Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2021

Η ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 205Α ΠΑΡ. 1 ΤΟΥ Ν. 4412/2016 ΚΑΙ ΠΩΣ ΚΑΠΟΙΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ (ΕΥΤΥΧΩΣ ΕΛΑΧΙΣΤΑ ) ΕΧΟΥΝ ΠΑΡΑΝΟΗΣΕΙ ΤΗΝ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΗΣ, ΝΟΜΟΛΟΓΩΝΤΑΣ ΟΤΙ ΤΑΧΑ ΕΧΕΙ ΥΠΑΧΘΕΙ ΣΤΗΝ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ Η ΕΠΙΛΥΣΗ ΤΩΝ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΠΟΥ ΑΠΟΡΡΕΟΥΝ ΑΠΟ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΜΕΤΑΞΥ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΩΝ ΕΠΙ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΔΕΝ ΕΦΑΡΜΟΖΕΤΑΙ Ο Ν. 4412/2016

     *Σχετικές με το θέμα είναι και οι αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών 2339/2020, 2340/2020 και 2941/2021 , που παρατίθενται στο τέλος. 

    ** Επίσης, εντυπωσιακό είναι ότι οι υπέρ της άποψης ότι οι απορρέουσες από ιδιωτικές συμβάσεις , μη διεπόμενες από τον Ν. 4412/2016, διαφορές , υπάγονται, σύμφωνα με το άρθρο 205 Α του Ν. 4412/2016 ,  στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων και στην αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου , επικαλούνται την 174/2021 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πατρών, η οποία όμως έκρινε εαυτό αρμόδιο λόγω του ότι η κριθείσα από αυτό αγωγή αφορούσε  σύμβαση, που όχι μόνον διέπεται από τον Ν. 4412/2016 αλλά και επιπλέον είναι διοικητική, με αποτέλεσμα η δικαιοδοσία και αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου να καθιδρύεται από το άρθρο 94 του Συντάγματος και το άρθρο 7 παρ. 2 Ν. 1406/1983 και , ως προς την αρμοδιότητα, και  από το  άρθρο 205 Α του Ν. 4412/2016, το οποίο απλώς αναφέρεται διηγηματικά και μάλιστα με  διατύπωση, στην οποία γίνεται λόγος για δημόσιες συμβάσεις, που είτε είναι δημόσιες είτε ιδιωτικές, αναφερόμενη προφανώς στις συμβάσεις του Ν. 4412/2016    (παρατίθεται και αυτή στο τέλος)   

   Ως γνωστόν ο Ν. 4412/2016 με τον τίτλο «Δημόσιες Συμβάσεις Έργων, Προμηθειών και Υπηρεσιών (προσαρμογή στις Οδηγίες 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ)» αφορά συμβάσεις που , σύμφωνα με το  άρθρο 2 παρ. 1 περ. 1 α του Ν. 4412/2016, συνάπτουν α) το δημόσιο, β) τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και γ) τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, εφόσον εμπίπτουν στην έννοια του «οργανισμού δημοσίου δικαίου», όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 παρ. 1 περ. 4 του  Ν. 4412/2016.

   Επίσης είναι γνωστό ότι οι διαφορές , που απορρέουν από διοικητικές συμβάσεις, θεωρούνται διοικητικές διαφορές ουσίας και η επίλυσή τους ανήκει στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων (άρθρο 1 παρ. 2 περ. ι  Ν. 1406/1983)   και ειδικότερα στην αρμοδιότητα, σε πρώτο και τελευταίο βαθμό,  των Τριμελών Διοικητικών Εφετείων (άρθρο 7 παρ.  2 Ν. 1406/1983) και οι διαφορές που απορρέουν από συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου είναι ιδιωτικές διαφορές και η επίλυσή τους ανήκει στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. 

   Όπως είναι επίσης  παγκοίνως γνωστό, σύμφωνα με την νομολογία των Δικαστηρίων, για να υπάρξει διοικητική σύμβαση θα πρέπει, μεταξύ άλλων, η σύμβαση  να συνάπτεται από το δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. 

  Κατά συνέπεια, σύμβαση συναπτόμενη  από νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, έστω κι αν το νομικό αυτό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου εμπίπτει στην έννοια του "οργανισμού δημοσίου δικαίου" και οι συμβάσεις προμηθειών ή υπηρεσιών, που συνάπτει , εμπίπτει  στην εφαρμογή του Ν. 4412/2016, θεωρείται  ιδιωτικού δικαίου  και οι  απορρέουσες από αυτήν διαφορές είναι ιδιωτικές διαφορές , η επίλυση των οποίων ανήκε στα πολιτικά δικαστήρια

  Έτσι, εμφανίστηκε το παράδοξο φαινόμενο οι   μεν διαφορές από συμβάσεις , που συνήπταν τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου σύμφωνα με τον Ν. 4412/2016  ,  να υπάγονται, ως διοικητικές διαφορές ουσίας,  στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων και στην αρμοδιότητα των Διοικητικών Εφετείων, ενώ οι διαφορές από συμβάσεις  που συνήπταν, επίσης σύμφωνα με τον Ν. 4412/2016 , τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, που αποτελούν "οργανισμούς δημοσίου δικαίου" , ως ιδιωτικές διαφορές , να υπάγονται στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. 

   Για την επίλυση του παραπάνω θέματος, έτσι ώστε όλες οι υποθέσεις, που αφορούν την εφαρμογή του Ν. 4412/2016, να εκδικάζονται από δικαστήρια της ίδιας δικαιοδοσίας,   με την παρ. α της παρ. 24 του άρθρου 43 του Ν. 4605/2019    προστέθηκε  το  άρθρου 205 Α στον Ν. 4412/2016, υπό τον τίτλο "Δικαστική επίλυση διαφορών" , που στην παράγραφο 1 ορίζει ότι "Κάθε διαφορά μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών που προκύπτει από τη σύμβαση προμήθειας ή παροχής υπηρεσιών, ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ως ιδιωτικού δικαίου, επιλύεται με την άσκηση προσφυγής ή αγωγής στο Διοικητικό Εφετείο της Περιφέρειας, στην οποία εκτελείται η σύμβαση. Παρέκταση αρμοδιότητας δεν επιτρέπεται. Αν η σύμβαση εκτελείται στην Περιφέρεια δύο ή περισσότερων Διοικητικών Εφετείων, αρμόδιο καθίσταται αυτό που θα επιλέξει ο προσφεύγων ή ο ενάγων. "

   Σύμφωνα με την σαφή διατύπωση της αιτιολογικής  έκθεσης της παραπάνω διάταξης  (ΕΔΩ) "«Με την παράγραφο 24 προστίθεται άρθρο με το οποίο προσδιορίζεται το πλαίσιο της δικαστικής επίλυσης διαφορών σε συμβάσεις προμηθειών και παροχής υπηρεσιών που εφαρμόζεται ο ν. 4412/2016 με την μεταφορά των υποθέσεων αυτών από τα πολιτικά δικαστήρια στα διοικητικά εφετεία», δηλαδή καθίσταται σαφές και ανεπίδεκτο πάσης αμφισβήτησης ότι η διάταξη αυτή αφορά τις διαφορές, που εμπίπτουν στον Ν. 4412/2016 και όχι όλες τις ιδιωτικές διαφορές.

   Εξάλλου, από τους όρους "συμβάσεις προμηθειών και παροχής υπηρεσιών" προκύπτει ότι η διάταξη αναφέρεται σε συμβάσεις του Ν. 4412/2016, στον οποίο αναφέρονται οι όροι αυτοί σε σχέση με τις συμβάσεις, που συνάπτονται σύμφωνα με τον νόμο αυτό (άρθρο 2 παρ. 1 περ. 8 και 9 του Ν. 412/2016), ενώ  διαφορετικά , εάν η διάταξη αυτή αφορούσε και τις συμβάσεις, που συνάπτονται σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα και τις λοιπές διατάξεις ιδιωτικού δικαίου, θα έπρεπε να γίνει χρήση των όρων "συμβάσεις πώλησης και έργου", που χρησιμοποιούνται στον Αστικό Κώδικα. 

   Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι στην εν λόγω διάταξη του άρθρου 205 Α δεν γίνεται καμία μνεία στον χαρακτήρα των συμβαλλομένων , αν δηλαδή πρόκειται για το δημόσιο , νομικό πρόσωπα δημοσίου δικαίου και νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου , που αποτελούν "οργανισμούς  δημοσίου δικαίου" ή εάν πρόκειται και για απλά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και ιδιώτες φυσικά πρόσωπα , γιατί η διάταξη αυτή αυτονόητα  αναφέρεται  στις συμβάσεις , που διέπονται από τον Ν. 4412/2016, στον οποίο έχει ενταχθεί και η ίδια. Διαφορετικά, εάν η γενικά αναφερόμενη αυτή διάταξη αφορούσε και  συμβάσεις , που δεν διέπονται από τον Ν. 4412/2016, τότε με αυτήν θα είχαν μεταφερθεί στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων το σύνολο των συμβάσεων προμήθειας και παροχής υπηρεσιών, ακόμη και αυτές , που συνάπτονται μεταξύ ιδιωτών!!!. 

    Γι' αυτό, και όπως προαναφέρθηκε , η αιτιολογική έκθεση του του Ν. 4605/2019, με τον οποίο προστέθηκε  το άρθρο 205 Α στον Ν. 4412/2016, ρητώς αναφέρει "«Με την παράγραφο 24 προστίθεται άρθρο με το οποίο προσδιορίζεται το πλαίσιο της δικαστικής επίλυσης διαφορών σε συμβάσεις προμηθειών και παροχής υπηρεσιών που εφαρμόζεται ο ν. 4412/2016 με την μεταφορά των υποθέσεων αυτών από τα πολιτικά δικαστήρια στα διοικητικά εφετεία".

   Και φυσικά , εάν με την παραπάνω διάταξη στα διοικητικά Δικαστήρια υπάγονταν οι ιδιωτικές διαφορές επί των οποίων εφαρμόζεται ο Αστικός Κώδικας και το ιδιωτικό δίκαιο εν γένει και όχι ο Ν. 4412/2016, τότε η διάταξη αυτή θα ήταν ευθέως αντισυνταγματική. 

       Πιο αναλυτικά:...

    Ο Ν. 4412/2016 με τον τίτλο «Δημόσιες Συμβάσεις Έργων, Προμηθειών και Υπηρεσιών (προσαρμογή στις Οδηγίες 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ)» αφορά συμβάσεις που , σύμφωνα με το  άρθρο 2 παρ. 1 περ. 1 α του Ν. 4412/2016, συνάπτουν α) το δημόσιο, β) τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και γ) τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου  ,  που εμπίπτουν στην έννοια του «οργανισμού δημοσίου δικαίου», όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 παρ. 1 περ. 4 του  Ν. 4412/2016,  δηλαδή για τα οποία συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις:  1) έχουν συσταθεί για το συγκεκριμένο σκοπό της κάλυψης αναγκών γενικού συμφέροντος, που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα, 2) έχουν νομική προσωπικότητα και 3) χρηματοδοτούνται, κατά το μεγαλύτερο μέρος, από τις κρατικές αρχές, τις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου ή η διαχείριση των οποίων υπόκειται σε έλεγχο ασκούμενο από τους οργανισμούς αυτούς ή έχουν διοικητικό, διευθυντικό ή εποπτικό συμβούλιο, του οποίου περισσότερο από το ήμισυ των μελών διορίζεται από τις κρατικές αρχές, τις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης ή από άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου.

   Σύμφωνα με την πάγια νομολογία  ,  μία  σύμβαση είναι διοικητική και κατά συνέπεια οι απορρέουσες από αυτή διαφορές είναι διοικητικές διαφορές ουσίας και υπάγονται στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων , όταν συντρέχουν σωρευτικά οι αμέσως παρακάτω αναφερόμενες προϋποθέσεις , ήτοι  α) ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ) , β)   με την σύναψη αυτής επιδιώκεται η ικανοποίηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε δημόσιο σκοπό και γ) το  Ελληνικό Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, είτε βάσει του κανονιστικού καθεστώτος που διέπει τη σύμβαση, είτε βάσει ρητρών, οι οποίες προβλέπονται κανονιστικώς και έχουν περιληφθεί στη σύμβαση και που  αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο, ευρίσκεται, προς ικανοποίηση του εν λόγω σκοπού σε υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλόμενου μέρους, δηλαδή σε θέση που δεν προσιδιάζει στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό. Σύμβαση που δεν συγκεντρώνει ένα από τα παραπάνω γνωρίσματα είναι ιδιωτική  (ΑΕΔ 12/2013, ΑΕΔ 11/2013- σχ. 5, ΑΕΔ 3/2012, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 8/2000, ΕλλΔνη 2000.667, ΑΠ 348/2017- σχ. 6, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

    Η διάταξη του άρθρου 205 Α του Ν. 4412/2016 με τον τίτλο «Δημόσιες Συμβάσεις Έργων, Προμηθειών και Υπηρεσιών (προσαρμογή στις Οδηγίες 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ)» , όπως αυτή προστέθηκε με την παρ. α της παρ. 24 του άρθρου 43 του Ν. 4605/2019, όπως και από το περιεχόμενό της προκύπτει ,  θεσπίστηκε αποκλειστικά   για τις συμβάσεις που διέπονται από τον νόμο αυτό (Ν. 4412/2016) και όχι από συμβάσεις, στις οποίες εφαρμόζεται το ιδιωτικό δίκαιο και εν προκειμένω ο  Αστικός Κώδικας.

      Ειδικότερα , η θέσπιση της διάταξης αυτής αποσκοπεί σε διαφορές, που απορρέουν από συμβάσεις , που συνάπτουν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού Δικαίου (ΝΠΙΔ), που εμπίπτουν   στην έννοια του «οργανισμού δημοσίου δικαίου»,  συμβάσεις που  , αν και διεπόμενες από τον Ν. 4412/2016 ,  ο οποίος θέτει κανόνες που αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο και προσδίδουν στο συμβαλλόμενο φορέα ανάθεσης  υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλομένου του προμηθευτή και με την    σύναψη τους επιδιώκεται η   ικανοποίηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε δημόσιο σκοπό, εντούτοις, σύμφωνα με την νομολογία των δικαστηρίων  ,  είναι ιδιωτικές, διότι ελλείπει από αυτές η προϋπόθεση, για να θεωρείται μία σύμβαση διοικητική,  το να είναι ένα το ένα συμβαλλόμενο μέρος το δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου.

     Όπως προαναφέρθηκε, σύμφωνα με την πάγια νομολογία  ,  η σύμβαση είναι διοικητική και κατά συνέπεια οι απορρέουσες από αυτή διαφορές είναι διοικητικές διαφορές ουσίας και υπάγονται στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων , όταν συντρέχουν σωρευτικά οι αμέσως παρακάτω αναφερόμενες προϋποθέσεις , δηλαδή α) ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ) , β)   με την σύναψη αυτής επιδιώκεται η ικανοποίηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε δημόσιο σκοπό και γ) το  Ελληνικό Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, είτε βάσει του κανονιστικού καθεστώτος που διέπει τη σύμβαση, είτε βάσει ρητρών, οι οποίες προβλέπονται κανονιστικώς και έχουν περιληφθεί στη σύμβαση και που  αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο, ευρίσκεται, προς ικανοποίηση του εν λόγω σκοπού σε υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλόμενου μέρους, δηλαδή σε θέση που δεν προσιδιάζει στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό και μία σύμβαση, που δεν συγκεντρώνει ένα από τα παραπάνω γνωρίσματα, είναι ιδιωτική.

   Υπό την παραπάνω παραδοχή, στην έννοια της διοικητικής σύμβασης δεν εμπίπτουν  οι συμβάσεις, που καταρτίζουν  τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (ΝΠΙΔ), που εμπίπτουν στην έννοια του «οργανισμού δημοσίου δικαίου», παρά το γεγονός ότι και στις συμβάσεις αυτές  εφαρμόζονται οι διατάξεις του Ν. 4412/2016 και αυτές  συγκεντρώνουν τις δύο άλλες προϋποθέσεις της διοικητικής σύμβασης , δηλαδή α) επιδιώκεται με αυτές  η ικανοποίηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε δημόσιο σκοπό και β) είτε βάσει του κανονιστικού καθεστώτος που διέπει τη σύμβαση και ειδικότερα βάσει των διατάξεων του Ν. 4412/2016 και που  αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο, το ΝΠΙΔ , που τις συνάπτει, ευρίσκεται, προς ικανοποίηση του εν λόγω σκοπού σε υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλόμενου μέρους.

   Ενόψει των ανωτέρω, εμφανιζόταν το φαινόμενο οι διατάξεις του Ν. 4412/2016 να εφαρμόζονται, καθ’ όσον αφορά τις διαφορές, που απορρέουν από συμβάσεις , που συνήπταν το δημόσιο και τα ΝΠΔΔ ,  από τα Διοικητικά Εφετεία, όπου ανήκει η δικαιοδοσία για την εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας, που απορρέουν εκ διοικητικών συμβάσεων, ενώ οι ίδιες διατάξεις του Ν. 4412/2016 , που αφορούσαν συμβάσεις που συνήπταν ΝΠΙΔ, που εμπίπτουν στην έννοια του «οργανισμού δημόσιου δικαίου» να εφαρμόζονται από τα πολιτικά δικαστήρια, διότι οι σχετικές διαφορές δεν χαρακτηρίζονται διοικητικές αλλά ιδιωτικές , δοθέντος του ότι οι συμβάσεις, από τις οποίες αυτές απορρέουν , δεν είναι διοικητικές αλλά ιδιωτικές , διότι δεν συνάπτονται από το δημόσιο ή ΝΠΔΔ αλλά συνάπτονται από ΝΠΙΔ, δεδομένου του ότι, όπως προαναφέρθηκε, προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό μίας σύμβασης ως διοικητικής , είναι αυτή να συνάπτεται από το δημόσιο ή ΝΠΔΔ, ενώ η συναπτόμενη από ΝΠΙΔ, που αποτελεί «οργανισμό δημοσίου δικαίου» , καίτοι και αυτή διέπεται από τον Ν. 4412/2016, ο οποίος προσδίδει στο συμβαλλόμενο ΝΠΙΔ υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλόμενου μέρους, είναι ιδιωτική.

    Επί των ανωτέρω άκρως διαφωτιστική είναι η   αιτιολογική έκθεση του Ν. 4605/2019   με την παρ. α της παρ. 24 του άρθρου 43 του οποίου προστέθηκε η διάταξη του άρθρου 205 Α στον Ν. 4412/2016 και συγκεκριμένα:

     Κατ’ αρχάς στην αιτιολογική έκθεση  αναφέρεται ότι «Με την παράγραφο 24 προστίθεται άρθρο με το οποίο προσδιορίζεται το πλαίσιο της δικαστικής επίλυσης διαφορών σε συμβάσεις προμηθειών και παροχής υπηρεσιών που εφαρμόζεται ο ν. 4412/2016 με την μεταφορά των υποθέσεων αυτών από τα πολιτικά δικαστήρια στα διοικητικά εφετεία», δηλαδή καθίσταται σαφές και ανεπίδεκτο πάσης αμφισβήτησης ότι η διάταξη αυτή αφορά τις διαφορές, που εμπίπτουν στον Ν. 4412/2016 και όχι όλες τις ιδιωτικές διαφορές.

   Στην συνέχεια αναφέρεται ότι «Ειδικότερα με τον ν. 4412/2016 (Α 147) έγινε προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας για τις δημόσιες συμβάσεις έργων , προμηθειών και υπηρεσιών στις Οδηγίες 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και καθιερώθηκε ενιαία διαδικασία ανεξαρτήτως του εάν η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας είναι το Δημόσιο ή Ν.Π.Δ.Δ ή αν έχει τη νομική μορφή Ν.Π.Ι.Δδηλαδή ανεξαρτήτως του εάν η σύμβαση κατά τη νομολογία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου είναι διοικητική ή ιδιωτικού δικαίου» , δηλαδή καθίσταται πάλι προφανές ότι η αιτιολογική έκθεση αναφέρεται στις συμβάσεις , που κατά την νομολογία του ΑΕΔ, είναι ιδιωτικές , που αφορούν ΝΠΙΔ και εφαρμόζεται επ’ αυτών ο Ν. 4412/2016.

    Ακόμα πιο κάτω , η αυτή αιτιολογική έκθεση κάνει ρητή αναφορά στην με τον Ν. 4412/2016 σύσταση της Αρχής Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών, στην οποία υπάγονται οι διαφορές, που αναφύονται στο προσυμβατικό στάδιο των συμβάσεων, που διέπονται από τον Ν. 4412/2016 και εν τέλει , αναφέροντας ότι «Για όλους τους ανωτέρω λόγους, σύμφωνα με το άρθρο 94 παρ. 3 του Συντάγματος , προκειμένου να επιτευχθεί η ενιαία εφαρμογή της ως άνω νομοθεσίας στις συμβάσεις προμηθειών και παροχής υπηρεσιών και κατά την εκτέλεση αυτών, οι υποθέσεις αυτές ανατίθενται στα διοικητικά εφετεία», καθιστά και πάλι ξεκάθαρο ότι η προτεινόμενη διάταξη , που εν συνεχεία ψηφίστηκε, σκοπό έχει την ενιαία εφαρμογή της «ως άνω νομοθεσίας», δηλαδή του Ν. 4412/2016.

        Κατά συνέπεια, η διάταξη του άρθρου 205 Α του Ν. 4412/2016, όπως αυτή προστέθηκε με την παρ. α της παρ. 24 του άρθρου 43 του Ν. 4605/2019, αφορά όλες τις διαφορές , που απορρέουν από συμβάσεις, που διέπονται από τις διατάξεις του Ν. 4412/2016, είτε είναι διοικητικές  συμβάσεις (συναπτόμενες από το Δημόσιο και ΝΠΔΔ)  είτε είναι συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου (συναπτόμενες από ΝΠΙΔ, που εμπίπτουν στην έννοια του «οργανισμού δημόσιου δικαίου» ) και φυσικά δεν εφαρμόζονται όταν   πρόκειται για σύμβαση ιδιωτικού δικαίου , όπου  έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα και του ιδιωτικού δικαίου εν γένει  και όχι του Ν. 4412/2016.

        Όμως , σε κάθε περίπτωση η προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 205 Α του Ν. 4412/2016 , κι αν ακόμη υποτεθεί ότι είχε το περιεχόμενο που η νομολογία ευάριθμων δικαστών της αποδίδει,   ακόμη και στην περίπτωση αυτή θα ήταν μη εφαρμοστέα, ως πρόδηλα αντισυνταγματική.

   Ειδικότερα, το άρθρο 94  του Συντάγματος ορίζει 

« Αρθρο 94

(Δικαιοδοσία διοικητικών και πολιτικών δικαστηρίων)

1.Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
2. Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει.
3. Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια.
4. Στα πολιτικά ή διοικητικά δικαστήρια μπορεί να ανατεθεί και κάθε άλλη αρμοδιότητα διοικητικής φύσης, όπως νόμος ορίζει. Στις αρμοδιότητες αυτές περιλαμβάνεται και η λήψη μέτρων για τη συμμόρφωση της διοίκησης με τις δικαστικές αποφάσεις. Oι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως νόμος ορίζει.».

      Εν προκειμένω οι εφαρμοζόμενες επί διαφορών ιδιωτικού δικαίου μεταξύ ιδιωτών και του δημοσίου ή ΝΠΔΔ διατάξεις, που εφαρμόζουν τα πολιτικά δικαστήρια,  είναι οι διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου και μάλιστα ο Αστικός Κώδικας , που είναι   εντελώς διαφορετικές από τις εφαρμοζόμενες σε δημοσίου δικαίου διατάξεις δημοσίου δικαίου , που εφαρμόζουν τα διοικητικά εφετεία και  που είναι ο Ν. 4412/2016 , με αποτέλεσμα να μην πληρείται η βασική από το Σύνταγμα τασσόμενη προϋπόθεση , που είναι η επίτευξη «ενιαίας εφαρμογής της αυτής νομοθεσίας», για την υπαγωγή ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια , με αποτέλεσμα η προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 205 Α του Ν. 4412/2016, εάν υποτεθεί ότι είχε το περιεχόμενο της οποίας της αποδίδει η νομολογία επαναλαμβάνω ευάριθμων δικαστών ,  να είναι πρόδηλα αντισυνταγματική και ως εκ τούτου μη εφαρμοστέα.

   Αυτά τα λίγα , για να καταδειχθεί γι’ άλλη μία φορά ότι στην Ελλάδα  τα αυτονόητα δεν είναι αυτονόητα.

 

 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ


Δικαστήριο:ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΟΥΣΙΑΣ
Τόπος:ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:2340
Ετος:2020

Περίληψη

Αγωγή - Παρέμβαση - Προδικαστική απόφαση - Εκχωρηθείσα απαίτηση - Ασφαλισμένος - Διοικητική σύμβαση - Δικαιοδοσία δικαστηρίου -. Υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων οι διοικητικές διαφορές ουσίας, μεταξύ δε αυτών περιλαμβάνονται και εκείνες που έχουν ως αιτία διοικητική σύμβαση, ανάγονται, δηλαδή στο κύρος, την ερμηνεία και την εκτέλεση της εν λόγω συμβάσεως, καθώς και σε οποιαδήποτε παρεπόμενη αξίωση αυτής. Προϋπόθεση για την υπαγωγή των διοικητικών διαφορών που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά σε διοικητικές συμβάσεις στην αρμοδιότητα του διοικητικού εφετείου είναι η ύπαρξη έγκυρης γραπτής σύμβασης, ή έγκυρης παράτασης αυτής από την εκτέλεση της οποίας να πηγάζει η σχετική διαφορά. Δοθέντος ότι στα ένδικα τιμολόγια δεν αναγράφονται τα στοιχεία οποιασδήποτε σύμβασης σε εκτέλεση της οποίας παρασχέθηκαν οι υπηρεσίες που αυτά αφορούν, το Δικαστήριο κρίνει ότι, παρά και την έκδοση της προδικαστικής απόφασης, δεν αποδεικνύεται ότι τα επίμαχα παραστατικά εκδόθηκαν σε εκτέλεση διοικητικής σύμβασης και συνεπώς η υπό κρίση αγωγή, κατά την κύρια βάση της, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, ελλείψει δικαιοδοσίας, όπως και η ασκηθείσα παρέμβαση. Δεν προκύπτει ότι υφίσταται εν προκειμένω σχέση δημοσίου δικαίου και οι ένδικες αξιώσεις δεν βρίσκουν έρεισμα ούτε στις διατάξεις του άρθρου 904 του Α.Κ. περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, κατά την επικουρική βάση της αγωγής. Η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί, όπως και η ασκηθείσα παρέμβαση.

Κείμενο Απόφασης

Αριθμός απόφασης 2340/2020

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Τμήμα 13ο Τριμελές

συνεδρίασε στις 11 Φεβρουαρίου 2020 με δικαστές τις: Λαμπρινή Πλούμη, Πρόεδρο Εφετών Δ.Δ., Σοφία Τσέκου Πλιάτσικα και Σωτηρία Μαργαρίτη (εισηγήτρια), Εφέτες Διοικητικών Δικαστηρίων και γραμματέα την Ελένη Σταμάτη, δικαστική υπάλληλο,

    για να δικάσει την αγωγή με ημερομηνία κατάθεσης 11-9-2014 (αριθμός καταχ. ΑΓ …,),

    της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ERGASIAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και το διακριτικό τίτλο «EUROBANK ERGASIAS» που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Όθωνος αρ. 8), εκπροσωπείται νόμιμα και παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αθανάσιο Ρήγα,

    κατά του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) με την επωνυμία «Εθνικός Οργανισμός Παροχής Υπηρεσιών Υγείας» (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.), που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής (οδός Απ. Παύλου αρ. 12), εκπροσωπείται νόμιμα και παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Αικατερίνη Στάθη.

    Εξάλλου, ασκήθηκε η με ημερομηνία κατάθεσης 16-9-2019 “πρόσθετη παρέμβαση” (Π …,), από την ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ERGASIAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και το διακριτικό τίτλο «EUROBANK ERGASIAS», με την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας της εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία “CAIRO No 3 FINANCE DESIGNATED ACTIVITY COMPANY”, που εδρεύει στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας, η οποία (τραπεζική εταιρία) εκπροσωπείται νόμιμα και παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αθανάσιο Ρήγα.

    Επίσης, το ν.π.δ.δ. με την επωνυμία “ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (ΕΦΚΑ)” που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Αγ. Κων/νου αρ. 16) και εκπροσωπείται νόμιμα, παραστάθηκε, χωρίς να έχει κλητευθεί, με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χαράλαμπο Τούμπα βάσει της από 10-2-2020 έγγραφης δήλωσης του άρθρου 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ.

    Το Δικαστήριο

μ ε λ ε τ η σ ε τη δικογραφία και

σ κ έ φ τ η κ ε σύμφωνα με το νόμο

Η κ ρ ί σ η τ ο υ ε ί ν α ι η ε ξ ή ς:

1. Επειδή, η κρινόμενη αγωγή νόμιμα φέρεται προς νέα συζήτηση μετά την έκδοση της …, προδικαστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου. Με την αγωγή αυτή, όπως το αίτημά της αφενός μετατράπηκε από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό και αφετέρου περιορίστηκε με το νομίμως κατατεθέν υπόμνημα, η ενάγουσα τραπεζική εταιρία ζητά να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος ΕΟΠΥΥ οφείλει να της καταβάλει το ποσό των 822.925,36 ευρώ (αντί του αρχικά αιτουμένου 1.156.685,39 ευρώ), με το νόμιμο τόκο κατά τις διατάξεις του π.δ. 166/2003. Το ποσό αυτό, αντιστοιχεί, κατά τους ισχυρισμούς της, σε εκχωρισθείσες προς αυτήν απαιτήσεις της εταιρίας με την επωνυμία «…,», που απορρέουν από συναφθείσα με τον ΕΟΠΥΥ σύμβαση παροχής ιατρικών υπηρεσιών προς τους ασφαλισμένους του τελευταίου. Η εκχώρηση δε των εν λόγω απαιτήσεων έγινε, κατά τα προβαλλόμενα, προς εξασφάλιση απαιτήσεων της ενάγουσας τραπεζικής εταιρίας από την …, σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό που είχε καταρτιστεί μεταξύ αυτής και της ανωτέρω ιδιωτικής κλινικής (εκχωρήτριας). Εξάλλου, επικουρικά, ζητείται η επιδίκαση του ως άνω ποσού, σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού (904 ΑΚ επ.), νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. 2. Επειδή, η ίδια ως άνω τραπεζική εταιρία (ενάγουσα), με την ιδιότητά της, ως διαχειρίστριας της εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία “CAIRO No 3 FINANCE DESIGNATED ACTIVITY COMPANY”, που εδρεύει στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας, άσκησε την με ημερομηνία κατάθεσης 16-9-2019 πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της ενάγουσας ζητώντας να γίνει δεκτή η υπό κρίση αγωγή και επί τω τέλει να αποδοθεί στην εταιρία το επιδικασθέν ποσό. Η παρέμβαση κοινοποιήθηκε νομίμως, κατ’ άρθρο 114 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ.) στους διαδίκους (σχ. οι …, και …, εκθέσεις επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας …,). Προς θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος της παρεμβαίνουσας εκτίθεται ότι στην ανωτέρω αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού, δυνάμει της από 24-6-2019 καταρτισθείσας μεταξύ τους σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, μεταβιβάστηκε μέσω τιτλοποίησης απαιτήσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 και 14 του ν. 3156/2003, χαρτοφυλάκιο απαιτήσεων, μεταξύ των οποίων οι απαιτήσεις από την …, σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο λογαριασμό) μετά των παρεπόμενων και διαπλαστικών δικαιωμάτων και των τυχόν εξασφαλίσεων αυτών συμπεριλαμβανομένων, ενώ στην ίδια ανατέθηκε η διαχείριση του ως άνω χαρτοφυλακίου με την από 24-6-2019 σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων. Εξάλλου, κατά τα προβαλλόμενα, οι ως άνω συμφωνίες καταχωρήθηκαν νομίμως στο δημόσιο βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στις 24-6-2019 (τόμος 10 αριθμός 186 και τόμος 10 αριθμός 187, αντίστοιχα).

    3. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 94 του Συντάγματος, όπως αυτό αναθεωρήθηκε με το Ψήφισμα της 6ης Απριλίου 2001 της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής (ΦΕΚ 84/17.4.2001), στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές (παρ. 1), ενώ στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές (παρ. 2), μόνο δε σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια (παρ. 3). Εξάλλου, με το άρθρο 1 του ν. 1406/1983 (Α΄ 182) υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων οι διοικητικές διαφορές ουσίας, μεταξύ δε αυτών περιλαμβάνονται και εκείνες που έχουν ως αιτία διοικητική σύμβαση (παρ. 2 περ. Γ), ανάγονται, δηλαδή στο κύρος, την ερμηνεία και την εκτέλεση της εν λόγω συμβάσεως, καθώς και σε οποιαδήποτε παρεπόμενη αξίωση αυτής. Είναι δε, η σύμβαση διοικητική, εάν συντρέχουν σωρευτικώς οι εξής προϋποθέσεις: α) ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, β) με τη σύναψη της συμβάσεως επιδιώκεται η ικανοποίηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε δημόσιο σκοπό και γ) το συμβαλλόμενο Ελληνικό Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, είτε βάσει του κανονιστικού καθεστώτος που διέπει τη σύμβαση, είτε βάσει ρητρών, που προβλέπονται κανονιστικώς και έχουν περιληφθεί στη σύμβαση και που αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο, ευρίσκεται, χάριν του εν λόγω σκοπού, σε υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλομένου του, δηλαδή σε θέση μη προσιδιάζουσα στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό (βλ. ΑΕΔ 7, 2/2017, 1-2/2016, 12, 11/2013, 42, 28/2011, 18/2009, 14, 12/2007, 10/2003, ΣτΕ 1601, 804/2018 κ.α.). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2 περ. ι και 7 παρ. 2 του ν. 1406/1983 και 6 παρ. 2 περ. α του Κ.Δ.Δ. (ν. 2717/1999 – Α΄ 97), οι διοικητικές διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά σε διοικητικές συμβάσεις υπάγονται στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού εφετείου. Προϋπόθεση, όμως, για την υπαγωγή των διαφορών αυτών στην αρμοδιότητα του διοικητικού εφετείου είναι η ύπαρξη έγκυρης γραπτής σύμβασης, ή έγκυρης παράτασης αυτής από την εκτέλεση της οποίας να πηγάζει η σχετική διαφορά (βλ. ΑΕΔ 7/2017, 11/2013, 28/2011, ΣτΕ 242/2016, 1989/2014, 3267/201). Τέλος, κατά την έννοια του άρθρου 94 παρ. 1 του Συντάγματος, διοικητικές διαφορές ουσίας είναι και οι διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, όταν η υποκείμενη σχέση που προκάλεσε τον πλουτισμό αυτό είναι σχέση δημοσίου δικαίου. Αντιθέτως διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, όταν δεν υφίσταται σχέση δημοσίου δικαίου, συνδέουσα το Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με κάποιο πρόσωπο, από την οποία (σχέση) ή με αφορμή τη λειτουργία της οποίας δημιουργείται ο πλουτισμός του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ΑΕΔ 7/2017, 28/2011, 18/2009, ΣτΕ 3267/2013).

    4. Επειδή, με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η εταιρία με την επωνυμία «…,», δυνάμει σύμβασης παροχής υπηρεσιών μεταξύ αυτής και του εναγομένου ΕΟΠΥΥ παρείχε “υπηρεσίες αποθεραπείας αποκατάστασης ανοιχτής νοσηλείας” σε ασφαλισμένους του τελευταίου. Ειδικότερα, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, η ανωτέρω ιδιωτική κλινική “έχει αποδεχτεί, με την από 27-12-2011 υπεύθυνη δήλωσή της προς τον ΕΟΠΥΥ, την από 30-12-2011 Σύμβαση Αποθεραπείας Αποκατάστασης Ανοιχτής Νοσηλείας, που συνήφθη μεταξύ του Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ) και της Ενωσης Κέντρων Αποκατάστασης και Αποθεραπείας Ελλάδος (ΕΚΑΑΕ), σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2072/1992…” Ακολούθως, όπως προβάλλεται, η ως άνω πάροχος υπηρεσιών υγείας, με διαδοχικές συμβάσεις ενεχυράσεως απαιτήσεων, που επιδόθηκαν νόμιμα στο εναγόμενο, εκχώρησε προς την ενάγουσα, μεταξύ άλλων, τις απαιτήσεις της που απορρέουν από τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, τα οποία, κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, εκδόθηκαν στο πλαίσιο εκτέλεσης της εν λόγω σύμβασης παροχής υπηρεσιών υγείας, συνολικής αξίας 822.925,36 ευρώ. Ειδικότερα, η ενάγουσα με την αγωγή, όπως αυτή διορθώθηκε με το υπόμνημα, ισχυρίζεται ότι α) με την από 24-8-2012 σύμβαση ενεχυράσεων απαιτήσεων εκχωρήθηκαν σ’ αυτήν, μεταξύ άλλων, απαιτήσεις που απορρέουν από το …, ΤΠΥ αξίας 97.332,99 ευρώ, β) με την από 19-12-2012 σύμβαση ενεχυράσεως απαιτήσεων της εκχωρήθηκαν, μεταξύ άλλων, απαιτήσεις που απορρέουν από το …, ΤΠΥ αξίας 105.381,90 ευρώ, γ) με την από 30-1-2013 σύμβαση ενεχυράσεως απαιτήσεων της εκχωρήθηκαν απαιτήσεις που απορρέουν, μεταξύ άλλων, από τα …, και …, ΤΠΥ αξίας 4.540 ευρώ και 26.740 ευρώ, αντίστοιχα, δ) με την από 30-7-2013 σύμβαση ενεχυράσεως απαιτήσεων της εκχωρήθηκαν απαιτήσεις που απορρέουν, μεταξύ άλλων, από τα …, …, …, …, …, …, …, και …, ΤΠΥ, συνολικής αξίας 231.822,73 ευρώ, ε) με την από 16-12-2013 (αντί 30-7-2013 που εσφαλμένα αναγραφόταν στην αγωγή) σύμβαση ενεχυράσεως απαιτήσεων της εκχωρήθηκαν απαιτήσεις που απορρέουν, μεταξύ άλλων, από τα …, …, …, …, …, …, …, …, … ΤΠΥ, συνολικής αξίας 357.107,74 ευρώ. Με την κρινόμενη αγωγή και το επ’ αυτής υπόμνημα, η ενάγουσα ζητά να αναγνωριστεί ότι το εναγόμενο οφείλει να της καταβάλει, νομιμοτόκως, το ως άνω συνολικό ποσό των 822.925,36 ευρώ (97.332,99 + 105.381,90 +31.280 + 231.822,73 + 357.107,74), το οποίο ήδη έχει καταβληθεί, μη νομίμως, κατά τους ισχυρισμούς της, στην ανωτέρω ιδιωτική κλινική.

    5. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω και δοθέντος ότι δεν συμπεριλαμβάνονταν στα στοιχεία της δικογραφίας, η επικαλούμενη από την ενάγουσα “από 30-12-2011 Σύμβαση Αποθεραπείας Αποκατάστασης Ανοιχτής Νοσηλείας που συνήφθη μεταξύ του Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ) και της Ενωσης Κέντρων Αποκατάστασης και Αποθεραπείας Ελλάδος”, την οποία αποδέχτηκε, κατά τους ισχυρισμούς της, η εκχωρήτρια ιδιωτική κλινική με την από 27-12-2011 υπεύθυνη δήλωσή της προς τον ΕΟΠΥΥ, και σε εκτέλεση της οποίας, κατά τα προβαλλόμενα, εκδόθηκαν τα ένδικα τιμολόγια, το Δικαστήριο με την …, προδικαστική απόφασή του, υποχρέωσε την ενάγουσα να προσκομίσει τα ως άνω επικαλούμενα έγγραφα ώστε να διακριβωθεί το κανονιστικό καθεστώς που διέπει την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών και η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να επιληφθεί της υπόθεσης.

    6. Επειδή, σε εκτέλεση της ως άνω προδικαστικής απόφασης προσκομίστηκε από την ενάγουσα α) η από 22-12-2011 “ΣΥΜΒΑΣΗ ΜΕ ΚΕΝΤΡΟ ΑΠΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ – ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΚΛΕΙΣΤΗΣ ΝΟΣΗΛΕΙΑΣ” που συνήφθη μεταξύ του ΕΟΠΥΥ και της Ένωσης Κέντρων Αποκατάστασης και Αποθεραπείας Ελλάδος και έχει υπογραφεί για τον ΕΟΠΥΥ από τον Πρόεδρο αυτού …, και για την ΕΚΑΑΕ από τον Πρόεδρο αυτής …, και β) η από 27-12-2011 υπεύθυνη δήλωση (άρθρου 8 του ν. 1599/1986) του …, η οποία φέρει στο πάνω μέρος σημείωση “ΕΟΠΥΥ αρ. πρωτ. …”, με την οποία ο τελευταίος, ως πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της “…,”, δηλώνει ότι “αποδέχομαι την σύμβαση του ΕΟΠΥΥ με τα Κέντρα Αποθεραπείας – Αποκατάστασης, η οποία υπογράφηκε από τον κ. …, (πρόεδρο του ΕΟΠΥΥ) και τον κ. …, (πρόεδρο ΕΚΑΑΕ) καθώς και τους προβλεπόμενους από αυτήν όρους”. Εξάλλου, στο προοίμιο της ως άνω προσκομιζόμενης σύμβασης ορίζεται ως αντικείμενο αυτής ότι “… Τα μέλη της ΕΚΑΑΕ, Κέντρα Αποκατάστασης και Αποθεραπείας Κλειστής Νοσηλείας παρέχουν υπηρεσίες αποθεραπείας – αποκατάστασης κλειστής νοσηλείας στους ασφαλισμένους του ΕΟΠΥΥ και στα προστατευόμενα μέλη αυτών, σύμφωνα με την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία και ο Οργανισμός καταβάλλει την τιμή του ειδικού νοσηλίου που αφορά τα Κέντρα Αποθεραπείας – Αποκατάστασης του ν. 2072/1992, όπως αυτό καθορίζεται από το άρθρο 1 του π.δ. 383/2002 και τροποποιήθηκε με το π.δ. 187/2005, όπως ισχύουν κάθε φορά.” , στον όρο 2 αυτής ότι: “… Το συμβαλλόμενο Κέντρο …. υποχρεούται .. να παρέχει στους δικαιούχους ό,τι περιλαμβάνεται στην έννοια του ειδικού νοσηλίου σύμφωνα με το άρθρο 1 του π.δ. 383/2002, όπως ισχύει κάθε φορά…”, στον όρο 3 ότι: “Η εισαγωγή των ασφαλισμένων γίνεται σύμφωνα με τις καταστατικές διατάξεις του ΕΟΠΥΥ…”

    7. Επειδή, εξάλλου, το π.δ. 383/2002 “Καθορισμός ειδικού νοσηλίου Κέντρων Αποθεραπείας Αποκατάστασης Κλειστής και Ημερήσιας Νοσηλείας” (ΦΕΚ Α 332), ορίζει αφενός στο άρθρο 1 αυτού ότι: “1. Το ύψος του ημερήσιου ειδικού νοσηλίου για εσωτερικούς ασθενείς των Κέντρων Αποθεραπείας και Αποκατάστασης Κλειστής Νοσηλείας … καθορίζεται σε …… 2. Στην έννοια του ημερήσιου ειδικού νοσηλίου περιλαμβάνονται η διαμονή, η διατροφή, η ιατρική, φαρμακευτική και κάθε απαραίτητη για τον ασθενή συνδρομή που αφορά την αποκατάσταση αποθεραπεία του….”, και αφετέρου στο άρθρο 3 αυτού ότι: “1. Το ύψος του ημερήσιου ειδικού νοσηλίου για εξωτερικούς ασθενείς των Κέντρων Αποθεραπείας και Αποκατάστασης Ημερήσιας Νοσηλείας, καθορίζεται σε …. 2…. Στην έννοια του ειδικού νοσηλίου περιλαμβάνεται η κλινική εξέταση, η εκτίμηση ανικανότητας, φυσικοθεραπευτική αξιολόγηση στην αρχή και στο τέλος του προγράμματος, φυσικοθεραπεία, υδροθεραπεία και ψυχολογική υποστήριξη…”.

    8. Επειδή, η προσκομισθείσα από την ενάγουσα, κατόπιν της ως άνω προδικαστικής απόφασης, από 22-12-2011 “ΣΥΜΒΑΣΗ ΜΕ ΚΕΝΤΡΟ ΑΠΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ – ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΚΛΕΙΣΤΗΣ ΝΟΣΗΛΕΙΑΣ”, είναι διαφορετική από την επικαλούμενη με την υπό κρίση αγωγή “από 30-12-2011 Σύμβαση Αποθεραπείας Αποκατάστασης Ανοιχτής Νοσηλείας”, αφορά δε, όπως προκύπτει από το περιεχόμενό της, την παροχή νοσηλείας σε εσωτερικούς ασθενείς. Αντιθέτως, τα ένδικα τιμολόγια εκδόθηκαν για παροχή υπηρεσιών “ανοιχτής νοσηλείας”, όπως προβάλλεται από την ενάγουσα με την αγωγή της και αναγράφεται, άλλωστε, στο σώμα αυτών, ήτοι αφορούν παροχή υπηρεσιών υγείας σε εξωτερικούς ασθενείς. Εξάλλου, η ενάγουσα με το υπόμνημα που κατέθεσε κατά τη δεύτερη συζήτηση, στις 14-2-2020 επαναλαμβάνει εκ νέου τα στοιχεία της ένδικης σύμβασης, όπως αυτά αναγράφονται και στην αγωγή, ήτοι “ΣΥΜΒΑΣΗ ΑΝΟΙΚΤΗ 30-12-11”, παρά το γεγονός, μάλιστα, ότι υφίσταται ανακολουθία και ως προς τις επικαλούμενες ημερομηνίες κατάρτισης της σύμβασης και αποδοχής της, καθόσον η δήλωση αποδοχής (27-12-2011) φέρεται να προηγείται της κατάρτισης της σύμβασης (30-12-2011). Ενόψει αυτών και δοθέντος ότι στα ένδικα τιμολόγια δεν αναγράφονται τα στοιχεία οποιασδήποτε σύμβασης σε εκτέλεση της οποίας παρασχέθηκαν οι υπηρεσίες που αυτά αφορούν, το Δικαστήριο κρίνει ότι, παρά και την έκδοση της προδικαστικής απόφασης, δεν αποδεικνύεται ότι τα επίμαχα παραστατικά εκδόθηκαν σε εκτέλεση διοικητικής σύμβασης και συνεπώς η υπό κρίση αγωγή, κατά την κύρια βάση της, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, ελλείψει δικαιοδοσίας, όπως και η ασκηθείσα παρέμβαση. Εξάλλου, δεν μπορεί εν προκειμένω να εφαρμοσθεί η διάταξη του άρθρου 205Α του ν. 4412/2016, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 43 παρ. 24α΄ του ν. 4605/2019, ΦΕΚ Α 52/1.4.2019 (έναρξη ισχύος 1-7-2019 σύμφωνα με την παρ.24β ίδιου άρθρου), με την οποία καθιερώθηκε δικαιοδοσία των διοικητικών εφετείων για την επίλυση όλων των διαφορών που ανακύπτουν από δημόσιες συμβάσεις προμήθειας ή παροχής υπηρεσιών, ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ως ιδιωτικού δικαίου, αφού πέραν οτιδήποτε άλλου, η εφαρμογή της προϋποθέτει την ύπαρξη συμβάσεων για τις οποίες εφαρμόζεται ο ν. 4412/2016 (βλ. σχ. οικείο μέρος αιτιολογικής έκθεσης ν.4605/2019). Τέλος, ενόψει του ότι δεν προκύπτει ότι υφίσταται εν προκειμένω σχέση δημοσίου δικαίου, οι ένδικες αξιώσεις δεν βρίσκουν έρεισμα ούτε στις διατάξεις του άρθρου 904 του Α.Κ. περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, κατά την επικουρική βάση της αγωγής

    9. Επειδή, κατ’ ακολουθία, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί, όπως και η ασκηθείσα παρέμβαση, ενώ, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, η ενάγουσα και παρεμβαίνουσα πρέπει να απαλλαγεί από τη δικαστική δαπάνη (άρθρο 275 Κ.Δ.Δ.).

    ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Απορρίπτει την αγωγή και την παρέμβαση.

Απαλλάσσει την ενάγουσα και παρεμβαίνουσα από τη δικαστική δαπάνη.

    Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 12 Μαΐου 2020 και δημοσιεύθηκε στην ίδια πόλη, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, στις 23 Ιουνίου 2020.

    Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ

    ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΠΛΟΥΜΗ ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ

    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΜΑΤΗ


Πρόεδρος:Λαμπρινή Πλούμη
Δικηγόροι:Αθανάσιος Ρήγας, Αικατερίνη Στάθη, Χαράλαμπος Τούμπας
Εισηγητές:Σωτηρία Μαργαρίτη
Μέλη:Σοφία Τσέκου Πλιάτσικα, Σωτηρία Μαργαρίτη
Λήμματα:Αγωγή ,Παρέμβαση ,Προδικαστική απόφαση ,Εκχωρηθείσα απαίτηση ,Ασφαλισμένος ,Διοικητική σύμβαση ,Δικαιοδοσία δικαστηρίου

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
 
Δημοσίευση:ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ


ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

Δικαστήριο:ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΟΥΣΙΑΣ
Τόπος:ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:2339
Ετος:2020

Περίληψη

Αγωγή - Παρέμβαση - Εκχωρηθείσα απαίτηση - Σύμβαση παροχής υπηρεσιών υγείας - Σύμβαση ενεχυράσεως απαίτησης – Τιμολόγιο - Βάρος απόδειξης -. Αγωγή μπορεί να ασκήσει εκείνος ο οποίος έχει, κατά του Δημοσίου ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, χρηματική αξίωση από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου. Νομιμοποιούνται επίσης και οι κάθε είδους καθολικοί ή ειδικοί διάδοχοι. Κάθε διάδικος υποχρεούται να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που επικαλείται για να στηρίξει τους ισχυρισμούς του, εκτός αν ο νόμος που διέπει τη σχέση ορίζει διαφορετικά. Οι άλλοι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να ανταποδείξουν. Διαφορά, η οποία ερείδεται σε σύμβαση ενεχυριάσεως και πρακτορείας απαιτήσεων, έχει το χαρακτήρα διοικητικής διαφοράς ουσίας, μόνον εφόσον οι εν λόγω απαιτήσεις γεννήθηκαν κατά την εκτέλεση διοικητικής συμβάσεως, δεδομένου ότι η φύση των εκχωρηθεισών απαιτήσεων, ως γεννηθεισών κατά την εκτέλεση διοικητικής συμβάσεως, δεν μεταβάλλεται λόγω της εκχώρησής τους από τον προμηθευτή. το Δικαστήριο κρίνει ότι, παρά και την έκδοση της προδικαστικής απόφασης, η ενάγουσα, η οποία φέρει και το βάρος απόδειξης, δεν αποδεικνύει ότι τα ένδικα παραστατικά εκδόθηκαν σε εκτέλεση έγκυρης διοικητικής σύμβασης και συνεπώς η υπό κρίση αγωγή, κατά την κύρια βάση της, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, ελλείψει δικαιοδοσίας, όπως και η ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση. Ενόψει του ότι δεν προκύπτει ότι υφίσταται εν προκειμένω σχέση δημοσίου δικαίου, οι ένδικες αξιώσεις δεν βρίσκουν έρεισμα, ούτε στις διατάξεις του άρθρου 904 του Α.Κ. περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, κατά την επικουρική βάση της αγωγής. Η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί, όπως και η ασκηθείσα παρέμβαση.

Κείμενο Απόφασης

Αριθμός απόφασης 2339/2020

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Τμήμα 13ο Τριμελές

Αποτελούμενο από τους: Λαμπρινή Πλούμη, Πρόεδρο Εφετών, Σοφία Τσέκου –Πλιάτσικα (εισηγήτρια) και Σωτηρία Μαργαρίτη, Εφέτες Διοικητικών Δικαστηρίων και γραμματέα την Ελένη Σταμάτη, δικαστική υπάλληλο,

     σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 11 Φεβρουαρίου 2020, για να δικάσει την αγωγή με χρονολογία κατάθεσης 11.9.2014 (αριθ. καταχ. ΑΓ …,),

    τ η ς ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Τράπεζα EUROBANK ERGASIAS ΑΕ», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Όθωνος αριθμ 8, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Αθανασίου Ρήγα,

    κ α τ ά του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΓΕΙΑΣ» (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.), ο οποίος εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής ( οδ. Αγίου Παύλου αρ.12), που εκπροσωπείται από τον Πρόεδρό του, ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο Αικατερίνη Στάθη.

    Εξάλλου, παραστάθηκε και το Ν.Π.Δ..Δ. με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (Ε.Φ.Κ.Α), που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Αγίου Κωνσταντίνου αρ. 16), που εκπροσωπείται από το Διοικητή του, ο οποίος παραστάθηκε με την από 10.2.2019 έγγραφη δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου Χαράλαμπου Τούμπα βάσει του άρθρου 133 παρ.2 του ΚΔΔ.

    Παρεμβαίνουσα: Ανώνυμη Τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «Τράπεζα EUROBANK ERGASIAS ΑΕ», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Όθωνος αριθμ 8, με την ιδιότητα της διαχειρίστριας της εταιρείας με την επωνυμία «CAIRO Νο 3 FINANCE DESIGNATED ACTIVITY COMPANY», που εδρεύει στο Δουβλίνο Ιρλανδίας, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Αθανασίου Ρήγα,

    Μετά τη συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.

Η κρίση του είναι η εξής:

1. Επειδή η υπό κρίση αγωγή, νόμιμα φέρεται για συζήτηση μετά την έκδοση της …, προδικαστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου.

    2. Επειδή, με την υπό κρίση αγωγή, ύστερα από το νόμιμο περιορισμό του αιτήματος αυτής ζητείται να αναγνωρισθεί ότι το εναγόμενο ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΓΕΙΑΣ» (Ε.Ο.Π.Υ.Υ., οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 1.142.072,09 ευρώ, με το νόμιμο τόκο κατά τις διατάξεις του π.δ. 166/2003 και ν. 4152/2013, προερχόμενο, κατά τους ισχυρισμούς της, από εκχωρηθείσες προς αυτήν απαιτήσεις της εταιρίας με την επωνυμία «…,», που απορρέουν από την από 30.11.2011 σύμβαση παροχής υπηρεσιών υγείας με μονάδες τεχνητού νεφρού ιδιωτικών κλινικών, που συνήφθη μεταξύ της Πανελλήνιας Ένωσης Ιδιωτικών Κλινικών και του ΕΟΠΥΥ. Η εκχώρηση δε των εν λόγω απαιτήσεων έγινε, κατά τα προβαλλόμενα, προς εξασφάλιση απαιτήσεων της ενάγουσας τραπεζικής εταιρίας από την …, σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό που είχε καταρτιστεί μεταξύ αυτής και της ανωτέρω ιδιωτικής κλινικής (εκχωρήτριας). Επικουρικά δε, ζητείται η επιδίκαση του ως άνω ποσού, σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού (904 ΑΚ επ.), νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής.

    3. Επειδή, στη δίκη παρεμβαίνει, σύμφωνα με το άρθρο 113 του ΚΔΔ, υπέρ της ενάγουσας, η Τράπεζα EUROBANK ERGASIAS ΑΕ (ως διαχειρίστρια), για λογαριασμό της εταιρείας με την επωνυμία «CAIRO Νο 3 FINANCE DESIGNATED ACTIVITY COMPANY». Ειδικότερα, με το από 13.9.2019 δικόγραφο πρόσθετης παρέμβασης, η παρεμβαίνουσα αλλοδαπή εταιρεία ισχυρίζεται ότι δυνάμει του άρθρου 10 παρ. 2 του ν. 3156/2003, στις 24.06.2019 μεταξύ της υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση και αυτής συνήφθη σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, δια της οποίας η μεταβιβάζουσα ενάγουσα Τράπεζα εκχώρησε σε αυτή τις απορρέουσες απαιτήσεις από την υπ’ αρ. …, Σύμβαση Πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο λογαριασμό) και τις οικείες συμβάσεις αύξησης του ορίου της πίστωσης, {απαίτηση, κεφάλαιο, δεδουλευμένοι τόκοι και απαιτήσεις από έξοδα), μετά των παρεπόμενων και διαπλαστικών δικαιωμάτων και των τυχόν εξασφαλίσεων αυτών, συμπεριλαμβανομένων και της ένδικης απαίτησης της εταιρίας με την επωνυμία «…,». Η εκχώρηση έγινε με τη νομοτεχνική μορφή της τιτλοποιήσεως απαιτήσεων του άρθρου 10 ν. 3156/2003 και εντάσσεται σε ένα γενικότερο χαρτοφυλάκιο απαιτήσεων της ενάγουσας Τράπεζας. Περίληψη της από 24-6-2019 συμβάσεως μεταβίβασης καταχωρήθηκε στις 24/6/2019 στο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο 10 με αριθμό 186 και έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου 152/24-06-2019 (άρθρο 10 παρ. 8 του ν. 3156/2003). Από την καταχώριση της άνω σύμβασης μεταβίβασης καθώς και του με αρ. πρωτ. 152/24-06-2019 αποσπάσματος του συνημμένου Παραρτήματος στην από 24-06-2019 Περίληψη στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών (στον Τόμο 10 και αυξ. αριθμ. 186), επήλθε κατά τις ειδικές αυτές διατάξεις η μεταβίβαση των τιτλοποιηθεισών απαιτήσεων της Τράπεζας από την υπ’ αριθμ. …, Σύμβαση Πιστώσεως με Ανοικτό (Αλληλόχρεο) Λογαριασμό στην προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρεία ειδικού σκοπού CAIRO FINANCE DESIGNATED ACTIVITY COMPANY». Η διαχείριση των απαιτήσεων του χαρτοφυλακίου και κατ’ επέκτασιν των απαιτήσεων από την εκχωρηθείσα σύμβαση δανείου ανατέθηκε με ιδιαίτερη σύμβαση και σύμφωνα με το νόμο στην εκχωρήτρια Τράπεζα. Περίληψη της σύμβασης διαχειρίσεως έχει ήδη καταχωρηθεί στις 24/6/2019 στο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο 10 με αριθμό 187 και έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου 153/23-06-2019 (άρθρο 10 παράγραφος 16 του ν. 3156/2003). Ενόψει, των ανωτέρω ζητά να γίνει δεκτή η από 08-09-2014 αγωγή της υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση, δια της οποίας ζητείται, σύμφωνα με το αιτητικό της, να υποχρεωθεί το εναγόμενο ν.π.δ.δ. να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 1.142.072,09 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας κατά το αιτητικό της αγωγής, επί τω τέλει το επιδικασθέν ποσό να αποδοθεί στην εταιρεία της στο πλαίσιο της ανωτέρω τιτλοποίησης.

    4. Επειδή, στο άρθρο 71 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1990 (Α΄ 97), ορίζεται ότι: «1. Αγωγή μπορεί να ασκήσει εκείνος ο οποίος έχει, κατά του Δημοσίου ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, χρηματική αξίωση από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου. 2. Σε άσκηση της κατά την προηγούμενη παράγραφο αγωγής νομιμοποιούνται και οι κάθε είδους καθολικοί ή ειδικοί διάδοχοι. 3. …». Περαιτέρω, στο άρθρο 145 ορίζεται ότι: «1. Κάθε διάδικος υποχρεούται να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που επικαλείται για να στηρίξει τους ισχυρισμούς του, εκτός αν ο νόμος που διέπει τη σχέση ορίζει διαφορετικά. Οι άλλοι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να ανταποδείξουν. (.....)».

    5. Επειδή, περαιτέρω, με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 1406/1983, που εκδόθηκε σε εκτέλεση της διατάξεως του άρθρου 94 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτή ίσχυε πριν τη συνταγματική αναθεώρηση, και επέβαλε την εντός πενταετούς προθεσμίας, δυναμένης να παραταθεί με νόμο, υποβολή της εκδικάσεως στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια εκείνων εκ των διοικητικών διαφορών ουσίας που δεν είχαν ακόμη υπαχθεί στα δικαστήρια αυτά, υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας, μεταξύ δε των ενδεικτικά προβλεπομένων στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου 1 περιπτώσεων περιελήφθησαν και οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας των διοικητικών συμβάσεων (εδάφιο ι), δηλαδή οι διαφορές που προέρχονται από διοικητική ήδη δημόσια σύμβαση και ανάγονται στο κύρος, την ερμηνεία και την εκτέλεση αυτής ή σε οποιαδήποτε παρεπόμενη της συμβάσεως αξίωση. Η σύμβαση δε είναι διοικητική εάν ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και με τη σύναψη της συμβάσεως επιδιώκεται η ικανοποίηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε δημόσιο σκοπό, το δε Ελληνικό Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, είτε βάσει του κανονιστικού καθεστώτος που διέπει τη σύμβαση, είτε βάσει ρητρών, οι οποίες προβλέπονται κανονιστικώς και έχουν περιληφθεί στη σύμβαση, αποκλίνουν δε από το κοινό δίκαιο, ευρίσκεται, προς ικανοποίηση του εν λόγω σκοπού, σε υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλομένου μέρους, δηλαδή σε θέση που δεν προσιδιάζει στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό (βλ. Α.Ε.Δ. 12, 11/2013, 3/2012, 42, 28/2011, 18/2009, 6, 12, 14/2007, 10/2003, κ.ά.). Συμβάσεις που δεν συγκεντρώνουν σωρευτικά τα γνωρίσματα αυτά είναι ιδιωτικές και οι διαφορές αυτές υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (βλ. Α.Ε.Δ. 3/2012, 29/2011). Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 94 παρ. 1 του Συντάγματος, διοικητικές διαφορές ουσίας είναι και οι διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, όταν η υποκείμενη σχέση που προκάλεσε τον πλουτισμό αυτό είναι σχέση δημοσίου δικαίου. Αντιθέτως, διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων όταν δεν υφίσταται σχέση δημοσίου δικαίου, συνδέουσα το Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με κάποιο πρόσωπο, από την οποία (σχέση), ή με αφορμή τη λειτουργία της οποίας, δημιουργείται ο πλουτισμός του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ΑΕΔ 1-2/2016, βλ. ΑΕΔ 12, 11/2013, 3/2012, 28/2011, 18/2009, κ.ά.).

    6.Επειδή, εξάλλου, διαφορά, η οποία ερείδεται σε σύμβαση ενεχυριάσεως και πρακτορείας απαιτήσεων, έχει το χαρακτήρα διοικητικής διαφοράς ουσίας, μόνον εφόσον οι εν λόγω απαιτήσεις γεννήθηκαν κατά την εκτέλεση διοικητικής συμβάσεως, δεδομένου ότι η φύση των εκχωρηθεισών απαιτήσεων, ως γεννηθεισών κατά την εκτέλεση διοικητικής συμβάσεως, δεν μεταβάλλεται λόγω της εκχώρησής τους από τον προμηθευτή (βλ. ΑΕΔ 2/2002, ΣτΕ 3928, 9/2015, 179/2014, 3765/2013 κ.λ.π.).

    7. Επειδή, κατά τα ιστορούμενα στην κρινόμενη αγωγή, η εταιρία με την επωνυμία «…,», δυνάμει σύμβασης παροχής υπηρεσιών μεταξύ αυτής και του εναγομένου, παρέσχε τις υπηρεσίες της σε ασφαλισμένους του τελευταίου. Ειδικότερα, η ανωτέρω ιδιωτική κλινική έχει αποδεχτεί, με την από 18.2.2012 υπεύθυνη δήλωσή της την από 30-12-2011 Σύμβαση Παροχής Υπηρεσιών Υγείας με Μονάδες Τεχνητού Νεφρού Ιδιωτικών Κλινικών, που συνήφθη μεταξύ του Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ) και της Πανελλήνιας Ένωσης Κέντρων Ιδιωτικών Κλινικών, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3918/2011. Ακολούθως, όπως προβάλλεται, η ως άνω πάροχος υπηρεσιών υγείας, με διαδοχικές συμβάσεις ενεχυράσεως απαιτήσεων, που επιδόθηκαν νόμιμα στο εναγόμενο, εκχώρησε προς την ενάγουσα, μεταξύ άλλων, τις απαιτήσεις της που απορρέουν από τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, τα οποία, κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, εκδόθηκαν στο πλαίσιο εκτέλεσης της εν λόγω σύμβασης παροχής υπηρεσιών υγείας, συνολικής αξίας 1.142.072,09 ευρώ. Ειδικότερα, η ενάγουσα προβάλλει ότι α) με την από 15-6-2012 σύμβαση ενεχυράσεων απαιτήσεων εκχωρήθηκαν σ’ αυτήν, μεταξύ άλλων, απαιτήσεις που απορρέουν από τα …, και …, ΤΟΥ, αξίας 117.867,26 και 121.363,16 ευρώ, αντιστοίχως, από τα οποία εξοφλήθηκε το δεύτερο και οφείλεται το πρώτο τιμολόγιο, β) με την από 19.12.2012 σύμβαση ενεχυράσεως απαιτήσεων της εκχωρήθηκαν, μεταξύ άλλων, απαιτήσεις που απορρέουν από το …, ΤΠΥ αξίας 145.775,36 ευρώ, γ) με την από 30-1-2013 σύμβαση ενεχυράσεως απαιτήσεων της εκχωρήθηκαν απαιτήσεις που απορρέουν, μεταξύ άλλων, από το …, ΤΠΥ, αξίας 155.057,59 ευρώ, δ) με την από 8.3.2013 σύμβαση ενεχυράσεως απαιτήσεων της εκχωρήθηκαν απαιτήσεις που απορρέουν, μεταξύ άλλων, από το …, ΤΠΥ, αξίας 138.399,14 ευρώ, ε) με την από 30.7.2013 σύμβαση ενεχυράσεως απαιτήσεων της εκχωρήθηκαν απαιτήσεις που απορρέουν, μεταξύ άλλων, από το …, ΤΠΥ, αξίας 143.145,82 ευρώ, ζ) με την από 13.8.2013 σύμβαση ενεχυράσεως απαιτήσεων της εκχωρήθηκαν απαιτήσεις που απορρέουν, μεταξύ άλλων, από το …, ΤΠΥ, αξίας 129.491,45 ευρώ και η) με την από 16.12.2013 σύμβαση ενεχυράσεως απαιτήσεων της εκχωρήθηκαν απαιτήσεις που απορρέουν, μεταξύ άλλων, από τα …, και …, ΤΠΥ, αξίας 169.284,59 και 143.052,88 ευρώ αντιστοίχως και συνολικής αξίας 1.42.072,09 ευρώ. Ενόψει αυτών, με την κρινόμενη αγωγή, η ενάγουσα ζητά να αναγνωριστεί ότι το εναγόμενο οφείλει να της καταβάλει, νομιμοτόκως, το ως άνω συνολικό ποσό. Προς απόδειξη δε του ισχυρισμού της ότι τα ένδικα ΤΠΥ εκδόθηκαν σε εκτέλεση δημόσιας σύμβασης παροχής υπηρεσιών υγείας συναφθείσας με το εναγόμενο, η ενάγουσα προσκομίζει α) φωτοαντίγραφο σχεδίου με τίτλο «σύμβαση για την παροχή υπηρεσιών υγείας με μονάδες τεχνητού νεφρού ιδιωτικών κλινικών», στο οποίο όμως δεν αναφέρεται ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης, όνομα αντισυμβαλλομένου του ΕΟΠΥΥ, διάρκεια ισχύος της σύμβασης, ούτε προκύπτουν τα στοιχεία και η ιδιότητα του προσώπου που φέρεται να έχει θέσει την υπογραφή του στο εν λόγω σχέδιο για λογαριασμό της Πανελλήνιας Ένωσης Ιδιωτικών Κλινικών και β) φωτοαντίγραφο της από 18-2-2012 υπεύθυνης δήλωσης (άρθρου 8 του ν. 1599/1986), η οποία δεν φέρει αριθμό πρωτοκόλλου κατάθεσης στον ΕΟΠΥΥ, του …, κατοίκου Πατρών, ο οποίος δηλώνει, μεταξύ άλλων, ότι ως πρόεδρος και Δ/νων Σύμβουλος της …, αποδέχεται την σύμβαση του ΕΟΠΥΥ με μονάδες τεχνητού νεφρού, η οποία υπογράφηκε μεταξύ του Προέδρου του ΕΟΠΥΥ και του Προέδρου της Ελληνικής Ένωσης Ιδιωτικών Κλινικών και Μονάδων Υγείας, σε αντίθεση με ότι αναφέρεται στην αγωγή, ότι αποδέχθηκε την σύμβαση της Πανελλήνιας Ένωσης Ιδιωτικών Κλινικών .

    8. Επειδή, κατ’ αρχήν, η ενάγουσα Τράπεζα, η οποία φέρει το βάρος της απόδειξης, σύμφωνα με το άρθρο 145 του Κ.Δ.Δ., ότι στην κρινόμενη υπόθεση συνήφθη έγκυρη δημόσια σύμβαση μεταξύ του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και της προαναφερόμενης παρόχου ανώνυμης εταιρείας, δεν προσκόμισε τη σύμβαση, που επικαλείται με το δικόγραφο της αγωγής, ούτε άλλο σχετικό στοιχείο από το οποίο να προκύπτει η τήρηση της προβλεπόμενης από τις σχετικές διατάξεις διαδικασίας σύναψης διοικητικής σύμβασης, που ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο. Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο, μη δυνάμενο με τα εν λόγω στοιχεία να διακριβώσει το κανονιστικό καθεστώς από το οποίο διέπεται η σύμβαση, καθώς και τους τυχόν ειδικότερους όρους αυτής, προκειμένου να μπορεί να κριθεί κατ’ αρχήν αν συγκεντρώνει τις προεκτεθείσες προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δημόσια σύμβαση και, κατ’ ακολουθίαν, η δικαιοδοσία του να επιληφθεί της υπόθεσης, έκρινε αναγκαίο με την προδικαστική του απόφαση να αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης, και διέταξε τη συμπλήρωση των αποδείξεων προκειμένου να προσκομισθούν από την ενάγουσα Τράπεζα η από 30-12- 2011 Σύμβαση Παροχής Υπηρεσιών Υγείας με Μονάδες Τεχνητού Νεφρού Ιδιωτικών Κλινικών, που συνήφθη μεταξύ του Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ) και της Πανελλήνιας Ένωσης Κέντρων Ιδιωτικών Κλινικών καθώς και οποιοδήποτε άλλο στοιχείο σχετικό με τη σύμβαση σύμφωνα με το σκεπτικό. Σε εκτέλεση της προδικαστικής η ενάγουσα δεν προσκόμισε κανένα πρόσθετο στοιχείο σχετικό με την προαναφερόμενη σύμβαση.

    9. Επειδή, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη 3η και 4η σκέψη της παρούσας απόφασης, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη ότι η ενάγουσα Τράπεζα δεν απέδειξε ότι οι ένδικες αξιώσεις απορρέουν από έγκυρες διοικητικές συμβάσεις και δοθέντος ότι στο σώμα των ένδικων τιμολογίων δεν αναγράφονται τα στοιχεία οποιασδήποτε σύμβασης σε εκτέλεση της οποίας παρασχέθηκαν οι υπηρεσίες που αυτά αφορούν, το Δικαστήριο κρίνει ότι, παρά και την έκδοση της προδικαστικής απόφασης, η ενάγουσα, η οποία φέρει και το βάρος απόδειξης (άρθρο 145 του Κ.Δ.Δ.), δεν αποδεικνύει ότι τα ένδικα παραστατικά εκδόθηκαν σε εκτέλεση έγκυρης διοικητικής σύμβασης και συνεπώς η υπό κρίση αγωγή, κατά την κύρια βάση της, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, ελλείψει δικαιοδοσίας, όπως και η ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση. Εξάλλου, δεν μπορεί εν προκειμένω να εφαρμοσθεί η διάταξη του άρθρου 205Α του ν. 4412/2016, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 43 παρ. 24α΄ του ν. 4605/2019, ΦΕΚ Α 52/1.4.2019 (έναρξη ισχύος 1-7-2019 σύμφωνα με την παρ. 24β του ίδιου άρθρου), με την οποία καθιερώθηκε δικαιοδοσία των διοικητικών εφετείων για την επίλυση όλων των διαφορών που ανακύπτουν από δημόσιες συμβάσεις προμήθειας ή παροχής υπηρεσιών, ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ως ιδιωτικού δικαίου, αφού πέραν οτιδήποτε άλλου, η εφαρμογή της προυποθέτει την ύπαρξη συμβάσεων για τις οποίες εφαρμόζεται ο ν. 4412/2016 (βλ. σχ. οικείο μέρος αιτιολογικής έκθεσης ν.4605/2019). Τέλος, ενόψει του ότι δεν προκύπτει ότι υφίσταται εν προκειμένω σχέση δημοσίου δικαίου, οι ένδικες αξιώσεις δεν βρίσκουν έρεισμα, ούτε στις διατάξεις του άρθρου 904 του Α.Κ. περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, κατά την επικουρική βάση της αγωγής. Άλλωστε, κατά τη συζήτηση της αγωγής, η ενάγουσα Τράπεζα, έπαυσε να είναι πλέον δικαιούχος της απαίτησης, κατά τα προβαλλόμενα από την ίδια πραγματικά περιστατικά, δεδομένου ότι η απαίτηση της εταιρείας με την επωνυμία «…,», εκχωρήθηκε ήδη από την ενάγουσα μαζί με την …, εκχωρηθείσα σύμβαση δανείου. Με την καταχώριση δε της σύμβασης αυτής στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, επήλθε κατά τις ειδικές διατάξεις του ν. 3156/2003, η μεταβίβαση των τιτλοποιηθεισών απαιτήσεων της Τράπεζας από την …, Σύμβαση Πιστώσεως με Ανοικτό (Αλληλόχρεο) Λογαριασμό, στην προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία CAIRO ΝΟ 3 FINANCE DESIGNATED ACTIVITY COMPANY. Ενόψει αυτών και υπό την προϋπόθεση ότι η πρόσθετη παρέμβαση ήθελε θεωρηθεί κύρια παρέμβαση, για να έχει τα έννομα αποτελέσματα της αγωγής, κατ’ άρθρο 112 παρ. 2 του ΚΔΔ, έπρεπε να είχαν προσκομισθεί στο Δικαστήριο, αφενός οι ένδικες συμβάσεις , αφετέρου να είχε τηρηθεί πριν από τη συζήτηση της παρέμβασης η διαδικασία της νόμιμης αναγγελίας, όχι μόνο ως προς τον οφειλέτη της Τράπεζας, δηλαδή την εταιρεία με την επωνυμία «…,» με την καταχώριση της σύμβασης αυτής στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/ 2000, αλλά και ως προς το εναγόμενο ν.π.δ,δ, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις του άρθρου 53 του ν.δ. 496/1974 «περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου», Α΄ 204), κατά την παρ. 3 του οποίου «Πάσα ……. εκχώρησις, δια την οποίαν δεν ετηρήθησαν αι ως άνω διατυπώσεις, είναι άκυρος». Συνεπώς, σε κάθε περίπτωση η παρέμβαση πρέπει να απορριφθεί, όπως και η κρινόμενη αγωγή, δεδομένου ότι η παρεμβαίνουσα ως νέα ειδική διάδοχος της απαίτησης δεν απέδειξε την ύπαρξη έγκυρης διοικητικής σύμβασης καθώς και την ενεργητική νομιμοποίηση αυτής δια των κοινοποιήσεων προς τον ΕΟΠΥΥ, οι οποίες προβλέπονται από ειδικές διατάξεις και δεν καλύπτονται από τις ρυθμίσεις του ν. 3156/2003 .

    10.Επειδή, κατ΄ακολουθία, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί, όπως και η ασκηθείσα παρέμβαση, ενώ, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, η ενάγουσα και προσθέτως παρεμβαίνουσα πρέπει να απαλλαγεί από τη δικαστική δαπάνη (άρθρο 275 Κ.Δ.Δ.).

    ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Απορρίπτει την αγωγή και την παρέμβαση.

Απαλλάσσει την ενάγουσα και παρεμβαίνουσα από τα δικαστικά έξοδα.

    Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 12-5-2020 και δημοσιεύθηκε στην ίδια πόλη, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, στις 23-6-2020.

    Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ

    ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΠΛΟΥΜΗ ΣΟΦΙΑ ΤΣΕΚΟΥ-ΠΛΙΑΤΣΙΚΑ

    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΣΤΑΜΑΤΗ ΕΛΕΝΗ


Πρόεδρος:Λαμπρινή Πλούμη
Δικηγόροι:Αθανάσιος Ρήγας, Αικατερίνη Στάθη, Χαράλαμπος Τούμπας
Εισηγητές:Σοφία Τσέκου–Πλιάτσικα
Μέλη:Σοφία Τσέκου–Πλιάτσικα, Σωτηρία Μαργαρίτη
Λήμματα:Αγωγή ,Παρέμβαση ,Εκχωρηθείσα απαίτηση ,Σύμβαση παροχής υπηρεσιών υγείας ,Σύμβαση ενεχυράσεως απαίτησης ,Τιμολόγιο ,Βάρος απόδειξης

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
 
Δημοσίευση:ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

Δικαστήριο:

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΟΥΣΙΑΣ

Τόπος:

ΑΘΗΝΑ

Αριθ. Απόφασης:

2941

Ετος:

2021


 

Περίληψη

Διαφορά από εκτέλεση σύμβασης προμήθειας- Δικαιοδοσία – Έκταση εφαρμογής άρθρου 205Α ν.4412/2016.

Κείμενο Απόφασης

Δ.Εφ.Αθηνών 2941/2021 (18ο τμήμα)

1.………………………

2. Επειδή, κατά την έννοια του άρθρου 94 παρ. 1 του Συντάγματος, η εκδίκαση των διαφορών, που ανακύπτουν από σύμβαση και ανάγονται στο κύρος, την ερμηνεία και την εκτέλεση αυτής ή σε οποιαδήποτε παρεπόμενη της σύμβασης αξίωση, υπάγεται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, αν η σύμβαση είναι διοικητική. ’λλως, αν, δηλαδή, πρόκειται περί σύμβασης ιδιωτικού δικαίου, δικαιοδοσία για την επίλυση της διαφοράς έχουν τα πολιτικά δικαστήρια. Θεωρείται δε η σύμβαση διοικητική εάν πληρούνται, σωρευτικώς, οι εξής προϋποθέσεις: α) ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, β) με τη σύναψη της σύμβασης επιδιώκεται η εξυπηρέτηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε σκοπό δημοσίου συμφέροντος, και γ) ο συμβατικός δεσμός διέπεται από εξαιρετικές ρήτρες, οι οποίες προσδίδουν υπερέχουσα θέση στο συμβαλλόμενο Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου - δηλαδή θέση η οποία δεν προσιδιάζει στο δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό - και οι οποίες προκύπτουν είτε από το νομοθετικό καθεστώς, το οποίο διέπει τη σύμβαση, είτε από τους όρους της οικείας διακήρυξης είτε από το ίδιο το περιεχόμενο της σύμβασης (βλ. ΑΕΔ 7/2019, 17/2017, 1/2016, 11/2013, ΣτΕ 1601, 804/2018 ΣτΕ 3507/2015 κ.ά). Εξάλλου, στην παράγραφο 3 του ιδίου άρθρου 94 του Συντάγματος, όπως ισχύει, μετά την αναθεώρηση του 2001, προβλέπεται ότι: «3. Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια.».

    3. Επειδή, περαιτέρω, με το άρθρο 43 παρ. 24 στ. α΄ του ν. 4605/2019 (ΦΕΚ Α 52/1.4.2019) προστέθηκε στο ν. 4412/2016 (Δημόσιες Συμβάσεις Έργων, Προμηθειών και Υπηρεσιών - προσαρμογή στις Οδηγίες 2014/24/ ΕΕ και 2014/25/ΕΕ – ΦΕΚ Α΄ 147), μετά το άρθρο 205 αυτού, νέο άρθρο 205Α, με το οποίο προβλέφθηκε ότι «1. Κάθε διαφορά μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών που προκύπτει από τη σύμβαση προμήθειας ή παροχής υπηρεσιών, ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ως ιδιωτικού δικαίου, επιλύεται με την άσκηση προσφυγής ή αγωγής στο Διοικητικό Εφετείο της Περιφέρειας, στην οποία εκτελείται η σύμβαση. ….». Όπως αναφέρεται δε, στο οικείο μέρος της αιτιολογικής έκθεσης του πιο πάνω νόμου: «Με την παράγραφο 24 προστίθεται άρθρο ΅ε το οποίο προσδιορίζεται το πλαίσιο της δικαστικής επίλυσης διαφορών σε συ΅βάσεις προ΅ηθειών και παροχής υπηρεσιών που εφαρ΅όζεται ο ν. 4412/2016 ΅ε τη ΅εταφορά των υποθέσεων αυτών από τα πολιτικά δικαστήρια στα διοικητικά εφετεία. Ειδικότερα ΅ε το ν. 4412/2016 (Α΄ 147) έγινε προσαρ΅ογή της ελληνικής νο΅οθεσίας για τις δη΅όσιες συ΅βάσεις έργων, προ΅ηθειών και υπηρεσιών στις Οδηγίες 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συ΅βουλίου και καθιερώθηκε ενιαία διαδικασία ανεξαρτήτως του εάν η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας είναι το Δη΅όσιο ή Ν.Π.Δ.Δ. ή αν έχει τη νο΅ική ΅ορφή Ν.Π.Ι.Δ., δηλαδή ανεξαρτήτως του εάν η σύ΅βαση κατά τη νο΅ολογία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου είναι διοικητική ή ιδιωτικού δικαίου. Με τον ίδιο νό΅ο συστάθηκε η Αρχή Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών, που έχει ως έργο την διοικητική επίλυση των διαφορών που ανακύπτουν κατά το στάδιο που προηγείται της σύναψης των δη΅οσίων συ΅βάσεων του νό΅ου αυτού, οι αποφάσεις της οποίας προσβάλλονται ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου της έδρας της αναθέτουσας αρχής ή ενώπιον του Συ΅βουλίου της Επικρατείας, κατά τις διακρίσεις του άρθρου 372 του νό΅ου. Για όλους τους ανωτέρω λόγους, σύ΅φωνα ΅ε το άρθρο 94 παρ. 3 του Συντάγ΅ατος, προκει΅ένου να επιτευχθεί η ενιαία εφαρ΅ογή της ως άνω νο΅οθεσίας στις συ΅βάσεις προ΅ηθειών και παροχής υπηρεσιών και κατά την εκτέλεση αυτών, οι υποθέσεις αυτές ανατίθενται στα διοικητικά εφετεία. … ». Ακολούθως, με το άρθρο 60 του ν. 4689/2020 (ΦΕΚ Α 103/27.5.2020), τροποποιήθηκε το άρθρο 6 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999 Α 97) και στην περ. α της παρ. 2 η λέξη «διοικητικές» (συμβάσεις) αντικαταστάθηκε από τη λέξη «δημόσιες», για λόγους συνέπειας και προς αποφυγή τυχόν ερμηνευτικών προβλημάτων, λόγω των σχετικών τροποποιήσεων του ν. 4412/2016 (επέκτασης της δικαιοδοσίας των διοικητικών εφετείων σε δημόσιες συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου – βλ.σχ. αιτιολογική έκθεση).

    4…….

5. Επειδή, εν προκειμένω, κατόπιν του ….. διεθνούς διαγωνισμού, τον οποίο προκήρυξε η καθ’ ης η προσφυγή «…..», με το ……/2009 συμφωνητικό προμήθειας, η ίδια ανέθεσε στην προσφεύγουσα ……. την εκτέλεση της σύμβασης με θέμα «……», όπως αυτή περιγράφηκε στην ως άνω διακήρυξη, στη συγγραφή υποχρεώσεων και στα λοιπά συμβατικά τεύχη. Ειδικότερα, στο άρθρο 23 της διακήρυξης του διαγωνισμού ορίζετο ότι: «Η Σύμβαση που θα υπογραφεί, από τη στιγμή της ανάθεσης στον Ανάδοχο μέχρι την περάτωσή της, θα διέπεται από τους όρους των τευχών και την Ελληνική νομοθεσία και δη από τον Ελληνικό Αστικό Κώδικα. Αρμόδια είναι αποκλειστικά τα δικαστήρια της Αθήνας. Πριν την υπογραφή της Σύμβασης της Προμήθειας οι σχέσεις με την …… ρυθμίζονται από την οδηγία 2004/17ΕΚ, το Π.Δ. 59/2007 «Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας στις διατάξεις της οδηγίας 2004/17ΕΚ», τον Ελληνικό Αστικό Κώδικα και τα τεύχη του Διαγωνισμού», ενώ στο άρθρο 2 της Συγγραφής Υποχρεώσεων ορίζετο ότι: «Η Σύμβαση, όπως αυτή ορίζεται στην παρ. 3.5 της παρούσας, από τη στιγμή ανακήρυξης του Αναδόχου μέχρι περάτωσής της διέπεται από τις διατάξεις της Ελληνικής Νομοθεσίας και δη από τον Ελληνικό Αστικό Κώδικα. ...» και στο άρθρο 4 επίσης της ίδιας Συγγραφής, που συμπίπτει κατ’ ουσία με το περιεχόμενο του ……. συμφωνητικού προμήθειας, ότι: «Τα συμβατικά τεύχη που αναφέρονται πιο κάτω αλληλοσυμπληρώνονται. Σε περίπτωση ασυμφωνίας μεταξύ τους, η σειρά ισχύος αυτών καθορίζεται ως εξής: α)Συμφωνητικό της Προμήθειας β)Οικονομική προσφορά του Αναδόχου γ)Προκήρυξη και Τεύχος Διευκρινίσεων δ)Συγγραφή Υποχρεώσεων ε) ...».

    6. Επειδή, η ένδικη διαφορά που απορρέει από την πιο πάνω σύμβαση είναι ιδιωτική, αφού δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της διοικητικής σύμβασης που προεκτέθηκαν στην υπ’ αρ. 2 σκέψη της παρούσας. Ειδικότερα, ανεξαρτήτως του εάν με τη σύναψη της σύμβασης επιδιώκεται η εξυπηρέτηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε σκοπό δημοσίου συμφέροντος, κανένα από τα συμβαλλόμενα μέρη δεν είναι το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (….) ο δε συμβατικός δεσμός, όπως ρητά ορίζεται στην …… διακήρυξη, στην οποία παραπέμπει η ….. σύμβαση και στη σχετική συγγραφή υποχρεώσεων, διέπεται από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα και όχι από εξαιρετικές ρήτρες, οι οποίες προσδίδουν υπερέχουσα θέση στον αναθέτοντα φορέα. Ως εκ τούτου αρμόδια για την εκδίκαση της συγκεκριμένης διαφοράς είναι τα πολιτικά και όχι τα διοικητικά δικαστήρια. Εξάλλου, δεν μπορεί εν προκειμένω να εφαρμοσθεί η διάταξη του άρθρου 205Α του ν. 4412/2016, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 43 παρ. 24α΄ του ν. 4605/2019, ΦΕΚ Α 52/1.4.2019 (με έναρξη ισχύος από 1.7.2019), με την οποία καθιερώθηκε δικαιοδοσία των διοικητικών εφετείων για την επίλυση όλων των διαφορών που ανακύπτουν από δημόσιες συμβάσεις προμήθειας ή παροχής υπηρεσιών, ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ως ιδιωτικού δικαίου. Τούτο διότι, η εφαρμογή της συγκεκριμένης διάταξης (η οποία πάντως καταλαμβάνει την κρινόμενη υπόθεση, αφού συζητήθηκε μετά την έναρξη ισχύος της - βλ. σχετ. ΣτΕ 2272/2019 σκέψη 7, Ε.Α.ΣτΕ 92/2021 σκ. 4), προϋποθέτει την ύπαρξη συμβάσεων, διεπομένων από το νομικό καθεστώς των δημοσίων συμβάσεων (ν. 4412/2016 κ.λπ.), ενόψει και του ότι στόχος του νομοθέτη εν προκειμένω ήταν η – κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 94 παρ. 3 του Συντάγματος – ενιαία εφαρμογή της αυτής ως άνω νομοθεσίας (των δημοσίων συμβάσεων σύμφωνα με τη σχετική αιτιολογική έκθεση).

    7……….

ddikastes.gr


 

174/2021 ΔΕΦ ΠΑΤΡ ( 798468)
  
 

(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Αμοιβή κατά Δήμου για καταβολή ανεξόφλητης αμοιβής επί σύμβασης παροχής υπηρεσιών.

Σύμβαση παροχής υπηρεσιών  υπέρ ΝΠΔΔ που εξυπηρετεί δημόσιο σκοπό και επί της οποίας ο φορέας του Δημοσίου φέρει πλεονεκτική θέση έναντι του αντισυμβαλλομένου του είναι διοικητική. Οι απορρέουσες εξ αυτής διαφορές συνιστούν διοικητικές διαφορές ουσίας κατά Ν. 1406/1983 υπαγόμενες στα διοικητικά δικαστήρια. Ειδική καθ’ ύλην αρμοδιότητα των διοικητικών εφετείων για δημόσιες συμβάσεις προμήθειας και υπηρεσιών που συνήφθησαν μετά την ισχύ του Ν. 4412/2016. Τελεσίδικη απόρριψη ένδικου βοηθήματος λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας του δικαστηρίου κατά Ν. 3659/2008. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ασκήσει το ένδικο βοήθημα στο έχον δικαιοδοσία αρμόδιο δικαστήριο εντός προθεσμίας 4 μηνών από την επίδοση σε αυτόν της τελεσίδικης ως άνω απορριπτικής απόφασης ή από την γνώση αυτής με αποτέλεσμα όλες οι έννομες συνέπειες να ανατρέχουν στον χρόνο άσκησης του αρχικού ένδικου βοηθήματος. Μεταξύ αυτών η τοκοφορία της απαίτησης. Τύχη δικαστικού ενσήμου που κατατέθηκε με το αρχικό ένδικο βοήθημα. Όροι για την νομότυπη σύναψη συμβάσεων με ΟΤΑ διά απευθείας ανάθεσης. Τηρούμενη διαδικασία για την πληρωμή της αξίας των υλικών υπέρ του αναδόχου. Απαιτούμενα δικαιολογητικά για την είσπραξη της αμοιβής του επί παροχής υπηρεσιών. Τηρούμενη διαδικασία για την παραλαβή του αντικειμένου της σύμβασης παροχής γενικών υπηρεσιών που γίνεται από αρμόδιες επιτροπές. Πότε αυτή λαμβάνει χώρα αυτοδίκαια. Δυνατότητα των διοικητικών δικαστηρίων κατά το Σύνταγμα να προβαίνουν σε έλεγχο νομιμότητας των πράξεων που προηγούνται ή λαμβάνουν χώρα στα πλαίσια εκτέλεσης διοικητικών συμβάσεων όπως η έκδοση χρηματικών ενταλμάτων πληρωμής. Διά του εν λόγω ελέγχου δεν πλήττεται η νομιμότητα των ατομικών διοικητικών πράξεων που αφορούν την σύναψη της αντίστοιχης σύμβασης. Η τελευταία υπόκειται μόνο σε ανάκληση από την διοίκηση ή ακύρωση από τα δικαστήρια. Σύμβαση παροχής υπηρεσιών υπέρ ΟΤΑ δεν ανακαλείται μετά την πλήρη εκτέλεση της. Δέχεται εν μέρει αγωγή.

 

 

  

                                               Αριθμός απόφασης: Α174/2021

                                             ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

                                                       ΤΜΗΜΑ Γ` ΤΡΙΜΕΛΕΣ

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του (αίθουσα Κακουργιοδικείου του Δικαστικού Μεγάρου Πατρών) στις 16 Απριλίου 2021, με δικαστές τις: Χρυσάνθη Χριστοδούλου, Πρόεδρο Εφετών Δ.Δ., Δήμητρα Μπανιά και Ελένη Παπαδάκη (εισηγήτρια), Εφέτες Δ.Δ. και γραμματέα την Αναστασία Θανοπούλου, δικαστική υπάλληλο,

 

για να δικάσει την με ημερομηνία κατάθεσης 31/7/2020 ( αρ. καταχ. …./31-7-2020 ) αγωγή,

 

του …………… του ……………, κατοίκου της Δημοτικής Κοινότητας ………………. της Δημοτικής Ενότητας ……… του Δήμου ……………….., ο οποίος δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο αλλά παραστάθηκε με δήλωση κατ` άρθρο 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ. του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Δημητρίου Ποταμίτη, τον οποίο διόρισε με ιδιωτικό έγγραφο,

 

κατά του Δήμου …………….. που εκπροσωπείται από τον Δήμαρχό του και δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο αλλά παραστάθηκε με δήλωση κατ` άρθρο 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ. της πληρεξουσίας δικηγόρου του Σοφίας Φωτοπούλου.

 

Μετά τη συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.

 

                                                  Αφού μελέτησε τη δικογραφία

 

                                                       Σκέφθηκε κατά το νόμο

 

1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, ζητείται να υποχρεωθεί ο Δήμος ……………….., να καταβάλει στον ενάγοντα, νομιμοτόκως ( με το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας) από την επομένη της ημερομηνίας επίδοσης (20-4-2018) της με αριθμό κατάθεσης …./7-3-­2018 αγωγής του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ζακύνθου, άλλως από την επομένη της ημερομηνίας επίδοσης ( 6-8-2020) της παρούσας αγωγής, το ποσό των 9.998,85 ευρώ, το οποίο όπως υποστηρίζει αντιστοιχεί στην αξία εκτέλεσης της υπηρεσίας με τίτλο «Εργασίες διάνοιξης & καθαρισμού τάφρων με μηχανικά μέσα Δ.Ε………..», με βάση την από 9-6­-2017 σύμβαση παροχής υπηρεσιών ( με αριθμό πρωτοκόλλου …….) η οποία υπογράφηκε μεταξύ του ενάγοντος και του Δήμου ……….., κατ` εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 209 παρ. 9 του ν. 3463/2006 ( ΦΕΚ Α` 114) και των διατάξεων του ν. 4412/2016 ( Α` 147), άλλως ζητεί το ανωτέρω ποσό σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού.

 

2. Επειδή, η κρινόμενη διαφορά ανέκυψε κατά την εκτέλεση συμβάσεως παροχής υπηρεσιών, στην οποία το ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι Ν.Π.Δ.Δ. (Δήμος ……), εξυπηρετείται δε με αυτή δημόσιος σκοπός, ήτοι εργασίες διάνοιξης και καθαρισμού από φερτά υλικά ή απορρίμματα και αυτοφυή βλάστηση των ρεμάτων και τάφρων και την αποκομιδή των προϊόντων κοπής με μηχανικά μέσα για την πολιτική προστασία της Δημοτικής Ενότητας …… του Δήμου ………... Εξάλλου, όπως αναφέρεται στην εν λόγω σύμβαση, αυτή διέπεται από τις διατάξεις του ν. 4412/2016, οι οποίες εξασφαλίζουν στον εναγόμενο Ο.Τ.Α. υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλόμενου ενάγοντα, αφού επιτρέπουν τη μονομερή επέμβαση τούτου στο συμβατικό δεσμό με την επιβολή κυρώσεων. Κατά συνέπεια, η σύμβαση αυτή, για την οποία τηρήθηκε ο έγγραφος τύπος, απορριπτομένου του αντίθετου ισχυρισμού του εναγόμενου Δήμου ως αβασίμου, έχει χαρακτήρα διοικητικό και η επίλυση της παρούσας διαφοράς που προέκυψε κατά την εκτέλεσή της ανήκει στην καθ` ύλην αρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 2 περ. ι`  του ν. 1406/1983 και 6 παρ. 2 περ. α` του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν.2717/1999, Α` 97) και τη διάταξη του άρθρου 205 Α του ν. 4412/2016, (Α147), [η οποία προστέθηκε με το άρθρο 43 παρ. 24α` του ν. 4605/2019, (Α52), και ισχύει, κατά την παρ. 24β του ίδιου άρθρου, από την 1-7-2019] με την οποία καθιερώθηκε δικαιοδοσία των διοικητικών εφετείων για την επίλυση όλων των διαφορών που ανακύπτουν από δημόσιες συμβάσεις προμήθειας ή παροχής υπηρεσιών, ανεξαρτήτως από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ως ιδιωτικού δικαίου, αφού η κρινόμενη αγωγή, ασκήθηκε μετά την έναρξη ισχύος της εν λόγω διατάξεως.

 

3.Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 41 του ν. 3659/2008 «Βελτίωση και επιτάχυνση των διαδικασιών της δίκης στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια και άλλες διατάξεις» (Α`77), ορίζεται ότι: «Αν ένδικο βοήθημα απορριφθεί τελεσιδίκως για έλλειψη δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, το αντίστοιχο ένδικο βοήθημα που προβλέπει ο νόμος, εφόσον ασκηθεί ενώπιον του κατά δικαιοδοσία αρμόδιου δικαστηρίου εντός ανατρεπτικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την επίδοση της τελεσίδικης απορριπτικής απόφασης στον ενδιαφερόμενο ή αφότου καταστεί τελεσίδικη η επιδοθείσα πρωτόδικη απόφαση, λογίζεται, ως προς όλες τις έννομες συνέπειες, ότι ασκήθηκε κατά το χρόνο της άσκησης εκείνου που απορρίφθηκε Το δικαστικό ένσημο, που τυχόν έχει καταβληθεί για το ένδικο βοήθημα που απορρίφθηκε, συνυπολογίζεται και για το ένδικο βοήθημα που ασκείται ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου». Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, το ένδικο βοήθημα που ασκείται ενώπιον του κατά δικαιοδοσία αρμόδιου δικαστηρίου λογίζεται, ως προς όλες τις έννομες συνέπειες, μεταξύ των οποίων και ως προς το ζήτημα της έναρξης της τοκοφορίας της ένδικης αξιώσεως, ότι έχει ασκηθεί κατά το χρόνο τυχόν ασκήσεως προηγουμένου που απορρίφθηκε τελεσιδίκως λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας, υπό την προϋπόθεση ότι το δεύτερο αυτό ένδικο βοήθημα ασκείται από τον ενδιαφερόμενο εντός ανατρεπτικής προθεσμίας δύο μηνών από την επίδοση σε αυτόν της τελεσίδικης απορριπτικής αποφάσεως. Ο σκοπός των παραπάνω διατάξεων συνίσταται στην επίλυση των εκκρεμών υποθέσεων σε σύντομο διάστημα και στην προστασία των ενδιαφερομένων, οι οποίοι με την εσφαλμένη άσκηση ενδίκου βοηθήματος ενώπιον δικαστηρίου στερουμένου δικαιοδοσίας κινδυνεύουν με παραγραφή των δικαιωμάτων τους και απώλεια τόκων (πρβλ. ΣτΕ 839/2012, 295/2011, 2754/2000, ΑΠ 635/2005 κ.ά.). Ο νομοθέτης προσδιορίζει την επίδοση της τελεσίδικης αποφάσεως με την οποία απορρίπτεται το αντίστοιχο ένδικο βοήθημα λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας, για την έναρξη, της δίμηνης προθεσμίας για την εκ νέου άσκηση του ενδίκου βοηθήματος ενώπιον του έχοντος δικαιοδοσία δικαστηρίου, αυτό, όμως, μόνον γιατί πρόκειται για το συνήθως συμβαίνον και όχι προκειμένου να αποκλείσει την πλήρη γνώση του περιεχομένου της αποφάσεως, συναγόμενη κυρίως από την δικονομική συμπεριφορά του διαδίκου, ως αφετηρία της εν λόγω προθεσμίας, κάτι που θα αποτελούσε άκρα τυπολατρία η οποία, υπερακοντίζοντας το σκοπό του νομοθέτη, θα καθιστούσε απρόθεσμη την διατήρηση των συνεπειών της ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος ενώπιον μη έχοντος δικαιοδοσία δικαστηρίου. (πρβλ. ΣτΕ 2436-7/2012 7μ., 3576/2013 και 1283/2020). Εξάλλου, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης, εάν ασκηθεί εκ νέου ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου ένδικο βοήθημα, το οποίο είχε ασκηθεί προηγουμένως ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου και απορρίφθηκε από αυτό λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, συνυπολογίζεται το τυχόν καταβληθέν δικαστικό ένσημο για ένδικο βοήθημα που απορρίφθηκε. Ενόψει αυτού, του ότι δηλαδή λαμβάνεται υπόψη το ήδη καταβληθέν δικαστικό ένσημο και δεν απαιτείται επανακαταβολή τούτου, το διοικητικό δικαστήριο οφείλει, εντός των πλαισίων του ασκούμενου από αυτό ελέγχου για το παραδεκτό της άσκησης του ενδίκου βοηθήματος, να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως αν είχε καταβληθεί τέτοιο ένσημο για το απορριφθέν από το πολιτικό δικαστήριο ένδικο βοήθημα και, εάν αυτό δεν προκύπτει από τα προσκομισθέντα ενώπιόν του στοιχεία, υποχρεούται είτε να εκδώσει προδικαστική απόφαση, με την οποία να διατάσσει την προσκόμιση παντός πρόσφορου στοιχείου, είτε να ζητήσει το ίδιο στοιχεία από το πολιτικό δικαστήριο, ενώπιον του οποίου είχε ασκηθεί αρχικώς το ένδικο βοήθημα (ΣτΕ 2754/2000).

 

4. Επειδή στην προκειμένη περίπτωση, αγωγή με όμοιο περιεχόμενο και αίτημα είχε αρχικά ασκηθεί στις 27.3.2018 στα πολιτικά δικαστήρια ( Ειρηνοδικείο Ζακύνθου) και μετά την απόρριψη αυτής, με την 78/30-4-2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, για έλλειψη δικαιοδοσίας, ασκήθηκε η κρινόμενη αγωγή ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου στις 31-7­2020 πριν όμως καταστεί τελεσίδικη η ως άνω απόφαση, εφόσον από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει ούτε ο εναγόμενος Δήμος επικαλείται επίδοση στον ενάγοντα της ανωτέρω απορριπτικής για έλλειψη δικαιοδοσίας απόφασης του Ειρηνοδικείου Ζακύνθου. Αλλωστε, ούτε από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι ο ενάγων προέβη σε συγκεκριμένη διαδικαστική πράξη ( π.χ. άσκηση ενδίκου μέσου ) με συνέπεια, η γνώση του περιεχομένου της ως άνω δικαστικής απόφασης με την οποία απορρίφθηκε το αρχικό ένδικο βοήθημα λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας, να αρκεί για την εκκίνηση της δίμηνης προθεσμίας του άρθρου 41 του ν. 3659/2008 (Α` 77) πριν την παρέλευση της οποίας πρέπει να ασκηθεί εκ νέου το ένδικο βοήθημα ενώπιον του έχοντος δικαιοδοσία δικαστηρίου.

Τέλος, ενόψει και του ότι η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 41 του ν. 3659/2008 προϋποθέτει, εκτός όσων εκτέθηκαν ανωτέρω, να υφίσταται πράγματι δυσχέρεια διακρίσεως του ιδιωτικού ή διοικητικού χαρακτήρα μίας συγκεκριμένης διαφοράς ( ΣτΕ 465/2020) εφόσον στην προκειμένη περίπτωση η αρχική αγωγή ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ζακύνθου, κατατέθηκε στις 27.3.2018 πριν την έναρξη ισχύος την 1η-7-2019, του άρθρου 205 Α του ν. 4412/2016, δεν μπορεί να συναχθεί ότι ο ενάγων προέβη στην κατάθεση της αρχικής αγωγής ενώπιον του αναρμόδιου πολιτικού δικαστηρίου παρά την ανωτέρω σαφή δικονομική διάταξη. Συνεπώς, η κρινόμενη αγωγή λογίζεται, ως προς όλες τις έννομες συνέπειες, μεταξύ των οποίων και ως προς το ζήτημα της έναρξης της τοκοφορίας της ένδικης αξίωσης, ότι ασκήθηκε κατά το χρόνο της άσκησης της αγωγής που απορρίφθηκε, ακόμη και πριν από την τελεσιδικία της εν λόγω απόφασης (ΣτΕ 839/2012 σκέψη 10, πρβλ. ΣτΕ 295/2011, ΑΠ 635/2005).Περαιτέρω και το αναλογούν δικαστικό ένσημο που καταβλήθηκε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ζακύνθου για την ανωτέρω αγωγή και το οποίο προσκομίστηκε εμπροθέσμως, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ενάγοντα, μετά την κατά το άρθρο 139 Α του Κ.Δ.Δ. τηλεφωνική ειδοποίησή του στις 5.5.2021 ( σχετ. το με Σειρά Θ ………. και με α/α/ ……./21.12.2017 διπλότυπο είσπραξης τύπου Α` της Δ.Ο.Υ. ……………..), συνυπολογίζεται για την κρινόμενη αγωγή ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 41 του ν. 3659/2008 (πρβλ. ΣτΕ 1570/2012, 2941/2011, 2754/2000). Κατόπιν τούτου, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει τυπικώς δεκτή και να εξετασθεί, περαιτέρω, στην ουσία.

 

5. Επειδή, ο ν. 3463/2006 «Κύρωση του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων» (ΦΕΚ Α` 114) ορίζει

στην παρ. 9 του άρθρου 209 [μετά την κατάργηση του πρώτου εδαφίου αυτής με το άρθρο 377 παρ. 1 περ. 38 του ν. 4412/2016 (ΦΕΚ Α 147)], ότι: «Για την απευθείας ανάθεση απαιτείται απόφαση Δημάρχου ..., χωρίς προηγούμενη απόφαση του συμβουλίου. ...». Ακολούθως, στο ν. 4412/2016 «Δημόσιες Συμβάσεις Έργων, Προμηθειών και Υπηρεσιών (προσαρμογή στις Οδηγίες 2014/24/ ΕΕ και 2014/25/ΕΕ)» (Α` 147), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει ορίζονται τα εξής: «ΤΙΤΛΟΣ 3. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ ΑΓΑΘΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΟΧΗΣ ΓΕΝΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ - ΤΜΗΜΑ I ΚΟΙΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ ΑΓΑΘΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ», άρθρο 200: «Τρόπος πληρωμής - απαιτούμενα δικαιολογητικά για πληρωμή του αναδόχου. 1. Ο τρόπος πληρωμής και κάθε άλλο αναγκαίο θέμα καθορίζονται απαραίτητα στη διακήρυξη. 2. Η πληρωμή της αξίας των υλικών ή της υπηρεσίας στον ανάδοχο μπορεί να γίνει με ένα από τους παρακάτω τρόπους: α. Με την εξόφληση του 100% της συμβατικής αξίας μετά την οριστική παραλαβή των υλικών ή της υπηρεσίας. β. ... 3 4... 5. Στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών για την πληρωμή του τιμήματος απαιτούνται κατ` ελάχιστον τα εξής δικαιολογητικά: α) Πρωτόκολλο οριστικής παραλαβής του τμήματος που αφορά η πληρωμή ή του συνόλου του συμβατικού αντικείμενου σύμφωνα με το άρθρο 219. β) Τιμολόγιο του αναδόχου. γ) Εξοφλητική απόδειξη του αναδόχου, εάν το τιμολόγιο δεν φέρει την ένδειξη «Εξοφλήθηκε». δ) Πιστοποιητικά Φορολογικής και Ασφαλιστικής Ενημερότητας. 6. ..», άρθρο 202: «Ολοκλήρωση εκτέλεσης της σύμβασης. Η σύμβαση θεωρείται ότι εκτελέστηκε όταν συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις: α) Σε περίπτωση παροχής υπηρεσιών αυτές παρασχέθηκαν στο σύνολο τους. », άρθρο 216 : « 1. Η παρακολούθηση της εκτέλεσης της σύμβασης παροχής υπηρεσίας και η διοίκησή της διενεργείται από την καθ` ύλην αρμόδια υπηρεσία ή άλλως από την υπηρεσία η οποία ορίζεται με απόφαση της αναθέτουσας αρχής.». άρθρο 217: «1. Στα έγγραφα της σύμβασης και στο συμφωνητικό ορίζεται η συνολική διάρκεια για την εκτέλεση του αντικειμένου της σύμβασης 2 » και άρθρο 219: «Παραλαβή του αντικειμένου της σύμβασης παροχής γενικών υπηρεσιών 1. Η παραλαβή των παρεχόμενων υπηρεσιών ή παραδοτέων γίνεται από επιτροπή παραλαβής που συγκροτείται, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 221. 2. Κατά τη διαδικασία παραλαβής διενεργείται ο απαιτούμενος έλεγχος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη σύμβαση, μπορεί δε να καλείται να παραστεί και ο ανάδοχος. Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας, η επιτροπή παραλαβής: α) είτε παραλαμβάνει τις σχετικές υπηρεσίες ή παραδοτέα, εφόσον καλύπτονται οι απαιτήσεις της σύμβασης χωρίς έγκριση ή απόφαση του αποφαινομένου οργάνου, β) είτε εισηγείται για την παραλαβή με παρατηρήσεις ή την απόρριψη των παρεχομένων υπηρεσιών ή παραδοτέων, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 4  3 5. Αν παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία υποβολής του παραδοτέου από τον οικονομικό φορέα και δεν έχει εκδοθεί πρωτόκολλο παραλαβής της παραγράφου 2 ή πρωτόκολλο με παρατηρήσεις της παραγράφου 3, θεωρείται ότι η παραλαβή έχει συντελεστεί αυτοδίκαια».

 

6. Επειδή, περαιτέρω, όπως έχει παγίως κριθεί (ΣτΕ 204/2017, 4116/2015, 4358, 4623/2014, 1115/2013, 1344/2011, 2809/2011, κ.α.) κατά την ερμηνεία των άρθρων 94 και 95 του Συντάγματος, τα Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια και το Συμβούλιο της Επικράτειας έχουν δικαιοδοσία να κρίνουν επί της νομιμότητας των πράξεων που εκδίδονται είτε κατά το προηγούμενο της σύναψης διοικητικής σύμβασης στάδιο είτε κατά το στάδιο εκτέλεσης διοικητικής σύμβασης. Η άσκηση προληπτικού ή άλλου ελέγχου νομιμότητας από αρμόδια όργανα επί των χρηματικών ενταλμάτων, τα οποία εκδίδονται στο πλαίσιο εκτέλεσης διοικητικής σύμβασης, δεν επηρεάζει την ισχύ των σχετικών με την σύναψη της σύμβασης ατομικών διοικητικών πράξεων, όπως είναι η πράξη με την οποία αποφασίστηκε η σύναψή της. Οι ατομικές αυτές διοικητικές πράξεις, ακόμη και αν δεν είναι νόμιμες, έχουν το τεκμήριο νομιμότητας και παράγουν όλες τις έννομες συνέπειές τους, εφόσον δεν ανακλήθηκαν από την Διοίκηση ή δεν ακυρώθηκαν με δικαστική απόφαση. Τούτο έχει ως συνέπεια ότι και η σύμβαση, που συνήφθη με βάση ατομική διοικητική πράξη, η οποία, ανεξαρτήτως της νομιμότητας της, πάντως, ούτε έχει ανακληθεί ούτε έχει ακυρωθεί, παράγει και αυτή όλες τις έννομες συνέπειές της, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η υποχρέωση του κυρίου του έργου να καταβάλει τη συμφωνηθείσα με τη σύμβαση αμοιβή, εφόσον ο ανάδοχος έχει εκπληρώσει τις δικές του υποχρεώσεις. Περαιτέρω, όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 3614/2009), επί διοικητικών συμβάσεων, η Διοίκηση μπορεί καταρχήν να ανακαλεί τις πράξεις της, όχι όμως όταν ο ανάδοχος έχει ήδη εκτελέσει τις εργασίες που προβλέπονται από την ανακληθείσα πράξη (ΣτΕ 204/2017 σκέψη 7).

 

7. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Με την …/2017 ( αρ. πρωτ……../30-3-2017) απόφαση του Δημάρχου ….. εγκρίθηκε η …./2017 μελέτη της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου ……., για την παροχή της υπηρεσίας με τίτλο «Εργασίες διάνοιξης & καθαρισμού τάφρων με μηχανικά μέσα ΔΕ …….» , προϋπολογισμού μαζί με τον Φ.Π.Α. ( 24%) 10.000 ευρώ [ εργολαβικό αντικείμενο χωρίς ΦΠΑ 8.064,52 ευρώ + ΦΠΑ 24% =

1.935,48 ευρώ].

 

Ακολούθως, με την …./3-5-2017 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου ……… ( πρακτικό της 8ης Συνεδρίασης) εγκρίθηκε η διαδικασία για τη σύναψη συμβάσεων του ως άνω Δήμου για εργασίες διάνοιξης & καθαρισμού τάφρων με μηχανικά μέσα. Μετά την ως άνω απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, ακολούθησε η …/8-5-2017 απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής του Δήμου ……….. ( πρακτικό της 15ης Συνεδρίασης), με την οποία εγκρίθηκε η διάθεση της σχετικής πίστωσης ποσού 10.000 ευρώ για την ως άνω υπηρεσία, η οποία είναι εγγεγραμμένη στον Κ.Α. 20.7336.050. Επίσης, με την …../9-5- 2017 Πρόταση Ανάληψης Υποχρέωσης προτάθηκε από την Δήμαρχο …………… και έγινε δεκτό από την Οικονομική Υπηρεσία του εναγόμενου Δήμου, η δέσμευση ποσού 10.000 ευρώ με πίστωση του Κ.Α. 20.7335.050 του προϋπολογισμού του οικονομικού έτους 2017 και δεσμεύτηκε ισόποση πίστωση για την πληρωμή της εν λόγω δαπάνης. Στη συνέχεια ο Δήμος ………. προέβη στην υπ` αριθ. ……../10-5-2017 πρόσκληση για υποβολή προσφοράς από τους ενδιαφερόμενους καθώς και των απαραίτητων κατά το άρθρο 75 του ν. 4412/2016 δικαιολογητικών. Στο πλαίσιο της ανωτέρω πρόσκλησης, ο ενάγων υπέβαλε την από 12-5-2017 προσφορά ποσού 8.063,59 ευρώ πλέον Φ.Π.Α. 1.935,26 ευρώ και συνολικού ποσού 9.998,85 ευρώ. Στη συνέχεια, με την ……/30-5-2017 ( αρ. πρωτ. ……) απόφαση του Δημάρχου …………, αποφασίστηκε η απευθείας ανάθεση της ως άνω υπηρεσίας, η οποία περιγράφεται στην 10/2017 μελέτη, στον ενάγοντα, κατ` εφαρμογή του άρθρου 209 παρ. 9 του ν. 3463/2006 και των άρθρων 116,118 και 120 του ν. 4412/2016, δεδομένου ότι όπως προβλέπεται στις διατάξεις αυτές, δεν υπερβαίνει το ποσό των 20.000 ευρώ χωρίς ΦΠΑ. Σε εκτέλεση της ως άνω απόφασης περί απευθείας ανάθεσης της ως άνω υπηρεσίας στον ενάγοντα, υπεγράφη μεταξύ αυτού ως αναδόχου και του Δημάρχου ……………., ως κυρίου του έργου, η ……………/9-6-2017 σύμβαση παροχής υπηρεσιών στο άρθρο 2 της οποίας ορίστηκε ότι θα έχει διάρκεια από 9-6-2017 έως 31-12-2017. Επίσης στο άρθρο 3 της ως άνω σύμβασης, ορίστηκε ότι η καταβολή της αμοιβής θα γίνει με την πρόοδο των εργασιών παροχής υπηρεσιών και αφού προηγηθεί η έκδοση βεβαίωσης καλής εκτέλεσης της εργασίας από την αρμόδια επιτροπή και με βάση την προσφορά που κατέθεσε ο ενάγων, τα στοιχεία της οποίας αναφέρονται αναλυτικά στο ως άνω άρθρο.

 

Επίσης ορίστηκε ότι η πληρωμή του συμβατικού τιμήματος θα γίνει με την προσκόμιση των νόμιμων παραστατικών και δικαιολογητικών που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 200 του ν. 4412/2016 καθώς και με την προσκόμιση κάθε άλλου δικαιολογητικού που τυχόν ήθελε ζητηθεί από τις αρμόδιες υπηρεσίες που διενεργούν τον έλεγχο και την πληρωμή. Ακολούθως στο άρθρο 11 ορίστηκε ότι η παρακολούθηση της εκτέλεσης της σύμβασης και η διοίκηση αυτής θα διενεργηθεί από τη Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών, η οποία θα εισηγείται στο Δημοτικό Συμβούλιο για όλα τα ζητήματα που αφορούν στην προσήκουσα εκτέλεση όλων των όρων της σύμβασης και στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων που αναδόχου. Τέλος στο άρθρο 12 ορίστηκε ότι η παραλαβή των παρεχόμενων υπηρεσιών θα γίνει από την Επιτροπή παρακολούθησης και παραλαβής υπηρεσιών που συγκροτήθηκε με την …/2017 απόφαση του Δ.Σ. σύμφωνα με την παρ. 11 εδ. δ`

του άρθρου 221 του ν. 4412/2016. Σχετικώς εκδόθηκαν από τον ενάγοντα προς τον Δήμο …………..α) το υπ` αριθ. …./ 19-6-2017 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών ποσού 799,50 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 191,88 ευρώ και συνολικού ποσού 991,38 ευρώ για τις εργασίες διάνοιξης και Καθαρισμού τάφρων με μηχανικά μέσα στη Δ.Ε………….. ( στα χωριά …………………….) και β) το υπ` αριθ. …../ 9-8-

2017 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών ποσού 7.264,09 ευρώ πλέον ΦΠΑ 1.743,38 ευρώ και συνολικού ποσού 9.007,47 ευρώ για τις εργασίες διάνοιξης και Καθαρισμού τάφρων με μηχανικά μέσα στη Δ.Ε……… ( στα χωριά …………………………………….) και συντάχθηκαν αυθημερόν κατ` εφαρμογή του άρθρου 219 του ν. 4412/2016, τα από 19-6-2017 και 9-8-2017 πρωτόκολλα παραλαβής υπηρεσιών από την Επιτροπή παρακολούθησης και παραλαβής υπηρεσιών που συγκροτήθηκε με την …./2017 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του εναγόμενου Δήμου. Η Επιτροπή αυτή, μετά από σχετικό έλεγχο που διενήργησε για την εκτέλεση των εργασιών που αναφέρονται στην ανωτέρω σύμβαση, παρέλαβε κατά το αντίστοιχο μέρος τις υπηρεσίες που περιγράφονται αναλυτικά στα ως άνω τιμολόγια, ήτοι ποσού 991,38 ευρώ και 9.007,47 ευρώ και συνολικού ποσού 9.998,85 ευρώ και τα οποία ( τιμολόγια) ενσωματώνονται στο κείμενο των ως άνω πρωτοκόλλων παραλαβής υπηρεσιών και αντιστοιχούν κατά περιεχόμενο στην υποβληθείσα από τον ενάγοντα προσφορά. Τέλος, ο Αντιδήμαρχος …………….. με την από 31-8-2017 βεβαίωσή του πιστοποίησε ότι ο ενάγων εκτέλεσε τις εργασίες καθαρισμού τάφρων με μηχανικά μέσα για τη Δ.Ε. …………, σύμφωνα με την σύμβαση και με όσα ορίζονται στο άρθρο 216 του ν. 4412/2016. Εντούτοις από τα στοιχεία του φακέλου και χωρίς να γίνεται σχετική επίκληση από τους διαδίκους, προκύπτει ότι με την ……/16-6­-2017 απόφαση του Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου ακυρώθηκε η …./3-5-2017 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου …………. με την οποία είχε εγκριθεί η διαδικασία για τη σύναψη συμβάσεων του ως άνω Δήμου για εργασίες διάνοιξης και καθαρισμού τάφρων με μηχανικά μέσα, ελλείψει αιτιολογίας και παρασχέθηκε στον εναγόμενο Δήμο η δυνατότητα της άσκησης κατ` αυτής, της προβλεπόμενης στο άρθρο 152 του ν. 3463/2006 προσφυγής.

 

8. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, όπως αναπτύσσεται με το νομοτύπως κατατεθέν υπόμνημα, ο ενάγων επιδιώκει να υποχρεωθεί ο εναγόμενος Δήμος να του καταβάλλει το ανωτέρω ποσό, νομιμοτόκως, ( με το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας) από την επομένη της ημερομηνίας επίδοσης (20-4-2018) της με αριθμό κατάθεσης …../7-3-2018 αγωγής του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ζακύνθου, άλλως από την επομένη της ημερομηνίας επίδοσης ( 6-8-2020) της παρούσας αγωγής και έως την πλήρη εξόφληση, προβάλλοντας ότι μολονότι εκτέλεσε τις συμβατικές του υποχρεώσεις και ο εναγόμενος Δήμος παρέλαβε ανεπιφύλακτα τις παρασχεθείσες υπηρεσίες, εντούτοις ο τελευταίος αρνείται να του καταβάλει το συμφωνηθέν τίμημα, όπως άλλωστε προκύπτει και από την προσκομιζόμενη υπ` αριθ ……./8-12-2017 βεβαίωση του εναγόμενου Δήμου περί μη εξόφλησης του ως άνω ποσού (έως και την ημερομηνία σύνταξης της ίδιας βεβαίωσης). Επικουρικώς ο ενάγων ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος Δήμος να του καταβάλει το ίδιο ποσό, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού του άρθρου 904 του Α.Κ..

 

9. Επειδή, o εναγόμενος Δήμος με το από 16-4-2021 υπόμνημά του και το από 12-4-2021 έγγραφο των απόψεών του προς το Δικαστήριο, χωρίς ν` αμφισβητεί την εκτέλεση της ως άνω σύμβασης από τον ενάγοντα, προβάλλει ότι η ένδικη σύμβαση είναι άκυρη διότι δεν ελήφθη απόφαση αρμοδίου οργάνου του Δήμου για τη σύναψη σύμβασης, ούτε προέκυψε κατεπείγουσα ανάγκη. Προς επίρρωση δε των ισχυρισμών αυτών, ο εναγόμενος Δήμος επικαλείται και προσκομίζει την…./31-7-2017 πράξη της Υπηρεσίας Επιτρόπου στο Νομό Ζακύνθου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σύμφωνα με την οποία δεν εγκρίθηκαν από την ως άνω Υπηρεσία, τα εντάλματα πληρωμής του εναγόμενου Δήμου για υπηρεσίες «Εργασίες διάνοιξης και καθαρισμού με μηχανικά μέσα» στις Δημοτικές Ενότητες ………., ………………………, και ……………. και οι οποίες πραγματοποιήθηκαν από άλλους αναδόχους, με την αιτιολογία ότι δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 61 του ν. 3979/2011 και συγκεκριμένα δεν προηγήθηκε της ανάθεσης των εργασιών, αιτιολογημένη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου με απόλυτη πλειοψηφία, με την οποία να καθορίζονται οι ειδικότεροι όροι παροχής των υπηρεσιών και αφετέρου να αιτιολογείται η αδυναμία εκτέλεσής τους με ίδια μέσα του Δήμου καθώς και ότι η ανάθεσή τους σε τρίτους δεν αντιβαίνει στην αρχή της οικονομικότητας και γίνεται με κριτήρια την αποτελεσματικότητα και ιδίως την προστασία του περιβάλλοντος. Σύμφωνα όμως με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη 6 της παρούσας, οι ισχυρισμοί αυτοί του εναγόμενου Δήμου περί ακυρότητας της ένδικης σύμβασης κατ` επίκληση της …/31-7-2017 πράξης της Υπηρεσίας Επιτρόπου στο Νομό Ζακύνθου του Ελεγκτικού Συνεδρίου πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελώς προβαλλόμενοι προεχόντως διότι η πράξη αυτή δεν αφορά άρνηση θεώρησης χρηματικού εντάλματος πληρωμής για εργασίες που εκτέλεσε ο ενάγων στα πλαίσια της ένδικης σύμβασης. Επίσης, μόνο με την επίκληση της διάταξης του άρθρου 61 του ν. 3979/2011, δεν θεμελιώνεται η ακυρότητα της ……/30-5-2017 ( αρ. πρωτ. ………….) απόφασης του Δημάρχου …………… περί απευθείας ανάθεσης στον ενάγοντα της προαναφερόμενης εργασίας (παροχή υπηρεσίας) με βάση την οποία καταρτίσθηκε η ένδικη σύμβαση, εφόσον ως ατομική διοικητική πράξη που δεν έχει ανακληθεί ούτε ακυρωθεί δικαστικώς, παράγει όλες τις έννομες συνέπειές της ως προς την υπογραφείσα σύμβαση και θεωρείται έγκυρη ακόμα και εάν δεν είναι νόμιμη. Εξάλλου, ανάκληση της ως άνω απόφασης του Δήμου …………… δεν επιτρέπεται όταν ο ανάδοχος έχει ήδη εκτελέσει, όπως εν προκειμένω, την παροχή της υπηρεσίας που προβλέπεται από την ανακληθείσα πράξη. Τέλος, εκτός του ότι πλημμέλειες της διαδικασίας επιλογής αναδόχου ( διαγωνισμού) δεν μπορούν να προβληθούν κατά την εκτέλεση της οικείας διοικητικής σύμβασης ( ΣτΕ 2740/2008), δεν δύναται το δικαστήριο να εξετάσει αυτεπαγγέλτως την ακύρωση, της …./2­5-

2017 ( Συνεδρίαση 8η) απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου του εναγόμενου Δήμου δυνάμει της ……./16-6-2017 απόφασης του Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου, η οποία σχετίζεται με τη διαδικασία επιλογής αναδόχου για την εκτέλεση της ως άνω υπηρεσίας και προηγήθηκε της έκδοσης της πράξης του Δημάρχου …………. περί απευθείας ανάθεσης της ως άνω υπηρεσίας στον ενάγοντα, εφόσον ο εναγόμενος Δήμος δεν την επικαλείται ( την ακύρωση), ούτε άλλωστε προκύπτει εάν η απόφαση του προαναφερθέντος Συντονιστή ακυρώθηκε τελικώς τηρουμένης της διαδικασίας ένστασης νομιμότητας του άρθρου 152 του ν. 3463/2006( πρβλ. ΣτΕ 1364/2016 σκέψη 5, ΔΕΑ 857/2019 σκέψη 11 και 15, 4820/2018 σκέψη 5 και Δ.Εφ. Πατρών 215/2017 σκ. 4).

 

10. Επειδή, υπό τα ως άνω πραγματικά περιστατικά και σύμφωνα με τις διατάξεις που προπαρατέθηκαν στη σκέψη 5 της παρούσας, εφόσον ο ενάγων σε εκτέλεση της συναφθείσας σύμβασης, παρείχε, τις συμφωνηθείσες με τον εναγόμενο Δήμο υπηρεσίες και ο τελευταίος προχώρησε στην έκδοση των από 19-6-2017 και 9-8-2017 πρωτοκόλλων παραλαβής, όπως προβλέπει το άρθρο 219 του ν. 4412/2016, αποτελούντων κατά περιεχόμενο τις βεβαιώσεις καλής εκτέλεσης του άρθρου 3 της ένδικης σύμβασης, όπως δέχεται και ο εναγόμενος Δήμος με το από 12-4-2021 έγγραφο των απόψεών του προς το Δικαστήριο, παρά το νόμο αρνείται να καταβάλει στον ενάγοντα την συμφωνηθείσα αμοιβή του, ποσού ( με Φ.Π.Α.) 9.998,85 ευρώ, όπως τούτο προβλέπεται στο άρθρο 3 της ένδικης σύμβασης παροχής υπηρεσιών. Συνεπώς πρέπει να υποχρεωθεί ο εναγόμενος Δήμος να καταβάλει στον ενάγοντα-ανάδοχο των ένδικων υπηρεσιών, το ποσό των 9.998,25 ευρώ, κατά το βάσιμο λόγο της αγωγής και μάλιστα με το νόμιμο τόκο υπερημερίας που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην πιο πρόσφατη κύρια πράξη αναχρηματοδότησης, προσαυξημένο κατά οκτώ (8) ποσοστιαίες μονάδες, σύμφωνα με τα οριζόμενα, ως εκ του χρόνου υπογραφής της σύμβασης ( 9.6.2017), στην υποπαράγραφο Ζ3 στοιχ. 6 και 7 του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 ( ΦΕΚ Α` 107) -βλ. και ΣτΕ 1529/2011 σκέψη 3- απορριπτομένου του ισχυρισμού του ενάγοντος περί εφαρμογής του γενικώς ισχύοντος επιτοκίου, εφόσον η ένδικη σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του νόμου αυτού και δεν ορίζεται διαφορετικό επιτόκιο υπερημερίας στη σύμβαση αυτή ( πρβλ. ΣτΕ 3125/2015). Εξάλλου, το προβλεπόμενο στην παράγραφο 1 του άρθρου 45 του ν. 4607/2019 (Α`65/24.4.2019) επιτόκιο δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω, απορριπτομένου του αντίθετου ισχυρισμού του εναγόμενου Δήμου ως αβασίμου διότι σε κάθε περίπτωση για την ένδικη οφειλή προβλέπεται επιτόκιο που έχει ειδικώς καθοριστεί με την Οδηγία 2011/7 της 16ης Φεβρουαρίου 2011, όπως ενσωματώθηκε στην εθνική νομοθεσία με τον ως άνω ν. 4152/2013 και, συνεπώς, συντρέχει η εξαίρεση της περίπτωσης γ` της ίδιας ως άνω διάταξης. Ως προς το χρόνο δε έναρξης καταβολής των τόκων ενόψει του ότι ο ενάγων ζητεί την καταβολή τόκων από την επομένη της ημερομηνίας επίδοσης (20-4-2018) της με αριθμό κατάθεσης …./7-3-2018 αγωγής του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ζακύνθου, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει το συνολικά οφειλόμενο σ` αυτόν ποσό των 9.998,85 ευρώ να καταβληθεί εντόκως από την τελευταία αυτή ημερομηνία σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη 4 της παρούσας και έως την πλήρη εξόφληση, κατ` αποδοχή του αιτήματος της αγωγής.

 

11.Επειδή, κατ` ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη αγωγή και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος Δήμος …………….. να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των εννέα χιλιάδων εννιακοσίων ενενήντα οκτώ ευρώ και ογδόντα πέντε λεπτών (9.998,85 ευρώ), νομιμοτόκως από την επομένη της 20-4-2018 και έως την πλήρη εξόφλησή του και με βάση το επιτόκιο της υποπαρ. Ζ3 της παρ. Ζ του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013. Τέλος, το Δικαστήριο, ενόψει της μερικής νίκης και ήττας των διαδίκων συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων (άρθρο 275 παρ. 1 εδ. γ` του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας).

 

                                                      ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

 

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

 

Υποχρεώνει τον εναγόμενο Δήμο ……….. να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των εννέα χιλιάδων εννιακοσίων ενενήντα οκτώ ευρώ και ογδόντα πέντε λεπτών ( 9.998,85 ευρώ) νομιμοτόκως από την επομένη της 20-4-2018 και έως την πλήρη εξόφλησή του και με βάση το επιτόκιο της υποπαρ. Ζ3 της παρ. Ζ του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013.

 

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

 

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Πάτρα στις 12-5-2021 και δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις 14-5-2021.

 

                       Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                   Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ

             ΧΡΥΣΑΝΘΗ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ                                      ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ

 

                                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

                                                    ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΘΑΝΟΠΟΥΛΟΥ