ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 3195/2017
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από
την Ειρηνοδίκη Αικατερίνη Λούκου, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς
Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών και τη Γραμματέα Δέσποινα
Ασλανίδου.
Συνεδρίασε δημόσια
στο ακροατήριο του στις 24 Ιανουαρίου 2017 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ : ............ (.....) ........ (.......) του......., κατοίκου ., οδός ........... και ., ο οποίος παραστάθηκε μετά του
πληρεξούσιου δικηγόρου του Εμμανουήλ ΤΣΑΛΙΚΙΔΗ.
ΤΗΣ ΠΙΣΤΩΤΡΙΑΣ του αιτούντος ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία
«ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ERGASIAS Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Όθωνος 8,
νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία, μετά την κατ' άρθρο 748 § 3 ΚΠολΔ (σε
συνδυασμό με το άρθρο 5 του Ν. 3869/2010) διάταξη του αρμοδίου δικαστού, περί
κλητεύσεως αυτής, κατέστη διάδικος και μετέχει στη δίκη, παρισταμένης δια της
πληρεξούσιας δικηγόρου της Βασιλικής ΦΡΑΓΚΟΥ.
Ο αιτών ζητά να
γίνει δεκτή στο σύνολο της η από 29-4-2013 αίτηση του που κατατέθηκε στη
γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό έκθεσης ..... και της
οποίας αρχικά ορίσθηκε δικάσιμος η........, κατά την οποία η συζήτησή της
αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, λόγω της αποχής
των δικηγόρων.
Αφού εκφωνήθηκε η
υπόθεση από τη σειρά του οικείου πινακίου, ακολούθησε συζήτηση όπως αυτή
αναφέρεται στα πρακτικά της παρούσης. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αιτούντος
ανέπτυξε και προφορικά τους ισχυρισμούς του και ζήτησε να γίνουν αυτοί δεκτοί,
ενώ η πληρεξούσια δικηγόρος της ανωτέρω πιστώτριας αιτήθηκε την απόρριψή της.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη
αίτηση ο αιτών, ζητεί λόγω μόνιμης αδυναμίας εξόφλησης των ληξιπρόθεσμων οφειλών
του, να ενταχθεί στις ευνοϊκές ρυθμίσεις του Ν. 3869/2010, για ρύθμιση και
απαλλαγή από απαιτήσεις που διατηρεί σε βάρος του η ανωτέρω πιστώτρια του, κατά
το προτεινόμενο από αυτόν σχέδιο διευθέτησης των οφειλών του. Τέλος, ζητά, την
εξαίρεση από την ρευστοποίηση της περιγραφόμενης στην ένδικη αίτηση κύριας
κατοικίας του και συγκεκριμένα του ανήκοντος σ'αυτόν ποσοστό των 50% εξ
αδιαιρέτου επ αυτής, καθώς και την επιβολή στην καθ ης, της εν γένει δικαστικής
του δαπάνης.
Με αυτό το
περιεχόμενο και αίτημα η κρινομένη αίτηση, εισάγεται αρμοδίως καθ'ύλην και κατά
τόπον ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου της περιφέρειας της κατοικίας του αιτούντος
κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 3 Ν. 3869/2010). Για το
παραδεκτό της έχουν προσκομισθεί νομίμως η βεβαίωση, η προβλεπόμενη(κατά τον
χρόνο κατάθεσης της αιτήσεως), από το άρθρο 2 παρ. 2 του Ν. 3869/2010, περί
αποτυχίας της απόπειρας εξωδίκου συμβιβασμού την 29-4-2013 (βλ. σχετική
βεβαίωση του αρμόδιου φορέα, ήτοι του πληρεξούσιου δικηγόρου του Εμμανουήλ
Τσαλικίδη), καθώς και η από 29-4-2013 υπεύθυνη δήλωση του αιτούντος για την
ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων: α) της περιουσίας του και των
εισοδημάτων του ίδιου και της συζύγου του, β) των πιστωτριών του και των
απαιτήσεων τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, καθώς και γ) της μη υπάρξεως
μεταβιβάσεων εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων του κατά την τελευταία
τριετία[σημ. έχει υποβάλει και την από 1-2-2016 Υπεύθυνη Δήλωση
(επικαιροποιημένη)]. Περαιτέρω, από την αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου και
τα τηρούμενα αρχεία, προέκυψε ότι δεν εκκρεμεί άλλη σχετική αίτηση του
αιτούντος, ούτε έχει εκδοθεί προγενεστέρως απόφαση για τη διευθέτηση των
οφειλών του με απαλλαγή του από υπόλοιπα χρεών (βλ. την υπ'αριθμ. 55/8-2-2017
Βεβαίωση της Γραμματέας του τμήματος Ρύθμισης Οφειλών του Ειρηνοδικείου Αθηνών,
σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ. 2 Ν. 3869/2010). Περαιτέρω, η ένδικη αίτηση, στην
οποία περιλαμβάνονται και τα στοιχεία του άρθρου 4 παρ. 1 Ν. 3869/2010, είναι
ορισμένη—απορριπτόμενης, επομένως, ως ουσιαστικά αβάσιμης της ένστασης περί
αοριστίας αυτής—και νόμιμη, ερειδόμενη στις
διατάξεις των άρθρων 1, 4, 8, 9 και 11 του ιδίου νόμου.
Εφόσον λοιπόν δεν
επιτεύχθηκε δικαστικός συμβιβασμός μεταξύ του αιτούντος και της πιστώτριάς του,
πρέπει η αίτηση να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητα
της, δεδομένου ότι κατεβλήθησαν τα νόμιμα τέλη συζητήσεως.
Από την
συνεκτίμηση και την συγκριτική αξιολόγηση των στοιχείων της δικογραφίας και δη
από την ανωμοτί κατάθεση του αιτούντος που εξετάστηκε στο ακροατήριο, και η
οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης
του παρόντος Δικαστηρίου, από τα έγγραφα που προσκομίζονται μετά επικλήσεως, τα
οποία λαμβάνονται υπ'όψιν είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή
δικαστικών τεκμηρίων, από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία σύμφωνα με
την διάταξη του άρθρου 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ το Δικαστήριο λαμβάνει
αυτεπαγγέλτως υπόψη του και χωρίς απόδειξη, και τα οποία χρησιμοποιούνται από
το Δικαστή για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ήτοι συμπερασμάτων συναγόμενα
από τον δικαστή κατά τους κανόνες της λογικής και της ανθρώπινης εμπειρίας και
σε συνδυασμό με την διάταξη του άρθρου 261 του ΚΠολΔ, αλλά και σε συνάρτηση
προς το περιεχόμενο της κρινόμενης αίτησης αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Ο
αιτών—ο οποίος στερείται της πτωχευτικής ικανότητας, αφού δεν έχει εμπορική
ιδιότητα— -είναι ηλικίας σήμερα 49 ετών, γεννηθείς την 9-4-1968, έγγαμος με την
............... και πατέρας μίας ενήλικης θυγατέρας(1-11-1995) και μίας
ανήλικης(27-2-2000). Εργάζεται ως συντηρητής κτιρίου στην εταιρεία με την
επωνυμία «..........» αντί καθαρών μηνιαίων αποδοχών ανερχόμενων σε
952,31 ευρώ, ενώ η σύζυγος του ουδέποτε εργάσθηκε, οι δε μηνιαίες δαπάνες των
βασικών βιοτικών αναγκών του αιτούντος και της οικογένειάς του, ανέρχονται,
κατά την κρίση του Δικαστηρίου, στο ποσό των 1.334,00 ευρώ (μηνιαίες εύλογες
δαπάνες διαβίωσης για δύο ενήλικες με ένα ανήλικο τέκνο και ένα εξαρτώμενο
ενήλικο τέκνο). Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι τα μοναδικά περιουσιακά στοιχεία
του αιτούντος είναι τα κάτωθι περιγραφόμενα: Α) ένα διαμέρισμα του δεύτερου
ορόφου πολυκατοικίας κειμένης στην ..............., επί των οδών ............. και ........., επιφανείας 78,95 τ.μ., έτους κατασκευής 1977, επί του οποίου έχει κυριότητα
σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, η δε αντικειμενική αξία του ποσοστού του
ανέρχεται σε 35.811,72 ευρώ και το οποίο αποτελεί το μοναδικό ακίνητο του
οφειλέτη-αιτούντος που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κύρια κατοικία, της οποίας
αιτείται την εξαίρεση από τη ρευστοποίηση. Επομένως, η αντικειμενική της αξία
δεν υπερβαίνει το όριο του αφορολογήτου ποσού για έγγαμο φορολογούμενο, όπως ο
αιτών, που ανέρχεται σε 250.000,00 ευρώ προσαυξημένο κατά 50%, ήτοι 375.000,00
ευρώ, με περαιτέρω προσαύξηση κατά 25.000 ευρώ για το ανήλικο τέκνο, όπως απαιτεί
ο νόμος για την εξαίρεσή της από την εκποίηση ΚΑΙ Β) το υπ'αριθμ. κυκλοφορίας
...........αυτοκίνητο, κυβισμού 1595 cc, έτους πρώτης κυκλοφορίας 1995 και
εκτιμώμενης αξίας ανερχομένης σε 2.000,00 ευρώ, του οποίου είναι κύριος σε
ποσοστό 100% και το οποίο δεν είναι επιδεκτικό ρευστοποίησης, κατά τρόπο που να
παρέχει την προσδοκία απολήψεως αναλόγου ανταλλάγματος, λόγω της μηδαμινής του
αξίας, της παλαιότητάς του και του μειωμένου αγοραστικού ενδιαφέροντος εξαιτίας
της σοβαρής οικονομικής κρίσης που διέρχεται η χώρα μας, που έχει ως αποτέλεσμα
την δραματική συρρίκνωση των εισοδημάτων των πολιτών της, ήτοι κατά την κρίση
του Δικαστηρίου δεν αξίζει να εκποιηθεί για τον παραπάνω σκοπό, καθόσον,
λαμβανομένων υπόψη των διδαγμάτων της κοινής πείρας, δεν υπολογίζεται πως θα
μπορέσει να επιτευχθεί τίμημα, που θα επιφέρει κάποια έστω και στοιχειωδώς
σοβαρή βελτίωση της θέσης της πιστώτριας του αιτούντος, σε συνδυασμό δε με τα
ανωτέρω εκτιθέμενα, καθώς και με τα έξοδα της όλης διαδικασίας εκποίησης
((αμοιβή εκκαθαριστή, έξοδα δημοσιεύσεων κλπ), καθιστούν μη απαραίτητη την
ρευστοποίηση του(βλ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Γ. ΚΡΗΤΙΚΟΥ, ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΩΝ ΟΦΕΙΛΩΝ ΥΠΕΡΧΡΕΩΜΕΝΩΝ
ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ, ΕΚΔΟΣΗ 2012, ΣΕΛ. 207 (παρ.1 και 2), αλλά
και την ΕΙΡ ΠΕΙΡ 86/2011(αδημ.) και την ΕΙΡ ΠΕΙΡ 84/2011(αδημ.)). Ο αιτών,
λοιπόν λόγω της συρρίκνωσης των εισοδημάτων του, αδυνατούσε να αντεπεξέλθει
στις οικονομικές υποχρεώσεις του, εξαιτίας του οποίου γεγονότος και σε
συνδυασμό με την σοβαρή οικονομική κρίση που διέρχεται η χώρα μας και τον υψηλό
κόστος ζωής που επιβαρύνει τις ανάγκες διαβίωσής του, οικονομικά προβλήματα που
ανατρέπουν οικονομικούς και οικογενειακούς προγραμματισμούς, οδηγήθηκε στο
σημείο να αδυνατεί να ανταποκριθεί στις συμβατικές του υποχρεώσεις προς την
καθ'ης-πιστώτρια, με αποτέλεσμα να περιέλθει χωρίς δική του υπαιτιότητα σε
μόνιμη[η αδυναμία πληρωμών καθορίζεται με βάση τη σχέση οφειλών και παροντικής
ρευστότητος, αφού ληφθεί υπόψη και η
προβλεπόμενη για το εγγύς μέλλον εξέλιξη της ρευστότητος του οφειλέτη. Εφόσον η
σχέση αυτή είναι αρνητική με την έννοια ότι η ρευστότητα του δεν του επιτρέπει
να ανταποκριθεί στον όγκο των οφειλών του, υπάρχει μόνιμη αδυναμία πληρωμών]
και διαρκή αδυναμία να πληρώσει τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές οφειλές του, οι
οποίες δεν έχουν αναληφθεί το τελευταίο έτος πριν την υποβολή της υπό κρίση
αίτησης, θεωρούνται δε με την κοινοποίηση της αίτησης ληξιπρόθεσμες. Άλλωστε
δεν νοείται δολιότητα του δανειολήπτη με μόνη την ανάληψη δανειακής
υποχρεώσεως, της οποίας η εξυπηρέτηση είναι επισφαλής, αλλά απαιτείται και η
από το δανειολήπτη πρόκληση άγνοιας της επισφάλειας στους πιστωτές,
απορριπτομένης, επομένως, ως ουσιαστικά αβάσιμης της ένστασης περί δόλιας
περιέλευσης σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών. Περαιτέρω, στην περίπτωση του Ν.
3869/2010, ο νομοθέτης εκκινεί, από την αφετηριακή βάση της προστασίας του
οφειλέτη από τον κίνδυνο της κοινωνικής περιθωριοποιήσεώς του. Σε
μακροοικονομικό επίπεδο, η περιθωριοποίηση ενός μεγάλου αριθμού υπερχρεωμένων
οφειλετών επάγεται μείωση ή και εκμηδένιση της καταναλωτικής τους δυνάμεως με
σημαντικές επιπτώσεις στην εύρυθμη λειτουργία μίας οικονομίας που (πλέον)
στηρίζεται σε σημαντικό βαθμό στην κατανάλωση αγαθών. Επομένως, η μέριμνα για
τη διευθέτηση του φαινομένου της υπερχρεώσεως επιτάσσεται τόσο για λόγους
δημοσίου συμφέροντος όσο και από την υποχρέωση σεβασμού της αξίας του οφειλέτη
ως ανθρώπου. Η τελευταία επιτάσσει τη χορήγηση στον υπερχρεωμένο οφειλέτη μίας
δεύτερης ευκαιρίας για την επάνοδο του στην οικονομική και κοινωνική ζωή, ήτοι,
στα πλαίσια του γενικότερου πνεύματος του Ν.3869/2010, ο οποίος παρέχει τη
δυνατότητα της ρύθμισης για το φυσικό πρόσωπο των χρεών του με απαλλαγή από
αυτά, η οποία (ρύθμιση) βρίσκει νομιμοποίηση ευθέως στο ίδιο κράτος δικαίου που
επιτάσσει να μην εγκαταλειφθεί ο πολίτης σε μία χωρίς διέξοδο και προοπτική κατάσταση,
από την οποία, άλλωστε και οι πιστωτές δεν μπορούν να αντλήσουν κανένα κέρδος.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του αιτούντος προς την
καθ'ης-πιστώτριά του ανέρχονται στα κάτωθι χρηματικά ποσά[δεν λαμβάνεται υπόψη
η επικαιροποιημένη ανάλυση οφειλών, καθόσον δεν προκύπτει ότι τα στεγαστικά
δάνεια έχουν εκτοκισθεί με το επιτόκιο ενήμερης οφειλής, όπως απαιτεί το άρθρο
6 παρ. 3 του Ν. 3869/2010)]: 1) στο ποσό των 33.145,09 ευρώ (κεφάλαιο 33.089,02
ευρώ, τόκοι 54,57 ευρώ και έξοδα 1,50 ευρώ), εκ της υπ'αρίθμ. 650000215398
συμβάσεως στεγαστικού δανείου, το οποίο είναι εμπραγμάτως εξασφαλισμένο με
προσημείωση υποθήκης επί της κύριας ως άνω κατοικίας του αιτούντος και 2) στο
ποσό των 68.168,00 ευρώ (κεφάλαιο 67.916,83 ευρώ και τόκοι 251,17 ευρώ), εκ της
υπ'αρίθμ. 650000218920 συμβάσεως στεγαστικού δανείου, το οποίο είναι
εμπραγμάτως εξασφαλισμένο με προσημείωση υποθήκης επί της κύριας ως άνω
κατοικίας του αιτούντος. Υπό τις παραδοχές αυτές, η δυσμενής οικονομική
κατάσταση του αιτούντος προφανώς έχει μόνιμο και διαρκή χαρακτήρα, χωρίς να
διαφαίνεται αναπλήρωση των εισοδημάτων του από οποιαδήποτε άλλη πηγή, δεδομένου
των γενικότερων δυσμενών οικονομικών συνθηκών που διέρχεται η χώρα μας, για τις
οποίες δεν ευθύνεται ο ίδιος, αλλά και της ηλικίας του. Κατ'ακολουθίαν των
ανωτέρω, οι μηνιαίες καταβολές του αιτούντος προς την καθ'ης πιστώτρια του
ορίζονται μηδενικές, καθόσον συντρέχει στο πρόσωπο του αιτούντος εξαιρετική
περίσταση και συγκεκριμένα, ανεπαρκές εισόδημα για την κάλυψη στοιχειωδών βιοτικών
αναγκών του, χωρίς επαναξιολόγηση, αφού δεν πρόκειται να βελτιωθεί η οικονομική
του κατάσταση, ενώ η υποχρέωση καταβολής μηνιαίων δόσεων θα οδηγούσε σε
εξαθλίωση του οφειλέτη-αιτούντος, γεγονός το οποίο θα παραβίαζε τη γενική αρχή
του δικαίου κατά την οποία κανείς δεν υποχρεούται στα αδύνατα (ΑΠ 288/2000 ΔΕΕ
2000, σελ. 743). Άλλωστε, η πιστώτρια του ή ο αιτών δύνανται, σύμφωνα με το
άρθρο 8 παρ. 4 του Ν. 3869/2010, να προβούν στην τροποποίηση της παρούσας
αποφάσεως, εφόσον τούτο δικαιολογείται από μεταγενέστερα γεγονότα ή μεταβολές
της περιουσιακής κατάστασης και των εισοδημάτων του. Περαιτέρω, επειδή
προβάλλεται αίτημα εξαίρεσης της κατοικίας του από την εκποίηση και
συγκεκριμένα του ποσοστού των 50% εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας επ'αυτής, το
οποίο-εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου-είναι υποχρεωτική για το
Δικαστήριο (βλ. σε Κρητικό ο.π. σελ. 148, αριθ. 16), πρέπει η προπεριγραφόμενη
κύρια κατοικία του αιτούντος και συγκεκριμένα το ανήκον σ'αυτόν ποσοστό των 50%
εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας επ'αυτής, να εξαιρεθεί από την εκποίηση, κατά
παραδοχή της σχετικής προτάσεως αυτού. Όπως δε προκύπτει, το 80% της
αντικειμενικής αξίας της κύριας κατοικίας του αιτούντος και συγκεκριμένα του
ανήκοντος σ'αυτόν ποσοστού, ανέρχεται στο ποσό των 28.649,38 ευρώ (35.811,72
ευρώ Χ 80%), ενώ το συνολικό του χρέος ανέρχεται σε 101.313,09 ευρώ, ήτοι
υπερβαίνει το ποσό του 80% της αντικειμενικής αξίας του ποσοστού του. Κατόπιν
τούτου, θα πρέπει να οριστούν μηνιαίες καταβολές για τη διάσωση του μοναδικού
ακινήτου του οφειλέτη-αιτούντος που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κατοικία (άρθρο
9 παρ. 2 τελευταίο εδάφιο του Ν. 3869/2010). Η αποπληρωμή του ποσού αυτού θα
γίνει εντόκως, χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με
σταθερό επιτόκιο, που θα ισχύει, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας
της Ελλάδος κατά τον τελευταίο μήνα για τον οποίο θα υφίσταται μέτρηση κατά τον
χρόνο της καταβολής, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων
Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Θα ξεκινήσει μετά
παρέλευση τεσσάρων (4) ετών από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, ο δε
χρόνος τοκοχρεωλυτικής εξόφλησης του ποσού αυτού πρέπει να οριστεί σε είκοσι
(20) έτη, λαμβανομένου υπόψη του συνολικού χρέους του αιτούντος, της
οικονομικής του δυνατότητας και της ηλικίας του. Στα πλαίσια λοιπόν αυτής της
ρύθμισης, ο αιτών θα πρέπει να καταβάλει μηνιαίως το συνολικό ποσό των 119,37
ευρώ, και ειδικότερα: 1) για την εκ της υπ'αρίθμ. 650000215398 συμβάσεως
στεγαστικού δανείου, απαίτηση, το ποσό των 39,05 ευρώ και 2) για την εκ της
υπ'αρίθμ. 650000218920 συμβάσεως στεγαστικού δανείου, απαίτηση, το ποσό των
80,32 ευρώ.
Κατόπιν λοιπόν των
ανωτέρω εκτιθέμενων, συντρέχει στο πρόσωπο του αιτούντος εξαιρετική περίσταση,
γι' αυτό θα πρέπει η ένδικη αίτηση να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ"
ουσίαν και κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 5 του Ν. 3869/2010 να
οριστούν μηδενικές καταβολές, χωρίς επαναξιολόγηση, κατά τα αναλυτικώς ως άνω
αναπτυχθέντα, εξαιρουμένης, κατά τα ως άνω, της εκποίησης της κύριας κατοικίας
του και συγκεκριμένα του ποσοστού των 50% εξ αδιαιρέτου κυριότητας επ'αυτής,
κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Η απαλλαγή του αιτούντος από κάθε
υφιστάμενο υπόλοιπο οφειλής έναντι του πιστωτή του θα επέλθει, σύμφωνα με το
νόμο (άρθρο 11 παρ. 1 του Ν. 3869/2010), μετά την κανονική εκτέλεση των
υποχρεώσεων που του επιβάλλονται με την παρούσα απόφαση. Δικαστική δαπάνη δεν
επιδικάζεται, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 8 του Ν.
3869/2010.
ΔΙΚΑΖΕΙ....