τέμνει τη διαφορά, όπως και εκείνη που εκδίδεται επί καταψηφιστικής αγωγής, και παράγει, συνεπώς, δεδικασμένο μεταξύ των ίδιων διαδίκων, το οποίο δεσμεύει το δικαστήριο που θα επιληφθεί επιγενομένως επί αντίστοιχης καταψηφιστικής αγωγής, που θα έχει όμοια πραγματική αιτία με το δικαίωμα, που ήδη κρίθηκε, κατόπιν της αναγνωριστικής αγωγής, και θα στηρίζεται στην ίδια με αυτό νομική βάση. Το εν λόγω δεδικασμένο καταλαμβάνει την ύπαρξη του δικαιώματος και τις απορρέουσες από αυτό έννομες συνέπειες, η δε έκτασή του προσδιορίζεται από το περιεχόμενο του αιτήματος που απευθύνεται στο δικαστήριο. Ο ενδιαφερόμενος διάδικος, που έχει έννομο συμφέρον για την απόκτηση εκτελεστού τίτλου, μπορεί να ασκήσει, κατά του εναγομένου στην προηγούμενη αναγνωριστική δίκη, καταψηφιστικη αγωγή, οπότε, κατά την εκδίκαση της τελευταίας αυτής αγωγής, ως βάση τίθεται το δεδικασμένο, που προκύπτει από την προηγούμενη τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση. Επομένως, το δικαίωμα του ενάγοντος, που πέτυχε την έκδοση τελεσίδικης αναγνωριστικής απόφασης υπέρ αυτού και κατά του Δημοσίου, να ασκήσει ακολούθως και καταψηφιστική αγωγή κατά του τελευταίου, στηριζόμενη στην ίδια ιστορική και νομική αιτία, και να επικαλεσθεί το δεδικασμένο, που απορρέει από την τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση, δεν επηρεάζεται από οποιουσδήποτε περιορισμούς τυχόν ισχύουν ως προς την εκτελεστότητα της καταψηφιστικής απόφασης, που πρόκειται να εκδοθεί κατόπιν της δεύτερης (καταψηφιστικής) αγωγής, άρα και από εκείνους που αναφέρονται στο άρθρο 19 του ν.1715/1951, ( βλ. ΣτΕ 12/2011 ΣτΕ 1077/2010, ΣτΕ 156/2009 ). Από όλα τα ανωτέρω, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, προκύπτει ότι, ο διάδικος που επέτυχε να εκδοθεί υπέρ αυτού τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση διοικητικού δικαστηρίου κατά του Δημοσίου, μπορεί, προκειμένου να αποκτήσει και σχετικό εκτελεστό τίτλο, να ζητήσει να εκδοθεί, με βάση την εν λόγω) απόφαση και το δεδικασμένο που παράγεται από αυτήν για την απαίτηση, διαταγή πληρωμής, από τον δικαστή του αρμοδίου πολιτικού δικαστηρίου. Στην περίπτωση δ' αυτή, η έκδοση διαταγής πληρωμής για την απαίτηση, δεν εμποδίζεται από τις ανωτέρω διατάξεις του ν.1715/1951, με βάση το ότι η επικαλούμενη τελεσίδικη απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, (όπως ακριβώς δεν εμποδίζεται και η έκδοση αντίστοιχης καταψηφιστικής απόφασης), διότι η ενέργεια αυτή ανάγεται στις έννομες συνέπειες του δεδικασμένου της επικαλούμενης αναγνωριστικής απόφασης και όχι στην εκτελεστότητα, στην οποία αναφέρονται οι διατάξεις του ν.1715/1951 και την οποία εξ ορισμού στερούνται οι αναγνωριστικές αποφάσεις. Τέλος, κατά τη διάταξη του αρθρ. 559 αρ.1 του ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, ή δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλ.με εσφαλμένη εφαρμογή (Ολ. ΑΠ 7/2006, και ΟΛ ΑΠ 4/2005). Με τους πρώτο και δεύτερο, κατά το πρώτο σκέλος τους, λόγους της αναίρεσης προβάλλεται από το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο η, από το άρθρ. 559 αριθ.1 ΚΠολΔ, αιτίαση με την επίκληση ότι, η προσβαλλομένη απόφαση, κατ'εσφαλμένη ερμηνεία των, ουσιαστικού δικαίου, διατάξεων των άρθρων 1 παρ.2 ν.3068/2002 (όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 20 ν.3301/2004), και 19 παρ.παρ.1-2 ν.1715/1951 (όπως η παρ.2 συμπληρώθηκε με το άρθρο 41 παρ.11 ν.2065/92), απέρριψε τους σχετικούς λόγους της ασκηθείσας ανακοπής κατά της εκδοθείσας σε βάρος του, από την αναιρεσίβλητη, με βάση την αναφερομένη σ'αυτούς (λόγους) τελεσίδικη, όχι όμως αμετάκλητη, αναγνωριστική απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, υπ'αριθμ. 1054/2006 Δ/γής Πληρωμής του Δικαστή του Μον/λούς Πρωτ. Αθηνών, σύμφωνα με τους οποίους η τελευταία πάσχει ακυρότητα, απορρέουσα από το νομικά ανεπίτρεπτο της έκδοσής της λόγω αφενός της προβλεπομένης από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ.2 του ν.3068/2002 απαγόρευσης εκτέλεσης σε βάρος του Δημοσίου των διαταγών πληρωμής, η οποία (απαγόρευση) αναιρεί το έννομο συμφέρον της αναιρεσίβλητης για την έκδοσή της και αφετέρου της κατά τη διάταξη του άρθρου 19 παρ.παρ. 1-2 ν.1715/1951 απαγόρευσης εκτέλεσης σε βάρος του Δημοσίου αποφάσεων διοικητικών δικαστηρίων πριν αυτές καταστούν αμετάκλητες, η οποία (απαγόρευση) καθιστά αδύνατη και την έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση τελεσίδικη (και όχι αμετάκλητη) αναγνωριστικά απόφαση, δεχθείσα, εσφαλμένως κατά το αναιρεσείον, ότι "η μεν διάταξη του άρθ. 1 παρ.2 ν.3068/2002 είναι, ως προς τις διαταγές πληρωμής, αντισυνταγματική, η δ' αυτή του άρθ. 19 παρ.παρ.1-2 - ν.1715/1951 δεν εμποδίζει την έκδοση διαταγής πληρωμής αφού οι προβλεπόμενοι γι' αυτήν περιορισμοί αφορούν την εκτελεστότητα των παραπάνω αποφάσεων και όχι το απορρέον απ' αυτές δεδικασμένο με βάση το οποίο ζητήθηκε η έκδοσή της". Οι λόγοι αυτοί κρίνονται απορριπτέοι ως αβάσιμοι αφού, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, με την παραπάνω κρίση της η προσβαλλόμενη απόφαση προέβη σε ορθή ερμηνεία τόσο της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 2 ν.3068/2002 (όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρ. 20 ν.3301/2004), δεχθείσα την αντισυνταγματικότητα της προβλεπομένης από αυτή απαγόρευσης εκτέλεσης σε βάρος του Δημοσίου των διαταγών πληρωμής και συνακόλουθα την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος της αναιρεσίβλητης για την έκδοσή της, όσο και αυτής του άρθρου 19 παρ.παρ.1-2 ν.1715/1951 (όπως η παρ.2 συμπληρώθηκε με το άρθρ.41 παρ.11 ν.2065/1992) δεχθείσα ότι η προβλεπομένη απ' αυτήν απαγόρευση εκτέλεσης σε βάρος του Δημοσίου των αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων πριν αυτές καταστούν αμετάκλητες δεν παρακωλύει την έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος του τελευταίου με βάση τελεσίδικη (και όχι αμετάκλητη) αναγνωριστική απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, αφού ο τιθέμενος μ' αυτήν περιορισμός αφορά την εκτελεστότητα των εν λόγω αποφάσεων και όχι το δεδικασμένο που απορρέει απ' αυτές.
    Ο από το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης αναφέρεται στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού και γι' αυτό προϋποθέτει κρίση επί της ουσίας του δικαστηρίου και συνεπώς δεν ιδρύεται όταν η έλλειψη, ανεπάρκεια ή η αντίφαση των αιτιολογιών αναφέρεται στη σκέψη της απόφασης με την οποία η αγωγή, ανακοπή κλπ απορρίφθηκε ως αόριστη ή ως μη νόμιμη (Ολ ΑΠ 3/1997, ΑΠ 701/2011). Κατ' ακολουθίαν αυτών οι ίδιοι ως άνω λόγοι, κατά το δεύτερο σκέλος τους, με τους οποίους προβάλλεται από το αναιρεσείον η από το άρθρ. 559 αρ. 19 ΚΠολΔ αιτίαση με την επίκληση ότι η προσβαλλομένη απόφαση "με ανεπαρκείς, αυθαίρετες και αντιφατικές αιτιολογίες" απέρριψε ως μη νόμιμους τους παραπάνω λόγους της κατά της αναιρεσίβλητης ασκηθείσας ανακοπής, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι αφού η προβαλλομένη ως άνω αιτίαση δεν αναφέρεται σε έλλειψη και ανεπαρκεία αιτιολογίας σχετικής με την επί της ουσίας αλλά με την περί του νομικά βασίμου κρίση της προσβαλλομένης απόφασης για την οποία δεν παρέχεται ο από το άρθρο 559 αρ. 19 αναιρετικός λόγος (ΟλΑΠ 3/97, ΑΠ 701/11). Κατ' ακολουθίαν αυτών και ενόψει της μη υπάρξεως άλλου λόγου προς έρευνα πρέπει ν' απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη αίτηση αναίρεσης χωρίς να καταδικαστεί το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα της νικήσασας αναιρεσίβλητης, ελλείψει σχετικού αιτήματος της τελευταίας.
    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 20-1-2013 αίτηση αναίρεσης της 2836/2012 τελεσίδικης απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
    Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Ιανουαρίου 2014. Και
    Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17 Φεβρουαρίου 2014.
    Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 

Δικαστήριο:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
Τόπος:
ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:
1825
Ετος:
2013


Περίληψη
Αναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου, ΟΤΑ κ.λπ. - Εκτελεστοί τίτλοι - Διαταγή πληρωμής - Αντισυνταγματικότητα ρύθμισης - Αναίρεση για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου -. Έκδοση διαταγών πληρωμής και εκτέλεση τούτων κατά του Δημοσίου ΝΠΔΔ και ΟΤΑ. άρθρ. 20 ν. 3301/2004). Η νομοθετική ρύθμιση του άνω άρθρου, κατά την οποία δεν εκτελούνται οι αναφερόμενοι σ' αυτή εκτελεστοί τίτλοι, μεταξύ των οποίων και οι διαταγές πληρωμής, αντίκειται στις διατάξεις του Συντάγματος και των Διεθνών Συμφώνων και ως εκ τούτου είναι δυνατή, η από τον αρμόδιο πολιτικό δικαστή (ειρηνοδίκη ή δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου) έκδοση διαταγής πληρωμής, συντρεχουσών των προς τούτο προϋποθέσεων εις βάρος του Δημοσίου, ΟΤΑ και ΝΠΔΔ και αν ακόμη η υποκείμενη σχέση, από την οποία απορρέει η χρηματική απαίτηση προς πληρωμή της οποίας ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής, υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων (ΑΠ 2347/09). Βάσιμος αναιρετικός λόγος από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Το Εφετείο αφ’ ενός μεν δεν εφάρμοσε, ενώ έπρεπε να εφαρμόσει, τις διατάξεις των άρθρων: 94 και 95 παρ. 5 Σ, 2 παρ. 3 και 14 παρ. 1 εδ. α’ ΔΣΑΠΔ και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, ενώ αφ’ετέρου, εφάρμοσε, ενώ δεν έπρεπε να εφαρμόσει ως αντισυνταγματική, την διάταξη η οποία προστέθηκε στο άρθρο 1 Ν. 3068/2002 με το άρθρο 20 Ν. 3301/2004 και σύμφωνα με την οποία δεν θεωρούνται δικαστικές αποφάσεις και δεν εκτελούνται, μεταξύ των άλλων και κατά των Ο.Τ.Α., οι διαταγές πληρωμής.
Κείμενο Απόφασης
Αριθμός 1825/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κουτρομάνο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Τσόλα, Ευφημία Λαμπροπούλου, Γεράσιμο Φουρλάνο και Εμμανουήλ Κλαδογένη, Αρεοπαγίτες.
    ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 22 Απριλίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
    Της αναιρεσείουσας: Εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία " …" και τον διακριτικό τίτλο " …" τελούσας υπό εκκαθάριση και εκπροσωπούμενης νόμιμα από τους εκκαθαριστές της 1) Ε. Χ., 2) Δ. Χ. του Χ. και 3)Ι. Ι., κατοίκου ... η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Λακαφώση.
    Τoυ αναιρεσιβλήτου: Πρωτοβαθμίου Οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣ ΝΕΑΣ ΣΜΥΡΝΗΣ", που εδρεύει στη Ν. Σμύρνη και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Δήμαρχό του, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Γεωργία Σκλιβάγκου.
    Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-4-2005 ανακοπή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2662/2006 του ίδιου Δικαστηρίου και 4081/2008 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητά η αναιρεσείουσα με την από 5-7-2011 αίτησή της.
    Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Εμμανουήλ Κλαδογένης, διορθώνοντας την από 12-4-2013 έκθεσή του, εισηγήθηκε την παραδοχή του πρώτου λόγου και την απόρριψη του δεύτερου λόγου της κρινόμενης αίτησης.
    Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
    ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθ.1 εδ.α' ΚΠολΔ: "Αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών..". Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Με τον λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βασίμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν [Α.Π.113/2012]. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 24 του Συντάγματος: " 1. Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου 2. Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει 3. Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια, 4. Στα πολιτικά ή διοικητικά δικαστήρια μπορεί να ανατεθεί και κάθε άλλη αρμοδιότητα διοικητικής φύσης, όπως νόμος ορίζει. Στις αρμοδιότητες αυτές περιλαμβάνεται και η λήψη μέτρων για τη συμμόρφωση της διοίκησης με τις δικαστικές αποφάσεις. Οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του Δημοσίου των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως νόμος ορίζει: "Κατά το άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος: "Η διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο, όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της διοίκησης". Στο άρθρο 1 του ν.3068/2002 (ΦΕΚ 274/14.11.2002), όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 20 του ν.3301/2004, που εκδόθηκε εις εκτέλεση του άρθρου 94 παρ.4 του Συντάγματος, ορίζεται: "Το Δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται χωρίς καθυστέρηση προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων. Δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου είναι όλες οι αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και ειδικών δικαστηρίων που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει". Επακολούθησε ο ν. 3301/2004, με το άρθρο 20 του οποίου προστέθηκε στο άνω άρθρο 1 του ν.3068/02 εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο, δεν είναι δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του παρόντος νόμου και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ'- ζ' της παρ.2 του άρθρου 904 ΚΠολΔ (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και oι κατά τα άρθρα 623 επ. του ιδίου Κώδικα εκδιδόμενες από τον αρμόδιο δικαστή διαταγές πληρωμής), πλην των κηρυχθεισών εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων. Περαιτέρω, το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που, μαζί με το προαιρετικό Πρωτόκολλό του, κυρώθηκε με τον ν.2462/1997, και άρχισε να ισχύει για την Ελλάδα από 5.8.1997 (Ανακοίνωση Υπ. Εξωτ. Φ.0546/62/Α1/292/ Μ.2870/7.5.1997), έχει δε υπερνομοθετική ισχύ κατά το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος, στο άρθρο 2 παρ.3 αυτού ορίζει: "Τα Συμβαλλόμενα Κράτη στο παρόν Σύμφωνο αναλαμβάνουν την υποχρέωση: α) να εγγυώνται ότι κάθε άτομο, του οποίου τα δικαιώματα και οι ελευθερίες, που αναγνωρίζονται στο παρόν Σύμφωνο, παραβιασθούν, θα έχει στη διάθεσή του μία πρόσφορη προσφυγή, ακόμη και αν η παραβίαση θα έχει διαπραχθεί από πρόσωπα που ενεργούν υπό την επίσημη κρατική ιδιότητά τους, β) να εγγυώνται ότι η αρμόδια δικαστική, διοικητική., νομοθετική... αρχή ... θα αποφαίνεται πράγματι σχετικά με τα δικαιώματα του προσφεύγοντος, και να προωθήσουν τη δυνατότητα δικαστικής προσφυγής, γ) να εγγυώνται την εκτέλεση, από τις αρμόδιες αρχές, κάθε απόφασης που θα έχει κάνει δεκτή τη σχετική προσφυγή". Τέλος, το άρθρο 14 παρ.1 εδ.α'του ίδιου Συμφώνου ορίζει: "Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεσή του να δικαστεί από ... δικαστήριο ... το οποίο θα αποφασίσει ... και για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα" . Με τη διάταξη αυτή συμπορεύεται και το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, που καθιερώνεται με το άρθρο 6 παρ.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) (η οποία κυρώθηκε με το ν.δ.53/1974), καθώς και με το άρθρο-20 παρ.1 του Συντάγματος. Οι ως άνω διατάξεις δεν ιδρύουν μόνο διεθνή ευθύνη των συμβαλλομένων κρατών, αλλά έχουν άμεση εφαρμογή και υπερνομοθετική ισχύ, άρα θεμελιώνουν δικαιώματα υπέρ των προσώπων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής τους. Οι διατάξεις αυτές εγγυώνται όχι μόνο την ελεύθερη πρόσβαση σε δικαστήριο, αλλά και την πραγματική ικανοποίηση του δικαιώματος που επιδικάσθηκε από το δικαστήριο, δηλαδή το δικαίωμα αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς την οποία η προσφυγή στο δικαστήριο θα απέβαλλε την ουσιαστική αξία και χρησιμότητά της (Ολ. ΑΠ 21/2001). Από τις εκτεθείσες συνταγματικές διατάξεις και εκείνες του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και του άρθρου 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ σαφώς συνάγεται ότι, προς επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτές σκοπού της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, επιτρέπεται η εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων κατά του Δημοσίου, ΟΤΑ και νομικών ν.π.δ.δ., με τις οποίες επιδικάζονται εις βάρος τους χρηματικές απαιτήσεις, στους τίτλους δε αυτούς συμπεριλαμβάνονται και οι κατά τα άρθρα 627 επ. ΚΠολΔ διαταγές πληρωμής, οι οποίες ναι μεν εκδίδονται από δικαστή, χωρίς προηγουμένως να ακουστεί και να αναπτύξει τις απόψεις του ο καθού, μετά από εξέταση της συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων για την έκδοσή τους και όχι από συγκροτημένο δικαστήριο, πλην όμως εξομοιώνονται λειτουργικώς με τις δικαστικές αποφάσεις, διότι αφ' ενός μεν επιλύουν διαφορές, εφ' ετέρου δε, ανταποκρίνονται στα βασικά λειτουργικά γνωρίσματα της προβλεπόμενης από το άρθρο 20 του Συντάγματος δικαστικής προστασίας, δεδομένου ότι παρέχεται η δυνατότητα στον καθού να ασκήσει ανακοπή και να προβάλει τους ισχυρισμούς του, τόσο ως προς τη μη συνδρομή των προϋποθέσεων έκδοσης της διαταγής πληρωμής όσο και ως προς την απαίτηση. Παρέπεται, ότι η άνω νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 20 ν. 3301/2004, κατά την οποία δεν εκτελούνται οι αναφερόμενοι σ' αυτή εκτελεστοί τίτλοι, μεταξύ των οποίων και οι διαταγές πληρωμής, αντίκειται στις ειρημένες διατάξεις του Συντάγματος και των Διεθνών Συμφώνων και ως εκ τούτου είναι δυνατή, η από τον αρμόδιο πολιτικό δικαστή (ειρηνοδίκη ή δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου) έκδοση διαταγής πληρωμής, συντρεχουσών των προς τούτο προϋποθέσεων εις βάρος του Δημοσίου, ΟΤΑ και ν.π.δ.δ., και αν ακόμη η υποκείμενη σχέση, από την οποία απορρέει η χρηματική απαίτηση προς πληρωμή της οποίας ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής, υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων (Α.Π. 2347/2009). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα σχετικά έγγραφα της δικογραφίας, κατόπιν αιτήσεως της ήδη αναιρεσειούσης εταιρίας εξεδόθη από τον δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών επί τη βάσει τεσσάρων τιμολογίων - δελτίων αποστολής και των συνοδευόντων αυτά λοιπών εγγράφων η υπ' αριθ. 3185/2005 διαταγή πληρωμής. Με αυτήν υποχρεώθηκε ο καθ' ού και ήδη αναιρεσίβλητος Δήμος να καταβάλει στην αναιρεσείουσα νομιμοτόκως το ποσόν των 57.243,22 ευρώ. Αντίγραφο εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού της διαταγής πληρωμής με επιταγή προς εκτέλεση για το συνολικό ποσόν των 65.356,64 ευρώ, στο οποίο περιλαμβάνονται το ανωτέρω κεφάλαιο, οι τόκοι και τα έξοδα, επεδόθη στον αναιρεσίβλητο Δήμο, ο οποίος άσκησε την ένδικη ανακοπή κατά της εκτελέσεως. Το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του δέχθηκε, ότι σύμφωνα με το άρθρο 1 Ν.3068/2002, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 20 Ν.3301/2004, δεν είναι δικαστική απόφαση και δεν εκτελείται κατά του αναιρεσιβλήτου Δήμου η αναφερθείσα διαταγή πληρωμής. Κατόπιν τούτου, το Εφετείο δέχθηκε κατ'ουσίαν την έφεση του Δήμου, εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με την οποία είχε απορριφθεί η ανακοπή του Δήμου κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως, κράτησε την υπόθεση, δίκασε την ανακοπή, την οποία δέχθηκε κατ'ουσίαν και ακύρωσε την επιταγή προς πληρωμή. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ.1 ΚΠολΔ. Ειδικότερα το Εφετείο αφ' ενός μεν δεν εφάρμοσε, ενώ έπρεπε να εφαρμόσει, τις αναφερθείσες στην αρχή διατάξεις των άρθρων α') 94 και 95 παρ.5 του Συντάγματος, β') 2 παρ.3 και 14 παρ.1 εδ.α' του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (Ν.2462/1997) και γ') 6 παρ.1 της Ε.Σ.Δ.Α., αφ'ετέρου δε, εφάρμοσε, ενώ δεν έπρεπε να εφαρμόσει ως αντισυνταγματική, την διάταξη η οποία προστέθηκε στο άρθρο 1 Ν.3068/2002 με το άρθρο 20 Ν.3301/2004 και σύμφωνα με την οποία δεν θεωρούνται δικαστικές αποφάσεις και δεν εκτελούνται, μεταξύ των άλλων και κατά των Ο.Τ.Α., οι διαταγές πληρωμής. Επομένως, ο σχετικός πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος. Ακολούθως, παρελκούσης της ερεύνης του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση, σύμφωνα με το άρθρο 580 παρ.3 ΚΠολΔ, στο ίδιο Εφετείο, το οποίο εξέδωσε την απόφαση, η σύνθεση του οποίου από άλλους δικαστές είναι δυνατή. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος Δήμος στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσειούσης.
    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθ. 4081/2008 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
    Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές.
    Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσειούσης, τα οποία ορίζει σε χίλια (1000) ευρώ.
    Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Ιουνίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17 Σεπτεμβρίου 2013.
    Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ
 ΤΡΑΠΕΖΑ  ΝΟΜΙΚΩΝ  ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ  ΔΣΑ


ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 

Δικαστήριο:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
Τόπος:
ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:
2347
Ετος:
2009




Περίληψη
Εκτέλεση διαταγής πληρωμής κατά Δημοσίου, ΟΤΑ και ΝΠΔΔ - Εξομοίωση των διαταγών πληρωμής με δικαστικές αποφάσεις - Δικαιοδοσία - Σύστημα διοικητικής επίλυσης διαφορών από την εκτέλεση δημόσιου έργου - Άρνηση πληρωμής της αμοιβής του αναδόχου -. Εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων κατά του Δημοσίου, ΟΤΑ και νπδδ, με τις οποίες επιδικάζονται χρηματικές απαιτήσεις εις βάρος τους. Στους τίτλους αυτούς συμπεριλαμβάνονται και οι κατά τα άρθρα 627 επ. ΚΠολΔ διαταγές πληρωμής, δεδομένου ότι παρέχεται η δυνατότητα στον καθού να ασκήσει ανακοπή και να προβάλει τους ισχυρισμούς του, τόσο ως προς τη μη συνδρομή των προϋποθέσεων έκδοσης της διαταγής πληρωμής όσο και ως προς την απαίτηση. Αντίθεση με διατάξεις του Συντάγματος, της ΕΣΔΑ και του ΔΣΑΠΔ της νομοθετικής ρύθμισης του άρθρου 20 ν. 3301/2004 που αποκλείει την εκτέλεση εναντίον του Δημοσίου κλπ ορισμένων εκτελεστών τίτλων μεταξύ των οποίων και οι διαταγές πληρωμής και ως εκ τούτου είναι δυνατή, η από τον αρμόδιο πολιτικό δικαστή (ειρηνοδίκη ή δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου) έκδοση διαταγής πληρωμής, συντρεχουσών των προς τούτο προϋποθέσεων εις βάρος του Δημοσίου, ΟΤΑ και ν.π.δ.δ., και αν ακόμη η υποκείμενη σχέση, από την οποία απορρέει η χρηματική απαίτηση προς πληρωμή της οποίας ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής, υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όπως συμβαίνει επί διαφοράς από σύμβαση δημόσιου έργου. Καθιέρωση συστήματος διοικητικής επίλυσης των διαφορών από την εκτέλεση δημόσιου έργου επί ποινή απαραδέκτου. Πριν από την άσκηση προσφυγής ενώπιον του διοικητικού εφετείου, ο ανάδοχος του οποίου τα έννομα συμφέροντα προσβάλλονται με πράξεις της διευθύνουσας υπηρεσίας δικαιούται μέσα σε τακτή προθεσμία να ασκήσει ένσταση στην προϊσταμένη αρχή και στη συνέχεια αίτηση θεραπείας. Όταν όμως δεν ...
πρόκειται περί βλαπτικής για τα συμφέροντα του αναδόχου πράξεως, αλλά αντίθετα περί πράξεως της οποίας αυτός επιδιώκει την υλοποίηση, όπως είναι η πράξη της διευθύνουσας υπηρεσίας περί εγκρίσεως του τελικού λογαριασμού, η οποία αποτελεί την πιστοποίηση για την πληρωμή του, τότε και εφόσον η διοίκηση αρνείται να ικανοποιήσει τη σχετική απαίτησή του (πληρωμή της αμοιβής) δεν είναι αναγκαία η τήρηση της άνω διοικητικής προδικασίας και ο ανάδοχος μπορεί να ζητήσει ευθέως την καταβολή της αμοιβής του.

Κείμενο Απόφασης
Αριθμός 2347/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δημήτριο Δαλιάνη, Αντιπρόεδρο, Ρένα Ασημακοπούλου, Ιωάννη Ιωαννίδη, Χαράλαμπο Ζώη και Αθανάσιο Κουτρομάνο, Αρεοπαγίτες.
    ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 28 Σεπτεμβρίου 2009, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
    Του αναιρεσείοντος: Νομικού Προσώπου Δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "ΙΟΝΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ", που εδρεύει στην Κέρκυρα και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τα Βασίλειο Κωστόπουλο, με δήλωση του αρθρ. 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ..
    Του αναιρεσιβλήτου: Νομικού προσώπου δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΤΕΕ)" που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως εκ του νόμου υποκατάστατου των συμπραττόντων γραφείων μελετών α) μελετητικού γραφείου ...και β) της εταιρίας με την επωνυμία "Τεχνική ΕΠΕ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Μακαρίτη, με δήλωση του αρθρ. 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ..
    Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17-11-2003 ανακοπή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1318/2005 του ίδιου Δικαστηρίου και 4486/2006 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητά το αναιρεσείον με την από 14-5-2007 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Χαράλαμπος Ζώης ανέγνωσε την από 15-9-2009 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.
    ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Στο άρθρο 94 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρηση του με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής ορίζεται ότι "1. Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές ουσίας όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου 2. Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει 3. Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια, 4. Στα πολιτικά ή διοικητικά δικαστήρια μπορεί να ανατεθεί και κάθε άλλη αρμοδιότητα διοικητικής φύσης, όπως νόμος ορίζει. Στις αρμοδιότητες αυτές περιλαμβάνεται και η λήψη μέτρων για τη συμμόρφωση της διοίκησης με τις δικαστικές αποφάσεις. Οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως νόμος ορίζει" Στο άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος ορίζεται ότι "5. Η διοίκηση είναι υποχρεωμένη να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο, όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει αναγκαστικά μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της διοίκησης" Στο άρθρο 1 του ν.3068/2002 (ΦΕΚ α 274/14.11.2002), όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 20 του ν.3301/2004, που εκδόθηκε εις εκτέλεση του άρθρου 94 παρ.4 του Συντάγματος, ορίζεται ότι "Το Δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται χωρίς καθυστέρηση προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων. Δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου είναι όλες οι αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και ειδικών δικαστηρίων που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει". Επακολούθησε ο ν. 3301/2004 με το άρθρο 20 του οποίου προστέθηκε στο άνω άρθρο 1 του ν.3068/02 εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο, δεν είναι δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του παρόντος νόμου και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ'- ζ' της παρ.2 του άρθρου 904 ΚΠολΔ (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι κατά τα άρθρα 623 επ. του ιδίου Κώδικα εκδιδόμενες από τον αρμόδιο δικαστή διαταγές πληρωμής), πλην των κηρυχθεισών εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων. Περαιτέρω, το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που, μαζί με το προαιρετικό Πρωτόκολλό του, κυρώθηκε με τον ν.2462/1997, και άρχισε να ισχύει για την Ελλάδα από 5.8.1997 (Ανακοίνωση Υπ. Εξωτ. Φ.0546/62/Α1 /292/Μ.2870/7.5.1997), έχει δε υπερνομοθετική ισχύ κατά το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος, στο άρθρο 2 παρ.3 αυτού ορίζει ότι: "Τα Συμβαλλόμενα Κράτη στο παρόν Σύμφωνο αναλαμβάνουν την υποχρέωση: α) να εγγυώνται ότι κάθε άτομο, του οποίου τα δικαιώματα και οι ελευθερίες, που αναγνωρίζονται στο παρόν Σύμφωνο, παραβιασθούν, θα έχει στη διάθεσή του μία πρόσφορη προσφυγή, ακόμη και αν η παραβίαση θα έχει διαπραχθεί από πρόσωπα που ενεργούν υπό την επίσημη κρατική ιδιότητά τους, β) να εγγυώνται ότι η αρμόδια δικαστική, διοικητική, νομοθετική... αρχή ... θα αποφαίνεται πράγματι σχετικά με τα δικαιώματα του προσφεύγοντος, και να προωθήσουν τη δυνατότητα δικαστικής προσφυγής, γ) να εγγυώνται την εκτέλεση, από τις αρμόδιες αρχές, κάθε απόφασης που θα έχει κάνει δεκτή τη σχετική προσφυγή". Εξάλλου, το άρθρο 14 παρ.1 εδ. α' του ίδιου Συμφώνου ορίζει ότι: "Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεσή του να δικαστεί από ... δικαστήριο ... το οποίο θα αποφασίσει ... και για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα". Με τη διάταξη αυτή συμπορεύεται και το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, που καθιερώνεται με το άρθρο 6 παρ.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) (η οποία κυρώθηκε με το ν.δ.53/1974), καθώς και με το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος. Οι ως άνω διατάξεις δεν ιδρύουν μόνο διεθνή ευθύνη των συμβαλλομένων κρατών, αλλά έχουν άμεση εφαρμογή και υπερνομοθετική ισχύ, άρα θεμελιώνουν δικαιώματα υπέρ των προσώπων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής τους. Οι διατάξεις αυτές εγγυώνται όχι μόνο την ελεύθερη πρόσβαση σε δικαστήριο, αλλά και την πραγματική ικανοποίηση του δικαιώματος που επιδικάσθηκε από το δικαστήριο, δηλαδή το δικαίωμα αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς την οποία η προσφυγή στο δικαστήριο θα απέβαλλε την ουσιαστική αξία και χρησιμότητά της.(Ολ.ΑΠ 21/2001) Από τις εκτεθείσες συνταγματικές διατάξεις και εκείνες του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και της ΕΣΔΑ σαφώς συνάγεται ότι, προς επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτές σκοπού της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, επιτρέπεται η εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων κατά του Δημοσίου, ΟΤΑ και νομικών ν.π.δ.δ., με τις οποίες επιδικάζονται εις βάρος τους χρηματικές απαιτήσεις, στους τίτλους δε αυτούς συμπεριλαμβάνονται και οι κατά τα άρθρα   627 επ. ΚΠολΔ διαταγές πληρωμής, οι οποίες ναι μεν εκδίδονται από δικαστή, χωρίς προηγουμένως να ακουστεί και να αναπτύξει τις απόψεις του ο καθού, μετά από εξέταση της συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων για την έκδοσή τους και όχι από συγκροτημένο δικαστήριο, πλην όμως εξομοιώνονται λειτουργικώς με τις δικαστικές αποφάσεις, διότι αφ' ενός μεν επιλύουν διαφορές, εφ' ετέρου δε ανταποκρίνονται στα βασικά λειτουργικά γνωρίσματα της προβλεπόμενης από το άρθρο 20 του Συντάγματος δικαστικής προστασίας, δεδομένου ότι παρέχεται η δυνατότητα στον καθού να ασκήσει ανακοπή και να προβάλει τους ισχυρισμούς του, τόσο ως προς τη μη συνδρομή των προϋποθέσεων έκδοσης της διαταγής πληρωμής όσο και ως προς την απαίτηση. Παρέπεται, ότι η άνω νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 20 ν. 3301/2004, κατά την οποία δεν εκτελούνται οι αναφερόμενοι σ' αυτή εκτελεστοί τίτλοι, μεταξύ των οποίων και οι διαταγές πληρωμής, αντίκειται στις ειρημένες διατάξεις του Συντάγματος και των Διεθνών Συμφώνων και ως εκ τούτου είναι δυνατή, η από τον αρμόδιο πολιτικό δικαστή (ειρηνοδίκη ή δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου) έκδοση διαταγής πληρωμής, συντρεχουσών των προς τούτο προϋποθέσεων εις βάρος του Δημοσίου, ΟΤΑ και ν.π.δ.δ., και αν ακόμη η υποκείμενη σχέση, από την οποία απορρέει η χρηματική απαίτηση προς πληρωμή της οποίας ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής, υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όπως συμβαίνει επί διαφοράς από σύμβαση δημόσιου έργου. (σχ. ΑΕΔ 18/2005). Επομένως, ο πρώτος λόγος της αιτήσεως αναίρεσης από τον αριθμό 4 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο προσάπτεται στο Εφετείο η αιτίαση ότι με το να απορρίψει όπως και το πρωτοδικείο, τον λόγο ανακοπής κατά της 7313/2003 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, πως η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε από τον άνω δικαστή καθ' υπέρβαση της δικαιοδοσίας του, διότι η υποκείμενη μεταξύ των διαδίκων σχέση ήταν σύμβαση δημοσίου έργου και οι εξ αυτής προκύπτουσες διαφορές υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, είναι αβάσιμος. Από τις διατάξεις των άρθρων 12 και 13 του ν. 1418/84, όπως τροποποιήθηκαν με τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 2 ν. 2940/01, καθιερώνεται, προ της ασκήσεως προσφυγής στο Διοικητικό Εφετείο, σύστημα διοικητικής επίλυσης των διαφορών που ανακύπτουν από την εκτέλεση δημοσίου έργου, προβλέποντας ότι, κατά των πράξεων της διευθύνουσας υπηρεσίας, που προσβάλλουν έννομα συμφέροντα του αναδόχου, αυτός δικαιούται, μέσα σε τακτή προθεσμία, να ασκήσει ένσταση στην προϊσταμένη αρχή, και στη συνέχεια αίτηση θεραπείας. Περαιτέρω, στο άρθρο 5 παρ.8 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι " Οι λογαριασμοί των κατά τη σύμβαση οφειλομένων ποσών συντάσσονται κατά μηνιαία χρονικά διαστήματα, εκτός αν η σύμβαση ορίζει άλλες προθεσμίες. Οι λογαριασμοί συντάσσονται από τον ανάδοχο και υποβάλλονται στη διευθύνουσα υπηρεσία, η οποία τους ελέγχει και τους διορθώνει, όταν απαιτείται, μέσα σε ένα μήνα από την υποβολή τους. Οι εγκρινόμενοι από τη διευθύνουσα υπηρεσία λογαριασμοί αποτελούν την πιστοποίηση για την πληρωμή των εργασιών που έχουν εκτελεσθεί..", ενώ στο άρθρο 40 του Π.Δ. 609/1985 ορίζεται ότι "1. Η πραγματοποίηση των τμηματικών πληρωμών που προβλέπει η παρ.8 του άρθρου 5 ν. 1418/84 ή της οριστικής πληρωμής του εργολαβικού ανταλλάγματος και η εκκαθάριση όλων των αμοιβαίων απαιτήσεων από την εκτέλεση της εργολαβικής συμβάσεως γίνεται με βάση τους λογαριασμούς και τις πιστοποιήσεις που συντάσσονται σύμφωνα με τις επόμενες παραγράφους 2...7. Οι λογαριασμοί υποβάλλονται στη διευθύνουσα υπηρεσία που τους ελέγχει και τους διορθώνει, αν είναι ανάγκη μέσα στην προθεσμία που προβλέπει η παρ.8 του άρθρου 5 ν. 1418/84..... Ο λογαριασμός μετά τον έλεγχο εγκρίνεται από τη διευθύνουσα υπηρεσία και έτσι εγκεκριμένος αποτελεί την πιστοποίηση για την πληρωμή του αναδόχου...9.Με τον τελικό λογαριασμό γίνεται εκκαθάριση του εργολαβικού ανταλλάγματος και όλων των αμοιβαίων απαιτήσεων που έχουν σχέση με την εκτέλεση της σύμβαση" Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, όπου εκδίδεται από τη διευθύνουσα υπηρεσία πράξη βλαπτική για τα συμφέροντα του αναδόχου, αυτός υποχρεούται, επί ποινή απαραδέκτου, πρώτα να ακολουθήσει την προβλεπόμενη από τα άρθρα 12 και 13 του ν.1418/84 διαδικασία διοικητικής επίλυσης της διαφοράς και κατόπιν να ασκήσει προσφυγή στο αρμόδιο δικαστήριο. Όταν όμως δεν πρόκειται περί βλαπτικής για τα συμφέροντα του αναδόχου πράξεως, αλλά αντίθετα περί πράξεως της οποίας αυτός επιδιώκει την υλοποίηση, όπως είναι η πράξη της διευθύνουσας υπηρεσίας περί εγκρίσεως του τελικού λογαριασμού, η οποία αποτελεί την πιστοποίηση για την πληρωμή του, τότε και εφόσον η διοίκηση αρνείται να ικανοποιήσει τη σχετική απαίτησή του (πληρωμή της αμοιβής) δεν είναι αναγκαία η τήρηση της άνω διοικητικής προδικασίας και ο ανάδοχος μπορεί να ζητήσει ευθέως την καταβολή της αμοιβής του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει το Εφετείο απέρριψε τον σχετικό λόγο ανακοπής του ήδη αναιρεσείοντος, δεχθέν ότι το ποσό των 62.731,33 ευρώ που διατάχθηκε το αναιρεσείον να πληρώσει στο αναιρεσίβλητο, ως υποκατάστατο των μελών του, αποτελούσε την αμοιβή αυτών (μελών), από σύμβαση δημόσιου έργου που είχε καταρτισθεί μεταξύ των ιδίων και του αναιρεσείοντος η οποία (αμοιβή) πιστοποιήθηκε και εγκρίθηκε από τη διευθύνουσα υπηρεσία και ότι, ως εκ τούτου, δεν απαιτείτο η τήρηση της ειρημένης διοικητικής διαδικασίας. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα) πρόταση του παρόντος συλλογισμού, δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή τις διατάξεις των άρθρων 12 και 13 του ν. 1418/1984. Επομένως, ο περί του αντιθέτου, εκ του άρθρου 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ απορρέων δεύτερος λόγος του αναιρετηρίου είναι αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως.
    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 14-5-2007 αίτηση του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "ΙΟΝΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ" για αναίρεση της υπ' αριθ. 4486/2006 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Και
    Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου από τριακόσια (300) ευρώ.
    Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Νοεμβρίου 2009. Και
    Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 28 Δεκεμβρίου 2009.
    Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


Πρόεδρος:
Δημήτριος Δαλιάνης
Δικηγόροι:
Βασίλειος Κωστόπουλος, Παναγιώτης Μακαρίτης
Εισηγητές:
Χαράλαμπος Ζώης
Μέλη:
Ρένα Ασημακοπούλου, Ιωάννης Ιωαννίδης, Αθανάσιος Κ
Λήμματα:
Εκτέλεση διαταγής πληρωμής κατά Δημοσίου, ΟΤΑ και ΝΠΔΔ ,Εξομοίωση των διαταγών πληρωμής με δικαστικές αποφάσεις ,Δικαιοδοσία ,Σύστημα διοικητικής επίλυσης διαφορών από την εκτέλεση δημόσιου έργου ,Άρνηση πληρωμής της αμοιβής του αναδόχου


ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ 
 
Δημοσίευση:
ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ 



ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΤΜΗΜΑ VII
ΠΡΑΞΗ 226/2010
Αποτελούμενο από τον Πρόεδρο του Τμήματος Αντιπρόεδρο Ιωάννη Καραβοκύρη, τους Συμβούλους Ηλία Αλεξανδρόπουλο και Μιχαήλ Ζυμή και τους Παρέδρους Κωνσταντίνα Σταμούλη και Δημήτριο Κοκοτσή (εισηγητή), οι οποίοι μετέχουν με συμβουλευτική ψήφο, συνεδρίασε στην αίθουσα διασκέψεων του Καταστήματός του, που βρίσκεται στην Αθήνα, στις 14 Ιουλίου 2010, με την παρουσία της Γραμματέως Βασιλικής Τσιαντή, για να αποφανθεί, ύστερα από σχετική διαφωνία που ανέκυψε μεταξύ της Αναπληρώτριας Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στη 2η Υπηρεσία Επιτρόπου στο Νομό Ευβοίας και του Δήμου ..., αν πρέπει να θεωρηθεί το 268 Α, οικονομικού έτους 2010, χρηματικό ένταλμα πληρωμής του εν λόγω Δήμου.
Αφού μελέτησε τα στοιχεία του φακέλου
και
έλαβε υπόψη
Την 205/1.7.2010 έγγραφη γνώμη της ασκούσας καθήκοντα Γενικού Επιτρόπου Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο Συμβούλου Άννας Λιγωμένου, σύμφωνα με την οποία το επίμαχο χρηματικό ένταλμα πληρωμής πρέπει να θεωρηθεί.
Σκέφθηκε κατά το νόμο

Ι. Η Αναπληρώτρια Επίτροπος του Ελεγκτικού Συνεδρίου στη 2η Υπηρεσία Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο Νομό Ευβοίας αρνήθηκε, με την 11/ 30.3.2010 πράξη επιστροφής, να θεωρήσει το 268 Α, οικονομικού έτους 2010, χρηματικό ένταλμα πληρωμής του Δήμου ..., ποσού 2.800,00 ευρώ, που εκδόθηκε στο όνομα της …………. και αφορά στην καταβολή σε αυτήν δαπάνης δικηγορικής αμοιβής σε εκτέλεση της υπ΄αριθμ. 118/2009 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου Ιστιαίας. Τη θεώρηση του χρηματικού αυτού εντάλματος αρνήθηκε η Επίτροπος με την αιτιολογία ότι η εντελλόμενη δαπάνη είναι μη νόμιμη, διότι η διαταγή πληρωμής δεν αποτελεί νόμιμο αποδεικτικό δαπάνης, καθόσον ως εκτελεστός τίτλος του άρθρου 904 παρ.2 περ.ζ΄ του Κ.Πολ.Δικ. δεν εμπίπτει στην έννοια των δικαστικών αποφάσεων, δεν παράγει δεδικασμένο και συνεπώς δεν δεσμεύει το Ελεγκτικό Συνέδριο. Ο Δήμος ..., με το 2320/26.5.20210 έγγραφο του Δημάρχου του, επανυπέβαλε το επίμαχο χρηματικό ένταλμα πληρωμής στην Επίτροπο για θεώρηση, υποστηρίζοντας τη νομιμότητα της εντελλόμενης με αυτό δαπάνης. Η Επίτροπος, όμως, ενέμεινε στην άρνησή της να το θεωρήσει και έτσι ανέκυψε διαφωνία, για την άρση της οποίας, εκ παραδρομής μεν απευθύνεται, με την από 15.6.2010 έκθεσή της στο Τμήμα τούτο, καθόσον αρμόδιο να αίρει διαφωνίες ως προς τη θεώρηση χρηματικών ενταλμάτων πληρωμής του Δημοσίου και λοιπών ν.π.δ..δ που υπάγονται με ειδική διάταξη νόμου σε προληπτικό έλεγχο των δαπανών τους και αφορούν αξιώσεις, μεταξύ άλλων, από αμοιβές δικηγόρων είναι το Ι Τμήμα (βλ. την Φ.Γ8/15686/8.7.2002 απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου «περί καθορισμού των Τμημάτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της αρμοδιότητας αυτών» (ΦΕΚ Β΄1242), όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τις ΦΓ8/22431/6.10.2004 (ΦΕΚ Β΄ 1620) και ΦΓ8/52557/ 6.12.2006 (ΦΕΚ Β΄ 62) όμοιες αποφάσεις, πλην όμως δεν κωλύεται το παρόν Τμήμα να προβεί, κατ΄ οικονομία της σχετικής διαδικασίας, στην εξέταση της υπό κρίση διαφωνίας (βλ. 4/2007 Πράξη Ι Τμ. Ελ.Συν.).
ΙΙ. Το ισχύον Σύνταγμα (1975/2001) ορίζει στο άρθρο 98, ότι: «1. Στην αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανήκουν ιδίως : α. Ο έλεγχος των δαπανών του Κράτους καθώς και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων, που υπάγονται με ειδική διάταξη νόμου στο καθεστώς αυτό. β. … 2. Οι αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου ρυθμίζονται και ασκούνται, όπως νόμος ορίζει …». Σε εφαρμογή της ανωτέρω συνταγματικής διάταξης, το άρθρο 17 του π.δ/τος 774/1980 «Οργανισμός Ελεγκτικού Συνεδρίου» (ΦΕΚ Α΄ 189), ορίζει ότι : «1. Το Ελεγκτικόν Συνέδριον α) … β) Ασκεί τον κατά το άρθρον 98 του Συντάγματος έλεγχον των δαπανών του Κράτους, ως και των δι’ ειδικών νόμων εις τον έλεγχον αυτού υπαγομένων Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως ή άλλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου επί τω τέλει της βεβαιώσεως ότι υπάρχει δια ταύτας νομίμως κεχορηγημένη πίστωσις και ότι κατά την πραγματοποίησιν τούτων ετηρήθησαν αι διατάξεις του κώδικος «περί δημοσίου λογιστικού» και παντός άλλου νόμου ή διατάγματος ή κανονιστικής αποφάσεως. 3. Κατά τον υπό του Συνεδρίου ασκούμενον έλεγχον επιτρέπεται η εξέτασις και των παρεμπιπτόντως αναφυομένων ζητημάτων, επιφυλασσομένων των περί δεδικασμένου διατάξεων». Εξάλλου, στο άρθρο 94 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «1….. 4. … Οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως νόμος ορίζει» και στο άρθρο 95, ότι: «1. … 5. Η διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο, όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της διοίκησης». Σε εκτέλεση των ως άνω συνταγματικών διατάξεων εκδόθηκε ο ν. 3068/2002 «Συμμόρφωση της Διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις (…) και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 274), στο άρθρο 1 του οποίου, όπως το τελευταίο συμπληρώθηκε με τα άρθρα 20 του ν. 3301/2004 (ΦΕΚ Α΄ 263) και 4ε παρ. 3 του ν. 3388/2005 (ΦΕΚ Α΄ 225), ορίζονται τα ακόλουθα: «Το Δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται χωρίς καθυστέρηση προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων. Δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου είναι όλες οι αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και ειδικών δικαστηρίων που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει. Δεν είναι δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του παρόντος και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ΄- ζ΄ της παρ. 2 του άρθρου 904 Κ.Πολ.Δ. πλην των κηρυχθεισών εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν και για τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου του ευρύτερου δημόσιου τομέα, τα οποία ανήκουν εξ ολοκλήρου στο Δημόσιο.». Οι εκτελεστοί δε τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ΄ - ζ΄ της παρ. 2 του άρθρου 904 του Κ.Πολ.Δ. είναι : «γ) Τα πρακτικά ελληνικών δικαστηρίων που περιέχουν συμβιβασμό ή προσδιορισμό δικαστικών εξόδων, δ) τα συμβολαιογραφικά έγγραφα, ε) οι διαταγές πληρωμής και απόδοσης της χρήσης μισθίου ακινήτων που εκδίδουν Έλληνες δικαστές, στ) οι αλλοδαποί τίτλοι που κηρύχθηκαν εκτελεστοί, ζ) οι διαταγές και πράξεις που αναγνωρίζονται από το νόμο ως τίτλοι εκτελεστοί». Περαιτέρω, ο Κ.Πολ.Δ. ορίζει στο άρθρο 623, ότι κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 624 έως 634 μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, στο άρθρο 625, ότι αρμόδιος να εκδώσει διαταγή πληρωμής είναι για απαίτηση της αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου ο ειρηνοδίκης και για κάθε άλλη απαίτηση ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου, καθώς και ότι για την έκδοση διαταγής πληρωμής δεν γίνεται συζήτηση στο ακροατήριο, στο άρθρο 626, ότι η διαταγή πληρωμής εκδίδεται ύστερα από αίτηση του δικαιούχου της απαίτησης, η οποία (αίτηση) κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο άρθρο 627, ότι ο δικαστής αποφασίζει το ταχύτερο σχετικά με την αίτηση, χωρίς να καλέσει τον οφειλέτη, έχει όμως το δικαίωμα α) να καλεί τον αιτούντα για να του δώσει εξηγήσεις σχετικά με την αίτηση, β) να υποδείξει στον αιτούντα τις αναγκαίες συμπληρώσεις ή διορθώσεις της αίτησης, γ) αν ο αιτών επικαλείται ιδιωτικά έγγραφα, να ζητεί βεβαίωση της υπογραφής από συμβολαιογράφο ή μάρτυρες που εξετάζονται ενώπιόν του, στο άρθρο 629, ότι ο δικαστής δέχεται την αίτηση κατά το μέρος που κατά την κρίση του είναι νομικά και πραγματικά βάσιμη, διατάζει τον οφειλέτη να πληρώσει το οφειλόμενο ποσό, στο άρθρο 630 Α, ότι η διαταγή πληρωμής επιδίδεται σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από την έκδοσή της, διαφορετικά εάν η επίδοση δεν γίνει μέσα στην προθεσμία των δύο μηνών, η διαταγή πληρωμής παύει να ισχύει, στο άρθρο 631, ότι η διαταγή πληρωμής αποτελεί τίτλο εκτελεστό, στο άρθρο 632, ότι ο οφειλέτης κατά του οποίου στρέφεται η διαταγή πληρωμής έχει το δικαίωμα μέσα σε δεκαπέντε εργάσιμες ημέρες από την επίδοσή της να ασκήσει ανακοπή, η οποία απευθύνεται στο δικαστήριο, το οποίο είναι καθ` ύλην αρμόδιο, στο άρθρο 633, ότι εάν η ανακοπή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νόμιμα και οι λόγοι της είναι νόμιμοι και βάσιμοι, το δικαστήριο ακυρώνει τη διαταγή πληρωμής, διαφορετικά απορρίπτει την ανακοπή και επικυρώνει τη διαταγή πληρωμής, καθώς και ότι εάν δεν έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα ανακοπή, εκείνος υπέρ του οποίου έχει εκδοθεί η διαταγή πληρωμής μπορεί να επιδώσει πάλι τη διαταγή στον οφειλέτη, ο οποίος έχει το δικαίωμα να ασκήσει την ανακοπή μέσα σε προθεσμία δέκα εργασίμων ημερών από τη νέα επίδοση. Αν περάσει άπρακτη και η παραπάνω προθεσμία, η διαταγή πληρωμής αποκτά δύναμη δεδικασμένου και είναι δυνατό να προσβληθεί μόνο με αναψηλάφηση. Εξάλλου, με βάση τη θεμελιώδη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος που κατοχυρώνει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας και τη διάταξη του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) που καθιερώνει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, το δικαίωμα δικαστικής προστασίας περιλαμβάνει ως μερικότερα δικονομικά συνταγματικά δικαιώματα: α) το δικαίωμα για ελεύθερη πρόσβαση στα δικαστήρια για έκδοση απόφασης στην ουσίας της υπόθεσης, β) το δικαίωμα για λήψη ασφαλιστικών μέτρων και γ) το δικαίωμα για αναγκαστική εκτέλεση των (καταψηφιστικών) δικαστικών αποφάσεων. Τέλος, το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997, έχει δε υπερνομοθετική ισχύ κατά το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος, ορίζει στο άρθρο 2 παρ.3, ότι: « Τα Συμβαλλόμενα Κράτη στο παρόν Σύμφωνο αναλαμβάνουν την υποχρέωση: α) να εγγυώνται ότι κάθε άτομο, του οποίου τα δικαιώματα και ελευθερίες, που αναγνωρίζονται στο παρόν Σύμφωνο, παραβιασθούν, θα έχει στη διάθεσή του μια πρόσφορη προσφυγή, ακόμη και αν η παραβίαση θα έχει διαπραχθεί από πρόσωπα που ενεργούν υπό την επίσημη κρατική ιδιότητά τους, β) να εγγυώνται ότι η αρμόδια δικαστική, διοικητική, νομοθετική…. αρχή…. θα αποφαίνεται πράγματι σχετικά με τα δικαιώματα του προσφεύγοντος, και να προωθήσουν τη δυνατότητα δικαστικής προσφυγής, γ) να εγγυώνται την εκτέλεση, από τις αρμόδιες αρχές, κάθε απόφασης που θα έχει κάνει δεκτή τη σχετική προσφυγή» και στο άρθρο 14 παρ. 1 εδ. α΄, ότι: «Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεσή του να δικαστεί από…… δικαστήριο…. το οποίο θα αποφασίσει….. και για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα.»
ΙΙΙ. Από τις ανωτέρω διατάξεις και ενόψει των προπαρατιθέμενων άρθρων 2 παρ.3 και 14 παρ.1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, τα οποία δεν ιδρύουν μόνο διεθνή ευθύνη των συμβαλλομένων κρατών, αλλά έχουν άμεση εφαρμογή και υπερνομοθετική ισχύ θεμελιώνοντας δικαιώματα υπέρ των προσώπων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής τους, επιπροσθέτως δε εγγυώνται την ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο, καθώς και την πραγματική ικανοποίηση του δικαιώματος που επιδικάστηκε από αυτό, δηλαδή το δικαίωμα αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς την οποία η προσφυγή στο δικαστήριο θα απέβαλλε την ουσιαστική αξία και χρησιμότητά της, συνάγεται ότι η νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 1 του ν. 3068/2002, όπως το τρίτο εδάφιο αυτού προστέθηκε με το άρθρο 20 του ν. 3301/2004, σύμφωνα με την οποία δεν εκτελούνται οι αναφερόμενοι σ΄ αυτή εκτελεστοί τίτλοι, μεταξύ των οποίων και η διαταγή πληρωμής, αποβαίνει ανίσχυρη ως αντικειμένη προς τις αρχές της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, που οι ως άνω εκτεθείσες διατάξεις κατοχυρώνουν (Πρακτικά Ολομ. Ελ. Συν. της 9ης Γεν. Συν./19.5.2010, Α.Π. 2347/2009, βλ. και Ολομ. Α.Π. 21/2001). Επομένως, υπάρχει υποχρέωση της Διοίκησης να συμμορφώνεται και στις διαταγές πληρωμής, οι οποίες ναι μεν εκδίδονται από δικαστή, χωρίς προηγουμένως να ακουστεί και να αναπτύξει τις απόψεις του ο καθού, μετά από εξέταση της συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων για την έκδοσή τους και όχι από συγκροτημένο δικαστήριο, πλην όμως εξομοιώνονται λειτουργικώς με τις δικαστικές αποφάσεις, διότι αφενός επιλύουν διαφορές, αφετέρου ανταποκρίνονται στα βασικά λειτουργικά γνωρίσματα της προβλεπόμενης από το άρθρο 20 του Συντάγματος δικαστικής προστασίας, δεδομένου ότι παρέχεται η δυνατότητα στον καθού να ασκήσει ανακοπή και να προβάλει τους ισχυρισμούς του, τόσο ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων έκδοσης της διαταγής πληρωμής όσο και ως προς την απαίτηση. Ενόψει τούτων, όταν για την αξίωση του φερόμενου ως δικαιούχου δαπάνης το δικαίωμα αυτού για την πραγμάτωση της δαπάνης στηρίζεται σε διαταγή πληρωμής δικαστηρίου που εκδόθηκε στο πλαίσιο των διατάξεων 623 επ. του Κ.Πολ.Δικ., το Ελεγκτικό Συνέδριο υποχρεούται σε θεώρηση του οικείου χρηματικού εντάλματος, διότι δεν αποτελεί παρεμπιπτόντως αναφυόμενο ζήτημα κατά τον ασκούμενο έλεγχο του Συνεδρίου ο έλεγχος της ορθότητας ή μη της διαταγής πληρωμής, δηλαδή η νομιμότητα και βασιμότητα των λόγων και των όρων που την δικαιολογούν, η οποία αποτελεί γι’ αυτό νόμιμο δικαιολογητικό με το οποίο αποδεικνύεται η οικεία απαίτηση (πρβλ. Πρακτικά Ολομ. Ελ. Συν. της 9ης Γεν. Συν./19.5.2010).
IV. Στην υπό κρίση υπόθεση, με το επίμαχο χρηματικό ένταλμα εντέλλεται σε εκτέλεση της υπ΄αριθμ. 118/2009 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου Ιστιαίας η καταβολή στη φερόμενη ως δικαιούχο δικηγόρο …., ποσού 2.800,00 ευρώ, ως αμοιβή για νομικές υπηρεσίες που παρείχε στο Δήμο .... Εξάλλου, η δημαρχιακή επιτροπή του εν λόγω Δήμου αποφάσισε, με την 21/2010 απόφασή της, να μην ορισθεί πληρεξούσιος δικηγόρος για κατάθεση ανακοπής κατά της ανωτέρω διαταγής πληρωμής, με την αιτιολογία ότι οι περιγραφόμενες στην απόφαση αυτή νομικές υπηρεσίες πράγματι παρασχέθηκαν από τη φερόμενη ως δικαιούχο κατόπιν σχετικών αποφάσεων των οργάνων του Δήμου. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, η ως άνω εκδοθείσα από το Ειρηνοδικείο Ιστιαίας διαταγή πληρωμής δεσμεύει το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά τον υπ΄ αυτού ασκούμενο έλεγχο και συνεπώς δικαιολογείται η θεώρηση του επίμαχου χρηματικού εντάλματος πληρωμής που εκδόθηκε σε εκτέλεση της διαταγής αυτής.

Για τους λόγους αυτούς
Αποφαίνεται ότι το 268 Α, οικονομικού έτους 2010, χρηματικό ένταλμα πληρωμής του Δήμου ..., ποσού 2.800,00 ευρώ, πρέπει να θεωρηθεί



ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ
 ΤΡΑΠΕΖΑ  ΝΟΜΙΚΩΝ  ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ  ΔΣΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 

Δικαστήριο:
ΕΦΕΤΕΙΟ
Τόπος:
ΛΑΡΙΣΗΣ
Αριθ. Απόφασης:
255
Ετος:
2012



Περίληψη
Ενοχή εις ολόκληρον - Πολυπρόσωπες ενοχές - Ευθύνη κατ ισομοιρία Εκτέλεση - Επιταγή προς εκτέλεση - Αοριστία επιταγής - Διαταγή πληρωμής - Εκτελεστοί τίτλοι - Εκτέλεση κατά δημοσίου Σύνταγμα - Ποινική ρήτρα - Μείωση ποινής Υπερημερία Τόκοι Τοκογλυφία -. Επί ενοχής εις ολόκληρον πρέπει η απαίτηση ή η υποχρέωση καθενός των περισσοτέρων δανειστών ή οφειλετών αντίστοιχα να αφορά την ίδια παροχή και οι περισσότερες ενοχές να συνδέονται με τον ίδιο γενεσιουργό λόγο. Καθιέρωση στις πολυπρόσωπες ενοχές που αφορούν διαιρετές παροχές της κατ ισομοιρία ευθύνης και του κατ ισομοιρία δικαιώματος αντίστοιχα, ενώ η εις ολόκληρον ενοχή και δη η παθητική αναγνωρίζεται μόνον όταν αυτή συνιστάται με σαφή δήλωση βούλησης των συμβαλλομένων ή από τον νόμο. Ενδοτικότητα άνω ρυθμίσεων. Η επιταγή προς εκτέλεση πρέπει να περιέχει σύντομη μνεία του οφειλόμενου ποσού, δίχως ανάγκη μνείας του ιστορικού κάθε κονδυλίου, αρκεί να προκύπτει η αιτία της απαίτησης και η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Ακυρότητα επιταγής επί δικονομικής βλάβης του οφειλέτη, μη δυνάμενης να επανορθωθεί άλλως. Επιτρεπτή εκτέλεση εναντίον Δημοσίου, Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου δικαστικών αποφάσεων και εκτελεστών τίτλων, που επιδικάζουν χρηματικές απαιτήσεις. Στους τίτλους περιλαμβάνονται και οι διαταγές πληρωμής. Το άρθρο 20 ν. 3301/2004, κατά το οποίο δεν εκτελούνται οι διαταγές πληρωμής, αντίκειται στο Σύνταγμα και τα Διεθνή Σύμφωνα και, ως εκ τούτου, είναι δυνατή η έκδοση διαταγή πληρωμής εναντίον των άνω προσώπων, κι αν ακόμη η υποκείμενη σχέση της χρηματικής απαίτησης υπάγεται στα διοικητικά δικαστήρια. Αίτηση μείωσης δυσαναλόγης ποινής με αγωγή, ανταγωγή, ένσταση ή ανακοπή. Το ότι δεν επήλθε ζημία στον δανειστή ή το μέγεθός της δεν είναι μεγάλο, δεν εμποδίζει την κατάπτωση της ποινής. Επί ποινική ρήτρας για μη (ή μη προσήκουσα) εκπλήρωση της παροχής, απαλλαγή οφειλέτη αν ισχυριστεί και αποδείξει ότι οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη. Αν αποδεικνύεται ότι την ίδια παράλειψη ή καθυστέρηση ως προς την εκπλήρωση της παροχής θα επιδείκνυε ο μέσος επιμελής άνθρωπος υπό τις ίδιες συνθήκες, δεν υπάρχει αμέλεια του οφειλέτη. Επί κύριας χρηματικής οφειλής, η συμφωνία ότι επί υπερημερίας του οφειλέτη ως προς την εκπλήρωση θα καταβάλλεται, πλέον του θεμιτού τόκου, και πρόσθετο ποσό ως ποινική ρήτρα είναι μη νόμιμη και άκυρη κατά το υπερβάλλον, διότι αποτελεί συγκάλυψη τοκογλυφίας, η δε ακυρότητα αυτή είναι άσχετη με το υπέρμετρο μέγεθος της ποινικής ρήτρας.
Κείμενο Απόφασης
    
255/2012
I. Η ένδικη έφεση με ημερομηνία 10.09.2010 και αριθμό έκθεσης κατάθεσης 107/10.09.2010, την οποία άσκησε η εν μέρει ηττημένη στην πρωτοβάθμια δίκη ανακόπτουσα, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Τρικάλων, εναντίον της οριστικής απόφασης ειδικής διαδικασίας αριθμ. 197/2010 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, μέσα στην προθεσμία των τριών ετών από την ημέρα (30.06.2010), οπότε δημοσιεύτηκε η εκκαλούμενη απόφαση, (βλ. άρθρα 518 § 2, 591 § 1 ΚΠολΔ), η οποία λαμβάνεται υπόψη στην επίδικη υπόθεση ως προθεσμία της έφεσης, αφού κανείς από τους διαδίκους δεν ισχυρίστηκε ούτε απέδειξε ότι επιδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση σε κάποιον από αυτούς, ώστε να έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 652 § 1 ΚΠολΔ, και φέρεται νόμιμα προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, υλικά και τοπικά αρμοδίου για την εκδίκασή της, (βλ. άρθρα 19, 495 § 1, 513 § 1, 516 § 1, 517, 591 § 1 ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί στη συνέχεια ως προς την παραδεκτή υποβολή και βασιμότητα των λόγων της με την ίδια ειδική διαδικασία, με την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, (βλ. άρθρο 533 ΚΠολΔ), μέσα στα όρια που καθορίζονται από τους λόγους της, (βλ. άρθρο 522 ΚΠολΔ).
     ΙΙ. Στην πιο πάνω ανακοπή της με ημερομηνία 21.05.2009 και αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 634/21.05.2009 η ήδη εκκαλούσα, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Τρικάλων, ιστόρησε ότι οι καθ ων η ανακοπή κοινοποίησαν σ αυτή αντίγραφο εκτελεστού απογράφου της διαταγής πληρωμής αριθμ. 3/2008 του Δικαστή Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων με επιταγή προς εκτέλεση, ότι επέταξαν αυτή να καταβάλει σ αυτούς το ποσό των 16.163 ευρώ με τους νόμιμους τόκους, ότι για όσους λόγους αναφέρονται στην ανακοπή λεπτομερώς, η επίδικη διαταγή πληρωμής είναι άκυρη, με συνέπεια να είναι άκυρη και η επίδικη επιταγή προς εκτέλεση, και ότι είναι προφανής η βλάβη που θα υποστεί η ανακόπτουσα από την αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύδεται σε βάρος της. Για τους λόγους αυτούς ζήτησε να ακυρωθεί η αναγκαστική εκτέλεση, την οποία επισπεύδουν οι καθ ων εναντίον της με την από 18.05.2009 επιταγή προς εκτέλεση, γραμμένη κάτω από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο αριθμ. 54/2008 της διαταγής πληρωμής αριθμ. 3/2008 του Δικαστή Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχτηκε εν μέρει την ένδικη ανακοπή με την εκκαλούμενη απόφασή του αριθμ. 197/2010 και ακύρωσε εν μέρει την επίδικη επιταγή προς εκτέλεση, ως προς το κονδύλιο της αμοιβής για σύνταξη επιταγής, για το ποσό των 789,75 ευρώ. Ήδη η εν μέρει ηττημένη ανακόπτουσα παραπονείται με την ένδικη έφεσή της ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και την εφαρμογή του νόμου και, ειδικότερα, ότι υπέπεσε στις πλημμέλειες που αναφέρονται στην έφεση λεπτομερώς, και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να γίνει δεκτή η ένδικη ανακοπή της.
     IΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 480 ΑΚ «Αν περισσότεροι οφείλουν διαιρετή παροχή ή αν περισσότεροι έχουν δικαίωμα σε διαιρετή παροχή, σε περίπτωση αμφιβολίας κάθε οφειλέτης έχει την υποχρέωση να καταβάλει και κάθε δανειστής έχει το δικαίωμα να λάβει ίσο μέρος». Σύμφωνα με το άρθρο 481 ΑΚ «Οφειλή εις ολόκληρον υπάρχει, όταν σε περίπτωση περισσότερων οφειλετών της ίδιας παροχής καθένας απ αυτούς έχει την υποχρέωση να την καταβάλει ολόκληρη, ο δανειστής όμως έχει το δικαίωμα να την απαιτήσει μόνο μια φορά». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, για να υπάρξει ενοχή εις ολόκληρον, πρέπει η απαίτηση καθενός των περισσοτέρων δανειστών ή η υποχρέωση καθενός των περισσοτέρων οφειλετών να αφορά την ίδια παροχή και, επιπλέον, οι περισσότερες ενοχές (απαιτήσεις ή υποχρεώσεις) που αφορούν τους περισσότερους δανειστές ή οφειλέτες να έχουν μεταξύ τους καθολική συνδετική σχέση, δηλαδή να συνδέονται με τον ίδιο κοινό σκοπό και τον ίδιο γενεσιουργό λόγο. Με τις ανωτέρω διατάξεις καθιερώνεται ως κανόνας στις πολυπρόσωπες ενοχές, οι οποίες αφορούν διαιρετές παροχές, η κατ ισομοιρία ευθύνη και το κατ ισομοιρία δικαίωμα, αντίστοιχα, ενώ η εις ολόκληρο ενοχή και, ειδικότερα, η παθητική εις ολόκληρον ενοχή, αναγνωρίζεται μόνο, όταν αυτή συνιστάται με αναμφίβολη δήλωση βούλησης των συμβαλλομένων ή καθιερώνεται από τον νόμο. Όσον αφορά τη σύμβαση ως γενεσιουργό λόγο της παθητικής εις ολόκληρον ενοχής, πρέπει να συνάγεται από τη σύμβαση με σαφήνεια ότι επιδιωκόταν εις ολόκληρον υποχρέωση όλων, διότι σε περίπτωση αμφιβολίας, δηλαδή αν δεν συνάγεται κάτι άλλο, ισχύει ο κανόνας του άρθρου 480 ΑΚ, ήτοι δημιουργούνται περισσότερες υποχρεώσεις, ισομερείς μεταξύ τους. Οι διατάξεις των ανωτέρω άρθρων εμπεριέχουν ενδοτικό δίκαιο και δεν έχουν αναγκαστικό χαρακτήρα. Επομένως, σύμφωνα με την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων οι συμβαλλόμενοι δύνανται να διαμορφώσουν ελεύθερα την πολυπρόσωπη ενοχική σχέση τους και τις ειδικότερες ενοχές που απορρέουν από αυτή, (βλ. ΑΠ 454/2006 ΕλλΔνη 49.497). Όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω ως προς την παθητική ενοχή εις ολόκληρον, ισχύουν, αναλογικά, και ως προς την ενεργητική ενοχή εις ολόκληρον, η οποία ρυθμίζεται από το άρθρο 489 ΑΚ, όπου ορίζεται ότι «Απαίτηση εις ολόκληρον υπάρχει, όταν σε περίπτωση περισσότερων δανειστών για την ίδια παροχή, ο καθένας απ αυτούς έχει το δικαίωμα να την απαιτήσει ολόκληρη, ο οφειλέτης όμως έχει την υποχρέωση να την καταβάλει μόνο μια φορά». Στην επίδικη υπόθεση η ανακόπτουσα (Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Τρικάλων) ισχυρίστηκε με το α΄ σκέλος του 1ου λόγου της ένδικης ανακοπής ότι στην ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και στην αντίστοιχη επιταγή προς πληρωμή δεν αναφέρονται τα ακριβή ποσά χρημάτων που δικαιούται έκαστος συγκύριος να λάβει από το συνολικό ποσό, το οποίο διατάσσεται η ανακόπτουσα με την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής να καταβάλει, με συνέπεια να υφίσταται αοριστία, αφού η φερόμενη οφειλή της ανακόπτουσας δεν είναι οφειλή εις ολόκληρον, αλλά είναι διαιρετή οφειλή, η οποία δεν μπορεί να θεραπευτεί από την αναφορά του ποσοστού κυριότητας εκάστου αντιδίκου της ανακόπτουσας πάνω στην επίδικη οικοπεδική έκταση και στα οικοδομημένα σε αυτή κτίσματα. Σύμφωνα με τη νομική σκέψη που παρατέθηκε ανωτέρω, ο συγκεκριμένος λόγος ανακοπής αποβαίνει νομικά αβάσιμος, διότι, όπως ήδη αναφέρθηκε, με τις ανωτέρω νομικές διατάξεις καθιερώνεται ως κανόνας στις πολυπρόσωπες ενοχές, οι οποίες αφορούν διαιρετές παροχές, η κατ ισομοιρία ευθύνη και το κατ ισομοιρία δικαίωμα, αντίστοιχα, γεγονός που έχει ως συνέπεια να μην προκαλείται αοριστία, όταν περισσότεροι δανειστές έχουν δικαίωμα σε διαιρετή παροχή, όπως συμβαίνει στην επίδικη υπόθεση, αλλά παραλείπεται να αναφερθεί το ακριβές ποσοστό της διαιρετής παροχής, το οποίο δικαιούται να λάβει έκαστος των περισσοτέρων δανειστών, διότι σε περίπτωση αμφιβολίας έκαστος δανειστής έχει δικαίωμα να λάβει ίσο μέρος της παροχής. Συνεπώς, στην επίδικη υπόθεση τεκμαίρεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 480 ΑΚ, ότι έκαστος των περισσοτέρων δανειστών, αντιδίκων της ανακόπτουσας, έχει δικαίωμα να λάβει ίσο μέρος του συνολικού ποσού χρημάτων, το οποίο διατάσσεται η ανακόπτουσα με την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής να καταβάλει. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο αξιολόγησε τον ανωτέρω λόγο ανακοπής ως νομικά βάσιμο, αλλά απέρριψε αυτόν ως ουσιαστικά αβάσιμο, με την αιτιολογία ότι «δεν ήταν απαραίτητο για το κύρος της επιταγής προς πληρωμή να αναφέρονται τα οφειλόμενα σε καθένα των καθ ων η ανακοπή ποσά» και ότι «σε κάθε περίπτωση στον εκτελεστό τίτλο αναφέρονται αναλυτικά τα ποσοστά συγκυριότητας των καθ ων η ανακοπή επί του επιδίκου μισθίου, από τα οποία μπορούσε να υπολογιστεί το αναλογούν σε καθένα επιμέρους ποσό», δεν έσφαλε κατ αποτέλεσμα, γεγονός που πρέπει να οδηγήσει σε απόρριψη του αντίστοιχου λόγου έφεσης, ήτοι του α΄ σκέλους του 1ου λόγου της ένδικης έφεσης, ως ουσιαστικά αβάσιμου.
     ΙV. Από τις διατάξεις των άρθρων 924, 904, 916, 918, 919 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η επιταγή προς εκτέλεση, με την οποία αρχίζει η αναγκαστική εκτέλεση, πρέπει να περιέχει σύντομη αναφορά του ποσού που οφείλεται, δεν είναι όμως αναγκαία η αναφορά του ιστορικού κάθε κονδυλίου. Ειδικότερα, αρκεί να προκύπτει από την επιταγή η αιτία της απαίτησης και η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, (βλ. ΑΠ 72/1995 ΕλλΔνη 38.585, ΑΠ 194/1995 ΕλλΔνη 37.101). Εφόσον γίνει αυτός ο διαχωρισμός, η επιταγή παρουσιάζει πληρότητα, και απόκειται πλέον στον οφειλέτη να αποδείξει την απόσβεση της απαίτησης ή την ανακρίβεια των κονδυλίων ή τον εσφαλμένο υπολογισμό των τόκων (βλ. ΕφΑθ 2535/1998 ΕλλΔνη 40.384). Εφόσον η επιταγή δεν περιέχει τα πιο πάνω αναγκαία στοιχεία, επέρχεται ακυρότητα αυτής, η οποία κηρύσσεται από το δικαστήριο, εφόσον προκαλείται δικονομική βλάβη στον οφειλέτη, η οποία δεν μπορεί να επανορθωθεί με άλλο τρόπο (βλ. ΑΠ 194/1995 ΕλλΔνη 37.101). Στην επίδικη υπόθεση η ανακόπτουσα (Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Τρικάλων) ισχυρίστηκε με το β΄ σκέλος του 1ου λόγου της ένδικης ανακοπής ότι το κεφάλαιο των τόκων που εμπεριέχεται στην επίδικη επιταγή προς πληρωμή, είναι παντελώς αόριστο, διότι με τον τρόπο που είναι διατυπωμένο, δεν μπορεί να ελεγχθεί η νομιμότητα ή όχι του τρόπου υπολογισμού των τόκων, με αποτέλεσμα να καθίσταται αυτό ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης εξαιτίας της αοριστίας του και η ανακόπτουσα να στερείται τη δυνατότητα να αμυνθεί. Σύμφωνα με τη νομική σκέψη που παρατέθηκε ανωτέρω, ο συγκεκριμένος λόγος ανακοπής αποβαίνει νομικά αβάσιμος, διότι, όπως ήδη αναφέρθηκε, η επιταγή προς εκτέλεση πρέπει να περιέχει σύντομη αναφορά του ποσού που οφείλεται, αρκεί να προκύπτει από αυτή η αιτία της απαίτησης και η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, και, εφόσον γίνει αυτός ο διαχωρισμός, η επιταγή παρουσιάζει πληρότητα, και απόκειται πλέον στον οφειλέτη να αποδείξει την απόσβεση της απαίτησης ή την ανακρίβεια των κονδυλίων ή τον εσφαλμένο υπολογισμό των τόκων. Συνεπώς, εφόσον στην επίδικη επιταγή προς εκτέλεση εμπεριέχεται κονδύλιο τόκων, διακεκριμένο από τα κονδύλια της κύριας απαίτησης και των εξόδων, η επιταγή παρουσιάζει πληρότητα και δεν πάσχει από αοριστία, όπως ισχυρίζεται η ανακόπτουσα. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο αξιολόγησε τον ανωτέρω λόγο ανακοπής ως απαράδεκτο εξαιτίας αοριστίας, με την αιτιολογία ότι «η ανακόπτουσα δεν εξειδικεύει την επικαλούμενη αοριστία αυτού του κονδυλίου, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι το ποσό των τόκων δεν αποτελεί αναγκαίο για το κύρος της επιταγής στοιχείο, η παράλειψη δε του τρόπου υπολογισμού των τόκων δεν δημιουργεί ακυρότητα της επιταγής», έσφαλε, όπως ισχυρίζεται ήδη η εκκαλούσα με το β΄ σκέλος του 1ου λόγου της ένδικης έφεσης, το γεγονός όμως αυτό δεν πρέπει να οδηγήσει σε παραδοχή του συγκεκριμένου λόγου έφεσης και σε εξαφάνιση του αντίστοιχου κεφαλαίου της εκκαλούμενης απόφασης, διότι η νέα εκδίκαση της ανακοπής θα οδηγήσει το Δικαστήριο τούτο σε απόρριψή του ανωτέρω λόγου της ως νομικά αβάσιμου, ήτοι σε έκδοση απόφασης, επιβλαβέστερης για την εκκαλούσα, γεγονός αντίθετο προς τη διάταξη του άρθρου 536 § 1 ΚΠολΔ, με την οποία απαγορεύεται να εκδώσει το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απόφαση, επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, αν δεν έχει ασκήσει ο εφεσίβλητος έφεση ή αντέφεση, (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ 1995 άρθρ. 536 αριθμ. 2). Συνεπώς, ο ανωτέρω λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ανώφελος. V. Στο άρθρο 94 του Συντάγματος της Ελλάδας, όπως ισχύει μετά την αναθεώρησή του από το Ψήφισμα με ημερομηνία 06.04.2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι: «1. Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές ουσίας, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. 2. Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει. 3. Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας, μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια, 4. Στα πολιτικά ή διοικητικά δικαστήρια μπορεί να ανατεθεί και κάθε άλλη αρμοδιότητα διοικητικής φύσης, όπως νόμος ορίζει. Στις αρμοδιότητες αυτές περιλαμβάνεται και η λήψη μέτρων για τη συμμόρφωση της διοίκησης με τις δικαστικές αποφάσεις. Οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, όπως νόμος ορίζει». Στο άρθρο 95 § 5 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Η διοίκηση είναι υποχρεωμένη να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο, όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει αναγκαστικά μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της διοίκησης». Στο άρθρο 1 του Ν. 3068/2002 (ΦΕΚ Α΄ 274/14.11.2002), όπως ίσχυε πριν τροποποιηθεί από το άρθρο 20 του Ν. 3301/2004 που εκδόθηκε προς εκτέλεση του άρθρου 94 § 4 του Συντάγματος, ορίζεται ότι: «Το Δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται χωρίς καθυστέρηση προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων. Δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου είναι όλες οι αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και ειδικών δικαστηρίων που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει». Επακολούθησε ο Ν. 3301/2004 και με το άρθρο του 20 προστέθηκε στο άρθρο 1 του Ν. 3068/2002 εδάφιο, με το οποίο ορίστηκε ότι δεν είναι δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του νόμου αυτού και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ-ζ της παραγράφου 2 του άρθρου 904 ΚΠολΔ, (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι διαταγές πληρωμής που εκδίδονται σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. του ΚΠολΔ), πλην των αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων που κηρύχθηκαν εκτελεστές. Περαιτέρω, με το άρθρο 2 § 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, το οποίο κυρώθηκε, μαζί με το προαιρετικό Πρωτόκολλό του, με τον Ν. 2462/1997, άρχισε να ισχύει στην Ελλάδα από 05.08.1997, (βλ. ανακοίνωση Υπουργείου Εξωτερικών Φ.0546/62/ Α1/292/Μ.2870/07.05.1997), και έχει υπερνομοθετική ισχύ σύμφωνα με το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος, ορίζεται ότι: «Τα Συμβαλλόμενα Κράτη στο παρόν Σύμφωνο αναλαμβάνουν την υποχρέωση: α) να εγγυώνται ότι κάθε άτομο, του οποίου τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που αναγνωρίζονται στο παρόν Σύμφωνο, θα παραβιασθούν, θα έχει στη διάθεσή του μία πρόσφορη προσφυγή, ακόμη και αν η παραβίαση θα έχει διαπραχθεί από πρόσωπα που ενεργούν υπό την επίσημη κρατική ιδιότητά τους, β) να εγγυώνται ότι η αρμόδια δικαστική, διοικητική, νομοθετική αρχή θα αποφαίνεται πράγματι σχετικά με τα δικαιώματα του προσφεύγοντος και να προωθήσουν τη δυνατότητα δικαστικής προσφυγής, γ) να εγγυώνται την εκτέλεση, από τις αρμόδιες αρχές, κάθε απόφασης που θα έχει κάνει δεκτή τη σχετική προσφυγή». Εξάλλου στο άρθρο 14 § 1-α του ίδιου Συμφώνου ορίζεται ότι: «Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεσή του να δικαστεί από δικαστήριο, το οποίο θα αποφασίσει και για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα». Με τη διάταξη αυτή συμπορεύεται και το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο που καθιερώνεται με το άρθρο 6 § 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974, καθώς και με το άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος. Οι ως άνω διατάξεις δεν ιδρύουν μόνο διεθνή ευθύνη των συμβαλλομένων κρατών, αλλά έχουν άμεση εφαρμογή και υπερνομοθετική ισχύ, άρα θεμελιώνουν δικαιώματα υπέρ των προσώπων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής τους. Οι διατάξεις αυτές εγγυώνται όχι μόνο την ελεύθερη πρόσβαση σε δικαστήριο, αλλά και την πραγματική ικανοποίηση του δικαιώματος που επιδικάσθηκε από το δικαστήριο, δηλαδή το δικαίωμα αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς την οποία η προσφυγή στο δικαστήριο θα απέβαλλε την ουσιαστική αξία και χρησιμότητά της, (βλ. ΟλΑΠ 21/2001). Από τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις και τις διατάξεις του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και της Ε.Σ.Δ.Α. συνάγεται ότι, για να επιτευχθεί ο σκοπός της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, επιτρέπεται να εκτελούνται εναντίον του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου δικαστικές αποφάσεις και εκτελεστοί τίτλοι, με τους οποίους επιδικάζονται χρηματικές απαιτήσεις σε βάρος αυτών των νομικών προσώπων. Στους τίτλους αυτούς περιλαμβάνονται και οι διαταγές πληρωμής που εκδίδονται σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. ΚΠολΔ, οι οποίες, βέβαια, εκδίδονται από δικαστή και όχι από συγκροτημένο δικαστήριο, χωρίς να ακουστεί προηγουμένως και να αναπτύξει τις απόψεις του ο καθ ου, αλλά εξομοιώνονται λειτουργικά με τις δικαστικές αποφάσεις, διότι αφενός επιλύουν βιοτικές διαφορές και αφετέρου ανταποκρίνονται στα βασικά λειτουργικά γνωρίσματα της δικαστικής προστασίας που προβλέπεται από το άρθρο 20 του Συντάγματος, διότι παρέχεται η δυνατότητα στον καθ ου να ασκήσει ανακοπή και να ισχυριστεί ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την έκδοση διαταγής πληρωμής ή ότι δεν υφίσταται η απαίτηση. Η ανωτέρω νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 20 Ν. 3301/2004, σύμφωνα με την οποία δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται σε αυτή, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι διαταγές πληρωμής, αντίκειται στις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και των Διεθνών Συμφώνων και ως εκ τούτου είναι δυνατό να εκδοθεί από τον αρμόδιο δικαστή, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, διαταγή πληρωμής εναντίον του Ελληνικού Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, και αν ακόμη η υποκείμενη σχέση, από την οποία απορρέει η χρηματική απαίτηση, προς πληρωμή της οποίας ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής, υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όπως συμβαίνει σε διαφορά από σύμβαση δημόσιου έργου, (βλ. Α.Ε.Δ. 18/2005, ΑΠ 2347/2009 ΤΝΠ-Νόμος). Στην επίδικη υπόθεση η ανακόπτουσα (Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Τρικάλων) ισχυρίστηκε με τον 2ο λόγο της ένδικης ανακοπής ότι οι διαταγές πληρωμής κατά του Δημοσίου δεν αποτελούν δικαστικές αποφάσεις με την έννοια του νόμου, δεν δύνανται να εκτελεστούν και ως εκ τούτου η αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύδεται με την από 18.05.2009 επιταγή προς εκτέλεση, γραμμένη κάτω από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο αριθμ. 54/2008 της διαταγής πληρωμής αριθμ. 3/2008 του Δικαστή Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, είναι άκυρη. Σύμφωνα με τη νομική σκέψη που παρατέθηκε ανωτέρω, ο συγκεκριμένος λόγος ανακοπής αποβαίνει νομικά αβάσιμος, διότι, όπως ήδη αναφέρθηκε, για να επιτευχθεί ο σκοπός της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, επιτρέπεται να εκτελούνται εναντίον του Ελληνικού Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου δικαστικές αποφάσεις, με τις οποίες επιδικάζονται χρηματικές απαιτήσεις σε βάρος αυτών των νομικών προσώπων, και, επίσης, διαταγές πληρωμής που εκδίδονται σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. ΚΠολΔ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο αποφάνθηκε παρόμοια ως προς το ανωτέρω ζήτημα, ήτοι ότι ο 2ος λόγος της ένδικης ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, όπως ισχυρίζεται ήδη η εκκαλούσα με τον 2ο λόγο της ένδικης έφεσης, γεγονός που πρέπει να οδηγήσει σε απόρριψη αυτού του λόγου έφεσης ως ουσιαστικά αβάσιμου. VI. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 409 ΑΚ «Αν η ποινή που συμφωνήθηκε είναι δυσανάλογα μεγάλη, μειώνεται, ύστερα από αίτηση του οφειλέτη, από το δικαστήριο, στο μέτρο που αρμόζει. Αντίθετη συμφωνία δεν ισχύει». Η αίτηση για μείωση της ποινής που συμφωνήθηκε, μπορεί να ασκηθεί είτε με αγωγή ή ανταγωγή είτε με ένσταση ή λόγο ανακοπής. Για να κριθεί η βασιμότητα της αίτησης αυτής και να διαμορφωθεί δικανική κρίση ως προς τον χαρακτήρα της ποινής ως δυσανάλογα μεγάλης και, στη συνέχεια, ως προς το μέτρο, στο οποίο πρέπει να μειωθεί η ποινή, το δικαστήριο της ουσίας πρέπει να λάβει υπόψη του τα πραγματικά περιστατικά που συντρέχουν στη συγκεκριμένη περίπτωση, ιδίως, μεταξύ άλλων, το μέγεθος της ποινής σε σύγκριση με την αξία της αντιπαροχής του δανειστή, την οικονομική κατάσταση των μερών, τα συμφέροντα του δανειστή που προσβλήθηκαν από την εκ μέρους του οφειλέτη αθέτηση της σύμβασης, την περιουσιακή ζημία αλλά και την ενδεχόμενη ηθική βλάβη του δανειστή, το μέγεθος της παράβασης του οφειλέτη ως προς την εκπλήρωση της σύμβασης, τον βαθμό του πταίσματος του οφειλέτη και το γεγονός της ενδεχόμενης ωφέλειάς του από την μη εκπλήρωση της παροχής και, επίσης, κάθε δικαιολογημένο συμφέρον του δανειστή και τα απώτερα επιβλαβή αποτελέσματα που προκάλεσε στον δανειστή η μη εκπλήρωση ή μη προσήκουσα εκπλήρωση της παροχής. Το γεγονός ότι, ενδεχομένως, δεν επήλθε ζημία στον δανειστή ή το μέγεθός της δεν είναι μεγάλο, δεν εμποδίζει την κατάπτωση της ποινής, (βλ. ΑΠ 84/2008 ΕλλΔνη 49.1445, ΑΠ 201/2007 ΕλλΔνη 49.192, ΑΠ 1460/2005).
    Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 404, 405 § 1, 407, 340, 342, 330 ΑΚ συνάγεται ότι η αγωγή για καταβολή ποινικής ρήτρας, η οποία συμφωνήθηκε για την περίπτωση που ο οφειλέτης δεν θα εκπληρώσει ή δεν θα εκπληρώσει προσηκόντως την παροχή, απορρίπτεται, αν ο εναγόμενος ισχυριστεί και αποδείξει ότι η μη εκπλήρωση ή μη προσήκουσα εκπλήρωση της παροχής οφείλεται σε γεγονός, για το οποίο δεν φέρει ευθύνη. Τούτο, διότι στην περίπτωση αυτή ο οφειλέτης δεν περιέρχεται σε υπερημερία, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για την κατάπτωση της ποινικής ρήτρας. Γεγονός, για το οποίο δεν φέρει ευθύνη ο οφειλέτης, είναι κάθε εύλογη αιτία, η οποία δικαιολογεί την μη εκπλήρωση ή μη προσήκουσα εκπλήρωση της παροχής, εφόσον όμως δεν μπορεί να αποδοθεί σε δόλο ή αμέλεια του οφειλέτη. Αν αποδεικνύεται ότι την ίδια παράλειψη ή καθυστέρηση ως προς την εκπλήρωση της παροχής θα επιδείκνυε ο μέσος επιμελής άνθρωπος, ο οποίος θα βρισκόταν κάτω από τις ίδιες συνθήκες και θα κατέβαλλε τη συνηθισμένη προσπάθεια για την εκπλήρωση της παροχής, τότε η μη εκπλήρωση ή μη προσήκουσα εκπλήρωση της παροχής δεν μπορεί να αποδοθεί σε αμέλεια του οφειλέτη, (βλ. ΑΠ 1980/2008 ΕλλΔνη 50.518). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 293 εδ. β΄, 294, 345 ΑΚ, σκοπός των οποίων είναι να αποτρέψει την καταστρατήγηση του θεμιτού ορίου τόκου, συνυπολογίζοντας στο ποσοστό του τόκου όλες τις πρόσθετες παροχές, οι οποίες έχουν νομική μορφή διαφορετική του τόκου, αλλά επιβαρύνουν τελικά τον οφειλέτη, συνάγεται ότι σε χρηματική, κυρίως, οφειλή, ως κύρια παροχή, η συμφωνία ότι σε περίπτωση υπερημερίας του οφειλέτη ως προς την εκπλήρωσή της θα καταβάλλεται, επιπλέον του θεμιτού τόκου, και πρόσθετο χρηματικό ποσό ως ποινική ρήτρα, αντιβαίνει στις παραπάνω διατάξεις νόμου και είναι άκυρη κατά το υπερβάλλον, διότι αποτελεί συγκάλυψη παράνομης τοκογλυφίας. Η ακυρότητα αυτή της ποινικής ρήτρας είναι άσχετη με το υπέρμετρο μέγεθος αυτής, το οποίο ρυθμίζεται σύμφωνα με το άρθρο 409 ΑΚ, (βλ. ΑΠ 1438/1997 ΕλλΔνη 1998/381, ΕφΑθ 9469/2001 ΕλλΔνη 2003/1082 και 1489, ΕφΑθ 6563/2003 ΕλλΔνη 2004/1500, ΕφΑθ 3558/2004 ΑρχΝ 2005/383, ΕφΑθ 5524/2004 ΕΔΠ 2005/79, ΕφΑθ 270/2005 ΕΔΠ 2007/161).
    Στην επίδικη υπόθεση η ανακόπτουσα (Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Τρικάλων) ισχυρίστηκε με τον 4ο λόγο της ένδικης ανακοπής ότι στην ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής αριθμ. 3/2008 του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων ενσωματώνεται, εκτός των άλλων ποσών, προσαύξηση εξαιτίας κατάπτωσης ποινικής ρήτρας, ποσοστού 30%, η οποία είναι άκυρη ως καταχρηστική, υπέρμετρη και δυσανάλογα επαχθής και πρέπει να μειωθεί στο προσήκον μέτρο, το οποίο δεν δύναται να υπερβαίνει το 75% του τιμαρίθμου ετησίως, αφού, μάλιστα, δεν ήταν προϊόν ελεύθερης συμβατικής βούλησης της ανακόπτουσας. Ο συγκεκριμένος λόγος ανακοπής είναι νομικά βάσιμος, (βλ. άρθρα: 409, 281 ΑΚ), και πρέπει να ερευνηθεί η ουσιαστική βασιμότητά του.
    Από όλα τα έγγραφα, τα οποία προσκόμισαν οι διάδικοι ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με επίκληση του περιεχομένου τους, αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Την 01.08.2006 οι καθ ων η ανακοπή, οι οποίοι ενεργούσαν ως εκμισθωτές, και η ανακόπτουσα Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Τρικάλων, η οποία ενεργούσε ως μισθώτρια, κατάρτισαν μεταξύ τους ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης ακινήτου, με το οποίο συμφώνησαν, μεταξύ άλλων, τα εξής: «1) Οι εκμισθωτές, κύριοι, νομείς και κάτοχοι μιας οικοπεδικής έκτασης, εμβαδού 2.000 μ2, η οποία κείται στα Τ., επί των οδών Φ. και Π. και στην οποία έχουν ανεγείρει κτίριο, εμβαδού 800 μ2 περίπου και βοηθητικό κτίριο, εμβαδού 20 μ2 περίπου, εκμίσθωναν αυτά τα ακίνητά τους, μαζί με επιπλέον οικοπεδική έκτασή τους, εμβαδού 500 μ2, στο Ελληνικό Δημόσιο και ήδη στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Τρικάλων, για να καλύπτει τις στεγαστικές ανάγκες του ου δημοτικού σχολείου Τ., ήδη όμως η μίσθωση αυτή έληξε. Ο δήμος Τ. αποφάσισε ομόφωνα με την απόφαση αριθμ. 227/2006 του δημοτικού συμβουλίου του την αναγκαστική απαλλοτρίωση ευρύτερης οικοπεδικής έκτασης των εκμισθωτών, εμβαδού 3.726,65 μ2, στην οποία περιλαμβάνεται το μίσθιο κτίσμα, πλην όμως με εισήγηση του Γενικού Διευθυντή του δήμου Τ. θα τεθεί σε ψήφιση το θέμα της απευθείας εξαγοράς της οικοπεδικής έκτασης των δύο στρεμμάτων με τα επ αυτής κτίσματα, οπότε ο δήμος Τ. θα αποχαρακτηρίσει την υπόλοιπη έκταση, εμβαδού 1.726,65 μ2, η οποία ανήκει, επίσης, στην ιδιοκτησία των εκμισθωτών. Με το παρόν συμφωνητικό οι εκμισθωτές εκμισθώνουν το ανωτέρω περιγραφόμενο μίσθιο στη μισθώτρια για έξι μήνες, ήτοι η μίσθωση θα αρχίσει την 01.08.2006 και θα λήξει την 31.01.2007. Μετά το πέρας του εξαμήνου η μισθώτρια υποχρεούται να αποδώσει αμέσως και απροφάσιστα το μίσθιο στους εκμισθωτές. Αν η μισθώτρια εξακολουθήσει να παραμένει στη χρήση του μισθίου ακινήτου για οποιοδήποτε λόγο, παρά την αντίθετη θέληση των εκμισθωτών, θα οφείλει μέχρι τη λήξη του διδακτικού έτους, δηλαδή έως 30.06.2007, αποζημίωση χρήσης 5.000 ευρώ (μηνιαίως). Από 01.07.2007 και εφόσον η μισθώτρια θα παραμένει στη χρήση του μισθίου παρά τη ρητή αντίθεση των εκμισθωτών, τότε θα υποχρεούται να καταβάλει αποζημίωση χρήσης επί του καταβληθέντος κατά το προηγούμενο μισθωτικό διάστημα μηνιαίου μισθώματος προσαυξημένη, ως εξαναγκαστικό μέσο (ποινική ρήτρα), κατά ποσοστό 30% και για κάθε επιπλέον έτος. Συγκεκριμένα, από 01.07.2007 έως 30.06.2008, 6.500 ευρώ, (5.000 χ 30% = 1.500 ). Για το έτος από 01.07.2008 μέχρι 30.06.2009, ποσό 8.450 ευρώ, (6.500 χ 30% = 1.950 ), και αναλόγως για τα επόμενα έτη χρήσης του μισθίου ακινήτου από τη μισθώτρια. 3) Το μηνιαίο μίσθωμα ορίζεται για το χρονικό διάστημα από 01.08.2006 έως 31.01.2007 στο ποσό των 5.000 ευρώ». Η μισθώτρια εγκαταστάθηκε στο μίσθιο κτίσμα αυθημερόν και χρησιμοποίησε αυτό, όπως συμφωνήθηκε, ως εκπαιδευτήριο, ήτοι ως κτίριο για τη στέγαση του ου δημοτικού σχολείου Τ., μολονότι όμως παρήλθε η καταληκτική ημερομηνία της μίσθωσης, δηλαδή η ημερομηνία 31.01.2007, παρέλειψε να αποδώσει το μίσθιο στους εκμισθωτές, όπως είχε συμφωνηθεί ρητά μεταξύ τους, αλλά συνέχισε να χρησιμοποιεί αυτό για τον ανωτέρω σκοπό, μολονότι οι εκμισθωτές εκδήλωσαν επανειλημμένα την αντίθεσή τους ως προς τη συνέχιση της μίσθωσης. Την ίδια συμπεριφορά τήρησε η μισθώτρια έναντι των εκμισθωτών ακόμη και μετά τη λήξη του διδακτικού έτους 2006-2007, δηλαδή μετά την παρέλευση της ημερομηνίας 30.06.2007, η οποία αποτελούσε την καταληκτική ημερομηνία του ανωτέρω διδακτικού έτους. Ειδικότερα, η μισθώτρια, ενεργώντας αντίθετα προς τη ρητή βούληση των εκμισθωτών, συνέχισε να χρησιμοποιεί το μίσθιο κτίσμα ακόμη και μετά την 01.07.2007 και, επίσης, στη διάρκεια του σχολικού έτους 2007-2008. Το γεγονός αυτό είχε ως συνέπεια να ενεργοποιηθεί ο συμβατικός όρος της επίδικης μίσθωσης, με τον οποίο συμφωνήθηκε ότι από 01.07.2007, εφόσον η μισθώτρια θα παραμένει στη χρήση του μισθίου παρά τη ρητή αντίθεση των εκμισθωτών, θα υποχρεούται να καταβάλει αποζημίωση χρήσης προσαυξημένη, ως εξαναγκαστικό μέσο (ποινική ρήτρα), κατά ποσοστό 30% σε σχέση με το καταβληθέν κατά το προηγούμενο διάστημα της μίσθωσης μηνιαίο μίσθωμα, ήτοι, συγκεκριμένα, από 01.07.2007 έως 30.06.2008 αποζημίωση χρήσης 6.500 ευρώ. Η μισθώτρια παρέμεινε στη χρήση του επίδικου μισθίου και κατά τους μήνες Δεκέμβριο 2007 και Ιανουάριο 2008, αλλά παρέλειψε να καταβάλει εμπρόθεσμα στους εκμισθωτές το συμφωνημένο ποσό της αποζημίωσης χρήσης, ήτοι το ποσό των 6.500 ευρώ μηνιαίως. Το γεγονός αυτό ανάγκασε τους εκμισθωτές να υποβάλουν στον αρμόδιο δικαστή, ήτοι στον δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής ως προς την αποζημίωση χρήσης των ανωτέρω μηνών. Ως προς την αίτηση εκείνη εκδόθηκε η ήδη ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής αριθμ. 3/2008 του ανωτέρω δικαστή, με την οποία έγινε δεκτή η αίτηση και διατάχθηκε η καθ ης να πληρώσει τους αιτούντες τα οφειλόμενα ποσά αποζημίωσης χρήσης των μηνών Δεκεμβρίου 2007 και Ιανουαρίου 2008, ποσού 5.000 ευρώ μηνιαίως, προσαυξημένης κατά 1.500 ευρώ, (ήτοι κατά ποσοστό 30%), και συνολικά ποσό 13.000 ευρώ, (ήτοι 2 μήνες χ 6.500 ευρώ).
    Λαμβάνοντας υπόψη τα πραγματικά περιστατικά που συντρέχουν στην επίδικη υπόθεση, ιδίως το μέγεθος της επίδικης προσαύξησης (ως ποινικής ρήτρας και μέσου εξαναγκασμού της μισθώτριας να αποδώσει το μίσθιο εμπρόθεσμα), την αξία της αντιπαροχής των εκμισθωτών, ήτοι τη μισθωτική αξία του μισθίου, η οποία υπερέβαινε το συμβατικό μίσθωμα, την οικονομική κατάσταση των μερών, την ηθική βλάβη των εκμισθωτών από την αυθαίρετη παρακράτηση του μισθίου, το πταίσμα της μισθώτριας ως προς τη μη έγκαιρη απόδοση του μισθίου, το Δικαστήριο τούτο απολήγει στη δικανική κρίση ότι η επίδικη προσαύξηση της αποζημίωσης χρήσης, ποσοστού 30% επί του συμβατικού μισθώματος, δεν είναι καταχρηστική ή υπέρμετρη ή δυσανάλογα επαχθής για την οικονομικά εύρωστη μισθώτρια ούτε συντρέχει λόγος να μειωθεί στο ποσοστό 75% του τιμαρίθμου του κόστους ζωής κατά τους προηγούμενους 12 μήνες, όπως συμβαίνει σε περίπτωση περαιτέρω αναπροσαρμογής του μισθώματος σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 § 3 Π.Δ. 34/1995. Περαιτέρω, στη διάρκεια της δίκης τούτης δεν αποδείχθηκε ως βάσιμος ο ισχυρισμός της ανακόπτουσας ότι ο όρος καταβολής προσαυξημένης αποζημίωσης χρήσης από 01.07.2007 και μετέπειτα «δεν ήταν προϊόν ελεύθερης συμβατικής βούλησης αυτής». Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι από την ημέρα (01.08.2006), οπότε η ανακόπτουσα μισθώτρια αποδέχτηκε τον ανωτέρω όρο, έως την άσκηση της ένδικης ανακοπής παρήλθε μακρό χρονικό διάστημα, μεγαλύτερο των δύο ετών, χωρίς να επιδιώξει η μισθώτρια την κατάργηση ή τροποποίηση του ανωτέρω όρου της μίσθωσης ως καταχρηστικού ή δυσανάλογα επαχθούς. Σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν, το Δικαστήριο τούτο οδηγείται στο συμπέρασμα ότι ο 4ος λόγος της ένδικης ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο αποφάνθηκε παρόμοια ως προς το ανωτέρω ζήτημα, ήτοι ότι ο 4ος λόγος της ένδικης ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και την εφαρμογή του νόμου, όπως ισχυρίζεται ήδη η εκκαλούσα με τον 3ο λόγο της ένδικης έφεσης, γεγονός που πρέπει να οδηγήσει σε απόρριψη αυτού του λόγου έφεσης ως ουσιαστικά αβάσιμου.
    Περαιτέρω, οι ισχυρισμοί των διαδόχων της εκκαλούσας, οι οποίοι περιέχονται στις έγγραφες προτάσεις τους ενώπιον του Δικαστηρίου τουτου, ότι: ι) Ουδεμία υπαιτιότητα βαρύνει τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Τρικάλων ως προς την παρακράτηση του μισθίου, διότι αυτή δεν παρέμεινε αδρανής, αλλά κατέβαλε συνεχείς και επίμονες προσπάθειες προς εξεύρεση άλλου ακινήτου, κατάλληλου για την μετεγκατάσταση του ου δημοτικού σχολείου Τ., και ιι) Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο όφειλε να απορρίψει το περί ποινικής ρήτρας κεφάλαιο της επίδικης διαταγής πληρωμής κατά το μέρος που υπερβαίνει τον επί του ποσού της αποζημίωσης νόμιμο τόκο, καθόσον η ποινική ρήτρα αφορά χρηματική οφειλή, πρέπει να απορριφθούν, πρώτιστα, ως απαράδεκτοι, διότι αποτελούν νέους λόγους ανακοπής, οι οποίοι δεν εμπεριέχονται στην ένδικη ανακοπή και, συνεπώς, μεταβάλλουν ανεπίτρεπτα στην κατ έφεση δίκη τη βάση της ανακοπής αυτής, (βλ. άρθρο 526 ΚΠολΔ). Αλλά και αν ακόμη ήταν δυνατό να αξιολογηθούν οι ανωτέρω ισχυρισμοί ως επιτρεπτή διευκρίνηση του 4ου λόγου της ένδικης ανακοπής, έπρεπε να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι, διότι: ι) Το γεγονός ότι η μισθώτρια κατέβαλε αναποτελεσματικές προσπάθειες προς εξεύρεση άλλου ακινήτου, κατάλληλου για την μετεγκατάσταση του ου δημοτικού σχολείου Τ., δεν αίρει την υπαιτιότητα αυτής ως προς την αυθαίρετη παρακράτηση του επίδικου μισθίου ούτε, συνεπώς, την υποχρέωση αυτής να καταβάλει τη συμφωνημένη ποινική ρήτρα, και ιι) Η επίδικη ποινική ρήτρα δεν αφορά χρηματική οφειλή ούτε υποκρύπτει παράνομους τόκους, ήτοι τόκους που υπερβαίνουν το ποσοστό του νόμιμου τόκου, αλλά συμφωνήθηκε ρητά ως μέσο εξαναγκασμού, προκειμένου να αναγκαστεί η μισθώτρια να αποδώσει το μίσθιο στους εκμισθωτές εμπρόθεσμα. VΙΙ. Συνακόλουθα, προς όσα προαναφέρθηκαν, το Δικαστήριο άγεται στα εξής συμπεράσματα: 1) Η ένδικη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη για όσους λόγους αναφέρθηκαν ανωτέρω. 2) Η δικαστική δαπάνη των εφεσίβλητων πρέπει να επιβληθεί ισομερώς σε βάρος των διαδόχων της εκκαλούσας, ήτοι σε βάρος της Περιφέρειας Θεσσαλίας και του δήμου Τ., οι οποίοι έλαβαν μέρος σε τούτη τη δίκη και ηττήθηκαν, (βλ. άρθρα 176, 180 § 1, 183 ΚΠολΔ), αλλά να καθοριστεί μειωμένη σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 § 1 Ν. 3693/1957, η οποία εφαρμόζεται και στις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις σύμφωνα με το άρθρο 38 § 2 Ν. 2218/1994, (βλ. ΑΠ 202/2004 ΕλλΔνη 46.399).
    

Πρόεδρος:
Δήμητρα Τσουτσάνη
Δικηγόροι:
Αντων. Τίγκας-Αποστ. Βλιτσάκης, Ελισσάβετ Καμπαγιάννη, Κων. Χατζόπουλος- Μαρία Μάνη
Εισηγητές:
Περικλής Αλεξίου
Μέλη:
Γεωρ. Αποστολάκης, Περικλής Αλεξίου (Εισηγητής)
Λήμματα:
Ενοχή εις ολόκληρον ,Πολυπρόσωπες ενοχές ,Ευθύνη κατ' ισομοιρία ,Εκτέλεση ,Επιταγή προς εκτέλεση ,Αοριστία επιταγής ,Διαταγή πληρωμής ,Εκτελεστοί τίτλοι ,Εκτέλεση κατά δημοσίου ,Σύνταγμα ,Ποινική ρήτρα ,Μείωση ποινής ,Υπερημερία ,Τόκοι ,Τοκογλυφία

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ 

Δημοσίευση:
ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ






 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ
 ΤΡΑΠΕΖΑ  ΝΟΜΙΚΩΝ  ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ  ΔΣΑ


ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 
Δικαστήριο:
ΕΦΕΤΕΙΟ
Τόπος:
ΛΑΡΙΣΗΣ
Αριθ. Απόφασης:
271
Ετος:
2011




Περίληψη
Εκτέλεση - Εκτελεστοί τίτλοι - Διαταγή πληρωμής - Δημόσιο - Νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου - Δημόσια έργα - Ανάδοχος - Διευθύνουσα υπηρεσία - Ενστάσεις  Οχληση  Τόκοι -. Εκτέλεση καταψηφιστικών δικαστικών αποφάσεων κατά του Δημοσίου, ΟΤΑ και νπδδ, στους εκτελεστούς δε τίτλους περιλαμβάνονται και οι διαταγές πληρωμής. Εκδοση από τον πολιτικό δικαστή διαταγής πληρωμής σε βάρος Δημοσίου, ΟΤΑ και νπδδ κι αν η υποκείμενη σχέση υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όπως επί διαφοράς από δημόσια έργα. Επί δημόσιων και δημοτικών έργων διοικητική επίλυση των διαφορών με άσκηση κατά πράξεων της διευθύνουσας υπηρεσίας ένστασης στην προϊσταμένη αρχή και ακολούθως αίτησης θεραπείας. Πληρωμή εργολαβικού ανταλλάγματος τμηματικά με βάση τις πιστοποιήσεις των εργασιών, οι δε λογαριασμοί συντάσσονται κατά μηνιαία χρονικά διαστήματα, εκτός αν η σύμβαση ορίζει άλλες προθεσμίες. Οι λογαριασμοί συντάσσονται από τον ανάδοχο και υποβάλλονται στη διευθύνουσα υπηρεσία, η οποία τους ελέγχει και διορθώνει σε ένα μήνα από την υποβολή. Εάν η πληρωμή καθυστερήσει πέρα από ένα μήνα από τη λήξη της προηγούμενης προθεσμίας χωρίς υπαιτιότητα του αναδόχου, οφείλεται, αν υποβληθεί έγγραφη όχληση και από το χρόνο υποβολής της, τόκος υπερημερίας. Αν η Διευθύνουσα Υπηρεσία δεν προβεί εμπρόθεσμα στις νόμιμες ενέργειες, ο υποβληθείς λογαριασμός θεωρείται, ανεξαρτήτως πλημμελειών, αυτοδίκαια εγκεκριμένος, η δε Υπηρεσία δεν μπορεί να τον τροποποιήσει, ούτε ο κύριος του έργου να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της πληρωμής, εφόσον οι σχετικές πράξεις δεν ανακλήθηκαν για νόμιμη αιτία ή δεν ακυρώθηκαν δικαστικά. Η τεκμαρτή, εκ της σιωπής της διευθύνουσας υπηρεσίας, έγκριση της πιστοποίησης είναι οριστική και δεν μπορεί να ανατραπεί ή αναθεωρηθεί κατά τον έλεγχο της τελικής επιμέτρησης ή την εκκαθάριση του τελικού λογαριασμού. Διευθύνουσα ή επιβλέπουσα Υπηρεσία είναι για έργα Δήμων ή Κοινοτήτων η Τεχνική τους Υπηρεσία και όπου δεν υπάρχει αυτή, η Τεχνική Υπηρεσία Δήμων και Κοινοτήτων της Νομαρχίας.
Κείμενο Απόφασης
271/2011
Η ένδικη με αρ. εκθ. κατ. 394/2008 (αρ. κατ. Εφετείου 1293/2008) έφεση του ανακόπτοντος κατά της με αριθ. 301/2008 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία επί ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, ασκήθηκε κατά τις νόμιμες διατυπώσεις με την κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του ανωτέρω δικαστηρίου (άρθρο 495 παρ.1   ΚΠολΔ) και είναι εμπρόθεσμη (βλ. άρθρα 495 §§ 1 και 2, 511, 513 § 1 εδ. β, 516 § 1, 517 § 1, 518 & 2 ΚΠολΔ) αφού ασκήθηκε εντός της από το άρθρο 518 παρ.2 τασσομένης προθεσμίας των τριών (3) ετών από την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης εφόσον από τα προσκομιζόμενα έγγραφα δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση αυτής. Επομένως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της ( άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ).
Στο άρθρο 94 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρηση του με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής ορίζεται ότι "1. Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές ουσίας όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου 2. Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει 3. Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια, 4. Στα πολιτικά ή διοικητικά δικαστήρια μπορεί να ανατεθεί και κάθε άλλη αρμοδιότητα διοικητικής φύσης, όπως νόμος ορίζει. Στις αρμοδιότητες αυτές περιλαμβάνεται και η λήψη μέτρων για τη συμμόρφωση της διοίκησης με τις δικαστικές αποφάσεις. Οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως νόμος ορίζει". Στο άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος ορίζεται ότι "5. Η διοίκηση είναι υποχρεωμένη να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο, όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει αναγκαστικά μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της διοίκησης" Στο άρθρο 1 του ν.3068/2002 (ΦΕΚ α 274/14.11.2002), όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 20 του ν.3301/2004, που εκδόθηκε εις εκτέλεση του άρθρου 94 παρ.4 του Συντάγματος, ορίζεται ότι "Το Δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται χωρίς καθυστέρηση προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων. Δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου είναι όλες οι αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και ειδικών δικαστηρίων που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει". Επακολούθησε ο ν. 3301/2004 με το άρθρο 20 του οποίου προστέθηκε στο άνω άρθρο 1 του ν.3068/02 εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο, δεν είναι δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του παρόντος νόμου και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ`- ζ` της παρ.2 του άρθρου 904 ΚΠολΔ (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι κατά τα άρθρα 623 επ. του ιδίου Κώδικα εκδιδόμενες από τον αρμόδιο δικαστή διαταγές πληρωμής), πλην των κηρυχθεισών εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων.
    Περαιτέρω, το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που, μαζί με το προαιρετικό Πρωτόκολλό του, κυρώθηκε με τον ν.2462/1997 και άρχισε να ισχύει για την Ελλάδα από 5.8.1997 (Ανακοίνωση Υπ. Εξωτ. Φ. 0546 / 62 / Α1 / 292 / Μ. 2870/7.5.1997), έχει δε υπερνομοθετική ισχύ κατά το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος, στο άρθρο 2 παρ.3 αυτού ορίζει ότι: "Τα Συμβαλλόμενα Κράτη στο παρόν Σύμφωνο αναλαμβάνουν την υποχρέωση: α) να εγγυώνται ότι κάθε άτομο, του οποίου τα δικαιώματα και οι ελευθερίες, που αναγνωρίζονται στο παρόν Σύμφωνο, παραβιασθούν, θα έχει στη διάθεσή του μία πρόσφορη προσφυγή, ακόμη και αν η παραβίαση θα έχει διαπραχθεί από πρόσωπα που ενεργούν υπό την επίσημη κρατική ιδιότητά τους, β) να εγγυώνται ότι η αρμόδια δικαστική, διοικητική, νομοθετική... αρχή ... θα αποφαίνεται πράγματι σχετικά με τα δικαιώματα του προσφεύγοντος, και να προωθήσουν τη δυνατότητα δικαστικής προσφυγής, γ) να εγγυώνται την εκτέλεση, από τις αρμόδιες αρχές, κάθε απόφασης που θα έχει κάνει δεκτή τη σχετική προσφυγή". Εξάλλου, το άρθρο 14 παρ.1 εδ. α` του ίδιου Συμφώνου ορίζει ότι: "Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεσή του να δικαστεί από ... δικαστήριο ... το οποίο θα αποφασίσει ... και για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα". Με τη διάταξη αυτή συμπορεύεται και το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, που καθιερώνεται με το άρθρο 6 παρ.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) (η οποία κυρώθηκε με το ν.δ.53/1974), καθώς και με το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος. Οι ως άνω διατάξεις δεν ιδρύουν μόνο διεθνή ευθύνη των συμβαλλομένων κρατών, αλλά έχουν άμεση εφαρμογή και υπερνομοθετική ισχύ, άρα θεμελιώνουν δικαιώματα υπέρ των προσώπων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής τους. Οι διατάξεις αυτές εγγυώνται όχι μόνο την ελεύθερη πρόσβαση σε δικαστήριο, αλλά και την πραγματική ικανοποίηση του δικαιώματος που επιδικάσθηκε από το δικαστήριο, δηλαδή το δικαίωμα αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς την οποία η προσφυγή στο δικαστήριο θα απέβαλλε την ουσιαστική αξία και χρησιμότητά της(Ολ.ΑΠ 21/2001).
    
Από τις εκτεθείσες συνταγματικές διατάξεις και εκείνες του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και της ΕΣΔΑ σαφώς συνάγεται ότι, προς επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτές σκοπού της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, επιτρέπεται η εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων κατά του Δημοσίου, ΟΤΑ και νομικών ν.π.δ.δ., με τις οποίες επιδικάζονται εις βάρος τους χρηματικές απαιτήσεις, στους τίτλους δε αυτούς συμπεριλαμβάνονται και οι κατά τα άρθρα 627 επ. ΚΠολΔ διαταγές πληρωμής, οι οποίες ναι μεν εκδίδονται από δικαστή, χωρίς προηγουμένως να ακουστεί και να αναπτύξει τις απόψεις του ο καθ ου, μετά από εξέταση της συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων για την έκδοσή τους και όχι από συγκροτημένο δικαστήριο, πλην όμως εξομοιώνονται λειτουργικώς με τις δικαστικές αποφάσεις, διότι αφ` ενός μεν επιλύουν διαφορές, εφ` ετέρου δε ανταποκρίνονται στα βασικά λειτουργικά γνωρίσματα της προβλεπόμενης από το άρθρο 20 του Συντάγματος δικαστικής προστασίας, δεδομένου ότι παρέχεται η δυνατότητα στον καθ ου να ασκήσει ανακοπή και να προβάλει τους ισχυρισμούς του, τόσο ως προς τη μη συνδρομή των προϋποθέσεων έκδοσης της διαταγής πληρωμής όσο και ως προς την απαίτηση.
    Παρέπεται, ότι η άνω νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 20 ν. 3301/2004, κατά την οποία δεν εκτελούνται οι αναφερόμενοι σ` αυτή εκτελεστοί τίτλοι, μεταξύ των οποίων και οι διαταγές πληρωμής, αντίκειται στις ειρημένες διατάξεις του Συντάγματος και των Διεθνών Συμφώνων και ως εκ τούτου είναι δυνατή, η από τον αρμόδιο πολιτικό δικαστή (ειρηνοδίκη ή δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου) έκδοση διαταγής πληρωμής, συντρεχουσών των προς τούτο προϋποθέσεων εις βάρος του Δημοσίου, ΟΤΑ και ν.π.δ.δ. και αν ακόμη η υποκείμενη σχέση, από την οποία απορρέει η χρηματική απαίτηση προς πληρωμή της οποίας ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής, υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όπως συμβαίνει (σχετ. ΑΕΔ 18/2005) επί διαφοράς από σύμβαση δημόσιου έργου (ΑΠ2347/09 ΤΝΠ «Νόμος»). Επομένως, ο πρώτος λόγος της εφέσεως, με τον οποίο προσάπτεται στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο η αιτίαση ότι με το να απορρίψει το λόγο ανακοπής κατά της 573/2006 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, πως η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε από τον άνω δικαστή καθ` υπέρβαση της δικαιοδοσίας του, διότι η υποκείμενη μεταξύ των διαδίκων σχέση ήταν σύμβαση έργου σε δήμο και οι εξ αυτής προκύπτουσες διαφορές υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, κατ αυτής δε είναι αβάσιμος, αφού σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η διαταγή πληρωμής εξομοιώνεται λειτουργικά με δικαστική απόφαση, διότι επιλύει διαφορές, κατ αυτής δε παρέχεται δικαστική προστασία, με την άσκηση ανακοπής προς ακύρωσή της, με ισχυρισμούς και ως προς τη μη συνδρομή των προυποθέσεων έκδοσης διαταγής πληρωμής και ως προς την απαίτηση για την ικανοποίηση της οποίας εκδόθηκε αυτή. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 12 και 13 του ν. 1418/84, όπως τροποποιήθηκαν με τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 2 ν. 2940/01, καθιερώνεται, προ της ασκήσεως προσφυγής στο Διοικητικό Εφετείο, σύστημα διοικητικής επίλυσης των διαφορών που ανακύπτουν από την εκτέλεση δημοσίου έργου, προβλέποντας ότι, κατά των πράξεων της διευθύνουσας υπηρεσίας, που προσβάλλουν έννομα συμφέροντα του αναδόχου, αυτός δικαιούται, μέσα σε τακτή προθεσμία, να ασκήσει ένσταση στην προϊσταμένη αρχή και στη συνέχεια αίτηση θεραπείας. Εξάλλου, στο άρθρο 5 παρ.7 και 8 του νόμου 1418/84, όπως ισχύει, οι διατάξεις του οποίου (αρθρ. 21π.δ.171/87) εφαρμόζονται και για τα έργα που εκτελούνται για λογαριασμό των δήμων και κοινοτήτων (ΔΕφΑ 1967/07 ΤΝΠ «Νόμος») ορίζεται αφενός μεν ότι η πληρωμή στον ανάδοχο του εργολαβικού ανταλλάγματος γίνεται τμηματικά με βάση τις πιστοποιήσεις των εργασιών, που έχουν εκτελεστεί μέσα στα όρια του χρονοδιαγράμματος των εργασιών και αφετέρου ότι οι λογαριασμοί των κατά τη σύμβαση οφειλομένων ποσών συντάσσονται κατά μηνιαία χρονικά διαστήματα, εκτός αν η σύμβαση ορίζει άλλες προθεσμίες. Οι λογαριασμοί συντάσσονται από τον ανάδοχο και υποβάλλονται στη διευθύνουσα υπηρεσία, η οποία τους ελέγχει και τους διορθώνει, όταν απαιτείται, μέσα σε ένα μήνα από την υποβολή τους. Οι εγκρινόμενοι από τη διευθύνουσα υπηρεσία λογαριασμοί αποτελούν την πιστοποίηση για την πληρωμή των εργασιών που έχουν εκτελεσθεί, σε περίπτωση δε, που η πληρωμή του καθυστερήσει πέρα από ένα μήνα από τη λήξη της προηγούμενης προθεσμίας, χωρίς υπαιτιότητα του αναδόχου, οφείλεται, αν υποβληθεί έγγραφη όχληση και από το χρόνο υποβολής της, τόκος υπερημερίας, ενώ στο άρθρο 40 του Π.Δ. 609/1985 ορίζεται ότι "1. Η πραγματοποίηση των τμηματικών πληρωμών που προβλέπει η παρ.8 του άρθρου 5 ν. 1418/84 ή της οριστικής πληρωμής του εργολαβικού ανταλλάγματος και η εκκαθάριση όλων των αμοιβαίων απαιτήσεων από την εκτέλεση της εργολαβικής συμβάσεως γίνεται με βάση τους λογαριασμούς και τις πιστοποιήσεις που συντάσσονται σύμφωνα με τις επόμενες παραγράφους 2.μετά τη λήξη κάθε μήνα ή άλλης χρονικής περιόδου που τυχόν ορίζει η σύμβαση, για τις τμηματικές πληρωμές, ο ανάδοχος συντάσσει λογαριασμό των οφειλομένων σ αυτόν ποσών από εργασίες, που εκτελέστηκαν. Οι λογαριασμοί αυτοί στηρίζονται στις καταμετρήσεις των εργασιών Κατ αρχήν, απαγορεύεται να περιλαμβάνονται στο λογαριασμό εργασίες, που δεν έχουν καταμετρηθεί6. Οι λογαριασμοί συντάσσονται πάντοτε ανακεφαλαιωτικοί και για την πληρωμή συνοδεύονται μόνον από ανακεφαλαιωτικό συνοπτικό πίνακα των εργασιών, που εκτελέστηκαν, από την αρχή του έργου. Από κάθε νεώτερο λογαριασμό αφαιρούνται τα ποσά που πληρώθηκαν με τους προηγούμενους λογαριασμούς. 7. Οι λογαριασμοί υποβάλλονται στη διευθύνουσα υπηρεσία που τους ελέγχει και τους διορθώνει, αν είναι ανάγκη μέσα στην προθεσμία που προβλέπει η παρ.8 του άρθρου 5 ν. 1418/84. Αν ο λογαριασμός έχει ασάφειες ή ανακρίβειες σε βαθμό που να είναι δυσχερής η διόρθωσή του, η διευθύνουσα υπηρεσία με διαταγή της προς τον ανάδοχο επισημαίνει τις ανακρίβειες ή ασάφειες που διαπιστώθηκαν, από τον έλεγχο, και παραγγέλλει την ανασύσταση και επανυποβολή του. Στην περίπτωση αυτή η οριζόμενη μηνιαία προθεσμία για τον έλεγχο του λογαριασμού αρχίζει από την επανυποβολή ύστερα από την ανασύνταξη από τον ανάδοχο Ο επιβλέπων υπογράφει το λογαριασμό βεβαιώνοντας έτσι ότι οι ποσότητες είναι σύμφωνες με τις επιμετρήσεις και τα επιμετρικά στοιχεία. Ο λογαριασμός μετά τον έλεγχο εγκρίνεται από τη διευθύνουσα υπηρεσία και έτσι εγκεκριμένος αποτελεί την πιστοποίηση για την πληρωμή του αναδόχου...9.Με τον τελικό λογαριασμό γίνεται εκκαθάριση του εργολαβικού ανταλλάγματος και όλων των αμοιβαίων απαιτήσεων που έχουν σχέση με την εκτέλεση της σύμβαση». Από τις ανωτέρω διατάξεις   συνάγεται σαφώς ότι σε περίπτωση υποβολής λογαριασμού εκ μέρους του αναδόχου του έργου, η Διευθύνουσα Υπηρεσία υποχρεούται εντός μηνός από την υποβολή του να προβεί στον έλεγχο αυτού και είτε να εγκρίνει αυτόν, όπως υποβλήθηκε είτε να αρνηθεί παντελώς την έγκρισή του είτε να προβεί σε διόρθωση και στη συνέχεια έγκρισή του ή, αν είναι δυσχερής η διόρθωση, να τον επιστρέψει στον ανάδοχο προς ανασύνταξη και επανυποβολή. Αν η ανωτέρω μηνιαία προθεσμία παρέλθει άπρακτη, δηλ. η Διευθύνουσα Υπηρεσία δεν προβεί σε καμία από τις ανωτέρω ενέργειες, ο υποβληθείς λογαριασμός θεωρείται ανεξαρτήτως τυχόν πλημμελειών του αυτοδικαίως εγκεκριμένος, η δε Υπηρεσία δε μπορεί πλέον να τροποποιήσει το λογαριασμό αυτό (ΑΕΔ.8/04, ΣτΕ 1153/06, ΔΕΑ 295/09, 156/09, 104/09 ΤΝΠ «Νόμος») ο δε κύριος του έργου να αμφισβητήσει πλέον τη νομιμότητα της πληρωμής και να αρνηθεί την καταβολή του οφειλόμενου ποσού, εφόσον οι σχετικές πράξεις δεν ανακλήθηκαν για κάποια νόμιμη αιτία από τη διοίκηση ή δεν ακυρώθηκαν με δικαστική απόφαση (ΔΕΘ.655/06 ΤΝΠ «Νόμος»). Η ανωτέρω τεκμαρτή, εκ της σιωπής της διευθύνουσας υπηρεσίας, έγκριση της πιστοποιήσεως είναι οριστική και δεν δύναται να ανατραπεί κατόπιν μεταγενεστέρου ελέγχου ή διορθώσεως ή επιστροφής του λογαριασμού προς ανασύνταξη και επανυποβολή του, ούτε δι` αντιρρήσεων κατά της «τελικής επιμετρήσεως» ή του «προτελικού λογαριασμού» ή του «τελικού λογαριασμού», που προβλέπουν τα άρθρα 38 § 4 και 40 §§ 7 και 9 του π.δ. 609/1985, ούτε να αναθεωρηθεί κατά τον έλεγχο της τελικής επιμετρήσεως ή την εκκαθάριση του τελικού λογαριασμού, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 38 § 4 και 40 § 8 του τελευταίου τούτου π.δ., αφού κατά τον εν λόγω έλεγχο και την εκκαθάριση δεν προβλέπεται και έρευνα παλαιάς πιστοποιήσεως, εγκριθείσης ρητώς ή εκ του τεκμηρίου της σιωπής της διευθύνουσας υπηρεσίας (ΑΠ.1451/06 ΤΝΠ «Νόμος»).Τέλος, στην παρ. 4 του άρθρου 3 του προαναφερθέντος π.δ. 171/1987 ορίζεται ότι «Διευθύνουσα Υπηρεσία» ή   «Επιβλέπουσα Υπηρεσία» είναι : α) Για τα έργα Δήμων ή Κοινοτήτων και Συνδέσμων τους, η Τεχνική τους Υπηρεσία και όπου δεν υπάρχει αυτή, η Τεχνική Υπηρεσία Δήμων και Κοινοτήτων (ΤΥΔΚ) της Νομαρχίας . . .»(ΣτΕ 3948/05 ΤΝΠ «Νόμος»).
Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη έφεση εκτίθεται ότι η απαίτηση των ήδη εφεσιβλήτων δεν αποδεικνύεται εγγράφως και δεν είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη καθώς από το από 22-6-06 πρωτόκολλο προσωρινής και οριστικής παραλαβής του έργου, το οποίο προσκομίστηκε προς έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, προκύπτει ότι πρέπει να μειωθεί το ποσό της απαίτησής τους κατά τα αναφερόμενα σ αυτό κατά περίπτωση ποσοστά και εξαρτά την πληρωμή τους από την πρόταση, που έγινε προς αυτούς από την επιτροπή παραλαβής προς αποκατάσταση των ελαττωμάτων και κακοτεχνιών του έργου, τα οποία διαπιστώθηκαν κατά την παραλαβή του και τα οποία προσδιορίζονται επακριβώς στο σχετικό πρόσθετο λόγο ανακοπής, που περιλαμβάνεται στο ιδιαίτερο δικόγραφο πρόσθετων λόγων που ασκήθηκε εμπρόθεσμα εντός τριάντα ημερών πριν τη συζήτηση της ανακοπής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (αρθρ.585&2 ΚΠολ.Δ) με τον οποίον παραδεκτά συμπληρώθηκε ο σχετικός λόγος του δικογράφου αυτής (ΑΠ.916/02, 758/02, 1437/00 ΤΝΠ «Νόμος»). Οι ανωτέρω λόγοι, που αφορούν στο νόμιμο και εκκαθαρισμένο της απαίτησης και το ύψος αυτής, είναι νόμιμοι (αρθρ.623, 624 ΚΠολ.Δ.) πρέπει δε να εξεταστούν και κατ ουσίαν.
    Από την ένορκη εξέταση των μαρτύρων των διαδίκων, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, σε συνδυασμό με όλα τα έγγραφα, που αυτοί επικαλέστηκαν και προσεκόμισαν, αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου αυτού, τα ακόλουθα: Η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε με βάση τους προσκομισθέντες στον εκδόσαντα αυτήν Δικαστή με αριθμούς 1 και 2 λογαριασμούς και πιστοποιήσεις, προς πληρωμή εκτελεσθεισών εργασιών και προμήθειας υλικού, ποσών 83.000 και 74.335 Ε, αντίστοιχα, συνολικού ύψους 157.835 Ε, που εξέδωσε η ΤΥΔΚ, Περιφέρειας Θ. και αφορούσε το έργο «Κατασκευή χλοοτάπητα-Εγκαταστάσεις άρδευσης Α.» του οποίου την εκτέλεση ανέλαβε η εφεσίβλητη κοινοπραξία μετά από διενέργεια μειοδοτικού διαγωνισμού, του οποίου το αποτέλεσμα ενέκρινε η δημαρχιακή επιτροπή του ανακόπτοντος Δήμου με την 64/04 απόφασή της. Οι λογαριασμοί αυτοί εγκρίθηκαν, πιστοποιήθηκαν και θεωρήθηκαν την 24-9-04 και 16-5-05, αντίστοιχα (βλ. . και  εντάλματα αποστολής της αρμόδιας κατά τα ανωτέρω ΤΥΔΚ. Περιφέρειας Θ. ) και απεστάλησαν αυθημερόν προς τον ανακόπτοντα δήμο με εντολή προς πληρωμή των ποσών, που περιλαμβάνονται στον καθένα απ αυτούς, έχουν δε υπογραφεί από τους επιβλέποντες Β.Ν., Πολιτικό Μηχανικό Τ.Ε. και Γ.Γ., Υπ/κο Ηλ/γο και έχουν θεωρηθεί από τον Προιστάμενο της Διευθύνουσας Υπηρεσίας Χ.Ν.
    Από τα ανωτέρω έγγραφα προκύπτει ότι η απαίτηση αφορά το προαναφερόμενο έργο, που ανατέθηκε στην εφεσίβλητη, αφού αναφέρεται στην από 22-6-04 σύμβαση που καταρτίστηκε μεταξύ του ανακόπτοντος και αυτής, τα οφειλόμενα ποσά και τις επί μέρους εργασίες, που αφορούν αυτά. Εφόσον δε οι λογαριασμοί αυτοί εγκρίθηκαν και θεωρήθηκαν, κατά τα ανωτέρω, από τα αρμόδια όργανα, οι πράξεις δε αυτές της διοίκησης από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι ανακλήθηκαν για κάποια νόμιμη αιτία ή ακυρώθηκαν με δικαστική απόφαση, δεν μπορούν πλέον και εκ των υστέρων να προσβληθούν ή να αμφισβητηθούν ούτε τίθεται πλέον ζήτημα διόρθωσης ή τροποποίησής τους με το από 22-6-06 πρωτόκολλο παραλαβής. Αντίθετα, αποτελούν την πιστοποίηση για την πληρωμή των καθ ων για τις μέχρι το σημείο που αφορούν εκτελεσθείσες εργασίες, οι οποίες μετά από έλεγχο των αρμοδίων οργάνων θεωρείται ότι έχουν εκτελεσθεί καλώς. Συνακόλουθα, η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής έχει εκδοθεί με βάση απαίτηση βέβαιη και εκκαθαρισμένη, όπως προκύπτει από τα προαναφερόμενα έγγραφα. Παράλληλα και για τους ίδιους λόγους, δε δύναται να γίνει λόγος πλέον και για μείωση του οφειλόμενου από το 2ο λογαριασμό ποσού κατά 33.725,2 Ε, όπως ζητεί ο ανακόπτων, επικαλούμενος το από 22-6-06 πρωτόκολλο, με το οποίο η επιτροπή παραλαβής πρότεινε την περικοπή των κονδυλίων των υπ αρ. 15 και 25 τιμολογίων που περιέχονται βέβαια στο 2ο των ένδικων λογαριασμών-κατά ποσοστό 30% και 50%, αντίστοιχα, δεδομένου ότι ο λογαριασμός αυτός είναι πλέον, ως αυτοτελής και οριστικός, απρόσβλητος, κατά τα ανωτέρω, πέραν της βασιμότητος ή μη του ισχυρισμού του περί ελαττωματικότητος του έργου, την οποία αμφισβητεί η εφεσίβλητη, έχοντας προσφύγει ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων. Ειδικότερα, για πρώτη φορά ετέθη θέμα ελαττωμάτων του έργου πολύ μετά την οριστικοποίηση του 2ου αυτού λογαριασμού(16-5-05) όταν το Δημοτικό Συμβούλιο του ανακόπτοντος με την 132/1-8-05 απόφασή του έκρινε ότι δεν πρέπει να γίνει προσωρινή παραλαβή του έργου λόγω συγκεκριμένων ελαττωμάτων, γι΄ αυτό στις 22-9-05 έλαβε χώρα παραλαβή του έργου μόνον προς χρήση. Στη συνέχεια, στις 22-6-06 συνετάγη το πρωτόκολλο προσωρινής και οριστικής παραλαβής, όπου αναφέρεται ως τελική δαπάνη το ποσό των 190.765Ε (με ΦΠΑ) που υπεγράφη από την εργολάβο κοινοπραξία με επιφύλαξη, σε βάρος του οποίου ασκήθηκε ενώπιον του ανακόπτοντος η με αρ. πρωτ. 5111/10-8-06 ένσταση εκ μέρους της, ως είχε αυτή δικαίωμα, κατά τα στη μείζονα σκέψη εκτιθέμενα. Κατόπιν τούτων, επεστράφη προς αυτήν με το αρ.πρωτ. ./11-9-06 έγγραφο της πιο πάνω ΤΥΔΚ ανυπόγραφος και χωρίς έγκριση ο 3Ος τελικός ανακεφαλαιωτικός λογαριασμός ποσού 30.664,7Ε, τον οποίον η κοινοπραξία είχε υποβάλει προς έγκριση και πιστοποίηση σ αυτήν την 11-8-06, ενώ στις 13-9-06 κοινοποιήθηκε προς αυτήν η 16058 ειδική διαταγή μείωσης τιμήματος εκτελεσθεισών εργασιών. Ακολούθησε στις 6-11-06 η κατάθεση της από 30-10-06 αίτησης θεραπείας της κοινοπραξίας κατά του ανωτέρω πρωτοκόλλου, λόγω δε της τεκμαιρόμενης αρνήσεως επί της ένστασης και αίτησης θεραπείας η τελευταία άσκησε ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας τη με αρ. κατ. 23/12-4-07 προσφυγή της. Ενώπιον συνεπώς των διοικητικών δικαστηρίων εκκρεμεί η έρευνα του κρισίμου θέματος της ύπαρξης ή μη ελαττωμάτων και κακοτεχνιών του έργου. Ανεξάρτητα, όμως από το γεγονός αυτό λόγω της οριστικοποιήσεως και του απροσβλήτου των δύο πρώτων λογαριασμών, με βάση τους οποίους εκδόθηκε η προσβαλλομένη, σε περίπτωση που επαληθευθούν οι ισχυρισμοί του ανακόπτοντος και κριθεί ότι πρέπει να γίνει μείωση του τιμήματος, η σχετική περικοπή, κατ αρθρ.46 & 8 και 9 ΠΔ. 609/85, μπορεί να γίνει στην επόμενη πιστοποίηση, του 3ου συγκεκριμένα λογαριασμού, ο οποίος δεν έχει εγκριθεί, κατά τα ανωτέρω, με βάση σχετική απόφαση της Διευθύνουσας Υπηρεσίας, αφού απώτερο χρονικό σημείο μέχρι του οποίου δύναται να εκδοθεί ειδική διαταγή προς άρση των πλημμελειών του έργου ή μείωσης του τιμήματος είναι η συντέλεση της οριστικής παραλαβής με την έγκριση του πρωτοκόλλου (ΣτΕ 4136/98 Ελλ.Δ.41/1047) η οποία δεν έχει κατά τα ανωτέρω συντελεστεί στην προκείμενη περίπτωση. Πρέπει επομένως, να απορριφθούν από ουσιαστική άποψη οι σχετικοί λόγοι έφεσης, που αφορούν το βέβαιο και εκκαθαρισμένο της απαίτησης προς ικανοποίηση της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και την ελαττωματικότητα και τις κακοτεχνίες του έργου. Το πρωτοβάθμιο επομένως, δικαστήριο που έκρινε ομοίως κατ αποτέλεσμα αν και απέρριψε ως απαράδεκτη τη συμπλήρωση με τον πρόσθετο λόγο της αοριστίας του σχετικού με την ελαττωματικότητα και τις κακοτεχνίες του έργου λόγο ανακοπής και απέρριψε τους λόγους αυτής στο σύνολό τους, δεν έσφαλε κατ αποτέλεσμα στην εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και όσα αντίθετα υποστηρίζει ο καθ ου η διαταγή   πληρωμής-ανακόπτων-εκκαλών με τους σχετικούς λόγους έφεσής του είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Επομένως, αφού απορριπτέοι κρίνονται ως ουσιαστικά αβάσιμοι οι προβαλλόμενοι λόγοι, απορριπτέα κρίνεται από ουσιαστική άποψη και η υπό κρίση έφεση στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα των αντιδίκων του -εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του, λόγω της ήττας του (άρθρ. 176 και 183 ΚΠολ.Δ) μειωμένα όμως σύμφωνα με το άρθρο 281 του Δημοτικού και Koινοτικού Κώδικα (Ν.3463/06 βλ.ΑΠ.940/07 ΧΡΙΔ.2008/49).
    


Πρόεδρος:
Αγγελος Λιάπης
Δικηγόροι:
Βάγια Σακελλαρίδη, Ηλ. Κόρδας - Δημ. Γούλας
Εισηγητές:
Θεοδώρα Σακελλαρίου
Μέλη:
Γρηγόριος Παπαδημητρίου
Λήμματα:
Εκτέλεση ,Εκτελεστοί τίτλοι ,Διαταγή πληρωμής ,Δημόσιο , Νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ,Δημόσια έργα ,Ανάδοχος ,Διευθύνουσα υπηρεσία , Ενστάσεις ,Οχληση ,Τόκοι


ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ 


Δημοσίευση:
ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 
Δικαστήριο:
ΕΦΕΤΕΙΟ
Τόπος:
ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:
1837
Ετος:
2007



Περίληψη
Κατάσχεση εις χείρας τρίτου - Αρνητική δήλωση - Υποχρέωση συμμορφώσεως του Δημοσίου και ν.π.δ.δ. σε τελεσίδικες καταψηφιστικές και αναγνωριστικές αποφάσεις -. Κατάσχεση τραπεζικών καταθέσεων – Υποχρέωση της Διοίκησης για συμμόρφωση προς τους εκτελεστούς τίτλους. Αρνητική δήλωση τρίτου ερειδόμενη στην απαγόρευση εκτέλεσης κατά του Δημοσίου, όταν τίτλος είναι διαταγή πληρωμής εκδοθείσα επί τη βάσει αναγνωριστικής τελεσιδίκου αποφάσεως. Αντικείμενο της ανακοπής του κατασχόντος κατά της αρνητικής δηλώσεως του τρίτου είναι η αλήθεια ή όχι του περιεχομένου της δήλωσης του τρίτου. Επιτρέπεται αναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου και των λοιπών ν.π.δ.δ. για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων που πηγάζουν από κάθε αιτία, με βάση τους αναφερόμενους στον ΚΠολΔ εκτελεστούς τίτλους. Υποχρέωση της Διοίκησης να συμμορφώνεται και στους τίτλους του άρθρου 904 εδ. γ-ζ (πρακτικά δικαστηρίων, διαταγές πληρωμής, συμβολαιογραφικά έγγραφα κ.λπ.) επειδή η έννομη τάξη δεν αρκεί απλώς ν’ αναγνωρίζει δικαιώματα αλλά πρέπει και να εξασφαλίζει τον τρόπο αναγκαστικής ικανοποίησής τους. Υποχρέωση συμμόρφωσης Δημοσίου και προς τις τελεσίδικες αναγνωριστικές αποφάσεις.
Κείμενο Απόφασης
Εφετείο Αθηνών
Αριθ. 1837/2007
[Απόσπασμα...]
Η υπό κρίση έφεση της καθής η ανακοπή κατά της υπ' αριθ. 327/2006 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο δίκασε την από 28.3.2005 ανακοπή της εφεσίβλητης κατά της εκκαλούσας τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.» κατά την Εργατική διαδικασία, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495 §1 και 2, 511, 513, 516 §1, 517 και 518 §2 ΚΠολΔ). Επομένως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 §1 ΚΠολΔ).
    Με την από 28.3.2005 ανακοπή της η ανακόπτουσα και ήδη εφεσίβλητη εκθέτει ότι με το από 15.11.2004 κατασχετήριο, που κοινοποίησε στην καθής η ανακοπή και ήδη εκκαλούσα στις 9.3. 2005, προέβη σε κατάσχεση εις χείρας της (καθής) και κατά του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής μέχρι του ποσού των 206.260 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων από την κοινοποίηση (22.9.2004) των από 20.9.2004 επιταγών της προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου των υπ' αριθ. 4785/1997 και 217/2001 αποφάσεων του Εφετείου Αθηνών και των υπ' αριθ. 2660/2001 και 1474/2002 διαταγών πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και επέτασσε αυτήν να μην καταβάλει το ανωτέρω ποσό στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής, αλλά στην ίδια (ανακόπτουσα). Ότι η καθής η ανακοπή, μετά την κατάσχεση αυτή αντί να προβεί σε καταφατική δήλωση και να της καταβάλει το κατασχεθέν ποσό, προέβη σε δήλωση ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών ότι το ανωτέρω κατασχετήριο είναι μη νόμιμο και ανυπόστατο και η οποία (δήλωση) εξομοιώνεται με αρνητική δήλωση. Με βάση αυτά η ανακόπτουσα ζήτησε να ακυρωθεί η υπ' αριθ. 1343/2005 δήλωση της καθής και να υποχρεωθεί η τελευταία να τις καταβάλει το παραπάνω ποσό των 206.260 ευρώ συν 11.888 ευρώ για τόκους από 22.9. 2004, που κοινοποιήθηκαν οι ως άνω επιταγές μέχρι την άσκηση της ανακοπής και συνολικά 218.148 ευρώ και να αναγνωριστεί ότι της οφείλει το ποσό των 200.000 ευρώ ως χρηματική της ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη κατά τα εις την ανακοπή εκτιθέμενα. Επί της ανακοπής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση η οποία, αφού απέρριψε το κονδύλιο για χρηματική ικανοποίηση της ανακόπτουσας, δέχθηκε κατά τα λοιπά αυτή και υποχρέωσε την καθής να καταβάλει στην ανακόπτουσα το παραπάνω ποσό των 218.148 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η καθής Τράπεζα με την κρινόμενη έφεση της και για το σε αυτή λόγο) που ανάγεται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, ζητώντας την εξαφάνιση της προκειμένου να απορριφθεί η ανακοπή.
    Σύμφωνα με το άρθρο 986 ΚΠολΔ μέσα σε τριάντα ημέρες από τη δήλωση του άρθρου 985, όποιος επέβαλε την κατάσχεση στα χέρια τρίτου, που μπορεί να είναι και τράπεζα αφού οι διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του ν.δ. 1059/1971 (όπως τροπ/καν με το άρθρο 27 §1 ν. 1860/ 1989 και το άρθρο 25 §ζ ν. 2214/94) «περί απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων» δεν αποκλείουν την κατάσχεση των τραπεζικών καταθέσεων (βλ. ΟλΑΠ 19/2001 ΝοΒ 2002. 685, ΑΠ 358/2004 ΕλλΔνη 2005. 1986) έχει δικαίωμα να την ανακόψει ενώπιον του κατά τα άρθρα 12 επ. και 22 επ. δικαστηρίου. Με την ανακοπή του άρθρου 986 ΚΠολΔ, η οποία δεν είναι ένδικο μέσο με την στενή έννοια του όρου, αλλά πραγματική ανακοπή (αρθρ. 583 επ. ΚΠολΔ) παρέχεται στον κατασχόντα το δικαίωμα αμφισβήτησης της ειλικρίνειας της ρητής ή σιωπηρής (πλασματικής) αρνητικής δήλωσης του τρίτου με ανακοπή, με την οποία μπορεί να ζητήσει και την αποζημίωση του άρθρου 985 §3 ΚΠολΔ. Αντικείμενο δε της ανακοπής και της σχετικής δίκης, μεταξύ κατάσχοντας και τρίτου είναι η αλήθεια ή όχι του περιεχομένου της δήλωσης του τρίτου, δηλαδή, αν ο τελευταίος είναι ή όχι και κατά πόσο και υπό ποίους όρους ή περιορισμούς (αίρεση κλπ.) οφείλει προς τον οφειλέτη του κατάσχοντος δανειστή. Δηλαδή, στην ουσία εισάγεται προς εκδίκαση η έναντι του τρίτου απαίτηση του καθού η κατάσχεση, η οποία αποτελεί και το κύριο αντικείμενο της σχετικής δίκης. Από την άποψη αυτή η ανακοπή αποτελεί πλασματική άσκηση των δικαιωμάτων του καθου η κατάσχεση. Κατά το άρθρο δε 990 ΚΠολΔ «αν η ανακοπή του άρθρου 986 γίνει δεκτή, το δικαστήριο με την απόφαση του υποχρεώνει τον τρίτο να καταβάλει το κατασχεμένο ποσό ή να παραδώσει το κατασχεμένο πράγμα, τηρούνται όμως οι διατάξεις του άρθρου 988». Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη και με τα άρθρα 985 - 989 του ίδιου κώδικα, συνάγεται ότι σε περίπτωση κατάσχεσης χρηματικής απαίτησης σε χέρια τρίτου, αν ο τρίτος υποβάλει αρνητική δήλωση ή δεν υποβάλει καθόλου εμπρόθεσμα δήλωση, ο κατασχών δικαιούται να ασκήσει ανακοπή που έχει ως αίτημα την αναγνώριση ύπαρξης της απαίτησης και συνέπεια, εφόσον δεν υπάρχει άλλη κατάσχεση, την υποχρέωση του τρίτου, που απαγγέλλεται με την απόφαση υποχρεωτικώς και αυτεπαγγέλτως, ανεξάρτητα από την υποβολή ή όχι σχετικού προς τούτο αιτήματος του ανακόπτοντος (βλ. Βαθρακοκοίλη : ΚΠολΔ άρθρο 990 σημ. 1) , να καταβάλει στον κατασχόντα αυτό που κατασχέθηκε, γεγονός που καθιστά καταψηφιστικό το χαρακτήρα της απόφασης (βλ. σχ. ΑΠ 505/2003 ΑρχΝ 2004. 564, ΑΠ 44/1991 ΕλλΔνη 1991. 81, ΕφΑθ 5193/04 ΕλλΔνη 2005. 218). Στη δίκη που ανοίγεται με την ως άνω ανακοπή, ο τρίτος μπορεί να προτείνει κάθε ένσταση την οποία θα μπορούσε να προτείνει κατά του δανειστή του καθού η κατάσχεση, αν εναγόνταν απ' αυτόν, που αφορά την οφειλή του και που αποτελεί το αντικείμενο της κατάσχεσης και της δίκης (εικονικότητα, ακυρότητα κλπ.) και ακόμη ενστάσεις από το δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης (βλ. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ άρθρο 986 σημ. 44). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του ν. 3068/2002 (ΦΕΚ Α' 274/14.11.2002) «Το Δημόσιο, οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται χωρίς καθυστέρηση προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων. Δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του προηγουμένου εδαφίου είναι όλες οι αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και ειδικών δικαστηρίων που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει». Ενώ με την §2 του ίδιου άρθρου, όπως προστέθηκε με το άρθρο 20 του ν. 3301/2004 ορίζεται ότι «δεν είναι δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του παρόντος και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις γ' - ζ' της §2 του άρθρου 904 ΚΠολΔ πλην των κηρυχθεί σων εκτελεστών αλλοδαπών διαδικαστικών αποφάσεων». Περαιτέρω, στο κανονιστικό περιεχόμενο του καθιερωμένου από τα άρθρα 20 §1 του Συντάγματος και β §1 της ΕΣΔΑ θεμελιώδους δικαιώματος της δικαστικής προστασίας, περιλαμβάνεται, εκτός από την οριστική και προσωρινή δικαστική προστασία και η αναγκαστική εκτέλεση, ως ισότιμη μορφή δικαστικής προστασίας και ως αναγκαία αυτοτελής δικονομική προέκταση του ουσιαστικού δικαιώματος και όχι αποκλειστικά ως προέκταση κάποιας διαγνωστικής διαδικασίας. Έτσι με τις ανωτέρω διατάξεις, οι οποίες υπερισχύουν των διατάξεων του ν. 3068/2002, δεν κατοχυρώνεται απλώς η εκτελεστότητα των δικαστικών αποφάσεων, αλλά αναγκαστική εκτέλεση, ως έκφανση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας. Τούτο έχει την έννοια ότι η αναγκαστική εκτέλεση, ως αντικείμενο του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας, αφορά στην υποχρέωση της πολιτείας όπως προς αποτροπή της αυτοδικίας, παρέχει, με τα αρμόδια όργανα της, την προσήκουσα συνδρομή για τη λήψη των εξαναγκαστικών εκείνων μέσων, ώστε να διαμορφωθεί η κατά νόμο αποκατάσταση κατά τρόπο συνάδοντα με το περιεχόμενο της ενσαρκούμενης στον εκτελεστό τίτλο ουσιαστικής αξίωσης. Είναι δε αδιάφορο το αν η αναγκαστική εκτέλεση διεξάγεται με βάση εκτελεστό τίτλο που είναι δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε με βάση τους άλλους αναφερόμενους στα άρθρα 904 και 905 του ΚΠολΔ εκτελεστούς τίτλους, γιατί η έννομη τάξη δεν αρκεί να αναγνωρίζει απλώς δικαιώματα, αλλά πρέπει και να εξασφαλίζει και τον τρόπο αναγκαστικής ικανοποίησης τους (πραγμάτωσης του δικαιώματος), για την ύπαρξη και το περιεχόμενο του οποίου τα ενδιαφερόμενα μέρη, σε περίπτωση αμφισβήτησης, μπορούν να προσφύγουν στη δικαστική διάγνωση, είτε πριν, είτε μετά την έναρξη της εκτελεστικής διαδικασίας. Κατά συνέπεια επιτρέπεται αναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.), στα οποία έχουν επεκταθεί τα προνόμια αυτού, για την ικανοποίηση των χρηματικών απαιτήσεων που πηγάζουν από κάθε αιτία, με βάση τους αναφερόμενους στον ΚΠολΔ εκτελεστούς τίτλους (άρθρα 904, 905 ΚΠολΔ), ενόψει και της δυνατότητας καθοριστικής επέμβαση της δικαιοδοτικής λειτουργίας στις περιπτώσεις που αναφύονται αμφισβητήσεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης (βλ. ΟλΑΠ 21/2001 ΕλλΔνη 43. 83). Από τους ως άνω κανόνες δικαίου, που καθιερώνουν την αποτελεσματική δικαστική προστασία, έπεται ότι δεν εφαρμόζεται η παραπάνω διάταξη του άρθρου 1 εδ. τελευτ. ν. 3068/2002 (όπως προστέθηκε με το άρθρο 20 ν. 3301/2004), που ορίζει ότι «δεν είναι δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του παρόντος και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ' - ζ' του άρθρου 904 ΚΠολΔ πλην των κηρυχθεισών των εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων», το οποίο, επομένως, δεν ισχύει ούτε επί διαταγών πληρωμής. Κατ' ακολουθίαν υπάρχει υποχρέωση της Διοίκησης να συμμορφώνεται και στους ανωτέρω τίτλους, αφού παρέχεται η δυνατότητα υλοποίησης αυτών με αναγκαστική εκτέλεση τους, κατ' εφαρμογή της εγγυώμενης από τα άρθρα 20 §1 του Συντάγματος και 6 §1 της ΕΣΔΑ, πραγμάτωσης των προβλεπομένων από την έννομη τάξη δικαιωμάτων (βλ. Βαθρακοκοίλη: ΚΠολΔ Ερμηνευτική - Νομολογιακή Ανάλυση, Συμπλ/κός Τόμος εκδ. 2006, αρθρ. 904 αρ. 6). Στην προκειμένη περίπτωση από τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και τις ομολογίες τους, αποδεικνύονται τα εξής: Η ανακόπτουσα και ήδη εφεσίβλητη Α.Α.** με το από 15/11/2004 Κατασχετήριο, που κοινοποίησε στην καθής - εκκαλούσα Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. στις 9.3.2005 επέβαλε κατάσχεση στα χέρια της τελευταίας (καθής) και κατά του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής ν.π.δ.δ. μέχρι του ποσού των 206.260 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων από την κοινοποίηση (22.9.2004) των από 20.9.2004 επιταγών της προς πληρωμή, δυνάμει των υπ' αριθ. 2660/2002 και 1474/2002 διαταγών πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, οι οποίες εκδόθηκαν με βάση τις υπ' αριθ. 4785/1997 και 217/2001 αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών, με τις οποίες αναγνωρίστηκε οφειλή του παραπάνω Νοσοκομείου στην ανακόπτουσα, πρώην εργαζομένη του, από μισθολογικές διαφορές και επέτασσε την καθής - τρίτη να μην καταβάλει στο Νοσοκομείο από το λογαριασμό που αυτό τηρεί στην καθής, με διαθέσιμα μετρητά, το προαναφερθέν ποσόν, αλλά στην ίδια. Η καθής τράπεζα προέβη (εμπρόθεσμα) στην υπ' αριθ. 1343/16.3.05 δήλωση τρίτου ενώπιον του γραμματέα του Ειρηνοδικείου Αθηνών, στην οποία, χωρίς να αμφισβητεί την ύπαρξη λογαριασμού του Νοσοκομείου στο κατάστημα της αλλά και την ύπαρξη επαρκούς υπολοίπου για την ικανοποίηση της μη αμφισβητούμενης επίσης απαίτησης της ανακόπτουσας, στην οποία δήλωσε ότι το επίδικο κατασχετήριο είναι μη νόμιμο και ανυπόστατο, διότι αντίκειται στο τελευταίο εδάφιο του άρθρου 1 του ν. 3068/2002, που προστέθηκε με το άρθρο 20 του ν. 3302/2004. Σύμφωνα όμως με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη η επικαλούμενη από την καθής, τόσο με την ως άνω δήλωση, όσο και με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατά την εκδίκαση της ένδικης ανακοπής, απαγόρευση αναγκαστικής εκτέλεσης των διαταγών πληρωμών εναντίον της αντιβαίνει προς τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας και δεν μπορεί να ισχύσει. Ακόμη θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ως άνω διάταξη του άρθρου 1 του ν. 3068/2002 όπως τροπ/κε, ερμηνευόμενη σύμφωνα με τις ίδιες παραπάνω διατάξεις και σύμφωνα με το σκοπό αυτής, δεν περιλαμβάνει στην απαγόρευση τις διαταγές πληρωμής που στηρίζονται σε τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση, όπως εν προκειμένω, δεδομένου ότι απ' αυτή πηγάζει δεδικασμένο έτσι ώστε ως τίτλος, να είναι αρκούντα/ς ώριμος ως απρόσβλητος με τακτικά ένδικα μέσα, καθόσον μάλιστα δεν γίνεται διάκριση στο νόμο μεταξύ καταψηφιστικών και αναγνωριστικών αποφάσεων, ενώ το Δημόσιο και τα ν.π.δ.δ. είναι υποχρεωμένα να συμμορφώνονται και προς τις αναγνωριστικέ αποφάσεις. Ωσαύτως νομίμως επέβαλε η ανακόπτουσα την ως άνω κατάσχεση εις χείρας της καθής και θα πρέπει, αφού δεν προσβάλλεται με άλλο λόγο η κατάσχεση από την καθής, να γίνει δεκτή η ανακοπή και αναγνωριζόμενης της ανακρίβειας της παραπάνω δήλωσης της καθής, να υποχρεωθεί αυτή να καταβάλει ότην ανακόπτουσα το ποσό των 218.148 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της ανακοπής. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε ομοίως και δέχθηκε ως άνω την ανακοπή ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και ο περί του αντιθέτου μοναδικός λόγος της κρινόμενης έφεσης, σύμφωνα με τον οποίον δεν μπορεί να γίνει εκτέλεση με βάση τις παραπάνω διαταγές πληρωμής κατά του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής ως ν.π.δ.δ. κατ' άρθρο 1 του ν. 3068/2002, που προστέθηκε με το άρθρο 20 του ν. 3302/ 2004 και ως εκ τούτου η επιβληθείσα σε βάρος της κατάσχεση είναι άκυρη και παράνομη ως μη στηριζόμενη σε νόμιμο εκτελεστό τίτλο, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατόπιν αυτών, πρέπει να απορριφθεί η έφεση και να καταδικαστεί η εκκαλούσα στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (αρθρ. 189 και 191 §2 ΚΠολΔ) κατά το οριζόμενα στο διατακτικό.



Πρόεδρος:
ʼννα Μιχαλοπούλου
Εισηγητές:
Ανδρέας Παπαδημητρίου
ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ
 ΤΡΑΠΕΖΑ  ΝΟΜΙΚΩΝ  ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ  ΔΣΑ


ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 

Δικαστήριο:
ΕΦΕΤΕΙΟ
Τόπος:
ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:
4486
Ετος:
2006




Περίληψη
Εκτέλεση διαταγής πληρωμής κατά δημοσίου - Αντισυνταγματικότητα διατάξεων άρθρου 20 ν. 3301/2004 - Διαταγή πληρωμής για χρηματική αξίωση με υποκείμενη σχέση δημοσίου δικαίου - Δικαιοδοσία -. Αντισυνταγματικότητα απαγορεύσεως εκτελέσεως διαταγής πληρωμής σε βάρος των Δημοσίου, ΟΤΑ και ν.π.δ.δ. Η νομοθετική ρύθμιση που απαγορεύει την εκτέλεση διαταγής πληρωμής σε βάρος των Δημοσίου, ΟΤΑ και ν.π.δ.δ. αντίκειται στις διατάξεις 20 §1, 94 §4, 95 §5 Συντάγματος, στα άρθρα 6 §§1, 13 ΕΣΔΑ και 1 Α΄ ΠρΠρωτΕΣΔΑ. Η διάγνωση χρηματικών απαιτήσεων από γνήσιες διοικητικές συμβάσεις, ως είναι η σύμβαση εκτέλεσης δημοσίου έργου, υπάγεται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, όμως, ο πολιτικός δικαστής δύναται να εκδώσει διαταγή πληρωμής, διότι η διαταγή πληρωμής δεν εκδίδεται από δικαστήριο, αλλά από δικαστικό λειτουργό που ενεργεί ατομικώς, όθεν δεν παραβιάζονται οι συνταγματικές διατάξεις περί χωρισμού δικαιοδοσιών.

Κείμενο Απόφασης
Εφετείο Αθηνών
Αριθ. 4486/2006
(Απόσπασμα)... Το ανακόπτον και ήδη εκκαλούν με την από 17.11.2003 ανακοπή του προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών ζήτησε να ακυρωθεί η υπ' αριθμ 7313/2003 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στο καθού η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητο το ποσό των 62.731,33 ευρώ, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και ο ΦΠΑ, με το νόμιμο τόκο από 31.5.2003. Επί της ανακοπής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία απέρριψε την ανακοπή και επικύρωσε την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται το ανακόπτον, με την υπό κρίση έφεση του, για κακή εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση του, να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, έτσι ώστε να γίνει δεκτή η ανακοπή και να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Κατά τη διάταξη του άρθρου 94 του ισχύοντος Συντάγματος, στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως ο νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου (§1). Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως ο νόμος ορίζει (§2). Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια (§3). Στα πολιτικά ή διοικητικά δικαστήρια μπορεί να ανατεθεί και κάθε άλλη αρμοδιότητα διοικητικής φύσεως, όπως ο νόμος ορίζει. Στις αρμοδιότητες αυτές περιλαμβάνεται και η λήψη μέτρων για τη συμμόρφωση της διοίκησης με τις δικαστικές αποφάσεις. Οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως ο νόμος ορίζει (§4). Στην έννοια των δικαστικών αποφάσεων του ως άνω άρθρου 94 §4 του Συντάγματος νοούνται όχι μόνο οι υπό στενή έννοια δικαστικές αποφάσεις, αλλά και οι εξομοιούμενες λειτουργικώς με αυτές, αφού υπό προϋποθέσεις (άρθρα 633 § 2 ΚΠολΔ) οι διαταγές πληρωμής μπορεί να αποκτήσουν ισχύ δεδικασμένου. Σε εκτέλεση της επιταγής του άρθρου 94 §4 του Συντάγματος εκδόθηκε ο ν. 3068/ 2002, στο άρθρο 1 του οποίου ορίζεται ότι το Δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται χωρίς καθυστέρηση προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων. Δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου είναι όλες οι αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και ειδικών δικαστηρίων που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει. Με το άρθρο 20 του ν. 3301/2004 (ΦΕΚ Α 263/23.12.2004) προστέθηκε τελευταίο εδάφιο στο άρθρο 1 του ως άνω νόμου, σύμφωνα με το οποίο δεν είναι δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του παρόντος και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ'ζ' της §2 του άρθρου 904 ΚΠολΔ (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι διαταγές πληρωμής), πλην των κηρυχθεισών εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων. Η νομοθετική όμως αυτή ρύθμιση που απογορεύει την εκτέλεση διαταγής πληρωμής σε βάρος του Δημοσίου και των ν.π.δ.δ., όταν αυτή έχει αποκτήσει ισχύ δεκδικασμένου, αντίκειται στις διατάξεις του ως άνω άρθρου 94 §4 του Συντάγματος, καθώς και στις διατάξεις των άρθρων 20 §1, 95 §5 αυτού σε συνδυασμό με τα άρθρα 6 §1, 13 ΕΣΔΑ και 1 Α' Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (παρατηρήσεις Κ. Μπέη υπό την ΜΠρΑ 2913/2005 Δ 37. 532 επομ, Χ. Χρυσανθάκη «η δυνατότητα έκδοσης διαταγής πληρωμής κατά του Δημοσίου» Δ 37. 320). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων άρθρων 623 και 624 ΚΠολΔ, μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, δεν εξαρτάται η απαίτηση από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και το ποσό χρημάτων που οφείλεται είναι ορισμένο και εφόσον αυτός προς τον οποίο πρέπει να γίνει επίδοση της διαταγής πληρωμής δεν διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονήςΚαι ναι μεν η διάγνωση χρηματικών απαιτήσεων από γνήσιες διοικητικές συμβάσεις, όπως είναι και η σύμβαση εκτέλεσης δημόσιου έργου με φορέα και κύριο του έργου το δημόσιο ή ν.π.δ.δ, υπάγεται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, μπορεί, όμως, ο πολιτικός δικαστής να εκδόσει διαταγή πληρωμής για χρηματική αξίωση και όταν η υποκείμενη σχέση είναι δημοσίου δικαίου, με την προϋπόθεση ότι συντρέχουν οι ως άνω θετικές και αρνητικές προϋποθέσεις των άρθρων 623 και 624 ΚΠολΔ. Και τούτο διότι, εφόσον η διαταγή πληρωμής εκδίδεται όχι από το δικαστήριο, αλλά από το δικαστή, ως δικαστικό λειτουργό που ενεργεί ατομικώς και όχι συγκροτώντας δικαστήριο, δεν παραβιάζονται οι συνταγματικές διατάξεις για τον χωρισμό των δικαιοδοσιών (ΕΑ 8935/2001 Δ35, 360, Κ. Μπέης «Διαταγή πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις εναντίον του Δημοσίου και των ν.π.δ.δ» Δ 28. 506 επ., ο ίδιος Δ 35. 359, Δ 37. 300 επ., Χ. Χρυσανθάκης, ό. π.). Η ανακοπή δε κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής με αίτημα την ακύρωση αυτής υπάγεται στη δικαιοδοσία του πολιτικού δικαστηρίου και όχι του διοικητικού δικαστηρίου, διότι ο έλεγχος της ορθότητας της έκδοσης διαταγής πληρωμής, η οποία εντάσσεται στην άσκηση δικαστικής και όχι διοικητικής αρμοδιότητας του δικαστικού λειτουργού της πολιτικής δικαιοδοσίας που δέχθηκε την αίτηση εκδόσεως διαταγής πληρωμής από διοικητική σύμβαση, ανήκει υποχρεωτικά στα όργανα που ανήκουν στον ίδιο δικαιοδοτικό κλάδο (ΑΕΔ 18/2005 Δ 37.141).
    


Πρόεδρος:
Ευστάθιος Τσουκαλάς
Δικηγόροι:
Δημοσθένης Κορδελλίδης – Ευφροσύνη Δημητρακοπούλου
Εισηγητές:
Ελένη Γρηγορίου, Εφέτης
Λήμματα:
Εκτέλεση διαταγής πληρωμής κατά δημοσίου ,Αντισυνταγματικότητα διατάξεων άρθρου 20 ν. 3301/2004 ,Διαταγή πληρωμής για χρηματική αξίωση με υποκείμενη σχέση δημοσίου δικαίου ,Δικαιοδοσία


ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
 
Δημοσίευση:
ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ
ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ
Ετος:
2007

Σελ.:
679




ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ
ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ


ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 

Δικαστήριο:
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
Τόπος:
ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:
934
Ετος:
2013



Περίληψη
Διαταγή πληρωμής κατά ΟΤΑ - Αίτηση αναστολής αναγκαστικής εκτέλεσης - Ανακοπή για την ακύρωση αναγκαστικής εκτέλεσης - Αποζημίωση βάσει οριστικής τιμής μονάδας αναγκαστικής απαλλοτρίωσης - Διαταγή πληρωμής ως εκτελεστός τίτλος κατά του Δημοσίου κ.λπ. - Περιεχόμενο διαταγής πληρωμής - Διάταξη περί δικαστικών εξόδων - Τέλος δικαστικού ενσήμου - Έναρξη τοκογονίας -. Εν μέρει δεκτή αίτηση αναστολής αναγκαστικής εκτέλεσης βάσει διαταγής πληρωμής εις βάρος ΟΤΑ (Δήμου). Η διαταγή πληρωμής ανήκει στους εκτελεστούς τίτλους που εκτελούνται σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, ΟΤΑ και ΝΠΔΔ. Η διαταγή πληρωμής δεν απαιτείται να περιλαμβάνει πλήρεις και εμπεριστατωμένες αιτιολογίες για την αιτία της πληρωμής, αλλά αρκεί ο συνοπτικός προσδιορισμός του γενεσιουργού λόγου, κατά τρόπο, ώστε να μη δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητα του και δεν απαιτείται περιγραφή όλων των περιστατικών, που τον συνθέτουν. Προβλέπεται ευθέως από το νόμο να περιλαμβάνεται στη διαταγή πληρωμής διάταξη περί δικαστικών εξόδων, εφόσον έχει υποβληθεί η σχετική αίτηση. Η επιβολή μειωμένης της δικαστικής δαπάνης δεν είναι υποχρεωτική, αλλά δυνητική για τον Δικαστή που την επιδικάζει υπέρ ή κατά του Δήμου. Τέλος δικαστικού ενσήμου. Ο καθ’ ού η απαλλοτρίωση δεν υπόκειται σε κανένα φόρο, κράτηση ή τέλος για την αποζημίωση. Για την έναρξη της τοκογονίας σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, ΟΤΑ και ΝΠΔΔ απαιτείται η επίδοση αγωγής, ήτοι γένεση επιδικίας. Για την έναρξη της τοκογονίας σε βάρος οιουδήποτε απαιτείται τουλάχιστον όχληση, κατ' άρθρον 345 ΑΚ.

Κείμενο Απόφασης
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 934/2013
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Κονδύλια Παπαγιάννη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Πρωτοδικείου Αθηνών. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 5 Φεβρουαρίου 2013, χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αιτούντος: Νομικού προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΑΧΑΡΝΩΝ», που εδρεύει στις Αχαρνές Ν. Αττικής, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αντωνία Δημητρακοπούλου.
Τη καθ' ης η αίτηση: ..., κατοίκου Λιμνίτσας Ναυπακτίας (Δήμος Αποδομίας), η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μιχαήλ Ευαγγέλου.
Το αιτόν ζητά να γίνει δεκτή η από 17-9-2012 αίτηση του, που κατατέθηκε στη γραμματεία του δικαστηρίου τούτου με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου 151142/666/2012 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Το αιτόν με την κρινόμενη αίτηση του, ζητά να ανασταλεί η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, που επισπεύδεται σε βάρος του με την επίδοση της από 10-9-2012 επιταγής προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού της υπ' αριθμ. 12065/2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της από 17-9-2012 ανακοπής του, που άσκησε νομοτύπως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 933 ΚΠολΔ, αφ' ενός μεν διότι πιθανολογείται η ευδοκίμηση των λόγων της, αφ' ετέρου δε διότι με την επίσπευση σε βάρος του της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, το ίδιο θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση αίτηση αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, προκειμένου να εκδικαστεί κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ, ερείδεται στο άρθρο 938 ΚΠολΔ και επομένως πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν.
Από τα έγγραφα, που προσκομίζουν οι διάδικοι πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ' αριθμ. 12065/2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και της από 10-9-2012 επιταγής προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού της ως άνω διαταγής πληρωμής, το αιτόν υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ' ης το ποσό των 117.485,20 ευρώ για επιδικασθέν κεφάλαιο, ως αποζημίωση, βάσει της ορισθείσας με απόφαση του Εφετείου Αθηνών, οριστικής τιμής μονάδας, λόγω αναγκαστικής απαλλοτρίωσης των αναφερομένων στη διαταγή πληρωμής τμημάτων ιδιοκτησιών της καθ' ης, πλέον τόκων και εξόδων και συνολικά το ποσό των 121.339,95 ευρώ. Το αιτόν άσκησε την από 17-9-2012 ανακοπή του, προκειμένου να ακυρωθεί η επισπευδόμενη σε βάρος του διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης. Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής, το αιτόν εκθέτει ότι η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, που επισπεύδεται σε βάρος του με την επίδοση της από 10-9-2012 επιταγής προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού της υπ' αριθμ. 12065/2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, είναι άκυρη διότι η ανωτέρω διαταγή πληρωμής δεν αποτελεί εκτελεστό τίτλο, που μπορεί να εκτελεστεί σε βάρος του, δεδομένου ότι αφού δεν έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, δεν μπορεί να εξομοιωθεί με δικαστική απόφαση. Ο λόγος αυτός, ο οποίος αφορά στην προδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, προβάλλεται εμπροθέσμως (άρθρο 10 του κώδικα Νόμων περί δικών Δημοσίου, 934 παρ. 1 περ. α ΚΠολΔ), πλην όμως είναι μη νόμιμος και συνεπώς απορριπτέος, αφού, σύμφωνα με όσα στην ανωτέρω νομική σκέψη εκτίθενται, η σχετική διάταξη, η οποία εξαιρούσε τη διαταγή πληρωμής από τους εκτελεστούς τίτλους, που εκτελούνται σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, ΟΤΑ και ΝΠΔΔ, αντίκειται τόσο στο Σύνταγμα, όσο και στο Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου με το επιχείρημα ότι η διαταγή πληρωμής ναι μεν δεν είναι δικαστική απόφαση, πλην όμως προσομοιάζει λειτουργικά σε αυτήν, συγκεντρώνοντας κάποια από τα εχέγγυα της δικαστικής απόφασης και τα γνωρίσματα της δικαστικής προστασίας, που η τελευταία προσφέρει, επειδή ο καθ' ου η ανακοπή εξ αρχής έχει το δικαίωμα με την άσκηση της ανακοπής, να εκθέσει τους ισχυρισμούς του και να ζητήσει δικαστική προστασία και όχι μόνο όταν αποκτήσει (η διαταγή πληρωμής), υπό τις προϋποθέσεις, που τάσσει ο νόμος, ισχύ δεδικασμένου. Με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής, το αιτόν εκθέτει ότι η εκδοθείσα σε βάρος του διαταγή πληρωμής είναι αόριστη αφού δεν περιέχεται σε αυτήν ορισμένα και με σαφήνεια η απαίτηση και η αιτία αυτής, ειδικότερα δε δεν αναφέρεται σε αυτήν η ακριβής θέση των απαλλοτριωθέντων ακινήτων, ούτε η πράξη εφαρμογής, δυνάμει της οποίας απαλλοτριώθηκαν αναγκαστικά, λόγω ρυμοτομίας, μεταξύ άλλων, τμήματα των ιδιοκτησιών της καθ' ης. Ο λόγος αυτός, ο οποίος αφορά στην εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου προβάλλεται εμπροθέσμως (άρθρο 10 του κώδικα Νόμων περί δικών Δημοσίου, 934 παρ. 1 περ. α ΚΠολΔ), πλην όμως είναι μη νόμιμος, διότι η διαταγή πληρωμής, μη ούσα δικαστική απόφαση, αλλά μόνο τίτλος εκτελεστός, δεν απαιτείται να περιλαμβάνει πλήρεις και εμπεριστατωμένες αιτιολογίες για την αιτία της πληρωμής, αλλά αρκεί ο συνοπτικός προσδιορισμός του γενεσιουργού λόγου, κατά τρόπο, ώστε να μη δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητα του και δεν απαιτείται περιγραφή όλων των περιστατικών, που τον συνθέτουν (Κεραμέας - Κονδύλης -Νίκας, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, τόμος II, άρθρο 630, αρ. 4, σελ. 1176), στην προκειμένη δε περίπτωση, και αληθής υποτιθέμενος ο λόγος, δεν καταλείπεται αμφιβολία ως προς την αιτία της απαίτησης, η οποία είναι η αποζημίωση λόγω αναγκαστικής απαλλοτρίωσης τμήματος ιδιοκτησίας της καθ' ης, ευρισκόμενης στις Αχαρνές Ν. Αττικής, που ρυμοτομήθηκε. Σε κάθε δε περίπτωση από την επισκόπηση της εν λόγω διαταγής πληρωμής πιθανολογείται ότι γίνεται σαφής αναφορά τόσο των ρυμοτομηθέντων τμημάτων ιδιοκτησίας της καθ' ης η ανακοπή, όσο και της γενόμενης   απαλλοτρίωσης. Με τον τρίτο λόγο της ανακοπής, το αιτόν εκθέτει ότι ο εκτελεστός τίτλος είναι άκυρος ως προς το ποσό των 1.175,00 ευρώ, που αφορά στην επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη διότι α) στο κατά το άρθρο 630 ΚΠολΔ περιεχόμενο της διαταγής πληρωμής δεν περιλαμβάνεται η διάταξη περί δικαστικής δαπάνης, β) αυτή έχει υπολογιστεί αυθαιρέτως, κείται δε εκτός των νομίμων ορίων, λαμβάνοντας υπόψη και το άρθρο 22 Ν. 3693/1957, άλλως δεν ανταποκρίνεται στην αξία εργασίας και στον κόπο, που κατέβαλε ο πληρεξούσιος δικηγόρος για την έκδοση της εν λόγω διαταγής πληρωμής. Ο λόγος αυτός, ο οποίος αφορά στην εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου προβάλλεται εμπροθέσμως (άρθρο 10 του κώδικα Νόμων περί δικών Δημοσίου, 934 παρ. 1 περ. α ΚΠολΔ). Ως προς το υπό στοιχεία α σκέλος του είναι μη νόμιμος διότι στο άρθρο 629 εδ. α ΚΠολΔ ορίζεται ότι «ο δικαστής δέχεται την αίτηση κατά το μέρος, που κατά την κρίση του είναι νομικά και πραγματικά βάσιμη, διατάζει τον οφειλέτη να πληρώσει το οφειλόμενο ποσό και τον καταδικάζει στη δικαστική δαπάνη». Συνεπώς, προβλέπεται ευθέως από το νόμο να περιλαμβάνεται στη διαταγή πληρωμής διάταξη περί δικαστικών εξόδων, εφ' όσον φυσικά έχει υποβληθεί η σχετική αίτηση. Ως προς το δεύτερο σκέλος του, ο λόγος είναι νόμιμος, πλην όμως πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος, καθ' ότι από την επισκόπηση της ένδικης διαταγής πληρωμής πιθανολογείται ότι τα επιβληθέντα δικαστικά έξοδα έχουν υπολογιστεί σε ποσοστό 1% επί του αντικειμένου της αίτησης για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, ήτοι επί του ποσού των 117.485,20 ευρώ, το οποίο ποσοστό, αφ' ενός μεν είναι νόμιμο, αφ' ετέρου δε ορίζεται ως το κατώτερο ποσοστό για τον καθορισμό της δικηγορικής αμοιβής (ΑΠ 1879/2005 ΕλλΔνη 2006. 786).
Περαιτέρω δε η επιβολή μειωμένης, κατά ποσοστό 50%, της δικαστικής δαπάνης δεν είναι υποχρεωτική, αλλά δυνητική για τον Δικαστή, που την επιδικάζει υπέρ ή κατά του Δήμου, γεγονός, που προκύπτει ευθέως από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης του άρθρου 281 παρ. 2 Ν. 3463/2006. Με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής, το αιτόν εκθέτει ότι ο εκτελεστός τίτλος υπ' αριθμ. 12065/2012 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δυνάμει του οποίου επισπεύδεται σε βάρος του διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης είναι άκυρος διότι για την έκδοση αυτού δεν κατεβλήθη από την αιτούσα το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου, άλλως και σε περίπτωση, που δεν απαιτείται η καταβολή του, δεν αναφέρεται η σχετική διάταξη. Ο λόγος αυτός, ο οποίος αφορά στην εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου προβάλλεται εμπροθέσμως (άρθρο 10 του κώδικα Νόμων περί δικών Δημοσίου, 934 παρ. 1 περ. α ΚΠολΔ), πλην όμως είναι μη νόμιμος διότι αφ' ενός μεν δεν απαιτείτο η καταβολή δικαστικού ενσήμου, καθ' ότι σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 4 Σ και το άρθρο 13 παρ. 3 Ν. 2882/2001 ο καθ' ου η απαλλοτρίωση δεν υπόκειται σε κανένα φόρο, κράτηση ή τέλος για την αποζημίωση, που εισπράττει, αφ' ετέρου δε η μη παράθεση της σχετικής διάταξης, δυνάμει της οποίας ο δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών δεν αξίωσε την καταβολή δικαστικού ενσήμου δεν αναιρεί τη νομιμότητα του εν λόγω εκτελεστού τίτλου, αφού αρκεί για την έκδοση του να έλαβε χώρα ορθή εφαρμογή των σωστών διατάξεων νόμων, γεγονός που προκύπτει από το περιεχόμενο του, ακόμα και αν οι τελευταίες δεν παρατίθενται. Με τον πέμπτο λόγο σε συνδυασμό με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου της ανακοπής, εκτιμώμενοι ως ένας, το αιτόν εκθέτει ότι η υπ' 12065/2012 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και η από 10-9-2012 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού της ως άνω διαταγής πληρωμής με τις οποίες επιτάσσεται να καταβάλει το ποσό των 2.579,75 ευρώ ως νόμιμους τόκους υπερημερίας από την έκδοση της διαταγής πληρωμής, είναι άκυρες διότι δεν αναφέρεται σε αυτές η γενεσιουργός αιτία της τοκοφορίας από τη συγκεκριμένη ημερομηνία. Ο λόγος αυτός, ο οποίος αφορά στην εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου και στην προδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης προβάλλεται εμπροθέσμως (άρθρο 10 του κώδικα Νόμων περί δικών Δημοσίου, 934 παρ. 1 περ. α ΚΠολΔ) και είναι νόμιμος αφ' ενός μεν διότι για την έναρξη της τοκογονίας σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, ΟΤΑ και ΝΠΔΔ απαιτείται η επίδοση αγωγής, ήτοι γένεση επιδικίας (ΑΠ 248/2012 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), αφ' ετέρου δε για την έναρξη της τοκογονίας σε βάρος οιουδήποτε απαιτείται τουλάχιστον όχληση, κατ' άρθρον 345 ΑΚ. Από την επισκόπηση της υπ' αριθμ. 12065/2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και της από 10-9-2012 επιταγής προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής πιθανολογείται ότι το αιτόν   υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ' ης το ποσό των 117.485,20 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την έκδοση της εν λόγω διαταγής πληρωμής στις 7-6-2012 μέχρι την εξόφληση, το δε ποσό των τόκων υπολογίστηκε μέχρι την ημεροχρονολογία σύνταξης της προσβαλλόμενης επιταγής προς πληρωμή (10-9-2012) σε αυτό των 2.579,75 ευρώ. Σύμφωνα, ωστόσο, με όσα στην ανωτέρω σκέψη εκτίθενται, ουχί ορθώς επιδικάστηκαν τόκοι από την έκδοση της διαταγής πληρωμής, αφού μόνη η έκδοση της δεν αποτελεί νόμιμη αιτία τοκογονίας, και επομένως ο σχετικός λόγος ανακοπής πιθανολογείται ότι θα γίνει δεκτός και θα ακυρωθεί η προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή και κατ' επέκταση η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης κατά το ποσό των 2.579,75 ευρώ.
Επομένως, εφ' όσον πιθανολογείται ότι ο ανωτέρω λόγος της ανακοπής, που αφορά στους επιτασσόμενους τόκους, θα γίνει δεκτός και ότι θα απορριφθούν οι λοιποί, πρέπει να ανασταλεί εν μέρει η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, που επισπεύδεται με την επίδοση της από 10-9-2012 επιταγής προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού της υπ' αριθμ. 12065/2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ως προς το ποσό των 2.579,75 ευρώ, που αφορά στους τόκους υπερημερίας επί του οφειλομένου κεφαλαίου, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της από 17-9-2012 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου 151132/12550/2012 ασκηθείσας ανακοπής (άρθρο 938 παρ. 4ΚΠολΔ). Τέλος, το αιτόν πρέπει να καταδικαστεί στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της καθ' η αίτηση (178 ΚωδΔικ), τα οποία θα επιβληθούν μειωμένα, κατ1 άρθρον 281 παρ. 2 Ν. 3463/2006, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ' αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται εν μέρει την αίτηση.
Διατάσσει να ανασταλεί εν μέρει η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, που επισπεύδεται με την επίδοση της από 10-9-2012 επιταγής προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού της υπ' αριθμ. 12065/2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ως προς το ποσό των 2.579,75 ευρώ, που αφορά στους τόκους υπερημερίας επί του οφειλομένου κεφαλαίου, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της από 17-9-2012 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου 151132/12550/2012 ασκηθείσας ανακοπής.
Καταδικάζει το αιτόν στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της καθ' ης η αίτηση, τα οποία ορίζει στο ποσό των εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στην Αθήνα, στις 4-3-2013, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
(για τη δημοσίευση)




Πρόεδρος:
Κονδύλια Παπαγιάννη
Δικηγόροι:
Αντωνία Δημητρακοπούλου, Μιχαήλ Ευαγγέλου
Λήμματα:
Διαταγή πληρωμής κατά ΟΤΑ ,Αίτηση αναστολής αναγκαστικής εκτέλεσης ,Ανακοπή για την ακύρωση αναγκαστικής εκτέλεσης ,Αποζημίωση βάσει οριστικής τιμής μονάδας αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ,Διαταγή πληρωμής ως εκτελεστός τίτλος κατά του Δημοσίου κ.λπ. ,Περιεχόμενο διαταγής πληρωμής ,Διάταξη περί δικαστικών εξόδων ,Τέλος δικαστικού ενσήμου ,Έναρξη τοκογονίας





ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ
 ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
 
                                                      Αριθμός Απόφασης 45/2013
                                                                (ΤΜ 306/2012)
 
                                        ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ
 
 
 Συγκροτήθηκε από τον Δικαστή Ιωάννη Γαλτσιώτη, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε η Πρόεδρος 
Πρωτοδικών Μεσολογγίου, και από τη Γραμματέα Περσεφόνη Νικολάου.
 
 Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 14 Μαρτίου 2013, για να δικάσει την υπόθεση 
μεταξύ:
 
 Του ανακόπτοντος: Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία "Δήμος Ι.Π. ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ", που εδρεύει στο 
Μεσολόγγι και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του 
Σπυρίδωνος Χουλιάρα.
 
 Της καθ` ης η ανακοπή: .............., κατοίκου Μεσολογγίου (οδός .............), η οποία παραστάθηκε 
δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Αναστασίου Μπαλαμπάνη.
 
 Ο ανακόπτων Δήμος (στο εξής αναφερόμενος ως "ανακόπτων") ζητεί να γίνει δεκτή η από 20-12-
2012 (με αριθ. κατάθεσης ΤΜ 306/2012) ανακοπή, η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη 
δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, και εγγράφηκε στο πινάκιο.
 
 Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, ο καθένας από τους πληρεξούσιους 
δικηγόρους, ανέπτυξε προφορικά τους ισχυρισμούς του διαδίκου που εκπροσωπεί, αναφέρθηκε 
στις προτάσεις που κατέθεσε και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ` αυτές και στα 
πρακτικά της δίκης.
 
 Ο ανακόπτων ζητεί να ακυρωθεί για τους μνημονευόμενους στο δικόγραφο της υπό κρίση 
ανακοπής λόγους, η υπ` αριθμ. 256/2012 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς 
Πρωτοδικείου Μεσολογγίου, η οποία εκδόθηκε για χρηματική απαίτηση της καθ` ης, που προκύπτει 
από μη εξοφληθέν τίμημα από συμβάσεις πώλησης που συνήψε η καθ` ης ως πωλήτρια με τον ίδιο, 
και να καταδικαστεί η καθ` ης στη δικαστική του δαπάνη.
 
 Με αυτό το περιεχόμενο η υπό κρίση ανακοπή παραδεκτώς εισάγεται να συζητηθεί κατά την 
προκειμένη τακτική διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου που είναι αρμόδιο καθ` ύλην 
(ΚΠολΔ 632 παρ. 1 εδ. α`) και κατά τόπον (αφού δικαστής αυτού εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής, 
βλ. Ποδηματά σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, άρθρο 632 αριθ. 6 σελ. 1183). Ασκήθηκε δε νομότυπα 
και εμπρόθεσμα (άρθρα 632 παρ. 1 σε συνδυασμό με τα άρθρα 585 παρ. 1 και 215 επ. ΚΠολΔ), 
καθ` όσον όπως προκύπτει από την υπ` αριθ. 3.928Β/29-11-2012 έκθεση επίδοσης του δικαστικού 
επιμελητή του Πρωτοδικείου Μεσολογγίου Ευαγγέλου Λιναρδάτου, η προσβαλλόμενη διαταγή 
πληρωμής επιδόθηκε στον ανακόπτοντα στις 29-11-2012, από την επόμενη εργάσιμη ημέρα της 
οποίας άρχισε η διαδρομή της η προθεσμία των δεκαπέντε εργασίμων ημερών του άρθρου 632 
παρ. 1 εδ. α` ΚΠολΔ, ενώ όπως προκύπτει από την επισημείωση του δικαστικού επιμελητή του 
Πρωτοδικείου Μεσολογγίου Ιωάννη Λαβίδα στο δικόγραφο της υπό κρίση ανακοπής, αυτή 
επιδόθηκε στον καθ` ου στις 20-12-2012. Πρέπει επομένως η υπό κρίση ανακοπή να γίνει τυπικά 
δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της.
 
 Ι. Στο άρθρο 94 του Συντάγματος της Ελλάδας, όπως ισχύει μετά την αναθεώρηση του από το 
Ψήφισμα με ημερομηνία 6.4.2001 της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι: "1. Στο Συμβούλιο 
της Επικρατείας και τα τακτικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές ουσίας, όπως νόμος 
ορίζει με τη επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. 2. Στα πολιτικά δικαστήρια 
υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει. 
3. Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής 
νομοθεσίας, μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα 
διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια. 4. 
Στα πολιτικά ή διοικητικά δικαστήρια μπορεί να ανατεθεί και κάθε άλλη αρμοδιότητα διοικητικής 
φύσης, όπως νόμος ορίζει. Στις αρμοδιότητες αυτές περιλαμβάνεται και η λήψη μέτρων για τη 
συμμόρφωση της διοίκησης με τις δικαστικές αποφάσεις. Οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται 
αναγκαστικά και κατά του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των Νομικών 
Προσωπών Δημοσίου Δικαίου, όπως νόμος ορίζει". Στο άρθρ. 95 παρ. 5 του Συντάγματος ορίζεται 
ότι: "Η διοίκηση είναι υποχρεωμένη να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση 
της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο, όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει 
αναγκαστικά μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της διοίκησης". Στο άρθ. 1 του ν. 
3068/2002 (ΦΕΚ Α 274/14-11-2002), όπως ίσχυε πριν τροποποιηθεί από το άρθ. 20 του ν. 
3301/2004 που εκδόθηκε προς εκτέλεση του άρθρου 94 παρ. 4 του Συντάγματος, ορίζεται ότι: 
"Το Δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου 
έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται χωρίς καθυστέρηση προς τις δικαστικές αποφάσεις και να 
προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και 
για την εκτέλεση των αποφάσεων. Δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του προηγούμενου 
εδαφίου είναι όλες οι αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και ειδικών δικαστηρίων που 
παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και 
τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει". Επακολούθησε ο ν. 3301/2004 και με το άρθρο του 20 
προστέθηκε στο άρθρο 1 του ν. 3068/2002 εδάφιο, με το οποίο ορίστηκε ότι δεν είναι δικαστικές 
αποφάσεις κατά την έννοια του νόμου αυτού και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που 
αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ-ζ της παρ. 2 του άρθ. 904 ΚΠολΔ, (μεταξύ των 
οποίων περιλαμβάνονται και οι διαταγές πληρωμής που εκδίδονται σύμφωνα με τα αρθ. 623 επ. 
ΚΠολΔ), πλην των αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων που κηρύχθηκαν εκτελεστές. Περαιτέρω, με 
το άρθρο 2 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, το οποίο 
κυρώθηκε μαζί με το προαιρετικό Πρωτόκολλο του, με το ν. 2462/1997, άρχισε να ισχύει στην 
Ελλάδα από 5-8-1997 (βλ. ανακοίνωση Υπουργείου Εξωτερικών Φ.0546/62/Α 1292/Μ.2870/7-5-
1997), και έχει υπερνομοθετική ισχύ σύμφωνα με το αρθ. 28 παρ. 1 του Συντάγματος, ορίζεται ότι: 
"Τα Συμβαλλόμενα Κράτη στο παρόν Σύμφωνο αναλαμβάνουν την υποχρέωση: α) να εγγυώνται ότι 
κάθε άτομο, του οποίου τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που αναγνωρίζονται στο παρόν Σύμφωνο, 
θα παραβιασθούν, θα έχει στη διάθεση του μία πρόσφορη προσφυγή, ακόμη και αν η παραβίαση θα 
έχει διαπραχθεί από πρόσωπα που ενεργούν υπό την επίσημη κρατική ιδιότητα τους, β) να 
εγγυώνται ότι η αρμόδια δικαστική, διοικητική, νομοθετική αρχή θα αποφαίνεται πράγματι σχετικά 
με τα δικαιώματα του προσφεύγοντος και να προωθήσουν τη δυνατότητα δικαστικής προσφυγής, 
γ) να εγγυώνται την εκτέλεση, από τις αρμόδιες αρχές κάθε απόφασης που θα έχει κάνει δεκτή τη 
σχετική προσφυγή". Εξάλλου, στο αρθ. 14 παρ. 1α του ίδου Συμφώνου ορίζεται ότι: "Κάθε 
πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεση του να δικαστεί από δικαστήριο, το οποίο θα αποφασίσει  και 
για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα". Με τη διάταξη αυτή 
συμπορεύεται και το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο που καθιερώνεται με το αρθ. 6 παρ. 1 της 
Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 
53/1974, καθώς και με το αρθ. 20 παρ. 1 του Συντάγματος. Οι ως άνω διατάξεις δεν ιδρύουν μόνο 
διεθνή ευθύνη των συμβαλλομένων κρατών, αλλά έχουν άμεση εφαρμογή και υπερνομοθετική 
ισχύ, άρα θεμελιώνουν δικαιώματα υπέρ των προσώπων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής 
τους. Οι διατάξεις αυτές εγγυώνγται όχι μόνο την ελεύθερη πρόσβαση σε δικαστήριο, αλλά και την 
πραγματική ικανοποίηση του δικαιώματος που επιδικάσθηκε από το δικαστήριο, δηλαδή το 
δικαίωμα αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς την οποία η προσφυγή στο δικαστήριο θα απέβαλλε την 
ουσιαστική αξία και χρησιμότητα της (ΟλΑΠ 21/2001 ΤΝΠ Νόμος). Από τις ανωτέρω συνταγματικές 
διατάξεις και τις διατάξεις του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και της 
Ε.Σ.Δ.Α. συνάγεται ότι, για να επιτευχθεί ο σκοπός της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, 
επιτρέπεται, να εκτελούνται εναντίον του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδικοίκησης και 
των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, δικαστικές αποφάσεις και εκτελεστοί τίτλοι με τους 
οποίους επιδικάζονται χρηματικές απαιτήσεις σε βάρος αυτών των νομικών προσώπων. Στους 
τίτλους αυτούς περιλαμβάνονται και οι διαταγές πληρωμής που εκδίδονται σύμφωνα με τα αρθ. 
623 επ. ΚΠολΔ, οι οποίες, βέβαι εκδίδονται από δικαστή και όχι από συγκροτημένο δικαστήριο, 
χωρίς να ακουστεί προηγουμένως και να αναπτύξει τις απόψεις του ο καθ` ου, αλλά εξομοιώνονται 
λειτουργικά με τις δικαστικές αποφάσεις, διότι αφενός επιλύουν βιοτικές διαφορές και αφετέρου 
ανταποκρίνονται στα βασικά λειτουργικά γνωρίσματα της δικαστικής προστασίας που προβλέπεται 
από το αρθ. 20 του Συντάγματος, διότι παρέχεται η δυνατότητα στον καθ` ου α ασκήσει ανακοπή 
και να ισχυριστεί ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την έκδοση διαταγής πληρωμής ή ότι δεν 
υφίσταται η απαίτηση. Η ανωτέρω νομοθετική ρύθμιση του αρθ. 20 ν. 3301/2001, σύμφωνα με 
την οποία δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται σε αυτή, μεταξύ των οποίων 
περιλαμβάνονται οι διαταγές πληρωμής, αντίκειται στις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και 
των Διεθνών Συμφώνων και ως εκ τούτου είναι δυνατό να εκδοθεί από τον αρμόδιο δικαστή, 
εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, διαταγή πληρωμής εναντίον του Ελληνικού 
Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των Νομιοκών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, και αν ακόμη η υποκείμενη 
σχέση, από την οποία απορρέει η χρηματική απαίτηση, προς πληρωμή της οποίας ζητείται η 
έκδοση διαταγής πληρωμής, υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όπως 
συμβαίνει σε διαφορά από σύμβαση δημοσίου έργου (ΑΕΔ 18/2005, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 2347/2009 ΤΝΠ 
Νόμος, ΕφΛαρ 255/2012 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 2052/2012 ΤΝΠ Νόμος).
 
 ΙΙ. Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου (κ.δ. της 
26-6/10-7-1944), το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 109 ΕισΝΑΚ και ισχύει υπέρ των 
Δήμων (άρθρο 276 παρ. 1 ν. 3463/2006), ορίζεται ότι: "Ο νόμος και ο της υπερημερίας τόκος 
πάσης του Δημοσίου οφειλής, ορίζεται εις 6% ετησίως, πλην εάν άλλως ωρισθή δια συμβάσεως ή 
ειδικού νόμου. Ο ειρημένος τόκος άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής". Η εν λόγω διάταξη 
εισάγει προνομιακή εξαίρεση υπέρ των ν.π.δ.δ., αφού καθιερώνεται ευνοϊκότερη μεταχείριση υπέρ 
των τελευταίων, αναγνωρίζοντας σε αυτά το δικαίωμα να καταβάλουν με την ιδιότητα του 
οφειλέτη σε περίπτωση υπερημερίας, ποσοστό τόκου 6% δηλαδή κατά πολύ μικρότερο εκείνου 
που έχουν υποχρέωση να καταβάλουν οι ιδιώτες ως οφειλέτες, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις 
συνδρομής υπερημερίας. Με την ευνοϊκή για τα ν.π.δ.δ. αυτή διάταξη, θεσπίζεται στην ουσία 
περιορισμός της αστικής ευθύνης των ν.π.δ.δ. που οδηγεί στη μείωση της οφειλόμενης από αυτά 
αποζημίωσης, αλλά και αντίστοιχη μείωση της περιουσίας του δανειστή. Και τούτο διότι η 
απόφαση, αφότου καταστεί οριστική, γεννά σαφή απαίτηση για την απόληψη του τρέχοντος 
επιτοκίου υπερημερίας, η οποία εμπίπτει στην έννοια της περιουσίας του δανειστή. Ωστόσο τα 
νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου μπορούν να απολαμβάνουν, κατά την άσκηση των λειτουργιών 
τους, προνόμια και ασυλίες που θα τους επιτρέπουν να επιτελούν αποτελεσματικά τη δημοσίου 
δικαίου αποστολή τους. Επομένως η διαφοροποίηση αυτή υπέρ του Δημοσίου, ως οφειλέτη, στην 
περίπτωση υπερημερίας αυτού, στην καταβολή ποσοστού τόκου μικρότερου από των ιδιωτών 
οφειλετών, είναι επιτρεπτή και επιβάλλεται από τον σκοπό, τον οποίον αυτό υπηρετεί, αφού το 
Δημόσιο έχει ως έργο και ως αποστολή να εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, καθώς και, 
αδιακρίτως τους Ελληνες πολίτες, οι οποίοι συμβάλλουν στην περιουσία αυτού με την καταβολή 
φόρων. Η ειδική αυτή ρύθμιση υπέρ του Δημοσίου δεν αντίκειται στην από το άρθρο 4 παρ. 1 του 
Συντάγματος καθιερούμενη αρχή της ισότητας (συνεκτιμουμένου ότι δεν καθιερώνεται με τη 
διάταξη αυτή ισότητα μεταξύ ιδιωτών και του Δημοσίου, όταν τα όργανα του τελευταίου εκδίδουν 
πράξεις που αποβλέπουν στην ορθή άσκηση της δημοσίας εξουσίας και την εκπλήρωση των έναντι 
των πολιτών υποχρεώσεων του Δημοσίου), ούτε στην από τα άρθρα 20 του Συντάγματος και 6 
παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. καθιερούμενη αρχή της παροχής εννόμου προστασίας και δίκαιης δίκης 
(συνεκτιμουμένου ότι το εν λόγω προνόμιο δεν είναι δικονομικού περιεχομένου), ούτε επίσης στο 
άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., που προστατεύει την περιουσία του 
πολίτη. Και τούτο διότι η προστασία της περιουσίας του Δημοσίου (που επιτυγχάνεται με τη 
θέσπιση τέτοιων προνομίων), είναι αναγκαία, ώστε να είναι αυτό σε θέση να εκπληρώνει 
απρόσκοπτα τους σκοπούς του, οι οποίοι, όπως προαναφέρθηκε, είναι η εξυπηρέτηση του 
γενικότερου κοινωνικού και δημοσίου συμφέροντος (ΟλΑΠ 3/2006 ΤΝΠ Νόμος, αντίθετα βλ. ΟλΣτΕ 
1663/2009 ΤΝΠ Νόμος, Αρμ. 2009.925). Εν κατακλείδι υπό το πρίσμα της οξείας δημοσιονομικής 
κρίσης που μαστίζει τη χώρα και προκειμένου να διασφαλιστεί η δημοσιονομική ισορροπία του 
κράτους και η αποτροπή αύξησης του ήδη υπέρογκου κρατικού χρέους, δεν αντιβαίνει σε 
συνταγματικές επιταγές όπως εκείνες των άρθρων 4 (αρχή ισότητας) και 25 (αρχή 
αναλογικότητας) του Συντάγματος η προαναφερθείσα διαφοροποίηση του ποσοστού τόκων 
υπερημερίας μεταξύ δημοσίου και ιδιωτών (ΑΕΔ 25/2012 ΤΝΠ Νόμος).
 
 Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη διαταγή 
πληρωμής πρέπει να ακυρωθεί, διότι με βάση τη διάταξη του άρθρου 1 του ν. 3068/2002, όπως 
ισχύει, δεν εκτελούνται σε βάρος των Δήμων οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις 
των εδαφίων γ`-ζ` της παρ. 2 του άρθρου 904 ΚΠολΔ (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι 
διαταγές πληρωμής). Ο λόγος αυτός της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, κατά τα 
αναφερόμενα στην υπό στοιχείο Ι μείζονα σκέψη της παρούσας.
 
 Με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη διαταγή 
πληρωμής πρέπει να ακυρωθεί διότι δεν αποδεικνύεται από έγγραφα, αφού τα τιμολόγια με βάση 
τα οποία εκδόθηκε για απαιτήσεις που δεν είναι νόμιμες και εκκαθαρισμένες, ενώ οι συμβάσεις 
αναγνώρισης χρέους έγιναν από πρόσωπο αναρμόδιο. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος, στηριζόμενος 
στις διατάξεις των άρθρων 623 και 624 παρ. 1 ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ` 
ουσίαν.
 
 Με τον τρίτο λόγο της ανακοπής ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής 
πρέπει να ακυρωθεί κατά το μέρος της που με αυτήν διατάσσεται να καταβάλει ποσά εντόκως μετά 
την πάροδο μηνός από την έκδοση του κάθε τιμολογίου, ενώ θα έπρεπε η τοκοφορία να ξεκινήσει 
από την επίδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος, 
στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρου 340 ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ` ουσίαν.
 
 Με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη διαταγή 
πληρωμής πρέπει να ακυρωθεί κατά το μέρος της που με αυτήν διατάσσεται να καταβάλει ποσά με 
επιτόκιο υπερημερίας που υπερβαίνει το ποσοστό 6% ετησίως. Οπως προκύπτει από την 
επισκόπηση του δικογράφου της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, με αυτήν ο ανακόπτων 
διατάσσεται να καταβάλλει ένα ορισμένο ποσό με τον νόμιμο τόκο, δηλαδή στην προκειμένη 
περίπτωση σύμφωνα με όσα ορίζονται στην υπό στοιχείο ΙΙ μείζονα σκέψη της παρούσας σε 
συνδυασμό με τα οριζόμενα στη διάταξη άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου 
(κ.δ. της 26-6/10-7-1944) με επιτόκιο 6% ετησίως. Επομένως ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως 
αλυσιτελώς προβαλλόμενος.
 
 Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης (βλ. ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά 
συνεδρίασης) και από όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, 
αποδεικνύονται τα εξής: Η καθ` ης η ανακοπή διατηρεί κατάστημα εμπορίας ηλεκτρολογικού 
υλικού και ηλεκτρικών συσκευών. Στα πλαίσια της εμπορικής της δραστηριότητας η καθ` ης 
κατήρτισε με τον ανακόπτοντα στο Μεσολόγγι κατά το χρονικό διάστημα από 21-5-2008 έως 27-
9-2011, διαδοχικές συμβάσεις πώλησης ηλεκτρολογικού υλικού. Κατά την εκπλήρωση των 
συμβάσεων αυτών πωλήθηκαν στον ανακόπτοντα προϊόντα ηλεκτρολογικού υλικού, ενώ 
εκδόθηκαν τα αντίστοιχα παραστατικά (δελτία αποστολής - τιμολόγια πώλησης). Τα πωληθέντα 
προϊόντα παραδόθηκαν σε πρόσωπα που είχαν εξουσιοδοτηθεί και προστηθεί για το σκοπό αυτό 
από τον ανακόπτοντα, τα οποία τα παρέλαβαν ανεπιφύλακτα (βλ. προσκομιζόμενα παραστατικά 
που φέρουν την υπογραφή παραλήπτη). Αναφορικά με το συμφωνηθέν τίμημα των ανωτέρω 
συμβάσεων ανήλθε στο συνολικό ποσό των 36.280,27 ευρώ, καταβλητέο το κάθε επιμέρους ποσό 
εντός μηνός από την έκδοση του αντίστοιχου τιμολογίου. Ακολούθως ο νόμιμος εκπρόσωπος του 
ανακόπτοντος - Δήμαρχος, προέβη με το υπ` αριθ. 33786/18-9-2012 έγγραφο σε δήλωση 
αναγνώρισης του ανωτέρω χρέους του ανακόπτοντος. Η καθ` ης αποδέχθηκε την ανωτέρω 
δήλωση βούλησης του ανακόπτοντος - πρόταση για κατάρτιση σύμβασης αναγνώρισης χρέους, 
όπως προκύπτει από την κατάθεση της από 2-11-2011 αίτησης έκδοσης της προσβαλλόμενης 
διαταγής πληρωμής, της οποίας η νόμιμη βάση είναι η ως άνω σύμβαση αναγνώρισης χρέους. Οσον 
αφορά το γεγονός ότι η αναγνώριση του επίδικου χρέους του ανακόπτοντος δεν έγινε νομότυπα 
από τη δημαρχιακή επιτροπή (κατ` άρθρο 103 ν. 3463/2006), ουδεμία επιρροή ασκεί στην 
καταρτισθείσα σύμβαση αναγνώρισης του χρέους. Και τούτο δεδομένου ότι η καθ` ης η ανακοπή 
δικαιούταν με βάση την καλή πίστη και τις αντιλήψεις των συναλλαγών να πιστεύει ότι ο 
αντισυμβαλλόμενός της - Δήμαρχος είχε την εξουσία να εκφράσει τη δήλωση βούλησης του 
ανακόπτοντος, ενώ δεν μπορεί να απαιτηθεί από αυτήν να γνωρίζει τη διαδικασία αναγνώρισης 
χρεών από τον ανακόπτοντα. Επιπροσθέτως αναγόταν στη σφαίρα ευθύνης των εκπροσώπων του 
ανακόπτοντος να ενημερώσει την καθ` ης για την έλλειψη εξουσίας του Δημάρχου στην προκείμενη 
περίπτωση, κάτι που δεν έπραξαν. Επομένως ο δεύτερος λόγος της υπό κρίση ανακοπής πρέπει να 
απορριφθεί κατ` ουσίαν. Ωστόσο ο ανακόπτων έπρεπε να διαταχθεί να καταβάλλει το επίδικο ποσό 
εντόκως από τότε που κατέστη υπερήμερος, δηλαδή από την επίδοση της προσβαλλόμενης 
διαταγής πληρωμής και όχι το κάθε επιμέρους από την πάροδο μηνός από την έκδοση του 
αντίστοιχου τιμολογίου. Και τούτο καθώς η νόμιμη βάση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής 
είναι η σύμβαση αναγνώρισης χρέους και όχι οι επιμέρους συμβάσεις πώλησης, για τις οποίες δεν 
τηρήθηκε ο νόμιμος τύπος κατάρτισης αυτών (κατ` άρθρο 209 παρ. 1 ν. 3463/2006), ενώ τυγχάνει 
γνωστό στον μέσο σναλλασσόμενο με τον Δήμο, αν όχι λεπτομερώς η διαδικασία κατάρτισης 
συμβάσεων πώλησης αγαθών σ` αυτόν, σίγουρα ότι δεν αρκεί η προφορική συμφωνία, αλλά ότι 
απαιτείται προδικασία, η οποία εν προκειμένω δεν τηρήθηκε. Κατά συνέπεια ο τρίτος λόγος της 
ανακοπής με τον οποίο ζητείται η ακύρωση της διαταγής πληρωμής κατά το μέρος της που 
διατάσσεται ο ανακόπτων να καταβάλει το κάθε επιμέρους ποσό της επίδικης οφειλής εντόκως από 
την πάροδο μηνός από την έκδοση του αντίστοιχου τιμολογίου, πρέπει να γίνει δεκτός κατ` ουσίαν 
και να ακυρωθεί κατά το μέρος τς αυτό η διαταγή πληρωμής. Επομένως δεκτού γενομένου του 
τρίτου λόγου της υπό κρίση ανακοπής πρέπει να ακυρωθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη διαταγή 
πληρωμής κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν 
στο σύνολό της μεταξύ των διαδίκων, κατ` άρθρο 22 παρ. 2 ν. 3693/1957, λόγω της εν μέρει νίκης 
και ήττας αυτών.
 
 
                                                       ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
 
 ΔΙΚΑΖΕΙ κατ` αντιμωλία των διαδίκων.
 
 ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή τυπικά και εν μέρει κατ` ουσίαν.
 
 ΑΚΥΡΩΝΕΙ την υπ` αριθ. 256/2012 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου, 
κατά το μέρος της που υποχρεώνει τον ανακόπτοντα να καταβάλει το κάθε επιμέρους οφειλόμενο 
ποσό με τον νόμιμο τόκο, από την πάροδο μηνός από την έκδοση του αντίστοιχου τιμολογίου, 
αντί του ορθού να καταβάλλει ολόκληρο το ποσό από την επίδοση της προσβαλλόμενης διαταγής 
πληρωμής.
 
 ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
 
 ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο Μεσολόγγι, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο 
ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 
22 Απριλίου 2013.
 
 
 
 
 Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Αριθμός απόφασης 2052/2012
 
                                                            ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
                                                             (Τμήμα 2ο Δημοσίου)
 
 Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Γεώργιο Χοϊμέ, Πρόεδρο Εφετών, Αγγελική Τζαβάρα Εφέτη, 
Αθανάσιο Δαββέτα Εφέτη - Εισηγητή και από τον Γραμματέα Ιωάννη Δαγρέ. 
 
 Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 18 Ιανουαρίου 2011 για να δικάσει την υπόθεση 
μεταξύ: 
 
 Του ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ - ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ, Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης, (Ο.Τ.Α.), με την 
ονομασία «Δήμος ........ ................ Αττικής», που εδρεύει στον ....... ........... Αττικής, οδός .......... 
................... αριθ. ....., όπως νόμιμα εκπροσωπείται από την Δήμαρχο αυτού, που εκπροσώπησε ο 
πληρεξούσιος δικηγόρος Ισίδωρος Μποτωνάκης, βάσει δηλώσεως.
 
 Των ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ - ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ, (α΄) ................. θυγ. ..................... και ...................... 
...................., κατοίκου ............ Αττικής, οδός .............. αριθ. ..., (β΄) ........... θυγ. .................. και 
............ ....................., κατοίκου ομοίως, οδός ............ αριθ. ...., (γ΄) ........... θυγ. .................. και 
................. ........., κατοίκου ομοίως, οδός ............ αριθ. ..., (δ΄) ............. συζ. ..............  ......., θυγ. 
..................... και .............. ............., κατοίκου ............ Αττικής, οδός ........... ........... αριθμός ....., 
(ε΄) ...............συζ. ............... ................, θυγ. .................. και ................ ............, κατοίκου ........... 
......................Αττικής, οδός ............. αριθ. ....., (στ΄) ............... .............. του ..............., κατοίκου 
............................. Αττικής, οδός........... αριθ. ..., (ζ΄) ................ συζ. ................ .............. το γένος 
...................., κατοίκου ... .............., οδός ................. ................ αριθ. ......., (η΄) ............. ............. 
του ............., κατοίκου ομοίως, (θ΄) ........................ του ............, κατοίκου ομοίως, (ι΄) ................ 
.................. του .............., κατοίκου ................... Αττικής, οδός ............. αριθμός .., (ια΄) .............. 
............. του ..............., κατοίκου ομοίως, (ιβ΄) ............... .............. του ................, κατοίκου ........ 
...................... Αττικής, οδός ............... αριθμός  - και (ιγ΄) .................... .................. του .............., 
κατοίκου ................. Αττικής, οδός .......... ................. αριθμός ......, τους οποίους εκπροσώπησε ο 
πληρεξούσιος δικηγόρος τους Νικόλαος Κατράκης, βάσει δηλώσεως.
 
 Ο ήδη εκκαλών Δήμος, (πρωτοδίκως ανακόπτων), με την από 14-12-2007 και με αριθμό 
καταθέσεως 12.152/17-12-2007 ανακοπή του, την οποία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς 
Πρωτοδικείου Αθηνών κατά των καθ’ ων η ανακοπή και ήδη εφεσιβλήτων και κατά της υπ’ αριθ. 
12.068/2007 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ζήτησε να 
γίνει δεκτή.
 
 Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την υπ’ αριθ. 3.148/2009 οριστική απόφασή του, απέρριψε την 
ανακοπή.
 
 Ήδη ο εκκαλών - ανακόπτων ΟΤΑ με την από 4-2-2010 ένδικη έφεσή του, (αριθ. καταθέσεως 
2077/9-3-2010), η οποία προσδιορίστηκε για την προκείμενη δικάσιμο του Δικαστηρίου αυτού και 
γράφτηκε στο πινάκιο, προσβάλλει την ως άνω απόφαση, (εκκαλουμένη).
 
 Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν εμφανίσθηκαν, αλλά 
παραστάθηκαν κατόπιν χωριστών έγγραφων δηλώσεών τους, που έγιναν σύμφωνα με την διάταξη 
του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ., όπως τροποποιήθηκε διαδοχικά με τα άρθρα 7 του ν. 
1478/84 και 3 του ν. 1649/86, αφού προκατέθεσαν προτάσεις.
 
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
 
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
 
 (Α) Κατά την παρούσα δικάσιμο του Δικαστηρίου τούτου φέρεται προς συζήτηση η από 4-2-2010 
και με αριθμό καταθέσεως 2077/9-3-2010 έφεση του εκκαλούντος - ανακόπτοντος Δήμου κατά 
των εφεσιβλήτων - καθ’ ων η ανακοπή .............  ............ κλπ. και κατά της υπ’ αριθ. 3.148/2009 
οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, (εκκαλουμένης), που εκδόθηκε με 
την τακτική διαδικασία και απέρριψε, εν όλω, την από 14-12-2007 και με αριθμό καταθέσεως 
12.152/17-12-2007 ανακοπή του πρώτου κατά των τελευταίων και κατά της υπ’ αριθ. 12.068/07 
διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
 
 (Β) Από την παραγγελία του πληρεξούσιου δικηγόρου των εφεσιβλήτων - καθ’ ων η ανακοπή προς 
επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως στον εκκαλούντα - ανακόπτοντα Δήμο και από την 
σημείωση του αρμόδιου Δικαστικού Επιμελητή Γεώργιου Χριστοδουλόπουλου περί επιδόσεως της 
αποφάσεως αυτής προς τον εκκαλούντα - ανακόπτοντα στις 18-2-2010, οι οποίες αναγράφονται 
και οι δύο στο προσκομιζόμενο αντίγραφο της εκκαλούμενης αποφάσεως, σε συνδυασμό με την 
ημερομηνία καταθέσεως της κρινόμενης εφέσεως στην Γραμματεία του εκδόντος την απόφαση 
αυτή πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, (9-3-2010), συνάγεται ότι η έφεση έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα 
εντός 30 ημερών από της επιδόσεως της εκκαλουμένης στον εκκαλούντα Δήμο, κατ’ άρθρα 518 
παρ. 1 του ΚΠολΔ. και 10 του κ.δ. της 26.6/10.7.1944 «περί κώδικος των νόμων περί δικών του 
Δημοσίου», που έχει εφαρμογή και επί των ΟΤΑ, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 276 παρ.1 
εδ. β΄ του ν. 3463/2006 και 28 παρ. 4 εδ. α΄ του ν. 2579/1998, (βλ. ΑΠ 328/2005 ΕλΔ. 47. 1438 
και ΝΟΜΟΣ), επειδή δε έχει ασκηθεί και γενικά νομότυπα κατά τις διατάξεις των άρθρων 495 επ. 
και 511 επ. του ίδιου Κώδικα, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω από 
ουσιαστική άποψη ως προς το παραδεκτό και την βασιμότητα των λόγων της, (άρθρα 532 και 533 
παρ.1 του ΚΠολΔ.), κατά την ίδια τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλούμενη 
απόφαση.
 
 (Γ) Με την ένδικη ανακοπή του ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών Δήμος ........... ................. Αττικής 
ζήτησε, για τους ειδικότερα σε αυτήν εκτιθέμενους λόγους, να ακυρωθεί η υπ’ αριθ. 12.068/07 
διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία τον υποχρέωσε 
να καταβάλει στους καθ’ ων η ανακοπή και ήδη εφεσιβλήτους διάφορα στον καθέναν τους 
ποσοστά επί αποζημίωσης, συνολικού ύψους 289.440 ευρώ, οφειλόμενης, βάσει δικαστικής 
αποφάσεως που είχε καθορίσει οριστική τιμή μονάδας, για τη, λόγω ρυμοτομίας, απαλλοτρίωση 
εδαφικής εκτάσεως, εμβαδού 904,50 τ.μ., σε συνδυασμό με άλλη δικαστική απόφαση, που είχε 
αναγνωρίσει τους καθ’ ων η ανακοπή συνδικαιούχους της εν λόγω αποζημίωσης, ως εξ αδιαιρέτου 
συγκυρίους της απαλλοτριωθείσας έκτασης επί ιδανικών μεριδίων αυτής, αντίστοιχων με τα 
οφειλόμενα στον καθέναν τους ποσοστά της αποζημίωσης. - Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την 
υπ’ αριθ. 3148/2009 οριστική απόφασή του απέρριψε, εν όλω, την ανακοπή. Κατά της αποφάσεως 
αυτής παραπονείται ήδη ο εκκαλών - ανακόπτων Δήμος με την  κρινόμενη έφεση για εσφαλμένη 
εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, 
προκειμένου να γίνει δεκτή η ανωτέρω ανακοπή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή 
πληρωμής. 
 
 (Δ) Στο άρθρο 94 παρ. 4 εδ. γ΄ του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το 
από 6-4-2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι: «Οι δικαστικές αποφάσεις 
εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των 
νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως νόμος ορίζει.». Στο άρθρο 95 παρ. 5 του 
Συντάγματος, όπως επίσης αντικαταστάθηκε, ορίζεται ότι η διοίκηση έχει υποχρέωση να 
συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις και ότι νόμος ορίζει τα αναγκαία μέτρα για τη 
διασφάλιση της συμμόρφωσης αυτής. Σε εκτέλεση των ανωτέρω διατάξεων του Συντάγματος 
εκδόθηκε ο νόμος 3068/2002, με το άρθρο 1 του οποίου ορίσθηκε ότι: «Το Δημόσιο, οι 
οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου έχουν 
υποχρέωση να συμμορφώνονται χωρίς καθυστέρηση προς τις δικαστικές αποφάσεις και να 
προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και 
για την εκτέλεση των αποφάσεων. Δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του προηγούμενου 
εδαφίου είναι όλες οι αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και ειδικών δικαστηρίων 
που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις 
και τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει.». Με το άρθρο 20 του ν. 3301/2004 προστέθηκε στην 
αμέσως προηγούμενη διάταξη ένα ακόμη (τελευταίο) εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο δεν είναι 
δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του νόμου αυτού, (δηλ. του ν. 3068/02), και δεν 
εκτελούνται κατά του Δημοσίου κλπ. οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των 
εδαφίων γ΄ έως ζ΄ της παρ. 2 του άρθρου 904 ΚΠολΔ., (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται 
στην περίπτωση του εδαφίου ε΄ της διατάξεως αυτής και οι κατά τα άρθρα 623 επ. του ίδιου 
Κώδικα εκδιδόμενες από τον αρμόδιο δικαστή διαταγές πληρωμής), πλην των κηρυχθεισών 
εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων. Περαιτέρω, από τις προηγούμενες συνταγματικές 
διατάξεις και το άρθρο 20 παρ.1 του ίδιου Συντάγματος, σε συνδυασμό με τις διατάξεις, (α) των  
άρθρων 2 παρ.3 και 14 παρ.1α΄ του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, 
που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997 και άρχισε να ισχύει από 5-8-1997, έχει δε υπερνομοθετική ισχύ 
κατά το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος και (β) του άρθρου 6 παρ.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης 
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει επίσης 
υπερνομοθετική ισχύ, συνάγεται ότι το δικαίωμα της ελεύθερης πρόσβασης σε δικαστήριο 
περιλαμβάνει και την πραγματική ικανοποίηση του δικαιώματος που επιδικάσθηκε από το 
δικαστήριο, δηλαδή το δικαίωμα της αναγκαστικής εκτέλεσης, (βλ. ΟλΑΠ 21/2001 ΕλΔ. 43.83 και 
ΝΟΜΟΣ ). Για τη διασφάλιση του δικαιώματος αυτού, είναι αναγκαίο όπως στους εκτελεστούς 
τίτλους, που μπορούν να εκτελεσθούν κατά του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ, 
συμπεριληφθούν και οι διαταγές πληρωμής, διότι προσομοιάζουν λειτουργικά με δικαστικές 
αποφάσεις, καθόσον, αφενός επιλύουν διαφορές, αφετέρου ανταποκρίνονται στα βασικά 
γνωρίσματα της δικαστικής προστασίας, ενόψει της παρεχόμενης στον καθ’ ου δυνατότητας να 
προβάλει με ανακοπή τους ισχυρισμούς του, τόσο ως προς τη συνδρομή των όρων εκδόσεως της 
διαταγής, όσο και ως προς την ουσία της κατ’ αυτού απαίτησης του αντιδίκου του. Από τα 
ανωτέρω παρέπεται ότι η προαναφερθείσα νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 20 του ν. 3301/04 
περί μη εκτελέσεως ορισμένων εκτελεστών τίτλων του άρθρου 904 παρ.2 ΚΠολΔ. έναντι
των Δημοσίου, ΟΤΑ κλπ., είναι, ως προς τις διαταγές πληρωμής, ανίσχυρη ως αντισυνταγματική, 
(βλ. ΑΠ 2347/2009 ΝΟΜΟΣ και ΕφΑΔ 2008.103 με σχόλια Σπ. Ανδρίτσου, ΝοΒ 58.1172 με σχόλια 
Εμμ. Γιαννακάκη και ΧρΙΔ 2011.115 με σχόλια Ελένης Τσουνάκου - Ρουσιά, ΕλΣυν. Πρ. 77 της 7ης 
συνεδρ. της 3-3-2011 ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 4486/06 ΝΟΜΟΣ και ΝοΒ 55. 679 με παρατ. Ηλία  
Κωνσταντόπουλου, ΕΑ 1837/07 ΝοΒ 55. 1143 με παρατ. του ίδιου, Χ. Χρυσανθάκης Δ. 37. 317 επ., 
Κ. Χορομίδης «Η Αναγκαστική Απαλλοτρίωση», δ΄ έκδοση, παρ. 217.IV, σελ. 1320, πρβλ. και ΑΕΔ 
18/2005 ΝΟΜΟΣ και ΕΔΚΑ 2006. 113 ). - Στην προκειμένη περίπτωση ο εκκαλών ισχυρίζεται με 
τους Α΄1 και Β΄ λόγους της ένδικης έφεσής του, που αποτελούν ουσιαστικά έναν ενιαίο λόγο, ότι η 
προσβληθείσα με την ανακοπή του διαταγή πληρωμής απαγορεύεται να εκτελεσθεί έναντι αυτού, 
βάσει του άρθρου 20 του ν. 3301/04, άρα και να εκδοθεί και ότι, συνεπώς, έσφαλε η εκκαλουμένη, 
καθόσον παρέβλεψε την απαγόρευση απορρίπτοντας την ανακοπή του και επικυρώνοντας, 
αντίστοιχα, την διαταγή πληρωμής. Με βάση την προηγούμενη νομική σκέψη δεν υπάρχει κώλυμα 
με βάση την επικαλούμενη συνταγματικά ανίσχυρη διάταξη να εκτελεσθεί σε βάρος του 
εκκαλούντος διαταγή πληρωμής και πολύ περισσότερο να εκδοθεί τέτοια διαταγή πληρωμής για 
τον ίδιο λόγο. Επομένως, ο σχετικός λόγος της ανακοπής είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος και η 
εκκαλούμενη απόφαση, η οποία ομοίως έκρινε, δεν έσφαλε κατά νόμο, ώστε ο εξεταζόμενος λόγος 
της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
 
 (Ε) Περαιτέρω γίνεται δεκτό ότι ο δικαστής του αρμόδιου πολιτικού δικαστηρίου έχει δυνατότητα 
να εκδώσει διαταγή πληρωμής κατά του Δημοσίου, των ΟΤΑ ή άλλων ΝΠΔΔ, ακόμη και όταν η 
υποκείμενη σχέση, από την οποία απορρέει η χρηματική απαίτηση, για την οποία ζητείται η έκδοση 
της διαταγής, είναι δημοσίου δικαίου και υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. 
Στην περίπτωση αυτή για την εκδίκαση της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής, που θα 
εκδοθεί για την σχετική απαίτηση, δικαιοδοσία έχουν τα πολιτικά δικαστήρια, (βλ. ΑΕΔ 18/2005 
ό.π., ΑΠ 2347/09 ό.π., ΑΠ 1859/2009 ΝΟΜΟΣ και ΕφΑΔ 2010.452, ΕΑ 8935/01 Δ. 35.360, ΕΑ 
4486/06 ό.π., ΕΑ 3921/07 ΕφΑΔ 2008.832, ΕΑ 3220/07, ΕΑ 7043/07, Κ. Μπέης Δ.28.506 ). - Στην 
προκειμένη περίπτωση ο εκκαλών με τον υπό στοιχ. Α΄2 λόγο της ένδικης έφεσής του ισχυρίζεται 
ότι ο Δικαστής του Μον/λούς Πρωτοδικείου Αθηνών που εξέδωσε την ανακοπείσα διαταγή 
πληρωμής δεν είχε δικαιοδοσία να την εκδώσει, (ούτε και τα πολιτικά δικαστήρια να επιληφθούν 
ανακοπής κατ’ αυτής ), δεδομένου ότι η επιδικασθείσα με τη διαταγή αυτή απαίτηση αφορά 
διοικητική διαφορά, αφού πρόκειται για αποζημίωση από απαλλοτρίωση, που προέκυψε από 
Πράξη Τακτοποίησης - Προσκύρωσης και Αναλογισμού, δηλαδή από διοικητική πράξη και ότι η 
εκκαλουμένη έσφαλε, παραβλέποντας το γεγονός αυτό και απορρίπτοντας το σχετικό λόγο της 
ανακοπής του. Σύμφωνα, όμως, με την προηγούμενη νομική σκέψη, η επίδικη διαταγή πληρωμής 
μπορούσε να εκδοθεί και να προσβληθεί με ανακοπή στα πολιτικά δικαστήρια, ακόμη και αν η 
επιδικαζόμενη με αυτή απαίτηση προερχόταν από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, ανεξαρτήτως 
και του ότι στην προκείμενη περίπτωση η  υποκείμενη σχέση της απαίτησης, που επιδικάσθηκε με 
την ως άνω διαταγή πληρωμής, ήτοι η καταβολή αποζημίωσης για απαλλοτρίωση εν γένει, 
υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, (βλ. ΑΠ 1037/09 ΝΟΜΟΣ). Επομένως η 
εκκαλουμένη, η οποία ομοίως έκρινε, απορρίπτοντας αντίστοιχο λόγο της ανακοπής, αν και με 
συνοπτικότερη αιτιολογία, που συμπληρώνεται παραδεκτά από την παρούσα, (άρθρο 534 ΚΠολΔ.), 
δεν έσφαλε κατά νόμο και ο εξεταζόμενος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. 
 
 (ΣΤ) Κατά το άρθρο 623 ΚΠολΔ., με την ειδική διαδικασία των άρθρων 624 έως 634 του ίδιου 
Κώδικα μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις 
παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή 
ιδιωτικό έγγραφο. Κατά το άρθρο 624 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, η έκδοση διαταγής πληρωμής 
εμποδίζεται αν η απαίτηση εξαρτάται από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και όταν το ποσό 
των χρημάτων ή των χρεογράφων που οφείλονται δεν είναι ορισμένο. Γίνεται δεκτό ότι για την 
απαίτηση αποζημίωσης, που οφείλεται λόγω απαλλοτρίωσης, μπορεί να εκδοθεί διαταγή πληρωμής 
από τον αρμόδιο δικαστή υπέρ των δικαιούχων, εφόσον προσκομίζονται: α) δικαστική απόφαση 
ορισμού είτε οριστικής τιμής μονάδας, είτε προσωρινής τιμής, εφόσον προκύπτει ότι η τελευταία 
έχει καταστεί τελεσίδικη, β) δικαστική απόφαση αναγνώρισης δικαιούχων, με την ειδική διαδικασία 
των απαλλοτριώσεων, που είναι ανέκκλητη, (άρθρα 26 παρ.παρ. 1-12 του ΚΑΑΑ - ν. 2882/01 και 
26, 27 παρ.παρ. 1-6 του ν.δ. 797/71) και γ) τα τεχνικά στοιχεία της απαλλοτρίωσης, δηλ. 
κτηματολογικός πίνακας, διάγραμμα κλπ., από τα οποία προκύπτει το ύψος της οφειλόμενης 
αποζημίωσης, όταν αυτό δεν προκύπτει άμεσα από τις προηγούμενες αποφάσεις, (βλ. ΕΑ 14081/87 
ΝοΒ 36/1988/.1457, Κ. Χορομίδης ό.π., παρ. 217.IV, σελ. 1319 ). Δηλαδή γίνεται δεκτό ότι η 
απαίτηση της αποζημίωσης που αποδεικνύεται από τις προαναφερθείσες αποφάσεις δεν εξαρτάται 
από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή. Ο ισχυρισμός τρίτου ή διαδίκου στην δίκη περί 
αναγνωρίσεως δικαιούχων ότι ο ίδιος είναι ο πραγματικός κύριος του απαλλοτριωθέντος, εφόσον 
απορρίφθηκε ή δεν οδήγησε σε αποχή του Δικαστηρίου από το να εκδώσει απόφαση, λόγω 
δυσχέρειας στην διακρίβωση του πραγματικού δικαιούχου, μπορεί να προβληθεί στην τακτική 
διαδικασία, με αγωγή για την άμεση είσπραξη της αποζημίωσης, που δεν εισπράχθηκε ακόμη από 
τους εσφαλμένα αναγνωρισθέντες ως δικαιούχους, ή για την αναζήτηση αυτής από τους 
τελευταίους, εφόσον την εισέπραξαν, (άρθρα 26 παρ. 11 του ΚΑΑΑ και 27 παρ. 4 του ν.δ. 797/71 
), και δεν αποτελεί η εκκρεμότητα αυτή αρνητική αίρεση ή όρο υπό την προαναφερθείσα έννοια 
για την έκδοση διαταγής πληρωμής υπέρ των αναγνωρισθέντων, κατ’ αρχάς, ως δικαιούχων με 
την ειδική διαδικασία. Αφετέρου η τυχόν ευδοκίμηση των ισχυρισμών αυτών, στην ειδική ή στην  
τακτική διαδικασία, οδηγεί σε κατάλυση του δικαιώματος των φερόμενων ως δικαιούχων της 
αποζημίωσης και όχι σε καταχρηστική άσκηση του ουσιαστικού δικαιώματός τους κατ’ άρθρο 281 
ΑΚ, ενώ η απλή δικαστική εκκρεμότητα των ίδιων ισχυρισμών επίσης δεν δημιουργεί από μόνη της 
παράβαση του άρθρου 281 ΑΚ, καθόσον ο νόμος επιδιώκει την ταχεία είσπραξη των οφειλόμενων 
από απαλλοτρίωση αποζημιώσεων, έστω και από κυρίους αμφισβητούμενους κατά την τακτική 
διαδικασία, αφού ο πραγματικός κύριος προστατεύεται επαρκώς με ενοχική απαίτηση αναζήτησης 
της αδικαιολόγητα εισπραχθείσας αποζημίωσης, (βλ. για την απαίτηση αυτή, ανεξάρτητα από 
συναφή αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού, ΑΠ 922/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 380/1990 ΕλΔ. 31. 998). - 
Στην προκείμενη περίπτωση ο εκκαλών με τον υπό στοιχεία Α΄6/α-β-γ λόγο της έφεσής του 
ισχυρίζεται ότι παρά το νόμο δεν ακυρώθηκε η επίδικη διαταγή πληρωμής από την εκκαλουμένη, 
βάσει σχετικού λόγου της ανακοπής του, που εσφαλμένα απορρίφθηκε,  διότι η διαταγή αυτή 
εκδόθηκε για απαίτηση μη εκκαθαρισμένη και ενώ εκκρεμούν, αφενός, αναίρεση κατά της 
απόφασης του Μον/λούς Πρωτοδικείου υπ’ αριθ. 1077/2006, που αναγνώρισε τους εφεσίβλητους 
δικαιούχους της αποζημίωσης από την επίμαχη απαλλοτρίωση, αφετέρου δε, η από 4-5-2007 
αγωγή του, με αντικείμενο να αναγνωρισθεί ότι οι αντίδικοί του δεν ήσαν κύριοι των φερόμενων 
ως απαλλοτριωθέντων εδαφικών τμημάτων και ότι πραγματικός κύριος των ιδίων εδαφοτεμαχίων 
έχει καταστεί από μακρού χρόνου ο ίδιος ο εκκαλών, περιστατικά τα οποία καθιστούν, δήθεν, την 
άσκηση του δικαιώματος προς έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής καταχρηστική, 
κατ’ άρθρο 281 ΑΚ. Σύμφωνα, όμως, με την αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, ορθά κρίθηκε 
από την εκκαλουμένη ότι τα ανωτέρω περιστατικά δεν συνιστούσαν κώλυμα για την έκδοση της 
ανακοπείσας διαταγής πληρωμής και δεν καθιστούσαν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος 
για την έκδοσή της, με αποτέλεσμα την απόρριψη του αντίστοιχου λόγου της ανακοπής, έτσι ώστε 
ο υπόψη λόγος της έφεσης πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος.
 
 (Ζ-1) Κατά το άρθρο 29 παρ.5 του ΚΑΑΑ - ν. 2882/01, απαλλοτριώσεις, που κηρύχθηκαν 
οποτεδήποτε μέχρι την έναρξη ισχύος αυτού προς εφαρμογή σχεδίων πόλεων, διέπονται από τις 
διατάξεις του ίδιου Κώδικα στην έκταση που προβλέπει η παρ/φος 2 του ίδιου άρθρου, δηλαδή οι 
απαλλοτριώσεις αυτές διέπονται από τον ΚΑΑΑ ως προς τα στάδια αυτών, που έπονται της έναρξης 
της ισχύος του, ( 6-5-2001 ), εκτός αν τότε είχε δημιουργηθεί ήδη για κάποιο ζήτημα εκκρεμοδικία 
ή είχε εκδοθεί σχετική διοικητική πράξη. Στην προκείμενη δε υπόθεση ο δικαστικός καθορισμός 
της αποζημίωσης για την επίδικη απαλλοτρίωση και η περαιτέρω διαδικασία αναγνώρισης 
δικαιούχων και καταβολής της αποζημίωσης έλαβαν χώρα μετά την 27η-10-2004, δηλαδή υπό το 
καθεστώς του ΚΑΑΑ, οι διατάξεις του οποίου και εφαρμόζονται σύμφωνα με τις προηγούμενες 
μεταβατικές διατάξεις του ίδιου, μολονότι η επίμαχη απαλλοτρίωση κηρύχθηκε με το β.δ/μα της 
20-1-1958, δηλαδή υπό το προϊσχύσαν δίκαιο. 
 
 (Ζ-2) Από τον συνδυασμό των διατάξεων: (α) των άρθρων 28 έως και 33 του βασιλικού 
διατάγματος της 29/30.4.1953 "περί  κωδικοποιήσεως των κειμένων διατάξεων περί 
αναγκαστικών απαλλοτριώσεων", που ίσχυαν μέχρι την 1-2-1971, (β) των  άρθρων 8, 9, 26, 27 
του ν.δ. 797/1971, που ίσχυσε έκτοτε και (γ) των άρθρων 8 και 26 του ΚΑΑΑ, που ισχύει από 6-5-
2001, (οι ρυθμίσεις των οποίων, κατά τα κύρια σημεία τους ως προς το ενδιαφέρον στην 
προκειμένη υπόθεση ζήτημα, δεν αφίστανται ουσιωδώς ), προκύπτει ότι ο αρμόδιος Πρόεδρος 
Πρωτοδικών, υπό την ισχύ των διατάξεων του β.δ/τος της 29/30-4-1953 και κατόπιν το αρμόδιο 
Μονομελές Πρωτοδικείο, υπό την ισχύ των μεταγενέστερων νομοθετημάτων, δικάζοντας με την 
αποκλειστική ειδική διαδικασία αναγνωρίσεως των δικαιούχων αποζημιώσεως από απαλλοτρίωση, 
αποφαίνεται οριστικά σχετικά με τα πρόσωπα των δικαιούχων της εν λόγω αποζημιώσεως και η 
απόφασή του αυτή, εναντίον της οποίας δεν χωρεί κανένα ένδικο μέσο, δημιουργεί δεδικασμένο 
σχετικά με τα πρόσωπα των δικαιούχων, που μπορούν να εισπράξουν την αποζημίωση από το 
Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, αν γίνει κατάθεσή της σ’ αυτό. Το δεδικασμένο αυτό 
αποκλείει την προβολή σε μεταγενέστερη δίκη, για την καταβολή στον αναγνωρισθέντα δικαιούχο 
της αποζημιώσεως από τον υπόχρεο, (στην περίπτωση που αυτή δεν έχει ακόμη κατατεθεί  στο  
Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων), του ισχυρισμού ότι ο εναγόμενος είναι κύριος του 
απαλλοτριωθέντος ακινήτου, τόσο όταν ο ισχυρισμός αυτός δεν προβλήθηκε στη δίκη για την  
αναγνώριση δικαιούχων, όσο και όταν προβλήθηκε και απορρίφθηκε. Αντιθέτως, από την απόφαση 
αυτή, η οποία έκρινε παρεμπιπτόντως για την κυριότητα του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, δεν 
δημιουργείται δεδικασμένο ως προς την κυριότητα σε άλλη δίκη, άσχετη, με την αποζημίωση για 
την απαλλοτρίωση του ακινήτου αυτού, στην οποία, (άλλη δίκη), ανακύπτει θέμα  κυριότητας 
του ίδιου ακινήτου, καθόσον ο Πρόεδρος ή το Δικαστήριο, που εξέδωσε την ανωτέρω απόφαση 
αναγνωρίσεως δικαιούχων, δεν ήταν καθ’ ύλη αρμόδιοι να  αποφασίσουν και για το ζήτημα της 
κυριότητας του ακινήτου, (βλ. ΟλΑΠ 607/76 ΝοΒ 24. 895, ΑΠ 1459/03 ΕλΔ. 46. 1072, ΑΠ 436/94 
ΕλΔ. 36. 312 και ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 380/90 ΕλΔ. 31. 998, ΑΠ 258/85 ΝοΒ 34. 64 ). Κατά το άρθρο 26 
παρ. 12 του ΚΑΑΑ, διάδικοι στην δίκη αναγνωρίσεως δικαιούχων, ή και τρίτοι, οι οποίοι αξιώνουν 
δικαίωμα κυριότητας στο απαλλοτριωθέν και είναι δυνατόν να ταυτίζονται με τους υπόχρεους, 
μπορούν να προβάλουν το δικαίωμά τους αυτό με αγωγή στην τακτική διαδικασία, χωρίς να 
δεσμεύονται από το δεδικασμένο της απόφασης για την αναγνώριση δικαιούχων, είτε το δικαίωμα 
αυτό προβλήθηκε και απορρίφθηκε, είτε δεν προβλήθηκε καθόλου, στη δίκη περί αναγνωρίσεως 
δικαιούχων με την ειδική διαδικασία. Η αγωγή αυτή έχει χαρακτήρα ενοχικό και αντικείμενο, είτε 
την είσπραξη από τον ενάγοντα της κατατεθείσας αποζημίωσης, αντί από τον εσφαλμένα 
αναγνωρισθέντα ως δικαιούχο, είτε την αναζήτηση αυτής, παράνομα τυχόν εισπραχθείσας, από 
τον τελευταίο, χωρίς να επηρεάζεται από την αγωγή αυτή η διαδικασία της απαλλοτρίωσης, (βλ. 
ΑΠ 922/09 ΝΟΜΟΣ, Κ. Χορομίδης ό.π. παρ.200, σελ. 1234 - 1238 ). Η απευθείας άσκηση, από τον 
φερόμενο ως υπόχρεο καταβολής αποζημίωσης για απαλλοτρίωση, αναγνωριστικής αγωγής, με την 
τακτική διαδικασία, για την αναγνώριση της κυριότητάς του στο απαλλοτριωθέν ακίνητο, κατά το 
χρόνο του δικαστικού προσδιορισμού της εν λόγω αποζημίωσης, προετοιμάζει την άσκηση του 
δικαιώματός του να αναζητήσει την τυχόν καταβληθείσα προς μη πράγματι δικαιούχο αποζημίωση 
με την προαναφερθείσα ενοχική αγωγή, αλλά και του δικονομικού δικαιώματός του να αποκρούσει 
την υποχρέωσή του, που προκύπτει από εσφαλμένη απόφαση αναγνώρισης δικαιούχων, προς 
καταβολή της αποζημίωσης, όταν αυτή δεν έχει ακόμη καταβληθεί και επιδιώκεται η είσπραξή της 
με καταψηφιστική αγωγή ή διαταγή πληρωμής από τον εσφαλμένα αναγνωρισθέντα ως δικαιούχο, 
(ΑΠ 1459/03 ό.π.). Από όλα τα προηγούμενα συνάγεται ότι επί καταψηφιστικής αγωγής για την 
καταβολή αποζημιώσεως για απαλλοτρίωση, όταν οι ενάγοντες έχουν αναγνωρισθεί δικαιούχοι με 
τη νόμιμη ειδική διαδικασία, ή επί ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, την οποία έχουν επιτύχει να 
εκδοθεί οι αναγνωρισθέντες με την ίδια διαδικασία ως δικαιούχοι - καθ’ ων η ανακοπή, ο υπόχρεος 
για την καταβολή της αποζημίωσης εναγόμενος ή ανακόπτων μπορεί να επικαλεσθεί, κατ’ ένσταση, 
ή ως λόγο ανακοπής, δική του κυριότητα στο απαλλοτριωθέν ακίνητο, μόνο εφόσον έχει 
ευδοκιμήσει τελεσίδικα αγωγή του με την τακτική διαδικασία για το δικαίωμά του αυτό, οπότε έχει 
δημιουργηθεί δεδικασμένο για το δικαίωμα της κυριότητας, το οποίο αντιβαίνει στο δεδικασμένο 
της απόφασης για αναγνώριση δικαιούχων, ως προς τα πρόσωπα που είναι οι δικαιούχοι. Η 
εκκρεμοδικία μιας τέτοιας αγωγής αναγνωριστικής κυριότητας δεν εμποδίζει, κατά ρητή επιταγή 
του νόμου, την πρόοδο της διαδικασίας της απαλλοτρίωσης, δηλαδή την καταβολή της 
αποζημίωσης προς τον αναγνωρισθέντα ως δικαιούχο αυτής και, επομένως, ο ισχυρισμός περί ιδίας 
κυριότητας, εκ μέρους του υποχρέου, δεν μπορεί να προταθεί κατ’ ένσταση εναντίον της 
καταψηφιστικής αγωγής για την αποζημίωση ή ως λόγος ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής, 
που επιδικάζει την ίδια αποζημίωση, πριν δημιουργηθεί δεδικασμένο για την κυριότητα, κατά την 
τακτική διαδικασία, υπέρ του φερόμενου ως υπόχρεου καταβολής της αποζημίωσης, διότι, αλλιώς, 
ακυρώνεται ο σκοπός της θεσπίσεως ειδικής διαδικασίας για την αναγνώριση δικαιούχων, που είναι 
η ταχεία είσπραξη των αποζημιώσεων για απαλλοτρίωση από τους αναγνωριζόμενους με την εν 
λόγω διαδικασία ως δικαιούχους, έστω και με κίνδυνο εσφαλμένου προσδιορισμού τους, ο οποίος 
αντισταθμίζεται από τη δυνατότητα ασκήσεως, εκ μέρους του πραγματικού κυρίου - υποχρέου 
της αποζημιώσεως, ενοχικής αγωγής προς αναζήτηση της καταβληθείσας σε μη πραγματικούς 
δικαιούχους αποζημίωσης, η οποία, (ενοχική αγωγή), άλλωστε, δεν θα ήταν αναγκαίο, στην 
αντίθετη περίπτωση, να είχε προβλεφθεί υπέρ του εν λόγω υποχρέου. - Στην προκειμένη 
περίπτωση με τους υπό στοιχεία Α΄3 και Γ΄ λόγους της κρινόμενης έφεσής του, που αποτελούν ένα 
ενιαίο λόγο έφεσης, ο εκκαλών ισχυρίσθηκε ότι η εκκαλουμένη έσφαλε, κατά νόμο, καθόσον 
απέρριψε τον λόγο της ανακοπής του, σύμφωνα με τον οποίον, από την απόφαση υπ’ αριθ. 
1077/2006, που αναγνώρισε τους αντιδίκους του δικαιούχους της επίδικης αποζημίωσης, δεν έχει 
παραχθεί δεδικασμένο για την κυριότητα των απαλλοτριωθέντων εδαφικών τμημάτων, ώστε 
αυτός δικαιούται, στην παρούσα δίκη, να επικαλεσθεί δική του κυριότητα στα εν λόγω ακίνητα, 
την οποία φέρεται ότι απέκτησε αφενός με έκτακτη χρησικτησία, ασκώντας επ’ αυτών πράξεις 
νομής από το 1948, οπότε τα κατέλαβε, αφετέρου δε δια παραιτήσεως του κοινού δικαιοπαρόχου 
των αντιδίκων του, ................. ..................., από την κυριότητά του στα ίδια εδαφοτεμάχια κατά 
το έτος 1948, προκειμένου να ενταχθεί στο σχέδιο πόλης του εκκαλούντος Δήμου ένα ευρύτερο 
ακίνητό του, (μέρη του οποίου αποτελούσαν και τα επίδικα τμήματα), γεγονός το οποίο 
επιτεύχθηκε με την έγκριση του οικείου ρυμοτομικού σχεδίου το 1958. - Σύμφωνα με την 
προηγούμενη νομική σκέψη και δεδομένου ότι η τακτική αγωγή, που άσκησε ο εκκαλών για την 
κυριότητα των επιδίκων, παραπέμφθηκε με την υπ’ αριθ. 8625/08 απόφαση του Πολυμελούς 
Πρωτοδικείου Αθηνών, λόγω καθ’ ύλη αναρμοδιότητας στο κριθέν ως αρμόδιο Μονομελές 
Πρωτοδικείο Αθηνών, χωρίς να έχει εκδοθεί απ’ αυτό ακόμη οριστική απόφαση, ο ανωτέρω 
ισχυρισμός του εκκαλούντος απαράδεκτα προτείνεται στην παρούσα δίκη, καθόσον εμποδίζεται, 
στο παρόν στάδιο, από το δεδικασμένο της απόφασης για την αναγνώριση δικαιούχων. Επομένως, 
η εκκαλουμένη, η οποία στο ζήτημα αυτό ομοίως έκρινε, απορρίπτοντας τον αντίστοιχο λόγο της 
ανακοπής ως απαράδεκτο, δεν έσφαλε κατά νόμο και ο εξεταζόμενος λόγος της έφεσης πρέπει ν’ 
απορριφθεί ως αβάσιμος.
 
 (Ζ-3) Σε κάθε περίπτωση, εάν ήθελε υποτεθεί ότι ο προηγούμενος ισχυρισμός περί ιδίας 
κυριότητας του εκκαλούντος παραδεκτά προτείνεται στην παρούσα δίκη, ως λόγος ανακοπής, 
(πρβλ. ΕφΝαυπλ. 582/2001 ΕλΔ. 43. 181 και ΝΟΜΟΣ), αυτός θα έπρεπε να απορριφθεί ως 
αβάσιμος, ενόψει των αμέσως κατωτέρω νομικών σκέψεων και πραγματικών περιστατικών, που 
αποδεικνύονται από όλα ανεξαιρέτως τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα έγγραφα: - (α΄) Όπως 
γίνεται δεκτό ένα ακίνητο μπορεί να αποκτήσει την ιδιότητα του κοινόχρηστου πράγματος, 
επομένως και εκείνη του πάρκου, πλατείας ή δρόμου, με τους ακόλουθους τρόπους: αα) με πράξη 
της διοικήσεως για ρυμοτομία και με την συντέλεση της σχετικής αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, 
ββ) με τη βούληση του ιδιοκτήτη, που πρέπει να εκδηλωθεί με νομότυπη μεταβιβαστική 
δικαιοπραξία, κατά τους όρους του άρθρου 1033 Α.Κ., ή με διάταξη τελευταίας βούλησης, ή και με 
μονομερή παραίτηση από την κυριότητα προς το σκοπό να καταστεί το συγκεκριμένο ακίνητο 
κοινόχρηστο, η οποία, όμως, παραίτηση απαιτείται να περιβληθεί το συμβολαιογραφικό τύπο και να 
μεταγραφεί, κατ’  ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1134, 1169, 1187 και 1319 Α.Κ., 
γγ) με την από το β.ρ.δ. (ν. 3, παν. 43.7 ) προβλεπομένη αμνημόνευτου χρόνου αρχαιότητα ( 
vetustas), δηλαδή με την άσκηση της κοινής χρήσεως επί τόσο χρόνο, ώστε η παρούσα γενεά από 
δική της αντίληψη και από πληροφορίες της προηγουμένης να μην ενθυμείται διαφορετική 
κατάσταση από την παρούσα κατά τα τελευταία 80 χρόνια. Ο τελευταίος τρόπος δεν προβλέπεται 
από τον ΑΚ, επομένως θα πρέπει οι προϋποθέσεις του να είχαν συντρέξει μέχρι την εισαγωγή αυτού 
(23-2-1946). Μετά την ισχύ του ΑΚ παρόμοιο αποτέλεσμα μπορεί να επέλθει εμμέσως με την από 
το άρθρο 281 Α.Κ. ένσταση κατά του ιδιοκτήτη που άφησε το ακίνητο εκτεθειμένο στην κοινή 
χρήση για πολύ χρόνο. Υπό την έννοια της ενστάσεως αυτής δεν προσπορίζεται η κυριότητα του 
ακινήτου στον οικείο ΟΤΑ με χρησικτησία, αφού οι ιδιώτες χρήστες του χώρου δεν ασκούν πράξεις 
νομής για λογαριασμό του οικείου ΟΤΑ, αλλά απλά προστατεύεται η κοινή χρήση έναντι του 
κυρίου. Εξάλλου, από το άρθρο  28 του ν. 1337/1983, (το οποίο κατά την διατύπωσή του 
καταλαμβάνει και προϋφιστάμενες καταστάσεις), προκύπτει, ότι για την μεταβολή της ιδιότητας
ιδιωτικού ακινήτου σε κοινόχρηστο χώρο και, συνακόλουθα, για την προσπόριση της επ’ αυτού 
κυριότητας στον οικείο ΟΤΑ, αρκεί η διάθεση του ακινήτου στην κοινή χρήση με τη βούληση του 
ιδιοκτήτη, χωρίς να οφείλεται στην περίπτωση αυτή αποζημίωση λόγω ρυμοτομίας, εφόσον η 
βούλησή του να παραιτηθεί από την κυριότητά του  εκδηλωθεί με οποιοδήποτε τρόπο ρητά ή 
σιωπηρά, χωρίς ανάγκη σύνταξης συμβολαιογραφικού εγγράφου και μεταγραφής, αδιαφόρως  αν 
το ακίνητο έχει τεθεί σε κοινή χρήση πριν ή μετά την έγκριση του ρυμοτομικού σχεδίου, αλλά υπό 
την αναγκαία προϋπόθεση της έγκρισης του ρυμοτομικού σχεδίου, με το οποίο ο χώρος 
χαρακτηρίζεται κοινόχρηστος, δεδομένου ότι η απλή εγκατάλειψη από τον ιδιοκτήτη δεν περιέχει 
μετάθεση της κυριότητας, (βλ. Ολ ΑΠ 228/83 ΝοΒ 31.1555, ΑΠ 311/04 ΕλΔ. 46. 1122 και 1476, 
ΑΠ 474/2004 ΧΡΙΔ. 2004.706, ΑΠ 544/02 ΝοΒ 50.2011 και ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 4595/08, ΕΑ 9093/2000 
ΕλΔ. 42. 812, ΕφΛαρ. 14/04 Δικ/φία 2004.418). Επίσης γίνεται δεκτό ότι η τοιαύτη βούληση του 
ιδιοκτήτη να θέσει το ακίνητο σε κοινή χρήση, μπορεί να προκύπτει και από την, εν γνώσει των 
περιστάσεων, ανοχή του στην κοινοχρησία, εφόσον απ’ αυτήν διαμορφώθηκε μία πραγματική 
κατάσταση διατηρηθείσα επί μακρό χρόνο, (βλ. ΑΠ 15/04 ΝοΒ 52.1200, ΑΠ 1814/01 ΕλΔ. 
43.1421, ΑΠ 48/98 ΕλΔ. 39.1323, Ολ.ΣτΕ 744/87 ΕλΔ. 28.941, ΣτΕ 2070/07 ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 3697/98 
Ν.ΔΣΑ ). - Αφετέρου, η σχετική βούληση περί παραιτήσεως του ιδιοκτήτη τεκμαίρεται αμάχητα υπό 
τις ακόλουθες προϋποθέσεις κατά το ν.δ. 690/1948. Ειδικότερα, από τις διατάξεις του άρθρου 1 
παρ.παρ. 1, 2, 4, 6 και 8  του ν.δ. 690/1948, σε συνδυασμό και με εκείνες των άρθρων 2 παρ. 1 
εδ. α΄, 3 παρ. 2 και 7 παρ.παρ. 1 και 2 του ν.δ. της 17-7/16-8-1923 «περί σχεδίων πόλεων και 
συνοικισμών του Κράτους και οικοδομής αυτών», συνάγεται ότι, προκειμένου να ισχύσει το 
καθιερούμενο από την πρώτη από τις διατάξεις αυτές αμάχητο τεκμήριο παραίτησης των 
ιδιοκτητών από την κυριότητα εδαφικών τους εκτάσεων, οι οποίες καθορίστηκαν ως 
κοινόχρηστες από το σχέδιο ρυμοτομίας συνοικισμού, θα πρέπει : (αα) το ρυμοτομικό σχέδιο να 
εγκρίθηκε ή τροποποιήθηκε μέχρι την έναρξη της ισχύος του ν.δ. 690/1948, ήτοι μέχρι την 8η-5-
1948, (ββ) η έγκριση του ρυμοτομικού σχεδίου να έγινε με επίσπευση εκείνων, που ήταν κατά το 
χρόνο της έγκρισης ιδιοκτήτες ή είχαν αναλάβει την εκμετάλλευση των εκτάσεων αυτών, και (γγ) 
οι εκτάσεις, που με μεταγενέστερη τροποποίηση του σχεδίου καθορίστηκαν ως κοινόχρηστοι 
χώροι, να ανήκαν κατά το χρόνο της τροποποίησης σε εκείνους που επέσπευσαν την έγκριση, 
εφόσον η τροποποίηση του σχεδίου έγινε με αίτησή τους ή έγινε αποδεκτή σε οποιοδήποτε χρόνο 
απ’ αυτούς, έστω και σιωπηρά, ( βλ. ΟλΑΠ 228/1983 ΝοΒ 31. 1554 και ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1708/2008 
ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 163/1995 ΕλΔ. 37. 658, ΕΑ 1298/2000 ΕλΔ. 43. 1492, ΔΕφΘεσσαλ. 377/2011 
Αρμενόπουλος 2011. 1390 και ΝΟΜΟΣ ). - Στην προκειμένη περίπτωση το ρυμοτομικό σχέδιο της 
περιοχής, στην οποία βρίσκονται τα επίδικα εδαφοτεμάχια, που αποτελούν τμήματα των 
προβλεπόμενων στο σχέδιο αυτό οδών, ...................., (ήδη ..................... ), ................ (ήδη 25ης 
Μαρτίου), .............. και .............., συνολικού εμβαδού 904,50 τμ., εγκρίθηκε με το β.δ. της 20-1-
1958 και τροποποιήθηκε, όπως ισχύει μέχρι σήμερα, με το β.δ. της 13-10-1967. Επομένως, εφόσον 
η ανωτέρω έγκριση και η μεταγενέστερη αυτής τροποποίηση του ίδιου ρυμοτομικού σχεδίου
έλαβαν χώρα μετά την 8η-5-1948, ημερομηνία έναρξης της ισχύος του ν.δ. 690/1948, το 
προβλεπόμενο στο τελευταίο νομοθέτημα αμάχητο τεκμήριο παραιτήσεως των ιδιοκτητών 
τμημάτων ακινήτων, τα οποία καθορίζονται σε εγκριθέν ή τροποποιηθέν ρυμοτομικό σχέδιο ως 
κοινόχρηστοι χώροι, από την κυριότητά τους επ’ αυτών, δεν ισχύει για τα επίδικα εδαφοτεμάχια, 
ανεξάρτητα και του ότι η έγκριση του εν λόγω σχεδίου δεν αποδεικνύεται από τα προαναφερθέντα 
αποδεικτικά μέσα ότι έγινε με επίσπευση των ιδιοκτητών των ευρύτερων ακινήτων, στα οποία 
ανήκαν τα προορισθέντα για κοινή χρήση εδαφοτεμάχια και μάλιστα του ιδιοκτήτη των επιδίκων 
και δικαιοπαρόχου των εφεσιβλήτων ............... .......................... Περαιτέρω, από κανένα από τα 
προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ότι ο τελευταίος, μετά από πλήρη ενημέρωση 
και στάθμιση των συμφερόντων του, ανέχθηκε την κοινοχρησία των επίδικων εδαφικών 
τμημάτων ως δρόμων, χωρίς να επιθυμεί την καταβολή ανάλογης αποζημίωσης για την 
ρυμοτόμησή τους, κατά το χρονικό διάστημα, (που δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλο, ώστε να παγιωθεί 
μια πραγματική κατάσταση αντίθετη προς την ιδιοκτησία του), από την έγκριση του αρχικού 
ρυμοτομικού σχεδίου, την 20-1-1958, οπότε θεωρείται ότι τα ρυμοτομούμενα περιήλθαν στην 
κοινή χρήση, (βλ. ΑΠ 163/95 ό.π.), μέχρι την υποβολή της από 9-1-1970 αίτησής του για να 
συνταχθεί η υπ’ αριθ. 37/2-2-1972 Πράξη Τακτοποιήσεως Προσκυρώσεως & Αναλογισμού  
Αποζημιώσεως, της Υπηρεσίας Πολεοδομίας Αθηνών, που αφορά την επίδικη ρυμοτομία και την 
οφειλόμενη γι’ αυτήν αποζημίωση. Όσον αφορά την επικαλούμενη από τον εκκαλούντα έκτακτη 
χρησικτησία, επισημαίνεται ότι αυτός δεν επικαλείται δικές του πράξεις νομής, με διάνοια κυρίου, 
στα επίδικα εδαφικά τμήματα, ικανές να του προσπορίσουν την κυριότητα με την πάροδο του 
νόμιμου χρόνου των 20 ετών για την συμπλήρωση έκτακτης χρησικτησίας, κατ’ άρθρο 1045 ΑΚ, 
αφού οι ιδιώτες, που κάνουν χρήση των καταληφθέντων εδαφικών τμημάτων ως δρόμων, δεν 
ασκούν πράξεις νομής για λογαριασμό του οικείου ΟΤΑ, στον οποίο εμπίπτουν εδαφικά τα τμήματα 
αυτά, ενώ ούτε η ασφαλτόστρωση αυτών, που έλαβε χώρα τη διετία 1969-1979, για να 
διευκολυνθεί η από τους ιδιώτες κοινή χρήση, αποτελεί άνευ ετέρου τέτοια διανοία κυρίου πράξη 
νομής, (βλ. ανωτέρω), ανεξαρτήτως και του ότι δεν αποδεικνύεται, από τα προαναφερθέντα 
αποδεικτικά μέσα, τέτοια κοινή χρήση από το 1948 μέχρι την 20η-1-1958, ημερομηνία εγκρίσεως 
του πιο πάνω ρυμοτομικού σχεδίου. 
 
 (Η) Με τα άρθρα 10 παρ. 1-3 του ν. 2882/01 που ισχύει από 6-5-2001, 10 του προϊσχύσαντος, 
από 1-2-1971, ν.δ. 797/71 και 39 παρ. 1-2 του ακόμη προγενεστέρου α.ν. 1731/1939, ( όπως 
κωδικοποιήθηκε με το β.δ. της 29/30-4-1953), ορίσθηκε, για τα αντίστοιχα χρονικά όρια ισχύος 
των νόμων αυτών, βραχυχρόνια  παραγραφή, (5ετής βάσει του προγενέστερου νόμου και 10ετής 
βάσει των μεταγενέστερων), για την αξίωση του δικαιούχου αποζημιώσεως λόγω απαλλοτριώσεως 
ακινήτου προς είσπραξη αυτής, μετά τον δικαστικό καθορισμό της και την συντέλεση της 
απαλλοτριώσεως με την δημοσίευση στο ΦΕΚ γνωστοποιήσεως περί καταθέσεως της 
αποζημιώσεως στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, παράλληλα δε ορίσθηκε ότι το δικαίωμα 
για δικαστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης, που είναι διάφορο από την προηγούμενη αξίωση, 
δεν υπόκειται στην ίδια παραγραφή. Ήδη γίνεται δεκτό ότι επί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως 
ακινήτου, υπό την ισχύ οιουδήποτε των ανωτέρω νόμων, το δικαίωμα του ενδιαφερομένου για 
τον δικαστικό προσδιορισμό της οφειλόμενης αποζημιώσεως υπόκειται, μετά την εισαγωγή του ΑΚ, 
(23-2-1946), στην γενική 20ετή παραγραφή του άρθρου 249 αυτού, που αρχίζει από την 
κατάληψη του ακινήτου από τον υπέρ ου η απαλλοτρίωση, (βλ. ΟλΑΠ 1020/1980 ΝοΒ 29. 337, ΑΠ 
1247/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 528/05 ΕλΔ. 46.1407-08, ΑΠ 800/99 ΝοΒ 49.25, ΑΠ 1085/94 ΕλΔ. 37. 84 
και ΕΕΝ 1995. 645, ΕΑ 4595/2008). Λόγοι διακοπής της παραγραφής αυτής, σύμφωνα με τις 
προαναφερθείσες διατάξεις, είναι κάθε ενέργεια πράξεων του δικαιούχου που αποβλέπει στη 
δικαστική ή διοικητική αναγνώριση, τον προσδιορισμό και την είσπραξη μέρους ή του συνόλου της 
αποζημίωσης, καθώς και οι γενικοί λόγοι διακοπής που προβλέπονται στον ΑΚ, μεταξύ των οποίων 
και η αναγνώριση της αξίωσης από τον υπόχρεο, (άρθρο 260 ΑΚ). Στην προκειμένη περίπτωση, ο 
ισχυρισμός περί παραγραφής δεν είχε προταθεί στην περί οριστικού προσδιορισμού δίκη, κατόπιν 
της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 7330/2006 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, ενώ προτάθηκε 
και απορρίφθηκε, κατ’ ουσία, στις δίκες του προσωρινού προσδιορισμού, (βλ. απόφαση υπ’ αριθ. 
1690/05 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών), και της αναγνώρισης δικαιούχων, (βλ. 
ανέκκλητη απόφαση υπ’ αριθ. 1077/06, επίσης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών). 
Επομένως, για την απόρριψή του υπάρχει δεδικασμένο, που δεσμεύει το Δικαστήριο τούτο και η 
πρότασή του στην παρούσα δίκη είναι απαράδεκτη. Κατά συνέπεια και η εκκαλουμένη, που ομοίως 
έκρινε, απορρίπτοντας τον αντίστοιχο λόγο της ανακοπής ως απαράδεκτο, δεν έσφαλε κατά νόμο 
και πρέπει ο σχετικός λόγος της έφεσης να απορριφθεί ως αβάσιμος. Σε κάθε περίπτωση, όμως, από 
τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι η κατάληψη των επίδικων τμημάτων 
έλαβε χώρα με την έγκριση του ρυμοτομικού σχεδίου την 20η-1-1958, οπότε άρχισε να τρέχει η 
πιο πάνω 20ετής παραγραφή του δικαιώματος για δικαστικό προσδιορισμό της αντίστοιχα 
οφειλόμενης αποζημίωσης στον τότε ιδιοκτήτη .............. ............. και τους κληρονόμους του. Από 
τότε η εν λόγω παραγραφή διακόπηκε νόμιμα, σύμφωνα με την προηγούμενη νομική σκέψη, (α) 
στις 9-1-1970 με την υποβολή αίτησης από τον ανωτέρω ιδιοκτήτη προς την αρμόδια πολεοδομία 
για την έκδοση Πράξης Τακτοποιήσεως - Προσκυρώσεως και Αναλογισμού Αποζημιώσεως, (β) στις 
4-9-1972 με την Υ.Α. του Υπ. Δημοσίων Έργων υπ’ αριθ. 24307/72, που ενέκρινε την εκδοθείσα 
σχετικά με την επίδικη ρυμοτόμηση υπ’ αριθ. 37/2-2-1972 Πράξη Τακτοποιήσεως, Προσκυρώσεως 
και Αναλογισμού Αποζημιώσεως, (γ) στις 14-6-1986 με την επίδοση στους κληρονόμους του 
αρχικού ιδιοκτήτη, μέσω του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Περικλή Δανιηλίδη, της ανωτέρω 
εγκριτικής της επίμαχης Πράξης απόφασης, (βλ. σχετ. και στην υπ’ αριθ. 1690/05 απόφαση του 
Μον/λούς Πρωτοδικείου Αθηνών για τον καθορισμό προσωρινής τιμής μονάδας αποζημιώσεως 
στην επίδικη απαλλοτρίωση), και τέλος (δ) στις 2-8-1994, όταν ο ήδη εκκαλών Δήμος, με το υπ’ 
αριθ. πρωτ. 12593/94 έγγραφό του, αναγνώρισε, εμμέσως αλλά σαφώς, την υποχρέωσή του, που 
απορρέει από την πιο πάνω Πράξη Τακτοποιήσεως - Προσκυρώσεως κλπ.- Με δεδομένο δε ότι η 
αίτηση προσδιορισμού προσωρινής τιμής κατατέθηκε στις 27-10-2004 και η αίτηση για την 
αναγνώριση δικαιούχων στις 23-1-2006, έπεται ότι η ανωτέρω παραγραφή του δικαιώματος των 
εφεσιβλήτων για τον δικαστικό καθορισμό της αποζημίωσης, που τους οφείλεται από την επίδικη 
απαλλοτρίωση, δεν έχει συμπληρωθεί και ο σχετικός λόγος της ανακοπής του ανακόπτοντος - 
εκκαλούντος αποβαίνει, σε κάθε περίπτωση, απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος.
 
 (Θ) Όσον αφορά τον λόγο έφεσης για την εσφαλμένη απόρριψη από την εκκαλουμένη, ως 
ιδιαίτερου λόγου ανακοπής, της ένστασης για καταχρηστική άσκηση του ουσιαστικού δικαιώματος 
των εφεσιβλήτων, κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, ανεξάρτητα από την καταχρηστική άσκηση του 
δικονομικού δικαιώματος για την έκδοση της επίδικης διαταγής πληρωμής, περί της οποίας βλέπε 
ανωτέρω, ο οποίος, (λόγος έφεσης), συνάγεται από τα κεφάλαια της κρινόμενης έφεσης υπό 
στοιχεία Α-5, Α-6γ και Δ σε συνδυασμό, λεκτέα τα ακόλουθα: Η ένσταση αυτή καλύπτεται από το 
δεδικασμένο της απόφασης υπ’ αριθ. 1077/06 του Μονομελούς Πρωτοδικείου για την αναγνώριση 
των εφεσιβλήτων ως δικαιούχων της επίδικης αποζημίωσης και για τον λόγο αυτό ορθά 
απορρίφθηκε, ως απαράδεκτη, από την εκκαλουμένη, εξεταζόμενη ως ιδιαίτερος λόγος της ένδικης 
ανακοπής του ανακόπτοντος - εκκαλούντος, ανεξαρτήτως και του ότι υπό τα εκτιθέμενα 
περιστατικά, δηλαδή μόνο με την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος, χωρίς οι δικαιούχοι, 
καθ’ ων η ανακοπή - εφεσίβλητοι, να ασκήσουν το δικαίωμά τους, η εν λόγω ένσταση δεν 
στοιχειοθετείται και αποβαίνει απορριπτέα ως μη νόμιμη, (βλ. ΟλΑΠ 7/2002 ΝοΒ 51.648, ΑΠ 
1125/2000 ΕλΔ.41.379, ΑΠ 1875/2000 ΕλΔ. 41.1315, ΑΠ 551/1998 ΕλΔ. 39.1296-97, ΑΠ 62/90 
ΝοΒ 39.389). Επομένως και ο υπόψη τελευταίος λόγος της κρινόμενης έφεσης πρέπει ν’ απορριφθεί 
ως αβάσιμος.
 
 Κατόπιν όλων των ανωτέρω, η ένδικη ανακοπή του ήδη εκκαλούντος Δήμου πρέπει να 
απορριφθεί στο σύνολό της. Κατ’ ακολουθία, η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία ομοίως 
αποφάνθηκε, απορρίπτοντας την ίδια ανακοπή και επικυρώνοντας την ανακοπείσα διαταγή 
πληρωμής, ορθά έκρινε, αν και με συνοπτικότερες αιτιολογίες, οι οποίες παραδεκτά, κατ’ άρθρο 
534 του ΚΠολΔ., συμπληρώνονται αντίστοιχα από τις ανωτέρω αιτιολογίες της παρούσας 
απόφασης, και δεν έσφαλε κατά νόμο, ούτε εκτίμησε κακώς τις αποδείξεις, η δε υποστηρίζουσα τα 
αντίθετα έφεση πρέπει ν’ απορριφθεί, στο σύνολό της, ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Τα δικαστικά έξοδα 
για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων εν όλω, διότι 
η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής, (άρθρα 179β΄, 183 
και 191 ΚΠολΔ. ).
 
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
 
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
 
Δέχεται τυπικά και Απορρίπτει κατ’ ουσία την έφεση.
 
Συμψηφίζει εν όλω τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.
 
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 12 Σεπτεμβρίου 2011. 
 
                  Ο  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                     Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
 
 Δημοσιεύτηκε δε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 26 Απριλίου 2012, 
μετεχόντων στη σύνθεση για τη δημοσίευση, ως Προέδρου, του Προέδρου Εφετών Γεωργίου 
Χοϊμέ, ως μελών των Εφετών, Αθανασίου Δαββέτα και Δημητρίου Οικονόμου, (λόγω προαγωγής 
και μεταθέσεως της μέχρι τούδε Εφέτη Αγγελικής Τζαβάρα), με Γραμματέα τον Ιωάννη Δαγρέ και 
απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
 

                Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                            Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ




ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ
ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 

Δικαστήριο:
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
Τόπος:
ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:
1677
Ετος:
2012


Περίληψη
Δικαστικές αποφάσεις - Δημόσιο-ΟΤΑ-ΝΠΔΔ - Εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων - Εκτελεστοί τίτλοι - Διαταγές πληρωμής – Δικαιοδοσία δικαστηρίων- Ποσοστό τόκου υπερημερίας -. Επιτρέπεται η εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων κατά του Δημοσίου, ΟΤΑ και ν.π.δ.δ με τις οποίες επιδικάζονται σε βάρος τους χρηματικές απαιτήσεις. Στους τίτλους αυτούς περιλαμβάνονται και οι διαταγές πληρωμής. Είναι δυνατή η έκδοση διαταγής πληρωμής από τον αρμόδιο πολιτικό δικαστή, σε βάρος του Δημοσίου, ΟΤΑ και ν.π.δ.δ κι αν ακόμα η υποκείμενη σχέση από την οποία απορρέει η χρηματική απαίτηση, υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όπως συμβαίνει επί διαφοράς από σύμβαση δημοσίου έργου. Η ρύθμιση με την οποία αναγνωρίζεται στο Δημόσιο το δικαίωμα να καταβάλει με την ιδιότητα του οφειλέτη επί υπερημερίας, ποσοστό τόκου 6%, είναι επιτρεπτή υπέρ του Δημοσίου και δεν βρίσκεται σε αντίθεση με το πρόσθετο πρωτόκολλο της   Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης που προστατεύει την περιουσία του δανειστή.

Κείμενο Απόφασης
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός απόφασης 1677/2012
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Πολυδώρου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών και από τη Γραμματέα Αναστασία Χατζίκου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 25 Ιανουαρίου 2012, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του καλούντος-καθ'ου η ανακοπή: ..., πολιτικού μηχανικού, κατοίκου Γλυφάδας Αττικής, επί της οδού ..., ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Γρηγορίου Μίτζα.
Του καθ' ου η κλήση-ανακόπτοντος: Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης του Δήμου Γλυφάδας Αττικής, ο οποίος εδρεύει στη Γλυφάδα Αττικής, επί της οδού ʼλσους αριθμ. 15 και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Θεοχάρη Γυφτάκη.
Ο ανακόπτων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 10-10-2006 με αριθμό κατάθεσης 2004/2006 ανακοπή του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, η οποία προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά την δικάσιμο της 01-10-2007 και γράφτηκε στο πινάκιο. Το Δικαστήριο εξέδωσε την υπ' αριθμ. 4163/2007 οριστική απόφασή του, με την οποία κήρυξε εαυτό καθ' ύλην αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ως καθ'ύλην και κατά τόπο αρμόδιου.
Ήδη η υπόθεση επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 17-03-2010 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 781/2010 και με γενικό αριθμό κατάθεσης 77007/2010 κλήση του καλούντος-καθ'ου η ανακοπή, η οποία προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 17-03-2010 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 781/2010 και με γενικό αριθμό κατάθεσης 77007/2010 κλήση του καλούντος-καθ'ου η ανακοπή, νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση η από 10-10-2006 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 2004/2006 ανακοπή του καθ'ου η κλήση-ανακόπτοντος ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, η οποία προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 01-10-2007, μετά την έκδοση της υπ' αριθμ. 4163/2007 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την οποία το Δικαστήριο κήρυξε εαυτό καθ'ύλην αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου καθ'ύλην και κατά τόπο Δικαστηρίου, αφού η ανωτέρω υπ'αριθμ.4163/2007 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου έχει ήδη καταστεί τελεσίδικη, καθόσον από κανένα στοιχείο της δικογραφίας ή ισχυρισμό των διαδίκων δεν προέκυψε η άσκηση ένδικων μέσων κατ' αυτής.
Με την υπό κρίση ανακοπή, ο ανακόπτων ζητεί, για τους σε αυτήν αναφερόμενους λόγους, την ακύρωση της από 25-09-2006 επιταγής προς πληρωμή, κάτω από αντίγραφο εκ του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ'αριθμ. 38597/2006 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Ειρηνοδικείου Αθηνών και να καταδικασθεί ο καθ'ου η ανακοπή στα δικαστικά του έξοδα. Η υπό κρίση ανακοπή εισάγεται αρμοδίως και παραδεκτώς στο Δικαστήριο αυτό της γενικής δωσιδικίας του ανακόπτοντος, εφόσον μετά την επίδοση της ανωτέρω επιταγής δεν αποδεικνύεται ότι ακολούθησαν και άλλες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας (άρθρο 933 παρ. 1 και 2 του Κ.Πολ.Δ. σε συνδ. με άρθρο 584 του ΚΠολΔ), εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία με τις αποκλίσεις των άρθρων 933-937 και 583-585 ΚΠολΔ, και έχει ασκηθεί νομίμως και εμπροθέσμως (άρθρο 934 παρ. 1 περ. α' ΚΠολΔ), καθόσον δεν αποκλείεται να ασκηθεί παραδεκτώς ανακοπή κατά της επιταγής προς πληρωμή και πριν από την επιβολή της κατάσχεσης (Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος II, άρθρο 934, σελ.1787, παρ.7). Πρέπει, συνεπώς, να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της, δεδομένου ότι προσκομίζεται η υπ'αριθμ.350/2012 απόφαση του Δημάρχου Γλυφάδας και η υπ'αριθμ.658/2006 απόφαση της δημαρχιακής επιτροπής που επιτρέπει την άσκηση της υπό κρίση ανακοπής και διορίζει τον πληρεξούσιο δικηγόρο που υπέγραψε το δικόγραφο της ανακοπής και παρέστη ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού.
Στο άρθρο 94 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρηση του με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της ΐ Αναθεωρητικής Βουλής ορίζεται ότι "1. Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές ουσίας όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου 2. Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει 3. Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια, 4. Στα πολιτικά ή διοικητικά δικαστήρια μπορεί να ανατεθεί και κάθε άλλη αρμοδιότητα διοικητικής φύσης, όπως νόμος ορίζει. Στις αρμοδιότητες αυτές περιλαμβάνεται και η λήψη μέτρων για τη συμμόρφωση της διοίκησης με τις δικαστικές αποφάσεις. Οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως νόμος ορίζει". Στο άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος ορίζεται ότι "5. Η διοίκηση είναι υποχρεωμένη να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο, όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει αναγκαστικά μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της διοίκησης". Στο άρθρο 1 του ν.3068/2002 (ΦΕΚ α 274/14.11.2002), όπως ίσχυε πριν την τροποποίηση του με το άρθρο 20 του ν.3301/2004, που εκδόθηκε εις εκτέλεση του άρθρου 94 παρ.4 του Συντάγματος, ορίζεται ότι "Το Δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται χωρίς καθυστέρηση προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων. Δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου είναι όλες οι αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και ειδικών δικαστηρίων που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει". Επακολούθησε ο ν. 3301/2004 με το άρθρο 20 του οποίου προστέθηκε στο άνω άρθρο 1 του ν.3068/02 εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο, δεν είναι δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του παρόντος νόμου και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ'- ζ' της παρ.2 του άρθρου 904 ΚΠολΔ (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι κστά τα άρθρα 623 επ. του ιδίου Κώδικα εκδιδόμενες από τον αρμόδιο δικαστή διαταγές πληρωμής), πλην των κηρυχθεισών εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων. Περαιτέρω, το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που, μαζί με το προαιρετικό Πρωτόκολλο του, κυρώθηκε με τον ν.2462/1997, και άρχισε να ισχύει για την Ελλάδα από 5.8.1997 (Ανακοίνωση Υπ. Εξωτ. Φ.0546/62/Α1 /292/Μ.2870/7.5.1997), έχει δε υπερνομοθετική ισχύ κατά το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος, στο άρθρο 2 παρ.3 αυτού ορίζει ότι: "Τα Συμβαλλόμενα Κράτη στο παρόν Σύμφωνο αναλαμβάνουν την υποχρέωση: α) να εγγυώνται ότι κάθε άτομο, του οποίου τα δικαιώματα και οι ελευθερίες, που αναγνωρίζονται στο παρόν Σύμφωνο, παραβιασθούν, θα έχει στη διάθεση του μία πρόσφορη προσφυγή, ακόμη και αν η παραβίαση θα έχει διαπραχθεί από πρόσωπα που ενεργούν υπό την επίσημη κρατική ιδιότητά τους, β) να εγγυώνται ότι η αρμόδια δικαστική, διοικητική, νομοθετική... αρχή ... θα αποφαίνεται πράγματι σχετικά με τα δικαιώματα του προσφεύγοντος, και να προωθήσουν τη δυνατότητα δικαστικής προσφυγής, γ) να εγγυώνται την εκτέλεση, από τις αρμόδιες αρχές, κάθε απόφασης που θα έχει κάνει δεκτή τη σχετική προσφυγή". Εξάλλου, το άρθρο 14 παρ.1 εδ. α" του ίδιου Συμφώνου ορίζει ότι: "Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεση του να δικαστεί από ... δικαστήριο ... το οποίο θα αποφασίσει ... και για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα". Με τη διάταξη αυτή συμπορεύεται και το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, που καθιερώνεται με το άρθρο 6 παρ.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) (η οποία κυρώθηκε με το ν.δ.53/1974), καθώς και με το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος. Οι ως άνω διατάξεις δεν ιδρύουν μόνο διεθνή ευθύνη των συμβαλλομένων κρατών, αλλά έχουν άμεση εφαρμογή και υπερνομοθετική ισχύ, άρα θεμελιώνουν δικαιώματα υπέρ των προσώπων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής τους. Οι διατάξεις αυτές εγγυώνται όχι μόνο την ελεύθερη πρόσβαση σε δικαστήριο, αλλά και την πραγματική ικανοποίηση του δικαιώματος που επιδικάσθηκε από το δικαστήριο, δηλαδή το δικαίωμα αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς την οποία η προσφυγή στο δικαστήριο θα απέβαλλε την ουσιαστική αξία και χρησιμότητα της (Ολ.ΑΠ 21/2001). Από τις εκτεθείσες συνταγματικές διατάξεις και εκείνες του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και της ΕΣΔΑ σαφώς συνάγεται ότι, προς επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτές σκοπού της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, επιτρέπεται η εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων κατά του Δημοσίου, ΟΤΑ και ν.π.δ.δ., με τις οποίες επιδικάζονται εις βάρος τους χρηματικές απαιτήσεις, στους τίτλους δε αυτούς συμπεριλαμβάνονται και οι κατά τα άρθρα 627 επ. ΚΠολΔ διαταγές πληρωμής, οι οποίες ναι μεν εκδίδονται από δικαστή, χωρίς προηγουμένως να ακουστεί και να αναπτύξει τις απόψεις του ο καθού, μετά από εξέταση της συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων για την έκδοση τους και όχι από συγκροτημένο δικαστήριο, πλην όμως εξομοιώνονται λειτουργικώς με τις δικαστικές αποφάσεις, διότι αφ' ενός μεν επιλύουν διαφορές, εφ' ετέρου δε ανταποκρίνονται στα βασικά λειτουργικά γνωρίσματα της προβλεπόμενης από το άρθρο 20 του Συντάγματος δικαστικής προστασίας, δεδομένου ότι παρέχεται η δυνατότητα στον καθού να ασκήσει ανακοπή και να προβάλει τους ισχυρισμούς του, τόσο ως προς τη μη συνδρομή των προϋποθέσεων έκδοσης της διαταγής πληρωμής όσο και ως προς την απαίτηση. Παρέπεται, ότι η άνω νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 20 ν. 3301/2004, κατά την οποία δεν εκτελούνται οι αναφερόμενοι σ" αυτή εκτελεστοί τίτλοι, μεταξύ των οποίων και οι διαταγές πληρωμής, αντίκειται στις ειρημένες διατάξεις του Συντάγματος και των Διεθνών Συμφώνων και ως εκ τούτου είναι δυνατή, η από τον αρμόδιο πολιτικό δικαστή (ειρηνοδίκη ή δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου) έκδοση διαταγής πληρωμής, συντρεχουσών των προς τούτο προϋποθέσεων εις βάρος του Δημοσίου, ΟΤΑ και ν.π.δ.δ., και αν ακόμη η υποκείμενη σχέση, από την οποία απορρέει η χρηματική απαίτηση προς πληρωμή της οποίας ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής, υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όπως συμβαίνει επί διαφοράς από σύμβαση δημόσιου έργου (ad hoc ΑΠ 2347/2009, Νόμος).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση ανακοπής και κατ'εκτίμηση αυτού, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι παρά το νόμο επισπεύδεται από τον καθ'ου η ανακοπή, διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης με την κοινοποίηση της από 25-09-2006 επιταγής, παρά πόδας της υπ'αριθμ.38597/2006 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Ειρηνοδικείου Αθηνών, καθόσον η διαταγή πληρωμής δεν θεωρείται δικαστική απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 20 του ν.3301/2004 και δεν μπορεί να εκτελεσθεί κατά των ΟΤΑ, γεγονός που καθιστά την ως άνω κοινοποιηθείσα επιταγή άκυρη. Με αυτό το περιεχόμενο, ο υπό κρίση πρώτος λόγος ανακοπής κρίνεται απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, διότι σύμφωνα με τα στη μείζονα σκέψη της παρούσας διαλαμβανόμενα, νομίμως εκδίδεται διαταγή πληρωμής κατά του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των Ν.Π.Δ.Δ. και νομίμως επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των Ν.Π.Δ.Δ., επί τη βάσει διαταγής πληρωμής ως εκτελεστού τίτλου, καθόσον, η περί του αντιθέτου διάταξη του άρθρου 20 του ν. 3301/2004 αντίκειται στις ειρημένες στη μείζονα σκέψη της παρούσας διατάξεις του Συντάγματος και των Διεθνών Συμφώνων. Επομένως, είναι δυνατή, η από τον αρμόδιο πολιτικό δικαστή -ειρηνοδίκη ή δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου- έκδοση διαταγής πληρωμής, συντρεχουσών των προς τούτο προϋποθέσεων εις βάρος του Δημοσίου, ΟΤΑ και ν.π.δ.δ., και αν ακόμη η υποκείμενη σχέση, από την οποία απορρέει η χρηματική απαίτηση προς πληρωμή της οποίας ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής, υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, οπως συμβαίνει επί διαφοράς από σύμβαση δημόσιου έργου και η σχετική ανακοπή κατά τέτοιου είδους διαταγής πληρωμής ασκείται ενώπιον των πολιτικών Δικαστηρίων, (ad hoc ΑΠ 2347/2009, Νόμος).
Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 4 § 1 του Συντάγματος κατά την οποία οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, προκύπτει, ότι το Σύνταγμα θεσπίζει και την ισότητα του νόμου έναντι των Ελλήνων πολιτών υπό την έννοια, ότι ο νομοθέτης δεσμεύεται όταν ρυθμίζει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις, που αφορούν περισσότερες κατηγορίες προσώπων, να μην εισάγει αδικαιολόγητες εξαιρέσεις και διακρίσεις, εκτός αν αυτές επιβάλλονται από λόγους γενικότερου, κοινωνικού ή δημόσιου   συμφέροντος, την ύπαρξη των οποίων, ελέγχουν τα δικαστήρια. Εξ άλλου, τα άρθρα 20 του Συντάγματος, 6 § 1 της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης της 4-11-1950 που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ (άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος), τα οποία εξασφαλίζουν σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα της παροχής έννομης προστασίας με συνακόλουθο δικαίωμα διασφάλισης ίσων δικαιωμάτων και εγγυήσεων για δίκαιη (χρηστή) δίκη, δεν στερούν τον κοινό νομοθέτη από την εξουσία να θεσμοθετεί ειδικές ρυθμίσεις για ορισμένες κατηγορίες προσώπων, όταν τούτο επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, όπως στην περίπτωση του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, που λειτουργούν με τη μορφή αυτή, τα οποία από τη φύση και το καταστατικό τους έχουν αποστολή και έργο την εξυπηρέτηση του δημοτικού και κοινωνικού συμφέροντος. Το συμφέρον αυτό πρωτίστως εξυπηρετεί η διάταξη του άρθρου 21 του δεύτερου κεφαλαίου του Κώδικα νόμων περί δικών του Δημοσίου (β.δ. της 26.6./10-7-1944) με την οποία ορίζεται, ότι ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος κάθε οφειλής του Δημοσίου ανέρχεται σε 6% ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με σύμβαση ή ειδικό νόμο και αρχίζει από την επίδοση της αγωγής. Η ρύθμιση αυτή με την οποία αναγνωρίζεται στο Δημόσιο το δικαίωμα να καταβάλει, με την ιδιότητα του οφειλέτη, επί υπερημερίας, ποσοστό τόκου (6%) μικρότερο εκείνου που έχουν υποχρέωση να καταβάλουν οι ιδιώτες ως οφειλέτες, εισάγει επιτρεπτή υπέρ του Δημοσίου εξαίρεση, η οποία υπαγορεύεται από το σκοπό που προαναφέρθηκε και δεν βρίσκεται σε αντίθεση ούτε προς τις διατάξεις του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ίδιας σύμβασης που προστατεύει την περιουσία του δανειστή (ΑΠ 1005/2011, Νόμος).
Με τον δεύτερο λόγο της υπό κρίση ανακοπής ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η ως άνω κοινοποιηθείσα επιταγή προς πληρωμή είναι άκυρη, επειδή παρά το νόμο έχει υπολογισθεί ο τόκος υπερημερίας με το ποσοστό του συνήθους τόκου υπερημερίας, ενώ έπρεπε να υπολογισθεί με ποσοστό 6% ετησίως, όπως προβλέπεται από το άρθρο 21 του διατάγματος της 26.6/10.07.1944 (ΚΝΔΔ), διότι οι ΟΤΑ απολαμβάνουν των προνομίων του Δημοσίου. Με αυτό το περιεχόμενο, ο υπό κρίση δεύτερος λόγος της ανακοπής, δια του οποίου ζητείται η ακύρωση του συνόλου της από 25-09-2006 επιταγής προς πληρωμή, είναι εν μέρει νόμιμος, μόνο κατά το αίτημα που το Δικαστήριο θεωρεί ότι ως έλασσον περιέχεται στον δεύτερο λόγο της υπό κρίση ανακοπής ήτοι της εν μέρει ακύρωσης της από 25-09-2006 επιταγής προς πληρωμή μόνο κατά το ποσό των τόκων της περιόδου από 06-07-2006 έως 25-09-2006 που υπολογίσθηκαν βάσει επιτοκίου ανώτερου του 6% και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν. 
Από την προσήκουσα εκτίμηση των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, σε μερικά των οποίων γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, εκτιμώμενα, είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον επιτρέπεται η εμμάρτυρος απόδειξη (άρθρα 269 παρ.1, 270 παρ. 2, 393, 394, 395 ΚΠολΔ) ανεξαρτήτως αν αυτά (έγγραφα) πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρ. 270 παρ. 2 ΚΠολΔ, Α.Π. 363/2001 ΕλλΔνη 43.118, ΑΠ 320/1999 ΕλλΛνη 40.1310, Α.Π. 1021/1998 ΕλλΔνη 39.1553), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Κατόπιν της από 21-07-2006 αιτήσεως του καθ'ου η ανακοπή ενώπιον του Δικαστή του Ειρηνοδικείου Αθηνών, εκδόθηκε σε βάρος του ανακόπτοντος ΟΤΑ η υπ' αριθμ. 38597/2006 διαταγή πληρωμής, με βάση την οποία διατάσσεται ο ανακόπτων να καταβάλει στον καθ' ου η ανακοπή το ποσό των 10.210,20 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 06-07-2006 έως την εξόφληση καθώς και 184,00 ευρώ για δικαστικά έξοδα της διαταγής πληρωμής. Την 26-09-2006 ο καθ'ου η ανακοπή κοινοποίησε στον ανακόπτοντα ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο εξ απογράφου της παραπάνω διαταγής πληρωμής με την παρά πόδας αυτού επιταγή προς πληρωμή. Δια της ως άνω από 25-09-2006 επιταγής προς πληρωμή, ο ανακόπτων επιτάσσεται να καταβάλλει στον καθ'ου η ανακοπή τα κάτωθι ποσά: 1) 10.210,20 ευρώ για επιδικασθέν κεφάλαιο, 2) 249,94 ευρώ για νόμιμους τόκους από την 06-07-2006 έως την 25-09-2006, 3) 184,00 ευρώ για επιδικασθέντα δικαστικά έξοδα, 4) 616,00 ευρώ για λήψη αντιγράφου και τέλη αυτού, αντιγραφικά και σήμανση του αντιγράφου, για παραγγελία επίδοσης και επίδοση μετά πορείας δικαστικού επιμελητή και σύνταξη της επιταγής προς πληρωμή, ήτοι συνολικά το ποσό των 11.260,14 ευρώ, νομιμοτόκως πλην του κονδυλίου των τόκων από της επίδοσης της επιταγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Από την ανωτέρω επιταγή προς πληρωμή προκύπτει ότι οι τόκοι για το χρονικό διάστημα από 06-07-2006 έως 25-09-2006 υπολογίσθηκαν με επιτόκιο ανώτερο του 6%, καθόσον, εάν υπολογίζονταν με τον τόκο του 6% θα αντιστοιχούσαν στο ποσό των 142,94 ευρώ και όχι στο ποσό των 249,94 ευρώ. Το γεγονός αυτό δε συνομολογεί με τις προτάσεις του και ο καθ'ου η ανακοπή. Η δήλωση δε του καθ' ου η ανακοπή τόσο με τις προτάσεις του όσο και κατά την επ' ακροατηρίω διαδικασία ότι περιορίζει την απαίτηση του κατά του ανακόπτοντος για τους τόκους της ανωτέρω περιόδου στο ποσό των 142,94 ευρώ (όπως δηλώνει με τις προτάσεις) και στο 6% (όπως δήλωσε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο) δεν καθιστά τον ως άνω δεύτερο λόγο της ανακοπής απορριπτέο, διότι, αφ'ενός η δήλωση αυτή προέρχεται από τον καθ'ου η ανακοπή, μη δυναμένων έτσι να εφαρμοσθούν των διατάξεων των 223 και 295 επομ.ΚΠολΔ και αφ' ετέρου ο μόνος νόμιμος τρόπος να μεταβληθεί η ήδη κοινοποιηθείσα επιταγή προς πληρωμή είναι μέσω της δικαστικής εν μέρει ή εν όλω ακύρωσης της κατόπιν άσκησης της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Επομένως, δεδομένου ότι α) σύμφωνα με τα στη μείζονα σκέψη της παρούσας διαλαμβανόμενα, ο νόμιμος τόκος για τις οφειλές του Δημοσίου εξακολουθεί να ανέρχεται στο ποσοστό του 6% ετησίως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 του δεύτερου κεφαλαίου του Κώδικα νόμων περί δικών του Δημοσίου (β.δ. της 26.6./10-7-1944), η οποία κρίνεται σύμφωνη με το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ και το πρώτο πρόσθετο πρωτόκολλο αυτής και β) σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 304 του π.δ.410/1995, το οποίο ίσχυε κατά τη σύνταξη της ανωτέρω από 25-09-2006 επιταγής προς εκτέλεση, (καθόσον η αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 276 του ν. 3463/2006 άρχισε να ισχύει από 01-01-2007 σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου τέταρτου του ίδιου ως άνω νόμου 3463/2006), ο νόμιμος τόκος και ο τόκος υπερημερίας κάθε οφειλής των ΟΤΑ ανέρχεται στο ποσοστό που ορίζεται για τις αντίστοιχες οφειλές του Δημοσίου, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ο δεύτερος λόγος της υπό κρίση ανακοπής ως βάσιμος κατ'ουσία και να ακυρωθεί η ως άνω από 25-09-2006 επιταγή προς εκτέλεση εν μέρει κατά το ποσό των 107,00 ευρώ, που αντιστοιχεί στο ποσό των τόκων της χρονικής περιόδου από 06-07-2006 έως 25-09-2006 που υπολογίσθηκαν με ποσοστό τόκου ανώτερο του 6% (249,94 ευρώ οι τόκοι που υπολογίσθηκαν από τον καθ'ου η ανακοπή με ποσοστό τόκου ανώτερο του 6% μείον 142,94 ευρώ ΟΪ τόκοι που νομίμως έπρεπε να ζητηθούν με ποσοστό τόκου 6% = 107,00 ευρώ). Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου ανακοπής, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη ανακοπή ως βάσιμη κατ'ουσία και να ακυρωθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή κατά το ποσό των 107,00 ευρώ, σύμφωνα με τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, πρέπει να συμψηφισθούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων λόγω του δυσχερούς της ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρο 179 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την ανακοπή.
ΑΚΥΡΩΝΕΙ εν μέρει την από 25.09.2006 επιταγή προς εκτέλεση, η οποία έχει γραφεί κάτω από αντίγραφο πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ'αριθμ 38597/2006 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Ειρηνοδικείου Αθηνών, ως προς το κονδύλιο των τόκων του χρονικού διαστήματος από 06-07-2006 έως 25-09-2006, κατά το ποσό των εκατόν επτά (107,00) ευρώ.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους στις 31-05-2012.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Πρόεδρος:
Γεωργία Πολυδώρου
Δικηγόροι:
Γρηγόριος Μίτζας, Θεοχάρης Γυφτάκης
Λήμματα:
Δικαστικές αποφάσεις ,Δημόσιο-ΟΤΑ-ΝΠΔΔ ,Εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων ,Εκτελεστοί τίτλοι ,Διαταγές πληρωμής, Δικαιοδοσία δικαστηρίων ,Ποσοστό τόκου υπερημερίας

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ 

Δημοσίευση:
ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ 

Δικαστήριο: ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
Τόπος: ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Αριθ. Απόφασης: 11929
Ετος: 2011
________________________________________

Κείμενο Απόφασης
Αριθμός απόφασης 11929/2011
Αριθμός κατάθεσης ανακοπής 39138/2009
Αριθμός κατάθεσης πρόσθετου λόγου ανακοπής 2354/2011
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Κωνσταντία Συροπούλου, Προεδρεύουσα Πρωτοδίκη - Εισηγήτρια, ’ννα Κουσιοπούλου, Πρωτοδίκη,...
Πολύμνια Χορόζογλου, Πρωτοδίκη και από τη Γραμματέα Σοφία Χρηματοπούλου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 24 Φεβρουαρίου 2011, για να δικάσει την ανακοπή με αριθμό κατάθεσης 39138/28-9-2009 και τον πρόσθετο λόγο ανακοπής με αριθμό κατάθεσης 2354/20-1-2011, κατά της υπ' αριθμ. 26377/2009 διαταγής πληρωμής, του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, μεταξύ:
ΤΟΥ Α. - ΔΙΑ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ Λ. Α.: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ "Γ.ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ"», που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη, εκπροσωπείται νόμιμα από το Διοικητή του και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Αντωνίου Δενδρινού (ΑΜ 2038), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΤΗΣ ΚΑΘ' ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ - ΚΑΘ' ΗΣ Ο ΠΡΟΣΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΑΝΑΚΟΠΗΣ: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «O. HELLAS S.A.», που εδρεύει στη Γλυφάδα Αττικής, εκπροσωπείται νόμιμα και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Αυγερινού Αβραμίκου (ΑΜ 8782), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΚΑΤΑ τη συζήτηση της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κατά τη διαδικασία των άρθρων 624 έως 634 του ΚΠολΔ εκδιδόμενη διαταγή πληρωμής αποτελεί, σύμφωνα με τα άρθρα 631 και 904 παρ. 2 ε' του ΚΠολΔ, τίτλο εκτελεστό. Όταν ενεργείται αναγκαστική εκτέλεση με βάση διαταγή πληρωμής, ο καθ' ου η εκτέλεση μπορεί να προβάλει τις αντιρρήσεις του κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης με την προβλεπόμενη από το άρθρο 933 του ΚΠολΔ ανακοπή. Οι αντιρρήσεις αυτές μπορεί να αφορούν και την τυπική και ουσιαστική εγκυρότητα του εκτελούμενου τίτλου και συνεπώς και την ύπαρξη της απαίτησης για την οποία έχει εκδοθεί η διαταγή πληρωμής, εφόσον αυτή δεν έχει αποκτήσει δύναμη δεδικασμένου, είτε με την άπρακτη πάροδο των προθεσμιών των άρθρων 632 παρ. 1 και 633 παρ. 2 του ΚΠολΔ, για την άσκηση ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής είτε με την τελεσίδικη απόρριψη της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής που τυχόν ασκήθηκε. Ωστόσο, οποιοσδήποτε λόγος και αν προβάλλεται με την ανακοπή του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, το αίτημά της είναι πάντοτε η ακύρωση ορισμένης διαδικαστικής πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης που προσβάλλεται με αυτήν. Με την ανακοπή αυτή, έστω και αν περιέχει λόγο κατά της εγκυρότητας της διαταγής πληρωμής και της ανυπαρξίας ή της ελαττωματικότητας της απαίτησης για την οποία αυτή έχει εκδοθεί, δεν μπορεί να ζητηθεί και η ακύρωση της διαταγής πληρωμής. Η ακύρωση της τελευταίας μπορεί να ζητηθεί μόνο με την προβλεπόμενη από το άρθρο 632 παρ. 1 ή 633 παρ. 2 του ΚΠολΔ ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, μέσα στις προθεσμίες που προβλέπονται από τις διατάξεις αυτές. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, σώρευση στο ίδιο δικόγραφο ανακοπής κατά της εκτέλεσης, του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, και ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής, του άρθρου 632 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ώστε με την τελευταία να ζητείται και η ακύρωση της διαταγής πληρωμής, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει προθεσμία και για την άσκηση της τελευταίας, εάν υφίσταται αρμοδιότητα και για τις δύο ανακοπές και αν αυτές υπάγονται στην ίδια διαδικασία (ΑΠ 337/2006 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 218 ΚΠολΔ μεταξύ των προϋποθέσεων του επιτρεπτού της αντικειμενικής σωρεύσεως στο ίδιο δικόγραφο περισσοτέρων αγωγών (με την έννοια αιτήσεων παροχής έννομης προστασίας) περιλαμβάνεται και η αρμοδιότητα, για καθεμία από τις σωρευόμενες αγωγές, του δικαστηρίου στο οποίο το δικόγραφο αυτό απευθύνεται. Κατά δε την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, αν ενωθούν περισσότερες αγωγές στο ίδιο δικόγραφο, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1, διατάσσεται ο χωρισμός αυτών ύστερα από αίτηση ή και αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 217/92 ΕλλΔνη 36,58, ΕφΠειρ 108/97 ΕλλΔνη 38,1622) και αν πρόκειται για αναρμοδιότητα, διατάσσεται η παραπομπή στο αρμόδιο δικαστήριο (ΕφΠειρ 322/2004 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 632 § 1 εδ. α' ΚΠολΔ, ο οφειλέτης κατά του οποίου στρέφεται η διαταγή πληρωμής έχει το δικαίωμα μέσα σε δέκα πέντε (15) εργάσιμες ημέρες από την επίδοση της να ασκήσει ανακοπή, η οποία απευθύνεται στο δικαστήριο, το οποίο είναι καθ' ύλην αρμόδιο. Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 933 § 1 ΚΠολΔ αντιρρήσεις εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και κάθε δανειστή του που έχει έννομο συμφέρον, οι οποίες αφορούν την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου, τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης ή την απαίτηση, ασκούνται μόνο με ανακοπή που εισάγεται στο ειρηνοδικείο, αν ο εκτελεστός τίτλος στον οποίο βασίζεται η εκτέλεση είναι απόφαση του ειρηνοδικείου, και στο μονομελές πρωτοδικείο σε κάθε άλλη περίπτωση. Από την ανωτέρω διάταξη με την οποία ρυθμίζεται η για την εκδίκαση της ανακοπής καθ' ύλην αρμοδιότητα του δικαστηρίου με κριτήριο τον εκτελεστό τίτλο, κατά παρέκκλιση από τις γενικές διατάξεις για την καθ' ύλην αρμοδιότητα (άρθρα 12 επ.) του ΚΠολΔ και του προϊσχύσαντος δικαίου, το οποίο ελάμβανε υπόψη ως κριτήριο την αρμοδιότητα για την απαίτηση, ορίζεται αρμόδιο για την εκδίκαση της ανακοπής κατά της εκτέλεσης, το ειρηνοδικείο όταν ο εκτελεστός τίτλος στηρίζεται σε απόφαση αυτού και το μονομελές πρωτοδικείο σε κάθε άλλη, περίπτωση. Από τη διατύπωση της διάταξης αυτής προκύπτει σαφώς ότι σε καμία περίπτωση η ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ δεν είναι δυνατόν να εισαχθεί προς εκδίκαση ενώπιον του πολυμελούς πρωτοδικείου (ΑΠ 329/1972, ΝοΒ 20.1060, βλ. Β.Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική - Νομολογιακή Ανάλυση κατ' άρθρο, άρθρο 933, § 61, σελ. 393). Επομένως, σε περίπτωση που έχει σωρευθεί στην ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ για την εκδίκαση της οποίας καθ' ύλην αρμόδιο δικαστήριο είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο και ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ με αντιρρήσεις κατά των πράξεων της εκτέλεσης, για την εκδίκαση της οποίας καθ' ύλη αρμόδιο δικαστήριο είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο, τότε το Πολυμελές Πρωτοδικείο ως αναρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της τελευταίας, χωρίζει τις σωρευθείσες ανακοπές και παραπέμπει την ανακοπή κατά των πράξεων της εκτέλεσης (933 ΚΠολΔ) στο αρμόδιο Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 46 ΚΠολΔ (ΕφΑθ 131/2008, ΕλλΔνη 2009, 853).
Στην προκείμενη περίπτωση, κατ΄εκτίμηση του δικογράφου της ανακοπής, με την οποία το ανακόπτον ζητεί να ακυρωθεί η υπ΄αριθμ. 26377/09 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε για απαίτηση της καθ'ης, ύψους 191.304,38 ευρώ, που πηγάζει από σύμβαση δημοσίου δικαίου, απορρέουσα από συνολικά 49 τιμολόγια πώλησης, που αφορούν την προμήθεια διαφόρων προϊόντων φαρμακευτικού υλικού, κατά το χρονικό διάστημα από 6-7-2007 έως 31-12-2008, καθώς και το πρώτο εκτελεστό αυτής απόγραφο, προκύπτει ότι το ανακόπτον επιχειρεί να σωρεύσει στο ίδιο δικόγραφο ανακοπή του άρθρου 632 του ΚΠολΔ κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής, καθώς και ανακοπή κατά της επιταγής προς πληρωμή που συντάχθηκε κάτω από αντίγραφο του απογράφου της παραπάνω διαταγής πληρωμής, του άρθρου 933 του ΚΠολΔ. Π., όμως, το αίτημα της ανακοπής να ακυρωθεί το πρώτο εκτελεστό αυτής απόγραφο, δεν συνέχεται με τους λόγους της ανακοπής και επομένως, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, πρόκειται για ανακοπή του άρθρου 632 του ΚΠολΔ, ώστε να μη συντρέχει περίπτωση, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, να διαταχθεί ο χωρισμός και η παραπομπή στο αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο του αιτήματος της ακύρωσης της επιταγής προς πληρωμή που συντάχθηκε κάτω από αντίγραφο του απογράφου της υπ΄αριθμ. 26377/09 διαταγής πληρωμής.
Περαιτέρω, η κρινόμενη ανακοπή του άρθρου 632 του ΚΠολΔ, ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, μέσα στην οριζόμενη από το νόμο προθεσμία των δεκαπέντε εργασίμων ημερών από την επίδοση της διαταγής πληρωμής στο ανακόπτον ΝΠΔΔ, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 632&1εδ.α', 633&2, 585&1 και 215&1 ΚΠολΔ (βλ.την από 14-9-2009 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Δ. Μ. επί του αντιγράφου της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής και την υπ'αριθ. 423/30-9-2009 έκθεση επίδοσης της ανακοπής στην καθ'ης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης Μιχαήλ Γοριδάρη). Αρμόδια δε, φέρεται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό (άρθ. 584, 632&1,3, 18 σε συνδυασμό με το άρθ. 14&2 ΚΠολΔ), κατά την τακτική διαδικασία, με την οποία δικάζεται και η διαφορά από την απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Επίσης νόμιμα και εμπρόθεσμα έχει ασκηθεί και ο πρόσθετος λόγος επί της ανακοπής, σύμφωνα με το άρθρο 585&2 του ΚΠολΔ (βλ. την υπ'αριθ. 1897/20-1-2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης Μιχαήλ Γοριδάρη). Πρέπει, συνεπώς, η ανακοπή και ο πρόσθετος λόγος της να γίνουν τυπικά δεκτοί και να ερευνηθεί περαιτέρω, αν οι λόγοι της ανακοπής και ο πρόσθετος λόγος επί αυτής είναι νόμιμοι και βάσιμοι (633&1 ΚΠολΔ), ενόψει και του ότι δεν απαιτείται η τήρηση της προβλεπόμενης από τις διατάξεις του άρθρου 214Α του Κ.Πολ.Δ. διαδικασίας απόπειρας εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς, καθώς αυτή δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής επί υποθέσεων του Δημοσίου και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις του άρθρ. 2 περ. η' του Π.Δ. 286/1996, Οργανισμός του Ν.Σ.Κ. σε συνδυασμό με το άρθρο 28 παρ. 4 ν.2579/1998, που διέπουν το συμβιβασμό του Δημοσίου και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου σε διαφορές με αυτό.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 94 του ισχύοντος Συντάγματος, στο Συμβούλιο της Επικρατείας και στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως ο νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού (παρ.1). Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και υποθέσεις της εκουσίας δικαιοδοσίας, όπως ο νόμος ορίζει (παρ.2). Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήριο (παρ.3). Στα πολιτικά ή διοικητικά δικαστήρια μπορεί να ανατεθεί και κάθε άλλη αρμοδιότητα διοικητικής φύσεως, όπως ο νόμος ορίζει. Στις αρμοδιότητες αυτές περιλαμβάνεται και η λήψη μέτρων για τη συμμόρφωση της διοίκησης με τις δικαστικές αποφάσεις. Οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως ο νόμος ορίζει (παρ.4). Στην έννοια των δικαστικών αποφάσεων του ως άνω άρθρου 94 παρ.4 του Συντάγματος νοούνται όχι μόνο οι υπό στενή έννοια δικαστικές αποφάσεις, αλλά και οι εξομοιούμενες λειτουργικά με αυτές, αφού υπό προϋποθέσεις (άρθρ. 633 παρ.2) οι διαταγές πληρωμής μπορεί να αποκτήσουν ισχύ δεδικασμένου. Σε εκτέλεση του άρθρου 94 παρ.4 του Συντάγματος εκδόθηκε ο ν. 3068/2002, στο άρθρο 1 του οποίου ορίζεται ότι το Δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται χωρίς καθυστέρηση προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων. Δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου είναι όλες οι αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και ειδικών δικαστηρίων που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει. Με το άρθρο 20 ν. 3301/2004 προστέθηκε τελευταίο εδάφιο στο άρθρο 1 του ως άνω νόμου, σύμφωνα με το οποίο, δεν είναι δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του παρόντος και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ-ζ της παρ.2 του άρθρου 904 ΚΠολΔ (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι διαταγές πληρωμής), πλην των κηρυχθεισών εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων. Η νομοθετική όμως αυτή ρύθμιση που απαγορεύει την εκτέλεση διαταγής πληρωμής σε βάρος του Δημοσίου και των ν.π.δ.δ., αντίκειται στις διατάξεις του παραπάνω άρθρου 94 παρ.4 του Συντάγματος, καθώς και στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ.1, 95 παρ.5 αυτού σε συνδυασμό με τα άρθρα 6 παρ.1, 13 ΕΣΔΑ και 1Α' Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (ΑΠ2347/09 Ν.58.1172, ΕΑ 1837/2007 Ν. 2007/1143, ΕΑ 4486/2006 Ν. 2007/679, βλ.Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ Σ. τόμος έκδ. 2006, άρθρ. 904 αρ.6).
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της ανακοπής του, το ανακόπτον, ζητεί να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής για το λόγο ότι κατά την έννοια του άρθρων 1 του ν.3068/2002 και 20 του ν.3301/2004, η διαταγή πληρωμής δεν αποτελεί δικαστική απόφαση και δεν παρέχεται η δυνατότητα υλοποιήσεως των διαταγών πληρωμής με εκτέλεση κατά των ΝΠΔΔ, καθώς το ίδιο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7παρ.1 του ν.3329/2005, αποτελεί ΝΠΔΔ. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι μη νόμιμος και πρέπει να απορριφθεί, καθώς, σύμφωνα με τα προεκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής εκτελείται κατά του ανακόπτοντος Ν.Π.Δ.Δ.
Η ακυρότητα μιας διαταγής πληρωμής θεμελιώνεται στην έλλειψη νόμιμης προϋπόθεσης αναφορικά με την έκδοσή της. Η (ελλείπουσα) νόμιμη προϋπόθεση αφορά στη φύση της χρηματικής απαιτήσεως για την οποία ζητείται η διαταγή πληρωμής, διότι, κατά την ορθή έννοια του άρθρου 623 ΚΠολΔ, διαταγή πληρωμής δεν μπορεί να ζητηθεί για κάθε φύσεως χρηματική απαίτηση, αλλά για εκείνες μόνον τις χρηματικές απαιτήσεις που ο νόμος επιτρέπει. Οι δε χρηματικές απαιτήσεις, που νομικό και ιστορικό θεμέλιο έχουν (γνήσια) διοικητική σύμβαση, δεν περιλαμβάνονται μεταξύ αυτών. Συγκεκριμένα, για την έκδοση διαταγής πληρωμής ο ΚΠολΔ τάσσει ορισμένες θετικές και αρνητικές προϋποθέσεις, από τις οποίες οι πρώτες διατυπώνονται στο άρθρο 624. Η αναφορά όμως αυτών των προϋποθέσεων δεν είναι εξαντλητική, διότι, παράλληλα με τυχόν αλλά απαράδεκτα που προβλέπονται σε γενικές ή ειδικότερες διατάξεις, η φύση των χρηματικών απαιτήσεων, για τις οποίες μπορεί να εκδοθεί διαταγή πληρωμής, οριοθετείται συμπληρωματικά αλλά καθοριστικά (και) από το άρθρο 632. Το άρθρο αυτό προβλέπει τη δυνατότητα προσβολής της διαταγής πληρωμής με ανακοπή ενώπιον του υλικά αρμοδίου πολιτικού δικαστηρίου. Αυτό άλλωστε είναι αναγκαίο για να ικανοποιηθεί η συνταγματική επιταγή για παροχή έννομης προστασίας (άρθρο 20 Συντάγματος) και η επιταγή του άρθρου 6 παρ. 1 Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα δικαιώματα του ανθρώπου, αφού ο οφειλέτης δεν ακούσθηκε κατά τη διαδικασία εκδόσεως της διαταγής πληρωμής. Ρητά άλλωστε το άρθρο 630 περ. 3 επιβάλλει να αναγράφεται σχετική υπόμνηση στη διαταγή πληρωμής. Από το συνδυασμό, λοιπόν, των άρθρων 623, 630 περ. 3 και 632 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι απαραίτητη προϋπόθεση για να εκδοθεί διαταγή πληρωμής για μια χρηματική απαίτηση είναι (μεταξύ άλλων και) η δυνατότητα του οφειλέτη να ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής ενώπιον του αρμοδίου πολιτικού δικαστηρίου. Ο νομοθέτης του ΚΠολΔ, χορηγώντας στο δικαστή της πολιτικής δικαιοσύνης την εξουσία να εκδίδει, χωρίς προηγούμενη ακρόαση, διαταγή πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις, ήθελε να περιορίσει την εξουσία του αυτή μόνον σ` εκείνες τις απαιτήσεις για τις οποίες το αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο θα είχε δικαιοδοσία να εξετάσει -μετά από ανακοπή- την ουσία της διαφοράς. Έτσι ο νομοθέτης, θεσμοθετώντας τη διαταγή πληρωμής, είχε ασφαλώς κατά νου τις χρηματικές απαιτήσεις του κύκλου δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων. Η πολιτική δικονομία άλλωστε αναφέρεται σε διαφορές που υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Γι` αυτό και προέβλεπε ρητά ότι η ανακοπή θα ασκούνταν ενώπιόν τους. Με τον τρόπο αυτόν έμμεσα αλλά με σαφήνεια οριοθέτησε τις χρηματικές απαιτήσεις, για τις οποίες θα μπορούσε να εκδοθεί διαταγή πληρωμής, με βασικό και πρώτιστο κριτήριο τα όρια δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων. Ακολούθως έθεσε και άλλους περιορισμούς, όπως λ.χ. την απόδειξή τους με έγγραφο, τη μη εξάρτησή τους από αίρεση κ.λ.π. Επειδή όμως ανακοπή δεν μπορεί να ασκηθεί για χρηματική απαίτηση από γνήσια σύμβαση διοικητικού δικαίου ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, δεδομένου ότι η εκδίκαση τέτοιων διαφορών υπάγεται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, a contrario, συνάγεται ότι είναι αδύνατη κατά νόμον και η έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση τέτοια χρηματική απαίτηση. Όταν λοιπόν φέρεται ενώπιον του αρμοδίου δικαστή αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση χρηματική απαίτηση για την οποία δεν μπορεί, για έλλειψη δικαιοδοσίας ή για άλλο λόγο, να ασκηθεί ανακοπή ενώπιον του αρμοδίου υλικά πολιτικού δικαστηρίου, οφείλει κατ` εφαρμογή του άρθρου 628 περ. α΄ ΚΠολΔ να απορρίψει την αίτηση, διότι δεν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την έκδοση διαταγής πληρωμής (βλ. Γ. Αποστολάκη, Διαταγή πληρωμής για χρηματική απαίτηση από (γνήσια) διοικητική σύμβαση Αρμ 2001.1317). Η δυνατότητα, επομένως, που παρέχει ο ΚΠολΔ για την έκδοση διαταγής πληρωμής αφορά αποκλειστικά εκείνες μόνο τις χρηματικές απαιτήσεις των οποίων μπορεί να εξασφαλισθεί η (κατόπιν ανακοπής των άρθρων 632 ή 633 ΚΠολΔ) δικαστική διάγνωση με ισχύ δεδικασμένου από το αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο. (ΕφΠατρ 286/2007 Αρμ 2008.85, ΕφΑθ 132/2005 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘρ 105/2005 Αρμ 2005.1757)Περαιτέρω, σύμφωνα με τα άρθρα 94 παρ.1 και 95 παρ.1 του Συντάγματος και 1 παρ.2 εδ.ι του ν. 1406/1983 (182Α) η σύμβαση είναι διοικητική εάν: α) το ένα τουλάχιστον συμβαλλόμενο μέρος είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή ΝΠΔΔ, β) με τη σύναψη της συμβάσεως επιδιώκεται η ικανοποίηση δημοσίου σκοπού και γ) το Ελληνικό Δημόσιο ή το ΝΠΔΔ είτε βάσει των κανονιστικών ρυθμίσεων, που διέπουν τη σύμβαση είτε βάσει ρητρών, που αποκλίνουν του κοινού δικαίου, βρίσκεται σε υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλομένου, ήτοι σε θέση μη προσιδιάζουσα στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό, με τη δυνατότητα μονομερούς επεμβάσεως στο συμβατικό δεσμό, με άσκηση ελέγχου και επιβολή κυρώσεων (ΑΕΔ 3/1999). Στο πλαίσιο αυτό, από τις διατάξεις του ν 2286/1995 « Προμήθειες του δημοσίου τομέα και ρυθμίσεις συναφών θεμάτων» (ΦΕΚ Α΄199) και του π.δ.60/2007 «Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας περί δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών» (ΦΕΚ Α΄64/16-3-07), συνάγεται ότι με αυτές θεσπίζεται ιδιαίτερο νομικό καθεστώς υπέρ του δημοσίου, στο πλαίσιο του οποίου αυτό κατέχει υπερέχουσα θέση έναντι των αντισυμβαλλομένων του, δικαιούμενο να επεμβαίνει μονομερώς στο συμβατικό δεσμό. Εξάλλου, στο άρθρο 22 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας ορίζεται ότι: «η διοικητική σύμβαση υποβάλλεται στον έγγραφο τύπο, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Για την κατάρτιση της η πρόταση και αποδοχή είναι δυνατόν να γίνονται με χωριστά έγγραφα». Επομένως, συμβάσεις που συνάπτονται από ΝΠΔΔ, κατά τη νομοθεσία περί προμηθειών του δημοσίου, με αντικείμενο την άσκηση δημόσιας υπηρεσίας υπό λειτουργική έννοια, δηλαδή αφορούν σε δραστηριότητα με αντικείμενο την παροχή αγαθών ή υπηρεσιών προς τους διοικουμένους, για την ικανοποίηση βασικών αναγκών τους, όπως για παράδειγμα η προμήθεια ιατροφαρμακευτικών ειδών από τα δημόσια νοσοκομεία, που αποσκοπούν στην επίτευξη δημόσιου σκοπού και δη, τη δημόσια υγεία, με την άμεση παροχή υπηρεσιών προς τους ασθενείς διοικουμένους, φέρουν το χαρακτήρα διοικητικής συμβάσεως και οι εξ αυτών διαφορές επιλύονται από το αρμόδιο διοικητικό εφετείο (ΕπΑνΣτΕ 44/2002 αδημ. Βλ. Σπηλιωτόπουλο Εγχειρίδιο Διοικητικού δικαίου έκδ. 2001, σελ.197 επ), ενώ, αντιθέτως, συμβάσεις με αντικείμενο την πώληση φαρμακευτικών προϊόντων σε νοσοκομεία και άλλες μονάδες του ΕΣΥ, εφόσον δεν υποβλήθηκαν στον έγγραφο τύπο και δεν τελούν, όσον αφορά τη σύναψη και εκτέλεση αυτών υπό νομικό καθεστώς που να εξασφαλίζει στο αντισυμβαλλόμενο ΝΠΔΔ την άσκηση δημόσιας εξουσίας, κυρίως με την παροχή σε αυτό από τη σχετική νομοθεσία ή τους όρους της σύμβασης της δυνατότητας να επεμβαίνει μονομερώς σε αυτή και να επιβάλει κυρώσεις, αποτελούν, παρά τον εξυπηρετούμενο με αυτές δημόσιο σκοπό, συνιστάμενο στην παροχή ιατρικής περίθαλψης προς τους πολίτες, συμβάσεις πώλησης διεπόμενες από τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου (άρθρ. 513 επ. ΑΚ) και ως εκ τούτου, η εκδίκαση των διαφορών που γεννώνται κατά την εκτέλεσή τους υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ΔιοικΕφΑθ 1694/2007, 2842/2007, ΔιοικΕφΠειρ 2191 / 2007 αδημ).
Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της ανακοπής του, το ανακόπτον ζητεί να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, για το λόγο ότι εκδόθηκε χωρίς να συντρέχει ουσιώδης δικονομική προϋπόθεση και δη εκδόθηκε για χρηματική απαίτηση προερχόμενη από συμβάσεις πώλησης οι οποίες έχουν το χαρακτήρα διοικητικών συμβάσεων, που υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών δικαστηρίων και όχι των πολιτικών δικαστηρίων, ώστε να είναι δυνατή η έκδοση διαταγής πληρωμής και η προσβολή αυτής με ανακοπή ενώπιον του αρμόδιου πολιτικού δικαστηρίου. Επί του λόγου αυτού λεκτέα τα ακόλουθα:
Από όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Μετά την από 8-7-2009 αίτηση της καθ' ης εκδόθηκε από τη Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης η υπ' αριθμ. 26377/2009 ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής σε βάρος του ανακόπτοντος, δυνάμει της οποίας το τελευταίο υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ' ης το συνολικό ποσό των 191.304,38 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της προθεσμίας που τάχθηκε για την εξόφληση του κάθε τιμολογίου. Η ως άνω διαταγή πληρωμής εκδόθηκε με βάση τα αναφερόμενα σ' αυτήν 49 τιμολόγια και δελτία αποστολής και το ως άνω ποσόν των 191.304,38 ευρώ, αποτελεί το οφειλόμενο τίμημα από διαδοχικές συμβάσεις πώλησης εκτελεστέες σταδιακά, κατά το χρονικό διάστημα από 6-7-2007 έως 4-12-2008, που καταρτίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων μερών, ήτοι του ανακόπτοντος δημοσίου νοσοκομείου, που αποτελεί νπδδ και της καθ' ης-προμηθεύτριας εταιρίας, η οποία έχει ως αντικείμενο την παραγωγή, εισαγωγή, πώληση, διανομή και εμπορία φαρμακευτικών προϊόντων, στα πλαίσια των οποίων (συμβάσεων) πώλησε και παρέδωσε στο ανακόπτον προϊόντα εμπορίας της και συγκεκριμένα φαρμακευτικά προϊόντα, κατόπιν απευθείας παραγγελιών του ανακόπτοντος, χωρίς να μεσολαβήσει μεταξύ αυτών η κατάρτιση συμβάσεως κατά τις διατάξεις περί προμηθειών του Δημοσίου. Ειδικότερα, οι συμβάσεις αυτές δεν υποβλήθηκαν σε έγγραφο τύπο και δεν τελούσαν, όσον αφορά τη σύναψη και εκτέλεση αυτών υπό νομικό καθεστώς που να εξασφαλίζει στο ανακόπτον ΝΠΔΔ την άσκηση δημόσιας εξουσίας, κυρίως με την παροχή σε αυτό από τη σχετική νομοθεσία ή τους όρους της σύμβασης της δυνατότητας να επεμβαίνει μονομερώς σε αυτή και να επιβάλει κυρώσεις. Επομένως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη και ο δεύτερος λόγος της ανακοπής τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος, διότι, κατά τα προαναφερόμενα, δεν καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων διοικητική σύμβαση, λόγω μη συνάψεως συμβάσεως προμήθειας κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις περί προμηθειών του δημοσίου, αλλά οι γενόμενες πωλήσεις φαρμάκων έγιναν με απευθείας τηλεφωνικές παραγγελίες κι ως εκ τούτου πρόκειται για συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου, η ένδικη δε διαφορά που γεννάται από την εκτέλεση αυτών υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και συνακόλουθα για την επίδικη απαίτηση ήταν δυνατή η έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, κατά τα άρθρα 624 έως 634 ΚΠολΔ, διότι είναι μεταξύ εκείνων των απαιτήσεων τις οποίες ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας επιτρέπει την έκδοση διαταγής πληρωμής, καθώς και η άσκηση ανακοπής κατά αυτής ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων.
Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο με το επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο (ΟλΑΠ 17/1995, ΕλλΔικ 36, 1531). Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από την συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα του. Απαιτείται, ακόμη, οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ' αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαίτερα επαχθείς για τον υπόχρεο συνέπειες, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου (ΑΠ 321/2002, ΕλλΔικ 44.143, ΑΠ 1305/2002 ΕλλΔικ 44.1306, ΑΠ 1129/2002, ΕλλΔικ 45.424, ΕφΠειρ 878/2004 ΠειρΝομολ 2004.400).
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της ανακοπής το ανακόπτον, προβάλλει τον ισχυρισμό περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος της καθής να αξιώσει την απαίτησή της με την έκδοση της ένδικης διαταγής πληρωμής, για το λόγο ότι δεν είναι δυνατή η θεώρηση του σχετικού χρηματικού εντάλματος από το Ελεγκτικό Συνέδριο, διότι οι διαταγές πληρωμής, ως εκτελεστοί τίτλοι δεν εμπίπτουν στην έννοια των δικαστικών αποφάσεων του άρθρου 1 του ν.3068/2002, γεγονός που γνώριζε η καθ΄ης.
Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι νόμω αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, διότι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στον πρώτο λόγο ανακοπής, η καθ΄ης δικαιούται να διεκδικήσει την ικανοποίηση της αξίωσής της με την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, της οποίας είναι δυνατή η έκδοση κατά του ανακόπτοντος Ν.Π.Δ.Δ., υπό τις εκεί αναφερόμενες προϋποθέσεις.
Το π.δ. 166/2003 «Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2000/35 της 29.6.2000 για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές» (ΦΕΚ 138 Α΄) ορίζει στο άρθρο 2 ότι: «Οι διατάξεις του διατάγματος αυτού εφαρμόζονται στις πληρωμές που έχουν χαρακτήρα αμοιβής από εμπορική συναλλαγή», στο άρθρο 3 ότι: «Κατά την έννοια του διατάγματος αυτού: 1. Εμπορική συναλλαγή, είναι κάθε συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημόσιων αρχών, η οποία συνεπάγεται την παράδοση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής. α. Δημόσια αρχή είναι κάθε αναθέτουσα αρχή ή φορέας, όπως ορίζεται στα προεδρικά διατάγματα για τις δημόσιες συμβάσεις προμηθειών (Π.Δ. 370/1995, ΦΕΚ Α΄ 199), υπηρεσιών (Π.Δ. 346/1998, ΦΕΚ Α΄ 230) εξαιρούμενων τομέων (Π.Δ. 57/2000, ΦΕΚ Α΄ 45) και Δημοσίων έργων (Π.Δ. 334/2000, ΦΕΚ Α΄ 279), όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν. β. Επιχείρηση είναι κάθε οργάνωση, η οποία ενεργεί στα πλαίσια ανεξάρτητης οικονομικής ή επαγγελματικής της δραστηριότητας, ακόμη και αν η δραστηριότητα αυτή ασκείται από ένα και μόνο πρόσωπο. 2. Καθυστέρηση πληρωμής είναι η μη τήρηση της συμβατικής ή νόμιμης προθεσμίας πληρωμής. 4. Εκτελεστός τίτλος είναι κάθε απόφαση, διάταξη ή διαταγή πληρωμής, εκδιδόμενη από δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή, η οποία, επιβάλλει την υποχρέωση για καταβολή, και παρέχει τη δυνατότητα στο δανειστή να επιτύχει την είσπραξη της απαίτησής του από τον οφειλέτη με αναγκαστική εκτέλεση» και στο άρθρο 4 ότι: «1. Τόκος υπερημερίας οφείλεται από την ημέρα που ακολουθεί την ημερομηνία πληρωμής ή το τέλος της περιόδου πληρωμής που ορίζει η σύμβαση. 2. Εάν δεν συμφωνήθηκε ορισμένη ημέρα ή προθεσμία πληρωμής της αμοιβής, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος, χωρίς να απαιτείται όχληση, και οφείλει τόκους: α. Εάν παρέλαβε το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο μέχρι το χρόνο της παραλαβής των αγαθών ή της παροχής των υπηρεσιών ή αν δεν παρέλαβε ή δεν είναι βέβαιο πότε παρέλαβε τέτοιο έγγραφο, μόλις περάσουν 30 ημέρες από την παραλαβή των αγαθών ή την παροχή των υπηρεσιών. β. Εάν από το νόμο ή τη σύμβαση προβλέπεται διαδικασία αποδοχής ή ελέγχου για την επαλήθευση της αντιστοιχίας συμφωνημένων και παραλαμβανομένων αγαθών ή υπηρεσιών, μόλις περάσουν 30 ημέρες από την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποδοχής ή ελέγχου, εφόσον παρέλαβε το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο μέχρι την ολοκλήρωση της εν λόγω διαδικασίας. γ. Εάν η παραλαβή των αγαθών ή η παροχή των υπηρεσιών ή η διαδικασία αποδοχής ή ελέγχου έχει προηγηθεί, μόλις περάσουν 30 ημέρες από το χρόνο παραλαβής του τιμολογίου ή άλλου ισοδύναμου για πληρωμή εγγράφου. δ. Στις συμβάσεις μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών της παραγράφου 1 α του άρθρου 3 του παρόντος, η προθεσμία καταβολής τόκων σε κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις, ορίζεται αποκλειστικώς σε 60 ημέρες. 3. Ο δανειστής δικαιούται τόκους, εφόσον α) έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νόμιμες υποχρεώσεις του και β) δεν έχει εισπράξει εγκαίρως το οφειλόμενο ποσό, εκτός, εάν δεν υπάρχει ευθύνη του οφειλέτη για την καθυστέρηση». Εξάλλου, το ν.δ. 496/1974 «Περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου» (ΦΕΚ 204 Α΄) ορίζει, στην παράγρ. 2 του άρθρου 7, ότι: «ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος κάθε οφειλής του νομικού προσώπου ανέρχεται σε 6% ετησίως, πλην εάν άλλως ορίζεται δια συμβάσεως ή ειδικού νόμου και άρχεται από επιδόσεως της αγωγής». Το προαναφερθέν δε π.δ. 166/2003 εκδόθηκε με σκοπό την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας 2000/35/ΕΚ, που στόχευε στην καταπολέμηση, σε κοινοτικό επίπεδο και με ενιαίο τρόπο, των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές στην εσωτερική αγορά, προς διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της, των συνθηκών ανάπτυξης υγιούς ανταγωνισμού και της βιωσιμότητας των επιχειρήσεων. Επομένως, οι διατάξεις του εν λόγω π.δ/τος που αποτελούν μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη των διατάξεων της ως άνω Οδηγίας, κατισχύουν κάθε αντίθετης διατάξεως της εσωτερικής νομοθεσίας. Ειδικότερα, ως προς την επιβολή τόκου υπερημερίας εις βάρος δημοσίων αρχών, λόγω των εκ μέρους των καθυστερήσεων πληρωμών σε εμπορικές συναλλαγές μεταξύ αυτών και των επιχειρήσεων/δανειστών τους, οι διατάξεις του ως άνω π.δ/τος είναι αποκλειστικά εφαρμοστέες ως νεότερες και ειδικότερες έναντι της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 7 του ν.δ/τος 496/1974, που αναφέρεται στο ζήτημα της επιβολής τόσο του νόμιμου όσο και του τόκου υπερημερίας γενικώς για κάθε οφειλή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Περαιτέρω, η αναθέτουσα δημόσια αρχή οφείλει τόκους από την επόμενη της συμφωνηθείσας ημερομηνίας ή προθεσμίας πληρωμής, άλλως, εάν δεν υπάρχει τέτοια συμφωνία, καθίσταται αυτομάτως υπερήμερη και οφείλει τόκους, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη όχληση του δανειστή, μόλις περάσουν 60 ημέρες από τα χρονικά σημεία που αναφέρονται στις προπαρατεθείσες περιπτ. α΄, β΄ και γ΄ της παρ. 2 του άρθρου 4 του π.δ/τος 166/2003 (ΕλΣυν 53/09 ΔΣΑ, Πρακτικά 40ης Συν./22.12.2008 IV Τμ. Ελ. Συν, ΔιοικΕφ Αθ1225/10 ΔΣΑ, ΔιοικΕφΑθ 639/10, 640/10 ΔΣΑ). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 9παρ.2 του π.δ. 108/93 «Συγκρότηση, Οργάνωση και Λειτουργία Νοσοκομειακού Φαρμακείου»: «Οι προμήθειες του Φαρμακευτικού και Λοιπού Υλικού γίνονται με γραπτές ή τηλεφωνικές παραγγελίες, σύμφωνα με τη συνταγογραφία και τις ανάγκες του νοσοκομείου και με τις ισχύουσες διατάξεις περί Κρατικών Προμηθειών, οι δε παραλαβές γίνονται από την Τριμελή Επιτροπή, η οποία συγκροτείται σύμφωνα με το εδάφιο γ της παραγρ.2 του άρθρου 10 του παρόντος π.δ., η οποία συντάσσει το Πρωτόκολλο Παραλαβής και Δελτίο Εισαγωγής όπως προβλέπεται από τους Οικονομικούς και Διαχειριστικούς Κανόνες των Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων», ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10παρ.2εδ.γ΄του ίδιου π.δ.: «Η Τριμελής Επιτροπή Παραλαβής συγκροτείται από το φαρμακοποιό που ορίσθηκε υπεύθυνος παρακολουθήσεως των διαχειριστικών βιβλίων, ένα βοηθό φαρμακείου και ένα διοικητικό υπάλληλο με τους αναπληρωτές τους».
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής, το ανακόπτον ζητεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, κατά το μέρος που ζητήθηκε η επιδίκαση τόκων υπερημερίας από την επομένη της δήλης ημέρας πληρωμής κάθε τιμολογίου, διότι κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 4 του π.δ.166/2003, 9παρ.2 και 10παρ.2περ.γ του π.δ.108/93, από κανένα από τα προσκομισθέντα έγγραφα δεν προκύπτουν οι ημερομηνίες ολοκλήρωσης της διαδικασίας αποδοχής και ελέγχου των πωληθέντων σ΄αυτό ειδών, που προβλέπεται από τις ως άνω διατάξεις και συνεπώς ο χρόνος έναρξης τοκοφορίας της κατ΄αυτού απαίτησης.
Όπως προκύπτει από τα προσκομισθέντα από την καθ΄ης τιμολόγια πώλησης προς το ανακόπτον, υφίσταται ρητή αναγραφή «επί πιστώσει μετρητά εντός 60 ημερών», γεγονός εξάλλου το οποίο δεν αμφισβητεί το ανακόπτον, αλλά αντίθετα συνομολογεί, περιοριζόμενο στην επίκληση των διατάξεων του άρθρου 4 του π.δ.166/03 σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 9παρ.2 και 10παρ.2περ.γ του π.δ.108/93. Επομένως, ο τέταρτος λόγος ανακοπής είναι απορριπτέος, καθόσον, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην προπαρατεθείσα μείζονα σκέψη, ο υπολογισμός των τόκων έγινε νομίμως βάσει των διατάξεων του π.δ/τος 166/2003, δεδομένου ότι ρητά προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 4παρ.2δ του ως άνω π.δ. ο χρόνος τοκοφορίας του κάθε επιμέρους τιμολογίου, ο οποίος είναι και ο συμφωνημένος μεταξύ των διαδίκων χρόνος τοκοφορίας των 60 ημερών, η λειτουργία δε της επιτροπής παραλαβής των νοσοκομειακών φαρμακείων, που περιγράφεται στο άρθρο 9παρ.2 του π.δ.108/93 αφορά καθαρά εσωτερικές διαδικασίες του Νοσοκομείου και εξασφαλίζει άλλους σκοπούς και όχι την βεβαίωση της παραλαβής των πιο πάνω φαρμάκων, την οποία άλλωστε δεν αμφισβητεί το ανακόπτον, το δε ληξιπρόθεσμο και απαιτητό των αξιώσεων του πωλητή (καθ΄ης η ανακοπή), οι οποίες προκύπτουν από πωλήσεις ιδιωτικού δικαίου φαρμακευτικού κ.λ.π. υλικού προς δημόσιο νοσοκομείο (ανακόπτον), δεν εξαρτώνται (με οποιοδήποτε νόμιμο τρόπο) από τη σύνταξη πρωτοκόλλου παραλαβής, με τον τρόπο που περιγράφεται στις ως άνω διατάξεις. Η αντίθετη εκδοχή, την οποία αβάσιμα υποστηρίζει το ανακόπτον, πέραν του ότι δεν προβλέπεται σε καμία διάταξη νόμου, δεν μπορεί να ισχύσει σε ιδιωτικού δικαίου συμβάσεις, διότι, αν ίσχυε, θα ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά χρηστά ήθη (άρθρ.288 ΑΚ), καθότι από άσχετες με τον πωλητή διατυπώσεις, η τήρηση των οποίων δεν αφορά τις συναλλαγές, αλλά εξυπηρετεί μόνο εσωτερικούς (δημοσιονομικούς) σκοπούς του Ελληνικού Δημοσίου και εν τέλει εξαρτάται εξ ολοκλήρου από τη βούληση του αγοραστή Νοσοκομείου (δηλ. από την τυπική παραλαβή του πωληθέντος υλικού με τη διαδικασία που περιγράφεται στις ως άνω διατάξεις), θα καθοριζόταν αν αυτός τελικά οφείλει να καταβάλει στον πωλητή το τίμημα για το αντικείμενο της πώλησης που ουσιαστικά παρέλαβε (ΠολΠρΚαβ241, 242/2010 αδημ.).
Κατά το άρθρο 624παρ.1 του ΚΠολΔ, η έκδοση διαταγής πληρωμής μπορεί να ζητηθεί μόνο αν η απαίτηση δεν εξαρτάται από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και το ποσό χρημάτων ή χρεογράφων που οφείλεται είναι ορισμένο, δηλαδή εκκαθαρισμένο (ΑΠ 294/03 Νόμος). Εκκαθαρισμένη είναι η απαίτηση όταν από τον εκτελεστό τίτλο προκύπτει το ποσό και το ποιόν της οφειλόμενης παροχής, βέβαιη δε όταν δεν τελεί υπό αναβλητική αίρεση, όρο ή προθεσμία (ΕφΘεσ 244/1992 ΕλλΔνη 3.1280, ΕφΑθ 2535/1998 ΕλλΔνη 40.384).
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πέμπτο λόγο της ανακοπής, το ανακόπτον ζητεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, για το λόγο ότι η καθ΄ης παράνομα και καταχρηστικά προέβη στην έκδοσή της, καθώς, ενώ ήδη με το αποσταλέν στο Λογιστήριο του ανακόπτοντος από τον Ιούνιο του έτους 2009 έγγραφό της είχε εκδηλώσει την σαφή πρόθεσή της να περιληφθεί στα διαδικασία ρύθμισης των επίδικων τιμολογίων που προβλέπεται στην υπ΄αριθμ.πρωτ. 676/2-4-2009 εγκύκλιο του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, δημιουργώντας στο ανακόπτον την πεποίθηση ότι μετέχει στη διαδικασία αυτή και ενώ αυτό προέβαινε στις νόμιμες ενέργειες εκκαθάρισης των απαιτήσεων και ελέγχων νομιμότητας, η καθ΄ης εντελώς αδικαιολόγητα και καταχρηστικά, εντός ελαχίστου χρονικού διαστήματος από την εκδήλωση της βούλησής της με την προσκόμιση των απαιτουμένων δικαιολογητικών στο ανακόπτον για την υπαγωγή της στο καθεστώς ρύθμισης, εξέδωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Επίσης, ισχυρίζεται και ότι η απαίτηση βάσει της οποίας εκδόθηκε η τελευταία δεν είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη, αφού μετά την υπαγωγή της καθ΄ης στο καθεστώς ρύθμισης, το ανακόπτον οφείλει να προβεί σε έλεγχο νομιμότητας της πληρωμής, αποστέλλοντας τα σχετικά έγγραφα προς έλεγχο στο Ελεγκτικό Συνέδριο.
Όπως προκύπτει από την υπ΄ αριθμ πρωτ. ΓΓ 676/2-4-2009 εγκύκλιο του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, με αντικείμενο τη ρύθμιση από το Ελληνικό δημόσιο των οφειλών των νοσοκομείων του Ε.Σ.Υ. προς τους προμηθευτές τους, προβλέφθηκε ειδική διαδικασία ρύθμισης των οφειλών που είχαν δημιουργηθεί μέχρι την 31-12-2008 και ειδικότερα ότι: « ως προϋπόθεση για τη ρύθμιση των οφειλών των νοσοκομείων μέχρι την 30-6-2007 έχει τεθεί η υπογραφή από το Νοσοκομείο και τον Προμηθευτή μίας σύμβασης, στην οποία θα επιβεβαιώνεται και από τις δύο πλευρές ο ακριβής αριθμός των τιμολογίων...», η καθ΄ης όμως εταιρία αν και υπάγεται στην κατηγορία των προμηθευτών φαρμάκων, δεν συνήψε καμία σύμβαση περί ρύθμισης των υφιστάμενων προς αυτήν οφειλών του ανακόπτοντος. Σε αντίθετο δε συμπέρασμα δεν μπορεί να οδηγηθεί το Δικαστήριο από το γεγονός ότι η καθ΄ ης υπέβαλλε στο λογιστήριο του ανακόπτοντος τα επικαλούμενα από το τελευταίο δικαιολογητικά, δεδομένου ότι τα δικαιολογητικά αυτά κατατέθηκαν προκειμένου να επιτευχθεί η είσπραξη των οφειλομένων ποσών, σε κάθε δε περίπτωση η υπαγωγή στη ρύθμιση των χρεών είναι δυνητική και όχι υποχρεωτική (ΣτΕ396/09 Νόμος, ΤρΔιοικΕφΘεσ 1186/2007 αδημ.) και η ίδια η καθ΄ης δεν την αποδέχθηκε, μετά δε τη μη επίτευξη αυτής (ρύθμισης) ουδεμία απαγόρευση δεν υφίστατο να επιδιώξει δικαστικά την είσπραξη των οφειλομένων. Εξάλλου, η διαδικασία ρύθμισης έπαυσε να ισχύει, καθώς ο ΣΦΕΕ (Σύνδεσμος Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος), στον οποίο συμμετέχει και η καθ΄ης, έχει δηλώσει με την από 17-9-2009 επιστολή του Γενικού Διευθυντή του την αποχώρησή του από τις συζητήσεις για τη ρύθμιση των χρεών με τον προτεινόμενο από το Ελληνικό Δημόσιο τρόπο. Επομένως, το γεγονός ότι μετά την υποβολή του από τον Ιούνιο του έτους 2009 εγγράφου της καθ΄ης περί υπαγωγής της στη διαδικασία ρύθμισης των χρεών, αυτή προέβη στην έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγή πληρωμής δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά της καθ΄ης, κατά την έννοια του άρθρου 281 του Α., η διεκδίκηση της ικανοποίησης της αξίωσής της με την έκδοση της ως άνω διαταγής πληρωμής, αφού όχι μόνο δεν ολοκληρώθηκε η υπαγωγή της στη ρύθμιση, αλλά ούτε αποδείχθηκε ότι πέραν της κατάθεσης των ως άνω δικαιολογητικών από την καθ΄ης το ανακόπτον προέβη σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια προς ολοκλήρωση της διαδικασίας ρύθμισης. Ανεξάρτητα, όμως, με τα παραπάνω και σε κάθε περίπτωση με τις εγκυκλίους δεν θεσπίζεται καμία ρύθμιση, ούτε επέρχονται έννομες συνέπειες, καθώς αφορούν μόνο στην παροχή οδηγιών και διευκρινήσεων σχετικά με την εφαρμογή των νόμων, νομοθετικών και κανονιστικών πράξεων (ΣτΕ 641/98 Νόμος). Ως προς το δεύτερο σκέλος δε του πέμπτου λόγου ανακοπής, που πλήττει το βέβαιο και εκκαθαρισμένο της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, πρέπει να σημειωθεί ότι η ως άνω εγκύκλιος δεν μπορεί να επιδράσει μονομερώς στο ληξιπρόθεσμο και απαιτητό των σχετικών αξιώσεων, καθότι ούτε από την εν λόγω εγκύκλιο ούτε από καμία διάταξη νομοθετικής ισχύος δεν προκύπτει υποχρέωση των προμηθευτών να δεχθούν αντί για καταβολή από το Δημόσιο κ.λ.π. να υπαχθούν στη διαδικασία ρύθμισης των χρεών της. Εξάλλου, η απαίτηση της καθ΄ης ήταν ορισμένη χωρίς να εξαρτάται υπό αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και δεν χρειαζόταν να αναμένει τον έλεγχο της νομιμότητάς της από το Ελεγκτικό Συνέδριο, διαδικασία η οποία προβλεπόταν από την προαναφερόμενη εγκύκλιο, για την έκδοση της σχετικής εντολής πληρωμής για τα χρέη των νοσοκομείων που θα υπαγόταν στη ρύθμιση. Επομένως, ο πέμπτος λόγος της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι αφενός μεν η υπαγωγή της καθ΄ης στη ρύθμιση ήταν δυνητική και η ίδια δεν την αποδέχτηκε και αφετέρου μετά την μη επίτευξη αυτής (ρύθμισης), ουδεμία απαγόρευση δεν υφίστατο να επιδιώξει η καθ΄ ης δικαστικά την είσπραξη των οφειλομένων.
Επειδή κατά το άρθρο 623 του ΚΠολΔ κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 624 έως 634 μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις, ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, κατά δε το άρθρο 626 §3 του ιδίου Κώδικα, στην αίτηση του δικαιούχου για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα, από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Η διαταγή πληρωμής μπορεί να εκδοθεί και με το συνδυασμό περισσοτέρων εγγράφων, εφόσον με αυτά αποδεικνύεται η χρηματική απαίτηση ή η παροχή χρεογράφων (ΑΠ 1305/2009 δημ. Νόμος). Αν η απαίτηση ή το ποσό της δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής οφείλει, κατά το άρθρο 628 ΚΠολΔ, να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής, στην περίπτωση δε που, παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης, εκδοθεί διαταγή πληρωμής, αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτου κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής για τον λόγο αυτόν απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξάρτητα από την ύπαρξη δυνατότητας να αποδειχθεί η απαίτηση από άλλα αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 1378/2009 Νόμος). Από τη γραμματική δε διατύπωση των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 632, 624 §1, 626 §2 και 3 και 630 KΠολΔ, σαφώς συνάγεται ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την έγκυρη έκδοση διαταγής πληρωμής είναι, πλην άλλων και η ύπαρξη, κατά το χρόνο έκδοσής της, της απαίτησης για την οποία εκδίδεται. Έτσι, η αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να περιέχει, εκτός των άλλων στοιχείων και την απαίτηση του αιτούντος, σ' αυτήν δε πρέπει να επισυνάπτονται δημόσια και ιδιωτικά έγγραφα, που έχουν συνταχθεί κατ' αποδεικτικό τύπο, από τα οποία και μόνο αποδεικνύεται η απαίτηση και το ποσό αυτής (EφΘεσ 861/2000 Aρμ 2000.1501). Eπίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 585 §2, 633 §1 και 118 KΠολΔ συνάγεται ότι οι λόγοι ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής μπορούν να αφορούν είτε την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, υπό την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι κατά τα άρθρα 623, 624-626 KΠολΔ απαιτούμενοι όροι και προϋποθέσεις έγκυρης έκδοσης αυτής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γέννησης της απαίτησης του καθ' ου η ανακοπή ενστάσεις, ή περιορίζεται σε απλή άρνηση της ύπαρξης του χρέους του, αμφισβητώντας τα περιστατικά επί των οποίων στηρίζεται. Ήτοι, από τις διατάξεις των άρθρων 623-634 KΠολΔ προκύπτει ότι, με την ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, ελέγχονται το κύρος και η νομιμότητα της διαταγής πληρωμής, ως εκτελεστού τίτλου, στοιχείο των οποίων αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε και η ύπαρξη της απαίτησης κατά το χρόνο έκδοσης του τίτλου αποδεικνυόμενης με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 158 AK, η τήρηση τύπου για τη δικαιοπραξία απαιτείται μόνον όπου ο νόμος το ορίζει, κατά δε την §1 του άρθρου 159 AK, δικαιοπραξία για την οποία δεν τηρήθηκε ο από το νόμο απαιτούμενος τύπος, ενόσω δεν ορίζεται διαφορετικά, είναι άκυρη. Εξάλλου, στο άρθρο 41 του ν.δ. 496/1974 ''περί λογιστικού των ν.π.δ.δ.'', ορίζεται ότι: ''πάσα σύμβασις δια λογαριασμόν του ν.π. έχουσα αντικείμενον άνω των 10.000 δρχ. ή δημιουργούσα υποχρεώσεις διαρκείας, εφόσον δεν ορίζεται άλλως, υποβάλλεται εις τον τύπον του ιδιωτικού εγγράφου. Tο ποσόν τούτο δύναται να αυξομειούται δι' αποφάσεων του Yπουργού των Oικονομικών, δημοσιευομένων εις την E. της Kυβερνήσεως. H πρότασις καταρτίσεως συμβάσεως και η αποδοχή αυτής, δύναται να γίνουν και δι' ιδιαιτέρων εγγράφων. H εκ της μη τηρήσεως του τύπου της εγγράφου αποδοχής ακυρότης αίρεται εν περιπτώσει εκπληρώσεως της συμβάσεως.'' Tο παραπάνω ποσό των 10.000 δρχ. αυξήθηκε από 9-7-1992 σε 150.000 δρχ. με την υπ' αριθμ.
2054839/452/            0026/3/9-7-1992       Yπουργική απόφαση (Φ. B'447) και σε 2.500 ευρώ από 7-8-2002 με την υπ' αριθμ. 2/42053/0094 /7-8-2002 απόφαση του Yπουργού Oικονομικών (Φ. 1033/7-8-2002). A. το συνδυασμό των διατάξεων αυτών σαφώς προκύπτει ότι κάθε σύμβαση που καταρτίζεται από ν.π.δ.δ και έχει αντικείμενο πάνω από 10.000 δρχ. αρχικά, από 150.000 δρχ. στη συνέχεια και ήδη 2.500 ευρώ κατά τις ανωτέρω διακρίσεις, υποβάλλεται σε έγγραφο τύπο, απαιτούμενο από το νόμο, χωρίς την τήρηση του οποίου η δικαιοπραξία είναι άκυρη. Η ακυρότητα της σύμβασης από την έλλειψη του απαιτούμενου τύπου, ο οποίος είναι συστατικός και όχι αποδεικτικός, τόσο για την αρχική σύμβαση όσο και για την τυχόν τροποποίησή της, είναι απόλυτη και λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο εφόσον προκύπτει από τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά (ΑΠ 112/2003 ΕλλΔνη 44,962, ΑΠ 893/1992 ΔΕΝ 49,304, ΕφΘεσ 959/2004 Αρμ 58,1013, ΕφΠατρ 325/2004 ΝΟΜΟΣ, EφAθ 11549/1995, ΝοΒ 1996.1008, βλ. Mπαλή, Γεν.Aρχ. έκδ. 7η §53, Pάμμο EρμAK υπ' άριθ.159 αρ.7). Eξάλλου, η με την τελευταία παράγραφο του παραπάνω άρθρου 41 νδ.496/74 διαλαμβανόμενη περίπτωση άρσης της ακυρότητας από την μη τήρηση του τύπου της έγγραφης αποδοχής, με την εκπλήρωση της σύμβασης, αναφέρεται στην τρίτη παράγραφο του άρθρου αυτού, κατά την οποία ''H πρότασις καταρτίσεως συμβάσεως και η αποδοχή αυτής δύναται να γίνουν και δι' ιδιαιτέρων εγγράφων. Δηλαδή, η παραπάνω ακυρότητα από τη μη τήρηση του τύπου, καλύπτεται, σε περίπτωση εκτέλεσης της σύμβασης, εφόσον όμως είχε προηγηθεί έγγραφη πρόταση για την κατάρτισή της, χωρίς να επακολουθήσει και έγγραφη αποδοχή, όχι όμως και όταν δεν τηρήθηκε καθόλου τύπος για την πρόταση, η οποία επειδή είναι μονομερής και απευθυντέα σε τρίτον δήλωση βούλησης και αποτελεί ουσιώδες κατά το άρθρο 192 AK στοιχείο της σύμβασης, πρέπει να είναι πλήρης κατά περιεχόμενο και ορισμένη, οπότε δεν καταρτίζεται σύμβαση, αφού δεν νοείται αποδοχή χωρίς πρόταση (ολ.AΠ 862/1984 EEΔ 43.627, ΑΠ 1134/97 ΕλλΔνη 40,613, ΑΠ 432/97 ΝοΒ 46,340). Στις ανωτέρω περιπτώσεις ακυρότητας της σύμβασης, τα συμβαλλόμενα μέρη δεν μπορούν να προβάλλουν αξιώσεις στηριζόμενες στη σύμβαση, αλλά μόνο στηριζόμενες στις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού και ειδικότερα στο άρθρο 904 AK (ΑΠ 787/1995 ΔΕΕ 1996,298, ΑΠ 876/95 ΕΕΝ 63,751). Tην ακυρότητα δε από την έλλειψη του τύπου μπορεί να προτείνει και αυτός που ενώ γνώριζε ότι απαιτείται τύπος, προέβη στη σύναψη παράτυπης σύμβασης, αλλά και το Δικαστήριο λαμβάνει αυτήν υπόψη αυτεπάγγελτα κατά τα άνω, γιατί οι διατάξεις περί τύπου είναι δημόσιας τάξης (AΠ379/1975 NοB 23.1154, EφAθ 3395/1986 Aρμ. 1987.114, βλ. Mπαλή, Γεν.Aρχ. §53, Kαυκά, Eνοχ.έκδ. 1957 σελ. 638-639). Εξάλλου, αναφορικά με τη σύναψη συμβάσεων προμήθειας με νπδδ, απαιτείται η τήρηση της διαδικασίας που προβλέπεται στο π.δ. 394/1996 περί ‘'Κανονισμού Προμηθειών του Δημοσίου'', που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 5 του ν. 2286/1995 και ρυθμίζει τα σχετικά με τη σύναψη και εκτέλεση των συμβάσεων προμηθειών αγαθών που εκτελούνται από το Δημόσιο και τα νπδδ, ήτοι προκήρυξη σχετικού διαγωνισμού, προσφορές, αξιολόγηση αυτών ή απευθείας ανάθεση και υπογραφή και από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη έγγραφης σύμβασης (βλ. άρθρ. 24 §1 πδ 394/1996). Eπομένως, η σύμβαση που συνάπτει ένα ν.π.δ.δ για την ανάθεση ή εκτέλεση εργασίας ή μεταφοράς ή για τη διενέργεια προμήθειας, σε κάθε περίπτωση, δηλαδή είτε κατόπιν διαγωνισμού, είτε απευθείας μετά από πρόχειρο διαγωνισμό ή και χωρίς διαγωνισμό, πρέπει να περιβληθεί το (συστατικό) τύπο του ιδιωτικού εγγράφου, η μη τήρηση του οποίου επιφέρει την κατά τα ανωτέρω απόλυτη ακυρότητα της σύμβασης (EφAθ 11549/95 NοB 1996.1008).
Στην προκειμένη περίπτωση, το ανακόπτον ΝΠΔΔ, ζητεί με τον πρόσθετο λόγο της ανακοπής του να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής για το λόγο ότι αυτή εκδόθηκε για 49 τιμολόγια πώλησης προϊόντων της καθ΄ης, κατά το χρονικό διάστημα από 6-7-2007 έως 4-12-2008, συνολικής αξίας 191.304,38 ευρώ, τα οποία προμηθεύτηκε χωρίς έγγραφη σύμβαση. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 158, 159 ΑΚ, 41ν.δ.496/74, 24παρ.1 π.δ.394/96 και της Υ.Α.2/42053/0094/7-8-2002 και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά του.
Με την υπ' αριθμ. 26377/2009 ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, όπως προαναφέρθηκε, το ανακόπτον ΝΠΔΔ, υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ' ης το συνολικό ποσό των 191.304,38 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της προθεσμίας που τάχθηκε για την εξόφληση του κάθε τιμολογίου, για απαίτηση της καθ΄ης από το τίμημα διαδοχικών συμβάσεων πώλησης, που καταρτίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων μερών, ήτοι του ανακόπτοντος νπδδ και της καθ' ης-προμηθεύτριας εταιρίας, με βάση τις οποίες η τελευταία προμήθευε το ανακόπτον Νοσοκομείο με φαρμακευτικά προϊόντα μετά από απευθείας παραγγελίες του ανακόπτοντος, χωρίς να καταρτισθεί μεταξύ τους έγγραφη σύμβαση. Ειδικότερα, η ως άνω διαταγή πληρωμής εκδόθηκε με βάση τα αναφερόμενα σ' αυτήν 49 τιμολόγια πώλησης της καθ΄ης και τα συνοδεύοντα αυτά 49 δελτία αποστολής της εταιρίας ΦΑΜΑΡ Α.Β.Ε.Φ.Κ, η αξία των οποίων αποτελούσε το συμφωνηθέν τίμημα και συμπεριελάμβανε τον ΦΠΑ και συγκεκριμένα: 1) το υπ' αριθμ. 0000921/06.07.2007 τιμολόγιο και 00909/06.07.2007 δελτίο αποστολής., αξίας 5.590,84 E, 2) το υπ' αριθμ. 0000936/11.07.2007 τιμολόγιο και             00924/11.07.2007       δελτίο αποστολής, αξίας 1.991,43 E, 3) το υπ' αριθμ. 0000977/26.07.2007 τιμολόγιο και            00965/26.07.2007       δελτίο αποστολής αξίας 5.100,13 E, 4) το υπ' αριθμ. 0000996/02.08.2007 τιμολόγιο και 00984/02.08.2007 δελτίο αποστολής αξίας 4.374,61 E, 5) το υπ' αριθμ. 0001015/21.08.2007 τιμολόγιο και 01003/21.08.2007 δελτίο αποστολής αξίας 3.218,55 E, 6) το υπ' αριθμ. 0001031/29.08.2007 τιμολόγιο και 01019/29.08.2007 δελτίο αποστολής αξίας 3.218,55 E, 7) το υπ' αριθμ. 0001042/04.09.2007 τιμολόγιο και 01030/04.09.2007 δελτίο αποστολής αξίας 4.374,61 E, 8) το υπ' αριθμ. 0001070/13.09.2007 τιμολόγιο και 01058/13.09.2007 δελτίο αποστολής αξίας 2.309,88 E, 9) το υπ' αριθμ. 0001095/25.09.2007 τιμολόγιο και 01083/25.09.2007 δελτίο αποστολής αξίας 8.709,88, 10) το υπ' αριθμ. 0001154/17.10.2007 τιμολόγιο και 01142/17.10.2007 δελτίο αποστολής αξίας 1.422,45, 11) το υπ' αριθμ. 0001184/30.10.2007 τιμολόγιο και 01172/30.10.2007 δελτίο αποστολής αξίας 853,47 E, 12) το υπ' αριθμ. 0001190/31.10.2007 τιμολόγιο και 01178/31.10.2007 δελτίο αποστολής αξίας 1.991,43 E, 13) το υπ' αριθμ. 0001205/07.11.2007 τιμολόγιο και 01193/07.11.2007 δελτίο αποστολής αξίας 2.912,83 E, 14) το υπ' αριθμ. 0001253/27.11.2007 τιμολόγιο και 01238/27.11.2007 δελτίο αποστολής αξίας 5.366,04 E, 15) το υπ' αριθμ. 0001272/04.12.2007 τιμολόγιο και 01257/04.12.2007 δελτίο αποστολής αξίας 1.456,41 E, 16) το υπ' αριθμ. 0001283/07.12.2007 τιμολόγιο και 01268/07.12.2007 δελτίο αποστολής αξίας 4.374,61 E, 17) το υπ' αριθμ. 0001294/12.12.2007 τιμολόγιο και 01279/12.12.2007 δελτίο αποστολής αξίας 1.456,41, 18) το υπ' αριθμ. 0001325/20.12.2007 τιμολόγιο και 01310/20.12.2007 δελτίο αποστολής αξίας 2.912,83, 19) το υπ' αριθμ. 0001342/08.01.2008 τιμολόγιο και 01327/08.01.2008 δελτίο αποστολής αξίας 5.228,08 E, 20) το υπ' αριθμ. 0001354/11.01.2008 τιμολόγιο και. 01338/11.01.2008 δελτίο αποστολής αξίας 5.468,26 E, 21) το υπ' αριθμ. 0001385/30.01.2008 τιμολόγιο και 01369/30.01.2008 δελτίο αποστολής αξίας 2.309,88, 22) το υπ' αριθμ. 0001410/12.02.2008 τιμολόγιο και 01394/12.02.2008 δελτίο αποστολής αξίας 7.415,38 E, 23) το υπ' αριθμ. 0001432/20.02.2008 τιμολόγιο και 01416/20.02.2008 δελτίο αποστολής αξίας 6.561,91 E, 24) το υπ' αριθμ. 0001452/26.02.2008 τιμολόγιο και 01436/26.02.2008 δελτίο αποστολής αξίας 2.912,83 E, 25) το υπ' αριθμ. 0001468/04.03.2008 τιμολόγιο και 01452/04.03.2008 δελτίο αποστολής αξίας 4.374,61 E, 26) το υπ' αριθμ. 0001500/12.03.2008 τιμολόγιο και 01484/12.03.2008 δελτίο αποστολής αξίας 2.300,34 E, 27) το υπ' αριθμ. 0001510/14.03.2008 τιμολόγιο και 01494/14.03.2008 δελτίο αποστολής αξίας 10.624,99 E, 28) το υπ' αριθμ. 0001559/03.04.2008 τιμολόγιο και 01543/03.04.2008 δελτίο αποστολής αξίας 1.493,95 E, 29) το υπ' αριθμ. 0001581/16.04.2008 τιμολόγιο και 01563/16.04.2008 δελτίο αποστολής αξίας 3.794,29, 30) το υπ' αριθμ. 0001600/23.04.2008 τιμολόγιο και 01582/23.04.2008 δελτίο αποστολής αξίας 4.374,61 E, 31) το υπ' αριθμ. 0001618/06.05.2008 τιμολόγιο και 01600/06.05.2008 δελτίο αποστολής αξίας 2.300,34 E, 32) το υπ' αριθμ. 0001640/14.05.2008 τιμολόγιο και 01622/14.05.2008 δελτίο αποστολής αξίας 1.493,95 E, 33) το υπ' αριθμ. 0001669/28.05.2008 τιμολόγιο και 01651/28.05.2008 δελτίο αποστολής αξίας 3.794, 29 E, 34) το υπ' αριθμ. 0001726/18.06.2008 τιμολόγιο και 01708/18.06.2008 δελτίο αποστολής αξίας 7.362,51, 35) το υπ' αριθμ. 0001739/15.06.2008 τιμολόγιο και 01721/15.06.2008 δελτίο αποστολής αξίας 806,38 E, 36) το υπ' αριθμ. 0001743/26.06.2008 τιμολόγιο και 01725/26.06.2008 δελτίο αποστολής αξίας 4.374,61 E, 37) το υπ' αριθμ. 0001779/09.07.2008 τιμολόγιο και 01761/09.07.2008 δελτίο αποστολής αξίας 3.794,29 E, 38) το υπ' αριθμ. 0001805/18.07.2008 τιμολόγιο και 01787/18.07.2008 δελτίο αποστολής αξίας 9.244,07 E, 39) το υπ' αριθμ. 0001843/05.08.2008 τιμολόγιο και 01825/05.08.2008 δελτίο αποστολής αξίας 2.987,91 E, 40) το υπ' αριθμ. 0001875/29.08.2008 τιμολόγιο και 01857/29.08.2008 δελτίο αποστολής αξίας 2.987,91 E, 41) το υπ' αριθμ. 0001897/10.09.2008 τιμολόγιο και 01879/10.09.2008 δελτίο αποστολής αξίας 2.987,91 E, 42) το υπ' αριθμ. 0001925/19.09.2008 τιμολόγιο και 01907/19.09.2008 δελτίο αποστολής αξίας 2.987,91 43) το υπ' αριθμ. 0001947/01.10.2008 τιμολόγιο και 01929/01.10.2008 δελτίο αποστολής αξίας 4.487,64 E, 44) το υπ' αριθμ. 0001964/08.10.2008 τιμολόγιο και 01946/08.10.2008 δελτίο αποστολής αξίας 2.187,30 E, 45) το υπ' αριθμ. 0001978/16.10.2008 τιμολόγιο και 01960/16.10.2008 δελτίο αποστολής αξίας 2.300,34 E, 46) το υπ' αριθμ. 0001998/23.10.2008 τιμολόγιο και 01980/23.10.2008 δελτίο αποστολής αξίας 2.987,91 E, 47) το υπ' αριθμ. 0002006/30.10.2008 τιμολόγιο και 01988/30.10.2008 δελτίο αποστολής αξίας 3.280,95 E, 48) το υπ' αριθμό 0002037/12.11.2008 τιμολόγιο και 02019/12.11.2008 δελτίο αποστολής αξίας 6.268,86 E και 49) το υπ' αριθμ. 0002087/04.12.2008 τιμολόγιο και 02070/04.12.2008 δελτίο αποστολής αξίας 5.175,21 E. Δηλαδή, οι επικαλούμενες από τον ανακόπτοντα συμβάσεις πώλησης, για τις οποίες εκδόθηκαν τα παρακάτω τιμολόγια με αριθμό: 0000921/06.07.2007 αξίας 5.590,84 E, 0000977/26.07.2007 αξίας 5.100,13 E, 0000996/02.08.2007 αξίας 4.374,61 E, 0001015/21.08.2007 αξίας 3.218,55 E, 0001031/29.08.2007 τιμολόγιο αξίας 3.218,55 E, 0001042/04.09.2007 τιμολόγιο αξίας 4.374,61 E, 0001095/25.09.2007 αξίας 8.709,88, 0001205/07.11.2007 αξίας 2.912,83, 0001253/27.11.2007 αξίας 5.366,04 E, 0001283/07.12.2007 αξίας 4.374,61 E, 0001325/20.12.2007 αξίας 2.912,83, 0001342/08.01.2008 αξίας 5.228,08 E, 001354/11.01.2008 αξίας 5.468,26 E, 0001410/12.02.2008 αξίας 7.415,38 E, 0001432/20.02.2008 αξίας 6.561,91 E, 0001452/26.02.2008 αξίας 2.912,83 E, 0001468/04.03.2008 αξίας 4.374,61 E, 0001510/14.03.2008 αξίας 10.624,99, 0001581/16.04.2008 αξίας 3.794,29, 0001600/23.04.2008 αξίας 4.374,61 E, 0001669/28.05.2008 αξίας 3.794, 29 E, 0001726/18.06.2008 αξίας 7.362,51, 0001743/26.06.2008 αξίας 4.374,61 E, 0001779/09.07.2008 αξίας 3.794, 29 E, 0001805/18.07.2008 αξίας 9.244,07 E, 0001843/05.08.2008 αξίας 2.987,91 E, 0001875/29.08.2008 αξίας 2.987,91 E, 0001897/10.09.2008 αξίας 2.987,91 E, 0001925/19.09.2008 αξίας 2.987,91, 0001947/01.10.2008 αξίας 4.487,64 E, 0001998/23.10.2008 αξίας 2.987,91 E, 0002006/30.10.2008 αξίας 3.280,95 E, 0002037/12.11.2008 αξίας 6.268,86 E και 0002087/04.12.2008 5.175,21 E, με βάση και τα οποία εκδόθηκε η εν λόγω διαταγή πληρωμής, είναι απολύτως άκυρες και δεν παράγουν αποτελέσματα ως τέτοιες, αφού καταρτίσθηκαν προφορικά και όχι εγγράφως, όπως απαιτείται από τις διατάξεις του άρθρου 41 νδ. 496/1974, όπως αυτές ίσχυαν κατά το χρόνο της επικαλούμενης κατάρτισής τους (2007 και 2008). Και συγκεκριμένα, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη μείζονα σκέψη, εφόσον το ανακόπτον είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, οι εν λόγω συμβάσεις πώλησης, έχουσες αντικείμενο μεγαλύτερο των 2.500 ευρώ, που ίσχυε κατά το χρόνο κατάρτισης, έπρεπε να περιβληθούν τον (συστατικό) τύπο του ιδιωτικού εγγράφου, η μη τήρηση του οποίου επιφέρει την ακυρότητα των συμβάσεων αυτών, η οποία ακυρότητα είναι απόλυτη. Συνεπώς, εφόσον οι ως άνω συμβάσεις, με βάση τις οποίες η καθ' ης αιτήθηκε την έκδοση της προσβαλλόμενης Διαταγής Πληρωμής προσκομίζοντας τα παραπάνω τιμολόγια, συνολικής αξίας (5.590,84 + 5.100,13 + 4.374,61 + 3.218,55 + 3.218,55 + 4.374,61 + 8.709,88 + 2.912,83 + 5.366,04 + 4.374,61 + 2.912,83 + 5.228,08 + 5.468,26 + 7.415,38 + 6.561,91 + 2.912,83 + 4.374,61 + 10.624,99 + 3.794,29 + 4.374,61 + 3.794,29 + 7.362,51 + 4.374,61 + 3.794,29 + 9.244,07 + 2.987,91 + 2.987,91 + 2.987,91 + 2.987,91 + 4.487,64 + 2.987,91 + 3.280,95 + 6.268,86 + 5.175,21 =) 164.630,32 ευρώ, είναι απολύτως άκυρες, δεν μπορούσε να εκδοθεί νομίμως διαταγή πληρωμής, αφού ελλείπει στην προκειμένη περίπτωση η ύπαρξη του εγγράφου (δημόσιου ή ιδιωτικού) που αποδεικνύει τη σύμβαση και αποτελεί προϋπόθεση για την έγκυρη έκδοση Διαταγής Πληρωμής. Ο ισχυρισμός δε της καθ΄ης η ανακοπή ότι δεν ήταν απαραίτητη η τήρηση του εγγράφου τύπου για τις επίδικες συμβάσεις πωλήσεως, καθόσον επρόκειτο για συμβάσεις αγοραπωλησίας πώλησης φαρμάκων του ιδιωτικού δικαίου, για τις οποίες προβλέπεται ότι μπορούν να γίνουν και με τηλεφωνικές παραγγελίες, που στηρίζεται στην επίκληση από αυτήν της διάταξης του άρθρου 9 παρ.2 του π.δ.108/1993, σύμφωνα με την οποία: «2. Οι προμήθειες του Φαρμακευτικού και Λοιπού Υλικού γίνονται με γραπτές ή τηλεφωνικές παραγγελίες, σύμφωνα με τη συνταγογραφία και τις ανάγκες του νοσοκομείου και με τις ισχύουσες διατάξεις περί Κρατικών Προμηθειών» δεν ευσταθεί, διότι η δυνατότητα που παρέχεται από τη διάταξη αυτή για σύναψη γραπτών ή τηλεφωνικών παραγγελιών, τελεί υπό την προϋπόθεση της τήρησης των ισχυουσών διατάξεων περί κρατικών προμηθειών, σύμφωνα με τις οποίες, όμως, όπως προαναφέρθηκε απαιτείται η τήρηση εγγράφου τύπου για συμβάσεις άνω των 2.500 ευρώ που συνάπτονται με ΝΠΔΔ και περαιτέρω αναφέρεται στη δυνατότητα μη προκήρυξης διαγωνισμού για τη σύναψη αυτών των συμβάσεων και όχι στη μη τήρηση εγγράφου τύπου, όταν αυτός είναι απαραίτητος για την εγκυρότητά τους, ενώ ο χαρακτηρισμός των ως άνω συμβάσεων ως ιδιωτικού δικαίου είναι κρίσιμος μόνο για την υπαγωγή των αναφυόμενων από αυτές διαφορών στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και δεν αναιρεί το απαραίτητο της ύπαρξης του εγγράφου τύπου για την εγκυρότητά τους, κατά τα ως άνω αναφερόμενα. Επομένως, ο πρόσθετος λόγος ανακοπής πρέπει να γίνει δεκτός εν μέρει και ως ουσία βάσιμος. Μετά ταύτα, η ανακοπή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, ως ουσιαστικά αβάσιμη και αφού γίνει εν μέρει δεκτός ο πρόσθετος λόγος ανακοπής ως ουσιαστικά βάσιμος, να ακυρωθεί εν μέρει (άρθ.633&1 ΚΠολΔ) η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, ως προς τις διατάξεις της που επιδικάζουν στην καθ΄ης η αίτηση την αξία των ως άνω αναφερόμενων τιμολογίων, άνω των 2.500 ευρώ εκάστου, ήτοι ως προς το συνολικό ποσόν των 164.630,32 ευρώ, να επικυρωθεί δε αυτή για το υπόλοιπο ποσόν που αφορά την συνολική αξία των λοιπών τιμολογίων κάτω των 2.500 ευρώ εκάστου, ήτοι των (1.991,43 + 2.309,88 + 1.422,45 + 853,47 + 1.991,43 + 1.456,41 + 1.456,41 + 2.309,88 + 2.300,34 + 1.493,95 + 2.300,34 + 1.493,95 + 806,38 + 2.187,30 + 2.300,34 =) 26.674,06 ευρώ, τα οποία εκδόθηκαν για τις συμβάσεις πώλησης το συμφωνηθέν τίμημα των οποίων δεν υπερβαίνει το παραπάνω ποσόν των 2.500 ευρώ για την καθεμία. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθ.179 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ'αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τη με αριθμ. κατ. 39138/2009 ανακοπή.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει το με αριθμ. κατ. 2354/2011 πρόσθετο λόγο της ανακοπής.
ΑΚΥΡΩΝΕΙ εν μέρει την υπ'αριθμ. 26377/2009 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης ως προς τις διατάξεις της που υποχρεώνει το ανακόπτον να καταβάλει στην καθ'ης την αξία των κάτωθι τιμολογίων: 0000921/06.07.2007, 0000977/26.07.2007, 0000996/02.08.2007, 0001015/21.08.2007, 0001031/29.08.2007, 0001042/04.09.2007, 0001095/25.09.2007, 0001205/07.11.2007, 0001253/27.11.2007, 0001283/07.12.2007, 0001325/20.12.2007, 0001342/08.01.2008, 001354/11.01.2008, 0001410/12.02.2008, 0001432/20.02.2008, 0001452/26.02.2008, 0001468/04.03.2008, 0001510/14.03.2008, 0001581/16.04.2008, 0001600/23.04.2008, 0001669/28.05.2008, 0001726/18.06.2008, 0001743/26.06.2008, 0001779/09.07.2008, 0001805/18.07.2008, 0001843/05.08.2008, 0001875/29.08.2008, 0001897/10.09.2008, 0001925/19.09.2008, 0001947/01.10.2008, 0001998/23.10.2008, 0002006/30.10.2008, 0002037/12.11.2008 και 0002087/04.12.2008, συνολικής αξίας εκατόν εξήντα τεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων τριάντα ευρώ και τριάντα δύο λεπτών (164.630,32 E), πλέον τόκων και εξόδων.
ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΙ την ως άνω διαταγή πληρωμής κατά το υπόλοιπο ποσόν των είκοσι έξι χιλιάδων εξακοσίων εβδομήντα τεσσάρων ευρώ και έξι λεπτών (26.674,06 E), πλέον τόκων και εξόδων.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στις 14 Απριλίου 2011 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στη Θεσσαλονίκη, στις 3 Μαΐου 2011.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Αριθμός απόφασης 33296/ 2009
Αριθμός κατάθεσης ανακοπής 37779/21-9-2009
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Παρθένα Ιωαννίδου, Πρόεδρος Πρωτοδικών, που ορίσθηκε με κλήρωση σύμφωνα με το νόμο. ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ : Δεν ορίσθηκε. ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ : Της 29ης Σεπτεμβρίου 2009 ΑΝΑΚΟΠΤΩΝ : ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης Ο ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ», που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη ( Ελένης Ζωγράφου 2) που εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε δια της πληρεξουσίου δικηγόρου του, Αικατερίνης Αργυρίου ( AM 1352 ).
ΚΑΘ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: : ΑΕ με την επωνυμία « OCTAPHARMA HELLAS SA », που εδρεύει στην Αττική ( Ποσειδώνος 60-Γλυφάδα) και εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων της δικηγόρων Αυγερινού Αβραμίκου ( ΑΜΔΣΘ 8782) και Χρίστου Φίλιου (ΑΜΔΣΑ 23085)
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ ανακοπής: 19-9-2009
ΑΡΙΘΜΟΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΑΝΑΚΟΠΗΣ : 37779/21-9-2009 ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΔΙΚΗΣ: Ανακοπή κατά της συντηρητικής κατάσχεσης εις χείρας τρίτου . Η συζήτηση της υπόθεσης έγινε δημόσια στο ακροατήριο του Δικαστηρίου.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την ΚΠολΔ 724 §1 ορίζεται ότι ο δανειστής...
μπορεί με βάση διαταγή πληρωμής χρηματικών απαιτήσεων να επιβάλει συντηρητική κατάσχεση στα χέρια του οφειλέτη ή τρίτου για το ποσό που ορίζεται με τη διαταγή πληρωμής, ότι πρέπει να καταβληθεί. Ο σκοπός της καθιερώσεως της διαταγής πληρωμής και ως τίτλου επιβολής συντηρητικής κατασχέσεως είναι συνακόλουθος με το σκοπό της εισαγωγής της διαδικασίας της διαταγής πληρωμής, η οποία συνιστά μέτρον που προάγει κατ" εξοχήν την ταχύτητα κατά την απονομή της δικαιοσύνης (βλ. !. Καστριώτη, Η κατάσχεσις εις χείρας τρίτου, τομ. Δεύτερος (1986) σ. 553, όπου και περαιτέρω παραπομπές στην υποσ. 20). Το γεγονός και μόνο ότι ο νόμος παρέχει ευχέρεια επιβολής αναγκαστικής κατασχέσεως με βάση τη διαταγή πληρωμής, δεν καθιστά περιττή τη δυνατότητα συντηρητικής κατασχέσεως, ενόψει και του ότι σύμφωνα με το άρθρο 632 §2 ΚΠολΔ το δικαστήριο που εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής, μπορεί κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. να χορηγήσει αναστολή, ώσπου να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση για την ανακοπή. Επομένως, συντηρητική κατάσχεση , επιβαλλόμενη βάσει διαταγής πληρωμής, είναι νοητή και δυνατή κατά το διάστημα της αναστολής του άρθρου 632 §2 ΚΠολΔ, το οποίο εκτείνεται μέχρι την τελεσιδικία της αποφάσεως επί της ασκηθείσας ανακοπής (βλ. I. Καστριώτη ό.π. σ. 559, Κ. Μπέη Δ 10. 350, βλ. όμως και Σ. Ματθία Δ 10. 347 επ). Ο ΚΠολΔ σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει επί της συντηρητής κατασχέσεως, που διατάσσεται από το Δικαστήριο (αρθρ. 722 §2) δεν ορίζει τίποτε σχετικά με τη δυνατότητα και το χρόνο μεταβίβασης της κατασχεθείσας απαίτησης προς τον κατασχόντα συντηρητικώς στα- χέρια τρίτου, βάσει διαταγής πληρωμής, θα πρέπει όμως να γίνει δεκτό ότι η αναγκαστική εκχώρηση λαβαίνει χώρα από την επέλευση της τελεσιδικίας της επί της ασκηθείσας ανακοπής αποφάσεως, οπότε η επιβληθείσα συντηρητική κατάσχεση τρέπεται σε αναγκαστική και παύει η ευχέρεια του δανειστή να επιβάλει συντηρητική κατάσχεση (βλ. Ι Καστριώτη ο.π. σ. 561, 562 πρβλ. και Θ. Λιβαθηνό, ΝοΒ 20. 1131, ΕφΑΘ 10153/1985 ΕλλΔνη 1985. 1150).
Έτσι η επιβληθείσα αυτοδύναμη συντηρητική κατάσχεση, δυνάμει διαταγής πληρωμής ισχυροποιείται πλήρως από της επιβολής της, τρεπόμενη σε αναγκαστική, αν απορριφθεί η ανακοπή και επικυρωθεί η διαταγή πληρωμής. Αν αντίθετα η διαταγή πληρωμής ακυρωθεί η εξάλειψη της αυτοδυνάμως επιβληθείσας συντηρητικής κατάσχεσης μπορεί να ζητηθεί κατ' άρθρο 702 §1 ΚΠολΔ( ΕφΑθ5526/2006(ΝΟΒ 2007/363). Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 712 ΠολΔ η συντηρητική κατάσχεση απαιτήσεων ή κινητών στα χέρια τρίτου γίνεται με την επίδοση στον τρίτο αντιγράφου της απόφασης, που τη διατάζει, με επιταγή να μην εξοφλήσει την απαίτηση ή να μην παραδώσει τα κινητά,καθώς και με επίδοση μέσα σε οκτώ (8) ημέρες σε κείνον, κατά του οποίου στρέφεται η (συντηρητική) κατάσχεση, εγγράφου στο οποίο αναφέρεται η κατάσχεση που έχει επιβληθεί στα χέρια τρίτου, άλλως η κατάσχεση είναι άκυρη. Στην κατάσχεση αυτή εφαρμόζονται οι διατάξεις της αναγκαστικής κατάσχεσης απαιτήσεων ή κινητών στα χέρια τρίτου. Ο τρίτος, εκείνος που επέβαλε την κατάσχεση και οφειλέτης έχουν όλες τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που προβλέπουν οι διατάξεις της αναγκαστικής κατάσχεσης απαιτήσεων ή κινητών στα χέρια τρίτου και εφαρμόζεται η διαδικασία για την άσκηση ή την διαφύλαξή τους, που ορίζεται στις διατάξεις αυτές Με την υπό κρίση ανακοπή το ανακόπτον ΝΠΔΔ ζητάει να ακυρωθεί το από 9.9.2009 κατασχετήριο της καθ' ης, με βάση το οποίο επιβλήθηκε συντηρητική κατάσχεση εις χείρας του υποκαταστήματος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ» στη Θεσσαλονίκη, ως τρίτου , για ποσό 444.736,35 ευρώ , για απαίτηση της καθ' ης ,απορρέουσα από τις υπ' , αριθμ 26378/2009 και 26380/2009 διαταγές πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, για τους εκτιθέμενους σ' αυτή λόγους. Η ανακοπή αρμοδίως καθ' ύλην και κατά τόπον φέρεται για να δικαστεί από το Δικαστήριο αυτό με την προκειμένη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ και είναι νόμιμη , στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 632 παρ 2 , 702, 712, 724 παρ 2, 933,983 ΚΠολΔ. Επομένως πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω η ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης των μαρτύρων του ανακόπτοντος ….και της καθ' ης, , που εξετάστηκαν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, από την εκτίμηση των εγγράφων που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, τις ομολογίες αυτών και από όσα προφορικά κατά τη συζήτηση και με τα σημειώματά τους ανέπτυξαν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, πιθανολογήθηκαν τα εξής : Κατόπιν αιτήσεων της καθ' ης εκδόθηκαν από το Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης οι υπ' αριθμ 26378/2009 και 26380/2009 διαταγές πληρωμής κατά του εδώ ανακόπτοντος , για την πληρωμή στην εδώ καθ' ης του ποσού των 236.202,85 και 208.533,50 ευρώ (πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων ) αντίστοιχα, ποσού οφειλομένου ως τίμημα από τις διαδοχικές συμβάσεις πωλήσεως, που καταρτίστηκαν μεταξύ αυτής και του ανακόπτοντος, δημόσιου νοσοκομείου, που αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, στα πλαίσια των οποίων (συμβάσεων), πώλησε και παρέδωσε η τελευταία στο ανακόπτον προϊόντα εμπορίας της και συγκεκριμένα φαρμακευτικά προϊόντα, κατόπιν απευθείας παραγγελιών του ανακόπτοντος, χωρίς να μεσολαβήσει μεταξύ αυτών η κατάρτιση συμβάσεως κατά τις διατάξεις περί προμηθειών του Δημοσίου.
Οι πάνω διαταγές πληρωμής επιδόθηκαν στο ανακόπτον την 16-9-2000(βλ υπ' αριθμ 10373Γ και 10374Γ/16-9-2009 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης …..) . Η καθ' ης την 9-9-2009 κοινοποίησε τόσο στο υποκατάστημα της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία « ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ » στη Θεσσαλονίκη και επί της οδού Εθν. Αμύνης 40, όσο και στα κεντρικά γραφεία της πιο πάνω ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας στην Αθήνα και επί της οδού Πανεπιστημίου 23, το από 7-9-2009 κατασχετήριο και στις16-9-2009 η ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ, προέβη σε θετική δήλωση επί του κοινοποιηθέντος κατασχετηρίου και συγκεκριμένα την υπ' αριθμ 15506/2009 δήλωση, την οποία κατέθεσε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών , με την οποία δήλωσε ότι υφίσταται λογαριασμό του ανακόπτοντος στο υποκατάστημα της στη Θεσσαλονίκη και ότι δέσμευσε το συνολικό ποσό των 444.736,35 ευρώ . Εν συνεχεία τα πιο πάνω έγγραφα κοινοποιήθηκαν στο ανακόπτον στις 16-9-2009 ( βλ τις υπ' αριθμ 10379 Γ και 10383Γ/16-9-2009 εκθέσεις επιδόσεως του πιο πάνω δικαστικού επιμελητή). Το ανακόπτον άσκησε την κρινόμενη ανακοπή με τον πρώτο λόγο της οποίας ζητά την ακύρωση τόσο του από 9.9.2009 κατασχετηρίου , όσο και της βάσει αυτού επιβληθείσας συντηρητικής κατάσχεσης εις χείρας της ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ, επικαλούμενο ότι είναι ανεπίτρεπτη η εκτέλεση διαταγών πληρωμής κατά του Δημοσίου, επικαλούμενο τη διάταξη του άρθρου 1 του ν 3068/2002. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος και τούτο διότι κατά τη διάταξη του άρθρου 94 του ισχύοντος Συντάγματος, στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως ο νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου (§1). Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως ο νόμος ορίζει (§2). Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια (§3).
Στα πολιτικά ή διοικητικά δικαστήρια μπορεί να ανατεθεί και κάθε άλλη αρμοδιότητα διοικητικής φύσεως, όπως ο νόμος ορίζει. Στις αρμοδιότητες αυτές περιλαμβάνεται και η λήψη μέτρων για τη συμμόρφωση της διοίκησης με τις δικαστικές αποφάσεις. Οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως ο νόμος ορίζει (§4). Στην έννοια των δικαστικών αποφάσεων του ως άνω άρθρου 94 §4 του Συντάγματος νοούνται όχι μόνο οι υπό στενή έννοια δικαστικές αποφάσεις, αλλά και οι εξομοιούμενες λειτουργικώς με αυτές, αφού υπό προϋποθέσεις (άρθρα 633 § 2 ΚΠολΔ) οι διαταγές πληρωμής μπορεί να αποκτήσουν ισχύ δεδικασμένου. Σε εκτέλεση της επιταγής του άρθρου 94 §4 του Συντάγματος εκδόθηκε ο ν. 3068/ 2002, στο άρθρο 1 του οποίου ορίζεται ότι το Δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται χωρίς καθυστέρηση προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων. Δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου είναι όλες οι αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και ειδικών δικαστηρίων που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει. Με το άρθρο 20 του ν. 3301/2004 (ΦΕΚ Α263/23.12.2004) προστέθηκε τελευταίο εδάφιο στο άρθρο 1 του ως άνω νόμου, σύμφωνα με το οποίο δεν είναι δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του παρόντος και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ-ζ' της §2 του άρθρου 904 ΚΠολΔ (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι διαταγές πληρωμής), πλην των κηρυχθεισών εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων. Η νομοθετική όμως αυτή ρύθμιση που απογορεύει την εκτέλεση διαταγής πληρωμής σε βάρος του Δημοσίου και των ν.π.δ.δ., αντίκειται στις διατάξεις του ως άνω άρθρου 94 §4 του Συντάγματος, καθώς και στις διατάξεις των άρθρων 20 §1, 95 §5 αυτού σε συνδυασμό με τα άρθρα 6 §1, 13 ΕΣΔΑ και 1 Κ Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (παρατηρήσεις Κ. Μπέη υπό την ΜΠρΑ 2913/2005 Δ 37. 532 επομ, Χ. Χρυσανθάκη "η δυνατότητα έκδοσης διαταγής πληρωμής κατά του Δημοσίου" Δ 37. 320, Βαθρακοκοίλη: ΚΠολΔ Ερμηνευτική - Νομολογιακή Ανάλυση, Συμπλ/κός Τόμος εκδ. 2006, αρθρ. 904 αρ., ΟλΑΠ 21/2001 Δ.2002,20, ΑΕΔ 18/2005 (γνωμ μειοψ), ΕφΑΘ 1837/2007ΝοΒ 2007.1143, ΕφΑΘ 4486/2006 ΝοΒ 2007.679, ΜονΠρΑΘ 3364/2007 ΝοΒ 2007.1839 , ΜονΠρΗρ 3878/2005, Αρμ 2006.443, contra ΜονΠρΤρι 138/2008 ΑρχΝ2009.85). Με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής του , το ανακόπτον ισχυρίζεται ότι η επίδικη διαταγή πληρωμής δεν μπορεί να εκτελεστεί κατ' αυτού , διότι δεν έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένουΟ λόγος αυτός είναι νόμω αβάσιμος και πρέπει ν' απορριφθεί και τούτο διότι σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προαναφερθείσα μείζονα σκέψη, η διαταγή πληρωμής εκτελείται και προ του εξοπλισμού της με δεδικασμένου, καθώς εξομοιουται λειτουργικώς με την εν στενή εννοία δικαστική απόφαση, αφου , υπο προϋποθέσεις (633 παρ 2 ΚΠολΔ) , μπορεί να αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου. Η δυνατότητα της διαταγής πληρωμής να αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, σε συνδυασμό με το δικονομικό βάρος , αλλά και δικαίωμα του καθ' ου να εναντιωθεί δι' ανακοπής και να ζητήσει αναστολή της εκτελέσεως, εξουδετερώνουν τα επιχειρήματα της αντιθέτου απόψεως περί μειωμένης ωριμότητας της δικαστικής κρίσης που πράγματι συντρέχει κατά την έκδοση της ( Κ. Μπέης , παρέμβαση στο συνέδριο « Το Δημόσιο και η Πολιτική Δίκη, εκδ Σάκκουλα σ. 113). Με τον τρίτο λόγο της ανακοπής του, το ανακόπτον ισχυρίζεται ότι η συντηρητική κατάσχεση εις χείρας της τρίτης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας είναι άκυρη , καθόσον με αυτή επιβλήθηκε δέσμευση επί απαιτήσεων χρηματικού αντικειμένου του Νοσοκομείου , που έχουν ταχθεί για την εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού , ιδίως τη καταβολή της μισθοδοσίας του επικουρικού ιατρικού προσωπικού , την ανελλιπή καθαριότητα των χώρων του νοσοκομείου , τη διαχείριση των επικίνδυνων αποβλήτων , τη σίτιση των ασθενών, την προμήθεια φαρμακευτικού υλικού και ιατροτεχνολογικών προϊόντων απαραίτητων για τη νοσηλεία των ασθενών κλπ. Βάσει των εκτεθέντων στη μείζονα σκέψη , στον πρώτο λόγο της ανακοπής , δεν είναι πλέον ανεπίτρεπτη η αναγκαστική εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων (που επιδικάζουν χρηματικές απαιτήσεις) κατά του Δημοσίου. Επειδή όμως η περιουσία των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου διακρίνεται σε πράγματα ( ενσώματα αντικείμενα), τα οποία έχουν ως προορισμό να εξυπηρετούν δια της χρήσεως τους, τους δημόσιου σκοπούς και στην ιδιωτική περιουσία, η οποία περιλαμβάνει τα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία εμμέσως μόνο δια της αξίας ή των προσόδων τους παρέχουν στα οικονομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου οικονομικά μέσα για την αντιμετώπιση των αναγκών και τη λειτουργία τους (ΟλΑΠ 17/2002 ΕλΔνη 43.1009). κατά δε τη διάταξη του άρθρου 4 παρ 1 ν 3068/2002«Η αναγκαστική εκτέλεση για να  ικανοποιηθεί χρηματική απαίτηση κατά του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των λοιπών νπδδ γίνεται με κατάσχεση της ιδιωτικής περιουσίας αυτών. Αποκλείεται η κατάσχεση απαιτήσεων που πηγάζουν από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου ή απαιτήσεων χρηματικού ή μη αντικειμένου το οποίο έχει ταχθεί για την άμεση εξυπηρέτηση ειδικού δημοσίου σκοπού » ( Μον ΠρΑΘ 7034/2003 ΝΟΜΟΣ, ΜονΠρΑΘ 11287/2000, Αρμ 2000.1265, όπου νομολογία, Μον ΠρΠειρ 1212/1999, ΝοΒ 47.1980, ΜονΠρΑΘ 20976/1999 Δ 31.44, ΜονΠρΘηβ 360/1998, Δ 29.1079, όπου παρατηρήσεις Κτιστάκη, ολ.ΕλΣυν. 10/1999, Ελλ Δνη 41.1457, Σταματόπουλου, Αναγκαστική Εκτέλεση εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου). Για τη διάκριση δε ανάμεσα στη δημόσια περιουσία (ή ιδιωτική κτήση) του Ελληνικού Δημοσίου, Δήμων, Κοινοτήτων και εν γένει ΟΤΑ, αναγκαία είναι, κατ' αρχήν, η ανίχνευση των εκτός συναλλαγής πραγμάτων, έτσι όπως τα ορίζει η διάταξη του άρθρου 960 ΑΚ. Στη διάταξη αυτήν ορίζεται ότι "πράγματα εκτός συναλλαγής είναι τα κοινά σε όλους, τα κοινόχρηστα και τα προορισμένα στην εξυπηρέτηση δημοτών, δημοτικών, κοινοτικών ή θρησκευτικών σκοπών". Από την άποψη αυτήν ονομάζονται δημόσια πράγματα και συναποτελούν τη δημόσια κτήση, Εξαιρούνται, άλλωστε, από τις συναλλαγές και έτσι δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αναγκαστικής εκτελέσεως για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, χάρη ακριβώς του εξυπηρετουμένου αυτού συμφέροντος, το οποίο, ειδικότερα, διαφέρει ανάλογα με την κατηγορία: Για τα κοινά σε όλους συνίσταται, κυρίως, στην απόλαυση από όλους βασικών στοιχείων του περιβάλλοντος, για τα κοινόχρηστα επιπλέον και στην εξυπηρέτηση προπάντων των συγκοινωνιών, για τα πράγματα ειδικής χρήσης στη θεραπεία των ειδικών σκοπών των δημοσίων υπηρεσιών και για τα πράγματα θρησκευτικών σκοπών στην άσκηση της θείας λατρείας. Από την απαρίθμηση αυτή, τα κοινά σε όλους πράγματα, τα οποία, καίτοι δεν διευκρινίζει ο AK , είναι ο αέρας και η θάλασσα, τα κοινόχρηστα πράγματα, τα οποία είναι τα ενδεικτικώς αναφερόμενα στο άρθρο 967 ΑΚ και ανήκουν κατ' άρθρο 968 ΑΚ στο δημόσιο εφόσον δεν ανήκουν σε δήμο ή κοινότητα καθώς και τα πράγματα θρησκευτικών σκοπών, δεν παρουσιάζουν δυσκολίες στη διάκριση τους και την αντιμετώπιση τους και δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αναγκαστικής εκτελέσεως για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων. Δεν ισχύει όμως το ίδιο, ως προς την ευκολία της νομικής αντιμετώπισης της, και για την άλλη κατηγορία των εκτός συναλλαγής πραγμάτων, δηλαδή τα πράγματα ειδικής χρήσεως, που είναι προορισμένα για την εξυπηρέτηση δημόσιων, δημοτικών και κοινοτικών σκοπών. Τούτη η κατηγορία αναφέρεται στα δημόσια εκείνα πράγματα, τα οποία έχουν κατασκευασθεί ή διαμορφωθεί ειδικά για την αποκλειστική εξυπηρέτηση και λειτουργία των ειδικών σκοπών και λειτουργιών μιας δημόσιας υπηρεσίας και εξαιρούνται από τις συναλλαγές για χάρη ακριβώς του εξυπηρετούμενου αυτού συμφέροντος. Δυο λοιπόν είναι τα στοιχεία, τα οποία συνθέτουν την έννοια των πραγμάτων ειδικής χρήσης: ο σκοπός τον οποίο τα πράγματα αυτά εξυπηρετούν και ο προορισμός τους σε εξυπηρέτηση. Δημόσιος γενικά σκοπός είναι εκείνος που έχει αναχθεί σε σκοπό της πολιτείας και επιδιώκεται μέσα από τον μηχανισμό μιας δημόσιας υπηρεσίας με τη χρήση των μέσων του δημοσίου δικαίου. Συνεπώς, δημόσιος σκοπός είναι ο σκοπός μιας δημόσιας υπηρεσίας, αλλά και οι επιδιωκόμενοι από όλα τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου που ασκούν διοίκηση. Περαιτέρω, η έννοια του προορισμού του πράγματος σε εξυπηρέτηση σημαίνει την ειδική, αποκλειστική και ουσιαστική προσαγωγή του πράγματος στις ανάγκες της δημόσιας υπηρεσίας, ώστε να εξυπηρετείται καλύτερα ο δημόσιος σκοπός. Εξάλλου, η δημόσια περιουσία του κράτους περιλαμβάνει τα πράγματα που υπηρετούν αυτούσια δημόσιους σκοπούς και είναι αμέσως απαραίτητα για την εκπλήρωση των λειτουργιών του κράτους, ενώ η ιδιωτική περιουσία του κράτους αποτελείται από τα πράγματα και λοιπά περιουσιακά στοιχεία, τα οποία συμβάλλουν στην εκπλήρωση δημόσιων σκοπών όχι αυτουσίως και άμεσα αλλά έμμεσα με τις προσόδους και την αξία τους. Κρίσιμο λοιπόν κριτήριο εν προκειμένω είναι ο σκοπός που εξυπηρετεί το πράγμα. Έτσι, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να εξετάζεται ο σκοπός που επιδιώκεται με το πράγμα, ώστε στη συνέχεια να ενταχθεί αυτό στη δημόσια ή την ιδιωτική περιουσία του κράτους και εντεύθεν να ελεγχθεί αν υπόκειται ή όχι σε αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση των δανειστών του. Εν κατακλείδι, δεν αρκεί ότι η φερόμενη ως δημόσια περιουσία του κράτους (ενσώματο αντικείμενο κινητό ή ακίνητο) είναι ικανή να θεραπεύσει δημόσιους σκοπούς, αλλά θα πρέπει να έχει ήδη και αφιερωθεί στη θεραπεία συγκεκριμένου δημοσίου σκοπού. Επιπροσθέτως, θα πρέπει τούτη η αφιέρωση, κατά της αρχές της αναλογικότητας, να είναι απολύτως απαραίτητη, με αντικειμενικά μέτρα, ελεγχόμενα από το Δικαστήριο, για την εκπλήρωση του δημοσίου αυτού σκοπού. Στην προκειμένη περίπτωση από τις καταθέσεις των μαρτύρων , και ειδικότερα από την κατάθεση της μάρτυρος του ανακόπτοντος , η οποία κατέθεσε ότι « από το συγκεκριμένο λογαριασμό καλύπτονται όλες ανεξαιρέτως οι ανάγκες του νοσοκομείου, χωρίς να υπάρχει κάποια διάκριση ως προς τα κονδύλια που εισέρχονται στο λογαριασμό και τις ανάγκες που αυτά εξυπηρετούν», προκύπτει ότι δεν είναι σαφές ποιο μέρος των χρημάτων του κατασχεθέντος λογαριασμού έχει αφιερωθεί στη θεραπεία συγκεκριμένου δημόσιου σκοπού και συνεπώς εμπίπτει στην κατηγορία των ακατάσχετων και ποιο καλύπτει γενικότερες ανάγκες , και επομένως είναι δεκτικό κατάσχεσης. Επομένως λόγω της πιο πάνω σύμμιξης , η  οποία οδηγεί στην απώλεια της αυτοτέλειας εκάστου επιμέρους κονδυλίου, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ακατάσχετο το σύνολο των χρημάτων του κατασχεθέντος λογαριασμού, κρίση η οποία θα οδηγούσε στην αδυναμία αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του πιο πάνω ΝΠΔΔ και η δυνατότητα αναγκαστικής εκτέλεσης κατ' αυτού θα απέβαλλε κάθε σχεδόν περιεχόμενο. Βάσει των ανωτέρω, η εν λόγω τραπεζική κατάθεση ανήκει στην ιδιωτική περιουσία του ανακόπτοντος και δεν έχει ταχθεί για την άμεση εξυπηρέτηση ειδικού δημόσιου σκοπού, δεδομένου εξάλλου ότι όταν πρόκειται για χρήματα προερχόμενα από επιχορηγήσεις το Δημοσίου, αυτά τοποθετούνται σε ειδικούς λογαριασμούς, οι οποίοι τηρούνται αποκλειστικά για την εξυπηρέτηση του σκοπού της επιχορήγησης , γεγονός που δεν προέκυψε ότι συντρέχει στην κρινόμενη υπόθεση και συνεπώς ο πιο πάνω τραπεζικός λογαριασμός δεν εμπίπτει στην κατηγορία των ακατασχετων και ο σχετικός λόγος της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής του το ανακόπτον ισχυρίζεται, αφενός μεν ότι δεν είναι επιτρεπτή η επισπευδόμενη εκτέλεση σε βάρος της περιουσίας του με την επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης επ' αυτής , παρά μόνο η αναγκαστική εκτέλεση βάσει των αντίστοιχων διατάξεων του ΚΠολΔ και αφετέρου ότι δεν συντρέχουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την επιβολή αυτής {συντηρητικής κατάσχεσης) , και ειδικότερα της επείγουσας περίπτωσης και της αποτροπής του επικείμενου κινδύνου, λόγω της φερεγγυότητας του ως ΝΠΔΔ.
Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι απορριπτέος και τούτο διότι , κατά τα προαναφερθέντα εγκύρως εφαρμόζονται κατά του Δημοσίου διατάξεις αναγκαστικής εκτέλεσης και συνεπώς επιτρέπεται να επιβάλλεται εγκύρως το επιεικέστερο μέτρο της συντηρητικής κατάσχεσης, αναφορικά δε με τον ισχυρισμό ότι δε συντρέχουν οι προϋποθέσεις της λήψεως του ασφαλιστικού μέτρου , λόγω της φερεγγυότητας του ανακόπτοντος, πρέπει να παρατηρηθεί ότι: α) μετα τις ρυθμίσεις του ν 3329/2005 και του ν 3370/2005 οι ΔΥΠΕ απέκτησαν στις 3-5-2005 την κυριότητα επι της κινητής και ακίνητης περιουσίας των καταργηθέντων ΠΕΣΥΠ , στην οποία περιλαμβανόταν η περιουσία των νοσοκομείων του ΕΣΥ και των Μονάδων Κοινωνικής Φροντίδας, που είχε προηγουμένως περιέλθει στα ΠΕΣΥΠ , β) τα νοσοκομεία του ΕΣΥ διατήρησαν το δικαίωμα χρήσης και διαχείρισης επί της περιουσίας τους, που είχε περιέλθει στα καταργηθέντα ΠΕΣΥΠ και ήδη έχει περιέλθει στις ΔΥΠΕ και γ) τα νοσοκομεία του ΕΣΥ, ως αυτοτελή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου από 3-5-3005 , έχουν αυτοτελώς δικαίωμα απόκτησης ιδίας περιουσίας ( υπ' αριθμ 88/2006 γνωμοδότηση του Δ' τμήματος του Νομικού συμβουλίου του Κράτους), επομένως το ανακόπτον , δεδομένου ότι έχει κατά τα προεκτεθέντα καταστεί αυτοτελές νομικό πρόσωπο , με δικό του προϋπολογισμό, δεν δύναται να επικαλείται τη φερεγγυότητα του Ελληνικού Δημοσίου, ως λόγο έλλειψης επικείμενου κινδύνου για την επιβολή της συντηρητικής κατάσχεσης σε βάρος, το ίδιο δε , όπως χαρακτηριστικά κατέθεσε η κατά πρόταση του εξετασθείσα μάρτυρας, στερείται άλλης , πλην του επίδικου λογαριασμού, κινητής ή ακίνητης περιουσίαςΜε τον πέμπτο λόγο της ανακοπής του, το ανακόπτον ισχυρίζεται ότι ακύρως επιβλήθηκε σε βάρος του συντηρητική κατάσχεση πριν του επιδοθεί η διαταγή πληρωμής, και πριν παρέλθει η προθεσμία των 60 ημερών που ορίζει η διάταξη του άρθρου 4 παρ 2 του ν 3068/2002. Ο πιο πάνω λόγος είναι απορριπτέος, διότι στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, δεδομένου ότι κατά τα προεκτεθέντα η επιβολή της συντηρητικής κατασχέσεως πραγματοποιήθηκε κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 724 ΚΠολΔ, η οποία ορίζει ότι ο δανειστής μπορεί με βάση διαταγή πληρωμής χρηματικών απαιτήσεων να επιβάλει συντηρητική κατάσχεση στα χέρια του οφειλέτη ή τρίτου για το ποσό που ορίζεται με τη διαταγή πληρωμής ότι πρέπει να καταβληθεί και συνεπώς στην προκείμενη περίπτωση λαμβάνεται ασφαλιστικό μέτρο εκ του νόμου , το οποίο , εγκύρως επιβλήθηκε σε βάρος της ιδιωτικής περιουσίας του ανακόπτοντος, χωρίς να τηρηθεί η προθεσμία των 60 ημερών, η οποία αφορά την επιβολή αναγκαστικής και μόνο εκτέλεσης, χωρίς να είναι δυνατόν να γίνει αναλογική εφαρμογή και επί της παρούσας διαδικασίας του άρθρου 724 Με τον έκτο λόγο της ανακοπής, το ανακόπτον ισχυρίζεται ότι ο τρόπος άσκησης των ουσιαστικών και δικονομικών δικαιωμάτων της καθ'ης αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 281 ΑΚ , επειδή είχε ξεκινήσει πριν την έκδοση της διαταγής πληρωμής η διαδικασία για την υπαγωγή της οφειλής του προς την καθ' ης, σε ρύθμιση. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί , δεδομένου ότι σύμφωνα όσα θα εκτεθούν εκτενέστερα παρακάτω υπο τον όγδοο λόγο, αφενός μεν η υπαγωγή της καθ'ης στη ρύθμιση ήταν δυνητική και η ίδια δεν την αποδέχθηκε και αφετέρου μετά την μη επίτευξη αυτής (ρύθμισης) , ουδεμία απαγόρευση δεν υφίστατο να επιδιώξει η καθ' ης δικαστικά την είσπραξη των οφειλομένων . Με τον έβδομο λόγο της ανακοπής του το ανακόπτον ισχυρίζεται ότι οι υπ' αριθμ 26378/2009 και 26380/2009 διαταγές πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης εκδόθηκαν χωρίς να συντρέχει ουσιώδης δικονομική προϋπόθεση, που αφορά τη φύση της επιδικασθείσας απαίτησης και επομένως ακύρως επιβλήθηκε , βάσει αυτών η επίμαχη συντηρητική κατάσχεση. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος και τούτο διότι κατά τα εκτεθέντα στο πρώτο λόγο τ ανακοπής είναι δυνατή η έκδοση διαταγής πληρωμής κατά το Δημοσίου και των λοιπών ΝΠΔΔ υπο τις εκεί αναφερόμενες προϋποθέσεις. Ειδικότερα, η ακυρότητα μιας διαταγής πληρωμής θεμελιώνεται στην έλλειψη νόμιμης προϋπόθεσης αναφορικά με την έκδοση της. Η (ελλείπουσα) νόμιμη προϋπόθεση αφορά στη φύση της χρηματικής απαιτήσεως για την οποία ζητείται η διαταγή πληρωμής, διότι, κατά την ορθή έννοια του άρθρου 623 ΚΠολΔ, διαταγή πληρωμής δεν μπορεί να ζητηθεί για κάθε φύσεως χρηματική απαίτηση, αλλά για εκείνες μόνον τις χρηματικές απαιτήσεις που ο νόμος επιτρέπει. Οι δε χρηματικές απαιτήσεις, που νομικό και ιστορικό θεμέλιο έχουν (γνήσια) διοικητική σύμβαση, δεν περιλαμβάνονται μεταξύ αυτών. Συγκεκριμένα: για την έκδοση διαταγής πληρωμής ο ΚΠολΔ τάσσει ορισμένες θετικές και αρνητικές προϋποθέσεις. Οι πρώτες διατυπώνονται στο άρθρο 624. Η αναφορά όμως αυτών των προϋποθέσεων δεν είναι εξαντλητική, διότι, παράλληλα με τυχόν αλλά απαράδεκτα που προβλέπονται σε γενικές ή ειδικότερες διατάξεις, η φύση των χρηματικών απαιτήσεων, για τις οποίες μπορεί να εκδοθεί διαταγή πληρωμής, οριοθετείται συμπληρωματικά αλλά καθοριστικά (και) από το άρθρο 632. Το άρθρο αυτό προβλέπει τη δυνατότητα προσβολής της διαταγής πληρωμής με ανακοπή ενώπιον του υλικά αρμοδίου πολιτικού δικαστηρίου. Αυτό άλλωστε είναι αναγκαίο για να ικανοποιηθεί η συνταγματική επιταγή για παροχή έννομης προστασίας (άρθρο 20 Συντάγματος) και η επιταγή του άρθρου 6 παρ. 1 Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα δικαιώματα του ανθρώπου, αφού ο οφειλέτης δεν ακούσθηκε κατά τη διαδικασία εκδόσεως της διαταγής πληρωμής. Ρητά άλλωστε το άρθρο 630 περ. 3 επιβάλλει να αναγράφεται σχετική υπόμνηση στη διαταγή πληρωμής. Από το συνδυασμό, λοιπόν, των άρθρων 623, 630 περ. 3 και 632 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι απαραίτητη προϋπόθεση για να εκδοθεί διαταγή πληρωμής για μια χρηματική απαίτηση είναι (μεταξύ άλλων και) η δυνατότητα του οφειλέτη να ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής ενώπιον του αρμοδίου πολιτικού δικαστηρίου. Ο νομοθέτης του ΚΠολΔ, χορηγώντας στο δικαστή της πολιτικής δικαιοσύνης την εξουσία να εκδίδει, χωρίς προηγούμενη ακρόαση, διαταγή πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις, ήθελε να περιορίσει την εξουσία του αυτή μόνον σ εκείνες τις απαιτήσεις για τις οποίες το αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο θα είχε δικαιοδοσία να εξετάσει -μετά από ανακοπή- την ουσία της διαφοράς. Ετσι ο νομοθέτης, θεσμοθετώντας τη διαταγή πληρωμής, είχε ασφαλώς κατά νου τις χρηματικές απαιτήσεις του κύκλου δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων. Η πολιτική δικονομία άλλωστε αναφέρεται σε διαφορές που υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Γ αυτό και προέβλεπε ρητά ότι η ανακοπή θα ασκούνταν ενώπιον τους. Με τον τρόπο αυτόν έμμεσα αλλά με σαφήνεια οριοθέτησε τις χρηματικές απαιτήσεις, για τις οποίες θα μπορούσε να εκδοθεί διαταγή πληρωμής, με βασικό και πρώτιστο κριτήριο τα όρια δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων. Ακολούθως έθεσε και άλλους περιορισμούς, όπως λ.χ. την απόδειξή τους με έγγραφο, τη μη εξάρτηση τους από αίρεση κλπ. Με άλλα λόγια η δυνατότητα που παρέχει ο ΚΠολΔ για την έκδοση διαταγής πληρωμής αφορά αποκλειστικά εκείνες μόνον τις χρηματικές απαιτήσεις των οποίων μπορεί να εξαφανισθεί η (κατόπιν ανακοπής του άρθρου 632 Κ ΠολΔ) δικαστική διάγνωση από το αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο. Επειδή όμως ανακοπή δεν μπορεί να ασκηθεί για χρηματική απαίτηση από γνήσια σύμβαση διοικητικού δικαίου ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, δεδομένου ότι η εκδίκαση τέτοιων διαφορών υπάγεται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, a contrariο συνάγεται ότι είναι αδύνατη κατά νόμον και η έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση χρηματική απαίτηση. Οταν λοιπόν φέρεται ενώπιόν του αρμοδίου δικαστή αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση χρηματική απαίτηση για την οποία δεν μπορεί, για έλλειψη δικαιοδοσίας ή για άλλο λόγο, να ασκηθεί ανακοπή ενώπιον του αρμοδίου υλικά πολιτικού δικαστηρίου, οφείλει κατ' εφαρμογή του άρθρου 628 περ. α ΚΠολΔ να απορρίψει την αίτηση, διότι δεν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την έκδοση διαταγής πληρωμής (βλ. Γ. Αποστολάκη, Διαταγή πληρωμής για χρηματική απαίτηση από (γνήσια) διοικητική σύμβαση, Αρμ 2001.1317). Η δυνατότητα επομένως που παρέχει ο ΚΠολΔ για την έκδοση διαταγής πληρωμής αφορά αποκλειστικά εκείνες μόνο τις χρηματικές απαιτήσεις των οποίων μπορεί να εξασφαλισθεί η ( κατόπιν ανακοπής των άρθρων 632 ή 633 ΚΠολΔ) δικαστική διάγνωση με ισχύ δεδικασμένου από το αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο. ( ΕφΠατρ 286/2007 Αρμ 2008.85, ΕφΑΘ 132/2005ΝΟΜΟΣ, ΕφΘρ 105/2005 Αρμ 2005.1757, ΜΠρΘες 33347/2008 Αρμ 2008.1909, ΜΠρΛαμ 46/2007 Αρμ 2008.301, contra ΕφΑθ 3921/2007 ΝΟΜΟΣ ΠΠρΒολ 15/2002 ΕλΔνη 2004.921). Ανάλογη είναι και η θέση που γίνεται δεκτή στα πλαίσια του γερμανικού δικαίου. Οι διατάξεις του γερμανικού κώδικα πολιτικής δικονομίας για την έκδοση διαταγής πληρωμής εφαρμόζονται αποκλειστικά για εκείνες τις χρηματικές απαιτήσεις των οποίων η δικαστική διάγνωση υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και εκδικάζεται κατά τον γερμανικό κώδικα πολιτικής δικονομίας. Ετσι, δεν εφαρμόζονται όταν η χρηματική απαίτηση εκδικάζεται κατά τις διατάξεις του κώδικα δικονομίας άλλου δικαιοδοτικού κλάδου, όπως του κώδικα διοικητικής δικονομίας, του κώδικα φορολογικής δικονομίας και του κώδικα δικονομίας των κοινωνικών ασφαλίσεων (βλ. τις παραπομπές στους Schlosser , στην Ερμηνεία Stein - Jonas και Holch στην ερμηνεία Monchener Kommentar , που περιέχονται στη μελέτη Κ. Μπέης, Διαταγή πληρωμής, ό.π., σελ.509). Περαιτέρω στην έννοια της διοικητικής συμβάσεως υπάγεται κάθε σύμβαση, στην οποία : α) το ένα τουλάχιστον συμβαλλόμενο μέρος είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή ΝΠΔΔ, β) με τη σύναψη της συμβάσεως επιδιώκεται η ικανοποίηση δημοσίου σκοπού και γ) το Ελληνικό Δημόσιο ή το ΝΠΔΔ είτε βάσει των κανονιστικών ρυθμίσεων, που διέπουν τη σύμβαση είτε βάσει ρητρών , που αποκλίνουν του κοινού δικαίου , βρίσκεται σε υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλομένου, ήτοι σε θέση μη προσιδιάζουσα στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό , με τη δυνατότητα μονομερούς επεμβάσεως στο συμβατικό δεσμό, με άσκηση ελέγχου και επιβολή κυρώσεων . Στο πλαίσιο αυτό, από τις διατάξεις του ν 2286/1995 « Προμήθειες του δημοσίου τομέα και ρυθμίσεις συναφών θεμάτων»(ΦΕΚ Α 19) του πδ 370/1995 « Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας περι κρατικών προμηθειών» ( ΦΕΚ Α 199) συνάγεται ότι με αυτές θεσπίζεται ιδιαίτερο νομικό καθεστώς υπέρ του δημοσίου , στο πλαίσιο του οποίου αυτό κατέχει υπερέχουσα θέση έναντι των αντισυμβαλλομένων του, δικαιούμενο να επεμβαίνει μονομερώς στο συμβατικό δεσμό. Επομένως, συμβάσεις που συνάπτονται από ΝΠΔΔ , κατά τη νομοθεσία περι προμηθειών του δημοσίου, με αντικείμενο την άσκηση δημόσιας υπηρεσίας υπο λειτουργική έννοια, δηλαδή αφορούν σε δραστηριότητα με αντικείμενο την παροχή αγαθών ή υπηρεσιών προς τους διοικουμένους, για την ικανοποίηση βασικών αναγκών τους, όπως για παράδειγμα η προμήθεια ιατροφαμακευτικών ειδών από τα δημόσια νοσοκομεία, που αποσκοπούν στην επίτευξη δημόσιου σκοπού και δη , τη δημόσια υγεία, με την άμεση παροχή υπηρεσιών προς τους ασθενείς διοικουμένους, φέρουν το χαρακτήρα διοικητικής συμβάσεως και οι εξ αυτών διαφορές επιλύονται από το αρμόδιο διοικητικό εφετείο ( ΕπΑνΣτΕ 44/2002 αδημ. ΣτΕ 480/2001 οπ, Σπηλιωτόπουλο Εγχειρίδιο Διοικητικού δικαίου εκδ. 2001, σελ 197 επ), ενώ , αντιθέτως, σε περίπτωση προμηθειών με απευθείας παραγγελίες, χωρίς να έχει καταρτιστεί σχετική σύμβαση σύμφωνα με τους όρους και τις διαδικασίες που ορίζουν οι άνω διατάξεις, οι εξ αυτών αναφυόμενες διαφορές δημιουργούνται στο πλαίσιο έννομης σχέσης ιδιωτικού δικαίου και όχι διοικητικής συμβάσεως και , συνεπώς, δεν υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων,( ΔιοικΕφΑΘ 1685/2007, 2842/2007, ΔιοικΕφΠειρ2191/2007, ΠολΠρωτΑΘ 5095/2009 αδημ). Στην προκείμενη περίπτωση, η ανακύψασα μεταξύ του ανακόπτοντα και της καθ' ης διαφορά από τη μη καταβολή εκ μέρους του πρώτου του τιμήματος των πωληθέντων σε αυτό φαρμάκων, λόγω μη συνάψεως συμβάσεως προμήθειας κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις περί προμηθειών του δημοσίου , δεν αποτελεί διοικητική σύμβαση και , συνακόλουθα, κάθε διαφορά από αυτήν υπάγεται στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων. Κατ' ακολουθία τούτων και σύμφωνα με την προεκτεθείσα μείζονα σκέψη, για τη απαίτηση αυτή μπορούσε να εκδοθεί διαταγή πληρωμής κατά τα άρθρα 624 έως 634 ΚΠολΔ, διότι είναι μεταξύ εκείνων των απαιτήσεων τις οποίες ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας επιτρέπει την έκδοση διαταγής πληρωμής και συνεπώς ο έβδομος λόγος της ανακοπής πρέπει ν' απορριφθείΜε τον όγδοο λόγο της ανακοπής το ανακόπτον ισχυρίζεται ότι κατά το χρόνο έκδοσης της υπ' αριθμ 26380/2009 διαταγής πληρωμής οι επιδικασθείσες μ' αυτή απαιτήσεις είχαν αποσβεστεί, λόγω υπαγωγής της καθ' ης σε ρύθμιση . Είναι γεγονός ότι όπως προκύπτει από την υπ' αριθμ πρωτ. ΓΓ 676/2-4­2009 εγκύκλιο του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης , με αντικείμενο τη ρύθμιση από το Ελληνικό δημόσιο των οφειλών των νοσοκομείων του ΕΣΥ προς τους προμηθευτές τους , προβλέφθηκε ειδική διαδικασία ρύθμισης των οφειλών που είχαν δημιουργηθεί μέχρι την 31-12-2008, η καθ'ης όμως εταιρία αν και υπάγεται στην κατηγορία των προμηθευτών φαρμάκων, δεν αποδέχθηκε τη διαδικασία ρύθμισης των υφιστάμενων προς αυτήν οφειλών του ανακόπτοντος, όπως με κατηγορηματικότητα και μετά λόγου γνώσεως κατέθεσε η κατά πρόταση της εξετασθείσα μάρτυρας, υπεύθυνη του λογιστηρίου, σε αντίθετο δε συμπέρασμα δεν μπορεί να οδηγεί το Δικαστήριο από το γεγονός ότι η καθ' ης υπέβαλλε στο λογιστήριο του ανακόπτοντος τα επικαλούμενα από το τελευταίο δικαιολογητικά, δεδομένου ότι , όπως κατέθεσε και η μάρτυρας της καθ' ης αυτά (δικαιολογητικά) κατατέθηκαν προκειμένου να επιτευχθεί η είσπραξη των οφειλομένων ποσών , σε κάθε δε περίπτωση η υπαγωγή στη ρύθμιση των χρεών είναι δυνητική και όχι υποχρεωτική (ΤρΔιοικΕφΘες 1186/2007 αδημ., ΠολΠρΛαμ 70/2009 ΝΟΜΟΣ ). Σε κάθε δε περίπτωση η πιο πανω διαδικασία της ρύθμισης, έπαυσε να ισχύει διότι ο ΣΦΕΕ ( Σύνδεσμος Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος) στον οποίο συμμετέχει και η καθ'ης με την από 17-9-2009 απόφαση του ΔΣ , δήλωσε ότι αποχωρεί από τις συζητήσεις για τη ρύθμιση των χρεών με τον προτεινόμενο από το Ελληνικό Δημόσιο τρόπο . Βάσει των πιο πάνω , ο όγδοος λόγος της ανακοπής περί απόσβεσης της απαίτησης που περιλαμβάνεται στην υπ' αριθμ 26380/2009 διαταγής πληρωμής πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Τέλος με τον ένατο λόγο της ανακοπής, ισχυρίζεται το ανακόπτον ότι κατά παράβαση του νόμου επιδικάσθηκαν με την διαταγή πληρωμής , τόκοι υπερημερίας υπολογιζόμενοι από την αναφερόμενη σ' αυτή (διαταγή πληρωμής) δήλη ημέρα πληρωμής εκάστου τιμολογίου. Ο λόγος αυτός είναι μη νόμιμος και απορριπτέος διότι κατά τη διάταξη του άρθρου 4 παρ 2δ του πδ 166/2003 « εάν δεν συμφωνήθηκε ορισμένη μέρα ή προθεσμία πληρωμής της αμοιβής , ο οφειλέτης γίνεται 1 α του άρθρου 3 του παρόντος , η προθεσμία καταβολής τόκων σε κάθε μια από τις παραπάνω περιπτώσεις , ορίζεται αποκλειστικώς σε 60 ημέρες. Όπως δε προκύπτει από τα προσκομισθέντα από την καθ' ης τιμολόγια πώλησης προς τον ανακόπτοντα , επι πιστώσει, υφίσταται ρητή αναγραφή «επί πιστώσει μετρητά εντός 60 ημερών», γεγονός εξάλλου το οποίο δεν αμφισβητεί το ανακόπτον , αλλά αντίθετα συνομολογεί, περιοριζόμενο στην επίκληση των διατάξεων του άρθρου 4 του ΠΔ 166/200 σε συνδ. με τις διατάξεις των άρθρων 9 παρ 2 και 10 παρ 2 περ γ του ΠΔ 108/1993, και ισχυριζόμενο βάσει αυτών, ότι η παραλαβή του φαρμακευτικού και λοιπού υλικού γίνεται από τριμελή επιτροπή υπαλλήλων του νοσοκομείου, η οποία προβαίνει στη σύνταξη πρωτοκόλλου παραλαβής και δελτίου εισαγωγής, το οποίο και αποτελεί το νόμιμο παραστατικό που αποδεικνύει την παραλαβή και εισαγωγή των υλικών στη διαχείριση του φαρμακείου και ότι λόγω της μη προσκομιδής σχετικών εγγράφων παραλαβής κατά την έκδοση της διαταγής πληρωμής, δεν προέκυπταν οι ημερομηνίες ολοκλήρωσης της διαδικασίας αποδοχής και ελέγχου των παραληφθέντων από το Νοσοκομείο ειδών και συνεπώς ο χρόνος έναρξης τοκοφορίας της κατ' αυτής απαίτησης. Ο πιο πάνω λόγος όμως , σύμφωνα με τα προαναφερθέντα είναι απορριπτέος, δεδομένου ότι ρητά προκύπτει από το διάταξη του άρθρου 4 παρ 2δ του πδ 166/2003 ο χρόνος τοκοφορίας του κάθε επιμέρους τιμολογίου , η λειτουργία δε της επιτροπής παραλαβής των νοσοκομειακών φαρμακείων , αφορά καθαρά εσωτερικές διαδικασίες του Νοσοκομείου και εξασφαλίζει άλλους σκοπούς και όχι την βεβαίωση της παραλαβής των πιο πάνω φαρμάκων, γεγονός εξάλλου που όπως προαναφέρθηκε , δεν αμφισβητεί το ανακόπτον. Κατόπιν τούτων και εφόσον δεν προβάλλεται άλλος λόγος με την ανακοπή, εκτός από τους ανωτέρω που απορρίφθηκαν, πρέπει η κρινόμενη ανακοπή να απορριφθεί στο σύνολο της. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων, διότι η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ κατ' αντιμωλία των διαδίκων ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στη Θεσσαλονίκη στις 23 Οκτωβρίου 2009, με την παρουσία της γραμματέως, Αφροδίτης Παπαδήμα.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ
 ΤΡΑΠΕΖΑ  ΝΟΜΙΚΩΝ  ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ  ΔΣΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 
Δικαστήριο:
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
Τόπος:
ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:
3364
Ετος:
2007

Περίληψη

Εκτέλεση κατά του Δημοσίου -. Αναίρεση από το Δημόσιο και αναστολή εκτελέσεως τελεσίδικης απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου και διαταγής πληρωμής. Η νομοθετική ρύθμιση που απαγορεύει την εκτέλεση διαταγής πληρωμής σε βάρος του Δημοσίου αντίκειται στις διατάξεις του Συντάγματος, της ΕΣΔΑ και του Α΄ Προσθέτου Πρωτοκόλλου της. Σε κάθε περίπτωση η απαγόρευση δεν καταλαμβάνει την διαταγή πληρωμής η οποία εκδίδεται από τον μόνο αρμόδιο δικαστή του Πολιτικού Δικαστηρίου και όταν ακόμη στηρίζεται σε τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση Διοικητικού Δικαστηρίου. Το Δημόσιο υποχρεούται να συμμορφώνεται και στις τελεσίδικες αναγνωριστικές αποφάσεις. Η ασκηθείσα από το Δημόσιο αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του ΣτΕ δεν αναστέλλει την εκτέλεση τελεσίδικης καταψηφιστικής απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου και, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, και της διαταγής πληρωμής, η οποία εκδόθηκε με βάση τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση αυτού.
Κείμενο Απόφασης

Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών
Αριθ. 3364/2007
(Απόσπασμα)... Με την υπό κρίση ανακοπή, ζητείται για τους λόγους που αναφέρονται σ' αυτήν η ακύρωση της υπ’ αριθ. 5517/ 2005 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που εκδόθηκε ύστερα από αίτηση των καθών κατά του ανακόπτοντος, με την οποία υποχρεώθηκε αυτό να καταβάλει σε καθέναν από τους καθών το ποσό των 70.744,68 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων. Η ανακοπή αυτή έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα (αρ. 632 §1 και 633 §2 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής επιδόθηκε για δεύτερη φορά στο ανακόπτον στις 16.12.2005 (βλ. σχετική επισημείωση στο δικόγραφο της, του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Θ.Δ.**) και η υπό κρίση ανακοπή επιδόθηκε στους καθών στις 28.12.2005. Αρμοδίως δε εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του δικαστηρίου κατά την τακτική διαδικασία (ΑΕΔ 18/2005 Δ 37. 141). Πρέπει συνεπώς να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.

    Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής του το ανακόπτον ισχυρίζεται ότι προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής πρέπει να ακυρωθεί, διότι εκδόθηκε βάσει της υπ' αριθ. 4344/2005 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών και ως εκ τούτου αρμόδιο για την έκδοσή της ήταν το Διοικητικό Πρωτοδικείο. Ο λόγος αυτός ανακοπής πρέπει να απορριφθεί, διότι η διαταγή πληρωμής εκδίδεται μόνο από τον Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου των πολιτικών δικαστηρίων και δεν προβλέπεται από την διοικητική δικονομία. Εξάλλου η διαταγή πληρωμής εκδίδεται από το δικαστή ως δικαστικό λειτουργό ατομικώς και όχι με την ιδιότητα του ουγκροτηθέντος κατά νόμο δικαστηρίου και δεν αποτελεί δικαστική απόφαση αλλά εκτελεστό τίτλο και συνεπώς δεν παραβιάζονται οι συνταγματικές διατάξεις για τον ορισμό των δικαιοδοσιών (δικαιοδοσία δε νοείται η εξουσία των δικαστηρίων για δεσμευτική διάγνωση των υπό την κρίση τους δικαιωμάτων), όταν ο δικαστής του πολιτικού δικαστηρίου εκδίδει διαταγή πληρωμής σχετικά με χρηματική απαίτηση, η δικαστική διάγνωση της οποίας υπάγεται στην δικαιοδοσία τον διοικητικών δικαστηρίων με την προϋπόθεση ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 623 και 624 ΚΠολΔ (ΕφΑθ 4486/ 2006 προσκομιζόμενη, ΕφΑθ 8935/2001 Δ 35. 360, Κ. Μπέη, Διαταγή πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις εναντίον του Δημοσίου και των ν.π.δ.δ., Δ 28. 510 επ.). Και η ανακοπή εξάλλου κατά διαταγής πληρωμής που έχει αιτία διοικητική διαφορά, υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, διότι ο έλεγχος της ορθότητας της έκδοσης διαταγής πληρωμής, η οποία εντάσσεται στην άσκηση δικαστικής και όχι διοικητικής αρμοδιότητας του δικαστικού λειτουργού της πολιτικής δικαιοδοσίας, ανήκει υποχρεωτικά στα όργανα που ανήκουν στον ίδιο δικαιοδοτικό κλάδο (ΑΕΔ 18/2005 Δ 37. 141, ΕφΑθ 4486/ 2006 προσκομιζόμενη).

    Με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής του το ανακόπτον ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής πρέπει να ακυρωθεί βάσει της διάταξης του άρθρου 1 του ν. 3068/2002, όπως το τελευταίο εδάφιο αυτού προστέθηκε με το άρθρο 20 του ν. 3301/2004, που ορίζει ότι δεν εκτελούνται σε βάρος του Δημοσίου οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ-ζ της §2 του άρθρου 904 ΚΠολΔ (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι διαταγές πληρωμής).

    Σε εκτέλεση του άρθρου 94 §4 του ισχύοντος Συντάνματος που ορίζει ότι οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του Δημοσίου κλπ, εκδόθηκε ο ν. 3068/2002, στο άρθρο 1 του οποίου ορίζεται ότι το Δημόσιο, οι ΟΤΑ και λοιπά ν.π.δ.δ. έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της από αυτές και την εκτέλεσή τους. Με το άρθρο 20 του ν. 3301/2004, προστέθηκε τελευταίο εδάφιο στο άρθρο 1 του ως άνω νόμου, σύμφωνα με το οποίο δεν είναι δικαστικές αποφάσεις για την έννοια του παρόντος και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδάφιον γ-ζ της § 2 του άρθρου 904 ΚΠολΔ (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι διαταγές πληρώμης), πλην των κηρυχθεισών εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων. Η νομοθετική όμως αυτή ρύθμιση, που απαγορεύει την εκτέλεση διαταγής πληρωμής σε βάρος του Δημοσίου κλπ, αντίκειται στις διατάξεις του ως άνω άρθρου 94 §4 του Συντάγματος, καθώς και στις διατάξεις των άρθρων 20 §1, 95 §5 αυτού σε συνδυασμό με τα άρθρα 6 §1, 13 ΕΣΔΑ και 1 Α' Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, οι οποίες καθιερώνουν την αποτελεσματική δικαστική προστασία και δεν εφαρμόζεται, Συνεπώς υπάρχει υποχρέωση της Διοίκησης να συμμορφώνεται και στους ανωτέρω τίτλους μεταξύ των οποίων και η διαταγή πληρωμής (ΕφΑθ 1837/2007, ΕφΑθ 4486/2006 προσκομιζόμενες ΜΠρΑθ 2913/2005 Δ 37. 529, ΜΠρΗρ 3878/2005 Αρμ 2006. 443).

    Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί ο λόγος αυτός ανακοπής, διότι η διάταξη του άρθρου 1 του ν. 3068/2002 όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του με τον ν. 3301/2004, ερμηνευόμενη σύμφωνα με τις αναφερόμενες ανωτέρω στην μείζονα σκέψη διατάξεις, δεν μπορεί να ισχύσει. Σε κάθε περίπτωση η ως άνω διάταξη του ν. 3068/2002 όπως τροποποιήθηκε, ερμηνευόμενη σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις και τον σκοπό αυτής, δεν περιλαμβάνει στην απαγόρευση, τις διαταγές πληρωμής που στηρίζονται σε τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση, όπως εν προκειμένω, δεδομένου ότι απ’ αυτή πηγάζει δεδικασμένο, έτσι ώστε ως τίτλος να είναι αρκούντως, ώριμος ως απρόσβλητος με τακτικά ένδικα μέσα, το δε Δημόσιο είναι υποχρεωμένο να συμμορφώνεται και στις αναγνωριστικές αποφάσεις (ΕφΑθ 1837/2007 προσκ.). Στις περιπτώσεις αυτές δε, η διαταγή πληρωμής λειτουργεί ως επόμενη βαθμίδα μετά την έκδοση της τελεσίδικης απόφασης που αναγνωρίζει την απαίτηση, ώστε να καθίσταται αδιανόητη η αποστέρηση από την διαταγή πληρωμής των αποτελεσμάτων και λειτουργίας της δικαστικής απόφασης στην οποία βασίστηκε η έκδοση της (παρατηρήσεις Δ. Σκαρίπα υπό την υπ’ αριθ. 2913/2005 απόφαση του ΜΠρΑθ Δ 37/532 επ.)

    Με τον τελευταίο λόγο της ανακοπής του το ανακόπτον ισχυρίζεται ότι κατά της υπ' αριθ. 4344/2004 αναγνωριστικής απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, βάσει της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, έχει το ίδιο ασκήσει αίτηση αναίρεσης ενώπιον του ΣτΕ, η οποία εκκρεμεί και συνεπώς αναστέλλεται η εκτέλεση της απόφασης αυτής, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 19 του ν. 1715/1951. Κατά συνέπεια πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής.

    Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 19 του α.ν. 1715/1951, η οποία διατηρή-θηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 ΕισΝΚΠολΔ και συμπληρώθηκε με το άρθρο 41 §11 ν. 2065/1992: «1. Η ασκηθείσα υπό του Δημοσίου, του Ταμείου Εθνικού Στόλου, του Ταμείου Εθνικής Αμυνας και του Παλαιού Εκκλησιαστικού Ταμείου, αίτησις αναιρέσεως κατά τελεσιδίκου δικαστικής αποφάσεως ως και η προς άσκησιν τοιαύτης προθεσμία, αναστέλλει την κατά των νομικών προσώπων εκτέλεσιν της αποφάσεως και καθ' ας έτι περιπτώσεις θα επετρέπετο αύτη. 2. Η εκτέλεση αποφάσεων διοικητικών δικαστηρίων επί διοικητικών διαφορών ουσίας κατά των νομικών αυτών πρόσωπον, που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, αναστέλλεται μέχρις ότου καταστούν αμετάκλητες». Περαιτέρω σύμφωνα με την διάταξη του αρ. 199 §1 του ΚΔιοκΔ «οι τελεσίδικες, ανέκκλητες και προσωρινώς εκτελεστές καταφηφιστικές αποφάσεις, οι οποίες εκδίδονται για διαφορές που άγονται προς επίλυση με την άσκηση αγωγής αποτελούν τίτλο εκτελεστό κατά το άρθρο 904 του ΚΠολΔ». Ως προς τις αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων η ανωτέρω διάταξη του ΚΔιοικΔ πρέπει να θεωρηθεί ότι κατήργησε την §2 του ως άνω άρθρο 19 α.ν. 1715/1951 και υπερισχύει αυτού ως νεότερη (και συνεπώς η τελεσίδικη καταψηφιστική απόφαση επί αγωγής που ασκήθηκε κατ' άρθρο 71 ΚΔΔ, δεν απαιτείται να γίνει αμετάκλητη ώστε να εκτελεστεί (Σταματόπουλος στα πρακτικά συνεδρίου Ένωσης Ελλήνων Δικονομολόγων αε θέμα: Το Δημόσιο και η Πολιτική Δίκη εκδ. Σάκκουλα, Χατζητζανής, «Ερμηνεία κατ' άρθρον ΚΔιοικΔ εκδ. 2004, σ. 1176, Μελέτη του Ελευθερίου Λεκέα Προέδρου Εφετών, Δ.Δ. δημοσιευμένη στο ΔΦορΝομοθ 2000/1302, ΔΠρΑθ 150/2001 Δ 2001. 664, 19-3/2003 ΕΣ (ΠΡΑΚΤ) ΕΔΚΑ 2003. 606, ΓΝΜΔ 291/2005 ΝΣΚ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ). Για την ταυτότητα του νομικού λόγου πρέπει δε να γίνει δεκτό ότι εκτελείται οι βάρος του Δημοσίου και η διαταγή πληρωμής που εκδόθηκε βάσει τελεσίδικης αναγνωριστικής απόφασης διοικητικού δικαστηρίου, αφού και στην περίπτωση αυτή ο εκτελεστός αυτός τίτλος στηρίζεται σε δικαστική διάγνωση με την ισχύ του δεδικασμένου. Εξάλλου όπως προαναφέρθηκε ανωτέρω σχετικά με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής, υπάρχει υποχρέωση της Διοίκησης να συμμορφώνεται και στις διαταγές πληρωμής και ειδικά αυτές που στηρίζονται σε τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση, όπως εν προκειμένω, δεδομένου ότι απ' αυτή πηγάζει δεδικασμένο, έτσι ώστε ως τίτλος να είναι αρκούντως ώριμος ως απρόσβλητος με τακτικά ένδικα μέσα (ΕφΑθ 1837/2007 προσκ.). Στην προκειμένη συνεπώς περίπτωση, έστω και αν το Δημόσιο έχει ασκήσει αίτηση αναίρεσης κατά της τελεσίδικης αναγνωριστικής απόφασης που εκδόθηκε επί αγωγής σύμφωνα με το άρθρο 71 ΚΔΔ των καθών η ανακοπή κατά αυτού, βάσει της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, η άσκηση αυτής δεν αναστέλλει την εκτέλεση της διαταγής πληρωμής και πρέπει και ο λόγος αυτός ανακοπής να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Πρόεδρος:
Βασιλική Κατσούλα, Πρωτοδίκης
Δικηγόροι:
Μαριλένα Κακώση - Κατακουζηνού - Ηλίας Κωνσταντόπο
Λήμματα:
Εκτέλεση κατά του Δημοσίου

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ 
Δημοσίευση:
ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 
Δικαστήριο:
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
Τόπος:
ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:
2913
Ετος:
2005

Όροι θησαυρού:
ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ (ΑΝΑΚΟΠΗ ΚΑΤΑ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ)

Περίληψη
Διαταγή πληρωμής - Αναγκαστική εκτέλεση κατά ΟΤΑ - Αίτηση δήμου αναστολής εκτέλεσης -. Το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που, μαζί με το προαιρετικό Πρωτόκολλο του έχει υπερνομοθετική ισχύ ορίζει ότι κάθε άτομο, του οποίου τα δικαιώματα και οι ελευθερίες, που αναγνωρίζονται στο παρόν Σύμφωνο, παραβιασθούν, θα έχει στη διάθεση του μία πρόσφορη προσφυγή, ακόμη και αν η παραβίαση θα έχει διαπραχθεί από πρόσωπα που ενεργούν υπό την επίσημη κρατική ιδιότητα τους. Ως "πρόσφορη δικαστική προσφυγή" κατά την έννοια των άνω διατάξεων πρέπει να νοηθεί και η αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής, αφού προβλέπεται από το ελληνικό αστικό δικονομικό δίκαιο ως μέσο ικανοποίησης χρηματικής απαίτησης ή απαίτησης παροχής χρεογράφων και με αυτήν επιδιώκεται η ικανοποίηση δικαιώματος οικονομικής φύσεως. Σύμφωνα και με την πρόσφατη αναθεώρηση του Συντάγματος οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου. Απορρίπτεται η αίτηση αναστολής εκτέλεσης του αιτούντος Δήμου για το λόγο της μη πιθανολόγησης των λόγων της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής.

Κείμενο Απόφασης
Αριθμός Απόφασης
2913/2005
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Βενιζέλο Μουράτογλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 31 Μαρτίου 2005 χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αιτούντος: του........ Δήμου ......., νομίμως εκπροσωπούμενου από το Δήμαρχο αυτού........., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του
Αλέξανδρο Τσώνο.
Της καθ' ης της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία ........., που εδρεύει στην
Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ηλία Κωνσταντόπουλο.
Ο αιτών ζητεί να γίνει δεκτή η από 10.3.2005 αίτησή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό 3181/2005 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης μετά από την εκφώνησή της με τη σειρά της από το έκθεμα οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα σημειώματα που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ο αιτών ζητεί ν' ανασταλεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται εις βάρος του δυνάμει της 1451/2.3.2005 περίληψης της 1449/28.2.2005 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Κ. Δ. μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της ανακοπής που νομότυπα και εμπρόθεσμα έχει ασκήσει κατά της εκτέλεσης, αφού πιθανολογεί την ευδοκίμηση της ανακοπής και η διενέργεια της εκτέλεσης θα του προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη. Η αίτηση αρμοδίως καθ' ύλην και κατά τόπον φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρ. 686 επ. ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη (άρθρ. 933, 938 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν.
Το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που, μαζί με το προαιρετικό Πρωτόκολλο του, κυρώθηκε με το Ν. 2462/1997, επικυρώθηκε και άρχισε να ισχύει για την Ελλάδα από 5.8.1997 (Ανακοίνωση Υπουργείου Εξωτερικών Φ. 0546/62/ΛΙ/292/Μ.2870/7.5.1997), έχει δε υπερνομοθετική ισχύ κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, στο άρθρο 2 παρ. 3 αυτού ορίζει ότι: "Τα Συμβαλλόμενα Κράτη στο παρόν Σύμφωνο αναλαμβάνουν την υποχρέωση:
α) να εγγυώνται ότι κάθε άτομο, του οποίου τα δικαιώματα και οι ελευθερίες, που αναγνωρίζονται στο παρόν Σύμφωνο, παραβιασθούν, θα έχει στη διάθεση του μία πρόσφορη προσφυγή, ακόμη και αν η παραβίαση θα έχει διαπραχθεί από πρόσωπα που ενεργούν υπό την επίσημη κρατική ιδιότητα τους,
β) να εγγυώνται ότι η αρμόδια δικαστική, διοικητική, νομοθετική ... αρχή ... θα αποφαίνεται πράγματι σχετικά μετά δικαιώματα του προσφεύγοντος, και να προωθήσουν τη δυνατότητα δικαστικής προσφυγής,
γ) να εγγυώνται την εκτέλεση, από τις αρμόδιες αρχές, κάθε απόφασης που θα έχει κάνει δεκτή τη σχετική προσφυγή".
Ως "πρόσφορη δικαστική προσφυγή" κατά την έννοια των άνω διατάξεων πρέπει να νοηθεί και η αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής, αφού προβλέπεται από το ελληνικό αστικό δικονομικό δίκαιο ως μέσο ικανοποίησης χρηματικής απαίτησης ή απαίτησης παροχής χρεογράφων και με αυτήν επιδιώκεται η ικανοποίηση δικαιώματος οικονομικής φύσεως.
Εξάλλου, το άρθρο 14 παρ. 1 εδ. α' του ίδιου Συμφώνου ορίζει ότι: "Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεση του να δικαστεί από ... δικαστήριο ... το οποίο θα αποφασίσει ... και για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα". Προς τη διάταξη αυτή συμπορεύεται και το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, που καθιερώνεται με το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974, καθώς και το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος. Οι ως άνω διατάξεις δεν ιδρύουν μόνο διεθνή ευθύνη των συμβαλλομένων κρατών, αλλά έχουν άμεση εφαρμογή και υπερνομοθετική ισχύ, άρα θεμελιώνουν δικαιώματα υπέρ των προσώπων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής τους. Οι διατάξεις αυτές εγγυώνται όχι μόνο την ελεύθερη πρόσβαση σε δικαστήριο, αλλά και την πραγματική ικανοποίηση του δικαιώματος που επιδικάστηκε από το δικαστήριο, δηλαδή το δικαίωμα αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς την οποία η προσφυγή στο δικαστήριο θα απέβαλλε την ουσιαστική αξία και χρησιμότητα της. Από τους ως άνω κανόνες δικαίου, που καθιερώνουν την αποτελεσματική δικαστική προστασία, έπεται ότι δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρ. 1 εδ. τελευτ. Ν. 3068/2002, όπως προστ. με το άρθρ. 20 Ν. 3301/2004, που ορίζει ότι "δεν είναι δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του παρόντος και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις Περιπτώσεις των εδαφίων γ' - ζ' του άρθρου 904 ΚΠολΔ, πλην των κηρυχθεισών εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων", το οποίο επομένως δεν ισχύει ούτε επί των ......... Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται και με την πρόσφατη αναθεώρηση του Συντάγματος, στο οποίο προστέθηκε η διάταξη του άρθρου 94 παρ. 4 εδ. γ', που ορίζει ότι "οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου, όπως νόμος ορίζει" (βλ. Ο.ΑΠ 21/2001 ΗλλΔ 43,83, η οποία αφορά αναίρεση απόφασης του ΕιρΠειρ. Για το λόγο ότι έκανε δεκτή ανακοπή ........... κατά διαταγής πληρωμής και της κάτω από αυτήν επιταγής προς πληρωμή και ακύρωσε τη διαταγή πληρωμής).
Στην υπό κρίση υπόθεση, από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα του αιτούντος
............... στο ακροατήριο του Δικαστηρίου (η καθ' ης δεν πρότεινε μάρτυρα προς εξέταση), από τα έγγραφα που προσκομίζουν οι διάδικοι και από την εν γένει διαδικασία στο ακροατήριο πιθανολογήθηκαν τα εξής: κατόπιν αιτήσεως της καθ' ης εκδόθηκε από το Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η υπ' αριθ. 1296/2001 διαταγή πληρωμής κατά του εδώ αιτούντος για την πληρωμή στην εδώ καθ' ης Ε 224.600,53 (πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων), ποσού οφειλόμενου από εκτέλεση από την καθ' ης υπερσυμβατικών εργασιών αποχέτευσης, στο ............, την οφειλή του οποίου αναγνώρισε ο αιτών με το 5672/2000 έγγραφο του. Ο αιτών άσκησε κατά της διαταγής πληρωμής την από 30.4.2004 ανακοπή τόσο ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία συζητείται στις 13.4.2004, όσο και άλλη ανακοπή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία συζητήθηκε στις
6.9.2004 και αναμένεται η έκδοση απόφασης. Επίσης άσκησε και αιτήσεις αναστολής ενώπιον των παραπάνω Δικαστηρίων, την απόρριψη των οποίων ομολογεί με την υπό κρίση αίτηση του ο αιτών (από τις οποίες η απευθυνόμενη προς το παρόν Δικαστήριο απορρίφθηκε γιατί δεν πιθανολογήθηκε η εμπρόθεσμη άσκηση της ανακοπής). Στη συνέχεια η καθ' ης με την 1449/2005 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου του διακστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Κ. Δ. προέβη στην κατάσχεση του περιγραφόμενου σε αυτήν ακινήτου της κυριότητας του Δήμου, ήτοι του Παλαιού Δημαρχείου .............., και δυνάμει της 1451/2005 περίληψης κατασχετήριας έκθεσης ακινήτου το άνω ακίνητο εκτίθεται
σε αναγκαστικό πλειστηριασμό στις 13.4.2005. Κατά των άνω πράξεων της εκτέλεσης ο αιτών άσκησε την από 9.3.2005 και με αριθ. εκθ. καταθ. 1944/10.3.2005 ανακοπή του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αντίγραφο της οποίας με κλήση προς συζήτηση κατά την προσδιορισθείσα δικάσιμο της 7.2.2006 επέδωσε εμπρόθεσμα στην καθ' ης (βλ. την 15156/11.3.2005 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του πρωτοδικείου Αθηνών Βενετσιάνου Δεκούλου), καθώς και την με ταυτόσημο περιεχόμενο από 9.3.2005 και με αριθ. εκθ. καταθ. 2925/10.3.2005 ανακοπή της ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, αντίγραφο της οποίας επέδωσε στην καθ' ης. Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής της η αιτούσα ισχυρίζεται ότι η διαταγή πληρωμής στην οποία στηρίχθηκαν οι ανακοπτόμενες πράξεις εκτελέσης (οι προαναφερόμενες έκθεση κατάσχεσης και περίληση κατασχετήριας έκθεσης δεν
αποτελεί τίτλο εκτελεστό έναντι του αιτούντος κατ' αρθρ. 1 Ν. 3068/2002 όπως συμπλ. με άρθρ. 20 Ν. 3301/2004 και συνεπώς ακύρως συντάχθηκαν και πρέπει ν' ακυρωθούν. Ο λόγος αυτός είναι μη νόμιμος, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη που προηγείται δεδομένου ότι η νομοθετική ρύθμιση στην οποία στηρίζεται αντίκειται κατά τα προλεχθέντα στις διατάξεις των άρθρ. 2 παρ. 3 του υπερνομοθετικής ισχύος κατά το άρθρ. 28 παρ. 1 Συντ. Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα σε συνδ. με άρθρ. 6 παρ. 1 της ΕΣΑΛ, που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974 και άρθρ. 20 παρ. 1 Συντ. και πιθανολογείται ότι θα
απορριφθεί. Με το δεύτερο λόγο της ανακοπής ο αιτών ισχυρίζεται ότι η χρηματική απαίτηση της καθ' ης κατά του Δήμου δεν υπάγεται στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, αλλά των διοικητικών, ως προερχόμενη από διοικητική σύμβαση κατασκευής δημοτικού έργου και συνεπώς για το λόγο αυτό πρέπει να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες πράξεις εκτέλεσης (και όχι η διαταγή πληρωμής, όπως προφανώς από παραδρομή μνημονεύει ο αιτών). Ομως και αυτός ο λόγος ανακοπής πιθανολογείται ότι θα απορριφθεί, δεδομένου ότι η απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής δεν προέρχεται από διοικητική σύμβαση, οπότε και τα πολιτικά δικαστήρια δεν θα είχαν δικαιοδοσία να επιληφθούν της διαφοράς, αλλά από
έγγραφη ρητή και ανεπιφύλακτη αναγνώριση χρέους εκ μέρους του αιτούντος, το οποίο (χρέος) προήλθε όχι από τη διοικητική σύμβαση ανάθεσης του έργου κατασκευής αποχετευτικού δικτύου στην καθ' ης, αλλ' από την επ' ευκαιρία αυτής εκτέλεση υπεροσυμβατικού έργου. Τέλος, με τον τρίτο λόγο της ανακοπής ο αιτών ισχυρίζεται ότι ο τίτλος στον οποίο στηρίζονται οι ανακοπτόμενες πράξεις εκτέλεσης είναι άκυρος, γιατί στηρίχθηκε σε αναγνώριση χρέους που έγινε από αναρμόδιο όργανο του Δήμου (αντιδήμαρχο) και ότι η αναγνώριση δεν είναι εκκαθαρισμένη, αλλ' εξαρτάται από ενέργειες που δεν αποδεικνύονται εγγράφως, όπως επιμετρήσεις, εγκρίσεις κ.λ.π. Ομως και αυτός ο λόγος ανακοπής πιθανολογείται ότι θα απορριφθεί, γιατί όπως προκύπτει από το 5672/28.7.2000
έγγραφο του Δήμου .................., στο οποίο στηρίχθηκε ο δικαστής που εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής,
α) τούτο υπογράφεται από την Αντιδήμαρχο ............... ως αναπληρώτρια του Δημάρχου και σύμφωνα με το άρθρ. 117 Κ.Δ.Κ. τα καθήκοντα του κωλυόμενου ή απουσιάζοντος Δημάρχου τα ασκεί ο αντιδήμαρχος που ορίζεται απ' αυτόν και ο αιτών δεν αμφισβητεί με την ανακοπή ότι η άνω αντιδήμαρχος είχε οριστεί απ' αυτόν ως αναπληρώτρια του Δημάρχου, ούτε μνημονεύει ποιον αντιδήμαρχο είχε ορίσει ως αναπληρωτή του, ώστε να προκύπτει η αναρμοδιότητα της αντιδημάρχου .............. να υπογράφει το εν λόγω έγγραφο, και
β) από αυτό τούτο το έγγραφο προκύπτει ότι η απαίτηση της καθ' ης είναι εκκαθαρισμένη, γιατί μνημονεύεται σ' αυτό ότι το οφειλόμενο στην καθ' ης ποσό προέκυψε, μετά τον έλεγχο των τελικών επιμετρήσεων ο οποίος περατώθηκε στο α' τρίμηνο του 2000 από την επίβλεψη του έργου.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν πιθανολογείται η ευδοκίμηση κανενός από τους τρεις λόγους ανακοπής, πρέπει η πλέον η έρευνα της πιθανολόγησης πρόκλησης ανεπανόρθωτης βλάβης στον αιτούντα από την αναγκαστική εκτέλεση. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της καθ' ης πρέπει να επιβληθούν εις βάρος, του αιτούντος κατ' αρθρ. 178 παρ. 3 εδ. γ' Κώδικα Δικηγόρων κατά το διατακτικό, μειωμένα όμως, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 307 παρ. 2 Κ.Δ.Κ. (ΠΔ 410/1995).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζοντας κατ' αντιμολίαν των διαδίκων.
Απορρίπτει την αίτηση. Και
Καταδικάζει τον αιτούντα στα δικαστικά έξοδα της καθ' ης, το ύψος των οποίων ορίζει σε εκατό Ευρώ (Ε 100,00).
Κρίθηκε, αποφασίστηκε, και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Αθήνα στις 12 Απριλίου 2005.


Πρόεδρος:
ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΜΟΥΡΑΤΟΓΛΟΥ

 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ
 ΤΡΑΠΕΖΑ  ΝΟΜΙΚΩΝ  ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ  ΔΣΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 
Δικαστήριο:
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
Τόπος:
ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ
Αριθ. Απόφασης:
3878
Ετος:
2005



Περίληψη
Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης - Διοικητικές αποφάσεις - Δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας - Αναγκαστική εκτέλεση κατά δήμου - Τίτλος εκτελεστός - Αναστολή εκτέλεσης - Τόκοι υπερημερίας - Τόκος υπερημερίας ιδιωτών -. Δυνάμει του άρθρου 1 Ν. 3068/2002 το Δημόσιο και οι από αυτό εξαρτώμενοι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται μόνο προς τις Διοικητικές αποφάσεις και όχι προς στους εκτελεστούς τίτλους των εδαφίων γ-ξ της παρ. 2 των άρθρων 904 Κ.Πολ.Δ. Δυνάμει όμως των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ το θεμελιώδες δικαίωμα δικαστικής προστασίας, περιλαμβάνει και την αναγκαστική εκτέλεση ως ισότιμη μορφή δικαστικής προστασίας και επομένως κάθε μορφής εκτελεστό τίτλο, συμπεριλαμβανομένων και των συμβολαιογραφικών εγγράφων που έχουν κηρυχθεί νομοτύπως τίτλοι εκτελέσεως. Το συμβολαιογραφικό έγγραφο με το οποίο επισπεύδουν σε βάρος του δήμου εκτέλεση οι καθών αποτελεί κατά την έννοια του άρθρου 1 Ν. 3068/2002 εκτελεστό τίτλο, αφού το εδάφιο β της άνω διάταξης αντιβαίνει στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. Η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν.Δ. 496/1974 σύμφωνα με την οποία ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος κάθε οφειλής του νομικού προσώπου ορίζεται σε 6% ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με σύμβαση ή ειδικό νόμο και αρχίζει από της επιδόσεως της αγωγής, ενέχεται ότι αντιβαίνει στα άρθρα 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος 6 και 14 της Ε.Σ.Δ.Α και 2 παρ. 3α και β', 14 παρ. 1 και 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (Ν. 2462/1997), διότι θεσπίζει άνιση προνομιακή μεταχείριση των ν.π.δ.δ. σε σχέση με τους ιδιώτες αντιδίκους του, χωρίς να δικαιολογείται τούτο από λόγους δημοσίου συμφέροντος. Ενόψει της παραπομπής του θέματος αυτού στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως γενικότερου ενδιαφέροντος, ενόψει και των αντιθέτων απόψεων που έχουν υποστηριχθεί, πιθανολογείται ότι η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 7 του ΝΔ 496/74 δεν είναι αντισυνταγματική.
Κείμενο Απόφασης
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ
ΑΡΙΘ. 3878/3351/2005
(Απόσπασμα) ... Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν 3068/2002 (ΦΕΚ Α-274), «το Δημόσιο, οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται χωρίς καθυστέρηση προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων. Δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου είναι όλες οι αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και ειδικών δικαστηρίων που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης, ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει». Ενώ με την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου, όπως προστέθηκε με το άρθρο 20 Ν. 3301/2004, (ΦΕΚ Α' 263/ 23.12.2004), ορίζεται ότι «δεν είναι δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του παρόντος και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ'-ζ' της παρ. 2 του άρθρου 904 Κ.Πολ.Δ πλην των κηρυχθεισών εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων». Επειδή στο κανονιστικό περιεχόμενο του καθιερούμενου από τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, θεμελιώδους δικαιώματος της δικαστικής προστασίας, περιλαμβάνεται, εκτός από την οριστική και προσωρινή δικαστική προστασία και η αναγκαστική εκτέλεση, ως ισότιμη μορφή δικαστικής προστασίας και ως αναγκαία αυτοτελής δικονομική προέκταση του ουσιαστικού δικαιώματος και όχι αποκλειστικά ως προέκταση κάποιας διαγνωστικής διαδικασίας. Έτσι, με τις ανωτέρω διατάξεις, οι οποίες υπερισχύουν των διατάξεων του Ν. 3068/2002, δεν κατοχυρώνεται απλώς η εκτελεστότητα των δικαστικών αποφάσεων, αλλά η αναγκαστική εκτέλεση, ως έκφανση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας. Τούτο έχει την έννοια ότι η αναγκαστική εκτέλεση, ως αντικείμενο του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας, αφορά στην υποχρέωση της πολιτείας όπως, προς αποτροπή της αυτοδικίας, παρέχει, με τα αρμόδια όργανα της, την προσήκουσα συνδρομή, για τη λήψη των εξαναγκαστικών εκείνων μέσων, ώστε να διαμορφωθεί η κατά νόμο αποκατάσταση κατά τρόπο συνάδοντα με το περιεχόμενο της ενσαρκούμενης στον εκτελεστό τίτλο ουσιαστικής αξίωσης. Είναι δε αδιάφορο το θεμέλιο στο οποίο στηρίζεται αυτή η μετάβαση: είτε δηλαδή η αναγκαστική εκτέλεση διεξάγεται με βάση εκτελεστό τίτλο που είναι δικαστική (ή διαιτητική) απόφαση, είτε με βάση τους άλλους αναφερόμενους στα άρθρα 904, 905 του Κ.Πολ.Δ. εκτελεστούς τίτλους, γιατί η έννομη τάξη δεν αρκεί να αναγνωρίζει απλώς δικαιώματα, αλλά πρέπει και να εξασφαλίζει και τον τρόπο αναγκαστικής ικανοποίησης τους (πραγμάτωσης του δικαιώματος), για την ύπαρξη και το περιεχόμενο των οποίων τα ενδιαφερόμενα μέρη, σε περίπτωση αμφισβήτησης, μπορούν να προσφύγουν στη δικαστική διάγνωση, είτε πριν, είτε μετά την έναρξη της εκτελεστικής διαδικασίας. Κατά συνέπεια επιτρέπεται αναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου και των λοιπών νομικών προσώπων, στα οποία έχουν επεκταθεί τα προνόμια αυτού, για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων που πηγάζουν από κάθε αιτία, με βάση τους αναφερόμενους στον Κ.Πολ.Δ εκτελεστούς τίτλους (άρθα 904, 905), ενόψει και της δυνατότητας καθοριστικής επέμβασης της δικαιοδοτικής λειτουργίας στις περιπτώσεις που αναφύονται αμφισβητήσεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης. Σημειωτέον ότι ναι μεν οι τίτλοι αυτοί εξαιρούνται από το άρθρο 1 του Ν. 3068/2002 «Συμμόρφωση της Διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις...», πλην τούτο δεν μεταβάλλει τα πράγματα. Κατ' ακολουθίαν υπάρχει υποχρέωση της Διοίκησης να συμμορφώνεται και στους ανωτέρων εκτελεστούς τίτλους, αφού παρέχεται η δυνατότητα υλοποίησης αυτών με την αναγκαστική εκτέλεση τους, κατ' εφαρμογή της εγγυώμενης από τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ πραγμάτωσης των προβλεπόμενων από την έννομη τάξη δικαιωμάτων (βλ. ΕΣ (ΠΡΑΚΤ) 19-3/2003 ΕΔΚΑ 2003.606). Τέλος κατά το αρθρ. 7 παρ. 2 του Ν.Δ. 496/1974 «περί λογιστικού των Ν.Π.Δ.Δ.» ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος κάθε οφειλής του νομικού προσώπου ορίζεται σε 6% ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με σύμβαση ή ειδικό νόμο και αρχίζει από της επιδόσεως της αγωγής. Η ως άνω διάταξη ενέχεται ότι αντιβαίνει στα άρθρα 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος 6 και 14 της ΕΣΔΑ και 2 παρ. 3α και β', 14 παρ. 1 και 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (Ν. 2462/1997), διότι θεσπίζει άνιση προνομιακή μεταχείριση των Ν.Π.Δ.Δ. σε σχέση με τους ιδιώτες αντιδίκους του, χωρίς να δικαιολογείται τούτο από λόγους δημοσίου συμφέροντος. Ανακύπτει έτσι το νομικό ζήτημα της αντιθέσεως ή μη της εν λόγω διατάξεως προς τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος, της ΕΣΔΑ και του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα. Για το παραπάνω ζήτημα είχαν υποστηριχθεί σε παρόμοιες ή παρεμφερείς περιπτώσεις οι ακόλουθες απόψεις α) Με την 3651/2002 απόφαση του Σ.τ.Ε κρίθηκε ότι η πανομοιότυπη διάταξη του αρθρ. 21 του Κώδικα νόμων περί δικών του Δημοσίου (Κ.Δ. της 26-6/10.7.1994) αντίκειται στα άρθρα 4 παρ., 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και 1 του πρώτου προσθέτου πρωτοκόλλου αυτής, β) Η πλειοψηφία της 804/2002 αποφάσεως του Α.Π. δέχθηκε αντίθετα την συνταγματικότητα της πιο πάνω διατάξεως του άρθρου 21 του Κώδικα νόμων περί δικών Δημοσίου με την αιτιολογία ότι δεν παραβιάζεται με αυτή η αρχή της αναλογικότητας (η παραβίαση της αρχής της ισότητας δεν ερευνήθηκε λόγω αοριστίας του σχετικού λόγου της αναιρέσεως), γ) Με την 11/2003 απόφαση της Ολομελείας του Α.Π. κρίθηκε στο παρεμφερές ζήτημα της συνταγματικότητας του άρθρου 52 παρ. 3 του Ν.Δ. 496/1974 που προβλέπει την αυτεπάγγελτη λήψη υπ' όψη από το δικαστήριο της ενστάσεως παραγραφής των αξιώσεων κατά των Ν.Π.Δ.Δ., ότι η διάταξη αυτή δεν παραβιάζει την αρχή της συνταγματικότητας, διόι δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος, δ) Η ίδια ως άνω άποψη έγινε δεκτή με την 3850/2000 απόφαση του Σ.τ.Ε. για την όμοια ρύθμιση του άρθρου 96 του Ν.Δ. 321/1969, με την αιτιολογία όμως ότι η εν λόγω ρύθμιση δικαιολογείται από την διαφορετική φύση των αξιώσεων και την ιδιαίτερη θέση και οργάνωση του Δημοσίου. Ήδη το θέμα της συνταγματικότητας ή μη της άνω διατάξεως με τις με αριθμούς Α.Π. 251/2005 και Α.Π. 248/ 2005 αποφάσεις του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, (βλ. και, Α.Π. (Ολομ.) 17/2002, Α.Π. 570/2005, Σ.τ.Ε 3248/1996, Β. Καρακώστα Άμεση εκτελεστότητα ακυρωτικών δικαστικών αποφάσεων και «νομιμοποίηση» διοικητικής δυστροπίας ΔΙΚ 2005.227, Κ. Μπέη. Η αναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου και οι εκτελεστοί τίτλοι προς τούτο Δ. 2005.683 Εφ.Πατρ. 1166/1896, Δ. Ράϊκου Συστήματα οργανώσεως της εκτελεστής διαδικασίας. Η επίδραση της φυσιογνωμίας της διοικητικής δίκης στην οργάνωση της εκτελεστής διαδικασίας Δ 2003.1236).

Πρόεδρος:
Α. Μπαχάρη
Δικηγόροι:
Χ. Πυροβολάκης, Α. Δαριβιανάκη
Λήμματα:
Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης ,Διοικητικές αποφάσεις - Δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας ,Αναγκαστική εκτέλεση κατά δήμου ,Τίτλος εκτελεστός ,Αναστολή εκτέλεσης ,Τόκοι υπερημερίας ,Τόκος υπερημερίας ιδιωτών

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ 

Δημοσίευση:
ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ
ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΡΑΔΑΜΑΝΘΥΣ
Ετος:
2006
2006
Τόμος:
τ.8
Σελ.:
443
83
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 

Δικαστήριο:
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ
Τόπος:
ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:
6436
Ετος:
2012

Περίληψη

Εκτέλεση σε βάρος του Δημοσίου - Υποχρέωση κατάθεσης ισόποσης εγγυητικής επιστολή - Αμετάκλητες αποφάσεις - Επιτόκιο οφειλών Δημοσίου - Προνόμια Δημοσίου - Αντισυνταγματικότητα ρύθμισης - Αρχή ισότητας - Ανακοπή για την ακύρωση διαταγής πληρωμής - Συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου -. Επιτρέπεται αναγκαστική εκτέλεση και κατά του Δημοσίου και των λοιπών νπδδ στα οποία έχουν επεκταθεί τα προνόμιά του για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων που πηγάζουν από κάθε αιτία, βάσει των εκτελεστών τίτλων που αναφέρονται στον ΚΠολΔ. Είναι αντισυνταγματική η διάταξη με την οποία προβλέπεται ότι η αναγκαστική εκτέλεση κατά του Ελληνικού Δημοσίου είναι δυνατή μόνο δυνάμει αμετάκλητων αποφάσεων. Είναι αντισυνταγματική η διάταξη με την οποία ο αντίδικος του Δημοσίου ιδιώτης οφείλει να προσκομίσει ισόποση εγγυητική επιστολή τράπεζας υπέρ αυτού για τη διασφάλισή του, καθώς καθιερώνει προνόμιο μόνο υπέρ του Δημοσίου το οποίο δεν λειτουργεί αμφίπλευρα, δηλαδή και υπέρ των ιδιωτών, θεσπίζοντας προνομιακή μεταχείριση του Δημοσίου έναντι των ιδιωτών αντιδίκων του. Είναι αντισυνταγματική η διάταξη που προβλέπει διαφοροποιημένο προνομιακό υπέρ του Δημοσίου ύψος επιτοκίου.
Κείμενο Απόφασης

ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ

Αριθμός 6436/2012

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Αθηνών, Παναγιώτα Μέντζα, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα.

    Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5-9-2012 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

    TOY ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ : ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο παραστάθηκε δια της δικαστικής αντιπροσώπου του Ν.Σ.Κ. Σταυρούλας Θεοδωρακοπούλου.

    ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ : Εταιρείας με την επωνυμία «... ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε.» και το διακριτικό τίτλο «... ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε.» που εδρεύει στην Κάντζα Παλλήνης Αττικής, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της...
Κωνσταντίνου Καταβάτη.

    Το αιτούν με την από 31.7.2012 αίτηση που κατατέθηκε με αύξοντα αριθμό 12781/2012 της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, ζήτησε όσα αναφέρονται σ΄ αυτή. Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα έγγραφα σημειώματά τους.

    Αφού μελέτησε τη δικογραφία

σκέφτηκε κατά το νόμο.
Με την αίτηση που κρίνεται το αιτούν ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ζητεί να ανασταλεί η εις βάρος του επισπευδόμενη από την καθής εταιρεία αναγκαστική εκτέλεση με βάση την από 25.7.2012 επιταγή κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου της υπ’ αριθ. 18112/2012 διαταγής πληρωμής του δικαστή αυτού του Δικαστηρίου, μέχρις εκδόσεως οριστικής απόφασης επί της κατ’ αυτής ασκηθείσας νόμιμα και εμπρόθεσμα ανακοπής, η οποία ορίστηκε για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού την 22-10-2013 και για τους αναφερόμενους σ’ αυτήν λόγους. Η αίτηση αρμοδίως και παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατά τη διαδικασία των άρθ. 686 επ. ΚΠολΔ (άρθρα 938 παρ.2,3 ΚΠολΔ), είναι νόμιμη (άρθρα 938 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα) και θα ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
    
Από την εκτίμηση των επικαλούμενων και προσκομισθέντων εγγράφων, των ισχυρισμών των διάδικων μερών και όλως γενικά τη διαδικασία πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα. Μετά από αίτηση της καθής εκδόθηκε η με αριθ. 18112/2012 διαταγή πληρωμής του Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία το αιτούν ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΟ υποχρεώθηκε να της καταβάλει το ποσό των 18.084,15 €, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων. Η διαταγή πληρωμής εκδόθηκε με βάση τα αναφερόμενα σ΄ αυτήν 32 τιμολόγια πώλησης ιατρικών ειδών στο Ναυτικό Νοσοκομείο Αθηνών συνολικής αξίας 18.084,15 €, 32 αντίστοιχες έγγραφες προτάσεις – παραγγελιές του εν λόγω νοσοκομείου και την από 23.6.2010 έγγραφη βεβαίωσή του περί παραλαβής όλων των τιμολογίων και των πωληθέντων ιατρικών ειδών που αναφέρονται στα πιο πάνω 32 τιμολόγια. Κατά της προαναφερόμενης διαταγής πληρωμής το αιτούν άσκησε την από 29.5.2012 ανακοπή ενώπιον αυτού του δικαστηρίου (αρ. καταθ. 2802/5791/12) και την με αριθμό κατάθεσης καταθ. 9347/12 αίτηση αναστολής αυτής (διαταγής πληρωμής) για τους επικαλούμενους σε αυτήν λόγους επί της οποίας, συζητηθείσα την από 25-6-2012, εκδόθηκε η με αριθ. 4628/2012 απορριπτική απόφαση. Μετά ταύτα, το αιτούν άσκησε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου την με αριθ. καταθ. 8670/12 ανακοπή, με την οποία ζητεί να ακυρωθεί το με αριθ. 19835/ 3-4-12 α΄ εκτελεστό απόγραφο της υπ’ αριθ. 18112/2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου και της κάτωθι του απογράφου αυτού από 25-7-2012 επιταγής που κοινοποιήθηκε στον Υπουργό Οικονομικών την 26-7-2012, ενώ με την υπό κρίση αίτηση ζητείται αναστολή αυτού μέχρι εκδόσεως οριστικής απόφασης επί της ανακοπής που ορίστηκε να συζητηθεί την 22-10-2013 για τους λόγους που επικαλείται.

    Με τον πρώτο (1ο) λόγο ανακοπής το αιτούν ισχυρίζεται ότι η ένδικη διαταγή πληρωμής είναι άκυρη διότι οι διαδοχικές συμβάσεις μικρής χρονικής διάρκειας που αφορούν τα τιμολόγια βάσει των οποίων εκδόθηκε αυτή, έχουν το χαρακτήρα διοικητικών συμβάσεων προμηθειών πάσχουσες απολύτου ακυρότητας καθόσον καταρτίστηκαν μεταξύ της καθής και του ΝΝΑ, το οποίο στερείται νομικής προσωπικότητας, χωρίς να προηγηθεί η διαδικασία του άρθρου 79 ν. 2362/1995 (Κώδικα Δημοσίου Λογιστικού) και του π.δ. 394/1996 ‘’Κανονισμός Προμηθειών Δημοσίου’’ με συνέπεια την ευθύνη των οργάνων του δημοσίου κατ΄ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ και συνεπώς η ένδικη διαφορά είναι διοικητική διαφορά ουσίας, υπαγόμενη έτσι στη δικαιοδοσία των Διοικητικών Δικαστηρίων και όχι των πολιτικών. Ο λόγος αυτός πιθανολογείται ότι δεν θα ευδοκιμήσει ως ουσία βάσιμος, διότι εν προκειμένω οι 32 συμβάσεις αγοροπωλησίας που καταρτίσθηκαν με αντίστοιχες γραπτές προτάσεις-παραγγελίες της Διοίκησης του Ναυτικού Νοσοκομείου Αθηνών και αποδέχθηκε η καθής, τις οποίες και εκπλήρωσε, δεν είναι διοικητικές συμβάσεις, αλλά συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου, διότι η κατάρτιση και εκτέλεσή τους δεν διέπονται, ούτε και εν μέρει, από κανόνες διοικητικού δικαίου, ούτε περιέχουν όρους δημιουργούντες υπέρ του Δημοσίου ή του Ν.Π.Δ.Δ. εξαιρετικό καθεστώς σύμβασης, ιδίως της δυνατότητας μονομερούς επέμβασης σε αυτές και επιβολής κυρώσεων (ΟλΑΠ 8/2000 ΕλΔικ 2000, 667 και 380/2001 ΕλΔικ 2002, 161).

    Με τον δεύτερο (2ο) λόγο ανακοπής το αιτούν ισχυρίζεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 20 του Συντάγματος δεν μπορεί να γίνει επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου χωρίς να διαγνωστούν προηγουμένως δικαστικώς οι ισχυρισμοί και οι αντιρρήσεις του καθού τόσον ως προς τη μη συνδρομή των προϋποθέσεων έκδοσης διαταγής πληρωμής, όσον προς την απαίτηση, πολύ δε περισσότερο όταν πρόκειται για διαταγή πληρωμής που δεν στηρίζεται σε τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση από την οποία και μόνον πηγάζει δεδικασμένο κάτι που δεν συμβαίνει εν προκειμένω και συνεπώς πάσχει ακυρότητας η αρξάμενη σε βάρος του αναγκαστική κατάσχεση. Εν προκειμένω πρέπει να λεχθεί ότι για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, η καθής προσκόμισε στον αρμόδιο δικαστή μαζί με τα τιμολόγια και τις γραπτές προτάσεις – παραγγελίες και την από 23.6.2010 έγγραφη βεβαίωση του Ν.Ν.Α., σύμφωνα με την οποία παραλήφθηκαν από αυτό όλα τα ένδικα τιμολόγια και τα αγορασθέντα ιατρικά υλικά, φέρουσα η βεβαίωση εκ μέρους τούτου (Ν.Ν.Α) και επομένως του αιτούντος, τις υπογραφές και τη σφραγίδα της Ελληνικής Δημοκρατίας του ΓΕΝ-ΝΝΑ. Έτσι δεν κρίνεται ότι πρόκειται περί μη αποδειχθεισών εγγράφως οφειλών.

    Περαιτέρω στο κανονιστικό περιεχόμενο του καθιερωμένου από τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 §1 της ΕΣΔΑ θεμελιώδους δικαιώματος της δικαστικής προστασίας, περιλαμβάνεται, εκτός από την οριστική και προσωρινή δικαστική προστασία και η αναγκαστική εκτέλεση, ως ισότιμη μορφή δικαστικής προστασίας και ως αναγκαία και αυτοτελής δικονομική προέκταση του ουσιαστικού δικαιώματος και όχι αποκλειστικά ως προέκταση κάποιας διαγνωστική διαδικασίας. Έτσι, με τις πιο πάνω διατάξεις, οι οποίες υπερισχύουν των διατάξεων του ν. 3068/2002, δεν κατοχυρώνεται απλώς η εκτελεστότητα των δικαστικών αποφάσεων, αλλά η αναγκαστική εκτέλεση, ως έκφανση, του δικαιώματος δικαστικής προστασίας. Αυτό έχει την έννοια ότι η αναγκαστική εκτέλεση, ως αντικείμενο του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας, αφορά στην υποχρέωση της πολιτείας, όπως προς αποτροπή της αυτοδικίας, παρέχει με τα αρμόδια όργανά της, την προσήκουσα συνδρομή για τη λήψη των εξαναγκαστικών εκείνων μέτρων, ώστε να διαμορφωθεί η κατά νόμο αποκατάσταση κατά τρόπο που συνάδει, με το περιεχόμενο των ουσιαστικών αξιώσεων του εκτελεστού τίτλου. Είναι δε αδιάφορο αν η αναγκαστική εκτέλεση γίνεται με βάση εκτελεστό τίτλο που είναι δικαστική ή διαιτητική απόφαση ή με βάση τους αναφερόμενους στα άρθρα 904 και 905 ΚΠολΔ, εκτελεστούς τίτλους, γιατί η έννομη τάξη δεν αρκεί να αναγνωρίζει απλώς δικαιώματα, αλλά πρέπει να εξασφαλίζει και τον τρόπο αναγκαστικής ικανοποίησής τους, για την ύπαρξη του οποίου, καθώς και το περιεχόμενό του τα μέρη, σε περίπτωση αμφισβήτησης, μπορούν να προσφύγουν στη δικαστική διάγνωση, είτε πριν, είτε μετά την έναρξη της διαδικασίας εκτέλεσης. Συνεπώς επιτρέπεται αναγκαστική εκτέλεση και κατά του Δημοσίου και των λοιπών ν.π.δ.δ., στα οποία έχουν επεκταθεί τα προνόμια αυτού, για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων που πηγάζουν από κάθε αιτία, βάσει των εκτελεστών τίτλων που αναφέρονται στον ΚΠολΔ (άρθρα 904, 905) (ΟλΑΠ 21/2001 ΕλΔικ 43, 83, ΑΠ 23472009, ΕφΑθ 1837/2007). Επομένως και ο προαναφερθείς λόγος πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

    Με τον τρίτο (3ο) λόγο ανακοπής το αιτούν ισχυρίζεται ότι η ένδικη διαφορά αφορά συμβάσεις προμήθειας ιατροφαρμακευτικού υλικού για τις ανάγκες του Ν.Ν.Α., έχουν όλα τα στοιχεία της διοικητικής σύμβασης υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων και επομένως δεν μπορούσε να εκδοθεί διαταγή πληρωμής. Και ο λόγος αυτός, που συνάδει με το πρώτο παραπάνω αναφερόμενο λόγο, θα απορριφθεί ως αβάσιμος γιατί, όπως αναφέρθηκε οι ένδικες συμβάσεις είναι ιδιωτικού δικαίου.

    Με τον τέταρτο (4ο) λόγο ισχυρίζεται το αιτούν ότι η διαταγή πληρωμής είναι άκυρη λόγω ελλείψεως διαδικαστικών προϋποθέσεων και συγκεκριμένα ότι δεν αποδεικνύεται εγγράφως η ένδικη οφειλή και συνεπώς η ανωτέρω διαταγή πληρωμής εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρ. 623 επ. ΚΠολΔ, δεδομένου ότι η καθής προσκόμισε στο δικαστή που την εξέδωσε μόνο τα τιμολόγια και τα δελτία παραγγελίας και όχι και έγγραφο που να αποδεικνύει ότι οι υπογράψαντες αυτά (δελτία παραγγελίας) είχαν την εκ μέρους του εντολή και πληρεξουσιότητα. Ο λόγος αυτός, ο οποίος είναι συναφής με μέρος του 2ου λόγου, πιθανολογείται ότι θα απορριφθεί ως αβάσιμος για τον παραπάνω αναφερθέντα αντίστοιχο λόγο.

    Ο πέμπτος (5ος) λόγος ανακοπής αναφέρεται στον ισχυρισμό περί ακυρότητας της συμβάσεως προμήθειας και των τιμολογίων και λοιπών εγγράφων του, επίσης είναι συναφής με το δεύτερο παραπάνω λόγο ότι δεν υφίσταται εν προκειμένω καμία έγκυρη σύμβαση σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 79 έως 84 του Ν. 2362/1995 σε συνδυασμό με τις διατάξεις του π.δ. 394/1996 περί προμήθειας των ενόπλων δυνάμεων, οι οποίες διέπουν τις προμήθειες ιατροφαρμακευτικού και υγειονομικού υλικού. Και ο λόγος αυτός πιθανολογείται ότι δεν θα ευδοκιμήσει, διότι, όπως προαναφέρθηκε, με την αίτηση προς έκδοση της διαταγής πληρωμής προσκομίσθηκαν και οι 32 διαδοχικές συμβάσεις που αφορούσαν αγορές ιατρικού υλικού αξίας κάτω του ποσού των 2.500 € του άρθρου 80 Ν. 2362/1995 η καθεμία, είναι δε έγγραφες συμβάσεις, των οποίων η κατάρτιση έγινε σε όλες τις περιπτώσεις με τις αντίστοιχες έγγραφες παραγγελίες της διοίκησης του ΝΝΑ, φέρουσες τις υπογραφές των αρμοδίων υπαλλήλων κάτω από τη στρογγυλή σφραγίδα της Ελληνικής Δημοκρατίας και την έκδοση των αντίστοιχων 32 παραστατικών από την καθής – προμηθεύτρια, αλλά και την από 23-6-2010 βεβαίωση παραλαβής όλων των τιμολογίων και των υλικών που αγοράσθηκαν και αποδεικνύει εγγράφως την αποδοχή των αντίστοιχων προτάσεων από μέρους της καθής και την εκπλήρωση όλων των διαδοχικών συμβάσεων.
    Ο έκτος (6ος) λόγος ανακοπής, σύμφωνα με τον οποίο, κατά το άρθρο 19 παρ. 1 του ν. 1715/1951 που κατισχύει πάσης άλλης διάταξης, η αναγκαστική εκτέλεση κατά του Ελληνικού Δημοσίου είναι δυνατή μόνο δυνάμει αμετάκλητων αποφάσεων πιθανολογείται ότι δεν θα ευδοκήσει ως νόμω βάσιμος διότι η ανωτέρω διάταξη είναι ανίσχυρη ως αντιβαίνουσα στα άρθρα 4 παρ. 1, 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ (ΑΠ 2347/2009, ΕφΑθ 4488/2006 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών, Πολ. Πρωτ. Αθ. 3300/2011).
    Με τον έβδομο (7ο) λόγο ανακοπής το αιτούν ισχυρίζεται ότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 3068/2002, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 326 παρ. 5 του Ν. 4072/2012, η καθής οφείλει να προσκομίσει ισόποση εγγυητική επιστολή τράπεζας υπέρ αυτού για τη διασφάλιση του (το οποίο δεν έπραξε). Ο λόγος αυτός πιθανολογείται ότι θα απορριφθεί ως αντισυνταγματικός αφού αντιβαίνει στα άρθρα 4 παρ. 1, 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ που καθιερώνει προνόμιο μόνο υπέρ του Δημοσίου, το οποίο δεν λειτουργεί αμφίπλευρα, δηλαδή και υπέρ των ιδιωτών, θεσπίζουσα έτσι προνομιακή μεταχείριση του κατά τεκμήριο ισχυρότερου από κάθε άποψη Δημοσίου, η οποία συνεπάγεται αυθαίρετη μεταχείριση υπέρ αυτών-ιδιωτών και εν προκειμένω της καθής (ΕφΑθ 4488/2006 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ).
    Με τον όγδοο (8ο) λόγο ανακοπής ισχυρίζεται το αιτούν ότι το κονδύλιο των τόκων στη διαταγή πληρωμής είναι αόριστο διότι δεν αναγράφεται για κάθε τιμολόγιο το αιτούμενο κονδύλιο τόκων, ως προς το οποίο δεν προσδιορίζεται ούτε η ημερομηνία έναρξης της τοκοφορίας ούτε και η λήξη του. Επίσης στον ίδιο λόγο ισχυρίζεται ότι δεν εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση (επίδικες συμβάσεις) το π.δ. 166/2003 καθόσον δεν πρόκειται για εμπορικές συναλλαγές και ως εκ τούτου δεν είναι νόμιμο το αιτούμενο κονδύλιο τόκων, σε κάθε δε περίπτωση ο τόκος ανέρχεται σε 6 % βάσει του άρθρου 21 του Κώδικα περί Δικών του Δημοσίου. Ο λόγος αυτός δεν πιθανολογείται ότι θα ευδοκιμήσει, καθόσον μεν αναφέρεται στο σκέλος της αοριστίας των τόκων διότι από το περιεχόμενο της διαταγής πληρωμής και των εγγράφων που προσκομίσθηκαν κατά την έκδοσή της προκύπτει ο χρόνος παραλαβής εκάστου τούτων και της παραλαβής των υλικών, οπότε καθίσταται δυνατό με μαθηματικούς υπολογισμούς η εξεύρεση των τόκων κάθε επί μέρους κονδυλίου, καθόσον δε αναφέρεται στο δεύτερο σκέλος του διότι από τις διατάξεις των άρθρων 2, 3 παρ. 1, 4 παρ. 2δ και 4 Π.Δ. 166/2003 ‘’περί προσαρμογής της Ελληνικής Νομοθεσίας στην οδηγία 2000/35 της 29.6.2000 για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμής στις εμπορικές συναλλαγές’’ συνάγεται ότι οι διατάξεις του παραπάνω Π.Δ. καλύπτουν και τις συναλλαγές επιχειρήσεων με δημόσιες αρχές και ΝΠΔΔ. Εξ άλλου, η διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί Δικών Δημοσίου, περί διαφοροποιήσεως του ύψους του επιτοκίου, αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 του πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, αλλά και του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος και ως προς το Δημόσιο (ΟλΣτΕ 1663/2009, ΕφΙωαν. 91 και 92/10 αδημ.).
    Με τον ένατο (9ο) τελευταίο λόγο της ανακοπής το αιτούν ισχυρίζεται ότι πρέπει να ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής όσον αφορά το ύψος των 280,00 € που αφορά την εις βάρος του δικαστική δαπάνη και ότι στο άρθρο 630 ΚΠολΔ δεν περιλαμβάνεται η επιδίκαση δικαστικής δαπάνης και διότι σε κάθε περίπτωση το ποσό αυτό δεν ανταποκρίνεται στην αξία της εργασίας και τον κόπο που κατέβαλε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της καθής για την έκδοση της διαταγής πληρωμής. Και ο λόγος αυτός πιθανολογείται ότι δεν θα ευδοκιμήσει, πέραν της αοριστίας του, και διότι η δικαστική δαπάνη επιδικάζεται κατά τις γενικές περί δικαστικών εξόδων διατάξεις του άρθ. 173 επ. του ΚΠολΔ. Επομένως δεν πιθανολογείται η ευδοκίμηση των ανακοπής.
    Τέλος το αιτούν ισχυρίζεται ότι θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη, εάν συνεχιστεί η αρξάμενη αναγκαστική εκτέλεση, τόσο στο δημοσιονομικό σχεδιασμό και την ομαλή εκπλήρωση των οικονομικών συναλλαγών του Δημοσίου αλλά και στην αξιοπιστία και την φερεγγυότητά του, προσέτι δε θα παρουσιάσει έλλειμμα στα έσοδα που προβλέπει ο κρατικός προϋπολογισμός. Οι εν λόγω ισχυρισμοί, πλέον της αοριστίας τους, δεν πιθανολογούνται και ως ουσιαστικά βάσιμοι, λαμβανομένου υπόψη και του ύψους της απαίτησης της καθής. Ακολούθως αυτών, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη και να καταδικαστεί το αιτούν στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της καθής (άρθ. 178 παρ. 3 Κώδικα περί Δικηγόρων), μειωμένα όμως κατ’ άρθρο 22 Ν. 3693/1957 σε συνδυασμό με την παράγραφο 2 της 13443014/1992/1993 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών και Δικαιοσύνης.
    Για τους λόγους Αυτούς
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει την αίτηση.
Καταδικάζει το αιτούν να πληρώσει μέρος των δικαστικών εξόδων της καθής, τα οποία ορίζει στο ποσό των ογδόντα (80,00) ευρώ.
    Κρίθηκε αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του.
    Αθήνα
Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ ….ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ (για τη δημοσίευση)
    ___________
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΜΕΝΤΖΑ