Σάββατο 5 Ιουλίου 2014

Γονιδιακή ή επίκτητη η φτωχοποίηση του λαού;
(Αντενδεικνύεται η «θεωρία της αναπτυξιακής λιτότητας»)
του οικονομολόγου Παναγιώτη (Τάκη) Κ. Μυλωνά

Είναι γεγονός πως, το μοντέλο του «κομπραδόρικου» παρασιτικού καπιταλισμού, που με το όνομα της «αναπτυξιακής λιτότητας» -για το Νότο της Ευρώπης- επανέφερε -ως κυρίαρχη πολιτική για την Ε.Ε.- τοECOFINτου 2010 στη Μαδρίτη, δεν βοηθάει στο ξεπέρασμα της ανυπέρβλητης κρίσης, που μας συγκλονίζει συνθέμελα, πέντε και πλέον χρόνια τώρα. Και η κρίση αυτή, παρατείνεται επ’ αόριστον, χωρίς να παύει να μας απειλεί -ανά πάσα στιγμήν- ακόμα και με τον κυριολεκτικό αφανισμό μας.
Στο ένθετο «Τέχνες & Γράμματα» της «Καθημερινής - Κυριακή 29 Ιουνίου 2014», υπάρχει κι έναάρθρο του Νίκου Ξυδάκη, με τίτλο: «Τα γονίδια της κρίσης», με το οποίο σχολιάζει όσα ειπώθηκαν κατά την παρουσίαση ενός βιβλίου, των κ.κ. Θ. Πελαγίδη και Μ. Μητσόπουλου. Κι όπου, δυο παρευρισκόμενοι ξένοι επιφανείς πολιτικοί και οικονομολόγοι, συμπαρουσιαστές του βιβλίου -ο ένας Ισπανός, ο Ζοσέπ Μπορέλ (που έχει χρηματίσει Πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου) και ο άλλος Τούρκος, ο Κεμάλ Ντερβίς (που ήταν υπουργός Οικονομικών της Τουρκίας,
στην εποχή της μεγάλης κρίσης της, το 2001 και ο οποίος την οδήγησε στην ανάκαμψη σε λιγότερο από δύο χρόνια)- δήλωσαν εκεί ότι: «η αντιμετώπιση της κρίσης στον ευρωπαϊκό Νότο, δια της εντεινόμενης λιτότητας δεν οδηγεί πουθενά. Ανατροφοδοτεί το πρόβλημα, βυθίζει περαιτέρω τις οικονομίες στην ύφεση και καταστρέφει τις κοινωνίες». Ιδιαίτερα δε, ο Τούρκος Κεμάλ Ντερβίς, είπε μεταξύ άλλων είπε και το εξής: «Μην τα περιμένετε όλα από τον τουρισμό, στραφείτε προς την οικονομία της γνώσης και της καινοτομίας, μπορείτε...». Κάτι πρέπει να ξέρει ως γείτονας. Για να συνεχίσειεπίσης να λέει: «Η κρίση δεν μπορεί να αποδίδεται σε εθνοφυλετικά χαρακτηριστικά, π.χ.: σε γονίδια, ότι οι Έλληνες δεν εργάζονται αρκετά και γι’ αυτό επτώχευσαν. Κανείς δεν έχει πει κάτι ανάλογο για τους Αμερικανούς της Μεγάλης Κατάθλιψης. Ότι δηλαδή, το Κραχ του 1929 και η Μεγάλη Ύφεση, δεν αποδόθηκεαπό κανέναν στα τεμπέλικα γονίδια του αμερικανικού λαού, αφού άλλωστε, ούτε ο Χούβερ ούτε ο Ρούζβελτ κατηγόρησαν τον λαό τους για διαφθορά και σπατάλη». Και με αφορμή τα αμέσως προαναφερθέντα του Τούρκου Κεμάλ Ντερβίς, ο αρθρογράφος Νίκος Ξυδάκης σχολίασε: «Όταν άκουσα τη σύγκριση του Κεμάλ Ντερβίς, μεταξύ του ελληνικού και του αμερικανικού Great Depression (Μεγάλη Κατάθλιψη), μου ήρθε στο νου μου η φρικτή διαδικασία της αυτολοιδορίας μας. Όπου, η πολιτική ηγεσία, αφοσιωμένη στο συμβόλαιο αμοιβαίας εξαχρείωσης με τους εκλογείς της, δεν εφρόντισε ούτε καν για ένα δίκτυ προστασίας των αδυνάτων. Την κρίσιμη στιγμή του ατυχήματος δεν διέθετε ούτε την ικανότητα, ούτε τη βούληση να προτείνει ένα εθνικό σχέδιο σωτηρίας. Αντ’ αυτού, παραδόθηκε ολόψυχα στην «καλοσύνη» των ξένων και ταυτοχρόνως επιδόθηκε σε ενοχοποίηση του ελληνικού λαού, αμιλλώμενη τις λαϊκές φυλλάδες της Γερμανίας, για λαό διεφθαρμένων, μαζί τα φάγαμε, λαός λαϊκιστών, κόμμα της δραχμής κ,α,».
Συμφωνώντας με τα προαναφερόμενα και σεμνυνόμενος με τον οφειλόμενο σεβασμό προς τους προμνημονευθέντες, επαυξάνω τον αναστοχασμό των διαπρεπών αυτών προσωπικοτήτων που μόλις έθιξα.Είναι πράγματι εκτός λογικής η «αυτολοιδορία» και η «αυτοενοχοποίηση» του λαού, ο οποίος μάλιστακουβαλάει, με «αντίστροφη προοδευτικότητα» -όπως καταδεικνύουν άλλωστε περίτρανα όλοι οι στατιστικοί δείκτες, με κυρίαρχο εκείνον του εντυπωσιακά αυξημένου ποσοστού στον πληθυσμό που βρέθηκε, μετά την κρίση, κάτω απ’ το «όριο φτώχειας»- το μεγαλύτερο βάρος του οικονομικού κόστους της κρίσης, φορολογημένος από το πρώτο Ευρώ, ακόμα και αν είναι άνεργος, υποαπασχολούμενος ή υποαμειβόμενος.Γι’ αυτό και πρέπει να ανατρέξουμε στις απαρχές της κρίσης. Να κατανοήσουμε την πολιτική παθογένεια που οδήγησε σε ηγεσίες κατώτερες των περιστάσεων και στην εξασθένιση της δημοκρατίας και ακολούθωςνα δούμε τι κάνουμε τώρα. Για να ξεπεράσουμε το σοκ του δέους, τις συνθήκες που γέννησαν την κρίση που μας κατατρέχει θανάσιμα ακόμα, την αυτοϋποτίμηση, την ηττοπάθεια, τον κατακερματισμό των δυνάμεων, την ανασφάλεια, την άπραγη καρτερία του τέλους της αβύσσου και την άβυσσο του μοιραίου τέλους.
Εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κανείς πως, κοινός παρανομαστής και γενεσιουργός αιτία, τόσο του μεγάλου ΚΡΑΧ του ’29, στην Αμερική, όσο και της ανεπανάληπτης οικονομικής κρίσης που συγκλονίζει τη χώρα μας, μια πενταετία τώρα, ήταν η υπερχειλίζουσα -και στις δυο περιπτώσεις- παραοικονομία, με τις -επί μακρόν- εφαρμοζόμενες πολιτικές, οι οποίες και την πυροδοτούσαν υπόκωφα. Για μεν την Αμερική, ήταν η πολιτική της «ποτοαπαγόρευσης» και η συνακόλουθη διαπλοκή, των συμμοριών γκάγκστερς,  με την πολιτική ηγεσία, η οποία γιγάντωσε την παραοικονομία και υπονόμευσε την οικονομίαΓια δε την Ελλάδα ήταν ο παρασιτισμός επί του κράτους των διαπλεκόμενων με την πολιτική ηγεσία και τα Μ.Μ.Ε., οι οποίοι ήταν συνήθως και οι πρωταθλητές της δυσθεόρατης «φοροδιαφυγής», καθώς και της ακόμα ισχυρότερης «νόμιμης φοροαποφυγής» και των «θαλασσοδανείων» των «εθνικών εργολάβων και προμηθευτών». Όπου το κράτος είχε καταστεί απλή προέκταση ιδιωτικών συμφερόντων των ημετέρων, οι οποίοι και το άλωσαν ανενδοίαστα, αλλοιώνοντας τη φύσητις λειτουργίες και τους σκοπούς τουγια τις «θεμιτές» επιρροές τους στα κέντρα εξουσίας. Οι δε ιδιωτικές εταιρίες, εκείνες που τα πήγαιναν σχετικά καλύτερα -επιχειρηματικά-ήσαν πάντα όσες ήταν κρατικοδίαιτες και κρατικοπροστατευμένες. Αυτή η πολιτική εξυπηρετείτο με την απουσία αξιόπιστων κι επαρκών ελέγχων στις δομές του δημόσιου, που οδήγησε -μαθηματικά- στην αδιαφάνεια και την ατιμωρησία. Συνθήκες που ανατροφοδότησαν, υποδαύλισαν και γιγάντωσαν ταπροϋπάρχοντα εκφυλιστικά φαινόμενα στις λειτουργίες κάθε συλλογικής μας έκφρασης, ως οικονομία, ωςκοινωνίαως πολιτεία και ως θεσμοί. Την κορυφή της πυραμίδας των ανεξιχνίαστων πάντα υποθέσεων διαφθοράς και ατιμωρησίας, την κατείχαν -αδιαφιλονίκητα- οι φαύλοι πολιτικοί και οι θεσιθήρες κομματάρχες τους, σε συναυτουργία με τους οποίους μετέτρεπαν, το δημόσιο χρήμα, σε «μαύρο πολιτικό χρήμα» και το χρηματισμό τους (π.χ.: από τα εξοπλιστικά προγράμματα και τις διεθνείς και εγχώριεςπρομήθειες του κράτους) σε προσωπική τους περιουσία, έναντι των προσωπικών τους δεσμεύσεων, για πρακτόρευση πολιτικών υποτέλειας της χώρας από τα ξένα κέντρα εξάρτησηςαφού, με το χρηματισμό τους αυτό, «τους κρατούσαν και τους είχαν στο χέρι», οι -από σύστημα και κατ’ εξακολούθηση- διεθνείς εκμαυλιστές (π.χ.: «SIEMENS»).
Αυτή την ιστορική πλέον γνώση φαίνεται πως είχαν στο μυαλό τους και οι ιθύνοντες του συνεδρίουτου Κουμμουνιστικού Κόμματος Κίνας -που ολοκληρώθηκε στα τέλη του 2012-  (της μεγαλύτερης, πληθυσμιακά, χώρας του κόσμου, η οποία διατηρεί, τις τελευταίες δεκαετίες, τα υψηλότερα ποσοστά οικονομικής μεγέθυνσης). Και όπουγια την υποδοχή της νέας ηγεσίας, του κόμματος και της χώρας, η απερχόμενη παλιά ηγεσία, έθεσε, ως πρώτη προτεραιότητα του κόμματος και της χώρας«την καταπολέμηση της πολυπλόκαμης διαφθοράς», που απειλεί να υπονομεύσει τα επιτεύγματα και τις προοπτικές της υπερδύναμης, πια, Κίνας. Αναστοχαζόμαστε πως: Ακόμα κι αν δεν είμαστε ακόμα Κομμουνιστές -Κινέζικου ή άλλου τύπου- αλλά ακόμα κι αν έχουμε να αντιμετωπίσουμε «διεφθαρμένες ολιγαρχίες» ή «φαύλες δημοκρατίες», ποτέ δεν φταίει, για αυτά, η ίδια η «δημοκρατία». Αυτό που φταίει είναι η ίδια η φαυλότητα ή απλώς, η ίδια η διαφθορά. Είναι πάντα δυνατόν, η διαφθορά να διαπεράσει και να μολύνει το κάθε τι και να το μετατρέψει -ακόμα και τον τιμιότερο θεσμό (όπως π.χ. πρέπει να είναι κι ο συνδικαλισμός)- στο αντίθετό του, αν δεν υπηρετηθεί -μέσω αξιοκρατίας- από πρόσωπα υψηλού δημοκρατικού ήθους και αγωγής. Και είναι γι’ αυτό που κι η δημοκρατία, χρειάζεται -όχι «…το Γερμανό της»-  αλλά το πιστοποιητικό της, με βάθεμα της δημοκρατίας και αποτελεσματικό κοινωνικό έλεγχο. Και αυτά δεν συμβιβάζονται με τ’ «ανέλεγκτο» και τ’ «αδιοίκητο», που ίσχυσε στη χώρα για πολλές δεκαετίες. Και αν αυτά συμβαίνουν στην άλλη άκρη του πλανήτη, η προτεραιότητα αυτή των Κινέζων, έχει τεράστια σημασία και για μας. Αφού, η καταπολέμηση της διαφθορά -ως κοινή μας παράμετρος, σε Αμερική, Κίνα και Ελλάδα- είναι η άμεση προτεραιότητά μας και μας αφορά, ευθέως ανάλογα, αλλά και ξεχωριστά, για προφανείς λόγους. Και ασφαλώς, η εξυγίανση και η ανασυγκρότηση δεν είναι μόνο εσωτερική μας υπόθεση. Η χώρα μας υπόκειται σε πολλές και ποικίλες δεσμεύσεις, ακόμα και προ «Μνημονίου».
Εξάλλου, στο οικονομικό ένθετο (σελ. 4), της ίδιας εφημερίδας, στο ίδιο φύλλο, υπάρχει και η συνέντευξη, στον Γιάννη Παλαιολόγο, του Αυστραλού οικονομολόγου Στιβ Κιν. Ο οικονομολόγος αυτός ισχυρίζεται -αντίθετα από τους, Μπεν Μπερνάκι και Πολ Κρούτμαν, οι οποίοι θεωρούν ότι, ο ιδιωτικός δανεισμός δεν επηρεάζει τα μακροοικονομικά μεγέθη- πως: «Η Ευρώπη διάβασε λανθασμένα τις αιτίες της οικονομικής κρίσης -ως κρίση δημόσιου χρέους-». Και εξηγεί ότι: «Οι προκαταλήψεις της Ε.Ε. δείχνουν να αγνοούν τον ρόλο των ιδιωτικών χρεών». Τα οποία στην Ελλάδα των «θαλασσοδανείων» -υποσημειώνουμε-υπέρβαιναν κι αυτό το δημόσιο χρέος. Ο Αυστραλός αυτός οικονομολόγος προειδοποιούσε από το 2005, ότι: «η διόγκωση των ιδιωτικών χρεών στο οικονομικό σύστημα είναι μη βιώσιμη. Κι αν οι συνέπειες της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης, μετά το 2008, ήταν λιγότερο καταστροφικές, συγκριτικά με αυτές τις δεκαετίας του 1930, αυτό οφείλεται στην πολύ μεγαλύτερη -σήμερα- συμμετοχή του κρατικού τομέα στην οικονομία». Το βασικό στοιχείο της δικής του προσέγγισης είναι ότι: «Όταν μια τράπεζα χορηγεί ένα δάνειο, αυτό αυξάνει την καταναλωτική δυνατότητα του δανειολήπτη, χωρίς να μειώνει την καταναλωτική δυνατότητα κανενός άλλου. Ενώ η αλλαγή στην ποσότητα χρέους, οδηγεί σε αλλαγή στην ποσότητα χρήματος στην οικονομία και συνεπώς επηρεάζει σημαντικά τα οικονομικά μεγέθη». «Ας μιμηθούμε τους μετεωρολόγους», λέει. «Σήμερα γνωρίζουμε για την δυναμική των περίπλοκων συστημάτων και ξέρουμε ότι, κάθε έμβιο σύστημα είναι εκτός ισορροπίας. Και η οικονομία είναι το απόλυτο έμβιο σύστημα. Οι μετεωρολόγοι το κατάλαβαν καλά απ’ τη δεκαετία του ’60 ότι, η πρόβλεψη του καιρού θα πρέπει να βασίζεται σε μη γραμμικά συστήματα, με αποτέλεσμα σήμερα να έχουμε εντυπωσιακά ευστοχότερες προγνώσεις, απ’ ότι στο παρελθόν. Το ίδιο πρέπει να καταλάβουν και οι οικονομολόγοι για το δικό τους αντικείμενο». Και συνεχίζει ο ίδιος:«Στην Ευρώπη, η κρίση επιδεινώθηκε από τις παράφρονες διατάξεις στη Συνθήκη του Μάαστριχτ, εξ αιτίας των οποίων, οι κυβερνήσεις, αντί να αυξήσουν τις δαπάνες τους για να υποκαταστήσουν την μείωση των ιδιωτικών δαπανών -λόγω ύφεσης και ανεργίας- τις μείωσαν δραστικά. Το αποτέλεσμα είναι ότι στην Ευρώπη πραγματικά αναβιώνει το μεγάλο Κραχ».
Και αφού η οικονομική μας ανάκαμψη εξαρτάται -σε μεγάλο βαθμό- από την ανάκαμψη και της Ευρωζώνης, αλλά και από την αλλαγή πορείας της ίδιας της Ε.Ε. στην οποία ανήκουμε, η αντιμετώπιση των παθογενειών οι οποίες επέτειναν και διόγκωσαν την κρίση -που μας συγκλονίζει εξακολουθητικά- είναι -κυρίως- δική μας υπόθεση. Να ανασυγκροτήσουμε, λοιπόν, δημοκρατικά το κράτος. Να αναβαθμίσουμε τους πληγωμένους θεσμούς. Να βγάλουμε από τα πόδια μας όσους -κυρίως- ευθύνονται για την κρίση και εξακολουθούν να κάνουν κυβερνητική καριέρα. Και να εφαρμόσουμε ένα πραγματικά ριζοσπαστικό σχέδιο για την οικονομία, στηριγμένο -κατά βάση- στη γνώση, την παιδεία και τον πολιτισμό και στα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα, όπως ο τουρισμός, η εξειδικευμένη αγροτική παραγωγή, η ναυτιλία και η διασύνδεσή τους, καθώς και η αύξηση της προστιθέμενης αξίας σε αυτά, που δεν είναι και τα μόνα. Υπάρχουν και άλλα, τα οποία χρειάζονται τη δοκιμή και το πείραμα για να τα ανακαλύψουμε. Η ανάπτυξη δεν προκύπτει με ευχολόγια, είναι το αποτέλεσμα μιας στιβαρής πολιτικής και μιας επίπονης διαδικασίας επίμονων δοκιμών που δεν αποκλείουν και τις αστοχίες. Δεν είναι ανάγκη να γίνουμε αυτάρκεις σε κάθε προϊόν χωριστά. Πρέπει να βρούμε τα ισοδύναμα εκείνα, με τα οποία -αξιοποιώντας τα «συγκριτικά μας πλεονεκτήματα»- να μπούμε στο χάρτη του «παγκόσμιου καταμερισμού της εργασίας» και να αποφύγουμε το περιθώριο της ερημοποίησης. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα της Φιλανδίας, όπου, κατά περίοδο των κοσμογονικώναλλαγών στον ανατολικό συνασπισμό και τη Σοβιετική Ένωση, λόγω της ιδιόμορφης εμπορικής σχέσης της με την Σ.Ε., η οικονομική κατάρρευση των καθεστώτων αυτών, το 1989 - ’90, επέφερε μια απότομη οικονομική καθίζηση στο Α.Ε.Π. και της χώρας αυτής, μεγαλύτερη του 20%. Τότε, η μικρή αυτή χώρα -η Φιλανδία- άλλαξε τις προτεραιότητές της. Έδωσε έμφαση στην εκπαίδευση (με εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και διπλασιασμό των κονδυλίων για την παιδεία, καθώς και με -με συνταγματική κατοχύρωση- αύξηση των δαπανών για την έρευνα, στο 2% του Α.Ε.Π. της (διπλάσιο του μέσου όρου των χωρών της Ευρωζώνης και δεκαπλάσιο του αντίστοιχου ποσοστού για την χώρα μας). Από τότε ξεκίνησε και η ΝΟΚΙΑ (-μια εταιρεία επεξεργασίας ξύλου- φτωχή συγγενής, τότε, της κραταιάς ΙΝΤΡΑΚΟΜκαι έγινε -αργότερα- παγκόσμιος τεχνολογικός και οικονομικός κολοσσός. Ενώ η δική μαςη ΙΝΤΡΑΚΟΜ, απέλυε το -υψηλών προσόντων-προσωπικό της -που αναζήτησε την τύχη του στις τέσσερεις άκρες του ορίζοντα- και έκλεινε συμφωνίες με τον τότε ΟΤΕ, «κάτω από το τραπέζι», σε συναυτουργία με την «SIEMENS». Ύστερα απ’ αυτά κι o OTEεξαγοράστηκε από την DEUTSCH TELECOM.
Ωστόσο, οι τεχνικοί της εξουσίας επιδιώκουν να μετατρέψουν και σήμερα την αγωνία μας για το μέλλον, σε επικερδή -για τους ίδιους- επιχείρηση διαχείρισης των ανασφαλειών και φόβων μας. Το δίλημμαόμως για μας είναι: να προχωρήσουμε σε ενεργητική πολιτική αναγέννηση, με γνώση και προοπτικήαπελευθέρωσης ή να αφεθούμε σε μια απερίσκεπτη επανάπαυση της αναμονής για την αλληλεγγύη των εταίρων μας μόνο, η οποία και οδηγεί στα «τρένα που φύγανε», με τα παιδιά μας, μετανάστες στο εξωτερικόκαι στο βάθεμα της αποσύνθεσης -στο τέλος- και στη γενική μας κατάρρευση;


1