ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΥΡΙΟΥ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ
ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ
ΦΑΚΕΛΟΥ: 4/2017
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ I /2018
ΤΟ
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΥΡΙΟΥ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την δόκιμη Ειρηνοδίκη
Λαυρίου Μαρία Μαντζουρανάκη και από τη Γραμματέα Γερασιμούλα Λασκαράτου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 24
Νοεμβρίου 2017 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ............... του ................, κατοίκου ............., ........., με
ΑΦΜ ........................, ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας του δικηγόρου,
Δήμητρας Κολογιάννη (ΑΜ/ΔΣΑ 31522).
ΤΟΥ
ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: ................ του ........, κατοίκου
................, ......, με ΑΦΜ ......., ο οποίος παραστάθηκε
δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου, Εμμανουήλ Τσαλικίδη (ΑΜ/ΔΣΑ 14925).
Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 10-4-2017
με αριθμό κατάθεσης 4/11- 4-2017 αγωγή του, η συζήτηση της οποίας
προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 16- 10-2017, οπότε και αναβλήθηκε για την
αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία εκφωνήθηκε νόμιμα
από τη σειρά του οικείου πινακίου.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι
δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να
γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που
κατέθεσαν στο ακροατήριο.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των άρθρων 7, 10, 14 §§ 1
στοιχ. & και 2 και 16 αριθ. 2 του ΚΠολΔ σαφώς προκύπτει ότι αγωγές που
ασκούνται και αφορούν διαφορές από την παροχή εξαρτημένης εργασίας ή από
οποιαδήποτε άλλη αιτία από την εφαρμογή αυτής των εργαζομένων ή των διαδόχων
τους ή των κατά νόμο δικαιουμένων
από την παροχή της εργασίας τους και των εργοδοτών ή των διαδόχων αυτών, υπάγονται στην αρμοδιότητα του μεν Ειρηνοδικείου, όταν
η αξία του αντικειμένου της διαφοράς δεν υπερβαίνει τα 20.000 ευρώ, του δε
Μονομελούς Πρωτοδικείου εάν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς υπερβαίνει το
ποσό αυτό (20.000 ευρώ). Περαιτέρω από το συνδυασμό των άρθρων 7, 9 και 11
αριθ. 7 του αυτού Κώδικα, σαφώς προκύπτει ότι για την εκτίμηση του αντικειμένου
της διαφοράς λαμβάνεται υπόψη το αίτημα της αγωγής, ως τέτοιου νοουμένου, κατά
την αληθή του πρώτου των άρθρων τούτων έννοια, όχι μόνο του στο αιτητικό της
αγωγής αναφερομένου, αλλά και του ...συναγομένου από το ιστορικό αυτής, εκτός αν
αντικείμενο της διαφοράς είναι, κατά τα από το ιστορικό και το αιτητικό της αγωγής προκύπτοντα, έννομη σχέση από την οποία πηγάζουν περιοδικές
παροχές, ήτοι παροχές, οι οποίες, ανεξαρτήτως αν απορρέουν από σύμβαση ή από
αδίκημα ή από το νόμο, έχουν εκ των προτέρων καθορισμένο περιεχόμενο,
επαναλαμβάνονται καθ' ορισμένα χρονικά διαστήματα και δεν εξαρτώνται, ως προς
τη γένεσή τους και την ύπαρξη τους από αίρεση, αλλά καθίστανται απαιτητές με
μόνη την παρέλευση του τεταγμένου από το νόμο ή τη βούληση των συμβληθέντων
χρόνου, οπότε η αξία του αντικειμένου καθορίζεται από την αξία του δεκαπλασίου
μεν της ετήσιας παροχής, εάν η επέλευση του γεγονότος από το οποίο εξαρτάται η
παύση αυτής είναι βέβαιη, αβέβαιος όμως ο χρόνος αυτής, το εικοσαπλάσιο δε της
ετήσιας παροχής επί απεριόριστης διάρκειας αυτής. Τέτοιες δε περιοδικές παροχές
είναι ο μισθός υπερημερίας, διότι αυτές απορρέουν από την έννομη σχέση της
συμβάσεως εργασίας, έχουν εκ των προτέρων καθορισμένο το ύφος τους, οφείλονται
σε ορισμένα χρονικά διαστήματα και δεν εξαρτώνται από αίρεση. Απ' αυτά
παρέπεται ότι, όταν με την αγωγή ζητούνται μισθοί υπερημερίας και στο ιστορικό
αυτής αναφέρεται ότι η αμφισβήτηση των διαδίκων υφίσταται για την εγκυρότητα
της γενομένης καταγγελίας της συμβάσεως παροχής εξαρτημένης εργασίας και
επομένως και για την διατήρηση ή μη σε ισχύ της έννομης σχέσεως της συμβάσεως
εργασίας μετά την καταγγελία αυτή, αντικείμενο της αγωγής αυτής είναι όχι μόνο
το αιτούμενο ποσό των μισθών υπερημερίας, αλλά και η παρεμπίπτουσα αναγνώριση
της ακυρότητας της καταγγελίας της συμβάσεως και συνεπώς της διατηρήσεως σε
ισχύ της έννομης σχέσης της συμβάσεως μετά την καταγγελία αυτή, έστω και αν,
ρητώς, δεν διατυπώνεται στο αιτητικό της αγωγής το αίτημα αυτό. Στην περίπτωση
λοιπόν αυτή, αν το δεκαπλάσιο των μισθών υπερημερίας ενός έτους υπερβαίνει τα
20.000 ευρώ, αρμόδιο είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο (ΟλΑΠ 5/2001 Α' ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
ΝΟΜΟΣ/2001, Δ/ΝΗ/2001 (378), ΔΙΚΗ/2001 (698), ΕΔΚΑ/2001 (596), ΕΕΡΓΔ/2001
(315), ΑΠ 1241/1977 ΝοΒ 26.1033, ΑΠ 1173/1976 ΝοΒ 25.707, ΑΠ 204/1977 ΝοΒ
25.1168 ad hoc ΝΟΜΟΣ ΕφΑθ 8164/2005 και ΕιρΡοδ 8/2008 Α' ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
ΝΟΜΟΣ). Επιπροσθέτως, από τη νομολογία γίνεται δεκτό ότι αν με την αγωγή
ζητείται η επιδίκαση μισθών υπερημερίας ή επιδομάτων και η αναγνώριση της
ύπαρξης της έννομης σχέσης (σύμβασης εργασίας, ακυρότητα καταγγελίας της
σύμβασης), η αρμοδιότητα θα κριθεί σύμφωνα με το άρθρο 11 αριθμ. 7 ΚΠολΔ (βλ.
Ντάσιου Εργατ.Δ.σ.268 επ., Στ. Βλαστός, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, Εκδοση
2005, σελ 1459 επ.). Εξάλλου, η καθ' ύλην αρμοδιότητα του δικαστηρίου ανήκει
στις διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης, αφορά τη δημόσια τάξη και ερευνάται
αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης (ΑΠ 51/2004 ΝΟΜΟΣ).
Κρίσιμος χρόνος δε για το χαρακτηρισμό του καθ' ύλην αρμόδιου δικαστηρίου είναι
αποκλειστικά ο χρόνος άσκησης της αγωγής, ενώ το δικαστήριο που είναι αναρμόδιο
προσδιορίζει το καθ' ύλην αρμόδιο δικαστήριο και παραπέμπει σε αυτό την υπόθεση
(άρθρο 46 ΚΠολΔ). Η απόφαση περί παραπομπής είναι οριστική, αφού απεκδύεται το
δικαστήριο που την εξέδωσε από κάθε εξουσία του σχετική με την υπόθεση (βλ. Κ. Κεραμέα, Αστικό J Δικονομικό Δίκαιο. Εκδοση 1986. παρ. 45, σελ. 82-84). ...