Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2021

 



ΑΠΟΔΟΧΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ MΕΣΩ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ

Γιατί είναι προτιμότερη σε σχέση με την συμβολαιογραφική  αποδοχή κληρονομιάς 

   Στις συναλλαγές έχει επικρατήσει οι ενδιαφερόμενοι για να προβούν σε μεταγραφή στο Υποθηκοφυλακείο ή στο Κτηματολογικό Γραφείο, ως προς τα ακίνητα μίας κληρονομιάς, που έχουν αποκτήσει, έτσι ώστε τα ακίνητα αυτά να καταχωρηθούν στο όνομά τους, να απευθύνονται σε συμβολαιογράφο, ο οποίος και συντάσσει σχετική πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς, την οποία εν συνεχεία διαβιβάζει στο Υποθηκοφυλακείο ή Κτηματολογικό Γραφείο.

     Ελάχιστοι , όμως, γνωρίζουν , ότι στο ίδιο αποτέλεσμα μπορούν να φτάσουν μέσω των υπηρεσιών ενός δικηγόρου και συγκεκριμένα μέσω της έκδοσης και μεταγραφής κληρονομητηρίου με περίληψη, όπου περιγράφονται τα κληρονομικά ακίνητα , που εμφανίζει όμως ένα πρόσθετο πλεονέκτημα σε σχέση με την συμβολαιογραφική αποδοχή κληρονομιάς: την ευκολότερη μελλοντική μεταβίβαση των ακινήτων της κληρονομιάς, λόγω της ασφάλειας δικαίου , που εξασφαλίζει το κληρονομητήριο, διότι η μεταβίβαση  κληρονομιάς από πρόσωπο, που βεβαιώνεται με το κληρονομητήριο ότι είναι κληρονόμος , καθιστά έγκυρη την μεταβίβαση , έστω κι αν εκ των υστέρων αποδειχθεί ότι ο δυνάμει κληρονομητηρίου μεταβιβάσας δεν ήταν κληρονόμος. Έτσι, η ύπαρξη κληρονομητηρίου κατοχυρώνει την  ασφάλεια των συναλλαγών, κάτι που διευκολύνει ακόμα περισσότερο την πώληση ενός κληρονομικού ακινήτου.   

    Αντιθέτως, η μεταγραφή της κληρονομιάς, που βασίζεται σε απλή συμβολαιογραφική  δήλωση του εμφανιζόμενου ως κληρονόμου με βάση μία σειρά δικαιολογητικά (πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών και περί μη δημοσιεύσεως διαθήκης ή διαθήκη και πιστοποιητικό περί με δημοσιεύσεως νεότερης διαθήκης κλπ)  και η εν συνεχεία αυτής μεταβίβαση περιουσιακού στοιχείου ως ανήκοντος σε κληρονομιά, είναι άκυρη , εφόσον εκ των υστέρων αποδειχθεί ότι ο εμφανισθείς ως κληρονόμος δεν είναι κληρονόμος, κάτι που μπορεί να οφείλεται όχι κατ’ ανάγκη σε δόλο , αλλά σε γεγονότα άγνωστα ακόμη και στον εμφανισθέντα ως κληρονόμο, όπως π.χ. η εκ των υστέρων εμφάνιση και δημοσίευση μίας διαθήκης, με την οποία ο κληρονομούμενος ορίζει άλλον κληρονόμο, από αυτόν, που θα καλούνταν στην κληρονομιά χωρίς διαθήκη ή με παλαιότερη διαθήκη.

   Γι’ αυτό η αποδοχή της κληρονομιάς μέσω δικηγόρου, που θα προβεί στην έκδοση κληρονομητηρίου , όχι μόνον  έχει το ίδιο αποτέλεσμα  με την συμβολαιογραφική αποδοχή κληρονομιάς και το ίδιο κόστος αλλά επιπλέον ισχυροποιεί την θέση του κληρονόμου και τον διευκολύνει ακόμα περισσότερο, όταν θελήσει να προβεί σε πώληση κληρονομικού ακινήτου, διότι παρέχει πλήρη ασφάλεια στον αγοραστή, ως προς το έγκυρο της μεταβίβασης από κληρονόμο, την οποία δεν παρέχει η συμβολαιογραφική αποδοχή κληρονομιάς.

   Τέλος πρέπει να αναφερθεί...

Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2021

Η ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 205Α ΠΑΡ. 1 ΤΟΥ Ν. 4412/2016 ΚΑΙ ΠΩΣ ΚΑΠΟΙΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ (ΕΥΤΥΧΩΣ ΕΛΑΧΙΣΤΑ ) ΕΧΟΥΝ ΠΑΡΑΝΟΗΣΕΙ ΤΗΝ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΗΣ, ΝΟΜΟΛΟΓΩΝΤΑΣ ΟΤΙ ΤΑΧΑ ΕΧΕΙ ΥΠΑΧΘΕΙ ΣΤΗΝ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ Η ΕΠΙΛΥΣΗ ΤΩΝ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΠΟΥ ΑΠΟΡΡΕΟΥΝ ΑΠΟ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΜΕΤΑΞΥ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΩΝ ΕΠΙ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΔΕΝ ΕΦΑΡΜΟΖΕΤΑΙ Ο Ν. 4412/2016

     *Σχετικές με το θέμα είναι και οι αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών 2339/2020, 2340/2020 και 2941/2021 , που παρατίθενται στο τέλος. 

    ** Επίσης, εντυπωσιακό είναι ότι οι υπέρ της άποψης ότι οι απορρέουσες από ιδιωτικές συμβάσεις , μη διεπόμενες από τον Ν. 4412/2016, διαφορές , υπάγονται, σύμφωνα με το άρθρο 205 Α του Ν. 4412/2016 ,  στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων και στην αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου , επικαλούνται την 174/2021 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πατρών, η οποία όμως έκρινε εαυτό αρμόδιο λόγω του ότι η κριθείσα από αυτό αγωγή αφορούσε  σύμβαση, που όχι μόνον διέπεται από τον Ν. 4412/2016 αλλά και επιπλέον είναι διοικητική, με αποτέλεσμα η δικαιοδοσία και αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου να καθιδρύεται από το άρθρο 94 του Συντάγματος και το άρθρο 7 παρ. 2 Ν. 1406/1983 και , ως προς την αρμοδιότητα, και  από το  άρθρο 205 Α του Ν. 4412/2016, το οποίο απλώς αναφέρεται διηγηματικά και μάλιστα με  διατύπωση, στην οποία γίνεται λόγος για δημόσιες συμβάσεις, που είτε είναι δημόσιες είτε ιδιωτικές, αναφερόμενη προφανώς στις συμβάσεις του Ν. 4412/2016    (παρατίθεται και αυτή στο τέλος)   

   Ως γνωστόν ο Ν. 4412/2016 με τον τίτλο «Δημόσιες Συμβάσεις Έργων, Προμηθειών και Υπηρεσιών (προσαρμογή στις Οδηγίες 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ)» αφορά συμβάσεις που , σύμφωνα με το  άρθρο 2 παρ. 1 περ. 1 α του Ν. 4412/2016, συνάπτουν α) το δημόσιο, β) τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και γ) τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, εφόσον εμπίπτουν στην έννοια του «οργανισμού δημοσίου δικαίου», όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 παρ. 1 περ. 4 του  Ν. 4412/2016.

   Επίσης είναι γνωστό ότι οι διαφορές , που απορρέουν από διοικητικές συμβάσεις, θεωρούνται διοικητικές διαφορές ουσίας και η επίλυσή τους ανήκει στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων (άρθρο 1 παρ. 2 περ. ι  Ν. 1406/1983)   και ειδικότερα στην αρμοδιότητα, σε πρώτο και τελευταίο βαθμό,  των Τριμελών Διοικητικών Εφετείων (άρθρο 7 παρ.  2 Ν. 1406/1983) και οι διαφορές που απορρέουν από συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου είναι ιδιωτικές διαφορές και η επίλυσή τους ανήκει στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. 

   Όπως είναι επίσης  παγκοίνως γνωστό, σύμφωνα με την νομολογία των Δικαστηρίων, για να υπάρξει διοικητική σύμβαση θα πρέπει, μεταξύ άλλων, η σύμβαση  να συνάπτεται από το δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. 

  Κατά συνέπεια, σύμβαση συναπτόμενη  από νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, έστω κι αν το νομικό αυτό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου εμπίπτει στην έννοια του "οργανισμού δημοσίου δικαίου" και οι συμβάσεις προμηθειών ή υπηρεσιών, που συνάπτει , εμπίπτει  στην εφαρμογή του Ν. 4412/2016, θεωρείται  ιδιωτικού δικαίου  και οι  απορρέουσες από αυτήν διαφορές είναι ιδιωτικές διαφορές , η επίλυση των οποίων ανήκε στα πολιτικά δικαστήρια

  Έτσι, εμφανίστηκε το παράδοξο φαινόμενο οι   μεν διαφορές από συμβάσεις , που συνήπταν τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου σύμφωνα με τον Ν. 4412/2016  ,  να υπάγονται, ως διοικητικές διαφορές ουσίας,  στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων και στην αρμοδιότητα των Διοικητικών Εφετείων, ενώ οι διαφορές από συμβάσεις  που συνήπταν, επίσης σύμφωνα με τον Ν. 4412/2016 , τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, που αποτελούν "οργανισμούς δημοσίου δικαίου" , ως ιδιωτικές διαφορές , να υπάγονται στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. 

   Για την επίλυση του παραπάνω θέματος, έτσι ώστε όλες οι υποθέσεις, που αφορούν την εφαρμογή του Ν. 4412/2016, να εκδικάζονται από δικαστήρια της ίδιας δικαιοδοσίας,   με την παρ. α της παρ. 24 του άρθρου 43 του Ν. 4605/2019    προστέθηκε  το  άρθρου 205 Α στον Ν. 4412/2016, υπό τον τίτλο "Δικαστική επίλυση διαφορών" , που στην παράγραφο 1 ορίζει ότι "Κάθε διαφορά μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών που προκύπτει από τη σύμβαση προμήθειας ή παροχής υπηρεσιών, ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ως ιδιωτικού δικαίου, επιλύεται με την άσκηση προσφυγής ή αγωγής στο Διοικητικό Εφετείο της Περιφέρειας, στην οποία εκτελείται η σύμβαση. Παρέκταση αρμοδιότητας δεν επιτρέπεται. Αν η σύμβαση εκτελείται στην Περιφέρεια δύο ή περισσότερων Διοικητικών Εφετείων, αρμόδιο καθίσταται αυτό που θα επιλέξει ο προσφεύγων ή ο ενάγων. "

   Σύμφωνα με την σαφή διατύπωση της αιτιολογικής  έκθεσης της παραπάνω διάταξης  (ΕΔΩ) "«Με την παράγραφο 24 προστίθεται άρθρο με το οποίο προσδιορίζεται το πλαίσιο της δικαστικής επίλυσης διαφορών σε συμβάσεις προμηθειών και παροχής υπηρεσιών που εφαρμόζεται ο ν. 4412/2016 με την μεταφορά των υποθέσεων αυτών από τα πολιτικά δικαστήρια στα διοικητικά εφετεία», δηλαδή καθίσταται σαφές και ανεπίδεκτο πάσης αμφισβήτησης ότι η διάταξη αυτή αφορά τις διαφορές, που εμπίπτουν στον Ν. 4412/2016 και όχι όλες τις ιδιωτικές διαφορές.

   Εξάλλου, από τους όρους "συμβάσεις προμηθειών και παροχής υπηρεσιών" προκύπτει ότι η διάταξη αναφέρεται σε συμβάσεις του Ν. 4412/2016, στον οποίο αναφέρονται οι όροι αυτοί σε σχέση με τις συμβάσεις, που συνάπτονται σύμφωνα με τον νόμο αυτό (άρθρο 2 παρ. 1 περ. 8 και 9 του Ν. 412/2016), ενώ  διαφορετικά , εάν η διάταξη αυτή αφορούσε και τις συμβάσεις, που συνάπτονται σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα και τις λοιπές διατάξεις ιδιωτικού δικαίου, θα έπρεπε να γίνει χρήση των όρων "συμβάσεις πώλησης και έργου", που χρησιμοποιούνται στον Αστικό Κώδικα. 

   Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι στην εν λόγω διάταξη του άρθρου 205 Α δεν γίνεται καμία μνεία στον χαρακτήρα των συμβαλλομένων , αν δηλαδή πρόκειται για το δημόσιο , νομικό πρόσωπα δημοσίου δικαίου και νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου , που αποτελούν "οργανισμούς  δημοσίου δικαίου" ή εάν πρόκειται και για απλά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και ιδιώτες φυσικά πρόσωπα , γιατί η διάταξη αυτή αυτονόητα  αναφέρεται  στις συμβάσεις , που διέπονται από τον Ν. 4412/2016, στον οποίο έχει ενταχθεί και η ίδια. Διαφορετικά, εάν η γενικά αναφερόμενη αυτή διάταξη αφορούσε και  συμβάσεις , που δεν διέπονται από τον Ν. 4412/2016, τότε με αυτήν θα είχαν μεταφερθεί στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων το σύνολο των συμβάσεων προμήθειας και παροχής υπηρεσιών, ακόμη και αυτές , που συνάπτονται μεταξύ ιδιωτών!!!. 

    Γι' αυτό, και όπως προαναφέρθηκε , η αιτιολογική έκθεση του του Ν. 4605/2019, με τον οποίο προστέθηκε  το άρθρο 205 Α στον Ν. 4412/2016, ρητώς αναφέρει "«Με την παράγραφο 24 προστίθεται άρθρο με το οποίο προσδιορίζεται το πλαίσιο της δικαστικής επίλυσης διαφορών σε συμβάσεις προμηθειών και παροχής υπηρεσιών που εφαρμόζεται ο ν. 4412/2016 με την μεταφορά των υποθέσεων αυτών από τα πολιτικά δικαστήρια στα διοικητικά εφετεία".

   Και φυσικά , εάν με την παραπάνω διάταξη στα διοικητικά Δικαστήρια υπάγονταν οι ιδιωτικές διαφορές επί των οποίων εφαρμόζεται ο Αστικός Κώδικας και το ιδιωτικό δίκαιο εν γένει και όχι ο Ν. 4412/2016, τότε η διάταξη αυτή θα ήταν ευθέως αντισυνταγματική. 

       Πιο αναλυτικά:...

Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2021

ΥΠ' ΑΡ. 34/2019 ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟΥ ΛΑΥΡΙΟΥ: 1) ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟΣ Ο ΕΓΓΡΑΦΟΣ ΤΥΠΟΣ ΓΙΑ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΣΥΝΑΠΤΟΥΝ ΝΠΔΔ ΑΞΙΑΣ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΤΩΝ 2.500 ΕΥΡΩ, 2) ΑΞΙΩΣΗ ΚΑΤΑ ΝΠΔΔ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΕΡΙ ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΥ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΥ ΛΟΓΩ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΑΚΥΡΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΟΥ, 3) ΝΟΜΙΜΟ ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΚΗΡΥΞΗΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΚΑΤΑ ΔΗΜΟΥ , ΔΙΟΤΙ ΟΙ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΤΗΝ ΑΠΑΓΟΡΕΥΟΥΝ ΘΕΩΡΟΥΝΤΑΙ ΚΑΤΑΡΓΗΜΕΝΕΣ , ΩΣ ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΕΣ ΣΕ ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΜΕ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΠΛΗΡΟΥΣ, ΕΓΚΑΙΡΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

 

Αριθμός Απόφασης 34/2019

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΥΡΙΟΥ

(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Ειρηνοδίκη Λαυρίου Ειρήνη Παλαιοκρασσά και τη Γραμματέα Αγγελική Κατσίκη .

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 30/9/2019 για να δικάσει την αγωγή μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ : 1) ......................... του ............... και της ..............., κατοίκου ...................................., οδός .................., Α.Φ.Μ. ................, που δεν εκπροσωπήθηκε στη δίκη από πληρεξούσιο Δικηγόρο, έχει δε νομίμως και εμπροθέσμως καταθέσει προτάσεις κατά τις διατάξεις των παρ. 1, 2 & 3 του άρθρου 237 Κ.Πολ.Δ., όπως το άρθρο 237 αντικαταστάθηκε με την παρ.2 του άρθρου δευτέρου του άρθρου 1 του Ν 4335/2015 και εφαρμόζεται σύμφωνα με την παρ.1 του άρθρου ενάτου του άρθρου 1 του ίδιου νόμου, για αγωγές κατατιθέμενες μετά την 1.1.2016.

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ ........................., που εδρεύει στην ομώνυμη πόλη και επί της οδού .............................με ΑΦΜ ..................., νομίμως εκπροσωπούμενου από τον κ. Δήμαρχο αυτού, κατοικοεδρεύοντα στο........................, που δεν εκπροσωπήθηκε στη δίκη από πληρεξούσιο Δικηγόρο, έχει δε νομίμως και εμπροθέσμως καταθέσει προτάσεις κατά τις διατάξεις των παρ. 1, 2 & 3 του άρθρου 237 Κ.Πολ.Δ., όπως το άρθρο 237 αντικαταστάθηκε με την παρ.2 του άρθρου δευτέρου του άρθρου 1 του Ν 4335/2015 και εφαρμόζεται σύμφωνα με την παρ.1 του άρθρου ενάτου του άρθρου 1 του ίδιου νόμου, για αγωγές κατατιθέμενες μετά την 1.1.2016.

  

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με το άρθρο 41 του ν.δ./τος 496/1974 «περί λογιστικού δημοσίων προσώπων», όπως αυτό τροποποιήθηκε με την ΥΑ οικ.2/42053/0094 (ΦΕΚ Β 1033/2002), για να είναι έγκυρη κάθε σύμβαση ενός ν.π.δ.δ. με αντικείμενο αξίας μεγαλύτερης των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ ή που γεννά διαρκή υποχρέωση αυτού, απαιτείται η κατάρτισή της να γίνει με ιδιωτικό τουλάχιστον έγγραφο (ΑΠ 1490/2008 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ.2941/2008 Δ/νη 2008.1106).Το ίδιο άρθρο του ως άνω διατάγματος στο τελευταίο εδάφιο ορίζει ότι η εκ της μη τηρήσεως του τύπου της εγγράφου αποδοχής ακυρότης αίρεται εν περιπτώσει εκπληρώσεως της συμβάσεως. Η τελευταία αυτή διάταξη που προβλέπει θεραπεία ακυρότητας εφαρμόζεται μόνο αν πρόκειται για εκπλήρωση συμβάσεως για τη σύσταση της οποίας υπήρξε χωριστή έγγραφη πρόταση και δεν επακολούθησε έγγραφη αποδοχή, δεν έχει όμως εφαρμογή όταν ο έγγραφος τύπος δεν τηρήθηκε ούτε για την πρόταση (ΟλΑΠ 862/1984 ΝοΒ 1985.89 ΑΠ 893/1992 ΔΕΝ 1993. 304). Εξάλλου από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 904 παρ. 1 και 908 εδ.α' Α. Κ." προκύπτει ότι σε περίπτωση που εκτελείται και παραδίδεται έργο ή παρέχονται εργασίες ή υπηρεσίες με άκυρη σύμβαση "ο αντισυμβαλλόμενος" του παρέχοντος, που δέχεται το έργο ή τις υπηρεσίες στο πλαίσιο της άκυρης σύμβασης, η οποία συνιστά απλά τη βασική προϋπόθεση της έλλειψης νόμιμης αιτίας, υποχρεούται να αποδώσει την ωφέλεια, που απέκτησε χωρίς νόμιμη αιτία και που συνίσταται, σε περίπτωση αδυναμίας αυτούσιας απόδοσης της παροχής που έλαβε χώρα χωρίς νόμιμη αιτία, στη χρηματική αποτίμηση του παρασχεθέντος έργου ή της παρασχεθείσας εργασίας ή υπηρεσίας και στη δαπάνη που εξοικονόμησε, στην οποία θα υποβαλλόταν, εάν την εκτέλεση του ίδιου έργου ή της εργασίας ανέθετε, με έγκυρη σύμβαση, σε άλλο πρόσωπο, το οποίο θα διέθετε τα ίδια επαγγελματικά προσόντα και Ικανότητες( ΑΠ 1225/2008 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο ως άνω γενικός κανόνας του άρθρου 904 ΑΚ, που απορρέει από τις κοινωνικές αντιλήψεις περί ισότητας και επιείκειας, έχει εφαρμογή και επί του Δημοσίου και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου,αφού υπέρ αυτών δεν καθιερώνεται εξαίρεση με τη διάταξη αυτή ή με  άλλη (Ολομ.ΑΠ 218/1977, ΑΠ 1378/2011 δημ. ΝΟΜΟΣ).

Με την κρινόμενη αγωγή, όπως το περιεχόμενο της παραδεκτά διορθώθηκε με τις νόμιμα κατατεθείσες προτάσεις (άρθρο 224 Κ.Πολ.Δ.) χωρίς να μεταβάλλεται η βάση της αγωγής, ο ενάγων εκθέτει ότι διατηρεί ατομική επιχείρηση με αντικείμενο τις κατασκευές έργων και ότι στο πλαίσιο της δραστηριότητάς του αυτής δυνάμει δύο συμβάσεων έργου που κατάρτισε με τον νόμιμο εκπρόσωπο του Δήμου ........... και συγκεκριμένα τον Δήμαρχο , στις 28-8-2017 και 28-7-2017 αντίστοιχα, του ανέθεσε και αυτός ανέλαβε, με την πρώτη μεν εκ των ως άνω σύμβαση τη συντήρηση και στεγανοποίηση στα πολυκαρβονικά του Δημοτικού Κλειστού Γυμναστηρίου που βρίσκεται στο ............ και επί της οδού ............ , ενώ με την δεύτερη ανέλαβε το έργο της κατασκευής περίφραξης στα δύο (2) γήπεδα μπάσκετ, που βρίσκονται στο ..............., στο δημοτικό χώρο των εργατικών κατοικιών ..............., ακριβώς πίσω (δυτικά) από τον Ιερό Ναό του ...........κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα, έναντι συνολικής αμοιβής ύψους 18400 (8.700 ευρώ για το πρώτο έργο + 9700 ευρώ για το δεύτερο έργο συμπεριλαμβανομένου του αναλόγου ΦΠΑ). Ότι αν και παρέδωσε τα έργα στις 5 Σεπτεμβρίου 2017 κατά τα συμφωνηθέντα και ο εναγόμενος Δήμος παρέλαβε το έργα ανεπιφύλακτα, δεν του έχει καταβάλει μέχρι σήμερα παρά τις επανειλημμένες προφορικές και γραπτές οχλήσεις του, τις συμφωνηθείσες αμοιβές. Ότι οι ως άνω συμβάσεις έργου είναι άκυρες, καθόσον δεν περιβλήθηκαν τον απαιτούμενο από το νόμο συστατικό τύπο και ότι ο εναγόμενος κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερος σε βάρος της περιουσίας του,καθόσον εξοικονόμησε δαπάνη ισάξια των υπηρεσιών, την οποία θα πραγματοποιούσε αν ανέθετε με έγκυρες συμβάσεις την εκτέλεση των ιδίων έργων σε άλλο πρόσωπο με αντίστοιχα προσόντα και ικανότητες, ο δε πλουτισμός σώζεται μέχρι σήμερα και έτσι χωρίς νόμιμη αιτία έχει καταστεί πλουσιότερος σε βάρος της περιουσίας του. Με βάση τα παραπάνω περιστατικά, ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει σε αυτόν το συνολικό ποσό των 18.400 ευρώ με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού ενόψει του ότι οι ως άνω συμβάσεις έργου είναι άκυρες αφού δεν τηρήθηκε για την κατάρτισή τους ο απαιτούμενος νόμιμος τύπος, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί στη δικαστική του δαπάνη.

 

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή παραδεκτά και αρμόδια εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου καθ'ύλην (άρθρα 14 παρ. 1α ΚΠολΔ) και κατά τόπον (25 παρ.2 ΚΠολΔ), για να συζητηθεί κατά την τακτική διαδικασία. Είναι δε επαρκώς ορισμένη, αφού εμπεριέχει όλα τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία για τη θεμελίωση της αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού (πλουτισμό υποχρέου, επέλευση πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία άλλου, αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του πλουτισμού και ζημίας και έλλειψη νόμιμης αιτίας) και νόμιμη, ερειδομένη στις διατάξεις των άρθρων 158,159,180, 904 επ. ΑΚ, 176, 191 παρ.2 ΚΠολΔ. Νόμιμο είναι επίσης, το αίτημα για την κήρυξη της εκδοθησόμενης απόφασης προσωρινά εκτελεστής και τούτο διότι η διάταξη του άρθρου 8 ν. 2097/1952 που απαγορεύει την αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, η ισχύς της οποίας (διάταξης) είχε επεκταθεί και στους Ο.Τ.Α. με το άρθρο 3 ν.δ. 31/1968, καθώς και η διάταξη του άρθρου 909 παρ. 1 ΚΠολΔ που απαγορεύει την προσωρινή εκτέλεση κατά του Δημοσίου, των δήμων και κοινοτήτων, θεωρούνται καταργημένες, ως ευρισκόμενες σε αντίθεση με τις αρχές του κράτους δικαίου και της παροχής πλήρους, έγκαιρης και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, που θεμελιώνονται στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1, 94 παρ. 4, 95 παρ. 5 Συντ., 6 παρ, 1 της Ε.Σ.Δ.Α., 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της, 2 παρ. 3 και 14 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΟλΑΠ 17/2002 ΕλλΔνη 2002.1009, ΟλΑΠ 21/2001 ΕλλΔνη 2002.83, ΕφΑΘ 6457/2011 ΕλλΔνη 2012.1064, Πρακτικά 7ης Γεν. Συνεδρίασης της ΟλΕλΣ της 19-3-2003 ΕΔΚΑ 2003.606, Πρακτικά της 6ης Γεν.Συνεδρίασης της ΟλΕλΣ της 12-3-2003, ΕΔΚΑ 2003.674, Απαλλαγάκη Χ., Διαδικαστικά ζητήματα από την επίσπευση αναγκαστικής εκτελέσεως κατά του Ελληνικού Δημοσίου, Δ 2004.773-774, Χρυσόγονος Κ., Η αναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου ή άλλου ν.π.δ.δ. υπό την ισχύ του άρθρου 94 παρ. 4 Συντ., ΝοΒ 2003.15-16, Σταμάτης Κ., Αναγκαστική εκτέλεση αποφάσεως κατά του Δημοσίου, Ο.Τ.Α. και ν.π.δ.δ., ΝοΒ 2003.3).

Πρέπει επομένως η κρινόμενη αγωγή, να ερευνηθεί περαιτέρω...

Τρίτη 5 Οκτωβρίου 2021

2/2021 ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΤΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ , ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΥΤΟΦΩΡΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΤΑ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ


Σε pdf   ΕΔΩ



"Είναι αυτονόητο ότι οι κατά καιρούς Γνωμοδοτήσεις καθώς και οι Γενικές Οδηγίες του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (απευθυνόμενες προς τους Εισαγγελικούς Λειτουργούς της Χώρας υπό μορφή Εγκυκλίων) στο πλαίσιο της εκ των διατάξεων των άρ. 19 παρ. 1 στοιχ. γ΄, 2, 24 παρ. 5 στοιχ. α΄ και 25 παρ. 2 ΚΟΔΚΔΛ αρμοδιότητάς του, εξακολουθούν να ισχύουν εφόσον δεν έχει επέλθει νομοθετική μεταβολή που επηρεάζει ουσιαστικά το περιεχόμενό τους.

Με την υπ’ αριθμ. 8/2011 ΓνωμΕισΑΠ (Δ. Κατσιρέα, ΠοινΔικ 2002, 147), διευκρινιστική της προηγηθείσας υπ’ αριθμ. 1/2001 ΕγκΕισΑΠ (Π. Δημόπουλου, ΠοινΧρ 2001, 763 και ΠοινΔικ 2001, 389), ο (τότε) Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου είχε εκφράσει τη γνώμη (βάσει του τότε ισχύοντος ΚΠΔ) ότι τα πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας, όπως είναι οι δικηγόροι: «θα συλλαμβάνονται και θα προσάγονται, όπως κάθε άλλος δράστης αυτοφώρου πλημμελήματος, στον αρμόδιο Εισαγγελέα, προκειμένου αυτός να αποφασίσει αν θα εισαχθούν στο δικαστήριο την ίδια ημέρα σε τακτική ή έκτακτη δικάσιμο ή αν θα κρατηθούν για να εισαχθούν στο δικαστήριο την επόμενη ημέρα ή αν θα αφεθούν ελεύθεροι), καθώς και ότι «ο απολαύων ιδιάζουσας δωσιδικίας δράστης αυτοφώρου πλημμελήματος προσάγεται στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών, γιατί αυτός είναι αρμόδιος να ασκήσει ποινική δίωξη ή να θέσει τη μήνυση ή αναφορά στο αρχείο ή να απορρίψει με διάταξή του την έγκληση. Αν ο εν λόγω Εισαγγελέας βεβαιωθεί για την ταυτότητα του συλληφθέντος και για την ιδιότητά του ως προσώπου ιδιάζουσας δωσιδικίας και ασκήσει κατ’ αυτού ποινική δίωξη, ανακύπτει η αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Εφετών και κατ’ εντολήν αυτού ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών είτε θα διατάξει την προσαγωγή του συλληφθέντος στον Εισαγγελέα Εφετών, προκειμένου να παραπεμφθεί από τον τελευταίο αυτόν στο ακροατήριο τον συνεδριάζοντος την ίδια ή την επόμενη ημέρα Εφετείου, είτε θα αφήσει ελεύθερο τον συλληφθέντα, παραγγέλλων ενδεχομένως προανάκριση». Για το ζήτημα που επέλυε η εν λόγω Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα Αρείου Πάγου (η οποία στην πραγματικότητα ήταν οιονεί διορθωτική της προηγηθείσας εισαγγελικής εγκυκλίου) διατυπώθηκαν διάφορες απόψεις (βλ. ενδεικτικά: Β. Αδάμπα, Ιδιάζουσα δωσιδικία προσώπων, Θεμελίωση αυτής και επίδρασή της σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας, ΠοινΧρ 2008, 472 επ., 475-477, Ευτ. Φυτράκη, Οι δικηγόροι πάνε στο αυτόφωρο; Ισότητα και αναλογικότητα σε σύγκρουση, ΠοινΔικ 2005, 1000-1004, και Πόρισμα Συνηγόρου του Πολίτη υπ’ αριθμ. 20877/2004, ΠοινΔικ 2005, 997-999). Ωστόσο, κατά την εικοσαετία που παρήλθε μετά τις προεκτεθείσες ερμηνευτικές προσεγγίσεις και γενικές οδηγίες του Ανώτατου Εισαγγελέα της Χώρας κατά το έτος 2001, τέθηκαν σε ισχύ αφενός νέος Κώδικας Δικηγόρων (Ν. 4194/2013) και αφετέρου νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (Ν. 4620/2019), οι διατάξεις των οποίων μας υποχρεώνουν να επικαιροποιήσουμε (προσαρμόζοντας στα νέα δεδομένα) τις ισχύουσες οδηγίες της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου αναφορικά με την εφαρμογή των διατάξεων για τη διαδικασία επί αυτοφώρου πλημμελήματος, τη σύλληψη, κράτηση και προσαγωγή δικηγόρου ως προσώπου ιδιάζουσας δωσιδικίας.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρ. 417 ΚΠΔ «Αν ο δράστης οποιουδήποτε πλημμελήματος έχει συλληφθεί επ’ αυτοφώρω, ακολουθείται η διαδικασία που αναφέρεται στα επόμενα άρθρα, εκτός αν ο εισαγγελέας κρίνει ότι συντρέχουν λόγοι να μην εφαρμοστεί αυτή η διαδικασία», ενώ κατά το άρ. 418 παρ. 1 ΚΠΔ «Ο ανακριτικός υπάλληλος ή το αστυνομικό όργανο που συνέλαβε τον δράστη επ’ αυτοφώρω έχει την υποχρέωση να τον φέρει αμέσως ή, αν η σύλληψη έγινε έξω από την έδρα του δικαστηρίου, μέσα στον απόλυτα αναγκαίο για τη μεταφορά χρόνο, στον αρμόδιο εισαγγελέα μαζί με την έκθεση για τη σύλληψη και τη βεβαίωση τον εγκλήματος, που πρέπει υποχρεωτικά να τη συντάξει. Ο εισαγγελέας μπορεί να παραπέμψει τον κατηγορούμενο αμέσως, χωρίς γραπτή προδικασία, στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου που συνεδριάζει την ημέρα εκείνη, το οποίο και ασχολείται αμέσως με την εκδίκαση της κατηγορίας. Αν κατά την ημέρα αυτή δεν συνεδριάζει το αρμόδιο δικαστήριο, ορίζεται έκτακτη δικάσιμη για την ίδια ημέρα ή, όταν υπάρχει απόλυτη αδυναμία συγκρότησης του δικαστηρίου αυθημερόν, για την επόμενη ημέρα. Ο εισαγγελέας γνωστοποιεί προφορικά τα στοιχεία της κατηγορίας στον κατηγορούμενο χωρίς να απαιτείται η κοινοποίηση σε αυτόν κλητηρίου θεσπίσματος. Για την παραπάνω γνωστοποίηση συντάσσεται και προσαρτάται στη δικογραφία συνοπτική έκθεση που υπογράφεται από τον εισαγγελέα, τον γραμματέα και τον κατηγορούμενο και σε περίπτωση ανάγκης μόνο από τον εισαγγελέα». Εξάλλου, η διάταξη του άρ. 275 παρ. 1 ΚΠΔ ορίζει ότι «Προκειμένου για αυτόφωρα κακουργήματα και πλημμελήματα οι ανακριτικοί υπάλληλοι του άρθρου 31, καθώς και κάθε αστυνομικό όργανο, έχουν υποχρέωση, ενώ οποιοσδήποτε πολίτης το δικαίωμα, να συλλάβουν το δράστη, τηρώντας τις διατάξεις του Συντάγματος και του άρθρου 279 του κώδικα για την άμεση προσαγωγή του στον εισαγγελέα», ενώ με το άρ. 279 παρ. 1 ΚΠΔ προβλέπεται ότι «Ο συλλαμβανόμενος επ’ αυτοφώρω ή με ένταλμα οδηγείται χωρίς αναβολή στον αρμόδιο εισαγγελέα, το αργότερο μέσα σε είκοσι τέσσερις (24) ώρες από τη σύλληψή του και, αν η σύλληψη έγινε έξω από την έδρα του, στον απολύτως αναγκαίο χρόνο για την μεταφορά του. Αν πρόκειται για κακούργημα ή αν η σύλληψη έγινε με ένταλμα του ανακριτή, ο εισαγγελέας παραπέμπει στον ανακριτή εκείνον που έχει συλληφθεί και αν πρόκειται για πλημμέλημα, ενεργεί σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 43, 51, 246 παρ. 2β και 417 κ.ε. Ειδικά σε περίπτωση σύλληψης επ’ αυτοφώρω για πλημμέλημα, ο ανακριτικός υπάλληλος εντός δώδεκα (12) ωρών ειδοποιεί με το ταχύτερο μέσο τον εισαγγελέα, ο οποίος μπορεί, λαμβάνοντας υπόψη τη βαρύτητα τον εγκλήματος και την προσωπικότητα του δράστη, να δώσει εντολή να αφεθεί αυτός ελεύθερος και να μην εφαρμοσθεί η προβλεπόμενη για τα αυτόφωρα εγκλήματα διαδικασία του άρθρου 418 παρ. 1 εδ. α΄ και παρ. 2. Στην περίπτωση αυτή ο ανακριτικός υπάλληλος υποβάλλει στον εισαγγελέα, χωρίς χρονοτριβή, όλες τις εκθέσεις που συντάχθηκαν για τη συγκεκριμένη υπόθεση». Τέλος, κατά τον ΚΠΔ, οι δικηγόροι εντάσσονται στα πρόσωπα ειδικής δωσιδικίας, των οποίων τα πλημμελήματα δικάζονται από το Τριμελές Εφετείο (άρ. 111 στοιχ. Α αριθμ. 6 ΚΠΔ). Παράλληλα, ο Κώδικας Δικηγόρων (Ν. 4194/2013), στο άρ. 39 παρ. 2, 3 («δικονομικό πλαίσιο άσκησης της δικηγορίας») προβλέπει τα εξής: «2. Ειδική δωσιδικία. Οι κατηγορούμενοι για πλημμέλημα δικηγόροι δικάζονται από το κατά τόπο αρμόδιο Τριμελές Εφετείο σε πρώτο βαθμό και από το Πενταμελές Εφετείο σε δεύτερο βαθμό. 3. Αυτόφωρη διαδικασία. Δεν ακολουθείται η αυτόφωρη διαδικασία στα πλημμελήματα που φέρεται να έχει διαπράξει δικηγόρος. Δικηγόρος που συλλαμβάνεται, οποιαδήποτε ημέρα και ώρα, δεν κρατείται, αλλά οδηγείται αμέσως ενώπιον τον αρμοδίου Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών»...

Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2021

ΜΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΧΡΕΩΝ ΠΡΟΣ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ. ΠΟΙΑ ΧΡΕΗ ΔΕΝ ΥΠΟΛΟΓΙΖΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΓΙΑ ΜΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΧΡΕΩΝ ΠΡΟΣ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΙΣΧΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 496 νΠΚ

Δικαστήριο:ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
Τόπος:ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:415
Ετος:2020

Περίληψη

Μη καταβολή χρεών στο Δημόσιο - Φορολογικά αδικήματα - Τυποποίηση - Πίνακας χρεών - Μη συνυπολογισμός - αιτιολογία - Νόμιμη βάση - Εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως -. Αναιρείται για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και νόμιμης βάσης, ως και για εσφαλμένη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 25 § 1 του ν. 1882/90 (ως τροπ. με το άρθρο 469 ΚΠΔ), η καταδικαστική απόφαση για μη καταβολή χρεών στο Δημόσιο διότι, ενώ καταδίκασε τον αναιρεσείοντα για χρέη αναφερόμενα στον, ενσωματωμένο στο διατακτικό, πίνακα χρεών, και τα οποία φαίνονται να τυποποιούνται ως αξιόποινες πράξεις στο άρθρο 66 του ν. 4174/2014 (ως τροπ. με το άρθρο 8 του ν. 4337/2015), εντούτοις δεν εξηγεί γιατί τα εν λόγω χρέη κρίθηκε πως δεν τιμωρούνται και ως φορολογικά εγκλήματα.




Κείμενο Απόφασης

Αριθμός 415/2020

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε'ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Μαγγίνα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Παπαηλιάδη - Εισηγητή, Ναυσικά Φράγκου, Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου και Γρηγόριο Κουτσοκώστα, Αρεοπαγίτες.

    Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Φεβρουαρίου 2020, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αναστασίας Δημητριάδου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Α. Β. του Β., κατοίκου ... η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Δημόπουλο, για αναίρεση της υπ'αριθ.4611/2019 αποφάσεως του Α' Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Το Α' Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29.10.2019 (αριθ.πρωτ. 11391/29.10.2019) αίτησή της αναιρέσεως, η οποία επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 29.10.2019, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1588/19.

    Αφού άκουσε

Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση ενώπιον του κατ' άρθρο 519 ΚΠΔ αρμοδίου Δικαστηρίου και τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

    ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

I.Η κρινόμενη από 29-10-2019 (αριθμός πρωτ: 11391/29-10-2019) αίτηση αναίρεσης της Β. Β. του Β. και Α., κατοίκου ...), που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την 29-10-2019, στρεφόμενη κατά της υπ' αριθμό 4611/2019 καταδικαστικής απόφασης του Α' Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως και είναι παραδεκτή.

    II.Από το άρθρο 2 του νέου Ποινικού Κώδικα, που κυρώθηκε με το Νόμο 4619/2019 και τέθηκε σε ισχύ, κατά το άρθρο 460 του ίδιου Κώδικα, από την 1-7-2019, με το οποίο ορίζεται ότι: "1. Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου. 2. Αν μεταγενέστερος νόμος χαρακτήρισε την πράξη μη αξιόποινη (ανέγκλητη), παύει η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε καθώς και τα ποινικά επακόλουθά της, όπως και η εκτέλεση των μέτρων ασφαλείας", προκύπτει ότι τροποποιείται ουσιωδώς η καθιερωθείσα και περιγραφόμενη στο ίδιο άρθρο του προηγούμενου Ποινικού Κώδικα αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου νόμου που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι του χρόνου της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, ώστε να είναι σαφές ότι εφαρμόζεται πάντα η επιεικέστερη διάταξη και όχι ο νόμος ως ενιαίο "όλον" και ότι προδήλως ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο είναι ο μεταγενέστερος της τέλεσης της πράξης νόμος, όταν καθιστά την πράξη ανέγκλητη. Περαιτέρω, από την ανωτέρω διάταξη σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 511 εδαφ. δ', 514 εδαφ. δ' περ. β' και 518 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., συνάγεται, ότι, αν μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης καταστεί ανέγκλητη η πράξη, για την οποίαν καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, τότε ο Άρειος Πάγος, εφόσον η αίτηση αναίρεσης κατά της καταδικαστικής απόφασης είναι παραδεκτή, εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως το νέο επιεικέστερο νόμο και κηρύσσει αθώο τον κατηγορούμενο, αφού δεν υπάρχει πλέον αξιόποινη πράξη, ακόμη και παρά την ερημοδικία του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου (Ολ. Α.Π. 3/1995). Εξάλλου, με το άρθρο 25 παρ. 1 του Νόμου 1882/1990 θεσπίσθηκε η ποινική ευθύνη από τη μη καταβολή προς το Δημόσιο χρεών, που είναι βεβαιωμένα στις δημόσιες υπηρεσίες και ειδικότερα από την παραβίαση της προθεσμίας καταβολής τους, κατά τις ισχύουσες εκάστοτε διατάξεις, αναλόγως του αν αυτά είναι καταβλητέα εφάπαξ ή με δόσεις, έτσι ώστε η ποινική μεταχείριση να διαφοροποιείται ως προς το χρονικό σημείο έναρξης της ποινικής ευθύνης του υπαιτίου, αλλά και ως προς το ύψος του ποσού του χρέους. Ακολούθως, το άνω άρθρο (25 του Νόμου 1882/1990) αντικαταστάθηκε από το άρθρο 23 του Νόμου 2523/1997, με το οποίο, αφενός μεν ποινικοποιήθηκε η μη καταβολή χρεών και προς τρίτους (πλην ιδιωτών), που εισπράττονται από τις δημόσιες υπηρεσίες ή τα τελωνεία και, αφετέρου, αυξήθηκε το ύψος του οφειλόμενου ποσού, που καθιστά αξιόποινη την πράξη της μη καταβολής. Εν συνεχεία η παρ. 1 του άρθρου 25 συμπληρώθηκε με το άρθρο 34 του Νόμου 3016/2002 (Φ.Ε.Κ. 110/17-5-2002) και ακολούθως το ίδιο άρθρο αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 34 του Νόμου 3220/2004 (Φ.Ε.Κ. Α' 15/28-1-2004). Μετά την τελευταία αντικατάσταση, το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπροθέσμων εσόδων στις Δ.Ο.Υ. και τα τελωνεία, κατά τον, ως κατωτέρω, χρόνο καταβολής των επίδικων χρεών, 1) αντιμετωπίσθηκε ενιαία ως προς το χρόνο είσπραξής τους, ορισθέντος, ότι χρόνος είσπραξης είναι ο χρόνος της συμπλήρωσης τεσσάρων μηνών από τότε που έπρεπε να καταβληθεί το χρέος, ανεξάρτητα από τον τρόπο καταβολής των χρεών, εφάπαξ ή σε δόσεις, 2) στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής, για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη, υπολογίζονται μαζί με την βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις από τόκους και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, 3) οι ποινές καθορίσθησαν βάσει του κατώτερου ποσού συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής, ανεξάρτητα από το είδος του χρέους και 4) αυξήθηκαν τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή, για τα οποία ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη, ορισθέντος έτσι ότι: "1. Η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Η πράξη μπορεί να κριθεί ατιμώρητη, εάν το ποσό που οφείλεται εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό". Επακολούθησε ο Νόμος 3943/2011, με το άρθρο 3 του οποίου αντικαταστάθηκε η παρ. 1 του άρθρου 25 του Νόμου 1882/1990 και ορίσθηκε ότι: "1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) έως ένα έτος, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, που αναφέρεται στην παράγραφο 5, υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, δ) τριών τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ". Ακολούθως εκδόθηκε ο Νόμος 4321/21-3-2015 "Ρυθμίσεις για την επανεκκίνηση της οικονομίας", με το άρθρο 20 του οποίου η παράγραφος 1 του άρθρου 25 του Νόμου 1882/1990 αντικαταστάθηκε ως εξής. "1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στη Φορολογική Διοίκηση χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) μηνών τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) Ενός (1) τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ. β) Τριών (3) τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ. Η ποινική δίωξη ασκείται ύστερα από αίτηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή των Ελεγκτικών Κέντρων ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους, που συνοδεύεται υποχρεωτικά από πίνακα χρεών, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων. Η πράξη μπορεί να κριθεί ατιμώρητη, εάν το ποσό που οφείλεται εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό". Τέλος, με το άρθρο 8 του Νόμου 4337/17-10-2015 προστέθηκε νέο Κεφάλαιο δωδέκατο στο Νόμο 4174/2013, με το άρθρο 71 παρ. 2 του οποίου ορίσθηκε, ότι "τα ποσά των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ και των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, των περιπτώσεων α' και β', αντίστοιχα, της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του Νόμου 1882/1990 ("Ποινικό αδίκημα μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους"), όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, αντικαθίστανται από τα ποσά των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ και διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ, αντίστοιχα". Μετά την υποβολή στον εισαγγελέα της σχετικής αίτησης του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. κ.λ.π., που συνοδεύεται από τον πίνακα βεβαιωμένων χρεών, ασκείται ξεχωριστή ποινική δίωξη που περιλαμβάνει, ως μία ενιαία πράξη, τη μη καταβολή του αναφερόμενου στον πίνακα συνολικού χρέους, το οποίο μπορεί να προέρχεται από οποιαδήποτε αιτία, χωρίς να έχει πλέον οποιαδήποτε έννομη σημασία το ύψος και η αιτία προέλευσης καθενός από τα μερικότερα χρέη. Δεν πρόκειται για κατ' εξακολούθηση έγκλημα, δηλαδή για περισσότερες, προσβάλλουσες διαφορετικές μονάδες του ίδιου έννομου αγαθού, απέχουσες χρονικά και συνεχόμενες μεταξύ τους, λόγω της ενότητας δόλου του δράστη και αντιστοιχούσες σε ισάριθμα βεβαιωμένα και μη εξοφλημένα χρέη του πίνακα, ομοειδείς πράξεις, αλλά για μία και μόνη, τελούμενη με τη συμπλήρωση τετραμήνου από το χρόνο που το χρέος έπρεπε να καταβληθεί, αξιόποινη πράξη, στην οποίαν τυποποιείται η καθυστέρηση καταβολής του αθροίσματος των περιεχομένων στον πίνακα βεβαιωμένων χρεών. Πρόκειται δηλαδή για ιδιότυπο αθροιστικό έγκλημα, του οποίου η αντικειμενική υπόσταση συναπαρτίζεται από τα οριζόμενα στο νόμο στοιχεία και από δημόσια χρέη του υπαιτίου, που συναθροίζονται και ενιαιοποιούνται για τη νομοτυπική του συγκρότηση, χωρίς να περιέχει στοιχεία εξακολουθητικής, κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, τέλεσης, που χαρακτηρίζουν το αθροιστικό έγκλημα. Από όσα προαναφέρθηκαν παρέπεται: 1) Ότι, αφού πρόκειται για έγκλημα που τελείται εφάπαξ και όχι εξακολουθητικά, κατά λογική και νομική αναγκαιότητα, ως χρόνος τέλεσης αυτού νοείται η συμπλήρωση τετραμήνου από το χρόνο ταμειακής βεβαίωσης (από και με την οποία η σχετική αστική αξίωση γίνεται ληξιπρόθεσμη) του μερικότερου χρέους με τη χρονικά εγγύτερη ταμειακή βεβαίωση προς τη σύνταξη του συνοδεύοντος την αίτηση για άσκηση της ποινικής δίωξης οικείου πίνακα χρεών. Ο χρόνος αυτός καλύπτει και τους αντίστοιχους χρόνους των υπολοίπων, εχόντων προγενέστερες ταμειακές βεβαιώσεις, χρεών, τα οποία, κατά την έννοια του νόμου, συσσωματώνονται σε ένα και μόνο αθροιστικό χρέος. Και 2) Ότι τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του σχετικού εγκλήματος είναι α) η μη καταβολή των βεβαιωμένων στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. ή στα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο και τα λοιπά αναφερόμενα πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα από οποιαδήποτε αιτία, β) η παρέλευση τετραμήνου από το χρόνο που έπρεπε το χρέος να καταβληθεί και γ) το συνολικό άθροισμα των μερικότερων χρεών, με κάθε είδους τόκους και προσαυξήσεις, κατά το χρόνο σύνταξης του οικείου πίνακα χρεών να υπερβαίνει το οριζόμενο από το νόμο χρηματικό ποσό με τις διακρίσεις και κλιμακώσεις που προαναφέρθηκαν, ενώ για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται δόλος (πρόθεση) με την έννοια του άρθρου 27 παρ. 1 του Π.Κ., ο οποίος πρέπει να καλύπτει όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, αφού δεν καθορίζεται στην οικεία διάταξη, άλλη μορφή υπαιτιότητας (άμεσος ή υπερχειλής δόλος). Έτσι, κρίσιμα στοιχεία θεμελίωσης του σχετικού εγκλήματος, που πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, για να υπάρχει η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, είναι: α) Η αρμόδια αρχή που βεβαίωσε το χρέος, β) το ύψος του χρέους, γ) ο τρόπος πληρωμής του, δ) ο ακριβής χρόνος καταβολής του χρέους και ε) η μη πληρωμή του ενοποιημένου χρέους κατά τη λήξη του τετραμήνου από τον χρόνο που αυτό έπρεπε να καταβληθεί, οπότε προσδιορίζεται έμμεσα και ο χρόνος τέλεσης της πράξης. Εξάλλου, ως χρόνος βεβαίωσης του χρέους νοείται ο χρόνος της υπό ευρεία έννοια βεβαίωσης, με την οποία προσδιορίζεται η σχετική χρηματική οφειλή (ως προς το είδος, το ποσό και το υποκείμενό της) και εγγράφεται από τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ή από άλλο αρμόδιο όργανο στους τηρούμενους καταλόγους (φορολογικούς κ.λ.π.). Αυτή συνιστά την ατομική διοικητική πράξη και τον εκτελεστό νόμιμο τίτλο σε βάρος του οφειλέτη. Ως χρόνος καταβολής του χρέους νοείται, όμως, ο χρόνος της υπό στενή έννοια (ταμειακής) βεβαίωσής του, με την οποία αυτό καταγράφεται στο βιβλίο εισπρακτέων εσόδων και εμφανίζεται ως δημόσιο έσοδο, κατά την έννοια του άρθρου 1 του ΚΕΔΕ, καθιστώντας (κατά κανόνα) ταμειακά ληξιπρόθεσμη τη σχετική απαίτηση και εφικτή την κίνηση της εκτελεστικής διαδικασίας με την αποστολή ατομικής ειδοποίησης στον αναγραφόμενο οφειλέτη για την αναγκαστική είσπραξη της εκτελούμενης χρηματικής αξίωσης από αυτόν και από όσους τυχόν συνευθύνονται με αυτόν για το βεβαιωμένο χρέος. Τέλος, στο άρθρο 469 του νέου Π.Κ., που ισχύει, όπως προαναφέρθηκε, από 1-7-2019, ορίζεται ότι "Μετά το εδάφιο β' της παρ. 1 του άρθρου 25 του Νόμου 1882/1990 προστίθεται εδάφιο γ' ως εξής: "Στην αίτηση και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου, τα χρέη που προέρχονται από τη μη εκτέλεση χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο και οι σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκοι και λοιπές επιβαρύνσεις, καθώς και τα χρέη από τα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις". Κατ' αυτόν τον τρόπο με την τελευταία διάταξη του νέου Ποινικού Κώδικα επαναρρυθμίζεται το προβλεπόμενο στο άρθρο 25 του Νόμου 1882/1990 ποινικό αδίκημα της μη καταβολής βεβαιωμένων στη Φορολογική Διοίκηση χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, καθώς και τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αφού ρητά ορίζεται, ότι στις (νέες) αιτήσεις και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών, κατά το άρθρο αυτό, δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ποινικής ευθύνης του προσώπου οι οφειλές που αφορούν: α) χρέη που προέρχονται από τη μη εκτέλεση (αμιγώς) χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο και οι σχετικές με αυτές προσαυξήσεις, τόκοι και λοιπές επιβαρύνσεις και τούτο, διότι, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση της μεταβατικής αυτής διάταξης, η μη καταβολή της επιβληθείσας χρηματικής ποινής καταργείται πλέον ως αυτοτελές αδίκημα του άρθρου 25 του Νόμου 1882/1990, καθώς δυνάμει της διάταξης της παραγράφου 6 του άρθρου 80 του νέου Ποινικού Κώδικα, το δικαστήριο μαζί με την χρηματική ποινή ορίζει ποινή στερητική της ελευθερίας, η οποία θα πρέπει να εκτιθεί από τον καταδικασθέντα, εάν δεν καταβάλλεται η χρηματική ποινή και β) χρέη που προέρχονται από τα φορολογικά αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Νόμου 4174/2013 (Κ.Φ.Δ.), μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις και τούτο, διότι, σύμφωνα με την ίδια ως άνω αιτιολογική έκθεση, θεραπεύεται το άτοπο της διπλής αξιολόγησης των αξιόποινων φορολογικών παραβάσεων, ήτοι, τόσο κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του Νόμου 1882/1990, όσο και κατά τις διατάξεις του άρθρου 66 του Νόμου 4174/2013 σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 8 του Νόμου 4337/2015. Ως εκ τούτου, τα ποσά που αποτελούν το αποκομισθέν ή το επιδιωχθέν προϊόν των εν λόγω φορολογικών παραβάσεων αποκλείονται πλέον από την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος του άρθρου 25 του Νόμου 1882/1990, δεδομένου ότι η μη καταβολή αυτών τυποποιείται ήδη ποινικά από το άρθρο 66 του Κ.Φ.Δ. Τέτοια αποκλειόμενα χρηματικά ποσά-χρέη, τα οποία εμπίπτουν στα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, είναι τα προερχόμενα από την αποφυγή πληρωμής φόρου εισοδήματος (που προβλεπόταν από το άρθρο 17 παρ. 1 του Νόμου 2523/1997), ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) ή ειδικού φόρου ακινήτων (ΕΦΑ), από την απόκρυψη από τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης φορολογητέων εισοδημάτων από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσιακών στοιχείων, ιδίως με την παράλειψη υποβολής δήλωσης ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης ή με την καταχώρηση στα λογιστικά αρχεία εικονικών (ολικά ή μερικά) δαπανών ή με την επίκληση στη φορολογική δήλωση τέτοιων δαπανών, ώστε να μην εμφανίζεται φορολογητέα ύλη ή να εμφανίζεται αυτή μειωμένη, από τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση, συμψηφισμό ή έκπτωση του φόρου προστιθέμενης αξίας (που προβλεπόταν από το άρθρο 18 παρ. 1 του Νόμου 2523/1997), του φόρου κύκλου εργασιών, του φόρου ασφαλίστρων και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, από τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση, συμψηφισμό ή έκπτωση ή λήψη επιστροφής με παραπλάνηση της Φορολογικής Διοίκησης με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων, καθώς και τη διακράτηση τέτοιων φόρων, τελών ή εισφορών, από τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση στο Δημόσιο του φόρου πλοίων, από την έκδοση και αποδοχή πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων (που προβλεπόταν από το άρθρο 19 παρ. 1 του Νόμου 2523/1997) και από τη μη έκδοση ή έκδοση ανακριβώς των προβλεπόμενων από το Π.Δ/μα 186/1992 (Κ.Β.Σ.) στοιχείων κατά την πώληση ή διακίνηση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών κ.λ.π. (που προβλεπόταν από το άρθρο 19 παρ. 5 του Νόμου 2523/1997), μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις, όπως είναι τα πρόστιμα. Ακόμη, η επιβληθείσα με τις διατάξεις του άρθρου 31 του Νόμου 3986/2011 ετήσια επί του εισοδήματος φορολογική επιβάρυνση (τέλος επιτηδεύματος), που ορίζεται σε πάγιο, κατά κατηγορία υπόχρεων, ποσό, στους επιτηδευματίες και στους ασκούντες ελεύθερο επάγγελμα, που τηρούν βιβλία Β' και Γ' κατηγορίας του Κ.Β.Σ., θεσπίσθηκε ως φόρος επί του εισοδήματος. Ο νομοθέτης στηρίχθηκε στην παραδοχή ότι η άσκηση επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας, υπό συνθήκες που περιγράφονται στο νόμο, αποφέρει ένα ελάχιστο ποσό ετήσιου εισοδήματος, στο οποίο αντιστοιχεί, ως ελάχιστη φορολογική επιβάρυνση, το προβλεπόμενο πάγιο ποσό φόρου [Σ.τ.Ε. 89/2019]. Έτσι, η αποφυγή πληρωμής του τέλους επιτηδεύματος, που αποτελεί φόρο επί του εισοδήματος, τυποποιείται επίσης στο έγκλημα φοροδιαφυγής του άρθρου 66 του Κ.Φ.Δ., οπότε δεν συμπεριλαμβάνεται και δεν υπολογίζεται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου στην αίτηση και στον πίνακα χρεών, που υποβάλλονται για την άσκηση της ποινικής δίωξης από τον Προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. ή τα Ελεγκτικά Κέντρα ή το Τελωνείο προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους....

Πέμπτη 13 Μαΐου 2021

ΥΠ' ΑΡΙΘΜΟ 96/2020 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΛΑΡΙΣΑΣ: ΟΤΑΝ ΕΝΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΦΕΤΩΝ ΚΑΝΕΙ ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΗ ΕΠΙΛΟΓΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΑΝΤΙΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ ΤΗΝ ΔΙΑΦΟΡΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΝΟΜΙΚΗ ΑΠΟΨΗ ΠΟΥ ΤΥΧΟΝ ΕΧΕΙ ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙ ΕΝΑΣ ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ή ΚΑΙ ΕΠΙ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΩΝ ΣΕ ΑΛΛΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΔΙΑΔΙΚΟΥ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΚΑΙ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΩΣ ΕΠΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΩΝ ΖΗΤΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΒΙΟΤΙΚΩΝ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ (ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΠΕΡΙ ΗΣ Η ΑΠ 248/2017,ΠΟΥ ΕΠΙΚΑΛΕΙΤΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ), ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΙ ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΛΟΓΟ ΕΞΑΙΡΕΣΗΣ ΚΑΙ ΣΤΟ ΝΑ ΕΧΕΙ ΚΡΙΝΕΙ ΑΥΤΗ ΚΑΘ' ΕΑΥΤΗ ΚΑΙ ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΤΗΝ ΔΙΑΦΟΡΑ, ΠΟΥ ΚΑΛΕΙΤΑΙ ΕΚ ΝΕΟΥ ΝΑ ΚΡΙΝΕΙ ΚΑΙ Η ΟΠΟΙΑ ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΣΤΑ ΙΔΙΑ ΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΙΔΙΑ ΒΙΟΤΙΚΑ ΣΥΜΒΑΝΤΑ ,,ΟΠΟΤΕ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΝΟΗΤΟ ΟΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΞΑΙΡΕΙΤΑΙ. ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΑ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΕΝ ΑΣΧΟΛΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΑΠ 175/2007, ΑΠ 1855/2007, ΕΦ.ΑΘ. 1947/2012, ΕΦΑΘ 1347/2014, ΕΦ.ΛΑΡ.60/2019 ΚΑΙ ΠΟΛ.ΠΡ.ΝΑΞΟΥ 13/2000,ΠΟΥ ΤΕΘΗΚΑΝ ΥΠ' ΟΨΗ ΤΟΥ ΚΑΙ ΠΟΥ ΔΕΧΟΝΤΑΙ ΟΤΙ ΕΝΑΣ ΔΙΚΑΣΤΗΣ, ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΚΡΙΝΕΙ ΜΙΑ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ , ΠΡΈΠΕΙ ΝΑ ΕΞΑΙΡΕΘΕΙ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΑΥΤΗΣ .

Πριν παρατεθεί η απόφαση 96/2020 , παρατίθενται με link οι αποφάσεις:

ΑΠ 248/2017 , την οποία επικαλείται η παρακάτω απόφαση

ΑΠ 1751/2007, η οποία τέθηκε υπ' όψη του Δικαστηρίου και την οποία αυτό αγνόησε 

ΑΠ 1855/2007, η οποία τέθηκε υπ' όψη του Δικαστηρίου και την οποία αυτό αγνόησε 

ΕΦ.ΑΘ. 1947/2012 , η οποία τέθηκε υπ' όψη του Δικαστηρίου και την οποία αυτό αγνόησε 

ΕΦ.ΑΘ.1347/2014, η οποία τέθηκε υπ' όψη του Δικαστηρίου και την οποία αυτό αγνόησε 

ΕΦ.ΛΑΡ. 60/2019, η οποία τέθηκε υπ' όψη του Δικαστηρίου και την οποία αυτό αγνόησε 

ΠΟΛ.ΠΡ.ΝΑΞΟΥ 13/2000, η οποία τέθηκε υπ' όψη του Δικαστηρίου και την οποία αυτό αγνόησε 

    Ο καθ' ένας μπορεί να διαβάσει την παραπάνω νομολογία και να βγάλει τα συμπεράσματά του επί της παρακάτω παρατιθέμενης υπ' αριθμό 96/2020 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας.

   Το βέβαιο όμως είναι ένα: στην Ελλάδα, εν έτει 2020, το να θεωρείται εύλογη η ανησυχία   ενός διαδίκου , ότι ένας δικαστής, στην περίπτωση που  ήδη έχει κρίνει μία υπόθεση  (την ίδια ακριβώς υπόθεση),  είναι ανθρώπινο να μη θεωρήσει  εσφαλμένη την προηγούμενη κρίση του και να την επαναλάβει, αποτελεί ζητούμενο. 



Αριθμός απόφασης 96/2020


ΤΟ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΡΙΣΑΣ

(ΑΚΥΡΩΤΙΚΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ)

ΤΜΗΜΑ Α’

ΤΡΙΜΕΛΕΣ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10 Ιουνίου 2020, με την εξής σύνθεση: Μαρία Αντζουλάτου, Πρόεδρος Εφετών Δ.Δ., ΄Ιλια Φωτιάδου και Ιωάννα Λαμπίρη Εφέτες Δ.Δ. Ως γραμματέας συμμετείχε ο Χαράλαμπος Κανελλιάς, δικαστικός υπάλληλος,

για να δικάσει την αίτηση εξαίρεσης με αριθμό καταχώρησης 33/27-5-2020,

της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΕΥΡΩΜΑΡΤ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ, ΑΤΝΙΠΡΟΣΩΠΕΙΕΣ, ΕΙΣΑΓΩΓΕς-ΕΞΑΓΩΓΕΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο «ΕΥΡΩΜΑΡΤ Α.Ε.», με έδρα στο Γέρακα Αττικής (Καβάφη και Καρκαβίτσα αρ.1), όπως εκπροσωπείται, που δεν παρέστη,

κατά 1) της Αρχής Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών (Α.Ε.Π.Π.), με έδρα στο ν. Αττικής (Λεωφ. Θηβών 196-198, Κτίριο Κεράνης, Αγ. Ιωάννης Ρέντη), όπως εκπροσωπείται και δεν παρέστη και 2) της αναθέτουσας Αρχής «ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΛΑΡΙΣΑΣ ΚΟΥΤΛΙΜΠΑΝΕΙΟ & ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΕΙΟ» που εδρεύει στη Λάρισα (οδός Τσακάλωφ αρ.1), όπως εκπροσωπείται και δεν παρέστη.

Με την αίτηση αυτή η ανωτέρω α.ε. ζητεί την εξαίρεση της δικαστή Δήμητρας Ρουβά από το δικαστικό σχηματισμό που θα δικάσει την ΑΚ 11/2020 αίτηση ακύρωσης που η ίδια εταιρεία κατέθεσε στο Δικαστήριο.

Το Δικαστήριο, αφού άκουσε την Ιωάννα Λαμπίρη εφέτη δ.δ., που ορίστηκε εισηγητής με την από 27.5.2020 πράξη της Προέδρου, μελέτησε τη δικογραφία και σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο.

Η κρίση του είναι η ακόλουθη :

1. Επειδή με την κρινόμενη αίτηση, κατά την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (σχετ. το ηλεκτρονικό παράβολο με κωδικό 33340570095007270082), η αιτούσα α.ε. ζητεί την εξαίρεση της εφέτη δ.δ. Δήμητρας Ρουβά από την εκδίκαση της ΑΚ 11/4-2-2020 αίτησης που άσκησε, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, με αίτημα την ακύρωση της 924/2019 απόφασης του 6ου Κλιμακίου της Αρχής Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών (Α.Ε.Π.Π.). Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε η με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) 763/24-6-2019 προδικαστική προσφυγή της αιτούσας εταιρίας κατά του δεύτερου των καθ’ων ν.π.δ.δ. και κατά της 23Γ/2019 διακήρυξης δημόσιου ηλεκτρονικού διαγωνισμού με αντικείμενο «Προμήθεια ραμμάτων».

2. Επειδή, τα άρθρα 52 και επόμενα του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, που διέπουν την εξαίρεση δικαστών και υπαλλήλων της γραμματείας, και τα οποία, σύμφωνα με το άρθρο 40 του π. δ. 18/1989 (Α΄ 8), εφαρμόζονται αναλόγως και ως προς την εξαίρεση των δικαστών και των υπαλλήλων της γραμματείας των Διοικητικών Εφετείων, όταν δυνάμει του άρθρου 4 του ν. 702/1977 (Α΄ 268) επιλαμβάνονται υποθέσεων που επιδέχονται ακυρωτικό έλεγχο, ορίζουν τα εξής: «1. Δικαστές, εισαγγελείς και υπάλληλοι της γραμματείας, με οποιαδήποτε ιδιότητα και αν ενεργούν, μπορούν να προτείνουν την εξαίρεσή τους ή να εξαιρεθούν από οποιονδήποτε διάδικο: α) … στ) αν έχουν προκαλέσει ή προκαλούν υπόνοια μεροληψίας, ιδίως αν έχουν με κάποιο διάδικο ιδιαίτερη φιλία, ιδιαίτερες σχέσεις καθηκόντων ή εξάρτησης, έριδα ή έχθρα. 2. …» (άρθρο 52), «Αρμόδιο να αποφανθεί για την εξαίρεση είναι το δικαστήριο στο οποίο υπηρετεί ο εξαιρούμενος …» (άρθρο 54), «1. Η εξαίρεση προτείνεται από τον διάδικο πέντε ημέρες πριν από τη συζήτηση στο ακροατήριο, ενώ αργότερα έως ότου περατωθεί η συζήτηση στο ακροατήριο, μόνο εάν πιθανολογείται ότι η περίπτωση ή οι λόγοι της εξαίρεσης προέκυψαν ή έγιναν γνωστοί στον διάδικο μετά την πάροδο της πενθήμερης προθεσμίας … 2. … 3. …» (άρθρο 57), «1. Η αίτηση για την εξαίρεση που υποβάλλεται έως την έναρξη της συζήτησης γίνεται με την κατάθεση εγγράφου στη γραμματεία του αρμόδιου δικαστηρίου. Στην αίτηση πρέπει να αναφέρονται οι λόγοι της εξαίρεσης, διαφορετικά είναι απαράδεκτη. 2. … .» (άρθρο 58), «1. Η απόφαση για την αίτηση της εξαίρεσης εκδίδεται αμέσως με απλή πιθανολόγηση των λόγων της εξαίρεσης ...» (άρθρο 60).

3. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση η αιτούσα α.ε. εκθέτει στην κρινόμενη αίτηση περί εξαιρέσεως από την εκδίκαση της ΑΚ11/4-2-2020 αίτησης ακύρωσης κατά της -αναφερόμενης στην πρώτη σκέψη της παρούσας- απόφασης της Α.Ε.Π.Π., ένδικο βοήθημα για το οποίο ορίστηκε εισηγητής η εφέτης δ.δ. Ίλια Φωτιάδου και δικάσιμος -μετ’ αναβολή- η 7η Οκτωβρίου 2020, μέλους του Δικαστηρίου αυτού και συγκεκριμένα της εφέτη δ.δ. Δήμητρας Ρουβά, διότι η τελευταία, που -ως δικαστής του Μονομελούς Διοικητικού Εφετείου Λάρισας- επιλήφθηκε της ΑΝΜ 41/26-8-2019 αίτησης του άρθρου 372 του ν. 4412/2016 (Α΄ 147) για την αναστολή εκτέλεσης της ίδιας ως άνω απόφασης της Α.Ε.Π.Π. και εξέδωσε την 48/2019 απορριπτική απόφαση, έχει ήδη εκφέρει άποψη για το πραγματικό και ουσιαστικό μέρος της υπόθεσης, γεγονός που προκαλεί δυσπιστία στην ίδια (αιτούσα α.ε.) για το αμερόληπτο της κρίσης κατά την εξέταση της ΑΚ 11/4-2-2020 αίτησης ακύρωσης. Όπως, ωστόσο, κρίθηκε με την 248/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου η από το δικαστή έκφραση κρίσης, στα πλαίσια των δικαιοδοτικών καθηκόντων του, σε προηγούμενη υπόθεση, που δεν συμφέρει στον αιτούντα την εξαίρεσή του, ο οποίος, εν πάση περιπτώσει, δεν ισχυρίζεται, ούτε πιθανολογείται ότι η δυσμενής αυτή κρίση ήταν προϊόν μεροληψίας, δεν αποτελεί λόγο εξαίρεσης. Αβασίμως, συνεπώς, προβάλλεται ότι συντρέχει λόγος εξαίρεσης της εφέτη δ.δ. Δήμητρας Ρουβάς, ως εκ τούτου απορριπτέα τυγχάνει η κρινόμενη αίτηση εξαίρεσης, το δε, καταβληθέν παράβολο πρέπει να καταπέσει υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Απορρίπτει την αίτηση.

Διατάσσει την κατάπτωση του καταβληθέντος παραβόλου υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.

Η διάσκεψη έγινε στη Λάρισα στις 27 Ιουλίου 2020 και η απόφαση δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις 14 Σεπτεμβρίου 2020.

Η ΠρόεδροςΟ Γραμματέας

Θεωρήθηκε στις 7 Οκτωβρίου 2020