Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2014

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 31/2014 : ΕΠΕΚΤΑΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ EYNOΪΚΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΦΕΣΗΣ, ΠΟΥ ΑΣΚΗΣΑΝ ΕΝΑΣ Ή ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΙ ΑΠΛΟΙ ΟΜΟΔΙΚΟΙ, ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΜΗ ΕΚΚΑΛΕΣΑΝΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΔΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΑΠΛΟ ΟΜΟΔΙΚΟ, ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 537 ΤΟΥ ΚΠΟΛΔ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ΟΤΙ Ο ΜΗ ΑΣΚΗΣΑΣ ΤΗΝ ΕΦΕΣΗ ΑΠΛΟΣ ΟΜΟΔΙΚΟΣ ΔΕΝ ΑΠΟΔΕΧΘΗΚΕ ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΔΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ- ΔΕΝ ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΗΣ ΕΦΕΤΕΙΑΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΠΕΚΤΑΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ,ΟΥΤΕ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΟΥ ΜΗ ΑΣΚΗΣΑΝΤΟΣ ΕΦΕΣΗ ΟΜΟΔΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΤ' ΕΦΕΣΗ ΔΙΚΗ ΚΑΙ Η ΥΠΟΒΟΛΗ ΑΠΟ ΑΥΤΟΝ ΠΡΟΣ ΤΟΥΤΟ ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ- ΤΟ ΕΠΕΚΤΑΚΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΔΙΑΠΙΣΤΩΘΕΙ ΕΙΤΕ ΜΕ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΙΤΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 

Δικαστήριο:ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
Τόπος:ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:31
Ετος:2014

Περίληψη

Επεκτατικό αποτέλεσμα της έφεσης -. Απαιτείται ταυτότητα αιτιολογικού και διατακτικού της πρωτόδικης απόφασης ως προς όλους τους ομοδίκους. Kατ’ απόκλιση από την αρχή ότι η ενέργεια της εφετειακής απόφασης ωφελεί και βλάπτει κατ' αρχήν μόνο τους διαδίκους της έκκλητης δίκης καθώς και όσους τρίτους υπόκεινται στο δεδικασμένο (ΚΠολΔ 325 - 329) ή την εκτελεστότητα (ΚΠολΔ 919 – 920). Δεν πρέπει όμως ο ομόδικος να έχει αποδεχθεί την απόφαση. Δεν συνάγεται όμως αποδοχή από την παραμέληση άσκησης έφεσης μέσα στη νόμιμη προθεσμία. Δεν απαιτείται να διαλαμβάνεται σχετική διάταξη υπέρ του μη εκκαλέσαντος ομοδίκου ή αυτός να είχε ενεργό συμμετοχή στην κατ’ έφεση δίκη. Πάντως, ο ομόδικος μπορεί και να συμμετάσχει στη δίκη του εφετείου ή να ασκήσει αναγνωριστική αγωγή προς αναγνώριση του αυτοδικαίως και υπέρ αυτού επεκτεινόμενου ευνοϊκού δεδικασμένου ή να αμυνθεί με ανακοπή κατά τη εκτέλεση (ΚπολΔ 933). Αν η θέση του δικαστηρίου αυτού είναι θετική, θα πρέπει να κηρυχθεί απλώς ανενεργός ο τίτλος δηλαδή η πρωτόδικη απόφαση έναντι του μη εκκαλέσαντος ομοδίκου με συνέπεια να μη δύναται να γίνει εκτελεστή. Η πρωτόδικη απόφαση, τυπικά διατηρείται και δεν εξαφανίζεται αφού δεν ασκήθηκε έφεση κατ' αυτής από τον μη εκκαλέσαντα ομόδικο. Ο μη εκκαλέσας ομόδικος, εφόσον δεν υπήρξε διάδικος (εκκαλών, εφεσίβλητος) στην εφετειακή δίκη, δεν νομιμοποιείται να ασκήσει αναίρεση (ΑΠ 187/07).
Κείμενο Απόφασης

Αριθμός 31/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Δ' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Νικόλαο Λεοντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασιλική Θάνου-Χριστοφίλου, Δημητρούλα Υφαντή, Ιωάννα Πετροπούλου και Γρηγόριο Λαπατά, Αρεοπαγίτες.
    ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 18 Οκτωβρίου 2013 με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή για να δικάσει μεταξύ:
    Του αναιρεσείοντος: Γ. Θ., κατοίκου ... ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Νικόλαο Διακογιάννη και κατέθεσε προτάσεις.
    Της αναιρεσιβλήτου: Π. Ζ., κατοίκου ..., η οποία δεν παραστάθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
    Κοινοποιούμενη: Στο νομικό πρόσωπο με την επωνυμία ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο δεν παραστάθηκε. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11-1-2007 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2884/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2111/2010 μη οριστική και 2487/2012 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 23-9-2012 αίτησή του.
    Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Γρηγόριος Λαπατάς, ανέγνωσε την από 8-3-2013 έκθεση του κωλυομένου να συμμετάσχει στην σύνθεση του Δικαστηρίου, Αρεοπαγίτη Βασίλειο Λαμπρόπουλο, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του τρίτου λόγου και την απόρριψη των λοιπών λόγων της από 23-9-2012 αιτήσεως αναιρέσεως.
    Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
    ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά το άρθρο 576 παρ.2 ΚΠολΔ, αν ο αντίδικος εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί, αλλά δεν λάβει μέρος σ'αυτήν με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο ʼρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση επιδόθηκε νομότυπα προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Στην προκείμενη περίπτωση, από την προσκομιζόμενη με επίκληση από τον αναιρεσείοντα υπ'αριθμόν .../29.7.2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της από 23.9.2012 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 821/27.9.2012 ένδικης αίτησης αναίρεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία είχε αναβληθεί εκ του πινακίου η συζήτηση της υπόθεσης, ως και η από 22.7.2013 βεβαίωση της Γραμματείας του Αρείου Πάγου για την αμέσως προηγούμενη αναβολή, επιδόθηκαν νομοτύπως και εμπροθέσμως στην αναιρεσίβλητη Π. Ζ.. Επομένως, εφόσον αυτή δεν εμφανίστηκε κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του πινακίου, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση, παρά την απουσία της, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 576 παρ.2 του ΚΠολΔ.
    ΙΙ. Κατά το άρθρο 537 Κ.Πολ.Δ., αν περισσότεροι νικήθηκαν με την ίδια απόφαση και για τους ίδιους λόγους και ένας μόνο άσκησε έφεση, η απόφαση που δέχεται την έφεση ισχύει και υπέρ των ομοδίκων που δεν άσκησαν έφεση εφόσον δεν αποδέχθηκαν την πρωτόδικη απόφαση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι τα ευνοϊκά αποτελέσματα της απόφασης του Εφετείου...
καταλαμβάνουν κατ1 αρχήν εκείνους από τους απλούς ομοδίκους που δεν προσέβαλαν αυτοτελώς με έφεση την πρωτόδικη απόφαση. Η παραπάνω διάταξη, κατ' απόκλιση από την αρχή ότι η ενέργεια της εφετειακής απόφασης ωφελεί και βλάπτει κατ' αρχήν μόνο τους διαδίκους της έκκλητης δίκης καθώς και όσους τρίτους υπόκεινται στο δεδικασμένο (άρθρα 325 - 329 Κ.Πολ.Δ) ή την εκτελεστότητα (άρθρα 919 - 920 Κ,Πολ.Δ), εισάγει μια διεύρυνση της υποκειμενικής ενέργειας από την εφετειακή απόφαση, που δέχεται την έφεση ενός ή και περισσοτέρων από τους ομοδίκους, που ηττήθηκαν με την ίδια απόφαση και για τους ίδιους λόγους. Για την εφαρμογή του άρθρου 537 Κ,Πολ.Δ., το οποίο λειτουργεί όταν ένας από τους περισσότερους ομοδίκους άσκησε έφεση και στη συνέχεια εκδόθηκε απόφαση από το Εφετείο που την έκανε δεκτή, απαιτείται να υπάρχει ταυτότητα αιτιολογικού και διατακτικού της πρωτόδικης απόφασης ως προς όλους τους ομοδίκους. Στην Κ.Πολ.Δ 537 πρόκειται περί επεκτάσεως των ορίων του δεδικασμένου και όχι περί πλασματικής αναγνώρισης της ιδιότητας διαδίκου στους μη εκκαλέσαντες. Αρνητική προϋπόθεση για την εφαρμογή της παραπάνω διάταξης τίθεται η μη αποδοχή της πρωτόδικης απόφασης από τους μη εκκαλέσαντες ωφελούμενους ομοδίκους. Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 294, 297, 298 και 299 του Κ.Πολ.Δ., η αποδοχή απόφασης, πριν ασκηθεί κάποιο ένδικο μέσο εναντίον της, η οποία υποδηλώνει παραίτηση από το δικαίωμα της άσκησης του, για την οποία παραίτηση δεν απαιτείται η τήρηση ορισμένου τύπου, μπορεί να γίνει είτε ρητώς, με τη τήρηση των διατυπώσεων που διαγράφονται στη διάταξη του άρθρου 297 του ίδιου Κώδικα και συγκεκριμένα με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο αυτού που παραιτείται, είτε σιωπηρώς με πράξεις από τις οποίες σαφώς συνάγεται η πρόθεση αυτή. Αποδοχή της απόφασης, κατά την κρατούσα άποψη, δεν συνάγεται από την παραμέληση άσκησης έφεσης μέσα στη νόμιμη προθεσμία. Η λειτουργία της Κ.Πολ.Δ 537 συνίσταται στην καθ' υποκείμενα επέκταση από την εφετειακή απόφαση του ουσιαστικού δεδικασμένου και σε πρόσωπα που δεν ήσαν διάδικοι στην κατ' έφεση δίκη. Η επέκταση αυτή επέρχεται ευθέως εκ του νόμου με τη συνδρομή των οριζόμενων διατυπώσεων. Δεν προκύπτει από το άρθρο 537 Κ.Πολ.Δ. ότι στην απόφαση του Εφετείου πρέπει να διαλαμβάνεται σχετική διάταξη υπέρ του μη εκκαλέσαντος αλλά ωφελούμενου ομοδίκου. Ούτε από τη διάταξη προκύπτει ανάγκη ενεργού συμμετοχής στην κατ' έφεση δίκη του μη εκκαλέσαντος ομοδίκου. Η καθ' οιονδήποτε άλλο νόμιμο τρόπο συμμετοχή στην εφετειακή δίκη του μη εκκαλέσαντος ομοδίκου δεν αποτελεί αποκλειστικό τρόπο εισόδου στη δίκη αυτή για τη διαπίστωση του αυτοδικαίως και υπέρ αυτού επεκτεινόμενου ευνοϊκού δεδικασμένου. Τούτο δύναται να επέλθει και επ' ευκαιρία άλλης δίκης όπως είναι π.χ. η αναγνωριστική αγωγή που ανοίγεται απ' αυτόν προς διαπίστωση της επέκτασης αυτής, η ανακοπή (αρθρ. 933 Κ.Πολ.Δ.) κατά της επισπευδόμενης σε βάρος του εκτέλεσης από τον πρωτοδίκως νικήσαντα διάδικο βάσει της πρωτόδικης απόφασης που εν τω μεταξύ κατέστη τελεσίδικη λόγων άπρακτης παρόδου της προθεσμίας άσκησης έφεσης, στα πλαίσια της οποίας αξιώνεται από τον μη εκκαλέσαντα ομόδικο το υψηλότερο ποσό που επιδικάστηκε στον ενάγοντα σε βάρος του μη εκκαλέσαντος ομοδίκου με την πρωτόδικη απόφαση. Κατά της εκτέλεσης αυτής ο μη εκκαλέσας ομόδικος δύναται να προβάλει το υπέρ αυτού προκύψαν ευνοϊκό δεδικασμένο από την εφετειακή απόφαση που δέχθηκε κατ' ουσίαν την έφεση άλλου ομοδίκου. Στην ανοιγόμενη αυτή δίκη επί της ανακοπής θα ερευνηθούν από το δικαστήριο οι προϋποθέσεις επέκτασης ή μη του ευνοϊκού δεδικασμένου. Αν η θέση του δικαστηρίου αυτού είναι θετική, θα πρέπει να κηρυχθεί απλώς ανενεργός ο τίτλος δηλαδή η πρωτόδικη απόφαση έναντι του μη εκκαλέσαντος ομοδίκου με συνέπεια να μη δύναται να γίνει εκτελεστή. Η πρωτόδικη απόφαση, τυπικά διατηρείται και δεν εξαφανίζεται αφού δεν ασκήθηκε έφεση κατ' αυτής από τον μη εκκαλέσαντα ομόδικο. Παρόλο ότι δεν εξαφανίζεται ως προς τον μη εκκαλέσαντα ομόδικο παρακωλύεται η επέλευση ως προς αυτόν του εξ αυτής δεδικασμένου. Αντί αυτής επέρχεται το ευνοϊκό δεδικασμένο από την εφετειακή απόφαση που δέχθηκε την έφεση άλλου ομοδίκου. Πάντως πρέπει να επισημανθεί ότι ο μη εκκαλέσας ομόδικος, εφόσον δεν υπήρξε διάδικος στην εφετειακή δίκη, δεν νομιμοποιείται να ασκήσει αναίρεση κατά της δυσμενούς γι' αυτόν πρωτόδικης απόφασης που κατέστη τελεσίδικη με την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας άσκησης έφεσης. Τέτοια νομιμοποιητική εξουσία για άσκηση αναίρεσης δεν μπορεί κατά νόμο να προσδώσει στον μη εκκαλέσαντα ομόδικο η σκέψη της εφετειακής απόφασης ως προς τον τελευταίο που παρέστη στο Εφετείο μόνο με την ιδιότητα του εφεσίβλητου ότι η ευνοϊκή απόφαση του Εφετείου που δέχεται την έφεση του εκκαλέσαντος ομοδίκου ωφελεί μόνο αυτόν και όχι άλλο ομόδικο και τούτο γιατί τέτοια σκέψη του εφετείου είναι αντίθετη προς το περιεχόμενο του άρθρου 537 Κ.Πολ.Δ, όπως αυτό αναλύθηκε παραπάνω(ΑΠ 187/2007-ΝΟΜΟΣ).
    ΙΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη απόφασή του (2487/2012), συνεκδίκασε εφέσεις κατά της υπ'αριθμ. 2884/2008 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο είχε δικάσει κατά την ειδική διαδικασία του άρθρου 681Α' ΚΠολΔ (Διαφορές για ζημίες από αυτοκίνητο, καθώς και από τη σύμβαση της ασφάλισης του) επί αγωγής της Π. Ζ. και ήδη αναιρεσίβλητης κατά του Γ. Θ. και ήδη αναιρεσείοντος και της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΡΟΝΟΙΑ". Ειδικότερα, το Εφετείο συνεκδίκασε α)έφεση της ως άνω ενάγουσας (Π.Ζ.) κατά του ανωτέρω αναιρεσείοντος (Γ.Θ.) και της ως άνω ασφαλιστικής εταιρείας, και β) έφεση της ως άνω ασφαλιστικής εταιρείας, στη θέση της οποίας υπεισήλθε το Επικουρικό Κεφάλαιο (ΕΚ), μόνο κατά της προαναφερόμενης ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης. Ο πρώτος εναγόμενος και ήδη αναιρεσείων δεν άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, ενώ ο ίδιος δεν ήταν διάδικος στην εφετειακή δίκη, όσον αφορά τη συνεκδικαζόμενη παραπάνω και με στοιχείο β'αυτοτελή έφεση της προαναφερόμενης απλής ομοδίκου του ασφαλιστικής εταιρίας ("ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΡΟΝΟΙΑ"), στη θέση της οποίας υπεισήλθε το "ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ". Το Εφετείο Αθηνών με την ως άνω προσβαλλόμενη απόφασή του και όσον αφορά την αμέσως προηγούμενη (με στοιχείο β') συνεκδικαζόμενη έφεση, αφού δέχθηκε κατ'ουσίαν τους 4ο - 5ο και 6ο λόγους αυτής, κατέληξε στην κρίση ότι η ενάγουσα (εφεσίβλητη της β'έφεσης και ήδη αναιρεσίβλητη) δικαιούται αποζημιώσεως, εξαιτίας του επιδίκου τροχαίου ατυχήματος, εκτός των άλλων, και τα εξής ποσά, δηλαδή: 1)το ποσό των 6.640 ευρώ για πλασματική δαπάνη αποκλειστικής νοσοκόμου - βοηθού, 2)το ποσό των 900 ευρώ για βελτιωμένη διατροφή και 3)το ποσό των 180 ευρώ για την καταστροφή των προσωπικών ειδών της. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών), με την ως άνω (2884/2008) οριστική απόφασή του είχε δεχθεί ότι η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη εδικαιούτο για τις ίδιες παραπάνω αιτίες τα ποσά των 21.600, 5.400 και 728 ευρώ, αντίστοιχα, δηλαδή επί πλέον ποσό [(21.600 μείον 6.640 ίσον) 14.960 ευρώ συν (5.400 μείον 900 ίσον) =4.500 ευρώ συν (728 μείον 180 ίσον) 548 =ευρώ ίσον] 20.008 ευρώ. Περαιτέρω, το Εφετείο Αθηνών με την προσβαλλόμενη (2487/2012) απόφασή του, αφού εξαφάνισε την προαναφερόμενη πρωτόδικη οριστική απόφαση, αναγνώρισε εκτός των άλλων ότι ο πρώτος εναγόμενος (ήδη αναιρεσείων) οφείλει στην ενάγουσα (ήδη αναιρεσίβλητη) το ως άνω επί πλέον ποσό (20.008 ευρώ), πέραν της αναφερομένης σ'αυτήν (προσβαλλόμενη απόφαση) αποζημιώσεως που οφείλει στην ίδια (αναιρεσίβλητη) εις ολόκληρον με τη δεύτερη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία, στη θέση της οποίας υπεισήλθε το Επικουρικό Κεφάλαιο δεχόμενη ειδικότερα η προσβαλλόμενη απόφαση ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 537 ΚΠολΔ για τον αναιρεσείοντα. Με βάση τα όσα πιο πάνω προεκτέθηκαν, σε συνδυασμό με αυτά που αναφέρονται στη νομική σκέψη της πρώτης (με στοιχ.Ι) παραγράφου της παρούσας, εφόσον ο πρώτος εναγόμενος και ήδη αναιρεσείων δεν υπήρξε διάδικος στην εφετειακή δίκη που συνεκδίκασε την πιο πάνω αυτοτελή β'έφεση της δεύτερης εναγομένης και απλής ομοδίκου του, (η οποία δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη), δεν νομιμοποιείται εκείνος να ασκήσει την κρινόμενη αναίρεση κατά της προσβαλλόμενης απόφασης (2487/2012) του Εφετείου Αθηνών, ως προς τη δυσμενή γι'αυτόν πρωτόδικη απόφαση, που κατέστη τελεσίδικη με την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας άσκησης έφεσης από τον ίδιο και η οποία, όπως προαναφέρθηκε, αφορά την αναγνώριση της επί πλέον οφειλής του (πρώτου εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος) στην ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη, ποσού 20.008 ευρώ.
    IV. Έπειτα, λοιπόν, από όλα τα παραπάνω πρέπει α)να απορριφθεί, ως απαράδεκτη η ένδικη αναίρεση, και β)να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, ποσού τριακοσίων (300) ευρώ, για το οποίο κατατέθηκε το υπ'αριθμόν ΣΕΙΡΑ VI-8868908 διπλότυπο της ΚΑ'ΔΟΥ Αθηνών, στο Δημόσιο Ταμείο.
    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την, από 23.9.2012 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 821/27-9-2012, αίτηση αναίρεσης της υπ'αριθμόν 2487/2012 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Και
    Διατάσσει την εισαγωγή του αναφερομένου στο σκεπτικό παραβόλου (Σειρά VI-8868908 διπλότυπο της ΚΑ'ΔΟΥ Αθηνών) στο Δημόσιο Ταμείο.
    Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Νοεμβρίου 2013.
    Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Ιανουαρίου 2014.
    Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

   Το ίδιο έχει επίσης κριθεί με τις παρακάτω αποφάσεις: 
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 
Δικαστήριο:ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
Τόπος:ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:1841
Ετος:2008


Περίληψη

Επεκτατικό αποτέλεσμα της εφέσεως και αναιρετικός έλεγχος -. Απαιτείται να υπάρχει ταυτότητα αιτιολογικού και διατακτικού της πρωτόδικης απόφασης ως προς όλους τους ομοδίκους, πρόκειται δε περί επεκτάσεως των ορίων του δεδικασμένου και όχι περί πλασματικής αναγνώρισης της ιδιότητας του διαδίκου σ' αυτούς που δεν άσκησαν έφεση. Αρνητική προϋπόθεση για την εφαρμογή της είναι η μη αποδοχή της πρωτόδικης απόφασης από τους ωφελούμενους μη εκκαλέσαντες (ΑΠ 187/07). Δεν είναι αναγκαίο να μνημονεύεται στην απόφαση του εφετείου ότι αφορά και στους ομοδίκους που δεν άσκησαν έφεση. Το εφετείο όμως, που δικάζει την έφεση του ομοδίκου και τη δέχεται, μπορεί να συμπεριλάβει διάταξη που επεκτείνει την ισχύ της απόφασης και υπέρ του ομοδίκου, ο οποίος δεν άσκησε έφεση, αν ο τελευταίος μετάσχει κατά οποιονδήποτε τρόπο στην εφετειακή δίκη και ζητήσει τούτο (ΑΠ 213/80 ΝοΒ 1980.1485). Αν όμως δεν μετάσχει στη δίκη του εφετείου ο μη εκκαλέσας ομόδικος, το εφετείο δεν μπορεί να εξαφανίσει την απόφαση και ως προς αυτόν και να επιδικάσει λιγότερα από το πρωτοβάθμιο, διότι τότε ιδρύεται ο αναιρετικός λογος από την ΚΠολΔ 559 αρ. 9 (επιδίκαση μη αιτηθέντος).
Κείμενο Απόφασης

Αριθμός 1841/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Πετράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου), Αθανάσιο Πολυζωγόπουλο, Ελευθέριο Μάλλιο, Γεωργία Λαλούση και Ευτύχιο Παλαιοκαστρίτη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 19 Σεπτεμβρίου 2008, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ:
    Της αναιρεσείουσας: Χ, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γρηγόριο Τιμογένη και κατέθεσε προτάσεις.
    Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης Ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "ALLIANZ Ανώνυμη Εταιρεία Γενικών Ασφαλίσεων" που εδρεύει στην Αθήνα, νόμιμα εκπροσωπουμένης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Εμμανουήλ Κοπακάκη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14/10/2002 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας και τις από 16/1/2003 και 9/3/2003 αγωγές προσώπων που δεν είναι διάδικοι στην σημερινή υπόθεση, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3834/2004 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5841/2005 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 14/7/2006 αίτησή της.
    Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Γεωργία Λαλούση, ανέγνωσε την από 9/9/2008 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
    ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά το άρθρο 537 ΚΠολΔ αν περισσότεροι νικήθηκαν με την ίδια απόφαση και για τους ίδιους λόγους και ένας μόνο άσκησε έφεση, η απόφαση που δέχεται την έφεση ισχύει και υπέρ των ομοδίκων που δεν άσκησαν έφεση εφόσον δεν αποδέχθηκαν την πρωτόδικη απόφαση. Για την εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης απαιτείται να υπάρχει ταυτότητα αιτιολογικού και διατακτικού της πρωτόδικης απόφασης ως προς όλους τους ομοδίκους, πρόκειται δε περί επεκτάσεως των ορίων του δεδικασμένου και όχι περί πλασματικής αναγνώρισης της ιδιότητας του διαδίκου σ' αυτούς που δεν άσκησαν έφεση. Αρνητική προϋπόθεση για την εφαρμογή της είναι η μη αποδοχή της πρωτόδικης απόφασης από τους ωφελούμενους μη εκκαλέσαντες διαδίκους (ΑΠ 187/2007). Εξάλλου, όταν συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις (άρθρου 537 ΚΠολΔ), η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ισχύει και υπέρ των ομοδίκων του εκκαλούντος, διότι η έκταση της ισχύος της στηρίζεται στο νόμο και δεν είναι αναγκαίο να μνημονεύεται στην απόφαση ότι αφορά και στους ομοδίκους που δεν άσκησαν έφεση. Το εφετείο όμως, που δικάζει την έφεση του ομοδίκου και τη δέχεται, μπορεί να συμπεριλάβει διάταξη που επεκτείνει την ισχύ της απόφασης και υπέρ του ομοδίκου, ο οποίος δεν άσκησε έφεση, αν ο τελευταίος μετάσχει κατά οποιονδήποτε τρόπο στην εφετειακή δίκη και ζητήσει την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 537 ΚΠολΔ (ΑΠ 213/1980 Νοβ 28.1485). Περαιτέρω, κατά τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά δε τον αριθμό 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε ή επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν ή άφησε αίτηση αδίκαστη. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο δίκασε εφέσεις κατά της 3834/2004 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο είχε δικάσει κατά τη διαδικασία των διαφορών για ζημιές από αυτοκίνητα αγωγή της αναιρεσείουσας κατά της Α και Β και των ασφαλιστικών εταιριών στις οποίες είχαν ασφαλίσει τα αυτοκίνητά τους (VICTORIA ΑΑΕΖ, και ALLIANZ ΑΕΓΑ), καθώς και αγωγή των Α κλπ κατά της Β και της ασφαλιστικής εταιρίας ALLIANZ ΑΕΓΑ. Ειδικότερα, το Εφετείο δίκασε α) έφεση της Α κλπ κατά της Β και της ασφαλιστικής εταιρίας ALLIANZ AEΓΑ και β) έφεση της Β κατά της Α κλπ, της ομόδικης αυτών ασφαλιστικής εταιρίας VICTORIA ΑΑΕΖ και της αναιρεσείουσας Χ. Η εναγομένη δηλαδή στην αγωγή της αναιρεσείουσας ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία ALLIANZ ΑΕΓΑ δεν άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, αλλά αντέφεση αμυνόμενη κατά της στρεφόμενης εναντίον της έφεσης της Α κλπ. Το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε, όπως και το πρωτόδικο, ότι αποκλειστικά υπαίτια για την πρόκληση του ένδικου ατυχήματος ήταν η Β και απέρριψε την έφεσή της κατά το κεφάλαιο αυτό, τη δέχθηκε όμως κατά το κεφάλαιο που έπληττε την πρωτόδικη απόφαση ως προς το ύψος των απαιτήσεων, (περιορίζοντας αυτές) της ενάγουσας αναιρεσείουσας και εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, όχι μόνο ως προς αυτήν (εκκαλούσα), αλλά και ως προς την αναιρεσίβλητη-εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία. Κατά την επιδίκαση δε της αποζημίωσης το Εφετείο υποχρέωσε στην καταβολή της επιδικασθείσας (περιορισμένης) αποζημίωσης και την ασφαλιστική εταιρία ALLIANZ ΑΕΓΑ, ομόδικο της εναγομένης υπαίτιας για το ατύχημα οδηγού, χωρίς αυτή να έχει ασκήσει έφεση κατά της απόφασης και χωρίς να είναι διάδικος στη δίκη για το κεφάλαιο της έφεσης που είχε ασκήσει η εναγομένη οδηγός που είχε ασφαλίσει σ' αυτήν το αυτοκίνητό της.
    Με την αναίρεση η ενάγουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση εκτός άλλης και την πλημμέλεια από τον αριθμό 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ότι το Εφετείο επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν, αφού με την παραδοχή της έφεσης, που άσκησε η εναγομένη οδηγός και κυρία του ζημιογόνου αυτοκινήτου εξαφάνισε και ως προς τη συνεναγομένη ασφαλιστική εταιρία την πρωτόδικη απόφαση, χωρίς η ίδια να ασκήσει έφεση. Ο αναιρετικός αυτός λόγος είναι βάσιμος, διότι όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα άλλα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, το Εφετείο, δεν κάνει καμιά μνεία για επέκταση της ισχύος της απόφασής του και υπέρ της αναιρεσίβλητης εταιρίας ομόδικης της εκκαλούσας Βι, την οποία (επέκταση) μπορούσε και αυτεπάγγελτα να διατάξει εφόσον έκρινε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 537 ΚΠολΔ, αλλά εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση και ως προς την αναιρεσίβλητη εταιρία και ακολούθως δίκασε την αγωγή και ως προς αυτή και την υποχρέωσε να πληρώσει στην αναιρεσείουσα την αναφερόμενη μικρότερη αποζημίωση εις ολόκληρον με την ανωτέρω ομόδική της, με μόνη την παραδοχή της έφεσης αυτής, χωρίς η αναιρεσίβλητη να έχει ασκήσει ιδια έφεση. κι' επομένως, το Εφετείο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε. Κατόπιν αυτού πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση εν μέρει και συγκεκριμένα μόνο κατά τη διάταξή της που εξαφανίζει την πρωτόδικη απόφαση ως προς την αναιρεσίβλητη ασφαλιστική εταιρία και υποχρεώνει και αυτήν να καταβάλει τα επιδικασθέντα από το Εφετείο (περιορισμένα) ποσά, καθώς και ως προς τη συναφή διάταξη για τη δικαστική δαπάνη, και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς εκδίκαση, κατά το άνω αναιρούμενο μέρος, στο ίδιο Εφετείο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ).
    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 5841/2005 απόφαση του Εφετείου Αθηνών εν μέρει όπως στο σκεπτικό.
Παραπέμπει την υπόθεση για εκδίκαση, κατά το άνω αναιρούμενο μέρος, στο ίδιο Εφετείο Αθηνών, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους, που δίκασαν προηγουμένως.
    Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες (2000) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 14 Οκτωβρίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 25 Νοεμβρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 

Δικαστήριο:ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
Τόπος:ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:187
Ετος:2007

Περίληψη

Αυτοκινητικό ατύχημα - Συνυπαιτιότητα οδηγών - Ομοδικία - Επέκταση του ωφέλιμου δεδικασμένου και υπέρ των απλών ομοδίκων που δέν άσκησαν έφεση -. Ο αναιρεσείων δικαιούται να παραιτηθεί απο την αναιρετική αίτησή του δίχως να χρειάζεται προς τούτο τη συγκατάθεση του αναιρεσιβλήτου, άν η παραίτηση δηλώνεται στο ακροατήριο προτού ο αναιρεισίβλητος να εισέλθει στην προφορική συζήτηση της εκκρεμούς αναιρετικής αίτησης. Η κατα το άρθρο 537 ΠολΔ επέκταση του ωφέλιμου δεδικασμένου και υπέρ εκείνων των απλών ομοδίκων που δέν είχαν εκκαλέσει την εκκληθείσα απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, παραδεκτώς γίνεται αντικείμενο διαγνωστικής κρίσης παρεμπιπτόντως, στο πλαίσιο της εκδίκασης ανακοπής προς ακύρωση της αναγκαστικής εκτέλεσης της πρωτοβάθμιας απόφασης εναντίον του μή εκκαλέσαντος απλού ομοδίκου, ο οποίος ήδη ωφελείται απο το ευνοϊκό δεδικασμένο άλλου ομοδίκου του, ο οποίος είχε εναντιωθεί στην πρωτόδικη απόφαση με έφεση. Οπωσδήποτε όμως η ευνοϊκή απόφαση του εφετείου δέν στηρίζει παραδεκτή αναιρετική αίτηση του ομοδίκου, ο οποίος δέν είχε εναντιωθεί με δική του έφεση στην καταδικαστική γι' αυτόν απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.
Κείμενο Απόφασης

Αριθμός 187/2007
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ΄ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κρητικό, Αντιπρόεδρο, Αχιλλέα Νταφούλη, Ελένη Μαραμαθά, Πλαστήρα Αναστασάκη και Αντώνιο Παπαθεοδώρου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 22 Σεπτεμβρίου 2006, με την παρουσία και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη, για να δικάσει μεταξύ:
    Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία "GENERALI HELLAS", (ΤΖΕΝΕΡΑΛΙ ΕΛΛΑΣ ΑΕΑΖ), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Ιάσωνα Δούμπη και Χαρούλα Απαλαγάκη, οι οποίοι δήλωσαν ότι παραιτούνται του δικογράφου της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης ως προς την 7η αναιρεσίβλητη ....
    Των αναιρεσιβλήτων: (αναφέρονται 8 ονόματα). Οι 3ος, 4η, 6η και 8η εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Κρεμεζή, ενώ οι 1η, 2ος, 5η και 7η δεν παραστάθηκαν.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις με αριθμούς έκθ. κατάθεσης 26629/2000, 29018/2000, 30745/2000, 6353/2001, 28910/2001, 28911/2001 αγωγές, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 6062/2002 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1144/2004 οριστική του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 24 Νοεμβρίου 2004 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όλοι πλην των 1ης, 2ου, 5ης και 7ης εκ των αναιρεσιβλήτων, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αντώνιος Παπαθεοδώρου, ανέγνωσε την από 12 Οκτωβρίου 2005 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την εν μέρει παραδοχή της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσειόντων ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των παραστάντων αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 294 παρ. 1, 295 παρ. 1 εδαφ. α΄ και 297 του Κ.Πολ.Δ., που εφαρμόζονται, σύμφωνα με τα άρθρα 299 και 573 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων μπορεί να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αναίρεσης χωρίς συναίνεση του αναιρεσιβλήτου, πριν αυτός προχωρήσει στην προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης. Η παραίτηση γίνεται ή με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουμένου, έχει δε ως αποτέλεσμα ότι η αναίρεση θεωρείται πως δεν ασκήθηκε. Επομένως, μετά τη γενόμενη στο ακροατήριο του δικαστηρίου αυτού, πριν από την προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης, δήλωση, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, των πληρεξουσίων δικηγόρων της αναιρεσείουσας περί παραιτήσεως, δυνάμει, του υπ΄ αριθ. 21436/13.9.2006 ειδικού πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών .... , από το δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης ως προς την απολιπόμενη, που απεβίωσε, υπό στοιχ. Β5 αναιρεσίβλητη .... , πρέπει ως προς την αναιρεσίβλητη αυτή να θεωρηθεί ως μη ασκηθείσα η αίτηση αναίρεσης.
ΙΙ. Κατά το άρθρο 576 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., αν ο αντίδικος εκείνου που επέσπευσε τη συζήτηση δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί αλλά δεν λάβει μέρος σ΄ αυτήν με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο ΄Αρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε καταφατική περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία του κλητευθέντος. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 226 παρ. 4 εδάφ. β΄ και γ΄ Κ.Πολ.Δ., που εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη κατ΄ άρθρο 575 εδάφ. β΄ του ίδιου Κώδικα, αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας οφείλει αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίστηκε. Κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, η αναβολή της υπόθεσης και η εγγραφή αυτής στο πινάκιο του δικαστηρίου για τη μετ΄ αναβολή δικάσιμο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη δικάσιμο αυτή και επομένως δεν χρειάζεται νέα κλήτευση του διαδίκου. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παρά πόδας της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης από 28.12.2004 πράξη του Προέδρου του Τμήματος αυτού ορίστηκε αρχική δικάσιμος για τη συζήτηση της υπόθεσης η 21.10.2005. Κατά τη συνεδρίαση του Τμήματος στη δικάσιμο αυτή, η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 3.3.2006, κατά την οποία εμφανίστηκαν όλοι οι διάδικοι πλην της υπό στοιχ. Β3 αναιρεσίβλητης ...., η οποία, όμως, όπως προκύπτει από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την αναιρεσείουσα υπ΄ αριθ. .... έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης ...., είχε κλητευθεί νόμιμα για τη δικάσιμο της 21.10.2005, κατά την οποία αναβλήθηκε εκ του πινακίου η υπόθεση. Και κατά τη νέα αυτή δικάσιμο, η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε εκ του πινακίου, με αίτημα των υπό στοιχ. Β 1, 2, 4, και 6 αναιρεσιβλήτων, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο της 22.9.2006, κατά την οποία εμφανίστηκαν όλοι οι διάδικοι πλην των υπό στοιχ. Α 1, 2 και Β 3 αναιρεσιβλήτων ..., αντίστοιχα. Δεδομένου, όμως, ότι οι μεν δύο πρώτοι εξ αυτών (Α 1 και 2) παραστάθηκαν κατά την προηγούμενη δικάσιμο της 3.3.2006, κατά την οποία αναβλήθηκε η υπόθεση και συνεπώς η εκ του πινακίου αναβολή ισχύει ως κλήτευση αυτών, η δε τρίτη (Β 3), όπως προκύπτει από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την αναιρεσείουσα υπ΄ αριθ. ... έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης ... , κλητεύθηκε νομότυπα για την παρούσα δικάσιμο, με την επίδοση ακριβούς αντιγράφου του υπ΄ αριθ. 52/3.3.2006 πρακτικού αναβολής του δικαστηρίου αυτού, θα πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της υπόθεσης παρά την απουσία τους.
    ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 537 Κ.Πολ.Δ., αν περισσότεροι νικήθηκαν με την ίδια απόφαση και για τους ίδιους λόγους και ένας μόνο άσκησε έφεση, η απόφαση που δέχεται την έφεση ισχύει και υπέρ των ομοδίκων που δεν άσκησαν έφεση εφόσον δεν αποδέχθηκαν την πρωτόδικη απόφαση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι τα ευνοϊκά αποτελέσματα της απόφασης του Εφετείου καταλαμβάνουν κατ' αρχήν εκείνους από τους απλούς ομοδίκους που δεν προσέβαλαν αυτοτελώς με έφεση την πρωτόδικη απόφαση. Η παραπάνω διάταξη, κατ' απόκλιση από την αρχή ότι η ενέργεια της εφετειακής απόφασης ωφελεί και βλάπτει κατ' αρχήν μόνο τους διαδίκους της έκκλητης δίκης καθώς και όσους τρίτους υπόκεινται στο δεδικασμένο (άρθρα 325 - 329 Κ.Πολ.Δ) ή την εκτελεστότητα (άρθρα 919 - 920 Κ.Πολ.Δ), εισάγει μια διεύρυνση της υποκειμενικής ενέργειας από την εφετειακή απόφαση, που δέχεται την έφεση ενός ή και περισσοτέρων από τους ομοδίκους, που ηττήθηκαν με την ίδια απόφαση και για τους ίδιους λόγους. Για την εφαρμογή του άρθρου 537 Κ.Πολ.Δ., το οποίο λειτουργεί όταν ένας από τους περισσότερους ομοδίκους άσκησε έφεση και στη συνέχεια εκδόθηκε απόφαση από το Εφετείο που την έκανε δεκτή, απαιτείται να υπάρχει ταυτότητα αιτιολογικού και διατακτικού της πρωτόδικης απόφασης ως προς όλους τους ομοδίκους. Στην Κ.Πολ.Δ 537 πρόκειται περί επεκτάσεως των ορίων του δεδικασμένου και όχι περί πλασματικής αναγνώρισης της ιδιότητας διαδίκου στους μη εκκαλέσαντες. Αρνητική προϋπόθεση για την εφαρμογή της παραπάνω διάταξης τίθεται η μη αποδοχή της πρωτόδικης απόφασης από τους μη εκκαλέσαντες ωφελούμενους ομοδίκους. Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 294, 297, 298 και 299 του Κ.Πολ.Δ., η αποδοχή απόφασης, πριν ασκηθεί κάποιο ένδικο μέσο εναντίον της, η οποία υποδηλώνει παραίτηση από το δικαίωμα της άσκησής του, για την οποία παραίτηση δεν απαιτείται η τήρηση ορισμένου τύπου, μπορεί να γίνει είτε ρητώς, με τη τήρηση των διατυπώσεων που διαγράφονται στη διάταξη του άρθρου 297 του ίδιου Κώδικα και συγκεκριμένα με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο αυτού που παραιτείται, είτε σιωπηρώς με πράξεις από τις οποίες σαφώς συνάγεται η πρόθεση αυτή. Αποδοχή της απόφασης, κατά την κρατούσα άποψη, δεν συνάγεται από την παραμέληση άσκησης έφεσης μέσα στη νόμιμη προθεσμία. Η λειτουργία της Κ.Πολ.Δ 537 συνίσταται στην καθ' υποκείμενα επέκταση από την εφετειακή απόφαση του ουσιαστικού δεδικασμένου και σε πρόσωπα που δεν ήσαν διάδικοι στην κατ΄ έφεση δίκη. Η επέκταση αυτή επέρχεται ευθέως εκ του νόμου με τη συνδρομή των οριζόμενων διατυπώσεων. Δεν προκύπτει από το άρθρο 537 Κ.Πολ.Δ. ότι στην απόφαση του Εφετείου πρέπει να διαλαμβάνεται σχετική διάταξη υπέρ του μη εκκαλέσαντος αλλά ωφελούμενου ομοδίκου. Ούτε από τη διάταξη προκύπτει ανάγκη ενεργού συμμετοχής στην κατ΄ έφεση δίκη του μη εκκαλέσαντος ομοδίκου. Η καθ΄ οιονδήποτε άλλο νόμιμο τρόπο συμμετοχή στην εφετειακή δίκη του μη εκκαλέσαντος ομοδίκου δεν αποτελεί αποκλειστικό τρόπο εισόδου στη δίκη αυτή για τη διαπίστωσή του αυτοδικαίως και υπέρ αυτού επεκτεινόμενου ευνοϊκού δεδικασμένου. Τούτο δύναται να επέλθει και επ΄ ευκαιρία άλλης δίκης όπως είναι π.χ. η αναγνωριστική αγωγή που ανοίγεται απ΄ αυτόν προς διαπίστωση της επέκτασης αυτής, η ανακοπή (άρθρ. 933 Κ.Πολ.Δ.) κατά της επισπευδόμενης σε βάρος του εκτέλεσης από τον πρωτοδίκως νικήσαντα διάδικο βάσει της πρωτόδικης απόφασης που εν τω μεταξύ κατέστη τελεσίδικη λόγων άπρακτης παρόδου της προθεσμίας άσκησης έφεσης, στα πλαίσια της οποίας αξιώνεται από τον μη εκκαλέσαντα ομόδικο το υψηλότερο ποσό που επιδικάστηκε στον ενάγοντα σε βάρος του μη εκκαλέσαντος ομοδίκου με την πρωτόδικη απόφαση. Κατά της εκτέλεσης αυτής ο μη εκκαλέσας ομόδικος δύναται να προβάλει το υπέρ αυτού προκύψαν ευνοϊκό δεδικασμένο από την εφετειακή απόφαση που δέχθηκε κατ΄ ουσίαν την έφεση άλλου ομοδίκου. Στην ανοιγόμενη αυτή δίκη επί της ανακοπής θα ερευνηθούν από το δικαστήριο οι προϋποθέσεις επέκτασης ή μη του ευνοϊκού δεδικασμένου. Αν η θέση του δικαστηρίου αυτού είναι θετική, θα πρέπει να κηρυχθεί απλώς ανενεργός ο τίτλος δηλαδή η πρωτόδικη απόφαση έναντι του μη εκκαλέσαντος ομοδίκου με συνέπεια να μη δύναται να γίνει εκτελεστή. Η πρωτόδικη απόφαση, τυπικά διατηρείται και δεν εξαφανίζεται αφού δεν ασκήθηκε έφεση κατ΄ αυτής από τον μη εκκαλέσαντα ομόδικο. Παρόλο ότι δεν εξαφανίζεται ως προς τον μη εκκαλέσαντα ομόδικο παρακωλύεται η επέλευση ως προς αυτόν του εξ αυτής δεδικασμένου. Αντί αυτής επέρχεται το ευνοϊκό δεδικασμένο από την εφετειακή απόφαση που δέχθηκε την έφεση άλλου ομοδίκου. Πάντως πρέπει να επισημανθεί ότι ο μη εκκαλέσας ομόδικος, εφόσον δεν υπήρξε διάδικος στην εφετειακή δίκη, δεν νομιμοποιείται να ασκήσει αναίρεση κατά της δυσμενούς γι΄ αυτόν πρωτόδικης απόφασης που κατέστη τελεσίδικη με την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας άσκησης έφεσης. Τέτοια νομιμοποιητική εξουσία για άσκηση αναίρεσης δεν μπορεί κατά νόμο να προσδώσει στον μη εκκαλέσαντα ομόδικο η σκέψη της εφετειακής απόφασης ως προς τον τελευταίο που παρέστη στο Εφετείο μόνο με την ιδιότητα του εφεσιβλήτου ότι η ευνοϊκή απόφαση του Εφετείου που δέχεται την έφεση του εκκαλέσαντος ομοδίκου ωφελεί μόνο αυτόν και όχι άλλο ομόδικο και τούτο γιατί τέτοια σκέψη του εφετείου είναι αντίθετη προς το περιεχόμενο του άρθρου 537 Κ.Πολ.Δ. όπως αυτό αναλύθηκε παραπάνω. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα προσκομιζόμενα διαδικαστικά έγγραφα, τα οποία ο ΄Αρειος Πάγος παραδεκτά επισκοπεί (άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), προκύπτουν τα ακόλουθα : Με την από 11.7.2000 (αριθ. έκθ. καταθ. 29018/2.8.2000) αγωγή, οι υπό στοιχ. Β αναιρεσίβλητοι, συγγενείς του θανάσιμα τραυματισθέντος σε τροχαίο αυτοκινητικό ατύχημα οδηγού της μοτοσυκλέτας ...., ζήτησαν να υποχρεωθούν οι δύο πρώτοι εναγόμενοι και ήδη υπό στοιχ. Α' αναιρεσίβλητοι, οδηγός και κύριος, αντίστoιχα), του ζημιογόνου αυτοκινήτου καθώς και η τρίτη εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα ασφαλιστική εταιρεία, στην οποία ήταν ασφαλισμένο το πιο πάνω αυτοκίνητο, να τους καταβάλουν για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης τα αναφερόμενα χρηματικά ποσά. Επίσης με την από 22-8-2001 (άριθ. εκθ. καταθ. 28911/24-8-2001) παρεμπίπτουσα αγωγή, η αναιρεσείουσα ασφαλιστική εταιρεία ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι και ήδη υπό στοιχ. Α' αναιρεσίβλητοι, οδηγός και κύριος, αντίστοιχα, του ασφαλισμένου ζημιογόνου αυτοκινήτου, να της καταβάλουν το χρηματικό ποσό που θα υποχρεωθεί τυχόν να καταβάλει στους ενάγοντες της κύριας αγωγής. Επί των συνεκδικασθεισών αγωγών εκδόθηκε η 6062/2002 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία αφού έκρινε ότι η σύγκρουση οφείλεται στην αποκλειστική υπαιτιότητα της οδηγού του ασφαλισμένου αυτοκινήτου, κατά μερική παραδοχή της κύριας αγωγής υποχρέωσε τους εναγομένους, εις ολόκληρον καθένας, να καταβάλουν στους ενάγοντες το, όπως αναλύεται χωριστά για τον καθένα, συνολικό ποσό των 181.469,45 ευρώ και κατά παραδοχή της παρεμπίπτουσας αγωγής, υποχρέωσε τους παρεμπιπτόντως εναγoμένoυς, εις ολόκληρον καθένας, να καταβάλουν στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα το χρηματικό ποσό που θα υποχρεωθεί να καταβάλει στους ενάγοντες της κύριας αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκαν: α) η από 23-1-2003 (αριθ. εκθ. καταθ. 288/2003) έφεση των υπό στοιχ. β' αναιρεσιβλήτων κατά των υπό στοιχ. Α' αναιρεσιβλήτων και της αναιρεσείουσας β) η από 25-10-2002 (αριθ. εκθ. καταθ. 4171/2002) έφεση των υπό στοιχ. Α' αναιρεσιβλήτων κατά της αναιρεσείουσας απλής ομοδίκου τους και των υπό στοιχ. Β' αναιρεσιβλήτων και γ) η από 17-2-2003 (αριθ. εκθ. καταθ. 770/2003) επικουρική έφεση της αναιρεσείουσας ασφαλιστικής εταιρείας μόνο κατά των υπό στοιχ. Α' αναιρεσιβλήτων απλών ομοδίκων της και για την περίπτωση ευδοκίμησης της έφεσης των κυρίως εναγόντων ενώ ως προς τους υπό στοιχ. Β' αναιρεσιβλήτους απλώς κοινοποιήθηκε. Συνεκδικασθεισών και των τριών εφέσεων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία αφού έκρινε ότι η σύγκρουση οφείλεται στη συντρέχουσα αμελή συμπεριφορά και των δυο οδηγών και καθόρισε τα ποσοστά υπαιτιότητας των οδηγών του αυτοκινήτου και της μοτοσυκλέτας σε 70% και 30% αντίστοιχα, απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση των υπό στοιχ. Β' αναιρεσιβλήτων και κατά παραδοχή των υπόλοιπων δύο εφέσεων εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση ως προς όλες τις διατάξεις της εκτός από εκείνη με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 11-7-2000 (αριθ. έκθ. καταθ. 29018/2.8.2000) αγωγή των υπό στοιχ. Β' αναιρεσιβλήτων έναντι της εκ των εναγομένων αναιρεσείουσας που δεν άσκησε κατ' αυτών έφεση και για την οποία εξακολουθεί να ισχύει η πρωτόδικη απόφαση.
    Στη συνέχεια αφού κράτησε την υπόθεση και τη δίκασε κατ' ουσίαν : α) δέχθηκε εν μέρει την από 11-7-2000 (αριθ. εκθ. καταθ. 29018/2-8-2000) αγωγή των υπό στοιχ. Β' αναιρεσιβλήτων έναντι μόνο των υπό στοιχ. Α' αναιρεσιβλήτων και υποχρέωσε τους τελευταίους να καταβάλουν στους ενάγοντες, εις ολόκληρον καθένας το, όπως αναλύεται χωριστά για τον καθένα, συνολικό ποσό των 104.907,26 ευρώ και β) δέχθηκε την από 22-8-2001 (άριθ. εκθ. καταθ. 28911/24-8-2001) παρεμπίπτουσα αγωγή και υποχρέωσε τους παρεμπιπτόντως εναγομένους και ήδη υπό στοιχ. Α' αναιρεσιβλήτους να καταβάλουν, εις ολόκληρον καθένας, στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα - αναιρεσείουσα το ποσό που αυτή θα πληρώσει στους υπό στοιχ. Β' αναιρεσιβλήτους αλλά όχι πέραν της υποχρέωσης που οι παρεμπιπτόντως εναγόμενοι υπέχουν έναντι των τελευταίων. Εφόσον λοιπόν, με βάση τα παραπάνω, 1) οι υπό στοιχ. Α' αναιρεσίβλητοι και η αναιρεσείoυσα ασφαλιστική εταιρεία, ήσαν, ως εναγόμενοι της αγωγής των υπό στοιχ. Β' αναιρεσιβλήτων, απλοί ομόδικοι στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η 6062/2002 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης 2) ηττήθηκαν με την ίδια απόφαση και για τους ίδιους λόγους και υποχρεώθηκαν να πληρώσουν, εις ολόκληρον, στους ενάγοντες το συνολικό ποσό των 181.469,45 ευρώ 3) άσκησαν έφεση εκ των πιο πάνω απλών ομοδίκων μόνο οι υπό στοιχ. Α' αναιρεσίβλητοι κατά των υπο στοιχ. Β΄ αναιρεσιβλήτων, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου με την οποία εξαφανίστηκε η πρωτόδικη απόφαση ως προς τους πιο πάνω εκκαλούντες - υπό στοιχ. Α' αναιρεσιβλήτους και με την εκ νέου εκδίκαση της υπόθεσης κατ' ουσίαν, υποχρεώθηκαν οι τελευταίοι να καταβάλουν στους υπό στοιχ. Β΄ αναιρεσιβλήτους το συνολικό ποσό των 104.907,26 ευρώ και 4) δεν υφίσταται αποδοχή, με την έννοια που προαναφέρθηκε, της πρωτόδικης απόφασης εκ μέρους της αναιρεσείουσας με την παραμέληση της άσκησης έφεσης μέσα στη νόμιμη, προθεσμία κατά των υπό στοιχ. Β' αναιρεσιβλήτων, δεν νομιμοποιείται η μη εκκαλέσασα ομόδικος ασφαλιστική εταιρεία, εφόσον δεν υπήρξε διάδικος στην εφετειακή δίκη, να ασκήσει αναίρεση κατά της δυσμενούς γι΄ αυτήν πρωτόδικης απόφασης που κατέστη τελεσίδικη με την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας άσκησης έφεσης, ούτε για το λόγο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου αναφέρει ότι η απόφαση αυτή δεν ωφελεί την αναιρεσείουσα όπως εκτέθηκε παραπάνω στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Αντίθετα έχει τη δυνατότητα, επ΄ ευκαιρία άλλης δίκης, όπως στην περίπτωση της επισπευδόμενης σε βάρος της εκτέλεσης από τον πρωτοδίκως νικήσαντα διάδικο βάσει της ως άνω πρωτόδικης απόφασης να προβάλει το υπέρ αυτής προκύψαν ευνοϊκό αποτέλεσμα από την εφετειακή απόφαση που δέχθηκε κατ΄ ουσίαν την έφεση των ομοδίκων του, οπότε και θα ερευνηθούν από το δικαστήριο οι προϋποθέσεις επέκτασης ή μη του ευνοϊκού δεδικασμένου. Επομένως ο μοναδικός λόγος αναίρεσης κατά το πρώτο μέρος του, με τον οποίο κατ΄ εκτίμηση του περιεχομένου του, προβάλλεται η πλημμέλεια του άρθρου 559 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. για εσφαλμένη ερμηνεία της ουσιαστικού δικαίου διάταξης του άρθρου 537 Κ.Πολ.Δ. και όχι του άρθρου 559 παρ. 16 Κ.Πολ.Δ., όπως εσφαλμένα παρατίθεται, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.
IV. Κατά το άρθρο 559 αρθ. 9 περ. γ του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως "αίτηση" κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοείται κάθε αυτοτελής αίτηση των διαδίκων, με την οποία ζητείται η παροχή έννομης προστασίας υπό οποιαδήποτε νόμιμη μορφή αυτής, που δημιουργεί αντίστοιχη εκκρεμοδικία. Τέτοια αίτηση είναι ιδίως η της αγωγής, της ανταγωγής, της κύριας παρέμβασης, της τριτανακοπής και κάθε ενδίκου μέσου. Στην προκείμενη περίπτωση, ο ίδιος λόγος αναίρεσης, κατά το δεύτερο μέρος του, με τον οποίο αποδίδεται από την αναιρεσείουσα επικουρικά στο Εφετείο η από τον αριθμό 9 σε συνδ. με τον αριθμό 8 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. αιτίαση, συνιστάμενη στο ότι άφησε αδίκαστες τις με αριθ. καταθ. 4171/29.10.2002 και 288/27.1.2003 εφέσεις των υπό στοιχ. Α΄ και Β΄ αναιρεσιβλήτων αντίστοιχα κατά το μέρος που στρέφονταν εναντίον της, είναι απορριπτέος, προεχόντως, ως απαράδεκτος, διότι στερείται η αναιρεσείουσα εννόμου συμφέοντος.
V. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 17 Κ.Πολ.Δ., "αναίρεση επιτρέπεται και αν η ίδια η απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις". Ο λόγος αυτός ιδρύεται όταν η ίδια η απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις, έτσι ώστε να καθίσταται αδύνατη η εκτέλεσή της ή να εμφανίζεται αβεβαιότητα ως προς τη διάπλαση ή διάγνωση που έλαβε χώρα.
Εν προκειμένω, η αναιρεσείουσα, με τον ίδιο λόγο αναίρεσης κατά το τρίτο μέρος του, προσάπτει στο Εφετείο την εκ του αριθμού 17 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια ότι το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, σχετικά με την αριθ. έκθ. καταθ. 29018/2.8.2000 αγωγή των υπό στοιχ. Β΄ αναιρεσιβλήτων, διαλαμβάνει, στην 29η σελίδα αυτής, αντιφατικές διατάξεις, διότι αρχικά, κατά παραδοχή των εφέσεων "Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση ως προς όλες τις διατάξεις εκτός από εκείνη με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 2.8.2000 (β) αγωγή (των ... κλπ) έναντι της εναγομένης "GENERALI AEAZ" και στη συνέχεια "Δέχεται εν μέρει την από 2.8.2000 (β) αγωγή. Υποχρεώνει τους εναγομένους ... να καταβάλουν εις ολόκληρο στον ενάγοντα ... το ποσό των τριάντα οκτώ χιλιάδων διακοσίων ενενήντα ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτών (38.290,98)................". Το περιεχόμενο, όμως, αυτό του διατακτικού, ενόψει και των όσων προεκτέθηκαν, κατά την εξέταση του λόγου αναίρεσης, κατά το πρώτο μέρος του, είναι σαφές και δεν περιέχει αντιφατικές διατάξεις έτσι, ώστε, η εκτέλεση της απόφασης να καθίσταται αδύνατη ή να εμφανίζεται αβεβαιότητα ως προς τη διάγνωση που έλαβε χώρα. Συνεπώς ο σχετικός λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατόπιν όλων αυτών πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη των παριστάμενων υπό στοιχ. Β 1, 2, 4 και 6 αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ.), οι οποίοι κατέθεσαν και προτάσεις.
    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αποφαίνεται ως μη ασκηθείσα την από 24.11.2004 αίτηση της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "GENERALI HELLAS (ΤΖΕΝΕΡΑΛΙ ΕΛΛΑΣ) ΑΕΑΖ" ως προς την υπό στοιχ. Β5 αναιρεσίβλητη ..., για αναίρεση της 1144/2004 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Απορρίπτει την προαναφερόμενη αίτηση αναίρεσης ως προς τους λοιπούς συμμετασχόντες στην αναιρετική δίκη διαδίκους.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη των παρισταμένων υπό στοιχ. Β 1, 2, 4 και 6 αναιρεσιβλήτων .... , την οποία ορίζει σε χίλια εκατό εβδομήντα (1.170) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Δεκεμβρίου 2006. Και
    Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 31 Ιανουαρίου 2007.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 

Δικαστήριο:ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
Τόπος:ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:1906
Ετος:2005

Όροι θησαυρού:ΕΦΕΣΗ (ΚΠΟΛΔ)
Περίληψη

Υποκειμενική ενέργεια δεδικασμένου - Επέκταση της ισχύος της απόφασης της έφεσης στους ομοδίκους - Αποδοχή της απόφασης - Ενεργητική νομιμοποίηση για ανακοπή κατά της εκτέλεσης - Χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης - Θανατηφόρο αυτοκινητικό ατύχημα - Αναίρεση για εσφαλμένη διάγνωση δεδικασμένου - Αναίρεση για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου - Αναίρεση για παράβαση συζητητικής αρχής στη συλλογή γεγονότων - Αναίρεση για μη εκτίμηση αποδεικτικού μέσου -. Επέκταση της ισχύος της απόφασης της έφεσης και στους απλούς ομοδίκους εφόσον αυτοί δεν αποδέχθηκαν την έφεση. Νόμιμη ανακοπή κατά της επισπευδόμενης εναντίον του εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης από τον εφεσίβλητο, εναντίον της οποίας δεν άσκησε έφεση, με επίκληση της υπέρ αυτού επέκτασης των ευεργετικών αποτελεσμάτων της εφετειακής απόφασης. Η επέκταση των αποτελεσμάτων της εφετειακής απόφασης, η οποία, υπό την προϋπόθεση της μη αποδοχής της πρωτόδικης απόφασης, επέρχεται εκ του νόμου, δεν προϋποθέτει την ενεργό συμμετοχή του αναιρεσιβλήτου στην ενώπιον του εφετείου διαδικασία, η οποία χρειαζόταν, όπως και η υποβολή σχετικού αιτήματος, μόνον προκειμένου να διαληφθεί υπέρ αυτού, στην εφετειακή απόφαση, σχετική διάταξη. Από την πλεοναστική αναφορά στην απόφαση του εφετείου, ότι αυτή ισχύει έναντι της εκκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας, που ευθύνεται εις ολόκληρον με τους λοιπούς εναγομένους, μεταξύ των οποίων ο αναιρεσίβλητος - ανακόπτων, για τους οποίους ισχύει η πρωτόδικη απόφαση - και όχι ότι το υπέρ της εκκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας αποτέλεσμά της επεκτείνεται και στον ομόδικο ανακόπτοντα που δεν άσκησε έφεση - δεν απορρέει δεδικασμένο ώστε να παρακωλύεται η εκ νέου έρευνα του ζητήματος αυτού του άρθρου 537 ΚΠολΔ στην προκείμενη δίκη περί της αναγκαστικής εκτελέσεως της πρωτόδικης απόφασης. Απόρριψη αναιρετικού λόγου από το άρθρο 559 αριθ. 16 ΚΠολΔ. Η διάταξη του άρθρου 537 ΚΠολΔ αποτελεί κανόνα του δικονομικού και όχι του ουσιαστικού δικαίου και ως εκ τούτου η παραβίασή της δεν ελέγχεται αναιρετικά με τον υπ’ αριθ. 1 λόγο του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Έγγραφα της αγωγής του αναιρεσίβλητου-ανακόπτοντος κατά της ομοδίκου του ασφαλιστικής εταιρίας και της έκθεσης επίδοσής της. Κρίθηκε ότι από αυτά δεν συνάγεται ο ισχυρισμός ότι αυτός αποδέχθηκε την πρωτόδικη απόφαση. Απόρριψη αναιρετικών λόγων από τους αριθ. 8 και 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.

Κείμενο Απόφασης

Αριθμός 1906/2005
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Στυλιανό Πατεράκη, Αντιπρόεδρο, Στέφανο Γαβρά, Δημήτριο Λοβέρδο, Ρένα Ασημακοπούλου και Διονύσιο Γιαννακόπουλο, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 23 Νοεμβρίου 2005, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
     Της αναιρεσείουσας: X, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Κουτσοχήνα.
     Του αναιρεσίβλητου: Ψ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ελευθερία Αγκιναροσταχάκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26-3-2001 ανακοπή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2340/2003 του ίδιου Δικαστηρίου και 322/2004 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητά η αναιρεσείουσα με την από 1-7-2004 αίτησή της.
     Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Λοβέρδος ανέγνωσε την από 25-10-2005 έκθεσή του με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθούν ο πρώτος και δεύτερος λόγος αναιρέσεως και ο τρίτος και τέταρτος να γίνουν δεκτοί.
    Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη της αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη.
    
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Κατά τη διάταξη του άρθρου 537 ΚπολΔικ, αν περισσότεροι νικήθηκαν με την ίδια απόφαση και για τους ίδιους λόγους και ένας μόνο άσκησε έφεση, η απόφαση που δέχεται την έφεση ισχύει και υπέρ των ομοδίκων που δεν άσκησαν έφεση, εφόσον δεν αποδέχθηκαν την πρωτόδικη απόφαση. Με τη διάταξη αυτή διευρύνεται η κατ' άρθρο 325 ΚΠολΔικ υποκειμενική ενέργεια του δεδικασμένου με την απόφαση του Εφετείου που δέχεται την έφεση ενός ή περισσότερων ομοδίκων που νικήθηκαν πρωτοδίκως με την ίδια απόφαση και για τους ίδιους λόγους. Ως ομόδικοι πρέπει, κατ' αρχήν, να νοηθούν οι απλοί ομόδικοι, διότι στην αναγκαστική ομοδικία τα αποτελέσματα του άρθρου 537 υπερκαλύπτονται από τη διάταξη του άρθρου 76 παρ. 4 ΚΠολΔικ, κατά την οποία η άσκηση των ένδικων μέσων από κάποιον από τους ομοδίκους της παρ. 1 έχει αποτέλεσμα και για τους άλλους. Αρνητική προϋπόθεση για την εφαρμογή της ως άνω διάταξης του άρθρου 537 ΚΠολΔικ αποτελεί η μη αποδοχή της πρωτόδικης απόφασης από τον ομόδικο που δεν άσκησε έφεση. Η αποδοχή της αποφάσεως μπορεί να γίνει ρητά ή σιωπηρά, στην τελευταία όμως περίπτωση δεν εμπίπτει μόνη η άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας εφέσεως. Αντίθετα η αποδοχή της αποφάσεως πρέπει να συνάγεται μόνο από θετικές ενέργειες, διότι η αποδοχή, που αποτελεί δικονομική δικαιοπραξία, προϋποθέτει δήλωση βουλήσεως, την οποίαν δεν αποτελεί μόνη η παραμέληση της προθεσμίας εφέσεως. Ούτε αποτελεί τέτοια θετική ενέργεια η παράσταση του ομοδίκου που δεν άσκησε έφεση, στην κατ'έφεση δίκη ως εφεσίβλητου στη συνεκδικασθείσα έφεση των αντιδίκων του. Εξάλλου, η κατά τα ανωτέρω επέκταση της ισχύος της αποφάσεως δεν προϋποθέτει διάταξη αυτής υπέρ των ομοδίκων, διότι η επέκταση της ισχύος της επέρχεται από το νόμο, εάν δε ανακύψει ζήτημα ως προς την επέκταση ή μη της αποφάσεως μπορεί να λυθεί παρεμπιπτόντως ή με ανακοπή κατά της επισπευδόμενης κατά του ομοδίκου αναγκαστικής εκτελέσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, κατόπιν αγωγών της αναιρεσείουσας μαζί με τους απλούς ομοδίκους της, γονείς της κατά του αναιρεσίβλητου - ανακόπτοντος και της ομοδίκου του ασφαλιστικής εταιρείας, συνεπεία αυτοκινητικού ατυχήματος, υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι - ανακόπτων και ασφαλιστική εταιρεία - και στη χρηματική ικανοποίηση της αναιρεσείουσας, ποσού 10.000.000 δραχμών, λόγω της ψυχικής οδύνης από το θάνατο του αδελφού της, ηλικίας 21 ετών και ποσού 500.000 δραχμών λόγω της ηθικής βλάβης από τον τραυματισμό της, σύμφωνα με την 2029/2000 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Επί των αντιθέτων εφέσεων α) της αναιρεσείουσας μαζί με τους ομοδίκους της και β) της ασφαλιστικής εταιρείας, απλής ομοδίκου του αναιρεσιβλήτου, ο οποίος δεν άσκησε έφεση ή αντέφεση, εκδόθηκε η 162/2001 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με την απόφαση αυτά τα παραπάνω κονδύλια χρηματικής ικανοποίησης μειώθηκαν σε 8.000.000 και 400.000 δραχμές, αντίστοιχα, διευκρινίζεται δε στις αιτιολογίες και στο διατακτικό της ότι η απόφαση αυτή ισχύει έναντι της εκκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας, που ευθύνεται εις ολόκληρον με τους λοιπούς εναγομένους, μεταξύ των οποίων ο αναιρεσίβλητος - ανακόπτων, για τους οποίους ισχύει η πρωτόδικη απόφαση. Επίσης δέχθηκε το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη επί πραγμάτων κρίση του ότι δεν αποδεικνύεται αποδοχή της πρωτόδικης απόφασης από τον αναιρεσίβλητο. Κατ'ακολουθίαν νομίμως ο αναιρεσίβλητος ζήτησε, στα πλαίσια της επισπευδόμενης εναντίον του αναγκαστικής εκτελέσεως της πρωτόδικης απόφασης κατά της οποίας δεν άσκησε έφεση, την αντίστοιχη ακύρωση της εκτελέσεως, επικαλούμενος υπέρ αυτού την κατ' άρθρο 537 ΚΠολΔικ επέκταση των ευεργετικών αποτελεσμάτων της εφετειακής απόφασης. Η επέκταση των αποτελεσμάτων της εφετειακής απόφασης, η οποία, υπό την προϋπόθεση της μη αποδοχής της πρωτόδικης απόφασης, επέρχεται εκ του νόμου, δεν προϋποθέτει την ενεργό συμμετοχή του αναιρεσιβλήτου στην ενώπιον του Εφετείου διαδικασία, η οποία χρειαζόνταν, όπως και η υποβολή σχετικού αιτήματος, μόνον προκειμένου να διαληφθεί υπέρ αυτού, στην εφετειακή απόφαση, σχετική διάταξη. Εξάλλου, από την ως άνω πλεοναστική αναφορά στην 162/2001 απόφαση του Εφετείου, ότι αυτή ισχύει έναντι της εκκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας, που ευθύνεται εις ολόκληρον με τους λοιπούς εναγομένους, μεταξύ των οποίων ο αναιρεσίβλητος - ανακόπτων, για τους οποίους ισχύει η πρωτόδικη απόφαση - και όχι ότι το υπέρ της εκκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας αποτέλεσμά της επεκτείνεται και στον ομόδικο ανακόπτοντα που δεν άσκησε έφεση - δεν απορρέει δεδικασμένο ώστε να παρακωλύεται η εκ νέου έρευνα του ζητήματος αυτού, του άρθρου 537 ΚΠολΔικ, στην προκείμενη δίκη περί της αναγκαστικής εκτελέσεως της πρωτόδικης απόφασης. Επομένως το Εφετείο που έκρινε ομοίως δεν υπέπεσε σε πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθ. 16 ΚΠολΔικ και γι'αυτό ο πρώτος λόγος αναιρέσεως περί του αντιθέτου πρέπει, να απορριφθεί ως αβάσιμος.
     ΙΙ. Ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔικ ιδρύεται από την παραβίαση κανόνων του ουσιαστικού δικαίου και όχι δικονομικών διατάξεων. Έτσι, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔικ, υπό αιτιάσεις αναγόμενες στην παραβίαση της ως άνω δικονομικής διάταξης του άρθρου 537 ΚΠολΔικ πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.
     ΙΙΙ. Ως "πράγματα", κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔικ, τα οποία το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη αν και προτάθηκαν νομίμως και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οπότε ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναιρέσεως, νοούνται και οι λόγοι εφέσεως, όταν ο σχετικός ισχυρισμός που περιέχεται σ'αυτούς είναι παραδεκτός, νόμιμος και ορισμένος. Έτσι, δεν αποτελούν πράγματα ισχυρισμοί μη νόμιμοι και επουσιώδεις που δεν έχουν καμιά επίδραση στο διατακτικό της αποφάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ αποδίδεται στο Εφετείο η πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, που προτάθηκαν νομίμως με το δεύτερο λόγο εφέσεως, ότι ο αναιρεσίβλητος - ανακόπτων εντός τριετίας από το τροχαίο δυστύχημα άσκησε κατά της ομοδίκου του ασφαλιστικής εταιρείας την 5325/21-05-01 αγωγή του, η οποία επιδόθηκε νομίμως, σύμφωνα με την έκθεση επιδόσεως ... του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή ..., αξιώνοντας, λόγω της εγγυητικής ευθύνης της εναγομένης, να του καταβάλει τα ποσά που ο ίδιος είναι υποχρεωμένος να καταβάλει στην αναιρεσείουσα, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση. Αλλά η άσκηση της ως άνω αγωγής του αναιρεσιβλήτου, αποκλειστικά στα πλαίσια των αξιώσεών του από τη σύμβαση ασφαλίσεως αστικής ευθύνης δεν αποτελεί θετική ενέργεια αποδοχής της πρωτόδικης απόφασης. Έτσι, οι περί του αντιθέτου ως άνω ισχυρισμοί της αναιρεσείουσας δεν αποτελούν πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και επομένως ο λόγος αυτός αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.
     IV. Από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 559 αριθ. 11 ΚΠολΔικ προκύπτει ότι η παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να λάβει υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, δεν ιδρύει τον αντίστοιχο λόγο αναιρέσεως, αν ο ισχυρισμός ή τα πραγματικά γεγονότα για την απόδειξη των οποίων έγινε η επίκληση και προσκομιδή των αποδεικτικών αυτών μέσων, δεν έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, από το άρθρο 559 αριθ. 11 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στο Εφετείο η πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη τα αμέσως ανωτέρω έγγραφα, αγωγή του αναιρεσιβλήτου - ανακόπτοντος κατά της ομοδίκου του ασφαλιστικής εταιρίας με την έκθεση επιδόσεώς της, τα οποία η αναιρεσείουσα επικαλέστηκε και προσκόμισε προς απόδειξη του ισχυρισμού της ότι αυτός αποδέχθηκε την πρωτόδικη απόφαση. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, γιατί δια των εν λόγω αποδεικτικών μέσων δεν θεμελιώνεται, όπως αναφέρθηκε, αποδοχή της πρωτόδικης απόφασης, ώστε ο ως άνω ισχυρισμός της αναιρεσείουσας να έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης.
    
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την 243/2-7-2004 αίτηση της Χ για αναίρεση της 322/2004 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα να πληρώσει στον αναιρεσίβλητο τα δικαστικά έξοδα εκ χιλίων εκατόν εβδομήντα (1.170) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Δεκεμβρίου 2005. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Δεκεμβρίου 2005.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


    ΑΝΤΙΘΕΤΑ έχει κριθεί με τις  
     ΑΠ 213/80 , ΝοΒ 28, 1485
    ΕφΑθ 1467/186 Δνη 27/657
    ΕφΑθ 2331/1983 Δνη 25, 143 κ.α, 
    σύμφωνα με τις οποίες για την επέκταση της απόφασης στους ομοδίκους που δεν άσκησαν έφεση, απαιτείται η μνεία ειδικώς στην απόφαση για την επέκταση των αποτελεσμάτων της απόφασης σ' αυτούς και η συμμετοχή τους στην κατ' έφεση δίκη και υποβολή προς τούτο σχετικού αιτήματος