ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Δικαστήριο:
|
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ ΤΜΗΜΑ Γ'
|
Τόπος:
|
ΑΘΗΝΑ
|
Αριθ. Απόφασης:
|
1491
|
Ετος:
|
1997
|
Περίληψη
Δικηγόροι - Δικηγορική πληρεξουσιότητα - Δικαστικό τεκμήριο - Ενορκες βεβαιώσεις - Θάνατος διαδίκου - Επανάληψη διακοπείσας δίκης -. Αυτοδίκαια επαναλαμβάνεται η δίκη που διακόπηκε με τον θάνατο κάποιου των διαδίκων, εφόσον κοινοποιήθηκε πρόσκληση στους κληρονόμους του θανόντα, μετά την παρέλευση της τετράμηνης προθεσμίας για την αποποίηση της κληρονομιάς, και έχουν περάσει 30 ημέρες από την πρόσκληση. Ο δικηγόρος που υπογράφει την αγωγή θεωρείται κατά νόμιμο αμάχητο τεκμήριο, ότι είναι πληρεξούσιος του ενάγοντα. Εφόσον ο ενάγων, συνεχίζοντας την ανοιγείσα με την αγωγή δίκη, ενέκρινε ρητώς ή σιωπηρώς την διεξαγωγή της, όλες οι πράξεις που ενεργήθηκαν από τον δικηγόρο που υπέγραψε την αγωγή μέχρι την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο, τον δεσμεύουν, ανεξάρτητα από το εάν συνέχισε μεταγενέστερα τη δίκη με τον ίδιο ή άλλο δικηγόρο που διόρισε νόμιμα. Ο ανωτέρω δικηγόρος είναι δεκτικός παραλαβής και της κλήσης του αντιδίκου για λήψη ένορκης βεβαίωσης ενώπιον Ειρηνοδίκου ή Συμ/φου. |
Κείμενο Απόφασης
Πρόεδρος:
|
Δ. Κατσιρέας
|
Εισηγητές:
|
Θ. Πρασουλίδης
|
Λήμματα:
|
ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ ,ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑ ,ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΤΕΚΜΗΡΙΟ ,ΕΝΟΡΚΕΣ ΒΕΒΑΙΩΣΕΙΣ ,ΘΑΝΑΤΟΣ ΔΙΑΔΙΚΟΥ - ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΔΙΑΚΟΠΕΙΣΑΣ ΔΙΚΗΣ
|
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
|
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Δικαστήριο:
|
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
|
Τόπος:
|
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
|
Αριθ. Απόφασης:
|
32736
|
Ετος:
|
2008
|
Κείμενο Απόφασης
Αριθμός Απόφασης: 32736/2008 {Αριθμός εκθ. καταθ. κλήσης : 14885/17.4.2008} {Αριθμός έκθ. καταθ. αγωγής : 7121/14.2.2008} ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (Ειδική διαδικασία εργατικών διαφορών) Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Αικατερίνη Ντόκα, Πρωτοδίκη που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τρι΅ελούς Συ΅βουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και τη Γρα΅΅ατέα Ιωάννα Παυλίδου. Συνεδρίασε δη΅όσια στο ακροατήριό του στις 26.5.2008 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: Του καλούντος - ενάγοντος : Γ.Μ. του Σ., κατοίκου Θεσσαλονίκης, που παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Ανδρέα Τσαντήλα (ΑΜ ΔΣΘ 1912). Του καθ’ ης η κλήση - εναγομένης : Ομόρρυθμης Εταιρίας με την επωνυμία ‘Π. & Σ. & Δ. Μ. VOLCANO O.E.’, που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Αναστάσιου Ταρπινίδη (ΑΜ ΔΣΘ 5746). Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 7121/14.2.2008 αγωγή του, η οποία επαναφέρεται προς συζήτηση με τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 14885/17.4.2008 κλήση του, που προσδιορίσθηκε για την ανωτέρω δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους. ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ Νόμιμα επαναφέρεται με τη με αρ. εκθ. καταθ. δικογρ. 14885 /17.4.2008 κλήση του ενάγοντος η με αρ. εκθ. καταθ. δικογρ. 7121/14.2.2008 αγωγή του, η συζήτηση της οποίας κατά τη δικάσιμο της 7.4.2008 ματαιώθηκε. Με την υπό κρίση αγωγή ο ενάγων ισχυρίζεται ότι δυνάμει της από 1.6.2005 σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προσλήφθηκε από την εναγόμενη ομόρρυθμη εταιρία, η οποία εκμεταλλεύεται επιχείρηση καφετέριας – μπαρ στην Αρετσού Θεσσαλονίκης, ως μαιτρ και υπεύθυνος σάλας, και ειδικότερα φρόντιζε για την καλή λειτουργία της επιχείρησης, την εξυπηρέτηση των πελατών και την επίβλεψη του προσωπικού, με συμφωνηθέν καθαρό ημερομίσθιο, ποσού 35 ευρώ, για εργασία οκτώ ωρών ημερησίως. Ότι έως την 20.1.2007, οπότε απολύθηκε, λάμβανε ρεπό μόνο κάθε δεύτερη Δευτέρα και εργαζόταν κατά τις εργάσιμες ημέρες από ώρα 12.00 έως 02.00 και τα Σάββατα και τις Κυριακές από ώρα 12.00 έως 24.00. Ότι η εναγόμενη του κατέβαλε εβδομαδιαίως το ποσό των 200 ευρώ. Με αυτό το ιστορικό ζητεί να υποχρεωθεί η εναγόμενη, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να του καταβάλει το ποσό των 18.236 ευρώ για την ιδιόρρυθμη υπερωριακή του απασχόληση, το ποσό των 40.645,50 ευρώ για την κατ’ εξαίρεση υπερωριακή του απασχόληση, το ποσό των 7.803 ευρώ για την εργασία του κατά την Κυριακή, το ποσό των 9.954 ευρώ για τη νυκτερινή του απασχόληση κατά τις εργάσιμες ημέρες και το ποσό των 1990 ευρώ για τη νυκτερινή του απασχόληση το Σαββατοκύριακο, το ποσό των 3.679,20 ευρώ για επιδόματα εορτών, αδείας και αποζημίωση αδείας των ετών 2006 και 2007, ήτοι το συνολικό ποσό των 82.307,70 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και να καταδικασθεί στη δικαστική του δαπάνη. Επικουρικώς, ζητεί όλα τα ως άνω ποσά, βάσει των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Με τέτοιο περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, απορριπτόμενου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης, ενώ αρμόδια και παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του δικαστηρίου κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 663-676 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 14 παρ. 2, 16 παρ. 2, 25 παρ. 2 και 664 του ίδιου Κώδικα. Είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 4 του Ν. 2486/2000 για την υπερωριακή και υπερεργασιακή απασχόληση(όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 1 του Ν. 3395/2005 για το διάστημα έως την 30.9.2005 και όπως ισχύει από 1.10.2005, μετά την ως άνω τροποποίησή του), 1, 2, 7 και 10 παρ.1 του β.δ. 748/1966 «περί κωδικοποιήσεως κλπ. της κείμενης νομοθεσίας περί εβδομαδιαίας και Κυριακής αναπαύσεως των ημερών αργίας» για την εργασία κατά την Κυριακή, της Υ.Α. 18310/1946, που εκδόθηκε με βάση τους α.ν. 28/44 και 866/46, όπως ερμηνεύθηκε με το άρθρο 2 της Υ.Α. 25825/51 για τη νυκτερινή εργασία, 904 ΑΚ για την εργασία κατά την έκτη ημέρα, 3 ΑΝ 539/1945 και 3 παρ. 16 Ν. 4504/1966, όπως ισχύουν μετά την εισαγωγή του Ν. 3302/2004 για το επίδομα και την αποζημίωση αδείας, τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 1082/80 και της ΥΑ 19040/81 για τα δώρα εορτών 346, 648 επ., 655 ΑΚ 907, 908 παρ. 1ε και 176 του ΚΠολΔ. Κατά τα λοιπά, η επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι αόριστη, διότι στην αγωγή δε γίνεται έστω απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης, χωρίς να απαιτείται και αναφορά των λόγων στους οποίους αυτή οφείλεται (βλ. ΟλομΑΠ 22,23/2003, ΑΠ 425/2004 ΕΕργΔ 2005.470, ΕλλΔνη 2006.145, ΑΠ 904/2004 δημ. σε ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 914/ 1998 ΕλλΔνη 40.314 ΑΠ 1322/1996 ΕλλΔνη 38.1044). Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, καθώς καταβλήθηκε το προσήκον για το αντικείμενό της τέλος δικαστικού ενσήμου {βλ. το με αρ. 4035177/2008 διπλότυπο της Β Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης και το με αρ. 2990081/2008 γραμμάτιο της ΕΤΕ}. Η εναγόμενη αρνείται αιτιολογημένα την αγωγή, και, με δήλωση του πληρεξουσίου της δικηγόρου που περιλήφθηκε στα πρακτικά και αναπτύσσεται στις προτάσεις της, προέβαλε τους ακόλουθους ισχυρισμούς : 1]ότι ο ενάγων αμειβόταν με το ημερομίσθιο 35 ευρώ για την εργασία του από Τρίτη έως Παρασκευή και με ημερομίσθιο 50 ευρώ το Σάββατο και την Κυριακή και υπήρχε συμφωνία να συμψηφίζονται στις υπέρτερες των νομίμων καταβαλλόμενες αποδοχές του οι αξιώσεις του λόγω παροχής εργασίας κατά την Κυριακή, τη νύκτα καθώς και από την υπερεργασιακή ή ιδιόρρυθμη υπερωριακή του απασχόληση, ζητεί δε να συμψηφισθεί για το λόγο αυτό το ποσό των 5.290,81 ευρώ, που αποτελεί τις υπέρτερες των νομίμων αποδοχές του, με τις ως άνω αξιώσεις του. Ο ισχυρισμός προβλήθηκε παραδεκτώς κατ’ ένσταση και είναι νόμιμος, (πλην του αιτήματος περί συμψηφισμού της προσαύξησης λόγω παροχής εργασίας κατά την Κυριακή, που δεν επιτρέπεται σύμφωνα με την ΥΑ 25828/51), κατά τις διατάξεις των άρθρων 361, 440 ΑΚ (βλ. ΑΠ 1218/2003, δημ. σε Νόμος, ΕφΘεσ. 126/2001 Αρμ. 2000.518, ΕφΘεσ 3517/1988 Αρμ. 1988.1219), 2]εξόφλησης δώρου Χριστουγέννων 2005 με την καταβολή ποσού 600 ευρώ, δώρου Πάσχα 2006 με την καταβολή ποσού 500 ευρώ, επιδόματος αδείας 2006 ποσού 500 ευρώ. Ο ισχυρισμός προβλήθηκε παραδεκτώς κατ’ ένσταση και είναι νόμιμος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 416 ΑΚ. Περαιτέρω, το άρθρο 143 ΚΠολΔ ορίζει στην παρ. 1 ότι ο δικαστικός πληρεξούσιος που διορίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 96 είναι αυτοδικαίως και αντίκλητος για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στη δίκη στην οποία είναι πληρεξούσιος στις οποίες περιλαμβάνεται και η επίδοση της κλήσης για την πρώτη συζήτηση αγωγής ή ενδίκου μέσου μπορεί να γίνει και σε όποιον τα έχει υπογράψει ως πληρεξούσιος. Ακόμα, ορίζεται α)στο άρθρο 96 του ίδιου Κώδικα, μεταξύ των άλλων, ότι η πληρεξουσιότητα δίδεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση, β) στο άρθρο 97 ότι η πληρεξουσιότητα παρέχει στον πληρεξούσιο το δικαίωμα να ενεργεί όλες τις κύριες και παρεπόμενες πράξεις που αφορούν τη διεξαγωγή της δίκης και γ) στο άρθρο 104 ότι για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν δεν υπάρχει κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις ακόμα και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 544 αρ. 4 ΚΠολΔ, 233,236 και 238 ΑΚ που έχουν εφαρμογή και στις δικονομικές δικαιοπραξίες, συνάγεται ότι ο δικηγόρος που υπέγραψε την αγωγή, κατά νόμιμο αμάχητο τεκμήριο θεωρείται μέχρι την πρώτη συζήτηση το ακροατήριο ότι είναι πληρεξούσιος του ενάγοντος. Εφόσον, λοιπόν, ο τελευταίος συνεχίζοντας τη δίκη που ανοίχθηκε με την αγωγή, ενέκρινε ρητώς ή σιωπηρώς τη διεξαγωγή της, όλες οι διαδικαστικές πράξεις που ενεργήθηκαν από το δικηγόρο που υπέγραψε την αγωγή μέχρι την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο, ωφελούν και βλάπτουν το διάδικο και γενικά τον δεσμεύουν ανεξάρτητα από το αν μεταγενέστερα συνέχισε τη δίκη και παραστάθηκε στο δικαστήριο με τον ίδιο ή άλλο δικηγόρο που διόρισε νόμιμα. Ο δικηγόρος που υπέγραψε την αγωγή, σε κάθε περίπτωση, παραλαμβάνει κατά το άρθρο 143 παρ. 3 ΚΠολΔ νόμιμα την βασικής σημασίας για την παραπέρα πορεία της δίκης κλήση για πρώτη συζήτηση της αγωγής έστω και αν παραστεί άλλος στο ακροατήριο απ` αυτόν που την υπέγραψε (Πρακτικά Αναθεωρ. Επιτροπής σε. 59). Επομένως, κατά μείζονα λόγο είναι δεκτικός παραλαβής και της κλήσης του αντιδίκου του να παραστεί σε ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφο για λήψη ένορκης βεβαίωσης σύμφωνα με το άρθρο 671 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 1068/1991 ΕΕργΔ 1992.605, ΕφΠειρ 867/1993 ΕλλΔνη 1994.1693). Εξάλλου, ο δικαστικός επιμελητής είναι δημόσιος λειτουργός (αρθ. 1 Ι ν. 2318/1995) και η έκθεση επίδοσης αποτελεί δημόσιο έγγραφο, το οποίο, υπό τις προϋποθέσεις του νόμου, έχει την αυξημένη αποδεικτική δύναμη των άρθρων 438-441 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, όσα βεβαιώνονται από το δικαστικό επιμελητή στην έκθεση επίδοσης σχετικά με το χρόνο της επίδοσης, συμπεριλαμβανομένης της ημέρας και της ώρας (ΕφΑθ 707/1967 ΕΕΝ 1968.46), την προσέλευσή του στον τόπο επίδοσης, την επίδοση του εγγράφου (ΑΠ 369/1976 ΝοΒ 1976.884), την απουσία επιδεκτικών επίδοσης προσώπων (ΑΠ 1207/1986 ΕΕΝ 1987.436), τη θυροκόλληση του εγγράφου (ΑΠ 572/1979 ΝοΒ 1979/1606) αποτελούν πλήρη απόδειξη και ανταπόδειξη επιτρέπεται μόνο με προσβολή του εγγράφου ως πλαστού. Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων ισχυρίζεται, με την προσθήκη επί των προτάσεών του, ότι δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη η προσκομιζόμενη από την εναγόμενη, με τις προτάσεις της, ένορκη βεβαίωση διότι :Α]η επίδοση της σχετικής κλήσης έγινε προς τον παραστάντα κατά τη συζήτηση δικηγόρο του, ο οποίος όμως δεν ήταν πληρεξούσιός του, κατ’ αρθ. 96 ΚΠολΔ κατά το χρόνο πριν από την εκδίκαση της αγωγής. Ο ισχυρισμός αυτός, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, διότι η επίδοση έλαβε χώρα προς το δικηγόρο του ενάγοντος, ο οποίος συνέταξε τα δικόγραφα της υπό κρίση αγωγής και της κλήσης προς συζήτηση, και κατά νόμιμο αμάχητο τεκμήριο θεωρείται μέχρι την πρώτη συζήτηση το ακροατήριο ότι είναι πληρεξούσιος του ενάγοντος. Β]Στο επιδοθέν με θυροκόλληση αντίγραφο της κλήσης δεν αναγράφηκε η ώρα της επίδοσης. Πράγματι, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο έγγραφο της από 23.5.2008 κλήσης που επιδόθηκε στον πληρεξούσιο δικηγόρο του ενάγοντος, στη σημείωση της δικαστικής επιμελήτριας αναγράφεται μόνο η ημεροχρονολογία και όχι η ώρα της επίδοσης. Ωστόσο, στη σχετική έκθεση, με αρ. 5338/23.5.2008, που συνέταξε η δικαστική επιμελήτριας Σ. Μ.-Σ. αναφέρεται η ώρα της επίδοσης (13.10). Σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 139 ΚΠολΔ, αν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην έκθεση επίδοσης και στη σημείωση, υπερισχύει η έκθεση επίδοσης. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι στην περίπτωση που δεν αναγράφεται καθόλου η ώρα της επίδοσης στη σημείωση του δικαστικού επιμελητή, το στοιχείο αυτό αναπληρώνεται από την έκθεση επίδοσης, η οποία, ως προς το σημείο αυτό, μπορεί να προσβληθεί μόνο ως πλαστή, κατά τα εκτιθέμενα ανωτέρω. Σε κάθε περίπτωση από τη μη αναφορά της ώρας στη σημείωση του δικαστικού επιμελητή δεν προκύπτει βλάβη του ενάγοντος. Γ]Την ως άνω σημείωση υπέγραψε ο δικαστικός επιμελητή Χ. Ρ., ενώ η έκθεση επίδοσης συντάχθηκε από τη δικαστική επιμελήτρια Σ. Μ.- Σ., και το έγγραφο, που επιδόθηκε με θυροκόλληση, βρήκε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του την 26.5.2008 περί ώρα 13.00. Όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο έγγραφο της ως άνω κλήσης, η σημείωση φέρει την κοινή σφραγίδα των δικαστικών επιμελητών του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Χ. Ρ. και Σ. Μ.-Σ. και ακολουθεί υπογραφή του δικαστικού επιμελητή που την επέδωσε, που όπως προκύπτει από την ως άνω έκθεση επίδοσης ήταν η Σ. Μ.-Σ., ενώ η έκθεση, ως προς το σημείο αυτό, καθώς και ως προς το χρόνο που έλαβε χώρα η επίδοση, διά θυροκολλήσεως του εγγράφου, δεν προσβάλλεται ως πλαστή. Δ]Σκόπιμα η εναγόμενη δεν κοινοποίησε στον ίδιο την κλήση, ενώ όρισε χρόνο εξέτασης των μαρτύρων της μόλις μισή ώρα πριν τη συζήτηση, με σκοπό αυτός (ενάγων) να μην παραστεί κατά τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης και να μην μπορέσει να προβεί κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση σε ανταπόδειξη των όσων κατέθεσαν οι μάρτυρές της. Καταρχήν, πρέπει να σημειωθεί ότι νομίμως λαμβάνεται ένορκη βεβαίωση κατά την ημέρα της δικασίμου, πριν από τη συζήτηση της αγωγής (ΑΠ 570/1999 ΕλλΔνη 2000.66), ενώ, όπως ήδη αναφέρθηκε, είναι νόμιμη η επίδοση στον δικηγόρο που έχει υπογράψει την αγωγή, εφόσον τηρείται η νόμιμη προθεσμία. Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης αυτού, απ’ όλα τα έγγραφα που προσκομίζονται με επίκληση από τους διαδίκους, για μερικά των οποίων θα γίνει αναφορά κατωτέρω, χωρίς, όμως, να παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, καθώς και την υπ’ αριθμ. 1316/26-5-2008 ένορκη βεβαίωση των μαρτύρων της εναγομένης Μ. Μ., Ν. Π. και Κ. Π. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης, που λήφθηκε, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγομένης, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 5338/23-5-2008 έκθεσης επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Σ. Μ.-., κατά τα αναφερόμενα ανωτέρω, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η εναγόμενη ομόρρυθμη εταιρία, στην οποία ομόρρυθμοι εταίροι, μετά την από 20.7.1998 τροποποίηση του καταστατικού της, είναι ο . Μ., η σύζυγός του Σ.Μ. και ο υιός τους Δ. Μ., διατηρεί και εκμεταλλεύεται επιχείρηση καφετέριας- μπαρ στην περιοχή Αρετσού Θεσσαλονίκης, επί της οδού Ν. Π., με το διακριτικό τίτλο «ΜΟΝΟ». Δυνάμει της από 29.8.2005 σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ο ενάγων, ο οποίος έως τον Αύγουστο του ίδιου έτους συμμετείχε στην εκμετάλλευση επιχείρησης καφετερίας-μπαρ σε πλοίο που εκτελούσε δρομολόγια στο Θερμαϊκό, προσλήφθηκε από το νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης, προκειμένου να εργασθεί ως υπεύθυνος του καταστήματος. Ειδικότερα, τα καθήκοντά του συνίσταντο στην υποδοχή των πελατών, την υπόδειξη του κατάλληλου χώρου για την εξυπηρέτησή τους, ανάλογα με τον αριθμό των ατόμων και των διαθέσιμων τραπεζοκαθισμάτων, ενώ ήταν υπεύθυνος για την παραλαβή της τροφοδοσίας και την εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης, όταν απουσίαζε ο εκ των ομορρύθμων εταίρων Δ. Μ.. Η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος διήρκησε έως την 30.11.2006, οπότε ο ενάγων αποχώρησε, προκειμένου να λειτουργήσει δική του επιχείρηση, με το ίδιο αντικείμενο, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, με το διακριτικό τίτλο ‘MELROSE’. Με βάση τη συμφωνία τους, ο ενάγων εργαζόταν από Τρίτη έως Κυριακή, περί τις 10 ώρες ημερησίως, και ειδικότερα από ώρα 14.00 έως 24.00, και αμειβόταν με καθαρό ημερομίσθιο, ποσού 35 ευρώ για κάθε ημέρα εργασίας του. Πρέπει να σημειωθεί ότι με την απόφαση 102/84 του ΔΔΔΔ Αθηνών που κηρύχθηκε υποχρεωτική με την απόφαση του Υπουργού Εργασίας 11452/11.2.85, για το προσωπικό των πάσης φύσεως τουριστικών και επισιτιστικών καταστημάτων όλης της χώρας, στα οποία περιλαμβάνονται και οι καφετέριες-μπαρ, καθιερώθηκε από 1.1.85 πενθήμερη εργασία κατά εβδομάδα, με διάρκεια 40 ωρών και δύο συνεχόμενες ημέρες ανάπαυσης. Εξάλλου, ο ενάγων διέθετε βιβλιάριο υγείας, το οποίο ήταν νομίμως θεωρημένο για το διάστημα από 28.11.2005 έως 28.11.2010 (βλ. προσκομιζόμενο με αρ. μητρώου 81568), με αποτέλεσμα η ακυρότητα της σύμβασης εργασίας του (λόγω παράβασης του άρθρου της ΑΙΒ/8577/1983 απόφασης του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας) να θεραπευθεί αναδρομικώς (αρθ. 183 εδ. β ΑΚ, βλ. ΑΠ 254/1995 ΕΕργΔ 1996.234). Ακόμα, ως αλλοδαπός, υπήκοος Λιβάνου, διέθετε άδεια παραμονής και εργασίας. Επομένως, η σύμβαση εργασίας του ήταν έγκυρη, απορριπτόμενου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης. Όπως προκύπτει από το ως άνω περιεχόμενο της σύμβασης εργασίας και το ωράριο λειτουργίας του καταστήματος, υπήρχε, τουλάχιστον σιωπηλή (βλ. ΑΠ 413/1980 ΕΕργΔ 40.140), συμφωνία μεταξύ των διαδίκων να περιλαμβάνονται στο συμφωνηθέν ημερομίσθιο του ενάγοντος οι αξιώσεις του για αμοιβή της ιδιόρρυθμης υπερωριακής ή υπερεργασιακής του απασχόλησης και η προσαύξηση λόγω παροχής εργασίας κατά τη νύκτα. Ενόψει του ότι η ως άνω ειδικότητα δεν προβλέπεται από τις οικείες ΣΣΕ που αφορούν το προσωπικό των επισιτιστικών καταστημάτων, οι νόμιμες αποδοχές του ενάγοντος πρέπει να προσδιορισθούν με βάση τις ισχύουσες κατά το επίδικο διάστημα ΕΓΣΣΕ. Συγκεκριμένα, με τις από 24.5.2004 (ΔΕΝ 2004.821) και 12.4.2006 (ΔΕΝ 2006.1470) ΕΓΣΣΕ ο ελάχιστος μηνιαίος μισθός άγαμου υπαλλήλου ανερχόταν από 1.9.2005 στο ποσό των 591,18 ευρώ (νόμιμο ημερομίσθιο 23,65 ευρώ), από 1.1.2006 στο ποσό των 608,32 ευρώ (νόμιμο ημερομίσθιο 24,33 ευρώ) και από 1.9.2006 στο ποσό των 625,97 ευρώ (νόμιμο ημερομίσθιο 25,03 ευρώ). Οι αξιώσεις του ενάγοντος από την παροχή νυκτερινής απασχόλησης ανερχόταν κατά το πενθήμερο της εργασίας του στο ποσό των (591,18Χ0,006=3,54 Χ 25%=0,88 Χ 2 ώρες Χ 5 ημέρες=) 8,80 ευρώ από 1.9.2005 έως 31.12.2005, στο ποσό των (608,32 ευρώ Χ 0,006 =3,65 Χ 25%=0,91 Χ 2 ώρες Χ 5 ημέρες=) 9,10 ευρώ από 1.1.2006 έως 30.6.2006 και στο ποσό των (625,97 Χ 0,006=3,75 Χ 25%= 0,93 Χ 2 ώρες Χ 5 ημέρες=) 9,30 ευρώ από 1.7.2006 έως 30.11.2006, ενώ οι αξιώσεις του από την ιδιόρρυθμη υπερωριακή του απασχόληση 3 ωρών εβδομαδιαίως έως την 30.9.2005 ανερχόταν στο ποσό των (3,54+50%=5,31 Χ 3 ώρες=) 15,93 ευρώ και η αμοιβή του για την υπερεργασία του 5 ωρών εβδομαδιαίως από 1.10.2005 έως 31.12.2005 ανερχόταν στο ποσό των (3,54 + 25%= 4,42 Χ 5 ώρες=) 22,10 ευρώ, από 1.1.2006 έως 30.6.2006 ανερχόταν στο ποσό των (3,65 + 25%= 4,56 Χ 5 ώρες=) 22,80 ευρώ και από 1.7.2006 έως 31.11.2006 ανερχόταν στο ποσό των (3,75+25%=4,68 Χ 5 ώρες=) 23,40 ευρώ. Επομένως, οι καταβαλλόμενες αποδοχές του κάλυπταν τις αξιώσεις του λόγω προσαύξησης νυκτερινής απασχόλησης και ιδιόρρυθμης υπερωριακής ή υπερεργασιακής απασχόλησης, καθώς οι αποδοχές του κατά το πενθήμερο της εργασίας του ανέρχονταν στο ποσό των 175 ευρώ (35Χ5=175), ενώ οι νόμιμες αποδοχές του κατά το πενθήμερο της απασχόλησής του, πλέον της προσαύξησης λόγω παροχής νυκτερινής εργασίας και της ιδιόρρυθμης υπερωριακής ή υπερεργασιακής του απασχόλησης ανέρχονταν στο ποσό των (5Χ23,65=118,25+8,80+15,93=) 142,98 ευρώ έως την 30.9.2005, στο ποσό των (5Χ23,65= 118,25 + 8,80 + 22,10=) 149,15 ευρώ από 1.10.2005 έως 31.12.2005, στο ποσό των (5 Χ 24,33 =121,65 +9,10+22,80=) 153,55 ευρώ από 1.1.2006 έως 30.6.2006 και στο ποσό των (5Χ25,03=125,15 +9.30+23,40=) 157,85 ευρώ από 1.7.2006 έως 30.11.2006. Εξάλλου, ως προς την εργασία του κατά την Κυριακή λάμβανε το συμφωνηθέν ημερομίσθιο, ποσού 35 ευρώ, το οποίο κάλυπτε αφενός τη νόμιμη αμοιβή της εργασίας του κατά την ημέρα αυτή (χωρίς την εκ του νόμου προσαύξηση), και αφετέρου την προσαύξηση λόγω παροχής νυκτερινής εργασίας. Επομένως, τα σχετικά αγωγικά κονδύλια πρέπει να απορριφθούν, κατ’ αποδοχή της ένστασης συμψηφισμού της εναγομένης, ενώ ο ενάγων δικαιούται επιπλέον αμοιβή για την παράνομη και κατ’ εξαίρεση υπερωριακή του απασχόληση, καθώς και την προσαύξηση λόγω εργασίας του κατά την Κυριακή. Ειδικότερα, κατά το διάστημα από 29.8.2005 έως 30.12.2005 ο ενάγων απασχολήθηκε συνολικά 17 Κυριακές, για τις οποίες του οφείλεται ως προσαύξηση, ποσοστό 75% επί του νομίμου ωρομισθίου, για το οκτάωρο της απασχόλησής του (το οποίο ζητείται με την αγωγή), ήτοι το ποσό των {νόμιμο ωρομίσθιο (591,18Χ0,006=) 3,54 Χ 75%=2,65 Χ 8 ώρες Χ 17 Κυριακές=} 360,40 ευρώ. Κατά το πρώτο εξάμηνο του 2006 απασχολήθηκε συνολικά 26 Κυριακές και του οφείλεται ως προσαύξηση για το οκτάωρο της απασχόλησής του (το οποίο ζητείται με την αγωγή) το ποσό των {νόμιμο ωρομίσθιο (608,32 Χ 0,006=) 3,65 Χ 75%=2,73 Χ 8 ώρες Χ 26 Κυριακές=} 567,84 ευρώ. Τέλος κατά το διάστημα από 1.7.2006 έως 30.11.2006 απασχολήθηκε συνολικά 28 Κυριακές και του οφείλεται ως προσαύξηση για το οκτάωρο της απασχόλησής του (το οποίο ζητείται με την αγωγή) το ποσό των {νόμιμο ωρομίσθιο (625,97 Χ 0,006=) 3,75 Χ 75%=2,81 Χ 8 ώρες Χ 28 Κυριακές=} 630,97 ευρώ και συνολικά για την ανωτέρω αιτία το ποσό των (360,40+567,84+630,97=) 1559,21 ευρώ. Ο ενάγων απασχολούμενος με το προαναφερόμενο ωράριο, πραγματοποιούσε κατά το πενθήμερο της απασχόλησής του 50 ώρες εργασίας (5 ημέρες Χ 10 ώρες), εκ των οποίων έως την 30.9.2005 οι 7 ώρες ήταν παράνομης υπερωριακής απασχόλησης πλέον 2 ωρών κατά την έκτη ημέρα, αμειβόμενες με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, πλέον προσαύξησης 150%, ενώ από 1.10.2005 (μετά την τροποποίηση του άρθρου 4 του Ν. 2486/2000 με το άρθρο 1 του Ν. 3395/2005) πραγματοποιούσε 5 ώρες κατ’ εξαίρεση υπερωριακής απασχόλησης, πλέον 2 ωρών κατά την έκτη ημέρα, αμειβόμενες με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, πλέον προσαύξησης 100%. Επομένως, για την απασχόλησή του αυτή του οφείλονται τα ακόλουθα ποσά : Για το διάστημα από 29.8.2005 έως 30.9.2005 το ποσό των {καταβαλλόμενο ωρομίσθιο (35 Χ 0,15=) 5,25 +150%= 13,12, πλην όμως ο ενάγων ζητεί 10,5 ευρώ Χ 5 εβδομάδες Χ 9 ώρες=} 472,50 ευρώ και για το διάστημα από 1.10.2005 έως 30.11.2005 το ποσό των (5,25+100%=10,5 Χ 65 εβδομάδες Χ 7 ώρες=) 4.777,50 ευρώ και συνολικά το ποσό των (472,50+ 4777,50=) 5.250 ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων δε λάμβανε επιδόματα εορτών και αδείας, ούτε αποζημίωση αδείας. Επομένως, δικαιούται ως αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2005 το ποσό των (125 ημέρες/19= 6,57 Χ 35 ευρώ Χ 2=) 459,90 ευρώ, ως δώρο Πάσχα 2006 το ποσό των (35Χ15=) 525 ευρώ πλην όμως ζητεί 420 ευρώ, ως αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2006 το ποσό των (214 ημέρες/19= 11,26 Χ 35 Χ 2=) 788,20 ευρώ, ως αποζημίωση αδείας 2006 το ποσό των (11 μήνες Χ 21/12=19 ημέρες Χ 35 ευρώ=) 665 ευρώ πλην όμως ζητεί 420 ευρώ, και ως επίδομα αδείας για το 2006 το ποσό των (13Χ35=) 455 ευρώ, πλην όμως ζητεί 420 ευρώ και συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες το ποσό των (459,90+420+788,20+420+420=) 2.508,10 ευρώ, απορριπτόμενης της ένστασης μερικής εξόφλησης της εναγομένης ως αβάσιμης, αφού αυτή δεν προσκόμισε αποδείξεις καταβολής τους, παρόλο που ο μάρτυρας ανταπόδειξης Θ. Τ., υπάλληλος της εναγομένης κατέθεσε ότι κατά την καταβολή των επιδομάτων εορτών υπέγραφαν σχετικά έγγραφα. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των (1559,21+5250+2508,10=) 9.317,31 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Η απόφαση πρέπει να κηρυχθεί εν μέρει προσωρινά εκτελεστή κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό, καθώς πρόκειται για απαίτηση από εργατική διαφορά και το δικαστήριο κρίνει ότι από την καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκληθεί σημαντική ζημία στον ενάγοντα. Τέλος, ένα μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της εναγομένης, κατά το ποσοστό της νίκης του (αρθ. 178 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων. Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο. Δέχεται εν μέρει την αγωγή. Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των εννέα χιλιάδων τριακοσίων δέκα επτά ευρώ και τριάντα ενός λεπτών {9.317,31}, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Κηρύσσει την απόφαση εν μέρει προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων {4.000} ευρώ. Επιβάλλει μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων {400} ευρώ. Κρίθηκε αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στη Θεσσαλονίκη στις 10-10-08. Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ |
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
|
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Δικαστήριο:
|
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
|
Τόπος:
|
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
|
Αριθ. Απόφασης:
|
34407
|
Ετος:
|
2009
|
Κείμενο Απόφασης
Αριθμός (Αριθμός έκθεσης κατάθεσης αγωγής 14.714/27.3.2007) (Αριθμός εκθ. κατάθεσης ανταγωγής 48.813/25.10.2007) ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Μυρσίνη Κοντογιάννη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Μαρία Μωραΐτου. ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 15 Μαΐου 2009, για να δικάσει τις με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 14.714/27.3.2007 και 48.813/25.10.2007 αγωγή και ανταγωγή, αντίστοιχα, με αντικείμενο καταβολή χρέους, μεταξύ : ΤΩΝ ΕΝΑΓOΝΤΩΝ - ΑΝΤΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ : 1) Μιχαήλ Μ. του Γεωργίου και 2) Αργυρής Θ . του Ιωάννη, συζ. Μιχαήλ Μ. , κατοίκων Τ Θεσσαλονίκης, που παραστάθηκαν μετά ο πρώτος και διά η δεύτερη του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Αθανασίου Τσιμπληνίδη (Α.Μ.Δ.Σ.Θ. 2747), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. TΩΝ ENAΓOMENΩΝ – ΑΝΤΕΝΑΓΟΝΤΩΝ : 1) Ευριδίκης συζ. Αθανασίου Κ., το γένος Αλεξάνδρου Λ., 2) Αθανασίου Κ. του Αποστόλου, 3) Αλεξάνδρου Κ. του Αθανασίου και 4) Αποστόλου Κ. του Αθανασίου, κατοίκων Κ Θεσσαλονίκης (οδός . 4), που παραστάθηκαν ο μεν τρίτος μετά οι δε λοιποί διά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Ιωάννη Πιτσιώρα (Α.Μ.Δ.Σ.Θ. 4653), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ της αγωγής ορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 14.11.2007, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 17.4.2008, κατά την οποία είχε οριστεί και η συζήτηση της ανταγωγής, κατά την οποία αναβλήθηκαν αμφότερες για τη δικάσιμο της της 21.1.2009, οπότε αναβλήθηκαν εκ νέου για τη δικάσιμο της 1.4.2009, κατά την οποία αναβλήθηκαν για τη δικάσιμο της 15.5.2009. ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ δημόσια συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και στις προτάσεις τους. ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Οι υπ' αριθμ. εκθέσεως καταθέσεως : α) 14.714/27.3.2007 και β) 48.813/25.10.2007 αγωγή και ανταγωγή, αντίστοιχα, που δικάζονται κατά την αυτή (τακτική) διαδικασία πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ των συναφείας και επιπροσθέτως διότι με τον τρόπο αυτό διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης (άρθρο 246 KΠολΔ). Με τις διατάξεις των άρθρων 534, 535, 540 και 543 ΑΚ, όπως αυτές αντικαταστάθηκαν με το Ν. 3043/2002, ρυθμίζεται ειδικά η ευθύνη του πωλητή για πραγματικά ελαπώματα και ελλείψεις συνολογημένων ιδιοτήτων του πωληθέντος πράγματος. Ως πραγματικό ελάττωμα χαρακτηρίζεται η ατέλεια του πράγματος που αφορά στην ιδιοσυγκρασία ή την κατάσταση του πωλουμένου πράγματος κατά τον κρίσιμο χρόνο της μεταθέσεως του κινδύνου στον αγοραστή και ότι η ατέλεια αυτή έχει αρνητική επίδραση πάνω στην αξία ή τη χρησιμότητα αυτού. Ως ιδιότητα εξάλλου του πράγματος θεωρείται όχι μόνο κάποιο συγκεκριμένο φυσικό γνώρισμα ή πλεονέκτημα του πράγματος, αλλά και οποιαδήποτε σχέση, η οποία, από το είδος και τη διάρκεια της, επιδρά κατά την αντίληψη των συναλλαγών στην αξία ή τη χρησιμότητα του πράγματος. Συνομολόγηση δε ιδιότητας του πωλουμένου πράγματος κατά την έννοια των πιο πάνω άρθρων υπάρχει μόνο όταν ο πωλητής προέβη σε δήλωση που έγινε αποδεκτή από τον αγοραστή, η οποία έχει ως περιεχόμενο την ύπαρξη ορισμένων και συγκεκριμένων τεχνικών ιδιοτήτων ή προσόντων του αντικειμένου της συμβάσεως και την ανάληψη ευθύνης του δηλούντος για την ύπαρξη των ιδιοτήτων αυτών και τις συνέπειες της ελλείψεως τους. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο αγοραστής μπορεί να εγείρει κατά του πωλητή αγωγή με την οποία να ζητεί τη διόρθωση ή την αντικατάσταση του πράγματος ή τη μείωση του τιμήματος ή να ασκεί δικαίωμα υπαναχωρήσεως ή αποζημίωση (εφόσον συντρέχουν οι επιβαρυντικές περιστάσεις του άρθρου 543 ΑΚ), εάν κατά το χρόνο που ο κίνδυνος μεταβαίνει στον αγοραστή το πράγμα έχει πραγματικά ελαττώματα ή στερείται τις συνομολογημένες ιδιότητες. Για να είναι ορισμένη η αγωγή και επιδεκτική δικαστικής εκτιμήσεως πρέπει να αναφέρονται σ’ αυτήν συγκεκριμένα ποιο είναι το πραγματικό ελάττωμα που εμφάνισε το πωληθέν πράγμα ή ποια ιδιότητα του πράγματος λείπει, παρά το ότι συνομολογήθηκε η ύπαρξη της μεταξύ των συμβαλλομένων κατά τη σύναψη της συμβάσεως (ΕΑ 6910/2007 ΕλλΔνη 2008.618). Εξάλλου, η έλλειψη συμφωνημένης ιδιότητας ή το ελάττωμα του πωληθέντος πράγματος δεν ιδρύει, καθεαυτήν, ευθύνη από αδικοπραξία κατά το άρθρο 914 ΑΚ αφού, χωρίς τη συμβατική σχέση, δηλαδή τη συμφωνία για την ύπαρξη της συγκεκριμένης ιδιότητας του πωληθέντος, δεν αποτελεί πράξη παράνομη. Όταν όμως, με την ευκαιρία της συμβατικής αυτής παράβασης, ο γνωρίζων την έλλειψη της ιδιότητας αυτής πωλητής δολίως αποσιωπά την έλλειψη από τον αγοραστή, συντρέχουν πρόσθετα πραγματικά στοιχεία που μαζί με τη συμβατική παράβαση συνθέτουν διάφορο ιστορικό γεγονός, ικανό κατά το άρθρο 914 ΑΚ για την πλήρωση του «πραγματικού» της αδικοπραξίας, οπότε πρόκειται επιτρεπτή σώρευση αξιώσεων αποζημίωσης για παράβαση της σύμβασης και αδικοπραξία (ΑΠ 1709/1999 ΕλλΔνη 2000.1035, ΕΑ 74/2008 ΕλλΔνη 2008.1523). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 868 ΚΠολΔ συμφωνία για διαιτησία, που αφορά μελλοντικές διαφορές είναι έγκυρη μόνο αν είναι έγγραφη και αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση από την οποία θα προέλθουν οι διαφορές. Ως προς το έγγραφο που απαιτεί η παραπάνω διάταξη, αλλά και η επόμενη (άρθρο 869§1 εδ. α, β ΚΠολΔ), πάγια γίνεται δεκτό ότι συνιστά συστατικό τύπο και αποτελεί στοιχείο του κύρους της σχετικής συμφωνίας (σχετ. ΟλΑΠ 375/1975 ΝοΒ 23.765, ΟλΑΠ 1481/ 1977 ΝοΒ 26.1194, ΟλΑΠ 8/1997 Δ. 30.901, ΑΠ 2004/2007 Δ. 2008.785, ΕΑ 1213/2006 ΕλλΔνη 2006.1105, ΕΑ 8320/2004 ΕλλΔνη 2005.522, ΕΑ 8636/1999 ΕλλΔνη 2000.970). Έτσι, το κύρος και η ισχύς της συμφωνίας περί διαιτησίας θα κριθεί, αφού δεν γίνεται ειδική ρύθμιση στις διατάξεις του άρθρου 868 ΚΠολΔ, από τις γενικές διατάξεις περί συμβάσεως και εγγράφων του ουσιαστικού δικαίου. Ειδικότερα για την έγκυρη συνομολόγηση συμφωνίας περί διαιτησίας πρέπει αυτή να περιβληθεί τον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου, πράγμα που σημαίνει ότι το σχετικό έγγραφο πρέπει να εκπληρώνει τους όρους του άρθρου 160 ΑΚ. Έτσι, το έγγραφο πρέπει να φέρει τις ιδιόχειρες υπογραφές των συμβαλλομένων (άρθρο 160§2α ΑΚ). Οι υπογραφές των συμβαλλομένων πρέπει να τεθούν στο ίδιο έγγραφο, εκτός αν έχουν συνταχθεί δύο πρωτότυπα, οπότε αρκεί η υπογραφή κάθε μέρους επί του εγγράφου του προορισμένου για τον άλλο (ΟλΑΠ 8/ 1997 ό.π., ΕΑ 3751/1987 ΕλλΔνη 1988.1210, ΕΑ 3259/1999 ό.π.). Τέλος κατά το εδ. β της παρ. 1 του άρθρου 869 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 17§1 του Ν. 2331/1995, έγγραφη θεωρείται η συμφωνία και αν καταρτίστηκε με ανταλλαγή ενυπόγραφων επιστολών, τηλεγραφημάτων, τηλετυπημάτων ή ενυπόγραφων τηλεομοιοτύπων (ΕΑ 4685/2007 ΕλλΔνη 2008.538). Όταν προβληθεί κατά την πρώτη συζήτηση, στον πρώτο βαθμό ένσταση (δικονομική) περί της υπαγωγής της διαφοράς σε διαιτησία, εφόσον η διαφορά υπάγεται πράγματι σε διαιτησία, τότε το επιλαμβανόμενο Δικαστήριο, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, παραπέμπει την υπόθεση στη διαιτησία, σύμφωνα δηλαδή με τις συνδυαζόμενες διατάξεις των άρθρων 263 εδ. β, 264 και 1 του ΚΠολΔ (ΑΠ 255/1996 ΕλλΔνη 1996.1559, ΕφΠειρ 886/1996 ΕΕμπΔ ΜΗ.61, ΕΘ 1950/1993 ΕλλΔνη 1994.684). Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη αγωγή τους οι δι’αυτής ενάγοντες ιστορούν ότι δυνάμει του υπ’αριθμ. 18.136/27.4.2005 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Μαρίας Π , που καταχωρήθηκε νόμιμα στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογίου Π, οι εναγόμενοι τους πώλησαν κατά πλήρη κυριότητα την υπό στοιχείο ΒΗΤΑ κατοικία, της πολεοδομικά ενιαίας οικοδομής, που περιλαμβάνει τέσσερις σε επαφή ισόγειες κατοικίες, που ανήγειραν οι ίδιοι (εναγόμενοι) επί του υπ’αριθμ. 150 αγροτεμαχίου κυριότητάς τους στους Τ. του Δήμου Θ . Θεσσαλονίκης. Ότι, παρά την ανάληψη συμβατικής υποχρέωσης εκ μέρους των εναγομένων ότι η πωληθείσα κατοικία είχε κατασκευαστεί με υλικά αρίστης ποιότητας, από πολύ έμπειρο και εξειδικευμένο προσωπικό, τελικώς η κατοικία αυτή κατά το χρόνο που ο κίνδυνος μετέβη σε αυτούς (ενάγοντες) έφερε σειρά ελλείψεων συνομολογημένων ιδιοτήτων και ελαττώματα, τα οποία λεπτομερώς αναφέρονται στην αγωγή. Ότι λόγω της ύπαρξης των παραπάνω ελαττωμάτων κατά το χρόνο που παρέλαβαν την κατοικία, τα οποία οφείλονται σε πταίσμα των πωλητών, αφού οι τελευταίοι ήταν και κατασκευαστές του πωληθέντος, ασκούν το δικαίωμα που έχουν για αποζημίωση, ισχυριζόμενοι ότι η αποκατάσταση των ελαττωμάτων ανέρχεται στο ποσό των 84.500,00 ευρώ, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή. Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά ζητούν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, με απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, να τους καταβάλουν, α) διαιρετά και κατά ποσοστό ½ στον καθένα εξ αυτών, το ποσό των 84.500,00 ευρώ ως αποζημίωση για τη ζημία που υπέστησαν από τα πραγματικά ελαττώματα και την έλλειψη συνομολογημένων ιδιοτήτων του πωληθέντος ακινήτου και β) εις ολόκληρον έκαστος και κατά ποσοστό ½ στον καθένα εξ αυτών το ποσό των 20.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από τη σε βάρος τους τελεσθείσα αδικοπραξία, συνιστάμενη στην παραβίαση εκ μέρους των εναγομένων πωλητών και κατασκευαστών της πωληθείσας κατοικίας των πολεοδομικών διατάξεων που αφορούν την μελέτη και εκτέλεση οικοδομικών έργων από οπλισμένο σκυρόδεμα, του κτιριοδομικού κανονισμού και συναφών πολεοδομικών διατάξεων, και συνολικά το ποσό των 104.500,00 ευρώ, τούτο δε νομιμοτόκως από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική τους δαπάνη. Οι εναγόμενοι, αποκρούοντας την πιο πάνω αγωγή, αντιτάσσουν την ένσταση ελλείψεως δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου αυτού, λόγω του ότι υπάρχει σύμβαση διαιτησίας προς επίλυση της διαφοράς, που διατυπώθηκε στο ιδιωτικό έγγραφο με τίτλο «συγγραφή υποχρεώσεων», που αφορά την πωληθείσα κατοικία, στο οποίο ορίζεται ότι κάθε διαφορά μεταξύ των συμβαλλομένων σχετικά με την κατασκευή της επίδικης κατοικίας θα επιλύεται υποχρεωτικώς με διαιτησία. Ωστόσο, προϋπόθεση, βάσει των προεκτεθέντων, του κύρους της δικονομικής συμφωνίας περί διαιτησίας επί μελλουσών διαφορών μεταξύ των διαδίκων, είναι το περιέχον τη συμφωνία αυτή έγγραφο να φέρει τις υπογραφές όλων των συμβαλλομένων. Εν προκειμένω όμως το προσκομιζόμενο από τους εναγόμενους έγγραφο «συγγραφής υποχρεώσεων» δεν φέρει καμία υπογραφή, ενώ το προσκομιζόμενο από τους ενάγοντες έγγραφο «συγγραφής υποχρεώσεων» φέρει μόνον την υπογραφή του πρώτου ενάγοντος, συνεπώς, οι υπογραφές των συμβαλλομένων δεν τέθηκαν στο ίδιο έγγραφο, ούτε συντάχθηκαν δύο πρωτότυπα, έκαστο των οποίων να φέρει την υπογραφή του αντισυμβαλλομένου του κατόχου του εγγράφου, ούτε ανταλλάχθηκαν ενυπόγραφες επιστολές και ως εκ τούτου η επικαλούμενη συμφωνία διαιτησίας, για την οποία απαιτείται ο έγγραφος τύπος ως συστατικός, δεν είναι έγκυρη και η σχετική ένσταση των εναγομένων πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη. Περαιτέρω, με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η κρινόμενη αγωγή νόμιμα φέρεται για συζήτηση ενώπιον του αρμοδίου καθ' ύλην και κατά τόπο Δικαστηρίου αυτού, (άρθρα 9, 14§2, 22 ΚΠολΔ), που δικάζει κατά την τακτική διαδικασία, έχει καταβληθεί το αναλογούν στο αντικείμενό της τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. τα υπ’αριθμ. 11309506/21.5.2009 διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ. Β΄Θεσσαλονίκης και 6736536/21.5.2009 γραμμάτιο εισπράξεως της ΕΤΕ, που προσκομίζουν οι ενάγοντες), και είναι πλήρως ορισμένη, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τους εναγόμενους, και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 513, 534, 535, 537, 543, 297, 298, 345 και 346 ΑΚ, 907, 908, 176 ΚΠολΔ, σύμφωνα και με όσα στην παραπάνω νομική σκέψη αναφέρονται, πλην του αιτήματος καταβολής ποσού 20.000,00 ευρώ προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν, αφού η επικαλούμενη παραβίαση πολεοδομικών διατάξεων εκ μέρους των εναγομένων, η οποία προηγήθηκε της συμβάσεως πωλήσεως, χωρίς τη συνδρομή επιπλέον στοιχείων δεν θεμελιώνει αδικοπραξία, σύμφωνα και με τα όσα εκτίθενται στην μείζονα σκέψη της παρούσας, καθόσον δεν γίνεται επίκληση υπαίτιας συμπεριφοράς των εναγομένων, επιδιώκουσας την παραγωγή, ενίσχυση ή διατήρηση πεπλανημένης αντιλήψεως στους ενάγοντες σε σχέση προς την έλλειψη των συνομολογημένων ιδιοτήτων του πράγματος, αλλά υπαίτιας συμπεριφοράς αυτών διά της οποίας απέβλεψαν, εξ αρχής και προ της πωλήσεως, στην μείωση του κόστους κατασκευής και όχι στην προσβολή εννόμου συμφέροντος των εναγόντων (βλ. σχετ. Εφ.Λαρ. 47/2003 ΝοΒ 2003.1255). Συνεπώς, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω, για να κριθεί αν είναι βάσιμη και από ουσιαστική άποψη. Κατά το άρθρο 545 ΑΚ, για να απαλλαγεί ο πωλητής της ευθύνης, λόγω ελαττωμάτων ή ελλείψεων του πωληθέντος πράγματος, απαιτείται, πλην της ανεπιφυλάκτου παραλαβής αυτού από τον αγοραστή και γνώση εκ μέρους του τελευταίου των ελαττωμάτων ή των ελλείψεων κατά το χρόνο της παραλαβής (ΑΠ 269/1981 ΝοΒ 29.1491). Τα στοιχεία δε αυτά πρέπει να επικαλεσθεί ο πωλητής, εναγόμενος (και) με αγωγή αποζημίωσης, για το ορισμένο της εκ του ανωτέρω άρθρου ενστάσεώς του απαλλαγής από την ευθύνη, λόγω των ελαττωμάτων ή των ελλείψεων του πωληθέντος (Εφ.Ιωαν. 322/2004 ΕλλΔνη 2006.298). Στην προκείμενη περίπτωση, οι εναγόμενοι με τις νομίμως και εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις τους, αρνούνται την αγωγή, ισχυρίζονται δε ότι στο αναφερόμενο στην αγωγή συμβόλαιο αγοραπωλησίας της επίδικης κατοικίας αναφέρεται ότι οι ενάγοντες αγοραστές παρέλαβαν το πωλούμενο αφού το έλεγξαν και το βρήκαν της απολύτου αρεσκείας τους και ότι ουδεμία αξίωση διατηρούν κατά των πωλητών από την αιτία αυτή. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός, με τον οποίο ουσιαστικά υπαινίσσονται οι εναγόμενοι ότι πρέπει να απαλλαγούν από την ευθύνη για τα επικαλούμενα ελαττώματα του πωληθέντος απ’ αυτούς στους ενάγοντες ακινήτου, λόγω ανεπιφυλάκτου παραλαβής του πράγματος αυτού από τους τελευταίους, είναι αόριστος, διότι δεν αναφέρεται ότι οι ενάγοντες, κατά το χρόνο παραλαβής του πράγματος, γνώριζαν τα επικαλούμενα ελαττώματά του. Κατά τη διάταξη του άρθρου 296§1 του ΑΚ, για τόκους κάθε είδους οφείλεται τόκος, αν τέτοιος τόκος συμφωνηθεί ή αν ζητηθεί με αγωγή, και στις δύο περιπτώσεις μόνο για οφειλόμενους τόκους ενός ολοκλήρου τουλάχιστον έτους ή μιας χρήσης αν πρόκειται για το δημόσιο. Η συμφωνία για πληρωμή τέτοιου τόκου πρέπει να γίνεται, ή η αγωγή να επιδίδεται, αφού λήξει το έτος ή η χρήση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο ανατοκισμός είναι επιτρεπτός, αν αυτός συμφωνηθεί ή αν ζητηθεί με καταψηφιστική αγωγή από το δανειστή. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις ο ανατοκισμός είναι επιτρεπτός με τον περιορισμό ότι καθυστερούνται απαιτητοί τόκοι τουλάχιστον ενός έτους (ή μιας χρήσεως αν πρόκειται για το Δημόσιο) και η συμφωνία καταρτίστηκε ή η αγωγή ασκήθηκε μετά την πάροδο ενός τουλάχιστον έτους (ή μιας χρήσεως για το Δημόσιο), δηλαδή, αφού έχει συμπληρωθεί κατά την κατάρτιση της συμφωνίας ή την άσκηση της αγωγής ετήσια ή και μεγαλύτερη (ποτέ όμως βραχύτερη του έτους) χρήση του κεφαλαίου και συνεπώς, εφόσον θα υπάρχουν δεδουλευμένοι, ήτοι ληξιπρόθεσμοι και απαιτητοί, τόκοι τουλάχιστον ενός έτους ή μιας χρήσεως. Αίτημα της αγωγής με την οποία ζητούνται τόκοι τόκων, είναι η επιδίκασή τους από την επίδοσή της, αφού ο ανατοκισμός δεν ανατρέχει στο παρελθόν, έως την εξόφληση του τοκοφόρου ποσού των τόκων, η οποία διακόπτει και τον ανατοκισμό (Ολ.ΑΠ 10/2007 Τρ.Νομ.Πληρ. Νόμος). Περαιτέρω, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 681 ΑΚ, με τη σύμβαση, έργου ο εργολάβος έχει υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο εργοδότης να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 694 ίδιου Κώδικα, η αμοιβή του εργολάβου καταβάλλεται κατά την παράδοση του έργου (ΑΠ 962/1996 ΕΕΝ 1998. 160, ΑΠ 499/1984 ΝοΒ 33. 420, ΑΠ 483/1981 ΝοΒ 30. 50). Από το άρθρο 216 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό προς τα άρθρα 681 και 694 ΑΚ, συνάγεται, ότι για το ορισμένο αγωγής, περί επιδικάσεως αμοιβής για έργο, σε εκτέλεση συμβάσεως έργου, πρέπει να αναφέρονται σ’ αυτήν σαφώς, η σύναψη της συμβάσεως του έργου, το έργο, που συμφωνήθηκε να εκτελεστεί από τον ένα συμβαλλόμενο, η αμοιβή που συμφωνήθηκε να καταβληθεί από τον άλλο συμβαλλόμενο και η εκτέλεση και παράδοση του έργου ή η προσφορά αυτού. (ΑΠ 590/2002 Τρ.Νομ.Πλ.Νόμος, AΠ 412/1993 EλλΔνη 36(1995).376, EΘ 2747/1998 ΔEE 1999.203). Στην προκείμενη περίπτωση, οι εναγόμενοι άσκησαν την υπ’αριθμ. εκθ.καταθέσεως 48.813/25.10.2007 ανταγωγή, με την οποία, ιστορούν ότι στα πλαίσια της αναφερομένης και στην ως άνω αγωγή σύμβασης αγοραπωλησίας ακινήτου, συμφώνησαν με τους αντεναγόμενους, δυνάμει της από 27.4.2005 σύμβασης, να εκτελέσουν το έργο σύνδεσης της πωληθείσας κατοικίας με τα δίκτυα ηλεκτρικού ρεύματος, τηλεφώνου και υδρεύσεως, να αποπερατώσουν τη βαφή των κιγκλιδωμάτων και να τοποθετήσουν τα αναφερόμενα στην ανταγωγή τους ηλεκτρολογικά εξαρτήματα, έως τις 15.8.2005, αντί αμοιβής ποσού 36.000,00 ευρώ. Ότι εκτέλεσαν το παραπάνω έργο, το παρέδωσαν εμπροθέσμως και οι αντεναγόμενοι το παρέλαβαν χωρίς καμία επιφύλαξη, αρνήθηκαν όμως να τους καταβάλουν τη συμφωνηθείσα αμοιβή. Ότι το τίμημα της παραπάνω σύμβασης πώλησης της κατοικίας ΒΗΤΑ, ποσού 130.000,00 ευρώ, συμφωνήθηκε να καταβληθεί στις 27.6.2005 από προϊόν δανείου, σε περίπτωση δε μη χορηγήσεως δανείου θα καταβαλλόταν στις 27.7.2005, ενώ τελικά λόγω καθυστέρησης εκταμίευσης του δανείου συμφωνήθηκε να καταβληθεί στις 30.11.2005. Ότι οι αντεναγόμενοι τους κατέβαλαν το πιστωθέν τίμημα στις 29.12.2006 μόνον κατά το κεφάλαιο, οι ίδιοι δε (αντενάγοντες) το παρέλαβαν επιφυλασσόμενοι για τους τόκους υπερημερίας, οι οποίοι από 1.12.2005 μέχρι 29.12.2006 ανέρχονται στο ποσό των 14.998,09 ευρώ. Ότι λόγω των διαφωνιών τους από την προαναφερθείσα πώληση οι αντεναγόμενοι όποτε τους συναντούσαν, παρουσία και τρίτων προσώπων, τους δήλωναν ότι παντού ακούγονται τα χειρότερα λόγια γι’αυτούς (αντενάγοντες) και ότι όποιος τους ρωτά γι’αυτούς (αντενάγοντες) θα τον συμβουλεύουν να φύγει μακριά, προσβάλλοντας έτσι την προσωπικότητά τους και αποτρέποντας υποψήφιους αγοραστές από την αγορά των λοιπών κατοικιών του συγκροτήματος. Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά οι αντενάγοντες ζητούν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να τους καταβάλουν α) εις ολόκληρον έκαστος το ποσό των 15.000,00 ευρώ στον καθένα ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την σε βάρος τους τελεσθείσα αδικοπραξία δυσφήμησης, β) διαιρετά κατά ποσοστό 50% έκαστος και κατά ποσοστό στον καθένα εξ αυτών το ποσό των 36.000,00 ευρώ ως αμοιβή για την εκτέλεση του παραπάνω έργου και γ) διαιρετά κατά ποσοστό 50% έκαστος και κατά ποσοστό στον καθένα εξ αυτών το ποσό των 14.998,09 ευρώ που αντιστοιχεί στους τόκους υπερημερίας του πιστωθέντος τιμήματος, και συνολικά το ποσό των 110.998,09 ευρώ νομιμοτόκως από τότε που κάθε επιμέρους ποσό κατέστη απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής και να καταδικαστούν στη δικαστική τους δαπάνη. Η υπό κρίση ανταγωγή, η οποία παραδεκτώς ασκήθηκε με χωριστό δικόγραφο, που επιδόθηκε προ 30 ημερών από τη συζήτηση της αγωγής, (άρθρο 268§§1,4 ΚΠολΔ), νόμιμα φέρεται για συζήτηση ενώπιον του αρμοδίου καθ' ύλην και κατά τόπο Δικαστηρίου αυτού, (άρθρα 14§2 και 34 ΚΠολΔ), που δικάζει κατά την τακτική διαδικασία, έχει καταβληθεί το αναλογούν στο καταψηφιστικό αντικείμενό της τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. τα υπ’αριθμ. 11307830/18.5.2009 διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ. Β΄Θεσσαλονίκης και 6798817/18.5.2009 γραμμάτιο εισπράξεως της ΕΤΕ, που προσκομίζουν οι αντενάγοντες), και είναι νόμιμη, σύμφωνα και με τα όσα στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη αναφέρθηκαν, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 681, 694, 513, 529, 296, 914, 932, 340, 341, 345, 346 ΑΚ, 907, 908, 176 ΚΠολΔ, το δε αίτημα καταβολής τόκων είναι νόμιμο όσον αφορά την συμφωνηθείσα αμοιβή από την παράδοση του έργου, ενώ όσον αφορά τα λοιπά αιτήματα από την επίδοση της αγωγής. Συνεπώς, η ανταγωγή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ουσίαν. Από τη διάταξη του άρθρου 138 ΑΚ ορίζεται, ότι δήλωση βουλήσεως που δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά (εικονική) είναι άκυρη. ’λλη δικαιοπραξία που καλύπτεται κάτω από την εικονική είναι έγκυρη, αν τα μέρη την ήθελαν και συντρέχουν οι όροι που απαιτούνται για τη σύστασή της. Εξάλλου, κατά το άρθρο 180 ΑΚ η άκυρη δικαιοπραξία θεωρείται σαν να μην έγινε. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι την ακυρότητα προτείνει καθένας που έχει έννομο συμφέρον. Από το συνδυασμό των άνω διατάξεων προκύπτει περαιτέρω, ότι απόλυτη είναι η εικονικότητα της συμβάσεως, όταν αυτή δεν καλύπτει άλλη δικαιοπραξία, δηλαδή όταν οι δικαιοπρακτούντες δεν ήθελαν να επέλθει με τη δικαιοπραξία καμία έννομη μεταβολή. Αντιθέτως σχετική είναι η εικονικότητα όταν η εικονική δικαιοπραξία καλύπτει άλλη δικαιοπραξία. Η κάλυψη μπορεί να είναι πλήρης αν η ηθελημένη δικαιοπραξία είναι διαφορετική από την εικονική ή μερική αν η καλυπτόμενη δικαιοπραξία είναι ίδιου τύπου με την εικονική, αλλά περιέχει διαφορετικούς όρους (ΑΠ 382/2009 Τρ.Νομ.Πληρ. Νόμος). Στην προκείμενη περίπτωση, οι αντεναγόμενοι με τις νομίμως και εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις τους ισχυρίζονται ότι η επικαλούμενη από 27.4.2005 σύμβαση έργου είναι άκυρη λόγω εικονικότητας, αφού ουδέποτε τα μέρη συμφώνησαν την εκτέλεση επιπλέον εργασιών εκ μέρους των πωλητών κατασκευαστών της επίδικης κατοικίας έναντι αμοιβής ποσού 36.000,00 ευρώ, αλλά στην πραγματικότητα το ποσό αυτό αντιστοιχούσε σε επιπλέον τίμημα, το οποίο δεν συμπεριλήφθηκε στο συμβόλαιο πώλησης. Ο ισχυρισμός αυτός συνιστά νόμιμη εκ του άρθρου 138 ΑΚ ένσταση σχετικής εικονικότητας, σύμφωνα και με τα όσα στην αμέσως παραπάνω νομική σκέψη αναφέρθηκαν, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ουσίαν. Επικουρικά, για την περίπτωση που κριθεί ότι η ανωτέρω σύμβαση έργου δεν είναι εικονική, οι αντεναγόμενοι ισχυρίζονται ότι και πάλι δεν υποχρεούνται να καταβάλουν την αιτούμενη αμοιβή, διότι το συμφωνηθέν έργο ουδέποτε εκτελέστηκε, ακόμη επικουρικότερα δε ζητούν μείωση της αιτουμένης αμοιβής κατά το ποσό των 18.980,00 ευρώ, διότι τοποθέτησαν οι ίδιοι συρόμενη πόρτα έναντι 750,00 ευρώ, κεραία τηλεόρασης έναντι 550,00 ευρώ, ηλεκτρική κλειδαριά έναντι 330,00 ευρώ, φωτιστικά κήπου και καλωδιώσεις έναντι 400,00 ευρώ, ηλεκτρική παροχή ΔΕΗ και πίνακες τάσεως έναντι 1.650,00 ευρώ, προέβησαν σε βαφή κιγκλιδωμάτων έναντι 1.950,00 ευρώ, σε κατασκευή φρεατίων κήπου έναντι 750,00 ευρώ, για να ανακατασκευάσουν δε το χώρο κεντρικών παροχών ηλεκτρικού, ύδρευσης και τηλεφώνου λόγω πλημμελούς κατασκευής πρέπει να καταβάλουν 9.600,00 ευρώ, ενώ για την ολοκλήρωση της διαδικασίας εγγραφής προσημείωσης λόγω προβλήματος του πωληθέντος δαπάνησαν το ποσό των 3.000,00 ευρώ. Όσον αφορά το χρόνο καταβολής του τιμήματος οι αντεναγόμενοι ισχυρίζονται ότι κατόπιν συμφωνίας με τους πωλητές ως χρόνος καταβολής του τιμήματος ορίστηκε ο χρόνος οριστικής επίλυσης του προβλήματος εγγραφής προσημείωσης επί του επίδικου ακινήτου, προκειμένου να εκταμιευτεί το δάνειο που θα λάμβαναν προς κάλυψη αυτού, στα κτηματολογικά βιβλία, καθόσον υπήρξε άρνηση εγγραφής λόγω υποψίας ότι επρόκειτο για κάθετη και όχι οριζόντια ιδιοκτησία και ότι η καταβολή έλαβε χώρα μετά την οριστική διευθέτηση του προβλήματος αυτού, συνεπώς θέμα τόκων δεν ετίθετο, ενώ επιπλέον μέχρι την καταβολή του τιμήματος λάμβαναν χώρα διαπραγματεύσεις με τους πωλητές για το ποσό που θα κατέβαλαν. Ο ισχυρισμός αυτός συνιστά νόμιμη εκ του άρθρου 361 ΑΚ ένσταση νεότερης συμφωνίας και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν. Κατά το άρθρο 143§1 ΚΠολΔ ο δικαστικός πληρεξούσιος που διορίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 96 είναι αυτοδικαίως και αντίκλητος για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στη δίκη στην οποία είναι πληρεξούσιος, στις οποίες περιλαμβάνεται και η επίδοση της κλήσης για την πρώτη συζήτηση αγωγής ή ενδίκου μέσου, μπορεί να γίνει και σε όποιον τα έχει υπογράψει ως πληρεξούσιος. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 143§1, 96, 97, 104, 544αρ. 4 ΚΠολΔ 233,236 και 238 ΑΚ που έχουν εφαρμογή και στις δικονομικές δικαιοπραξίες, συνάγεται ότι ο δικηγόρος που υπέγραψε την αγωγή, κατά νόμιμο αμάχητο τεκμήριο θεωρείται μέχρι την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο ότι είναι πληρεξούσιος του ενάγοντος. Εφόσον, λοιπόν, ο τελευταίος συνεχίζοντας τη δίκη, που ανοίχθηκε με την αγωγή, ενέκρινε ρητώς ή σιωπηρώς τη διεξαγωγή της, όλες οι διαδικαστικές πράξεις που ενεργήθηκαν από το δικηγόρο, που υπέγραψε την αγωγή μέχρι την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο, ωφελούν και βλάπτουν το διάδικο και γενικά τον δεσμεύουν ανεξάρτητα από το αν μεταγενέστερα συνέχισε τη δίκη και παραστάθηκε στο δικαστήριο με τον ίδιο ή άλλο δικηγόρο, που διόρισε νόμιμα. Ο δικηγόρος, που υπέγραψε την αγωγή ή την ανταγωγή, σε κάθε περίπτωση, παραλαμβάνει κατά το άρθρο 143§3 ΚΠολΔ νόμιμα την βασικής σημασίας για την παραπέρα πορεία της δίκης κλήση για πρώτη συζήτηση της αγωγής ή ανταγωγής, έστω και αν παραστεί άλλος στο ακροατήριο απ' αυτόν που την υπέγραψε. Επομένως, κατά μείζονα λόγο είναι δεκτικός παραλαβής και της κλήσης του αντιδίκου του να παραστεί σε Ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφο για λήψη ένορκης βεβαίωσης (ΑΠ1068/1991 EEΔ 51.605, EEN 1992.649). Στην προκείμενη περίπτωση, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, που πρότειναν οι διάδικοι (ένα μάρτυρας από κάθε διάδικη πλευρά) και την ανωμοτί κατάθεση του πρώτου ενάγοντος, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως, τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα, μερικά από τα οποία μνημονεύονται παρακάτω χωρίς να παραλειφθεί η συνεκτίμηση κανενός, από την υπ’αριθμ. 132/2009 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ορισθέντος δυνάμει της υπ’αριθμ. 35.535/2008 απόφασης αυτού του Δικαστηρίου πραγματογνώμονα Σπύρου Β., πολιτικού μηχανικού, από τις από 2.6.2006 και 12.5.2009 τεχνικές εκθέσεις των Ιωάννη Γ. και Θεόδωρου Σ.η η πρώτη και της Υακίνθου Μ.η δεύτερη, από την υπ’ αριθμ. 155/20.1.2009 ένορκη βεβαίωση των Ευστράτιου Κ. του Αντωνίου και Χαράλαμπου Ι. του Προδρόμου, ενώπιον της Ειρηνοδίκου Θεσσαλονίκης Δέσποινας Τ , που λήφθηκε νόμιμα την 20.1.2009, κατόπιν κλητεύσεως των εναγόντων προ δύο πλήρων εργασίμων ημερών (βλ. τις υπ’αριθμ. 10.612 και 10.613/15.1.2009 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Θεσσαλονίκης Δ .Α. ), από την υπ’ αριθμ. 1.017/1.4.2009 ένορκη βεβαίωση του Απόστολου Κ. του Στεφάνου, ενώπιον της Ειρηνοδίκου Θεσσαλονίκης Αικατερίνης Πεταλά, που λήφθηκε νόμιμα την 1.4.2009, κατόπιν κλητεύσεως των αντεναγόντων προ δύο πλήρων εργασίμων ημερών με επίδοση κλήσεως στον υπογράφοντα την ανταγωγή πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Πιτσιώρα, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, όπως αυτό προκύπτει από την υπ’αριθμ. 2362γ/27.3.2009 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Θεσσαλονίκης Θεόδωρου Π., από την υπ’ αριθμ. 1.453/15.5.2009 ένορκη βεβαίωση του Σπυρίδωνα Ε. , ενώπιον της Ειρηνοδίκου Θεσσαλονίκης Βασιλικής Δαουλτζή, που λήφθηκε νόμιμα την 15.5.2009, κατόπιν κλητεύσεως των αντεναγόντων προ δύο πλήρων εργασίμων ημερών με επίδοση κλήσεως στον υπογράφοντα την ανταγωγή πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Πιτσιώρα, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, όπως αυτό προκύπτει από την υπ’αριθμ. 2590γ/11.5.2009 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Θεσσαλονίκης Θεόδωρου Παπηλιάδη, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη ως ίδιο αποδεικτικό μέσο (AΠ 1071/1997 EλλΔνη 1998.1282, AΠ 363/1992 EλλΔνη 1993.1070, AΠ 968/1993 EλλΔνη 1995.144), ενώ η υπ’ αριθμ. 1.451/15.5.2009 ένορκη βεβαίωση του Νικολάου Πα . του Ιωάννη, ενώπιον της Ειρηνοδίκου Θεσσαλονίκης Βασιλικής Δαουλτζή, που λήφθηκε την 15.5.2009, δεν θα ληφθεί υπόψη, καθόσον οι εναγόμενοι δεν προσκομίζουν έκθεση επιδόσεως δικαστικού επιμελητή, ώστε να αποδεικνύεται ότι η ένορκη αυτή βεβαίωση λήφθηκε κατόπιν κλητεύσεως των εναγόντων προ δύο πλήρων εργασίμων ημερών, ούτε αυτό προκύπτει από το κείμενο της ένορκης βεβαίωσης, αφού εκεί απλώς γίνεται αναφορά στην υπ’αριθμ. 11.081Β έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή ΔΑ, χωρίς όμως να αναφέρεται η ημερομηνία σύνταξης της έκθεσης του τελευταίου, ώστε να προκύπτει η ημερομηνία κλήτευσης, και από τις ομολογίες για τις οποίες θα γίνει παρακάτω ειδική και περιοριστική μνεία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Οι εναγόμενοι είχαν στην πλήρη κυριότητά τους, νομή και κατοχή, αδιαίρετα και κατ΄ισομοιρία το υπ’ αριθμ. 150 αγροτεμάχιο Α΄ Κατηγορίας, συνολικής εκτάσεως 12.000 τ.μ., στην περιοχή του αγροκτήματος Τ του δ.δ. Τ του Δήμου Θ . Θεσσαλονίκης, και επιθυμώντας την αξιοποίηση αυτού, ανήγειραν επ΄αυτού με δικές τους δαπάνες οικοδομή, η οποία αποτελείται από τέσσερις σε επαφή ευρισκόμενες μεταξύ τους ισόγειες κατοικίες με υπόγειο, που φέρουν τα στοιχεία Α, Β, Γ και Δ, που έχουν υπαχθεί στις διατάξεις του Ν. 3741/1929 περί οριζοντίου ιδιοκτησίας. Στη συνέχεια, και ενώ οι εργασίες της οικοδομής βρισκόταν στο στάδιο της πλήρους αποπερατώσεως, οι εναγόμενοι, δυνάμει του αριθμ. 18136/27.4.2005 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης, Μαρίας Π , που καταχωρήθηκε νόμιμα στα κτηματολογικά φύλλα του Κτηματολογικού Γραφείου Βασιλικών με ΚΑΕΚ 191160604006/0/2, πώλησαν και μεταβίβασαν κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή στους ενάγοντες εξ΄αδιαιρέτου και κατ΄ισομοιρία, την υπό στοιχείο Β κατοικία, η οποία είναι σε επαφή με τις υπό στοιχεία Α και Γ κατοικίες, έχει πρόσοψη στην Α. οδό, είναι η δεύτερη από αριστερά γι΄αυτόν που βλέπει το συγκρότημα από την οδό αυτή και αποτελείται από ένα αυτοτελές και διηρημένο διαμέρισμα του ισογείου ορόφου, εμβαδού 80 τ.μ., με τον κάτωθι αυτού υπόγειο χώρο εμβαδού 80 τ.μ., ως παρακολούθημα του διαμερίσματος, μετά του αναλογούντος στην κατοικία ποσοστού εξ αδιαιρέτου 25% επί του όλου ακινήτου και των λοιπών κοινόκτητων και κοινόχρηστων χώρων, μερών και εγκαταστάσεων του συγκροτήματος, αντί αναγραφομένου τιμήματος 130.000,00 ευρώ, το οποίο πιστώθηκε εξ ολοκλήρου και συμφωνήθηκε να καταβληθεί από προϊόν τραπεζικού δανείου μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από την κατάρτιση του συμβολαίου, ήτοι μέχρι τις 27.6.2005, άλλως σε περίπτωση μη χορήγησης δανείου συμφωνήθηκε να καταβληθεί εξ ιδίων χρημάτων ένα μήνα μετά την παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας, ήτοι μέχρι τις 27.7.2005. Οι εναγόμενοι πριν την κατάρτιση του μεταβιβαστικού συμβολαίου, στις 3.2.2005, έλαβαν από τον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 35.000,00 ευρώ ως «αρραβώνα» για την κατάρτιση της σύμβασης αγοραπωλησίας της Β κατοικίας, κατάρτισαν μάλιστα και σχετική έγγραφη συμφωνία, όπου σαφώς αναφέρεται ότι το συμφωνηθέν τίμημα ανέρχεται στο ποσό των 332.000,00 ευρώ, ότι καταβλήθηκε το ποσό των 35.000,00 ευρώ, ενώ με την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου θα καταβαλλόταν το ποσό των 97.000,00 ευρώ και το υπόλοιπο από 200.000,00 ευρώ θα πιστωνόταν με το οριστικό συμβόλαιο και θα καταβαλλόταν μέχρι 10.7.2005. Ταυτόχρονα, οι εναγόμενοι παρέδωσαν στους ενάγοντες έγγραφο με τον τίτλο «συγγραφή υποχρεώσεων», στο οποίο περιέγραφαν πλήρως τον τρόπο κατασκευής της προς πώληση Β κατοικίας και τα υλικά που είχαν χρησιμοποιήσει και θα χρησιμοποιούσαν μέχρι την αποπεράτωση αυτής. Στο έγγραφο αυτό αναφέρεται ότι η εκτέλεση των οικοδομικών εργασιών θα γίνει με υλικά αρίστης ποιότητας και με πολύ έμπειρο και εξειδικευμένο προσωπικό κάτω από τη συνεχή και υπεύθυνη επίβλεψη των μηχανικών του κατασκευαστή. Ωστόσο, αποδείχθηκε ότι μετά την κατάρτιση του οριστικού συμβολαίου και την παραλαβή της ως άνω κατοικίας από τους ενάγοντες, εμφανίστηκαν σταδιακά ελλείψεις συνομολογημένων ιδιοτήτων και ελαττώματα αυτής στην μόνωση της ταράτσας, στην καμινάδα του λεβητοστασίου, στην περίφραξη, στην μόνωση των τοίχων και των τοιχίων, στα πλακίδια των τοίχων των δύο WC, στους εξωτερικούς σοβάδες, στα τοιχία – στηθαία των μπαλκονιών και της ταράτσας και στους εσωτερικούς τοίχους με τούβλα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες, προκειμένου να αποπληρώσουν το πιστωθέν τίμημα, στις 28.6.2005, έλαβαν πράγματι στεγαστικό δάνειο από την A. B., ύψους 200.000,00 ευρώ (βλ. την από 19.3.2008 βεβαίωση χορήγησης δανείου της παραπάνω τράπεζας). Ωστόσο, στις 22.9.2005, η Προϊσταμένη του Κτηματολογικού Γραφείου Βασιλικών αρνήθηκε να καταχωρήσει την απόφαση εγγραφής προσημείωσης υποθήκης επί του πωληθέντος ακινήτου επειδή από τον έλεγχο της ταυτότητας του ακινήτου διαπιστώθηκε ότι ενώ το ακίνητο στα έγγραφα περιγράφεται ως μία οικοδομή, αποτελούμενη από τέσσερις κατοικίες, στον ψηφιακό χάρτη απεικονίζονται τέσσερα ανεξάρτητα κτίρια και ως εκ τούτου θεωρήθηκε ότι υποκρύπτεται σύσταση κάθετης ιδιοκτησίας και όχι οριζόντιας, πράγμα απαγορευμένο καθόσον πρόκειται για αγροτεμάχιο εκτός σχεδίου. Έτσι, οι ενάγοντες υπέβαλαν τις υπ’αριθμ. εκθ.καταθ. 44.744/8.11.2005 αντιρρήσεις ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, κατά την εκουσία δικαιοδοσία, αιτούμενοι την καταχώρηση στο οικείο κτηματολογικό φύλλο της υπ’αριθμ. 19.898/2005 απόφασης αυτού του Δικαστηρίου περί εγγραφής προσημείωσης. Η αίτησή τους συζητήθηκε στις 19.1.2006, κατά τη συζήτησή της δε οι εναγόμενοι άσκησαν πρόσθετη παρέμβαση υπέρ των εναγόντων. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 18.151/25.5.2006 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία διατάχθηκε η αιτούμενη καταχώρηση. Η απόφαση αυτή επιδόθηκε στην Προϊσταμένη του Κτηματολογικού Γραφείου Βασιλικών Θεσσαλονίκης στις 3.7.2006 (βλ. την υπ’αριθμ. 7902/3.7.2006 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Θεσσαλονίκης Δ .Α. ). Ενόψει του προβλήματος αυτού οι διάδικοι στις 1.9.2005 συμφώνησαν εγγράφως την παράταση της προθεσμίας καταβολής του πιστωθέντος τιμήματος μέχρι τις 30.11.2005, ενώ στη συνέχεια συμφωνήθηκε προφορικά η καταβολή του τιμήματος να γίνει μετά την έκδοση της απόφασης επί του προαναφερθέντος δικογράφου των αντιρρήσεων (βλ. σχετικά ένορκη βεβαίωση του Σπυρίδωνα Ε. , αγοραστή της όμορης της επίδικης Γ κατοικίας, ο οποίος αντιμετώπισε το ίδιο πρόβλημα με το Κτηματολόγιο και σαφώς κατέθεσε ότι τόσο αυτός όσο και οι ενάγοντες συμφώνησαν με τους πωλητές να καταβληθεί το οφειλόμενο τίμημα μετά την οριστική επίλυση αυτού του προβλήματος), ενώ δεν αποδείχθηκε ότι ο χρόνος καταβολής του τιμήματος παρατάθηκε πέραν του χρονικού αυτού σημείου. Συνεπώς, δεκτής γενομένης της ενστάσεως των αντεναγομένων περί νεότερης συμφωνίας ως προς το χρόνο καταβολής της οφειλής τους, ως εν μέρει κατ’ουσίαν βάσιμης, από τις 3.7.2006, που η ανωτέρω απόφαση είχε ήδη δημοσιευτεί και θεωρηθεί και επιδόθηκε στην Προϊσταμένη του αρμόδιου Κτηματολογικού Γραφείου οι αγοραστές αντεναγόμενοι όφειλαν να καταβάλουν το ποσό των 130.000,00 ευρώ, που αναγραφόταν στο μεταβιβαστικό συμβόλαιο ως πιστωθέν τίμημα. Οι πωλητές στις 15.12.2006 επέδωσαν στους ενάγοντες αγοραστές την από 14.12.2006 εξώδικη δήλωσή τους με την οποία τους καλούσαν να τους καταβάλουν το πιστωθέν τίμημα και την οφειλή τους από το από 27.4.2005 μεταξύ τους ιδιωτικό συμφωνητικό εντόκως. Οι αγοραστές απάντησαν επιδίδοντας στους πωλητές στις 20.12.2006 την από 19.12.2006 εξώδικη δήλωσή τους, με την οποία τους δήλωναν ότι ο χρόνος καταβολής συμφωνήθηκε να παραταθεί μέχρι το πέρας της προαναφερθείσας δίκης, ότι εν τω μεταξύ η πωληθείσα κατοικία εμφάνισε σειρά ελαττωμάτων, τα οποία τους γνωστοποίησαν προφορικά και έγινε καταρχήν προσπάθεια για εξώδικη επίλυση της διαφοράς, η οποία όμως έληξε με την αποστολή της ανωτέρω εξωδίκου και ότι θα κατέβαλαν στις 21.12.2006 το πιστωθέν μέρος του τιμήματος από 130.000,00 ευρώ προκειμένου να συνταχθεί η πράξη εξόφλησης, επιφυλασσόμενοι των δικαιωμάτων τους από τα ελαττώματα. Στις 29.12.2006 οι αγοραστές κατέβαλαν τελικώς στους πωλητές το ποσό των 130.000,00 ευρώ, συντάχθηκε δε σχετικά η υπ’αριθμ. 19.793/29.12.2006 πράξη εξόφλησης της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου. Στην πράξη αυτή οι μεν πωλητές δήλωσαν ότι εισέπραξαν το ποσό αυτό ως εξόφληση μόνον του κεφαλαίου της οφειλής και επιφυλάχθηκαν για τους τόκους του κεφαλαίου, χωρίς όμως να προσδιορίσουν από πότε οφείλονταν τόκοι. Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα οι αγοραστές όφειλαν να καταβάλουν το ποσό στις 3.7.2006, συνεπώς οφείλουν τόκους υπερημερίας από 3.7.2006 μέχρι 29.12.2006, οι οποίοι ανέρχονται για το διάστημα από 4.7.2006 έως 8.8.2006 με ποσοστό τόκου 10,75% στο ποσό των 1.378,36 ευρώ, για το διάστημα από 9.8.2006 έως 10.10.2006 με ποσοστό τόκου 11% στο ποσό των 2.468,22 ευρώ, για το διάστημα από 11.10.2006 έως 12.12.2006 με ποσοστό τόκου 11,25% στο ποσό των 2.524,32 ευρώ και για το διάστημα από 13.12.2006 έως 29.12.2006 με ποσοστό τόκου 11,50% στο ποσό των 696,30 ευρώ και συνολικά στο ποσό των 7.067,20 ευρώ, το οποίο πρέπει να υποχρεωθούν οι αντεναγόμενοι αγοραστές να καταβάλουν στους αντενάγοντες πωλητές, δεκτού γενομένου του σχετικού κονδυλίου της ανταγωγής ως εν μέρει κατ’ουσίαν βάσιμου, το ποσό δε τούτο δεν θα επιδικαστεί νομιμότοκα από την επίδοση της ανταγωγής, καθόσον αποδείχθηκε ότι δεν πρόκειται για οφειλόμενους τόκους ενός τουλάχιστον έτους, αλλά μικρότερου χρονικού διαστήματος, σύμφωνα και με τα όσα στην σχετικά με το θέμα αυτό νομική σκέψη αναφέρθηκαν. Στη συνέχεια, στις 4.4.2007, οι εναγόμενοι πωλητές επέδωσαν στους ενάγοντες την από 27.3.2007 εξώδικη δήλωσή τους με την οποία δήλωσαν ότι ουδέποτε υπήρξε συμφωνία μη καταβολής τόκων επί του πιστωθέντος τιμήματος, ότι οι αγοραστές παρέλαβαν την κατοικία τους στο στάδιο της αποπερατώσεως και όχι πλήρως αποπερατωμένη και επέλεξαν να αποπερατώσουν την πωληθείσα κατοικία σύμφωνα με την οικοδομική άδεια χωρίς περαιτέρω δική τους ευθύνη και επιμέλεια, αρνούμενοι την ύπαρξη ελαττωμάτων. Οι ενάγοντες προέβησαν σε κάποιες αναγκαίες εργασίες, όπως την μόνωση της ταράτσας, την πρόχειρη επισκευή της καμινάδας και την επιδιόρθωση κάποιων επιχρισμάτων προς αποκατάσταση των ελαττωμάτων της κατοικίας τους, επειδή δε οι επισκευαστικές εργασίες θα είχαν ως συνέπεια να εξαλειφθεί η ελαττωματική κατάσταση της επίδικης κατοικίας τους, από την πραγματοποίηση των εργασιών, άσκησαν την από 5.6.2008 με αριθμ. έκθ.κατάθ. 24.505/2008 αίτηση συντηρητικής απόδειξης, ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 35.535/6.11.2008 απόφαση, με την οποία διατάχθηκε η διεξαγωγή συντηρητικής απόδειξης με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και ορίστηκε πραγματογνώμονας ο Σπυρίδωνας Β., πολιτικός μηχανικός. Από την έκθεση της διενεργηθείσας πραγματογνωμοσύνης, τις προσκομιζόμενες τεχνικές εκθέσεις και τις καταθέσεις των μαρτύρων αποδείχθηκε ότι στην πωληθείσα κατοικία, όσον αφορά την μόνωση του δώματος (ταράτσας) εμβαδού 80 τ.μ., αυτή έγινε με κάλυψη με ασφαλτόπανο, δεν υπήρχε επαρκής μόνωση, υπήρχαν κλίσεις σε σημεία που δεν υπήρχαν υδρορροές, με αποτέλεσμα να λιμνάζουν νερά, να φουσκώσει η στεγανωτική μεμβράνη, να περάσουν τα βρόχινα νερά από το δώμα στην από κάτω οροφή και να εμφανιστούν κηλίδες υγρασίας στην οροφή του ορόφου. Για την αποκατάσταση της μόνωσης και της θερμομόνωσης του δώματος πρέπει αφού τοποθετηθούν επί της πλακός του δώματος πλάκες DOW πάχους 5 εκ., να καλυφθούν με ένα φύλλο πολυαιθυλενίου, κατόπιν να κατασκευαστεί ελαφρομπετόν κλίσεων με ειδικό βάρος μικρότερο των 500 kgr/m3, ώστε τα όμβρια να καθοδηγούνται στις υπάρχουσες υδρορροές και μετά πάροδο λίγων ημερών, αφού σκληρύνει το ελαφρομπετόν, να τοποθετηθεί στεγανωτική μεμβράνη με εσωτερικό οπλισμό πολυεστέρα και επικάλυψη αλουμινίου. Το κόστος της εργασίας αυτής ανέρχεται κατ’αποκοπήν στο ποσό των 4.500,00 ευρώ (πρέπει να σημειωθεί ότι ο πραγματογνώμονας εκτιμάει το κόστος της εργασίας αυτής στο ποσό των 5.000,00 ευρώ, χωρίς εργολαβικό όφελος και χωρίς ΦΠΑ). Επίσης, όσον αφορά την καμινάδα του λεβητοστασίου, αυτή κατασκευάστηκε από απλή λαμαρίνα πάχους 0,5 χιλ., δεν μονώθηκε, αλλά επιχρίσθηκε με σοβά και τοποθετήθηκε εξωτερικά του κτιρίου, κατά παράβαση του Κανονισμού Θερμομόνωσης, αφού η εξωτερική τοποθέτηση επιτρέπεται μόνον όταν οι καπνοδόχοι μονώνονται, χωρίς καπέλο διασποράς των όξινων αερίων, με αποτέλεσμα τα οξέα να την καταστρέψουν πλήρως σε όλη τη διαδρομή και να βουλώσει από ξέφτια. Για την αποκατάσταση της καμινάδας απαιτείται η αποξήλωση όλης της κατασκευής, η αποσύνδεσή της από το λεβητοστάσιο, η τοποθέτηση ανοξείδωτου σωλήνα 8 μ., δύο τοιχωμάτων, με ενδιάμεση μόνωση, διαστάσεως φ 120, κατασκευή καμινάδας στο δώμα με τούβλα, που θα επιχρισθούν, βαφή τοίχου, τρίψιμο των μαρμάρων των στηθαίων του δώματος που κιτρίνισαν από την υγροποίηση των καυσαερίων και τοποθέτηση καπέλου διασποράς καυσαερίων. Το κόστος της εργασίας αυτής ανέρχεται κατ’αποκοπήν στο ποσό των 2.200,00 ευρώ. Όσον αφορά τα τοιχία περίφραξης του ακάλυπτου χώρου που αναλογεί στην πωληθείσα κατοικία, συνολικού μήκους 243,5 μέτρων, αυτά κατασκευάστηκαν χωρίς αρμούς διαστολής, με υποτυπώδη θεμελίωση και κακή κατασκευή, με αποτέλεσμα να έχουν ρηγματωθεί καθέτως σε όλο το μήκος, σε 40 περίπου θέσεις και να έχει αποκολληθεί ο σοβάς. Για την αποκατάσταση της περίφραξης απαιτείται η δημιουργία αρμών ανά 15 μ. περίπου, γέμισμα των τομών με ελαστικό υλικό, κάλυψη των τομών με ανοξείδωτη λάμα, που θα στερεωθεί μόνον από την μία πλευρά της τομής, διάνοιξη των 40 περίπου ρηγματώσεων και γέμισμα με ρητινούχο συγκολλητικό υλικό, επίχριση των ρηγματώσεων και λοιπών σημείων που είχε αποκολληθεί το επίχρισμα και τέλος βαφή της περίφραξης. Το κόστος της εργασίας αυτής ανέρχεται κατ’αποκοπήν στο ποσό των 4.500,00 ευρώ. Ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι η αποκατάσταση της περίφραξης βαρύνει όλη τη συνιδιοκτησία, και όχι του ίδιους, διότι στον υπ’αριθμ. 18.135/27.4.2005 κανονισμό διοίκησης πολυκατοικίας της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Μ-Π., η περιμετρική εξωτερική περίφραξη του οικοπέδου ορίστηκε κοινόχρηστη, αλυσιτελώς προτείνεται, καθόσον στο συμβόλαιο αγοράς της επίδικης κατοικίας σαφώς ορίστηκε ότι στο συμφωνηθέν τίμημα περιλαμβάνεται και η δαπάνη κατασκευής κατ’αναλογία των κοινόχρηστων και κοινόκτητων χώρων της όλης οικοδομής, συνεπώς οι πωλητές και κατασκευαστές του συγκροτήματος όφειλαν, σύμφωνα με το συμβόλαιο πώλησης και τη συγγραφή υποχρεώσεων, να παραδώσουν στους ενάγοντες την επίδικη κατοικία με την περίφραξη του ακάλυπτου χώρου που της αναλογούσε χωρίς ελαττώματα, η αποκατάσταση των οποίων δεν ζητείται ως δαπάνη επισκευής κοινοχρήστων, αλλά ως αποζημίωση από την ελαττωματικότητα του πωληθέντος πράγματος και την εντεύθεν ζημία των αγοραστών. Περαιτέρω, όσον αφορά την μόνωση των εξωτερικών τοίχων και των τοιχείων ή δοκών από οπλισμένο σκυρόδεμα της επίδικης κατοικίας, αυτή δεν πληρεί τις απαιτήσεις του Κανονισμού Θερμομόνωσης, ανάμεσα στα τούβλα τοποθετήθηκε φελιζόλ και εξηλασμένη πολυστερόλη ευτελούς ποιότητας, πάχους 3 ή 2 εκ., αντί για εξηλασμένη πολυστερόλη μάρκας DOW πάχους 9 εκ. (βλ. αριθμό 3 της συγγραφής υποχρεώσεων), ενώ οι εξωτερικοί σοβάδες έχουν ρηγματωθεί σε μικρή έκταση και έχουν αποκολληθεί, λόγω κακής κατασκευής και χαμηλής ποιότητας υλικών. Για την αποκατάστασή τους θα πρέπει, στους τοίχους της σκάλας προς τον όροφο, να αποξηλωθούν τα μαρμάρινα σοβατεπί της σκάλας, τα ηλεκτρολογικά και τα γύψινα στοιχεία της οροφής, να τοποθετηθούν επίτοιχα DOW πάχους 5 εκ. και να επικαλυφθούν με γυψοσανίδα, ενώ η αποκατάσταση των εξωτερικών σοβάδων θα πρέπει να γίνει σε έκταση 250 τ.μ., με εγκατάσταση σκαλωσιάς, αποκόλληση των σοβάδων, πραγματοποίηση επιχρισμάτων σε τρείς στρώσεις με χρήση θερμοσοβά και βαφή του κτιρίου. Το κόστος των εργασιών αυτών ανέρχεται στο συνολικό κατ’αποκοπήν ποσό των 25.800,00 ευρώ. Όσον αφορά τα πλακίδια των κατακόρυφων τοίχων των δύο W.C. της επίδικης κατοικίας αποδείχθηκε ότι αυτά έχουν αποκολληθεί, άλλα πλήρως και έπεσαν και άλλα μερικώς (έχοντας δημιουργήσει κενό όπισθεν αυτών, που λειτουργεί ως ηχείο), τούτο δε λόγω χρήσης κακής ποιότητας κόλλας συγκολλήσεως και κακής τοποθέτησης. Για την αποκατάστασή τους απαιτείται αποξήλωση ειδών υγιεινής, γύψινων οροφής, περιθωρίων κουφωμάτων, αποξήλωση πλακιδίων που αποκολλήθηκαν μερικώς, επιμελής καθαρισμός πλακιδίων και τοίχου και επανατοποθέτηση με κόλλα ρητινούχα υψηλής ποιότητας και επανατοποθέτηση ειδών υγιεινής και λοιπών πραγμάτων που θα μετακινηθούν προκειμένου να εκτελεστεί η εργασία. Το κόστος των εργασιών αυτών ανέρχεται στο συνολικό κατ’αποκοπήν ποσό των 3.400,00 ευρώ. Όσον αφορά τα στηθαία των εξωστών του ορόφου και του δώματος παρουσίασαν σοβαρές ρηγματώσεις ανά 2 μέτρα, καθέτως και μερικά αποκολλήθηκαν από το φέροντα οργανισμό, ενώ η κολώνα υποστήριξης του μπαλκονιού της κεντρικής εισόδου υποχώρησε, αποκολλήθηκαν τα μάρμαρα των στηθαίων σε πολλά σημεία και καταστράφηκε η βαφή στις δύο όψεις αυτών, τούτο δε οφείλεται στην κακή ποιότητα του σκυροδέματος και της ελλειπούς και κακής σύνδεσης του σιδήρου. Προς αποκατάσταση των ελαττωμάτων αυτών απαιτείται διάνοιξη των ρωγμών, αγκύρωση του κατακόρυφου οπλισμού στο σκυρόδεμα και καθαρισμός του οπλισμού και του σκυροδέματος από σκουριές και σκόνη, τσιμεντοειδής αντιδιαβρωτική επάλειψη, που θα λειτουργήσει ως συγκολλητική στρώση, πλήρωση με ινοπλισμένο επισκευαστικό μυστρί σε στρώσεις πάχους το πολύ 40 χιλ., στερέωση μαρμαροποδιών με ρητινούχα κόλλα μαρμάρων και βαφή των στηθαίων στις δύο όψεις με ακρυλικό τσιμεντόχρωμα. Το κόστος των εργασιών αυτών ανέρχεται στο συνολικό κατ’αποκοπήν ποσό των 7.500,00 ευρώ. Όσον αφορά τις ρηγματώσεις εσωτερικών τοίχων με τούβλα, αποδείχθηκε ότι αυτές είναι τριχοειδείς, συνολικού μήκους 20μ. στον όροφο, το κλιμακοστάσιο και το υπόγειο,λ ενώ υφίσταται και ρωγμή 2 μέτρων περίπου στην πλάκα οροφής του ορόφου έξω από το W.C. . Oι ρηγματώσεις αυτές οφείλονται στο γεγονός ότι δεν τηρήθηκε ο ξυλότυπος διότι κατασκευάστηκαν εξώστες άλλης μορφής στη δυτική όψη και ένα επιπλέον εξώστης στη νότια όψη, στην πλάκα Π1 ο οπλισμός στη διεύθυνση Β-Ν είναι τα 2/3 του οπλισμού της ίδιας διεύθυνσης στην πλάκα Π1 οροφής υπογείου του ιδίου πάχους, μολονότι η πλάκα Π1 οροφής ισογείου φορτίζεται επιπλέον από δύο ενδιάμεσες δρομικές τοιχοποϊίες ύψους 3 μέτρων, ενώ δεν κατασκευάστηκαν και οι δοκοί Δ9 και Δ10 οροφής ισογείου, αφού στη θέση τους υφίστανται υαλόπλινθοι. Αυτός είναι ο λόγος ρωγμών πλινθοδομών κλιμακοστασίου. Επίσης δεν υφίσταται πρόβλεψη στη θεμελίωση και γενικά στο φέροντα σκελετό για τον ήδη κατασκευασθέντα άνωθεν του ισογείου επιπλέον όροφο (βλ. παρατηρήσεις πραγματογνώμονα επί της φωτοτυπίας σχεδίου με ξυλοτύπους θεμελίωσης, οροφής, υπογείου, οροφής ισογείου και λεπτομέρειες οπλισμών τοιχείων και στύλων εγκεκριμένων από το Πολεοδομικό Γραφείο Θεσσαλονίκης). Για την αποκατάσταση των ρηγματώσεων αυτών απαιτείται εκσκαφή των σοβάδων εκατέρωθεν της ρωγμής 25 με 30 εκ. μετά το πέρας αυτής, εκσκαφή και διάνοιξη των ρωγμών, πλύσιμο με νερό υπό πίεση, πλήρωσή τους με ρητινούχο συγκολλητικό υλικό, τοποθέτηση μεταλλικού πλέγματος, δύο στρώσεις επιχρίσματος και βαφή. Το κόστος των εργασιών αυτών ανέρχεται στο συνολικό κατ’αποκοπήν ποσό των 4.200,00 ευρώ. Επίσης, αποδείχθηκε ότι για την αποκατάσταση της κατοικίας είναι απαραίτητη η σύνταξη μελέτης από μηχανικό και η επίβλεψη των εργασιών επισκευής του κτιρίου. Η δαπάνη αμοιβής του μηχανικού θα ανέλθει κατ’ αποκοπήν στο ποσό των 5.000,00 ευρώ. Όσον αφορά το βόθρο της επίδικης κατοικίας, δεν αποδείχθηκε ότι συμφωνήθηκε να έχει όγκο 15 μ3 και να είναι σηπτικός στεγανός και ότι αντισυμβατικά κατασκευάστηκε με όγκο 4,5 μ3 και απορροφητικός, αφού στην προσκομιζόμενη συγγραφή υποχρεώσεων δεν αναφέρεται τίποτε σχετικά με τις διαστάσεις και τις ιδιότητες του βόθρου, ενώ στον Κανονισμό διοίκησης του συγκροτήματος αναφέρεται μόνον ότι κάθε κατοικία υποχρεούται να συντηρεί το δικό της βόθρο (άρθρο 5, αριθμός 15 του Κανονισμού). Επίσης, οι ενάγοντες αγοραστές στην προαναφερθείσα από 19.12.2006 εξώδικη δήλωση διαμαρτυρία που επέδωσαν στους εναγόμενους, παραπονούμενοι για την έλλειψη συνομολογημένων ιδιοτήτων και τα ελαττώματα της πωληθείσας κατοικίας, τίποτε σχετικά με το βόθρο της κατοικίας και την ελαττωματικότητα αυτού δεν αναφέρουν. Συνεπώς, το αιτούμενο κονδύλιο ποσού 8.000,00 ευρώ προς αποκατάσταση της σχετικής ζημίας που υπέστησαν πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο. Έτσι συνολικά η ζημία που υπέστησαν οι ενάγοντες από την έλλειψη των συνομολογημένων ιδιοτήτων και ελαττωμάτων, που οφείλονται εν προκειμένω σε πταίσμα των πωλητών, αφού αυτοί κατασκεύσαν την πωληθείσα κατοικία, ανέρχεται στο ποσό των (4.500 + 2.200 + 4.500 + 25.800 + 3.400 +7.500 + 4.200 + 5.000 =) 57.100,00 ευρώ, το οποίο οι εναγόμενοι πρέπει να υποχρεωθούν να καταβάλουν στους ενάγοντες ως αποζημίωση προς αποκατάσταση της ισόποσης ζημίας που τους προκάλεσαν, δεκτής γενομένης της αγωγής ως εν μέρει κατ’ουσίαν βάσιμης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ταυτόχρονα με το ως άνω συμβόλαιο αγοραπωλησίας οι διάδικοι υπέγραψαν και το από 27.4.2005 ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο συμφώνησαν ότι εκτός των συμφωνηθέντων στο πωλητήριο συμβόλαιο οι πωλητές ανέλαβαν με δικά τους έξοδα να εκτελέσουν μέχρι τις 15.8.2005 τη σύνδεση της πωλούμενης κατοικίας με τα δίκτυα ΔΕΗ, ΟΤΕ και ύδρευσης του Δήμου Θ ., να αποπερατώσουν τη βαφή των κιγκλιδωμάτων και να τοποθετήσουν τα προβλεπόμενα από τη συγγραφή υποχρεώσεων ηλεκτρικά εξαρτήματα για τη λειτουργία της κατοικίας εσωτερικά και εξωτερικά (πίνακες διανομής τάσεως στους 3 ορόφους, διακόπτες, πρίζες, κεραία ενισχυτής, θηροτηλέφωνα, ηλεκτρική κλειδαριά και μηχανισμοί λειτουργίας εξ αποστάσεως των δύο θυρών εισόδου στο οικόπεδο, τοποθέτηση φωτιστικών και καλωδίωση στον κήπο) και οι αγοραστές ανέλαβαν την υποχρέωση να τους καταβάλουν το ποσό των 36.000,00 ευρώ. Συμφωνήθηκε ακόμη ότι με την ολοκλήρωση της σύνδεσης με κάθε ένα εκ των δικτύων ΔΕΗ, ΟΤΕ και ύδρευσης του Δήμου Θ . σε ημερομηνία πριν τις 15.8.2005 θα καθίστατο ληξιπρόθεσμο και απαιτητό το ποσό των 12.000,00 ευρώ για κάθε σύνδεση, ενώ αν καθυστερούσε η αποπεράτωση των εργασιών οι πωλητές θα όφειλαν το ποσό των 500,00 ευρώ για κάθε μήνα καθυστέρησης ως συμφωνηθείσα ποινή. Ωστόσο, η αληθής βούληση των συμβαλλομένων μερών ήταν διαφορετική, αφού αυτοί ήθελαν να ισχύσει αυτή ως σύμβαση καταβολής επιπλέον τιμήματος για την πώληση του ακινήτου, όπως τούτο αποδεικνύεται αφενός από την ένορκη βεβαίωση του ιδιοκτήτη της όμορης κατοικίας Ε. , αφετέρου από το γεγονός ότι στο από 3.2.2005 ιδιωτικό συμφωνητικό «αρραβώνα», που συνυπέγραψαν οι διάδικοι, σαφώς συμφωνήθηκε ότι το τίμημα για την πώληση της Β κατοικίας ανέρχεται στο ποσό των 332.000,00 ευρώ, και όχι στο ποσό των 130.000,00 ευρώ, ότι καταβλήθηκε το ποσό των 35.000,00 ευρώ, ενώ με την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου θα καταβαλλόταν το ποσό των 97.000,00 ευρώ και το υπόλοιπο από 200.000,00 ευρώ θα πιστωνόταν με το οριστικό συμβόλαιο και θα καταβαλλόταν μέχρι 10.7.2005 και εκ τρίτου από το γεγονός ότι με στην προαναφερθείσα από 27.3.2007 εξώδικη δήλωσή τους οι πωλητές αντενάγοντες δήλωσαν, μεταξύ άλλων, ότι οι αγοραστές παρέλαβαν την κατοικία τους στο στάδιο της αποπερατώσεως και όχι πλήρως αποπερατωμένη και επέλεξαν να αποπερατώσουν την πωληθείσα κατοικία σύμφωνα με την οικοδομική άδεια χωρίς περαιτέρω δική τους ευθύνη και επιμέλεια, συνεπώς με τη δήλωσή τους αυτή ουσιαστικά δέχονται ότι σύμβαση έργου δεν συνήφθη. Εξάλλου, και κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας είναι σύνηθες, προκειμένου να μειωθεί το κόστος της μεταβίβασης, μέρος του τιμήματος να περιλαμβάνεται σε ξεχωριστό έγγραφο, εμφανιζόμενο ως αμοιβή για επιπλέον εργασίες, πέραν του ότι οι αναφερόμενες ως ανωτέρω εργασίες δεν δικαιολογούν αμοιβή ποσού 36.000,00 ευρώ, ούτε όμως και αποδείχθηκε ότι πράγματι εκτελέστηκαν οι εργασίες αυτές, παρά μόνον παραδόθηκαν κάποια ηλεκτρικά υλικά, ενώ και στο συμβόλαιο πώλησης συμφωνήθηκε ότι στο τίμημα περιλαμβάνεται η αξία όλων των υλικών που θα απαιτηθούν για τη δόμηση και την ολοσχερή αποπεράτωση της κατοικίας και των κοινοχρήστων χώρων. Την σχετική αυτή εικονικότητα, κατά την έννοια που προεκτέθηκε στη σχετική νομική σκέψη της παρούσας, τη γνώριζαν όλα τα συμβαλλόμενα μέρη, επομένως η σύμβαση αυτή είναι άκυρη και δεν ισχύει ως σύμβαση έργου που επικαλούνται οι αντενάγοντες στην ανταγωγή τους, σύμφωνα με τον βάσιμο ισχυρισμό που προέβαλαν οι αντεναγόμενοι. Οι αντενάγοντες όμως για να στηρίξουν το σχετικό αίτημά τους επιδίκασης αμοιβής ποσού 36.000,00 ευρώ επικαλούνται μόνο την ύπαρξη σύμβασης έργου και δεν προβάλλουν κάποια επικουρική βάση, για την περίπτωση τυχόν ακυρότητας της εν λόγω συμβάσεως. Επομένως, αφού το Δικαστήριο δεν ερευνά αυτεπαγγέλτως την τυχόν ύπαρξη άλλης δικαιοπραξίας καλυπτόμενης κάτω από την εικονική, είναι φανερό ότι από την άκυρη αυτή σύμβαση δεν γεννώνται αξιώσεις και συγκεκριμένα το ζητούμενο με την ανταγωγή ποσό αμοιβής ύψους 36.000,00 ευρώ, μη αποδεικνυομένης της ουσιαστικής βασιμότητας του σχετικού αιτήματος της ανταγωγής, το οποίο κατά συνέπεια πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι οι αντεναγόμενοι προέβησαν ενώπιον τρίτων σε μειωτικούς χαρακτηρισμούς για το πρόσωπο των αντεναγόντων, καθόσον ο μάρτυρας αποδείξεως που πρότειναν οι αντενάγοντες δεν γνώριζε τους αντεναγόμενους συνεπώς δεν τους άκουσε ποτέ ο ίδιος να δυσφημούν με οποιονδήποτε τρόπο τους πωλητές, αυτό δε που γνώριζε ήταν ότι οι διάδικοι μάλωναν και ότι οι αγοραστές ήταν δυσαρεστημένοι με την πωληθείσα κατοικία. Ο ίδιος μάρτυρας αορίστως κατέθεσε ότι κάποιοι πελάτες της επιχείρησης πρατηρίου καυσίμων, που αυτός διατηρεί στην περιοχή όπου και το επίδικο ακίνητο, του γνωστοποίησαν ότι, όταν εμφανίζονταν υποψήφιοι αγοραστές για τις δύο μη πωληθείσες ακόμη κατοικίες, ο πρώτος ενάγων τους έλεγε ότι οι πωλητές δεν είναι καλοί άνθρωποι. Ωστόσο, πέραν της αοριστίας της καταθέσεως αυτής, ακόμη και αν ο πρώτος ενάγων εξέφρασε την κρίση ότι οι πωλητές δεν είναι καλοί άνθρωποι, τούτο αποτελεί δυσμενή κρίση για την επαγγελματική εργασία των αντεναγόντων ως κατασκευαστών και δεν αποτελεί άδικη πράξη, ούτε προέκυψε σκοπός εξύβρισης των αντεναγόντων. Συνεπώς, δεν αποδείχθηκε ότι οι αντεναγόμενοι προσέβαλαν την προσωπικότητα των αντεναγόντων δυσφημώντας τους και ως εκ τούτου η αξίωση των τελευταίων για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης που υπέστησαν από τη σε βάρος τους επικαλούμενη αδικοπραξία πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ουσίαν αβάσιμη. Με βάση τα προεκτεθέντα, πρέπει: α) να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη αγωγή ως και εν μέρει κατ’ουσίαν βάσιμη, να υποχρεωθούν οι δι’αυτής εναγόμενοι διαιρετά κατά ποσοστό έκαστος να καταβάλουν στους ενάγοντες κατά ποσοστό ½ στον καθένα το συνολικό ποσό των 57.100,00 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και να καταδικαστούν στην εν μέρει δικαστική δαπάνη των εναγόντων λόγω της εν μέρει ήττας τους (άρθρο 178 ΚΠολΔ) και β) να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη ανταγωγή ως εν μέρει κατ’ουσίαν βάσιμη, να υποχρεωθούν οι αντεναγόμενοι να καταβάλουν στους αντενάγοντες το ποσό των 7.067,20 ευρώ και να καταδικαστούν οι αντεναγόμενοι στην εν μέρει δικαστική δαπάνη των αντεναγόντων λόγω της εν μέρει ήττας τους (άρθρο 178 ΚΠολΔ). Τέλος, η απόφαση αυτή δεν πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή διότι δεν συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι, ούτε αμφισβητήθηκε η φερεγγυότητα των διαδίκων. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΣYNEKΔIKAZEI τις αναφερόμενες στο σκεπτικό υπ’αριθμ.έκθεσης κατάθεσης α) α) 14.714/27.3.2007 αγωγή και β) 48.813/25.10.2007 ανταγωγή. ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων. ΔΕΧΕTΑΙ εν μέρει την αγωγή. ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγόμενους, κατά ποσοστό τον καθένα, να καταβάλουν στους ενάγοντες, κατά ποσοστό ½ στον καθένα, το συνολικό ποσό των πενήντα επτά χιλιάδων εκατό ευρώ (57.100,00), νομιμοτόκως από την επίδοση της κρινομένης αγωγής μέχρι την εξόφληση. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εναγόμενους στην εν μέρει δικαστική δαπάνη των εναγόντων, το ύψος της οποίας ορίζει σε δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500,00) ευρώ. ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την ανταγωγή. ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους αντεναγόμενους, κατά ποσοστό 1/2 τον καθένα, να καταβάλουν στους αντενάγοντες, κατά ποσοστό 1/4 στον καθένα, το συνολικό ποσό των επτά χιλιάδων εβδομήντα έξι ευρώ και είκοσι λεπτών του ευρώ (7.076,20). KATAΔIKAZEI τους αντεναγόμενους στην εν μέρει δικαστική δαπάνη των αντεναγόντων, το ύψος της οποίας ορίζει σε τριακόσια (300,00) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στη Θεσσαλονίκη στις 3 Νοεμβρίου 2009. Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ |
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
|
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Δικαστήριο:
|
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ ΤΜΗΜΑ Β'
|
Τόπος:
|
ΑΘΗΝΑ
|
Αριθ. Απόφασης:
|
497
|
Ετος:
|
1991
|
Περίληψη
Δικαστικός πληρεξούσιος - Ο δικηγόρος που υπογράφει την αγωγή θεωρείται κατά νόμιμο αμάχητο τεκμήριο πληρεξούσιος και αντίκλητος του ενάγοντα - Επιδόσεις - Η επίδοση προς αυτόν της κλήσης για ένορκη βεβαίωση είναι νόμιμη. |
Κείμενο Απόφασης
Το άρθρο 143 ΚΠολΔ ορίζει στην παρ. 1 ότι ο δικαστικός πληρεξούσιος που διορίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 96 είναι αυτοδικαίως και αντίκλητος για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στη δίκη στην οποία είναι πληρεξούσιος στις οποίες περιμβάνεται και η επίδοση της οριστικής απόφασης. Το ίδιο άρθρο 143, ορίζει στην παρ. 3 ότι η επίδοση της κλήσης για την πρώτη συζήτηση αγωγής ή ενδίκου μέσου μπορεί να γίνει και σε όποιον τα έχει υπογράψει ως πληρεξούσιος. Εξάλλου, ορίζεται α) στο άρθρο 96 του ίδιου Κώδικα, μεταξύ των άλλων, ότι η πληρεξουσιότητα δίδεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση, β) στο άρθρο 97 ότι η πληρεξουσιότητα παρέχει στον πληρεξούσιο το δικαίωμα να ενεργεί όλες τις κύριες και παρεπόμενες πράξεις που αφορούν τη διεξαγωγή της δίκης και γ) στο άρθρο 104 ότι για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν δεν υπάρχει κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις ακόμα και εκείνες που είχαν γίνει προηγούμένως. Απο τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκεινες των άρθρων 544 αρ. 4 ΚΠολΔ, 233, 236 και 238 ΑΚ που έχουν εφαρμογή και στις δικονομικές δικαιοπραξίες, συνάγεται οτι ο δικηγόρος που υπέγραψε την αγωγή, κατά νόμιμο αμάχητο τεκμήριο θεωρείται μέχρι την πρώτη συζήτηση στο κροατήριο ότι είναι πληρεξούσιος του ενάγοντος. Εφόσον, λοιπόν, ο τελευταίος, συνεχίζοντας τη δίκη που ανοίχθηκε με την αγωγή, ενέκρινε ρητώς ή σιωπηρώς τη διεξαγωγή της, όλες οι διαδικαστικές πράξεις που ενεργήθηκαν από το δικηγόρο πουυπέγραψε την αγωγή μέχρι την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο, ωφελούν και βλάπτουν το διάδικο και γενικά τον δεσμέυουν ανεξάρτητα από το αν μεταγενέστερα συνέχισε τη δίκη και παραστάθηκε στο δικαστήριο με τον ίδιο ή άλλο δικηγόρο που διόρισε νόμιμα. Ο δικηγόρος που υπέγραψε την αγωγή, σε κάθε περίπτωση, παραλαμβάνει κατά το άρθρο 143 παρ. 3 ΚΠολΔ νόμιμα την βασικής σημασίας για την παραπέρα πορεία της δίκης κλήση για πρώτη συζήτηση της αγωγής έστω και αν παραστεί άλλος στο ακροατήριο απ' αυτόν που την υπέγραψε (ίδε Πρακτικά Αναθεωρ. Επιτροπής σελ. 59). Επομένως, κατά μείζονα λόγο είναι δεκτικός παραλαβής και της κλήσης του αντιδίκου του να παραστεί σε ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφο για λήψη ένορκης βεβαίωσης σύμφωνα με το άρθρο 671 παρ. 1 ΚΠολΔ. Η άποψη αυτή, σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της δίκης, διευκολύνει τη διεξαγωγή της ιδίως σε περιπτώσεις πολυπροσώπων δικών, που, σε αντίθετη εκδοχή, ο διάδικος θα ήταν υποχρεωμένος για μια απλή ένορκη βεβαίωση που πρέπει να γίνει πριν από την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο, να προβεί σε αντίστοιχες με τον αριθμό των αντιδίκων του επιδόσεις, υποβαλλόμενος σε υπέρογκες δαπάνες ενώ επί πλέον με τη γινόμενη δεκτή άποψη, ικανοποιείται πλήρως ο σκοπός του νόμου να μάθει ο νατιδικος τον βεβαιώνοντα ένορκα και να παραστεί αν το επιθυμεί. |
Εισηγητές:
|
Κ. Δαφέρμος
|
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
|
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Δικαστήριο:
|
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
|
Τόπος:
|
ΑΘΗΝΑ
|
Αριθ. Απόφασης:
|
454
|
Ετος:
|
2004
|
Όροι θησαυρού:
|
ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ (ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ)
|
Περίληψη
Βεβαιώσεις ένορκες -. Ο δικηγόρος που υπέγραψε το ένδικο μέσο της έφεσης, είναι αντίκλητος δεκτικός παραλαβής και της κλήσης του αντιδίκου του εκκαλούντος, για να παραστεί κατά τη λήψη ένορκης βεβαίωσης. |
Κείμενο Απόφασης
Αριθμός 454/2004 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Χαράλαμπο Γεωργακόπουλο, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, Λέανδρο Ρακιντζή, Ιωάννη Δαβίλλα, Πολύκαρπο Βούλγαρη και Γεώργιο Αμελαδιώτη, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 2α Μαρτίου 2004, με την παρουσία και της Γραμματέως Ευθυμίας Μαντζάνα, για να δικάσει μεταξύ : Του αναιρεσείοντος: ***, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Μαδεντζίδη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 Κ. Πολ. Δ. Της αναιρεσιβλήτου : Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία ***, που έχει την έδρα της στη Βιομηχανική Περιοχή Κομοτηνής και εκπροσωπείται νομίμως. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Γαβαλά, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 Κ. Πολ. Δ. Η ένδικη διαφορά έχει εισαχθεί με την από 10 Νοεμβρίου 1999 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις : 280/2001 οριστική του ίδιου δικαστηρίου και 7248/2002 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί ο αναιρεσείων, με την από 14 Φεβρουαρίου 2003 του αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος Αμελαδιώτης ανέγνωσε την από 4 Φεβρουαρίου 2004 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο τέταρτος λόγος της αίτησης αναιρέσεως και να απορριφθούν οι υπόλοιποι. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η ένορκη βεβαίωση τρίτου ενώπιον Ειρηνοδίκη ή Συμβολαιογράφου, σύμφωνα με το άρθρο 671 παρ. 1 εδαφ. Τελευταίο του Κ.Πολ.Δ., λαμβάνεται υπόψη ως αποδεικτικό μέσο στη διαδικασία των εργατικών διαφορών ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου αλλά και στη δευτεροβάθμια δίκη, μόνο εάν έχει συνταχθεί πριν από τη δικάσιμο και μετά προηγουμένη και νομότυπη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου, που επικαλείται τη σύνταξη αυτής, πριν από 24 τουλάχιστον ώρες από τη λήψη της. Η ένορκη αυτή βεβαίωση αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, διαφορετικό από τα έγγραφα και τους μάρτυρες. Γι’ αυτό όταν προσκομίζεται νομότυπα ληφθείσα ένορκη βεβαίωση ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας για την απόδειξη ή ανταπόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού πρέπει να αναφέρεται ειδικώς στην απόφαση ότι το αποδεικτό αυτό μέσο (ένορκη βεβαίωση) έχει ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο για να μη υπάρχει αμφιβολία περί του αν αυτό λήφθηκε ή όχι υπόψη. Εξ άλλου από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 96,97, 104 και 143 παρ. 1 και 3 Κ.Πολ.Δ., συνάγεται ότι ο δικηγόρος, που υπέγραψε το ένδικο μέσο της έφεσης, κατά νόμιμο αμάχητο τεκμήριο θεωρείται μέχρι την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο ότι είναι ο πληρεξούσιος και αυτοδικαίως αντίκλητος του εκκαλούντα για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στην ανοιγείσα με το ένδικο μέσο δίκη, στις οποίες περιλαμβάνεται και η κλήση για την πρώτη συζήτηση της έφεσης. Έτσι κατά μείζονα λόγο είναι αντίκλητος δεκτικός παραλαβής και της κλήσης του αντιδίκου του εκκαλούντος, για να παραστεί σε Ειρηνοδίκη ή Συμβολαιογράφο κατά τη λήψη ένορκης βεβαίωσης σύμφωνα με το άρθρο 671 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων με τις από 17.11.2001 προτάσεις του, που κατάθεσε στο Εφετείο Αθηνών κατά τη συζήτηση (27.11.2001) της υποθέσεως, μετά την οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, όπως από αυτές (προτάσεις) προκύπτει, επικαλέσθηκε προς απόδειξη των αγωγικών ισχυρισμών του και προσκόμισε, εκτός των άλλων, και την από 17.9.2001 ένορκη βεβαίωση του τρίτου ***, που λήφθηκε με την επιμέλεια του ύστερα από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της αναιρεσίβλητης, που έγινε με επίδοση της από 12.9.2001 κλήσεως στον υπογράψαντα την έφεση της πληρεξούσιο της και αντίκλητό της δικηγόρο Νικόλαο Γαβαλά, εξειδικεύοντας πλήρως αυτή με την αναφορά α) της χρονολογίας (17.9.01) συντάξεως της, β) της συντάξασας αυτήν Δικαστικής Αρχής (Ειρηνοδίκη Αθηνών), γ) τον ονοματεπωνύμου (***), που έδωσε την ένορκη βεβαίωση, και δ) της έκθεσης επιδόσεως της από 12.9.2001 κλήσεως (βλέπεται τελευταίες σειρές της 30ης σελίδας των προτάσεων αυτών). Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση του, δεν έλαβε υπόψη του την παραπάνω αναφερομένη ένορκη βεβαίωση, ενόψει ότι δεν την μνημονεύει καθόλου στην απόφασή του ενώ μνημονεύει πλήθος άλλων ενόρκων βεβαιώσεων, και έτσι υπέπεσε στην πλημμέλεια του αριθμού 11 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. Επομένως ο σχετικός και από τον αριθμό αυτό τέταρτος λόγος του αναιρετηρίου είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Και, αφού γίνεται δεκτός ο λόγος αυτός, παρέλκει η εξέταση των υπολοίπων. Μετά από αυτά πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο Δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωκαν την αναιρουμένη απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.) Η δικαστική δαπάνη πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της αναιρεσίβλητης, που ηττάται (άρθρ. 176 Κ.Πολ.Δ.) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ’ αριθ. 7248/2002 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συντεθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωκαν την αναιρουμένη απόφαση. Και Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει σε χίλια εκατό (1.100) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 30 Μαρτίου 2004. Και Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στις 20 Απριλίου 2004. |
Πρόεδρος:
|
Χαράλαμπος Γεωργακόπουλος
|
Δικηγόροι:
|
Γεώργιος Αμελαδιώτης
|
Εισηγητές:
|
Γεώργιος Αμελαδιώτης
|
Λήμματα:
|
Βεβαιώσεις ένορκες
|
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
|
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Δικαστήριο:
|
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
|
Τόπος:
|
ΑΘΗΝΑ
|
Αριθ. Απόφασης:
|
991
|
Ετος:
|
2012
|
Περίληψη
Στοιχεία ορισμένου διεκδικητικής αγωγής που στηρίζεται στην έκτακτη χρησικτησία - Ένορκες βεβαιώσεις - Μη νόμιμη κλήτευση - Αντίκλητος - Αναίρεση για παράνομες αποδείξεις -. Επί διεκδικητικής αγωγής ακινήτου με βάση την έκτακτη χρησικτησία για την πληρότητα του δικογράφου της πρέπει ο ενάγων να αναφέρει, εκτός των άλλων, τις πράξεις νομής του στο ακίνητο, όπως τέτοιες είναι η καλλιέργεια, η εκμίσθωση σε τρίτους, η οριοθέτηση και η επίβλεψη, η καταμέτρηση τούτου και η σύνταξη τοπογραφικών διαγραμμάτων, χωρίς να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο χρησικτησίας. Βάσιμος αναιρετικός λόγος από τον αριθ. 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Το δικαστήριο έλαβε υπόψη του ένορκη βεβαίωση που έγινε χωρίς να έχει νομίμως κλητευθεί ο αντίδικος. Επίδοση στον αντίκλητο. Δεν θεωρείται αντίκλητος του εκκαλούντος ο δικηγόρος που υπογράφει ως πληρεξούσιος δικηγόρος του την κλήση - γνωστοποίηση εξέτασης μαρτύρων ενώπιον συμβολαιογράφου, η οποία (κλήση) επιδίδεται με παραγγελία του στον αντίδικο (του εκκαλούντος), εφόσον αυτός (δικηγόρος) δεν έχει υπογράψει το ένδικο μέσο της έφεσης. |
Κείμενο Απόφασης
Αριθμός 991/2012 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη, Αντιπρόεδρο, Χαράλαμπο Δημάδη, Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Δημήτριο Μαζαράκη και Κωνσταντίνο Τσόλα, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Νοεμβρίου 2011, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Κ. θυγ. Α. Χ., συζ. Χ. Σ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αντώνιο Βγόντζα. Του αναιρεσίβλητου: Μ. Ν. Κ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του α) Ανθίππη Ζαννάρα και β) Ιωάννη Πέππα. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-7-2006 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας και με την από 30-8-2006 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χίου και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 90/2007 του ίδιου Δικαστηρίου και 43/2010 του Εφετείου Αιγαίου (μεταβατική έδρα Αιγαίου). Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 5-3-2010 αίτησή της και με τους από 22-9-2011 πρόσθετους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Κωνσταντίνος Τσόλας ανέγνωσε την από 20-10-2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, κατ' αποδοχή του δεύτερου λόγου του δικογράφου των πρόσθετων λόγων αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, οι πληρεξούσιοι του αναιρεσίβλητου την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1.- Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 498 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 § 1 του ν. 2915/2001, η προθεσμία για την κλήτευση των διαδίκων που διαμένουν στην ημεδαπή, για τη συζήτηση ενδίκου μέσου, είναι εξήντα ημέρες. Το εκπρόθεσμο της κατά το ανωτέρω άρθρο κλήτευσης του διαδίκου, ο οποίος παρέστη κατά τη συζήτηση, καθιστά άκυρη την κλήτευσή του και προσβάλλει το δικαίωμα της υπεράσπισής του, μόνο υπό την προϋπόθεση του άρθρου 159 παρ. 3 ΚΠολΔ, δηλαδή της επίκλησης και απόδειξης πρόκλησης δικονομικής βλάβης και συγκεκριμένα περί την προπαρασκευή της υπεράσπισης, η οποία δεν μπορεί να επανορθωθεί κατ' άλλο τρόπο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά του Δικαστηρίου τούτου, ο αναιρεσίβλητος παρέστη προσηκόντως κατά τη συζήτηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης και, αφού αντέταξε πλήρη υπεράσπιση για την υπόθεση, ζήτησε την απόρριψή της (αίτησης αναίρεσης). Με τις προτάσεις του, που κατατέθηκαν μετά τη συζήτηση της υπόθεσης και συγκεκριμένα στις 9-11-2011, όπως προκύπτει από τη σχετική βεβαίωση της Γραμματέως, ο αναιρεσίβλητος προέβαλε το εκπρόθεσμο της κλήτευσής του, ισχυριζόμενος ότι κλητεύθηκε για να παραστεί στη συζήτηση της ένδικης αναίρεσης στις 26-9-2011, ήτοι 32 ημέρες προ της δικασίμου (της 2-11-2011), με συνέπεια να μη έχει τον απαιτούμενο χρόνο για προετοιμάσει την υπεράσπισή του. Ο ως άνω ισχυρισμός του αναιρεσιβλήτου, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι προβλήθηκε μετά τη συζήτηση της υπόθεσης. 2.- Επειδή, η νομική αοριστία της αγωγής που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ελέγχεται ως παραβίαση από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, εάν το δικαστήριο για το σχηματισμό της περί νομικής επάρκειας της αγωγής κρίσης του αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος προς θεμελίωση του δικαιώματος ή αρκέστηκε σε λιγότερα, ενώ η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει, όταν δεν αναφέρονται όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωση του αιτήματος της αγωγής, ελέγχεται ως παραβίαση από τους αριθμούς 14 ή 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Σε κάθε όμως περίπτωση η αοριστία του δικογράφου της αγωγής πρέπει να προτείνεται στο δικαστήριο της ουσίας για να δημιουργείται λόγος αναίρεσης σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι ο σχετικός ισχυρισμός δεν είναι από εκείνους, οι οποίοι, κατ' εξαίρεση, λαμβάνονται υπόψη και χωρίς να προταθούν στο δικαστήριο της ουσίας και ειδικώς δεν αφορά τη δημόσια τάξη. Ο ισχυρισμός για αοριστία της αγωγής προτεινόμενος ή επαναφερόμενος ενώπιον του Εφετείου δεν αρκεί να αναφέρει ότι η αγωγή είναι αόριστη, αλλά πρέπει να αναφέρει τις συγκεκριμένες αοριστίες σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά που είναι απαραίτητα για τη στήριξη του αγωγικού δικαιώματος, εξαιτίας των οποίων δεν παρέχεται η δυνατότητα στον εναγόμενο να αμυνθεί, για να είναι δε ορισμένος ο σχετικός λόγος αναίρεσης πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι προβλήθηκε παραδεκτώς στο πρωτοβάθμιο και επαναφέρθηκε στο δευτεροβάθμιο ο περί αοριστίας της αγωγής ισχυρισμός. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 974, 974, 1041, 1043, 1045, 1094 ΑΚ και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ. Προκύπτει, ότι, για την πληρότητα της διεκδικητικής αγωγής ακινήτου, του οποίου η κυριότητα αποκτήθηκε με πρωτότυπο τρόπο (τακτική και έκτακτη χρησικτησία), πρέπει ο ενάγων να αναφέρει, εκτός των άλλων, τις πράξεις νομής του στο ακίνητο, όπως τέτοιες είναι η καλλιέργεια, η εκμίσθωση σε τρίτους, η οριοθέτηση και η επίβλεψη, η καταμέτρηση τούτου και η σύνταξη τοπογραφικών διαγραμμάτων, χωρίς να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο χρησικτησίας. Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα με τον πρώτο λόγο του κυρίου δικογράφου αναίρεσης, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου του, επικαλούμενη την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθ.14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ψέγει το Εφετείο, διότι παρά το νόμο δεν απέρριψε ως αόριστη την αγωγή, αφενός, λόγω μη επαρκούς περιγραφής του επίδικου ακινήτου και ειδικότερα λόγω μη αναφοράς του δυτικού ορίου του και, αφετέρου, λόγω μη αναφοράς συγκεκριμένων πράξεων νομής στο επίδικο ακίνητο εκ μέρους του ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου και των δικαιοπαρόχων του. Ο λόγος αυτός αναίρεσης, όσον αφορά την πρώτη αιτίαση, είναι, σύμφωνα με το προαναφερθέν άρθρο 562 παρ.2 ΚΠολΔ, απαράδεκτος, διότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της από 26-11-2007 έφεσης της αναιρεσείουσας, η τελευταία δεν προέβαλε συγκεκριμένη ένσταση αοριστίας της ένδικης αγωγής για τον προεκτεθέντα λόγο. Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση, ο ως άνω λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο αντίγραφο του από 30-8-2006 δικογράφου της ένδικης διεκδικητικής κυριότητας αγωγής του αναιρεσιβλήτου, το οποίο εκτιμά, κατ' άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ, ως διαδικαστικό έγγραφο ο Άρειος Πάγος, περιέχονται σ' αυτό, αναφορικά με τον πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας (τακτική και έκτακτη χρησικτησία) όλα τα κατά νόμο απαιτούμενα στοιχεία για την νομική θεμελίωση και δικαστική εκτίμηση της εν λόγω αγωγής και ειδικότερα αναφέρονται οι πράξεις νομής του ενάγοντος και των δικαιοπαρόχων του (καλλιέργεια, εκμίσθωση, οριοθέτηση, επίβλεψη), οι οποίες εμπίπτουν στον απαιτούμενο χρόνο χρησικτησίας. Δεν ήταν δε απαραίτητο, όπως προαναφέρθηκε, για το ορισμένο της αγωγής ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων νομής μέσα στο χρόνο χρησικτησίας. Επομένως, δεν παρέλειψε το Εφετείο, παρά το νόμο, να απορρίψει ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας την ένδικη αγωγή, όπως όφειλε, κατά την αναιρεσείουσα, μετ' αποδοχή του περί αοριστίας της λόγου της έφεσής της. 3.- Επειδή, κατά το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. α' ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει. Εξάλλου, κατά το άρθρο 270 παρ. 2 εδ. 2 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 12 του ν. 2145/2001, επιτρέπεται η χρήση ενόρκων βεβαιώσεων και κατά την τακτική διαδικασία, δικονομικό καθεστώς από το οποίο διέπεται και η ένδικη υπόθεση με βάση το χρόνο έναρξης της ισχύος του από 1-1-2002 (άρθρο 15 του ν. 2943/2001) και προσδιοριστικό κριτήριο την ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου συζήτηση της υπόθεσης (άρθρο 22 του ν.2915/2001), η οποία στην ερευνώμενη υπόθεση έλαβε χώρα κατά τη δικάσιμο της 21-3 -2006. Σύμφωνα δε με την ως άνω διάταξη, ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη η συμβολαιογράφου λαμβάνονται υπόψη μόνον αν έχουν συνταχθεί πριν από τη δικάσιμο και μετά προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση. Συνεπώς, απαραίτητη προϋπόθεση για την εκτίμηση των, κατ' άρθρο 270 παρ. 2 εδ. 2 ΚΠολΔ, ενόρκων βεβαιώσεων από το δικαστήριο της ουσίας αποτελεί η λήψη τους μετά από προηγούμενη πριν από δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες κλήτευση του αντιδίκου του διαδίκου που τις επικαλείται και τις προσκομίζει, ο οποίος και υποχρεούται στην επίκληση και απόδειξη της κλήτευσης, εκτός αν ο αντίδικός του παραστάθηκε κατά τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης. Αν το δικαστήριο της ουσίας λάβει υπόψη του ένορκη βεβαίωση χωρίς να έχει νομίμως κλητευθεί ο αντίδικος, (που δεν παρέστη κατά τη λήψη της), λαμβάνει υπόψη του ανεπίτρεπτο από το νόμο αποδεικτικό μέσο. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 94, 96, 97, 142 και 143 του ΚΠολΔ, η επίδοση προς διάδικο μπορεί να γίνεται και προς τον νόμιμα διορισμένο αντίκλητό του, εφόσον εξακολουθεί να έχει αυτή την ιδιότητα. Ο διορισμός αντικλήτου γίνεται, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 142 παρ. 1 και 4, είτε με δήλωση ενώπιον του γραμματέα του πρωτοδικείου της κατοικίας του διαδίκου είτε με ρήτρα σε σύμβαση (που καλύπτει μόνο τις σχετικές με τη σύμβαση αυτή πράξεις). Επίσης, έχει την ιδιότητα του αντικλήτου και ο νόμιμα διορισμένος πληρεξούσιος δικηγόρος, στον οποίο μπορούν να γίνονται μόνον οι επιδόσεις που ανάγονται στη δίκη για την οποία είναι πληρεξούσιος. Από τις ίδιες διατάξεις και εκείνη του άρθρου 104 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι ο δικηγόρος, που υπέγραψε το ένδικο μέσο της έφεσης, κατά νόμιμο αμάχητο τεκμήριο θεωρείται μέχρι την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο ότι είναι ο πληρεξούσιος και αυτοδικαίως αντίκλητος του εκκαλούντος για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στην ανοιγείσα με το ένδικο μέσο δίκη, στις οποίες περιλαμβάνεται και η κλήση για την πρώτη συζήτηση της έφεσης. Έτσι, κατά μείζονα λόγο, είναι αντίκλητος δεκτικός παραλαβής και της κλήσης του αντιδίκου του εκκαλούντος, για να παραστεί σε ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφο κατά τη λήψη ένορκης βεβαίωσης σύμφωνα με το άρθρο 270 παρ. 2 ΚΠολΔ. Δεν θεωρείται όμως αντίκλητος του εκκαλούντος ο δικηγόρος που υπογράφει ως πληρεξούσιος δικηγόρος του την κλήση-γνωστοποίηση εξέτασης μαρτύρων ενώπιον συμβολαιογράφου, η οποία (κλήση) επιδίδεται με παραγγελία του στον αντίδικο (του εκκαλούντος), εφόσον αυτός (δικηγόρος) δεν έχει υπογράψει το ένδικο μέσο της έφεσης. Στην προκειμένη υπόθεση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε, δικάζοντας κατά την τακτική διαδικασία, σχημάτισε την προαναφερθείσα κρίση του για την αλήθεια των πραγματικών περιστατικών, από τα οποία οδηγήθηκε στην παραδοχή της διεκδικητικής κυριότητας αγωγής του αναιρεσιβλήτου και την απόρριψη της αντίθετης αναγνωριστικής κυριότητας αγωγής της αναιρεσείουσας, εκτός άλλων αποδεικτικών μέσων, και από την ειδικά μνημονευόμενη στην απόφαση .../29-4-2009 ένορκη βεβαίωση του Μ. Τ. ενώπιον της συμβολαιογράφου Χίου Καλλιόπης Τριανταφύλλου, την οποία προσκόμισε και επικαλέστηκε ο αναιρεσίβλητος-εφεσίβλητος, και κατά τη λήψη της δεν παρέστη η αναιρεσείουσα. Στην απόφαση το Εφετείο διαλαμβάνει, σχετικά με την κλήτευση της αναιρεσείουσας, πριν από τη σύνταξή της, τα εξής: "(Η ως άνω βεβαίωση) ελήφθη μετά από νόμιμη κλήτευση της εκκαλούσας, από τον εφεσίβλητο που την προσκομίζει (βλ. την 7673/24-9-2009 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Χίου ...), αφού η κλήση επιδόθηκε στην ορισθείσα για την παρούσα δίκη πληρεξούσια δικηγόρο της εκκαλούσας Μαριάννα Αγγελίδου, η οποία πριν από την εν λόγω κλήτευση υπέγραψε ως πληρεξούσια δικηγόρος της την από 22-4-2009 κλήση- γνωστοποίηση εξέτασης μαρτύρων και παραγγελίας της 37011/28-4-2009 ένορκης βεβαίωσης". Σύμφωνα, όμως, με τις παραπάνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, η επίδοση της κλήσης στην πληρεξούσια δικηγόρο της εκκαλούσας πριν την 30-4-2009, οπότε συζητήθηκε στο Εφετείο η υπόθεση και η τελευταία παραστάθηκε δια της εν λόγω δικηγόρου, δεν ήταν νόμιμη, διότι η πληρεξούσια δικηγόρος της, η οποία και δεν είχε υπογράψει το ένδικο μέσο της έφεσης, δεν είχε καταστεί αντίκλητός της κατά το χρόνο της επίδοσης της κλήσης για την εξέταση του προαναφερθέντος μάρτυρα. Εξάλλου, το γεγονός ότι η ως άνω δικηγόρος Μαριάννα Αγγελίδου εκπροσώπησε την αναιρεσείουσα (και) κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της έφεσης, ήτοι κατά την 23-10-2008 και υπέβαλε (για λογαριασμό της) αίτημα αναβολής της συζήτησης, το οποίο έγινε δεκτό από το Εφετείο και ορίστηκε ως νέος χρόνος συζήτησης η παραπάνω δικάσιμος της 30-4-2009, δεν προσδίδει την ιδιότητα της αντικλήτου στην εν λόγω δικηγόρο, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αναιρεσίβλητος (για πρώτη φορά) ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Τούτο γιατί δεν αποδεικνύεται ότι κατά την ως άνω δικάσιμο της 23-10-2010, κατά την οποία υπεβλήθη μόνο αίτημα αναβολής, είχε γίνει νόμιμος διορισμός της ως άνω δικηγόρου ως πληρεξούσιας της αναιρεσείουσας, σύμφωνα με το άρθρο 96 ΚΠολΔ. Ας σημειωθεί, τέλος, ότι δεν μπορεί να γίνει λόγος εν προκειμένω για έγκριση, κατ' άρθρο 104 ΚΠολΔ, όπως ο αναιρεσίβλητος προβάλλει με τις προτάσεις του, διότι η ακυρότητα θεραπεύεται με την εκ των υστέρων έγκριση, μόνο εφόσον αυτή (έγκριση) αφορά διαδικαστικές πράξεις εκείνου που ενήργησε ως δικαστικός πληρεξούσιος, χωρίς να έχει διορισθεί νομότυπα και όχι όταν αναφέρεται σε πράξεις που έγιναν με παραγγελία του αντιδίκου προς τον μη νομότυπα διορισμένο πληρεξούσιο, ως αντίκλητο. Επομένως, το Εφετείο, που έλαβε υπόψη την πιο πάνω ένορκη βεβαίωση, που δόθηκε χωρίς προηγούμενη νόμιμη κλήτευση της αντιδίκου του εφεσιβλήτου, ήτοι αποδεικτικό μέσο, το οποίο ο νόμος δεν επιτρέπει, υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. α' ΚΠολΔ. Συνεπώς, είναι βάσιμος ο δεύτερος λόγος του δικογράφου των πρόσθετων λόγων αναίρεσης, από τον αριθ. 11 περ. α' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η αναιρετική εμβέλεια του οποίου στο σύνολο της προσβαλλόμενης απόφασης, καθιστά αλυσιτελή την εξέταση των λοιπών λόγων αναίρεσης, που διατυπώνονται με την ένδικη αίτηση και με το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων. Κατ' ακολουθίαν, πρέπει, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, για περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ), όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του από το ν. 4055/2012). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την 43/2010 απόφαση του Εφετείου Αιγαίου. ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση, για περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων (3.500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Ιανουαρίου 2012. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Ιουνίου 2012. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ |
Πρόεδρος:
|
Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη
|
Δικηγόροι:
|
Αντώνιος Βγόντζας, Ανθίππη Ζαννάρα, Ιωάννης Πέππας
|
Εισηγητές:
|
Κωνσταντίνος Τσόλας
|
Μέλη:
|
Χαράλαμπος Δημάδης, Σπυρίδων Μιτσιάλης, Δημήτριος Μαζαράκης
|
Λήμματα:
|
Στοιχεία ορισμένου διεκδικητικής αγωγής που στηρίζεται στην έκτακτη χρησικτησία ,Ένορκες βεβαιώσεις ,Μη νόμιμη κλήτευση ,Αντίκλητος ,Αναίρεση για παράνομες αποδείξεις
|
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
|
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Δικαστήριο:
|
ΕΦΕΤΕΙΟ
|
Τόπος:
|
ΑΘΗΝΑ
|
Αριθ. Απόφασης:
|
457
|
Ετος:
|
2011
|
Περίληψη
Ομοια με ΕφΑθ 456/2011. |
Κείμενο Απόφασης
Αριθμός Απόφασης 457/2011 ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ: 15ο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Αυγουλέα, Πρόεδρο Εφετών, Αντιγόνη Καραϊσκου - Εισηγήτρια, Ευσεβεία Λιακοπούλου Εφέτες, και από τη Γραμματέα Στυλιανή Τζανιδάκη. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Σεπτεμβρίου 2010 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ - ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Γ. Γ. του Π., κατοίκου ….. Αττικής και 2) ’. συζ. Γ. Γ., το γένος Τ., κατοίκου ομοίως, από τους οποίους εκκαλούντες - εφεσιβλήτους, ο πρώτος παραστάθηκε στο ακροατήριο με τους πληρεξούσιους δικηγόρους του, Νικόλαο Ρίσβα και Λάουρα Κονβερτίνι, ενώ η δεύτερη εκπροσωπήθηκε από τους ως άνω πληρεξούσιους δικηγόρους της, οι οποίοι ανακάλεσαν τη δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ. ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ- ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «D. Οι ενάγοντες: 1) ’. συζ. Γ. Γ., το γένος Τ. και 2) Γ. Γ. του Π., με την από 26 Σεπτεμβρίου 2002 αγωγή τους προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό 8348/2002, ζήτησαν να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σʼ αυτήν. Η ενάγουσα ’. συζ. Γ. Γ., το γένος Τ., με την από 3 Σεπτεμβρίου 2004 αγωγή της, προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό 7034/2004, ζήτησε να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ' αυτήν. Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπʼ αριθμόν 1223/2009 οριστική του απόφαση με την οποία δέχτηκε κατά ένα μέρος τις αγωγές. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν οι εκκαλούντες, με τις από 16 Ιουλίου 2009 και 29 Ιουνίου 2009 αντίθετες εφέσεις τους προς το Δικαστήριο τούτο, που έχουν κατατεθεί με αριθμούς 7328/2009 και 6336/2009 αντίστοιχα. Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος Νίκος Παπαχρονόπουλος κατέθεσε εμπρόθεσμα τις προτάσεις του και παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι Νικόλαος Ρίσβας και Λάουρα Κονβερτίνι αφού ανακάλεσαν τη δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ. αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν. ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ Οι από 29-6-2009 και από 16-7-2009 αντίθετες εφέσεις (με αριθμούς κατάθ. 6336/2009 και 7328/2009 αντίστοιχα) των διαδίκων κατά της υπʼαριθ. 1223/2009 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμες, εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι παριστάμενοι διάδικοι επικαλούνται ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης. Πρέπει επομένως να γίνουν τυπικά δεκτές αυτές (οι εφέσεις) και να ερευνηθούν περαιτέρω κατʼουσίαν, συνεκδικαζόμενες μεταξύ τους λόγω συνάφειας, προς διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης (άρθρ. 246 Κ.Πολ.Δ.). Κατά τη διάταξη του άρθρου 513 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., έφεση επιτρέπεται μόνο κατʼ αποφάσεων που εκδίδονται στον πρώτο βαθμό α) εκείνων που παραπέμπουν την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο εξαιτίας αναρμοδιότητας, β) των οριστικών αποφάσεων που περατώνουν την όλη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή για την ανταγωγή. Αν η απόφαση είναι κατά ένα μέρος οριστική, δεν επιτρέπεται έφεση ούτε κατά των οριστικών διατάξεων, πριν εκδοθεί οριστική απόφαση στη δίκη. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 532 του ίδιου Κώδικα, αν λείπει κάποια από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της έφεσης, ιδίως αν η έφεση δεν ασκήθηκε εμπρόθεσμα, και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, το δικαστήριο την απορρίπτει ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι αν από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο συνεκδικάστηκαν περισσότερες αγωγές, που είχαν σωρευθεί στο ίδιο δικόγραφο, προς εξοικονόμηση δαπανών και χρόνου, και στη μια από αυτές εκδόθηκε οριστική απόφαση ως προς όλους τους μετέχοντες στη δίκη διαδίκους, ενώ ως προς την άλλη ή άλλες αγωγές εκδόθηκε μη οριστική απόφαση, ως προς όλους ή μερικούς από τους μετέχοντες στη δίκη διαδίκους, η οριστική απόφαση που εκδόθηκε ως προς όλους τους διαδίκους, υπόκειται αυτοτελώς σε έφεση και πριν ή εκδοθεί οριστική απόφαση ως προς τις άλλες αγωγές που σωρεύθηκαν στο ίδιο δικόγραφο, διότι τέτοια απόφαση αποτελεί στην ουσία άλλη, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 513 Κ,Πολ.Δ., δίκη, σε σχέση με αυτήν που εκκρεμεί και δεν περατώθηκε ακόμη ως προς τις υπόλοιπες αγωγές που σωρεύθηκαν στο ίδιο δικόγραφο ( ΑΠ 99/2008 δημ. στη Νόμος, ΑΠ 1320/1992 ΕλλΔνη 1994-407). Στην προκειμένη περίπτωση οι ενάγοντες, ήδη εκκαλούντες της δεύτερης άνω εφέσεως, με την από 26-9-2002 αγωγή τους, που άσκησαν ενώπιον του προαναφερομένου δικαστηρίου, ισχυρίστηκαν ότι στις 7-9-1999, στον σεισμό που σημειώθηκε στην Αττική με επίκεντρο την περιοχή νοτιοδυτικά της Πάρνηθας, κατέρρευσε σημαντικό τμήμα της πολυκατοικίας που βρισκόταν στη ….. Αττικής, επί των οδών …… και …. αριθ…., εξ υπαιτιότητος των εναγομένων, όπως ο ειδικότερος λόγος ευθύνης του καθενός εξ αυτών αναλυτικά αναφέρεται στην αγωγή, με αποτέλεσμα να θανατωθούν μεταξύ άλλων ενοίκων της πολυκατοικίας και τα δύο ανήλικα τέκνα τους, καθώς και οι γονείς της δεύτερης ενάγουσας, οι οποίοι καταπλακώθηκαν από τα συντρίμμια της, να τραυματισθεί σοβαρά η ίδια (δεύτερη ενάγουσα) και να καταστραφούν ολοσχερώς δύο οριζόντιες ιδιοκτησίες, μετά των εντός αυτών ευρισκομένων κινητών πραγμάτων, όπως επίσης αναλυτικά αναφέρονται στην αγωγή. Ζήτησαν δε μετά από νόμιμο περιορισμό του αιτήματος της αγωγής τους από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να τους καταβάλουν εις ολόκληρο έκαστος, στον μεν πρώτο ενάγοντα το ποσό των 430.613,40 ευρώ ως αποζημίωση για την αποκατάσταση των υλικών ζημιών που υπέστη, όπως ειδικότερα τα επιμέρους αιτούμενα κονδύλια αναπτύσσονται στην αγωγή και το ποσό των 9.999.900 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που υπέστη από τον θάνατο των δύο ανηλίκων τέκνων του, στη δε δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 653.208,40 ευρώ ως αποζημίωση για την αποκατάσταση των υλικών ζημιών που υπέστη, όπως επίσης τα επιμέρους κονδύλια αναλύονται στο δικόγραφο της αγωγής, το ποσό των 11.999,900 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική της οδύνη από τον θάνατο των δύο ανηλίκων τέκνων της και των γονέων της, καθώς και το ποσό των 4.999.900 ευρώ ως χρηματική της ικανοποίηση από την ηθική βλάβη που υπέστη από τον δικό της τραυματισμό, να απαγγελθεί προσωπική κράτηση σε βάρος των φυσικών προσώπων, λόγω της αδικοπραξίας τους και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην δικαστική δαπάνη των εναγόντων. Περαιτέρω η δεύτερη ενάγουσα (της άνω πρώτης αγωγής) με νεώτερη από 3-9-2004 αγωγή της, ισχυρίστηκε συμπληρωματικώς αναφέροντας τα ίδια πραγματικά περιστατικά, ότι επίσης κατά τον άνω σεισμό της 7ης-9-1999, εκτός των άνω αναφερθέντων θανάτων και υλικών ζημιών που υπέστη, από την κατάρρευση της εν λόγω πολυκατοικίας επί των οδών ….. και … αριθ. .. στη ……, εξ υπαιτιότητος των εναγομένων, κατά τα ειδικότερα στην αγωγή αναφερόμενα, και η ίδια καταπλακώθηκε και εγκλωβίστηκε στα συντρίμμια της, με αποτέλεσμα να υποστεί σοβαρό τραυματισμό στο αριστερό της πόδι, εξαιτίας του οποίου κατέστη μερικώς ανίκανη για εργασία, με αποτέλεσμα να υποστεί θετικές, αποθετικές, καθώς και μέλλουσες ζημίες, που αναλυτικά αναφέρονται στην αγωγή, και να δικαιούται ιδιαίτερης αποζημίωσης. Ζήτησε δε μετά από νόμιμο περιορισμό του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων να της καταβάλουν εις ολόκληρο έκαστος για τις άνω αιτίες, τα στην αγωγή αναλυτικά αναφερόμενα χρηματικά ποσά και συνολικά το ποσό των 1.625.310,10 ευρώ, νομιμοτόκως το μεν ποσό των 1.024.738,10 ευρώ από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, το δε ποσό των 600.580 ευρώ από τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο συνεκδικάζοντας τις δυο άνω αγώνες, έκανε εν μέρει, δεκτές αυτές και με την εκκαλουμένη απόφασή του αναγνώρισε την εις ολόκληρο υποχρέωση των εναγομένων όσον αφορά την πρώτη αγωγή, να καταβάλουν στον μεν πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 915.000 ευρώ, στην δε δεύτερη ενάγουσα, το ποσό των 1.540.000 ευρώ, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, όσον αφορά δε την δεύτερη αγωγή, αφού απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμα μερικά από τα σʼαυτήν αναφερόμενα αγωγικά κονδύλια που αντικειμενικώς σωρεύονταν στο ίδιο αυτό δικόγραφο (ήτοι την δεύτερη άνω αναφερθείσα αγωγή) και επίσης ανέστειλε την εκδίκαση μερικών άλλων αγωγικών της κονδυλίων της κατʼάρθρο 249 Κ.Πολ.Δ., που επίσης αντικειμενικώς σωρεύονταν στην δεύτερη αυτή αγωγή, αναγνώρισε κατά τα λοιπά την εις ολόκληρο υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν στην ενάγουσα της αγωγής αυτής το ποσό των 111.955 ευρώ, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται τώρα τόσο οι ενάγοντες, όσο και οι εναγόμενοι, για κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν με τις συνεκδικαζόμενες αντίθετες εφέσεις τους, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, έτσι ώστε κατά μεν τους ενάγοντες να γίνει εξ ολοκλήρου δεκτή η πρώτη άνω από 26-9-2002 αναφερόμενη αγωγή τους, κατά δε τους εναγομένους να απορριφθούν οι άνω δύο αγωγές, και ορθώς οι τελευταίοι εφεσιβάλλουν την εκκαλουμένη που είναι, εν μέρει οριστική, όσον αφορά τις οριστικές της διατάξεις, διότι όταν υπάρχει αντικειμενική σώρευση περισσοτέρων αγωγών (αγωγικών κονδύλων) στο ίδιο δικόγραφο, όπως στην προκείμενη περίπτωση (όσο αφορά ιδίως την δεύτερη άνω αγωγή) σύμφωνα και με αυτά που αναφέρθηκαν στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, χωρεί αυτοτελώς έφεση κατά των οριστικών της διατάξεων και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τους ενάγοντες (και δη από τη δεύτερη εξ αυτών) είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Από τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 299, 330 εδ. β' και 914 ιδίου κώδικα, προκύπτει ότι, σε περίπτωση αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του προστηθέντος, η ευθύνη του προστήσαντος προς αποζημίωση ή και χρηματική ικανοποίηση προϋποθέτει α) σχέση πρόστησης β) παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του προστηθέντος, που τελεί σε αιτιώδη σχέση με την προξενηθείσα σε άλλον ζημία και γ) εσωτερική αιτιώδη σχέση μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς του προστηθέντος και της εκτέλεσης της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, η οποία υπάρχει όχι μόνο όταν η γενεσιουργός της ζημίας συμπεριφορά του προστηθέντος έλαβε χώρα κατά την εκτέλεση της ανατεθείσας σʼ αυτόν από τον προστήσαντα υπηρεσίας, αλλά και όταν αυτή έλαβε χώρα επʼ ευκαιρία ή εξ αφορμής ή και κατά κατάχρηση της ανατεθείσας σʼ αυτόν υπηρεσίας. Σχέση πρόστησης υπάρχει, όταν, στο πλαίσιο υφισταμένης μεταξύ δύο προσώπων (φυσικών ή νομικών) δικαιοπρακτικής ή οποιοσδήποτε άλλης βιοτικής σχέσης, διαρκούς ή ευκαιριακής, το ένα από αυτά (προστήσας), αναθέτει στο άλλο (προστηθέντα), με ή χωρίς αμοιβή, την εκτέλεση ορισμένης υπηρεσίας, υλικής ή νομικής φύσεως, η οποία αποβλέπει στη διεκπεραίωση υποθέσεων και γενικότερα στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών, οικονομικών ή άλλων συμφερόντων του πρώτου και κατά την οποία ο δεύτερος υπόκειται στον έλεγχο ή έστω στις γενικές οδηγίες και εντολές ή μόνο στην επίβλεψη του πρώτου. Η ευθύνη του προστήσαντος έναντι των ζημιωθέντων τρίτων, από παράνομη και υπαίτια, ως άνω συμπεριφορά του προστηθέντος είναι γνήσια αντικειμενική, δικαιολογητικό δε λόγο έχει, ότι ο προστήσας ωφελείται από τις υπηρεσίες του προστηθέντος, διευρύνοντας το πεδίο της επαγγελματικής συνήθως δραστηριότητάς του και ως εκ τούτου είναι εύλογο να φέρει την ευθύνη και τους κινδύνους που προκύπτουν από τη δραστηριότητα του προστηθέντος. Στον προστήσαντα δεν παρέχεται η δυνατότητα απαλλαγής του από την ευθύνη, αν αποδείξει ότι δεν τον βαρύνει πταίσμα (αμέλεια) ως προς την εκ μέρους του επιλογή του προστηθέντος ή ως προς τις οδηγίες που του παρείχε, ούτε αν αποδείξει ότι ο προστηθείς είχε αναπτύξει πρωτοβουλία κατά την παροχή της υπηρεσίας που του ανατέθηκε (ΑΠ 337/2010, ΑΠ 844/2010, ΑΠ 1396/2010, ΑΠ 561/2009, ΑΠ 605/2009 και ΑΠ 1198/2009, όλες δημοσίευση στη Νόμος). Εξάλλου σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. ο νομικός χαρακτηρισμός των επικαλούμενων περιστατικών, στα οποία θεμελιώνεται το προβαλλόμενο με την αγωγή αίτημα, δεν είναι δεσμευτικός για το δικαστήριο, το οποίο οφείλει αυτεπαγγέλτως να προβεί στην ορθή νομική υπαγωγή των επικαλουμένων κατά τρόπο σαφή πραγματικών περιστατικών, έστω και διαφορετική από εκείνη στην οποία προβαίνει ο ενάγων, χωρίς αυτό να συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσεως της αγωγής, αφού η βάση αυτή συγκροτείται από τα θεμελιούντα το αίτημα πραγματικά περιστατικά και όχι από το διδόμενο από τον ενάγοντα νομικό τους χαρακτηρισμό (ΑΠ 1738/2008 δημ. στη Νόμος). Τέλος όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των αρθρ. 94, 96, 97, 142 και 143 του Κ.Πολ.Δ, η επίδοση προς διάδικο μπορεί να γίνεται και προς τον νόμιμα διορισμένο αντίκλητο του, εφόσον εξακολουθεί να έχει αυτή την ιδιότητα. Ο διορισμός αντικλήτου γίνεται, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 142 παρ. 1 και 4, είτε με δήλωση ενώπιον του γραμματέα του πρωτοδικείου της κατοικίας του διαδίκου είτε με ρήτρα σε σύμβαση (που καλύπτει μόνο τις σχετικές με τη σύμβαση αυτή πράξεις). Επίσης, έχει την ιδιότητα του αντικλήτου και ο νόμιμα διορισμένος πληρεξούσιος δικηγόρος, στον οποίο μπορούν να γίνονται μόνον οι επιδόσεις που ανάγονται στη δίκη για την οποία είναι πληρεξούσιος, συμπεριλαμβανομένης και της επίδοσης της οριστικής απόφασης. Μετά όμως την έκδοση της οριστικής αποφάσεως, σε περίπτωση ασκήσεως ενδίκου μέσου, μπορεί να γίνει μεν επίδοση της σχετικής κλήσεως, καθώς και των προπαρασκευαστικών πράξεων μέχρι την πρώτη συζήτηση του ενδίκου μέσου (ΑΠ 454/2004 δημοσ. στη Νόμος, ΑΠ 497/1991 ΕλλΔ/νη 33 σελ. 126) προς τον υπογράψαντα το ένδικο μέσο, ως πληρεξούσιο δικηγόρο, όχι όμως και προς τον κατά τη δίκη, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση πληρεξούσιο δικηγόρο του καθʼού το ένδικο μέσο, ο οποίος μετά την έκδοση της οριστικής αυτής αποφάσεως παύει να έχει την ιδιότητα του αντικλήτου (αν δεν διορίσθηκε αντίκλητος) (ΑΠ 338/2009 δημοσ. στη Νόμος). Ο δικηγόρος δηλαδή που υπέγραψε το ένδικο μέσο, σε κάθε περίπτωση, παραλαμβάνει κατά το άρθρο 143 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ. νόμιμα την βασικής σημασίας για την παραπέρα πορεία της δίκης κλήση για τη πρώτη συζήτηση της έφεσης, έστω και αν παραστεί άλλος στο ακροατήριο απʼαυτόν που την υπέγραψε. Επομένως, κατά μείζονα λόγο είναι δεκτικός παραλαβής και της κλήσης του αντιδίκου του να παραστεί σε ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφο για λήψη ένορκης βεβαίωσης σύμφωνα με το άρθρο 270 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.( ΑΠ 454/2004 ό.π). Η άποψη αυτή, σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της δίκης, διευκολύνει τη διεξαγωγή της ιδίως σε περιπτώσεις πολυπρόσωπων δικών, που σε αντίθετη εκδοχή, ο διάδικος θα ήταν υποχρεωμένος για μια απλή ένορκη βεβαίωση που πρέπει να γίνει πριν από την συζήτηση στο ακροατήριο, να προβεί σε αντίστοιχες με τον αριθμό των αντιδίκων του επιδόσεις, υποβαλλόμενος σε υπέρογκες δαπάνες, ενώ επιπλέον με τη γενόμενη δεκτή άποψη, ικανοποιείται πλήρως ο σκοπός του νόμου να πληροφορηθεί ο αντίδικος τον βεβαιώνοντα ένορκα και να παραστεί αν το επιθυμεί (ΑΠ 497/1991 ό.π). Στην προκειμένη περίπτωση από την επανεκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που ενόρκως εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημοσίας συνεδρίασης του ίδιου δικαστηρίου, τις υπʼαριθ. 15578 και 15579/4-10-2007 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι ενάγοντες, οι οποίες ελήφθησαν νομίμως, ήτοι μετά προηγούμενη εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγομένων (βλ. τις υπʼαριθμ. 3333Β', 3334Β', 3337Β', 3342Β' και 3335Β 727-9-2007 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά Μ. Κ. και την 4561/28-9-2007 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο ’ρτας Κ. Θ.), την ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου το πρώτο προσκομισθείσα από τους ενάγοντες υπʼαριθ. 6087/22-9-2010 ένορκη βεβαίωση που λήφθηκε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών μετά νομότυπη κλήτευση των εφεσιβλήτων-εκκαλούντων, και δη με κοινοποίηση της σχετικής κλήσεως προς λήψη της ένορκης βεβαίωσης, ήτοι προπαρασκευαστικής πράξης έως την πρώτη συζήτηση της έφεσης τους, στον υπογράφοντα το ένδικο μέσο της έφεσης τους πληρεξούσιο και δεκτικό παραλαβής της (κλήσεως) δικηγόρο τους Νίκο X. Παπαχρονόπουλο (βλ. την υπʼ αριθ. 5824Β/27-7-2009 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πειραιά Μ. Κ.), απορριπτόμενων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών τους, ότι δηλαδή αυτός δεν είναι αντίκλητος τους και δεκτικός παραλαβής της σχετικής κλήσεως, σύμφωνα και με αυτά που αναφέρθηκαν στην τελευταία (τρίτη) προηγηθείσα μείζονα σκέψη, καθώς και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατά το σεισμό της 7-9-1999, που σημειώθηκε στην περιοχή της Αττικής, με επίκεντρο την Πάρνηθα, κατέρρευσε σημαντικό τμήμα, το οποίο αντιστοιχεί σε περισσότερο από το ήμισυ της κάτοψης, πολυώροφης οικοδομής, κείμενης στη συμβολή των οδών ….. αριθ. …. και …αριθ. …., στη …. …..Αττικής. Συγκεκριμένα, κατέρρευσε το ένα από τα δύο σκέλη της παραπάνω οικοδομής, το ευρισκόμενο παράλληλα με την οδό …. Το τμήμα αυτό αποτιμήθηκε από την υπόλοιπη κατασκευή (της πολυκατοικίας) στην περιοχή της εισέχουσας γωνίας του L (δεδομένου ότι το σχήμα της εν λόγω πολυκατοικίας είχε αυτή την μορφή αυτή, δηλαδή ήταν κτισμένη σε σχήμα L), με το σύνολο των ερειπίων να έχουν καταρρεύσει εντός του υπογείου. Από την κατάρρευση της οικοδομής και εξαιτίας της καταπλάκωσής Τους από τα ερείπια αυτής έχασαν την ζωή τους επτά άτομα, μεταξύ των οποίων οι δύο θυγατέρες των εναγόντων ένοικοι του Β' ορόφου, ήτοι η Π. Γ., ετών 12, ο θάνατος της οποίας οφειλόταν σε ασφυξία και η Ε. Γ., ετών 7, ο θάνατος της οποίας οφειλόταν σε ασφυξία και κακώσεις της κεφαλής καθώς επίσης και οι γονείς της ενάγουσας, ήτοι ο Χ.Β. Τ., ετών 67, ένοικος Α' ορόφου, ο θάνατος του οποίου οφειλόταν σε βαριές κακώσεις θώρακος και αυχένα και η Ε.- Α. συζ. Χ. Τ., ετών 59, ένοικος επίσης του Α' ορόφου, ο θάνατος της οποίας οφειλόταν σε βαριές κακώσεις θώρακος, λεκάνης, δεξιού άνω άκρου και αμφοτέρων των κάτω άκρων, ενώ τραυματίσθηκε σοβαρά η ενάγουσα, η οποία υπέστη πλήρη παράλυση αριστερού κάτω άκρου, κάτωθι του γόνατος. Η όλη κατασκευή ήταν πενταόροφη, με μορφή σε κάτοψη σχήματος L, όπως προαναφέρθηκε και αποτελείτο από υπόγειο, ισόγειο, ημιώροφο, A, Β, Γ και Δ ορόφους με δομικό σύστημα από οπλισμένο σκυρόδεμα. Η αρχική άδεια της οικοδομής είχε εκδοθεί από τη Νομαρχία Αττικής το έτος 1977 και οι εργασίες ολοκληρώθηκαν το έτος 1979 με 1980. Στο ισόγειο της παραπάνω οικοδομής υπήρχε κατάστημα, αποτελούμενο από υπόγειο εμβαδού 208 τ.μ., ισόγειο εμβαδού 260 τ.μ. και πατάρι, εμβαδού 60 τ.μ., το οποίο μίσθωσαν, το έτος 1980, οι Σ. Μ., Ε. Μ., Χ. Μ. και Ι. Μ. και άρχισαν να το χρησιμοποιούν ως σούπερ μάρκετ. Στη συνέχεια απέκτησαν την κυριότητα των οριζοντίων αυτών ιδιοκτησιών, ενώ η τελευταία ήταν ιδιοκτήτρια και δύο διαμερισμάτων της ίδιας οικοδομής. Στο ανωτέρω ισόγειο υπήρχε και άλλο ένα κατάστημα, εμβαδού 107 τ.μ., το οποίο ανήκε στην ιδιοκτησία του Δ. Π., ενώ Ιδιοκτήτης αποθήκης του υπογείου της ίδιας οικοδομής ήταν ο ’. Ν.. Η λειτουργία του πρώτου ως άνω καταστήματος σταμάτησε το έτος 1997 και οι ιδιοκτήτες αυτού το εκμίσθωσαν δυνάμει του από 27-10-1997 ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως, στην εταιρία με την επωνυμία «CONTINENT HELLAS A.Ε.», εκπροσωπούμενη από τους Δ. Μ. και τον J. R., προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως σούπερ μάρκετ ή ως μικτό κατάστημα τροφίμων. Με το ίδιο συμφωνητικό συμφωνήθηκε ότι η μισθώτρια μπορούσε να προβεί χωρίς την έγγραφη συναίνεση ή έγκριση των εκμισθωτών σε οποιαδήποτε προσθήκη, τροποποίηση ή μεταρρύθμιση του μισθίου, τόσο των εσωτερικών όσο και των εξωτερικών όψεων των κτιριακών εγκαταστάσεων, υπό την προϋπόθεση ότι θα πληρούσαν τις σχετικές πολεοδομικές προϋποθέσεις, θα ήταν σύμφωνες με τον κανονισμό της πολυκατοικίας και σε καμία περίπτωση δεν θα έθιγαν τη στατική ικανότητα των κτιριακών εγκαταστάσεων. Επίσης με τον όρο 19 του ίδιου ως άνω συμφωνητικού συμφωνήθηκε «ότι η μισθώτρια μετά από έγγραφη πληρεξουσιότητα των εκμισθωτών θα έχει λάβει από το αρμόδιο πολεοδομικό γραφείο αναθεώρηση της ήδη υφιστάμενης άδειας οικοδομής για τις εργασίες που πρέπει να εκτελεσθούν, ώστε να μπορέσει στον ανωτέρω χρόνο να λειτουργήσει σούπερ μάρκετ ή μικτό κατάστημα τροφίμων και συναφών ειδών». Η άνω ʽμισθώτρια εταιρία και η πρώτη εναγομένη εταιρία με την επωνυμία «D. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Συνεκδικάζει κατʼαντιμωλίαν των διαδίκων τις από 29-6-2009 (αριθ. καταθ. 6336/2009) και από 16-7-2009(αριθ. καταθ. 7328/2009) αντίθετες εφέσεις. Δέχεται αυτές κατά το τυπικό τους μέρος, και όσον αφορά την πρώτη από 11-10-2002 (αριθ. καταθ.8348/2002) αγωγή, δέχεται αυτές και ως προς το ουσιαστικό τους, όσον αφορά δε την δεύτερη από 3-9-2004 (αριθ. καταθ. 7034/2004) αγωγή, δέχεται την από 29- 6-2009 έφεση κατά το ουσιαστικό της μέρος μόνο ως προς τον έκτο εκκαλούντα Λ. Α.και την απορρίπτει κατά το μέρος αυτό (ουσιαστικό) σχετικά με την αγωγή αυτή ως προς τους λοιπούς εκκαλούντες (εναγομένους) αυτής. Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπʼαριθ. 1223/2009 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, όσον αφορά την πρώτη άνω αγωγή ως προς τους πέντε πρώτους εκκαλούντες-εναγομένους και (εξαφανίζει) μόνο ως προς τον δέκατο εναγόμενο Λ. Α. όσον αφορά την δεύτερη άνω αγωγή. Κρατεί και συνεκδικάζει επί της ουσίας τις από 26-9-2002 και από 3-9-2004 αγωγές. Απορρίπτει τις αγωγές ως προς τον δέκατο εναγόμενο .... Δέχεται εν μέρει την από 11-10-2002 αγωγή ως προς τους λοιπούς εναγομένους-πρώτους πέντε εκκαλούντες. Αναγνωρίζει στην πρώτη αγωγή την υποχρέωση των εναγομένων- εκκαλούντων αυτών, να καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος α)στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των επτακοσίων ένδεκα χιλιάδων τριακοσίων τριάντα(711.330) ευρώ και β)στην δεύτερη ενάγουσα το ποσό των ενός εκατομμυρίου εκατόν εβδομήντα οκτώ χιλιάδων εξακοσίων τριάντα(1.178.630) ευρώ, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επιβάλλει σε βάρος των εναγομένων-πέντε πρώτων εκκαλούντων, ένα μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων σχετικά με την αγωγή αυτή και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων καθορίζει στο ποσό των εβδομήντα δύο χιλιάδων (72.000) ευρώ, κατανεμομένων και συμψηφιζομένων κατά τα λοιπά μεταξύ των διαδίκων, και Επιβάλλει σε βάρος των εναγόντων, αντίστοιχο μέρος των δικαστικών εξόδων του δεκάτου εναγομένου- εκκαλούντος, το ύψος των οποίων καθορίζει και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας σε δώδεκα χιλιάδες (12.000) ευρώ. Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 9 Δεκεμβρίου 2010 και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 31 Ιανουαρίου 2011, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοί τους δικηγόροι. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ |
Πρόεδρος:
|
Μιχαήλ Αυγουλέας
|
Δικηγόροι:
|
Νικόλαος Ρίσβας ,Λάουρα Κονβερτίνι Νίκος Παπαχρονόπουλος
|
Εισηγητές:
|
Αντιγόνη Καραϊσκου
|
Μέλη:
|
Ευσεβεία Λιακοπούλου
|
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
|