Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2014

ΠΛΑΣΜΑΤΙΚΗ ΑΠΟΔΟΧΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ (ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΕΛΕΥΣΗ ΑΠΡΑΚΤΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑΣ ΠΡΟΣ ΑΠΟΠΟΙΗΣΗ)-- ΔΥΝΑΤΗ Η ΑΚΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΛΟΓΩ ΠΛΑΝΗΣ

Αριθμός 951/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Σ. Μ. του Κ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ανδρέα Κότσιφα, ο οποίος ανακάλεσε την από 5/3/2013 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και παραστάθηκε αυτοπροσώπως.
Της αναιρεσίβλητης: Ε. Μ. του Κ., συζύγου Π. Α., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Μαρία Αβούρη.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30/6/2008 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5590/2010 του ιδίου Δικαστηρίου και 412/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 31/5/2012 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Μαζαράκης ανέγνωσε την από 25/2/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξουσία της αναιρεσιβλήτης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, η έλλειψη μείζονος πρότασης, η παράλειψη δηλαδή παράθεσης των διατάξεων στις οποίες βρίσκει έρεισμα το αγωγικό αίτημα, δεν καθιστά την απόφαση αναιρετέα. Τούτο δε, διότι η συνταγματική επιταγή της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολόγησης των αποφάσεων (άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος) δεν καθιερώνει ούτε επιβάλλει αντίστοιχο αναιρετικό έλεγχο. Ο δε κοινός νομοθέτης στο πεδίο της πολιτικής δίκης προβλέπει ως λόγο αναίρεσης την έλλειψη νόμιμης βάσης "ιδίως αν (η απόφαση) δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης" (άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ). Ως "αιτιολογίες", όμως, στη διάταξη αυτή νοούνται μόνο οι ουσιαστικές παραδοχές, των οποίων η έλλειψη, αντίφαση ή ανεπάρκεια καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου. Οι διατάξεις που στηρίζουν το αγωγικό αίτημα αρκεί, έστω και αν δεν μνημονεύονται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, να υφίστανται και να δικαιολογούν, βάσει των ουσιαστικών παραδοχών της, το διατακτικό της, οπότε ο Άρειος Πάγος μπορεί να τις συμπληρώσει, κατά το άρθρο 578 του ΚΠολΔ (ΑΠ 282/2010, ΑΠ 1020/2005).
Συνεπώς, ο πρώτος από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο πλήττεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, διότι δεν περιέχει μείζονα πρόταση που να διαλαμβάνει τους κανόνες δικαίου που εφαρμόστηκαν, είναι απαράδεκτος, διότι δεν εμπίπτει σε κανένα από τους αναιρετικούς αυτούς λόγους. Επειδή κατά τα άρθρα 1847 παρ. 1 εδάφ. α' και 1850 εδάφ. β' του ΑΚ ο κληρονόμος μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομία μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών που αρχίζει από τότε που έμαθε την επαγωγή και το λόγο της. Αν περάσει η προθεσμία, η κληρονομία θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή. Κατά δε το άρθρο 1857 εδάφ. β' περ. 1, γ' και δ' του ίδιου Κώδικα, η αποδοχή της κληρονομίας που οφείλεται σε πλάνη κρίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις για τις δικαιοπραξίες. Η πλάνη σχετικά με το ενεργητικό ή το παθητικό της κληρονομίας δεν θεωρείται ουσιώδης. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και σε αποδοχή που συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας για αποποίηση. Εξάλλου, κατά το άρθρο 1901 εδάφ. α' ΑΚ ο κληρονόμος ευθύνεται και με τη δική του περιουσία για τα χρέη της κληρονομίας. Τέλος κατά τα άρθρα 140 και 141 ΑΚ, αν κάποιος καταρτίζει δικαιοπραξία και η δήλωσή του δεν συμφωνεί, από ουσιώδη πλάνη, με τη βούλησή του, έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας Η πλάνη είναι ουσιώδης, όταν αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την όλη δικαιοπραξία, ώστε, αν το πρόσωπο γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι η αποδοχή της κληρονομίας που συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας αποποιήσεως, μπορεί να προσβληθεί από τον κληρονόμο λόγω πλάνης, όταν η με τον τρόπο αυτό συναγόμενη κατά πλάσμα του νόμου αποδοχή δεν συμφωνεί με τη βούλησή του από ουσιώδη πλάνη, δηλαδή από άγνοια ή εσφαλμένη γνώση της καταστάσεως που διαμόρφωσε τη βούλησή του, όταν αυτή αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την αποδοχή της κληρονομίας, ώστε αν ο κληρονόμος γνώριζε την αληθινή κατάσταση ως προς το σημείο αυτό, δεν θα άφηνε να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αποποιήσεως. Η εσφαλμένη δε γνώση ή άγνοια, που δημιουργεί τη μεταξύ βουλήσεως και δηλώσεως διάσταση, η οποία όταν είναι ουσιώδης θεμελιώνει δικαίωμα προσβολής της δηλώσεως λόγω πλάνης, μπορεί να οφείλεται και σε άγνοια ή εσφαλμένη γνώση των προαναφερομένων νομικών διατάξεων για την αποδοχή της κληρονομίας (Ολ.ΑΠ 3/1989). Υπάρχει δε πλάνη περί το δίκαιο της αποδοχής της κληρονομίας και όταν ο κληρονόμος τελεί σε άγνοια που ανάγεται α) στο σύστημα της κτήσεως της κληρονομίας κατά τον ΑΚ που επέρχεται αμέσως μετά το θάνατο του κληρονομουμένου, οπότε η προθεσμία του άρθρου 1847 ΑΚ δεν αρχίζει, γιατί η άγνοια αποκλείει την γνώση της επαγωγής της κληρονομίας και β) σε άγνοια μόνο της υπάρξεως της προθεσμίας του άρθρου 1847 ΑΚ προς αποποίηση ή της κατά το άρθρο 1850 ΑΚ νομικής σημασίας της παρόδου της προθεσμίας αυτής άπρακτης. Τέλος η αγωγή προς ακύρωση της αποδοχής της κληρονομίας ...
και η αντίστοιχη ένσταση είναι δυνατό να στραφεί και κατά του δανειστή της κληρονομίας (ΑΠ 1087/2011, ΑΠ 1211/2010, ΑΠ 338/04). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντίστοιχα δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε, ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Κατά δε το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δε συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται ο λόγος αυτός σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται, όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα, τέλος, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (Ολ.ΑΠ 24/1992).
Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων τα ακόλουθα: "Η μητέρα των διαδίκων Β. Μ. απεβίωσε αδιάθετη στις 25-5-2005, αφήνοντας πλησιέστερους συγγενείς της και εξ αδιαθέτου κληρονόμους της τους διαδίκους και την αδελφή τους Μ. . Κατά το χρόνο του θανάτου της δεν κατέλειπε περιουσιακά στοιχεία. Περαιτέρω, αποδείχθηκε, ότι κατόπιν αγωγής της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης κατά της μητέρας της είχε εκδοθεί η υπ' αριθ. 3422/2002 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία υποχρέωσε την μητέρα της να καταβάλει στην ήδη εναγομένη και τότε ενάγουσα κόρη της το συνολικό ποσό των 5.997,70 ευρώ εντόκως. Η απόφαση αυτή κατέστη τελεσίδικη με την έκδοση της υπ' αριθμ. 3235/2003 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Η οφειλή της αποβιωσάσης μητέρας της εναγομένης-αναιρεσίβλητης προς αυτήν, σύμφωνα με τις παραδοχές της ανωτέρω αποφάσεως, προερχόταν από την χωρίς γνώση και συναίνεση της κόρης της (ήδη εναγομένης), με την οποίαν συγκατοικούσε, ανάληψη το έτος 1991 από τον κοινό λογαριασμό τους στην Ιονική και Λαϊκή Τράπεζα της Ελλάδος ολοκλήρου του ποσού που ανερχόταν σε 2.042.717 δραχμές και προερχόταν αποκλειστικά από χρήματα της (εναγομένης) κόρης της, που εργαζόταν τότε ως οδοντίατρος. Ο μάρτυρας της εναγομένης με πειστικότητα και σαφήνεια και εξ ιδίας αντιλήψεως κατέθεσε ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ότι η μητέρα των διαδίκων προσπαθούσε να πείσει τα παιδιά της στα οποία έδωσε τα ανωτέρω χρήματα να τα επιστρέψουν στην εναγομένη-αναιρεσίβλητη κόρη της και ο ενάγων-αναιρεσείων της είχε υποσχεθεί την τακτοποίηση του χρέους αυτού με την επιστροφή των οφειλομένων χρημάτων προς την αδελφή του. Επίσης η μάρτυρας της εναγομένης, Γ. Α. στην ένορκη βεβαίωσή της αναφέρει ότι ενώπιόν της ο ενάγων κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων πωλήσεως διαμερίσματος ιδιοκτησίας του, απευθυνόμενος προς την εναγομένη - αδελφή του, της είπε ότι επιτέλους ήλθε η ώρα να την αποζημιώσει, παραδεχόμενος ότι η μητέρα τους είχε προβεί στην ως άνω ανάληψη χρημάτων προκειμένου να δώσει τα χρήματα σε αυτόν και την αδελφή του. Ο δε μάρτυρας της εναγομένης Π. Μ. στην ένορκη βεβαίωσή του ανέφερε ότι ενώπιόν του ο ενάγων υποσχέθηκε στην εναγομένη - αδελφή του ότι θα την αποζημιώσει "για ότι είχε τραβήξει από τη μητέρα τους και για τα χρήματα που της είχε πάρει" και ότι ο ενάγων διέθετε στην Αθήνα μόνιμο, νομικό σύμβουλο ο οποίος εκτελούσε χρέη διαχειριστή στην πολυκατοικία που διέμενε η εναγομένη. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων ήταν διαχειριστής από το 2003 έως το 2007 στην πολυκατοικία, στην οποίαν διέμεναν οι αδελφές του και είχε και αυτός ιδιόκτητα διαμερίσματα σε αυτήν, βοηθούμενος στη διαχείριση από το νομικό του σύμβουλο και επικοινωνούσε τακτικά με αυτές τόσο προφορικά όσο και γραπτά. Ερχόταν δε στην Αθήνα τέσσερις με πέντε φορές το χρόνο και πάντοτε επισκεπτόταν τη μητέρα του με την οποίαν διατηρούσε καλές σχέσεις. Οι σχέσεις του με την εναγομένη διαταράχθηκαν κατά το έτος 2007 εξαιτίας της αρνήσεώς του να προβεί ως διαχειριστής σε εργασίες μονώσεως της ταράτσας της ανωτέρω πολυκατοικίας, ώστε να αποτραπεί η εμφάνιση υγρασίας στην οροφή του διαμερίσματος της εναγομένης και η εξ αυτής προερχομένη πτώση των επιχρισμάτων και των σοβάδων με αποτέλεσμα η εναγομένη να υποβάλει καταγγελία στην Πολεοδομία για τη συμπεριφορά του αυτή. Ο ενάγων-αναιρεσείων εργάσθηκε ως αξιωματικός Οικονομικού σε πλοία του Εμπορικού Ναυτικού και μετά τη συνταξιοδότησή του είχε συστήσει ομόρρυθμη εταιρεία εμπορίας καλλυντικών ειδών. Από το γεγονός και μόνο της εγκαταστάσεώς του στην Κρήτη μετά τη συνταξιοδότησή του και της απασχολήσεώς του με γεωργικές εργασίες δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο ενάγων ήταν άνθρωπος αποκομμένος από τις συναλλαγές και την κοινωνία, ενόψει του ότι, όπως προαναφέρθηκε, επί σειρά ετών είχε εργασθεί ως αρχιλογιστής στα πλοία και είχε συστήσει μετέπειτα ομόρρυθμη εταιρεία οπότε είχε μεγάλη επαγγελματική και κοινωνική πείρα και μπορούσε κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο να προασπισθεί τα οποιαδήποτε συμφέροντά του. Η μη αποποίηση εκ μέρους του της κληρονομιάς της μητέρας του δεν οφείλεται σε πλάνη και άγνοια σχετικά με τις διατάξεις του νόμου που διέπουν την προθεσμία αποποίησης της επαχθείσας σε αυτόν κληρονομιάς της μητέρας του, διότι σύμφωνα με τα προεκτεθέντα είχε μεγάλη κοινωνική και επαγγελματική πείρα και διέθετε και νομικό σύμβουλο τον οποίον συμβουλευόταν για τα διάφορα ζητήματά του. Ο ενάγων δεν αποποιήθηκε την κληρονομία της μητέρας του, καθόσον ήθελε να τακτοποιήσει το χρέος αυτής προς την αδελφή του, το οποίο το θεωρούσε υπόσχεση ζωής προς την μητέρα του. Το Δικαστήριο δεν δύναται να οδηγηθεί σε αντίθετη κρίση από τις καταθέσεις των μαρτύρων του ενάγοντος-αναιρεσείοντος, στις οποίες διαφαίνεται προσπάθεια συμπορεύσεως με τους ισχυρισμούς αυτού, κατά πρόταση άλλωστε του οποίου εξετάσθηκαν, εν πάση δε περιπτώσει κρίνονται μη πειστικές". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε, ότι η μη αποποίηση εκ μέρους του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος της κληρονομίας της μητέρας του δεν οφείλεται σε πλάνη και άγνοια σχετικά με τις διατάξεις του νόμου, που διέπουν την προθεσμία αποποίησης της επαχθείσας σε αυτόν κληρονομίας της μητέρας του και κατόπιν τούτου, δέχτηκε την ασκηθείσα από την εναγομένη-αναιρεσίβλητη έφεση, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, που είχε κρίνει αντίθετα, και απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την ένδικη αγωγή. Με αυτά, που δέχθηκε, και έτσι, που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1847, 1850, 1857, 1901, 140 και 141 ΑΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, και δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού, όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενο αυτής, διέλαβε σ' αυτήν πλήρεις, σαφείς και μη αντιφάσκουσες μεταξύ τους αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς τo ουσιώδες ζήτημα, ότι η μη αποποίηση εκ μέρους του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος της κληρονομίας της μητέρας του δεν οφείλεται σε πλάνη και άγνοια σχετικά με τις διατάξεις του νόμου, που διέπουν την προθεσμία αποποίησης της επαχθείσας σε αυτόν κληρονομίας. Ειδικότερα, το Εφετείο με σαφήνεια δέχτηκε, ότι μετά από αγωγή της εναγομένης-αναιρεσίβλητης κατά της μητέρας της είχε εκδοθεί η 3422/2002 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που κατέστη ήδη τελεσίδικη, με την οποία υποχρεώθηκε η ήδη αποβιώσασα μητέρα της να καταβάλει στην αναιρεσίβλητη το ποσό των 5.997,70 ευρώ με το νόμιμο τόκο, οφειλή που προερχόταν από την χωρίς τη γνώση και συναίνεση της αναιρεσίβλητης κόρης της ανάληψη το έτος 1991 από τον κοινό λογαριασμό τους σε Τράπεζα ολόκληρου του ποσού, που προερχόταν αποκλειστικά από χρήματα της αναιρεσίβλητης, για να το δώσει στα άλλα παιδιά της, ότι ο αναιρεσείων γνώριζε το χρέος αυτό της αποβιώσασας μητέρας του προς την αναιρεσίβλητη αδελφή του, ότι ο ενάγων-αναιρεσείων ήταν διαχειριστής από το 2003 έως το 2007 στην πολυκατοικία που έμενε η αναιρεσίβλητη αδελφή του και που είχε ο ίδιος δικά του διαμερίσματα, ότι εργάστηκε ως αξιωματικός Οικονομικού σε πλοία του Εμπορικού Ναυτικού, ότι είχε συστήσει ομόρρυθμη εταιρεία, ότι έτσι η μη αποποίηση εκ μέρους του της κληρονομίας της μητέρας του δεν οφείλεται σε πλάνη και άγνοια σχετικά με τις διατάξεις του νόμου, που διέπουν την προθεσμία αποποίησης της κληρονομίας, αφού διέθετε μεγάλη επαγγελματική και κοινωνική πείρα, και ότι ο αναιρεσείων δεν αποποιήθηκε την κληρονομία της αποβιώσασας μητέρας του, διότι ήθελε να τακτοποιήσει το χρέος αυτής προς την ενάγουσα-αναιρεσίβλητη αδελφή του. Επομένως, οι συναφείς τρίτος, κατά το πρώτο και τρίτο μέρος του, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, δεύτερος, κατά το δεύτερο μέρος του, και τρίτος, κατά το δεύτερο μέρος του, από τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου, λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Επειδή, κατά το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ' ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Κατά την έννοια της διάταξης, για την ίδρυση του λόγου αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για το αν πράγματι λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν από τους διαδίκους με επίκληση, τα οποία έχει το δικαστήριο υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη του σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 340 και 346 ΚΠολΔ (ΑΠ 643/2001). Εξάλλου, δεν θεμελιώνει λόγο αναίρεσης η παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να μνημονεύσει στην απόφασή του ποια αποδεικτικά μέσα χρησιμοποιήθηκαν για άμεση και ποια για έμμεση απόδειξη ή να καθορίσει τη βαρύτητα που αποδόθηκε στο καθένα από αυτά ή τη σχέση και επιρροή εκάστου στα προς απόδειξη θέματα, από δε την αναφορά στην απόφαση μερικών από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων ή από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, γιατί έχουν ιδιαίτερη σημασία, δεν συνάγεται αναγκαστικά ότι δεν εκτιμήθηκαν οι καταθέσεις και των λοιπών μαρτύρων ή τα μη αναφερόμενα έγγραφα.
Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων με τον δεύτερο, κατά το πρώτο μέρος του, λόγο της αναίρεσης προβάλλει κατά της προσβαλλόμενης απόφασης αιτίαση από τον αριθ. 11 περ. γ' άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη την κατάθεση της μάρτυράς του στο ακροατήριο Μ. συζ. Α. Μ., το γένος Μ., και την μαρτυρία του μάρτυρά του Α. Μ. που περιέχεται στην 8653/2009 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκου Αθηνών. Από την υπάρχουσα, όμως, στην προσβαλλόμενη απόφαση ρητή διαβεβαίωση, κατά την οποία το δικαστήριο έλαβε υπόψη "τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάστηκαν νόμιμα στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως, όλα τα έγγραφα που νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, καθώς και την υπ' αριθ. 8653/2009 ένορκη βεβαίωση του Α. Μ. ενώπιον της Ειρηνοδίκου Αθηνών, που νομίμως επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγων-αναιρεσείων", καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη για τη διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος και συνεκτίμησε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και τις παραπάνω ένορκη κατάθεση μάρτυρα και ένορκη βεβαίωση, αφού μάλιστα περιέχεται παραδοχή του ότι "το Δικαστήριο δεν δύναται να οδηγηθεί σε αντίθεση κρίση από τις καταθέσεις των μαρτύρων του ενάγοντος". Επομένως, ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι αβάσιμος.
Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 14 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Το απαράδεκτο καθιερώνει ο νόμος ως ιδιαίτερη έννοια σε σχέση με την ακυρότητα. Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης ως απαράδεκτο νοείται εκείνο που είναι συνέπεια παραβιάσεως δικονομικών διατάξεων, οι οποίες θέτουν ορισμένες προϋποθέσεις ως προς τη διαδικαστική πράξη, η μη τήρηση των οποίων αποκλείει εκ των προτέρων την πράξη (Ολομ.ΑΠ 963/1985). Επομένως, ο δεύτερος, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση ότι το Εφετείο με το να μη λάβει υπόψη τις πιο πάνω καταθέσεις μαρτύρων υπέπεσε στην πλημμέλεια της παρά το νόμο κήρυξη ακυρότητας ή απαραδέκτου των μαρτυριών αυτών και έκπτωση από το δικαίωμά του να ληφθούν υπόψη, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.
Επειδή, ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 περ. β' ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, όταν το δικαστήριο παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούμενου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (Ολομ.ΑΠ 9/1997, 625/2008, ΑΠ 328/2008). "Πράγματα" υπό την έννοια αυτή αποτελούν και οι λόγοι εφέσεως που αφορούν τέτοιους ισχυρισμούς (ΑΠ 1573/2006). Δεν αποτελούν "πράγματα" και άρα δεν ιδρύεται ο ως άνω λόγος αναιρέσεως, αν δεν ληφθούν υπόψη, οι ισχυρισμοί που αποτελούν απλή ή αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, καθώς και οι ισχυρισμοί που συνιστούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 701/2008, ΑΠ 625/2008, ΑΠ 558/2008). Περαιτέρω, δεν θεμελιώνεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό (πράγμα) και τον απέρριψε ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό, αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν (Ολ.ΑΠ 11/1996).
Στην προκείμενη απόφαση, ο αναιρεσείων με τον τρίτο, κατά το τέταρτο μέρος του, λόγο αναίρεσης προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από την ως άνω διάταξη πλημμέλεια, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς του για ύπαρξη άγνοιας ουσιώδους πλάνης ως προς τις διατάξεις των άρθρων 1846, 1847, 1850 εδάφ. β' και 1901 ΑΚ. Από την απόφαση, όμως, προκύπτει, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς αυτούς και τους απέρριψε. Επομένως, ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι αβάσιμος. Επειδή, κατά το άρθρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Οι γενικοί ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση που το δικαστήριο της ουσίας, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, διαπιστώνει ότι υφίσταται κενό στη σύμβαση ή ότι γεννιέται αμφιβολία για την έννοια των δηλώσεων βουλήσεως. Παραβιάζονται δε οι κανόνες αυτοί όταν το δικαστήριο, παρά τη διαπίστωση, έστω και έμμεσα, κενού ή αμφιβολίας σχετικά με την έννοια της δηλώσεως βουλήσεως, παραλείπει να προσφύγει σ' αυτούς, για τη διαπίστωση της αληθινής έννοιας των δηλώσεων βουλήσεως ή να παραθέσει στην απόφασή του τα πραγματικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή τους ή προβαίνει σε κακή εφαρμογή τους (ΟλΑΠ 26/2004). Εκ πλαγίου δε κατ' άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ παραβίαση των ερμηνευτικών αυτών κανόνων συντελείται, αν εφαρμόσθηκαν κατά τρόπο που να μην καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής τους, όπως συμβαίνει όταν δεν εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που διαπιστώθηκαν, προκειμένου να γίνει η προσήκουσα ερμηνεία των δηλώσεων βουλήσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων με τον τέταρτο, κατά το πρώτο και δεύτερο μέρος του, λόγο αναίρεσης προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τους αριθμούς 1 και 19, όπως εκτιμάται, του άρθρου 559 ΚΠολΔ ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση των ως άνω ερμηνευτικών κανόνων των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, προβάλλοντας ότι το Εφετείο, μολονότι διαπίστωσε την ανάγκη προσφυγής σε ερμηνεία βάσει των ως άνω ερμηνευτικών διατάξεων για την διακρίβωση του αληθούς νοήματος των ενεργειών του και δη ότι λόγω ουσιώδους πλάνης οφειλόμενης σε άγνοιά του των διατάξεων περί της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής και ειδικότερα της υπάρξεως προθεσμίας των διατάξεων προς αποποίηση της κληρονομίας, δεν προσέφυγε στις ως άνω ερμηνευτικές διατάξεις, καθώς και ότι με αδόκιμες και ανεπαρκείς αιτιολογίες απέρριψε τον αγωγικό ισχυρισμό του περί πλάνης. Το Δικαστήριο, όμως, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, της οποίας το περιεχόμενο αναλυτικά ανωτέρω εκτέθηκε, δεν διαπίστωσε κενό ή αμφιβολία ως προς την ύπαρξη ή μη πλάνης του αναιρεσείοντος και με σαφείς και πλήρεις αιτιολογίες δέχτηκε, ότι η μη αποποίηση εκ μέρους του της κληρονομίας της μητέρας του δεν οφείλεται σε πλάνη και άγνοια αυτού σχετικά με τις διατάξεις του νόμου, που διέπουν την προθεσμία αποποίησης της κληρονομίας και μάλιστα δέχτηκε ότι ο αναιρεσείων δεν αποποιήθηκε την κληρονομία της μητέρας του, διότι ήθελε να τακτοποιήσει το χρέος αυτής προς την ενάγουσα-αναιρεσίβλητη αδελφή του. Επομένως, ο λόγος αυτός της αναίρεσης από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο αποδίδεται η πλημμέλεια της ευθείας και εκ πλαγίας παραβίασης των ερμηνευτικών κανόνων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ δια της μη εφαρμογής τους, και ως προς τα δύο ως άνω μέρη του, είναι αβάσιμος.
Επειδή, ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται γενικές αρχές, που συνάγονται επαγωγικά από την καθημερινή παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις, οι οποίες έχουν γίνει κοινό κτήμα και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 εδάφ. β' του ΚΠολΔ, που ορίζει, ότι η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο, αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς, προκύπτει ότι ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται, όταν το δικαστήριο εσφαλμένα χρησιμοποίησε ή παρέλειψε να χρησιμοποιήσει διδάγματα της κοινής πείρας, προκειμένου να ανεύρει την αληθή έννοια κανόνα δικαίου ή να υπαγάγει σ' αυτόν τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς και όχι, όταν παραβαίνει τα διδάγματα αυτά κατά την εκτίμηση των αποδείξεων.
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τέταρτο, κατά το τρίτο και τέταρτο μέρος του, λόγο της αίτησης αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθμ. 1 εδάφ. β' και 19 ΚΠολΔ, προβάλλεται η αιτίαση, ότι το Εφετείο με το να δεχτεί, ότι, "η μη αποποίηση εκ μέρους του αναιρεσείοντος της κληρονομίας της μητέρας του δεν οφείλεται σε πλάνη και άγνοια σχετικά με τις διατάξεις του νόμου, που διέπουν την προθεσμία αποποίησης της κληρονομίας, αφού διέθετε μεγάλη επαγγελματική και κοινωνική πείρα, και ότι ο αναιρεσείων δεν αποποιήθηκε την κληρονομία της αποβιώσασας μητέρας του, διότι ήθελε να τακτοποιήσει το χρέος αυτής προς την ενάγουσα-αναιρεσίβλητη αδελφή του, το οποίο θεωρούσε υπόσχεση ζωής προς την μητέρα του", παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνίστανται στο ότι ακόμη και αν θεωρηθεί, ότι αυτό συνέβαινε, ο ενδεδειγμένος και λογικός τρόπος ενέργειας σαφώς θα ήταν να αποποιηθεί και αυτός και στη συνέχεια αυτοβούλως να πράξει κατά συνείδηση και όχι διότι αποδεσμεύθηκε νομικά. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι η επικαλούμενη παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας δεν αφορά την ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 140 και 141 ΑΚ, ή την υπαγωγή σ' αυτές των πραγματικών περιστατικών, αλλά την εκτίμηση των αποδείξεων, για τις οποίες (εξακρίβωση και εκτίμηση) κρίνουν ανελέγκτως τα δικαστήρια της ουσίας (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ). Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 31-5-2012 αίτηση του Σ. Μ. για αναίρεση της 412/2012 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Μαρτίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17 Μαΐου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ