Τετάρτη 28 Μαΐου 2014

ΚΑΘΕΤΗ ΣΥΝΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ: ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΝΑ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΡΥΜΟΤΟΜΗΣΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΝΙΑΙΟΥ ΟΙΚΟΠΕΔΟΥ, ΕΦΟΣΟΝ Η ΡΥΜΟΤΟΜΗΣΗ ΔΕΝ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΙ ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΙ ΤΟΥ ΕΝΙΑΙΟΥ ΟΙΚΟΠΕΔΟΥ ΥΠΑΡΧΟΝΤΑ ΟΙΚΟΔΟΜΗΜΑΤΑ Ή ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΤΟ ΜΕΡΟΣ ΕΚΕΙΝΟΥ ΤΟΥ ΟΙΚΟΠΕΔΟΥ ΕΠΙ ΤΟΥ ΟΠΟΊΟΥ ΑΝΕΓΕΡΘΗΚΕ Ή ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΝΑ ΑΝΕΓΕΡΘΕΙ Η ΟΙΚΟΔΟΜΗ ΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΥΓΚΥΡΙΟΥΣ

    Κατά αποκλίνουσα  άποψη δεν καταργείται η κάθετη συνιδιοκτησία αν δεν ρυμοτομηθούν όλα τα κτίσματα επί του ενιαίου οικοπέδου, που αποτελούν κάθετες ιδιοκτησίες ή τα τμήματα του οικοπέδου που προορίζονται για την ανέγερση τέτοιου κτίσματος, ακόμη κι αν ρυμοτομηθούν κάποια απ' αυτά, όχι όμως όλα .
 Εξυπακούεται ότι η ρυμοτόμηση μέρους του χώρου της αποκλειστικής χρήσης μίας κάθετης ιδιοκτησίας δεν επιφέρει καμία μεταβολή στην νομική κατάστασή της, πλην βεβαίως του περιορισμού του χώρου της αποκλειστικής χρήσης της  και ιδίως στο ποσοστό δόμησης , που δικαιούται, διότι αυτό προσδιορίζεται από το ποσοστό της κάθετης ιδιοκτησίας στο οικόπεδο , κατά την παγία νομολογία του Αρείου Πάγου (ΕΔΩ) , η οποία,  εξάλλου, δεν συνιστά   τίποτε περισσότερο, από μία απλή επανάληψη  του νόμου,  και όχι από το εμβαδόν του χώρου της αποκλειστικής χρήσης της, που από καμία διάταξη νόμου δεν είναι υποχρεωτικό να βρίσκεται σε αντιστοιχία προς το ποσοστό συνιδιοκτησίας, που η κάθετη ιδιοκτησία έχει στο σύνολο του οικοπέδου*  και δεν αποτελεί τίποτε περισσότερο από μία συμφωνία, που λαμβάνεται σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 3741/1929 και η οποία , σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ. 3 του Ν. 3741/1929 , έχει τον χαρακτήρα δουλείας....
 
  ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

Δικαστήριο:ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
Τόπος:ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:1618
Ετος:2013

Περίληψη

Σύσταση κάθετης ιδιοκτησίας - Τρόποι λύσης της οροφοκτησίας -. Προϋπόθεση για τη σύσταση της διαιρεμένης ιδιοκτησίας, της λεγόμενης κάθετης ιδιοκτησίας, είναι η ύπαρξη δύο ή περισσοτέρων αυτοτελών οικοδομημάτων είτε ανεγερθέντων ή μελλόντων να ανεγερθούν σε ενιαίο οικόπεδο, που ανήκει σε ένα ή περισσότερους κυρίους, οπότε μπορεί να συσταθεί τέτοια χωριστή ιδιοκτησία είτε σε ολόκληρο το αυτοτελές οικοδόμημα (απλή κάθετη συνιδιοκτησία), είτε σε ορόφους ή διαμερίσματα ορόφων των αυτοτελών τούτων οικοδομημάτων, οπότε συνυπάρχει κάθετη συνιδιοκτησία και οριζόντια ιδιοκτησία (σύνθετη κάθετη συνιδιοκτησία).Και στις δύο περιπτώσεις η κάθετη συνιδιοκτησία διέπεται κατά τα λοιπά από τις διατάξεις των άρθρων 1 επ. του Ν.3741/1929 "περί της ιδιοκτησίας κατ' ορόφους", ο οποίος διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, με το άρθρο 54 Εις.Ν.ΑΚ και των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ. Οι οροφοκτησίες λύονται 1) με σύμβαση μεταξύ όλων των οροφοκτητών που υπόκειται στον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου και μεταγράφεται και 2) με μονομερή εν ζωή δήλωση που γίνεται συμβολαιογραφικούς και μεταγράφεται ή με διάταξη τελευταίας βουλήσεως εκείνου που έχει και στις δύο περιπτώσεις όλες τις οροφοκτησίες. Με δικαστική διανομή δε λύονται οι οροφοκτησίες (άρθρο 2 παρ.3 του Ν.3741/1929) παρά μόνον αν η οικοδομή καταστραφεί ολοσχερώς ή κατά τα 3/4 της αξίας της ή αν στην περίπτωση που η καταστροφή έχει σπουδαιότητα μικρότερη από τα 3/4 της αξίας της οικοδομής κανένας από τους συνιδιοκτήτες δε θέλει να οικοδομήσει τα κοινά μέρη αυτών. Πλην των περιπτώσεων αυτών, δικαστική διανομή της οροφοκτησίας, που έχει ήδη νόμιμα συσταθεί δε χωράει γιατί δεν υπάρχει συγκυριότητα στους χωριστούς ορόφους ή οικοδομήματα, ούτε διανομή του εδάφους, που ανήκει στην αναγκαστική συνιδιοκτησία (άρθρο 9 παρ,1,2 παρ.3 του Ν.3741/1929). Η αγωγή διανομής μπορεί να ασκηθεί μόνο μεταξύ των συγκυρίων της ίδιας ιδιοκτησίας, οριζόντιας ή κάθετης ως προς αυτή τη συγκεκριμένη ιδιοκτησία.
Κείμενο Απόφασης

Αριθμός 1618 /2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
    Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 15 Μαΐου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
    Του αναιρεσείοντος: Σ. Μ. του Φ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Λεωνίδα Παυλόπουλο.
    Των αναιρεσιβλήτων: 1)Χ. Κ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τις πληρεξούσιες δικηγόρους του Ευφροσύνη Τσαμολιά και Δέσποινα Χρόνη και 2)της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "MILLENIUM BANK Α.Ε." και έδρα την …, νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Εμμανουήλ Συμβουλάκη.
    Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις: 1)από 1/2/2009 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, 2)την από 15/3/2009 ανακοίνωση δίκης μετά προσεπικλήσεως σε αναγκαστική παρέμβαση του ήδη αναιρεσείοντος και 3)την από 30/9/2009 πρόσθετη παρέμβαση της ήδη 2ης αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5148/2010 του ιδίου Δικαστηρίου και 3382/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 8/10/2012 αίτησή του.
    Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ελένη Διονυσοπούλου ανέγνωσε την από 1/5/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
    Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, οι πληρεξούσιες των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
    ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή με την αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 3382/2012 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία απέρριψε κατ' ουσίαν έφεση του αναιρεσείοντος κατά της 5148/2010 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που συνεκδίκασε αγωγή του κατά του πρώτου των αναιρεσιβλήτων, περί διανομής επικοίνου ακινήτου, με την πρόσθετη παρέμβαση, που άσκησε η δεύτερη τούτων (αναιρεσιβλήτων) υπέρ του τελευταίου, την οποία αγωγή και απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1, 569 Κ.Πολ.Δ.) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ.3 Κ.Πολ.Δ.).
    Επειδή με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ.1 του ΝΔ/τος 1024 /1071 "περί διηρημένης ιδιοκτησίας επί οικοδομημάτων ανεγειρομένων επί ενιαίου οικοπέδου" ορίζεται ότι "εν τη έννοια του άρθρου 1 του Ν.3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 του Αστικού Κωδικός δύναται να συσταθεί διηρημένη ιδιοκτησία και επί πλειόνων αυτοτελών οικοδομημάτων ανεγειρομένων επί ενιαίου οικοπέδου ανήκοντος εις ένα ή πλείονας για τα οικόπεδα, που βρίσκονται εντός εγκεκριμένου σχεδίου πόλης, ως και επί ορόφων ή μερών των οικοδομημάτων τούτων, επιφυλασσομένων των πολεοδομικών διατάξεων". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι προϋπόθεση για τη σύσταση της κατά τη διάταξη αυτή διαιρεμένης ιδιοκτησίας, της λεγόμενης κάθετης ιδιοκτησίας, είναι η ύπαρξη δύο ή περισσοτέρων αυτοτελών οικοδομημάτων είτε ανεγερθέντων ή μελλόντων να ανεγερθούν σε ενιαίο οικόπεδο, που ανήκει σε ένα ή περισσότερους κυρίους, οπότε μπορεί να συσταθεί τέτοια χωριστή ιδιοκτησία είτε σε ολόκληρο το αυτοτελές οικοδόμημα (απλή κάθετη συνιδιοκτησία), είτε σε ορόφους ή διαμερίσματα ορόφων των αυτοτελών τούτων οικοδομημάτων, οπότε συνυπάρχει κάθετη συνιδιοκτησία και οριζόντια ιδιοκτησία (σύνθετη κάθετη συνιδιοκτησία).Και στις δύο περιπτώσεις η κάθετη συνιδιοκτησία διέπεται κατά τα λοιπά από τις διατάξεις των άρθρων 1 επ. του Ν.3741/1929 "περί της ιδιοκτησίας κατ' ορόφους", ο οποίος διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, με το άρθρο 54 Εις.Ν.ΑΚ και των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ, από το συνδυασμό των οποίων προκύπτει ότι επί οριζόντιας ιδιοκτησίας η οποία αποτελεί σύνθετο, αλλά ενιαίο εμπράγματο δικαίωμα ιδρύεται κυρίως μεν χωριστή κυριότητα σε όροφο οικοδομής ή διαμέρισμα ορόφου, παρεπομένως δε και αναγκαστική συγκυριότητα, που αποκτάται αυτοδικαίως, κατ' ανάλογη μερίδα στα μέρη του όλου ακινήτου, που χρησιμεύουν σε κοινή από όλους τους οροφοκτήτες χρήση, οι οποίες, ισχύουν απαραλλάκτως και επί της κάθετης ιδιοκτησίας, καθ1 όσον ο παραπάνω Ν.1024/1971 δεν επέφερε καμία μεταβολή στη νομική κατασκευή του θεσμού της οριζόντιας ιδιοκτησίας, όπως διαμορφώθηκε από τις προαναφερόμενες διατάξεις. Από δε το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 2 παρ.1, 4 παρ.1, 5 του Ν.3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ προκύπτει ότι, επί κάθετης ιδιοκτησίας, ιδρύεται κυρίως μεν χωριστή κυριότητα στο αυτοτελές οικοδόμημα ή σε όροφο ή διαμέρισμα αυτού, παρεπομένως δε και αναγκαστική συγκυριότητα που αποκτάται αυτοδικαίως κατ' ανάλογη μερίδα στα κοινά μέρη του όλου ενιαίου οικοπέδου, που χρησιμεύουν σε κοινή από όλους τους συνιδιοκτήτες χρήση, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το έδαφος του ενιαίου οικοπέδου. Εξάλλου η σύσταση οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας, χωρεί, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ν.Δ./τος 1024/1971 με σύμβαση μεταξύ του κυρίου του όλου οικοπέδου και του αποκτώντος ή μεταξύ των συγκυρίων αυτού, που υπόκειται στον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου και τη μεταγραφή του, χωρίς να απαιτείται η χρήση πανηγυρικών εκφράσεων, αλλά η σχετική βούληση των προαναφερομένων μπορεί να συνταχθεί από διάφορα στοιχεία του όλου περιεχομένου της συμβάσεως, μεταξύ των οποίων είναι και ο χωρισμός του ενιαίου οικοπέδου σε τμήματα και ο προσδιορισμός του κάθε τμήματος, που περιέρχεται στην αποκλειστική χρήση κάθε συνιδιοκτήτη. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του ΝΔ/τος 1024 / 1971 προκύπτει ότι οι συστάσεις χωριστών ιδιοκτησιών σε περισσότερα αυτοτελή οικοδομήματα, που ανεγέρθησαν σε ενιαίο οικόπεδο, που ανήκει σε έναν ή περισσότερους ιδιοκτήτες, καθώς και σε ορόφους ή μέρη των οικοδομημάτων αυτών, οι οποίες έγιναν μέχρι την έναρξη ισχύος του ίδιου ΝΔ/τος (15/11/1971) είναι έγκυρες, εφόσον δεν ακυρώθηκαν μέχρι τον τελευταίο αυτό χρόνο αμετάκλητα και παράγουν επομένως όλες τις έννομες συνέπειες, διέπονται δε έκτοτε από τις διατάξεις των άρθρων 1επ. Ν.3741/1929, 1002 και 1117 ΑΚ. Εξάλλου από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 14 του ΝΔ/τος 3741/1929, 1002 ΑΚ και 2 του ΝΔ/τος 1024/1971, συνάγεται ότι, οροφοκτησίες λύονται 1) με σύμβαση μεταξύ όλων των οροφοκτητών που υπόκειται στον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου και μεταγράφεται και 2) με μονομερή εν ζωή δήλωση που γίνεται συμβολαιογραφικούς και μεταγράφεται ή με διάταξη τελευταίας βουλήσεως εκείνου που έχει και στις δύο περιπτώσεις όλες τις οροφοκτησίες. Με δικαστική διανομή δε λύονται οι οροφοκτησίες (άρθρο 2 παρ.3 του Ν.3741/1929) παρά μόνον αν η οικοδομή καταστραφεί ολοσχερώς ή κατά τα 3/4 της αξίας της ή αν στην περίπτωση που η καταστροφή έχει σπουδαιότητα μικρότερη από τα 3/4 της αξίας της οικοδομής κανένας από τους συνιδιοκτήτες δε θέλει να οικοδομήσει τα κοινά μέρη αυτών. Πλην των περιπτώσεων αυτών, δικαστική διανομή της οροφοκτησίας, που έχει ήδη νόμιμα συσταθεί δε χωράει γιατί δεν υπάρχει συγκυριότητα στους χωριστούς ορόφους ή οικοδομήματα, ούτε διανομή του εδάφους, που ανήκει στην αναγκαστική συνιδιοκτησία (άρθρο 9 παρ,1,2 παρ.3 του Ν.3741/1929). Η αγωγή διανομής μπορεί να ασκηθεί μόνο μεταξύ των συγκυρίων της ίδιας ιδιοκτησίας, οριζόντιας ή κάθετης ως προς αυτή τη συγκεκριμένη ιδιοκτησία. Κατά το άρθρο 559 παρ.1 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Περαιτέρω για να είναι ορισμένος ο λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας παραβίαση των κανόνων ουσιαστικού δικαίου (559 αρ 1α ΚΠολΔ) πρέπει να αναφέρονται στο αναιρετήριο, εκτός από τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου που φέρονται ότι παραβιάσθηκαν, το αποδιδόμενο στο δικαστήριο νομικό σφάλμα περί την ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου, εφόσον δε το δικαστήριο αποφάνθηκε επί της ουσίας της υπόθεσης, με πληρότητα και σαφήνεια και όχι αποσπασματικά και επιλεκτικά, τα πραγματικά περιστατικά, που αυτό δέχθηκε ως θεμελιωτικά της κρίσης του και που ακριβώς εντοπίζεται η παραβίαση (δεν εφάρμοσε τον ουσιαστικό κανόνα ενώ έπρεπε να τον εφαρμόσει, τον εφάρμοσε εσφαλμένα) καθώς και η επίδραση που έχει τούτο στο διατακτικό της αποφάσεως. Εξάλλου η αοριστία του αναιρετικού λόγου δεν μπορεί να θεραπευθεί με παραπομπή σε άλλο διαδικαστικό έγγραφο (ΟλΑΠ 20/2005, ΟλΑΠ 27/98, ΑΠ 129/2007, ΑΠ 144/2007. ΑΠ 1261/2007). Εξάλλου ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 παρ.19 Κ.Πολ.Δ. για έλλειψη νόμιμης βάσης της αποφάσεως, ιδρύεται όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της τα περιστατικά που είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου, στη συγκεκριμένη περίπτωση, περί συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων της διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή περί της μη συνδρομής τούτων, που αποκλείει την εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (Ολομ. ΑΠ 30/1997, Ολομ.ΑΠ 28/1997). Αντίθετα, δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης, όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, γιατί στην κρίση αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανελέγκτως, κατ' άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές το αποδεικτικό πόρισμα και για το λόγο αυτό καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος (ΑΠ 1206/2008, ΑΠ559/2009, ΑΠ 1334/2010). Εξάλλου για να είναι ορισμένος ο λόγος αναίρεσης με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση πρέπει να μνημονεύονται οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης ή η μνεία ότι αυτή στερείται παντελώς αιτιολογίας και εξειδίκευση του σφάλματος του δικαστηρίου δηλαδή ποια επιπλέον περιστατικά έπρεπε να αναφέρονται στην απόφαση ή ως προς τι υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας και αν πρόκειται για αντιφατική ή ανεπαρκή αιτιολογία, σε τι συνίσταται η αντίφαση, από ποια αντιτιθέμενα μέρη των αιτιολογιών προκύπτει και σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια τους, ποιο δηλαδή αναγκαίο στοιχείο για την επάρκεια τους λείπει (ΟλΑΠ 27/1998, 32/1996, ΑΠ1108/2008, ΑΠ1189/2009). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση του, δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών (άρθρο 561 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.) τα εξής: Με το ...1935 πωλητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών Ιωάννου Λιάκου, που νόμιμα μεταγράφηκε στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Δήμου …(τόμος … αυξ. αρ. …), περιήλθε στην πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή της Χ. χήρας Σ. Μ., το γένος Θ. Μ., ένα οικόπεδο, εμβαδού 13 5,15 τ.μ. που βρίσκεται στο Δήμο …στη συμβολή των οδών …και ….Η ανωτέρω Χ. Μ., με το .../25-7-1960 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών Σπυρίδωνος Ζαβιτσάνου, το πιο πάνω οικόπεδο, επί του οποίου είχε οικοδομήσει δύο ισόγειες οικίες, τη μία εκ των οποίων στο δυτικό τμήμα αυτού 67 τ.μ., αποτελούμενη από δύο δωμάτια και μαγειρείο και την άλλη 20,60 τ.μ. στο ανατολικό τμήμα αυτού, αποτελούμενη από ένα δωμάτιο, λουτρό κουζίνα, μεταβίβασε, λόγω δωρεάς, κατά ψιλή κυριότητα α) το 50% εξ αδιαιρέτου αυτού (οικοπέδου) στον Θ. Ι. Μ. ή Μ., απώτερο δικαιοπάροχο του ενάγοντος, και β) το υπόλοιπο 50% εξ' αδιαιρέτου του ίδιου οικοπέδου, κατ' ισομοιρία, στη Ν. ή Ν. σύζυγο Α. Κ. και στη Χ. θυγατέρα Α. Κ., δικαιοπάροχος του εναγομένου, μητέρα και αδερφή, αντίστοιχα, αυτού. Επίσης, με το ίδιο συμβόλαιο περιήλθαν, κατά ψιλή κυριότητα, λόγω δωρεάς α) στον ανωτέρω δωρεοδόχο Θ. Μ. ή Μ., η ευρισκόμενη στο ανατολικό τμήμα του πιο πάνω οικοπέδου ισόγεια οικία και β) στις ανωτέρω δωρεοδόχους Ν. και Χ. Κ. η ευρισκόμενη στο δυτικό τμήμα του εν λόγω οικοπέδου ισόγεια οικία και συγκεκριμένα περιήλθαν στη μεν Ν. Κ., το κείμενο προς την οδό ... δωμάτιο, καθώς και το μαγειρείο της οικίας αυτής, 54, 60 τ.μ. μετά του αναλογούντος επί του εδάφους ποσοστού εξ αδιαιρέτου 250%, στη δε Χ. Κ. το έτερο δωμάτιο 12,40 τ.μ. αυτής (οικίας), μετά του αναλογούντος επί του οικοπέδου ποσοστού εξ' αδιαιρέτου 250%. Εξάλλου, με το ίδιο συμβόλαιο η δωρήτρια Χ. Μ., αφενός παρακράτησε την επικαρπία του πιο πάνω ακινήτου υπέρ εαυτής και εφόρου ζωής της και αφετέρου μεταβίβασε στον Α. Θ. Μ. με δωρεά αιτία θανάτου την επικαρπία τούτου. Ακόμη, με το ίδιο συμβόλαιο επακριβώς προσδιορίστηκε όχι μόνο κατά θέση το καθένα από τα πιο πάνω τμήματα (ανατολικό-δυτικό) αλλά και κατά τα όρια και πλευρές ορίων, καθόσον ορίζεται ότι το ανατολικό τμήμα του μείζονος ακινήτου είναι αυτό που κείται ανατολικά της νοητής ευθείας γραμμής που αρχίζει από την οδό ... και από το σημείο αυτής που απέχει από την οδό ... 2,40 μ. και ότι η ευθεία αυτή λήγει στην αντίθετη πλευρά του οικοπέδου που συνορεύει με την ιδιοκτησία Σ. Σ. και στο σημείο που απέχει από την οδό Κ. 12 μ. Επιπλέον στο ίδιο συμβόλαιο αναφέρεται ότι καθένας από τους ανωτέρω δωρεοδόχους έχει δικαίωμα να οικοδομήσει στο προορισμένο, για τη δική του αποκλειστική χρήση, τμήμα, το οποίο οικοδόμημα, όσο ζει η δωρεοδόχος, θα του ανήκει κατά ψιλή κυριότητα και κατά πλήρη κυριότητα, μετά το θάνατο της. Μετά το θάνατο της Χ. Μ. στις 22-2-1961 και του Α. Μ. στις 13-12-1971.....η παρακρατηθείσα, υπέρ αυτών, επικαρπία επί του παραπάνω ακινήτου (οικοπέδου και ισόγειων οικιών) αποβέστηκε και ενώθηκε (ΑΚ 1167) με την κατά τα ανωτέρω μεταβιβασθείσα στους προαναφερόμενους δωρεοδόχους, Θ. Μ., Ν. Κ. και Χ. Κ., ψιλή κυριότητα, με αποτέλεσμα να αποκτήσουν, ο μεν πρώτος, την πλήρη κυριότητα του 50% εξ' αδιαιρέτου του παραπάνω οικοπέδου και την αποκλειστική κυριότητα της κειμένης στο ανατολικό τμήμα αυτού ισόγειας οικίας, οι δε λοιπές κατ' ισομοιρία, την πλήρη κυριότητα του 50% εξ' αδιαιρέτου του ίδιου οικοπέδου και την αποκλειστική κυριότητα κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα παραπάνω, της κείμενης στο δυτικό τμήμα αυτού ισόγειας οικίας. Περαιτέρω, από το περιεχόμενο του ανωτέρω συμβολαίου, το οποίο μεταγράφηκε στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Καλλιθέας στον τόμο …και αρ…, ως σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας και δωρεά εν ζωή ψιλής κυριότητας, αποδεικνύεται, με σαφήνεια, ότι αυτό περιέχει όχι μόνο τη σύσταση των παραπάνω δωρεών, αλλά και τη σύσταση κάθετης ιδιοκτησίας κατά τις διατάξεις των άρθρων 1002, 1117 ΑΚ, ν. 374/1929 και ΝΔ 1024/1971, αφού, σύμφωνα με τη διαλαμβανόμενη στο συμβόλαιο αυτό συστατική πράξη, οι ανωτέρω δωρεοδόχοι, όπως προεκτέθηκε, έγιναν συγκύριοι εξ αδιαιρέτου του όλου οικοπέδου κατά τα παραπάνω ποσοστά 50% εξ αδιαιρέτου ο Θ. Μ. και 50% εξ αδιαιρέτου οι Ν. Κ. και Χ. Κ. και αποκλειστικά κύριοι των οικοδομημάτων που υπήρχαν αντίστοιχα στο επακριβώς προσδιορισμένο ανατολικό και δυτικό τμήμα αυτού, αντίστοιχα, καθώς και εκείνων που τυχόν θα ανεγείρονταν σ' αυτά. Επίσης, την κείμενη στο δυτικό τμήμα ισόγεια οικοδομή, η δωρήτρια υπήγαγε στο σύστημα της οριζόντιας ιδιοκτησίας και συγκεκριμένα σύστησε, υπέρ των δωρεοδόχων Ν. και Χ. Κ., δύο οριζόντιες ιδιοκτησίες καθορίζοντας, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ποία θα περιέλθει, αντίστοιχα σε καθεμία από αυτές. Η πράξη αυτή που συνιστούσε, στην πραγματικότητα, κάθετη ιδιοκτησία, με τη μορφή της σύνθετης, κατέστη, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα νομική σκέψη, έγκυρη μετά την ισχύ του ΝΔ 1024/1971 (15-11-1971), κατά τα άρθρα 2 και 3 αυτού, αφού κανένας από τους διαδίκους δεν επικαλείται ότι ακυρώθηκε ούτε, εξάλλου, αποδεικνύεται κάτι τέτοιο, χωρίς για την εγκυρότητα της να τίθενται άλλες προϋποθέσεις. Έτσι, ο μεν Θ. Μ. κατέστη αποκλειστικός κύριος της κείμενης στο ανατολικό τμήμα κάθετης ιδιοκτησίας στην οποία αντιστοιχεί ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου του οικοπέδου, οι δε Ν. και Χ. Κ. κατέστησαν συγκύριες της κείμενης στο δυτικό τμήμα του οικοπέδου κάθετης ιδιοκτησίας και εκάστη κατέστη αποκλειστικά κυρία της οριζόντιας ιδιοκτησίας που αναφέρεται παραπάνω με το ποσοστό 250% εξ αδιαιρέτου του οικοπέδου που αντιστοιχεί σε καθεμία. Έτσι περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι με παράγωγο τρόπο, και ειδικότερα με διαδοχικές συμβάσεις πωλήσεως και κληρονομικές διαδοχές, οι διάδικοι κατέστησαν αποκλειστικοί κύριοι, ο μεν ενάγων της κείμενης ανατολικά κάθετης ιδιοκτησίας, ο δε εναγόμενος της κείμενης δυτικά κάθετης ιδιοκτησίας με το ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου, που αντιστοιχεί σε καθεμία. Οι διάδικοι συνομολογούν την κυριότητα τους στα "ξεχωριστά" αυτά εδαφικά τμήματα με το ποσοστό συγκυριότητας 50% του καθενός στο όλο ακίνητο (άρθρο 352 ΚΠολΔ). Στο σημείο αυτό, εξάλλου, πρέπει να αναφερθεί ότι οι δικαιοπάροχοι των διαδίκων, μετά το θάνατο της Χ. Μ., κατασκεύασαν διαχωριστικό μανδρότοιχο κατά μήκος του ορίου των ως άνω δύο κάθετων ιδιοκτησιών, έκτοτε δε οι ιδιοκτήτες εκάστης εξ' αυτών έκαναν αποκλειστική χρήση της δικής του διηρημένης ιδιοκτησίας, που διέθετε ανεξάρτητη "θύρα εισόδου και στη μεν προς ανατολάς κάθετη ιδιοκτησία διέμενε η οικογένεια του ενάγοντος και ο ίδιος, στη δε προς δυσμάς κάθετη ιδιοκτησία διέμενε ο εναγόμενος με την οικογένεια του. Συνεπώς, με βάση όσα προεκτέθηκαν και εν όψει του ότι αποδείχθηκε ότι επί του επίδικου οικοπέδου υφίσταται κάθετη ιδιοκτησία, δηλαδή αποκλειστική κυριότητα των διαδίκων εκάστου εξ αυτών, στα υπάρχοντα επ' αυτού οικοδομήματα και αναγκαστική συγκυριότητα στο ενιαίο οικόπεδο, δεν χωρεί, σύμφωνα με την προεκτεθείσα νομική σκέψη, δικαστική διανομή του ακινήτου αυτού και, επομένως, η κρινόμενη αγωγή με την οποία ο ενάγων επιδιώκει τη διανομή του επίδικου ακινήτου με τη δια πλειστηριασμού πώληση του, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ' ουσίαν. Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας και έτσι όπως έκρινε, ότι η απώτερη δικαιοπάροχος των διαδίκων σύστησε πράγματι στο επίδικο ακίνητο κάθετη ιδιοκτησία με συμβολαιογραφικό έγγραφο που μεταγράφηκε η οποία μετά την ισχύ του ΝΔ/τος 1024/1071 είναι έγκυρη, αφού κανένας διάδικος δεν επικαλέσθηκε ότι ακυρώθηκε ούτε αποδείχθηκε ότι ακυρώθηκε αμετάκλητα μέχρι την 15/11/1971, χρόνου έναρξης ισχύος του παραπάνω ΝΔ/τος, με συνέπεια να μη χωράει δικαστική διανομή του επιδίκου ακινήτου του οποίου καθένας των διαδίκων είναι συγκύριος του μείζονος οικοπέδου και αποκλειστικός κύριος, αυτοτελούς οικοδομής που έχουν ανεγερθεί σε διαφορετικά εδαφικά τμήματα αυτού, δε στέρησε την απόφαση του νομίμου βάσης, καθ' όσον διαλαμβάνονται σ' αυτήν με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις όλα εκείνα τα περιστατικά, από τα οποία καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής και ερμηνείας των ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 1002, 1117 ΑΚ, 1,2 παρ.1, 4 παρ.1, 5,13 του Ν.3741/1929, 478 Κ.Πολ.Δ., τις οποίες ορθώς εφάρμοσε και ερμήνευσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου. Επομένως οι περί του αντιθέτου από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. αιτιάσεις, που περιέχονται στους πρώτο, δεύτερο και τρίτο λόγους της αίτησης αναίρεσης, ανεξάρτητα από την αοριστία τους, αφού δε διαλαμβάνονται σ' αυτούς όλες οι σχετικές παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, αλλά επιλεκτικά κάποιες παραδοχές, καθώς και το υπαγωγικό σφάλμα του δικαστηρίου, δηλαδή αν η παραβίαση των παραπάνω διατάξεων οφείλεται σε ψευδή ερμηνεία ή εσφαλμένη εφαρμογή (σ' ότι αφορά την προβαλλόμενη αιτίαση από τον αρ.1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ.) είναι αβάσιμες. Με τον τέταρτο λόγο της αίτησης αναίρεσης κατά το πρώτο μέρος αυτού, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια από τον αρ.1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ.. Ο λόγος αυτός είναι αόριστος εφόσον στο αναιρετήριο εκτός από την αριθμητική επίκληση της παραπάνω διάταξης δε διαλαμβάνεται κανένα στοιχείο από εκείνα που ο νόμος απαιτεί για τη θεμελίωση της αντίστοιχης αναιρετικής πλημμέλειας, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε. Κατά το άρθρο 559 αρ.11 Κ.Πολ.Δ. επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν.Εξάλλου κατά την διάταξη του άρθρου 346 Κ.Πολ.Δ. το αποδεικτικό μέσον που έχει προσκομίσει ένας διάδικος καθίσταται κοινό αποδεικτικό μέσον και λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας για την απόδειξη ισχυρισμών άλλου διαδίκου, ακόμα και του αντιδίκου του προσκομίσαντος. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 106 Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται και όταν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που είχε προσκομίσει ένας διάδικος, ομόδικος ή αντίδικος του αναιρεσείοντος, εφόσον όμως αυτός (αναιρεσείων) είχε επικαλεσθεί νομίμως τα προσκομισθέντα από άλλο διάδικο αποδεικτικά μέσα και αναφέρθηκε στο περιεχόμενο αυτών προς απόδειξη δικού του ισχυρισμού ή ανταπόδειξη του ισχυρισμού του αντιδίκου του. Εάν ο διάδικος δεν είχε επικαλεσθεί νομίμως τα προσκομισθέντα από άλλο διάδικο (ομόδικο ή αντίδικο) αποδεικτικά μέσα δεν ιδρύεται υπέρ αυτού λόγος αναίρεσης από την παράλειψη του δικαστηρίου να τα λάβει υπόψη του. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της αναίρεσης, κατά το υπόλοιπο μέρος, κατ' εκτίμησηy αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια από τον αρ.11.γ. του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., κατ' ορθή υπαγωγή του διαλαμβανομένου νομικού σφάλματος (και όχι από τον αρ.8), επειδή το Εφετείο για το σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος δεν έλαβε υπόψη την 20/1-4-2008 οικοδομική άδεια του Δήμου Ταύρου, την οποία επικαλέσθηκε ο αναιρεσίβλητος με τις προτάσεις του. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος ως αόριστος αφού δεν αναφέρει ο αναιρεσείων ότι το παραπάνω έγγραφο είχε και ο ίδιος επικαλεσθεί στο δικαστήριο της ουσίας για την απόδειξη δικού του ισχυρισμού ή την ανταπόδειξη ισχυρισμού του αναιρεσιβλήτου. Κατ' ακολουθίαν τούτων πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο αναιρεσείων, ως ηττώμενος διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στην δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ.), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 8/10/2012 αίτηση του Σ. Μ. περί αναιρέσεως της 3382/2012 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
    Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσόν των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
    Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Ιουνίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 24 Ιουλίου 2013.
    Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 


Δικαστήριο:ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
Τόπος:ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:734
Ετος:2010

Περίληψη


Αμφισβητήσεις ιδιοκτήτη σε πολεοδομικές απαλλοτριώσεις - Κύρωση πράξης εφαρμογής και μεταγραφή της στο οικείο υποθηκοφυλακείο - Υπολογισμός της εισφοράς σε γη - Παρεμπίπτων έλεγχος νομιμότητας των διοικητικών πράξεων από τα πολιτικά δικαστήρια - Καθορισμός ποσοστών συγκυριότητας επί ακινήτου - Γενικοί ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών - Σύσταση κάθετης ιδιοκτησίας -. Μετά την κύρωση της πράξης εφαρμογής με απόφαση του νομάρχη, η οποία μεταγράφεται στο οικείο υποθηκοφυλακείο, καθίσταται οριστική και αμετάκλητη και αποτελεί ταυτόχρονα και πράξη βεβαίωσης για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων εισφορά σε γη, όπως και κάθε μεταβολής που επέρχεται με αυτή στα ακίνητα. Αν πρόκειται για μεταβολή, που δεν εμπίπτει στην περίπτωση στην οποία οφείλεται αποζημίωση, με τη μεταγραφή της πράξης εφαρμογής επέρχεται άμεση απόσβεση κάθε εμπραγμάτου δικαιώματος στο τμήμα που αφαιρέθηκε ως εισφορά γης. Αν ο ιδιοκτήτης του ακινήτου αμφισβητεί το μέγεθος της ιδιοκτησίας, καθώς και το μέγεθος της εισφοράς σε γη, όπως αυτή καθορίστηκε με την πράξη εφαρμογής, δεν έχει δικαίωμα να ζητήσει την ανάκληση ή ανασύνταξη της πράξης αυτής (ΟλΣτΕ 1730, 1732/00, ΣτΕ 2228/08). Το δικαίωμα της κυριότητάς του στο επιπλέον τμήμα ακινήτου που έπρεπε να του είχε χορηγηθεί με την πράξη εφαρμογής, καθώς και στο τμήμα που δεν έπρεπε να περιληφθεί στην εισφορά σε γη, μετατρέπεται σε ενοχική αξίωση χρηματικής αποζημίωσης, την ικανοποίηση της οποίας μπορεί να επιδιώξει δικαστικώς (ΑΠ 356/07). Υπολογισμός εισφοράς σε γη. Τα πολιτικά δικαστήρια εξετάζουν παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα των διοικητικών πράξεων όχι για να τις ακυρώσουν, ούτε για να αποκρούσουν την εκτελεστότητά τους, αλλά προκειμένου να απαγγείλουν άλλες έννομες συνέπειες ιδιωτικού χαρακτήρα και δη αποζημιωτικές, οι οποίες προκύπτουν από την εκτέλεση των παράνομων διοικητικών πράξεων. Δεν επιτρέπεται όμως να ελέγξουν την ουσιαστική κρίση των οργάνων της διοίκησης, που εξέδωσαν τη διοικητική πράξη, ως προς την ύπαρξη των πραγματικών προϋποθέσεων έκδοσης αυτής. Προσφυγή στους γενικούς ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών προκειμένου να αποσαφηνισθεί το ζήτημα των ποσοστών συνιδιοκτησίας σε ακίνητο. Η κάθετη ιδιοκτησία συνιστάται με μονομερή δικαιοπραξία εν ζωή ή αιτία θανάτου του κυρίου του οικοπέδου ή με σύμβαση μεταξύ όλων των συγκυρίων και καταργείται με έναν από τους αναφερόμενους στο νόμο τρόπους, δηλαδή με αντίθετη σύμβαση, πλήρωση αιρέσεως ή προθεσμίας, καταστροφή του αντικειμένου της κάθετης ιδιοκτησίας ή με αναγκαστική απαλλοτρίωσή του, κατ' εφαρμογή του σχεδίου πόλεως, εφόσον όμως η εν λόγω απαλλοτρίωση περιλαμβάνει όλα τα επί του ενιαίου οικοπέδου υπάρχοντα οικοδομήματα ή τουλάχιστον το μέρος εκείνο του οικοπέδου, επί του οποίου ανεγέρθηκε ή πρόκειται να ανεγερθεί η οικοδομή του ενός από τους συγκυρίους. Απόρριψη αναιρετικών λόγων από τους αριθ. 1, 8, 12, 19, 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.
Κείμενο Απόφασης


Αριθμός 734/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δημήτριο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο, Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Μιχαήλ Θεοχαρίδη και Κωνσταντίνο Τσόλα, Αρεοπαγίτες.

    ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 17 Φεβρουαρίου 2010, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

    Των αναιρεσειόντων: 1. Χ1 και 2. Χ2 του Χ1, κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Ανύσιο.

    Των αναιρεσίβλητων: 1.Ψ1, κατοίκου ..., 2. Ψ2, κατοίκου ..., 3.Ψ3, κατοίκου ..., 4. Ψ4, κατοίκου ..., 5. Ψ5, το γένος ..., κατοίκου ..., 6. Ψ6, κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως με την ιδιότητα του ως Ψ8, κατοίκου ..., απάντων εξ αδιαθέτου κληρονόμων του Β. Εκπροσωπήθηκαν όλοι από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σπύρο Αμπόνη.

    Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28-4-2005 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 15326/2006 του ίδιου Δικαστηρίου και 1468/2008 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 30-7-2008 αίτησή τους και με τους από 25-9-2009 πρόσθετους λόγους.

    Κατά τη συζήτηση...
της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Κωνσταντίνος Τσόλας ανέγνωσε την από 4-2-2010 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει εν μέρει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, κατ' αποδοχή των αναφερόμενων στο σκεπτικό λόγων.

    Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, ο 6ος αναιρεσίβλητος ατομικά και ως πληρεξούσιος των υπολοίπων την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

    ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 2, 3, 6, 7, 8, 9 και 12 του ν. 1337/1983 "Επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων, οικιστική ανάπτυξη και σχετικές ρυθμίσεις", (όπως οι διατάξεις αυτές συμπληρώθηκαν και τροποποιήθηκαν με το άρθρο 8 παρ. 5α του ν. 1512/1985 και με το άρθρο 6 παρ. 5 του ν. 2242/1994), για την επέκταση σχεδίων πόλεων, καθώς και οικισμών που υπάρχουν πριν από το έτος 1923, όπως και για την ένταξη σε πολεοδομικό σχέδιο και επέκταση οικισμών μεταγενέστερων του 1923, καταρτίζεται και εγκρίνεται, με απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. γενικό πολεοδομικό σχέδιο, ακολούθως συντάσσεται και εγκρίνεται με π.δ/μα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ., πολεοδομική μελέτη και τέλος καταρτίζεται πράξη εφαρμογής της πολεοδομικής μελέτης, συνοδευόμενη από κτηματολογικό διάγραμμα εφαρμογής και πίνακα εφαρμογής, η οποία κυρώνεται με απόφαση του Νομάρχη και μεταγράφεται στο οικείο Υποθηκοφυλακείο. Η έγκριση της πολεοδομικής μελέτης έχει τις συνέπειες της έγκρισης σχεδίου πόλης. Για τη δημιουργία των κοινόχρηστων χώρων που αυτή προβλέπει, καθιερώνεται, σε αρμονία με το άρθρο 24 παρ. 3 του Συντάγματος, εκτός των άλλων, και υποχρέωση εισφοράς σε γη εκ μέρους των ιδιοκτητών. Η εισφορά σε γη πραγματοποιείται με την πράξη εφαρμογής. Αυτή καθορίζει τα τμήματα που αφαιρούνται από κάθε ιδιοκτησία για εισφορά σε γη. Τα εδαφικά τμήματα που προέρχονται από την εισφορά γης διατίθενται κατά πρώτο για τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων μέσα στην ίδια πολεοδομική ενότητα και ακολούθως για την παραχώρηση οικοπέδων σε ιδιοκτήτες της ίδιας πολεοδομικής ενότητας των οποίων τα οικόπεδα ρυμοτομούνται εξ ολοκλήρου ή κατά ποσοστό μεγαλύτερο από εκείνο με το οποίο αυτά βαρύνονται με εισφορά γης. Μετά την κύρωσή της, με απόφαση του Νομάρχη, η πράξη εφαρμογής, η οποία μεταγράφεται στο οικείο Υποθηκοφυλακείο, γίνεται οριστική και αμετάκλητη και αποτελεί ταυτόχρονα και πράξη βεβαίωσης για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων εισφοράς σε γη, όπως και κάθε μεταβολής που επέρχεται με αυτή στα ακίνητα. Με τη μεταγραφή, ειδικότερα, της πράξης εφαρμογής επέρχονται όλες οι αναφερόμενες σε αυτήν μεταβολές στις ιδιοκτησίες, εκτός από εκείνες για τις οποίες οφείλεται αποζημίωση και για την εκτέλεση των οποίων πρέπει να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες του ν. δ. από 17-7-1923 και του ν.δ. 797/1971 (ήδη του ν. 2882/2001 - Κ.Α.Α.). Αν, λοιπόν, πρόκειται για μεταβολή, που δεν εμπίπτει στην περίπτωση στην οποία οφείλεται αποζημίωση, με τη μεταγραφή της πράξης εφαρμογής επέρχεται άμεση απόσβεση κάθε εμπραγμάτου δικαιώματος στο τμήμα που αφαιρέθηκε ως εισφορά γης. Αν ο ιδιοκτήτης του ακινήτου αμφισβητεί το μέγεθος της ιδιοκτησίας, καθώς και το μέγεθος της εισφοράς σε γη, όπως αυτή καθορίστηκε με την πράξη εφαρμογής, δεν έχει δικαίωμα να ζητήσει την ανάκληση ή ανασύνταξη της πράξης αυτής (ΟλΣτΕ 1730/2000, ΟλΣτΕ 1732/2000, ΣτΕ 2228/2008). Το δικαίωμα της κυριότητάς του στο επιπλέον τμήμα ακινήτου που έπρεπε να του είχε χορηγηθεί με την πράξη εφαρμογής, καθώς και στο τμήμα που δεν έπρεπε να περιληφθεί στην εισφορά σε γη, μετατρέπεται σε ενοχική αξίωση χρηματικής αποζημίωσης, την ικανοποίηση της οποίας μπορεί να επιδιώξει δικαστικώς (ΑΠ 356/2007). Ειδικότερα, ως προς την εισφορά σε γη ορίστηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής στο άρθρο 8 παρ. 4 και 5 του ν. 1337/1983, που ενδιαφέρουν εν προκειμένω, 4. Η εισφορά σε γη αποτελείται από ποσοστό επιφάνειας κάθε ιδιοκτησίας πριν από την πολεοδόμηση της, το οποίο υπολογίζεται κατά τον ακόλουθο τρόπο : α. Για τμήμα ιδιοκτησίας μέχρι 250 τ.μ. ποσοστό 10%. β. Για τμήμα ιδιοκτησίας πάνω από 250 τ. μ. μέχρι 500 τ. μ. ποσοστό 20%. γ. Για τμήμα ιδιοκτησίας πάνω από 500 τ.μ. μέχρι 1.000 τ.μ. ποσοστό 30%. δ. Για τμήμα ιδιοκτησίας πάνω από 1.000 τ.μ. μέχρι 2.000 τ.μ. ποσοστό 40%. ε...στ...κλπ". 5. "Σε περίπτωση εξ αδιαιρέτου συνιδιοκτησίας τα ποσοστά εισφοράς γης εφαρμόζονται στο εμβαδόν που αντιστοιχεί στο ιδανικό μερίδιο κάθε συνιδιοκτήτη όπως έχει διαμορφωθεί μέχρι την 10-3-1982". Εξάλλου σύμφωνα με πάγια αρχή του διοικητικού δικαίου, οι διοικητικές πράξεις έχουν το τεκμήριο της νομιμότητας, έτσι ώστε και οι παράνομες διοικητικές πράξεις, εφόσον δεν έχουν ακυρωθεί, είναι εκτελεστές και παράγουν τα έννομα αποτελέσματά τους. Κατά τα άρθρα 1 και 2 του ΚΠολΔ, τα πολιτικά δικαστήρια εξετάζουν παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα των διοικητικών πράξεων όχι για να τις ακυρώσουν, ούτε για να αποκρούσουν την εκτελεστότητά τους, αλλά προκειμένου να απαγγείλουν άλλες έννομες συνέπειες ιδιωτικού χαρακτήρα και δη αποζημιωτικές, οι οποίες προκύπτουν από την εκτέλεση των παράνομων διοικητικών πράξεων. Δεν επιτρέπεται όμως να ελέγξουν την ουσιαστική κρίση των οργάνων της διοίκησης, που εξέδωσαν τη διοικητική πράξη, ως προς την ύπαρξη των πραγματικών προϋποθέσεων έκδοσης αυτής (ΑΠ 171/2006). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι λόγος αναίρεσης για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόστηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση και τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στη διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του προσκομιζόμενου αντιγράφου της προσβαλλόμενης απόφασης του, το Εφετείο δέχθηκε, ότι αποδείχθηκαν, από τα κατ' είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, αναφορικά με την ένδικη αναγνωριστική κυριότητας αγωγή των αναιρεσειόντων: Ο δεύτερος ενάγων και ήδη δεύτερος αναιρεσείων και η σύζυγος του Ζ έγιναν συγκύριοι, κατά τα 25% εξ αδιαιρέτου ο καθένας, δυνάμει της 94/1981 κατακυρωτικής έκθεσης της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ελένης Φίτζιου-Βαλαβάνη, που μεταγράφηκε νόμιμα, του υπ' αριθ. 81 Δ' κατηγορίας αγροτεμαχίου, εκτάσεως 4.598,85 τ.μ., που βρίσκεται στην εποικισθείσα περιοχή του αγροκτήματος ... της κοινότητας... και ήδη ομωνύμου Δήμου. Συγκύριος κατά τα υπόλοιπα ποσοστά (50°/ο) εξ αδιαιρέτου ήταν ο άμεσος δικαιοπάροχος των εναγομένων και ήδη αναιρεσιβλήτων Βς. Οι εν λόγω συγκύριοι συνέστησαν με το ... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Σταματίας Γεωργίτσα, που μεταγράφηκε νόμιμα, οριζόντια και κάθετη ιδιοκτησία βάσει της οποίας, ο μεν δεύτερος των εναγόντων και η σύζυγος του είχαν δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης του ανατολικού διακεκριμένου τμήματος του ενιαίου αγροτεμαχίου, εμβαδού 2.299,425 τ. μ. και δικαίωμα αποκλειστικής κυριότητας επί της οικοδομής που ήθελε ανεγερθεί επ' αυτού καθώς και του δικαιώματος επεκτάσεως καθ' ύψος αυτής, ο δε δικαιοπάροχος των εναγομένων είχε δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης του δυτικού διακεκριμένου τμήματος του αγροτεμαχίου, αντίστοιχου εμβαδού (2.299,425 τ.μ.) και δικαίωμα αποκλειστικής κυριότητας επί της οικοδομής που ήθελε ανεγερθεί επ' αυτού καθώς και του δικαιώματος επεκτάσεως καθ' ύψος αυτής. Ακολούθως, με την αριθμ. ... άδεια της Πολεοδομικής Υπηρεσίας Θεσσαλονίκης οι ανωτέρω συγκύριοι (Χ2 και Ζ) ανήγειραν επί της διαιρεμένης ιδιοκτησίας, της οποίας είχαν την αποκλειστική χρήση, διώροφη οικία, αποτελούμενη από υπόγειο, εμβαδού 84 τ.μ., ισόγειο, εμβαδού 84 τ.μ. και πρώτο πάνω από το ισόγειο όροφο, εμβαδού 22 τ. μ. Με την 19/1994 πράξη εφαρμογής, που κυρώθηκε με την αριθμ.ΔΠ\ΤΑ\β802\652\21-2-1994 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης και μεταγράφηκε νόμιμα, το παραπάνω αγροτεμάχιο εντάχθηκε στην επέκταση σχεδίου πόλης του Δήμου ... και έλαβε τη μορφή οικοπέδου, (εμβαδού 3.254,37 τ.μ), με χαρακτηριστικό αριθμό 01, κείμενο στο υπ' αριθμ. Γ 106 Οικοδομικό Τετράγωνο του Δήμου ... επί των οδών προέκταση .... Στις 17-10-1999 απεβίωσε η ανωτέρω Ζ σύζυγος Χ2, η οποία με την από 13-9-1999 ιδιόγραφη διαθήκη της, που δημοσιεύθηκε νόμιμα με το ... πρακτικό δημοσίευσης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, όρισε, μεταξύ άλλων, ότι "στο σπίτι (μονοκατοικία) στην οδό ... έχω πλήρη κυριότητα εξ αδιαιρέτου 50°/ο στο κτίσμα και 25% στο οικόπεδο. Τα δικαιώματα μου αυτά να μεταβιβασθούν στον γιο μου ...". Ο ..., πρώτος των εναγόντων και ήδη πρώτος αναιρεσείων με την ... δήλωση αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Μαρίας Ατσαλά, που μεταγράφηκε νόμιμα, αποδέχθηκε το ιδανικό μερίδιο της διαθέτιδός του, ήτοι τα 50% εξ αδιαιρέτου του δικαιώματος δόμησης στο τμήμα το ευρισκόμενο στην ανατολική πλευρά του οικοπέδου που αποτελεί κάθετη ιδιοκτησία συσταθείσα κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, στην οποία, αναλογεί ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου. Ακολούθως, με το ... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Αξιοθέας Κυριακίδου-Σπανού, που μεταγράφηκε νόμιμα, ο δεύτερος των εναγόντων μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής στον πρώτο εξ αυτών κατά ψιλή κυριότητα τα 50% εξ αδιαιρέτου του δικαιώματος δόμησης στο τμήμα το ευρισκόμενο στην ανατολική πλευρά του οικοπέδου που αποτελεί κάθετη ιδιοκτησία, συσταθείσα κατά τον παραπάνω τρόπο, και το αναλογούν σ' αυτή ποσοστό του 25% εξ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου επίσης κατά ψιλή κυριότητα, παρακρατήσας εφ' όρου ζωής υπέρ αυτού την επικαρπία, τόσο επί του δικαιώματος δόμησης, όσο και επί του αναλογούντος σ' αυτή ποσοστού εξ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου. Περαιτέρω το Εφετείο δέχεται ότι "από το περιεχόμενο των ως άνω συμβολαιογραφικών πράξεων ενόψει του ότι παρουσιάζεται ασάφεια ως προς το δικαίωμα που πράγματι περιήλθε στον ενάγοντα επί του επιδίκου μετά από προσφυγή και στις ερμηνευτικές διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, προκειμένου ν' αποσαφηνισθεί το ζήτημα αυτό αναζητώντας προς τούτο την αληθινή βούληση των συμβαλλομένων μερών, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης των συναλλακτικών ηθών καθίσταται προφανές ότι ο πρώτος των εναγόντων κατέστη αποκλειστικός κύριος κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου και κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου του δικαιώματος δόμησης επί της επ' αυτού ανεγερθείσας οικίας ως εκ διαθήκης κληρονόμος της μητέρας του, την οποία αποδέχθηκε δια συμβολαιογραφικού εγγράφου και μετέγραψε νόμιμα και κατά ψιλή κυριότητα επί ποσοστού 25% εξ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου και 50% εξ αδιαιρέτου επί του δικαιώματος δόμησης και ήδη της ανεγερθείσης οικίας, κειμένης στο ανατολικό τμήμα του όλου οικοπέδου, σύμφωνα με τις διατάξεις της νομίμου συσταθείσης καθέτου ιδιοκτησίας, λόγω γονικής παροχής από τον πατέρα του και ήδη δεύτερο των εναγόντων, ο οποίος παρακράτησε υπέρ αυτού την εφ' όρου ζωής επικαρπία, τόσο επί του δικαιώματος δόμησης όσο και επί του αναλογούντος ποσοστού εξ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου". Ακολούθως το Εφετείο έκρινε, ότι ισχυρισμός των εναγόντων-εκκαλούντων, Χ1 και Χ2, ότι το εξ αδιαιρέτου ποσοστό τους επί του επίδικου ακινήτου (εμβαδού 3.254,37 τ.μ), ανέρχεται σε 53,15% (26,57%+26,575%) πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι ισχύει η πρώτη πράξη εφαρμογής (19/1994), η οποία, όμως, κατά το ποσοστό συγκυριότητας (του δευτέρου ενάγοντος και της συζύγου Ζ, ανερχόμενο σε 26,575% για τον καθένα και σε 46,85% για τον Β) τροποποιήθηκε με την υπ' αριθμ.πρωτ.29\3323\ΠΕ 305\Φεβρ.1997 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης, που μεταγράφηκε νόμιμα στο Υποθηκοφυλακείο Νεάπολης, όπως προκύπτει από το υπ'αριθμ .... πιστοποιητικό. Την τροποποιητική αυτή απόφαση, όπως περαιτέρω δέχεται το Εφετείο, δεν αμφισβητούν οι ενάγοντες-εκκαλούντες, δεδομένου ότι έχει κοινοποιηθεί σ' αυτούς, όπως προκύπτει και από το ίδιο το κείμενο της απόφασης και σε κανένα ένδικο μέσο δεν προέβησαν. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε την αναγνωριστική κυριότητας ακινήτου αγωγή ως εν μέρει κατ' ουσίαν βάσιμη και αναγνώρισε, ότι ο πρώτος ενάγωνΧ1 είναι συγκύριος εξ αδιαιρέτου του επίδικου ακινήτου (εμβαδού 3.254,37 τ.μ), κατά ποσοστό 25% κατά πλήρη κυριότητα και κατά ποσοστό, επίσης, 25% κατά ψιλή κυριότητα, ενώ ο δεύτερος ενάγων είναι επικαρπωτής αυτού κατά ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου (και όχι κατά τα ποσοστά των 26,575%, 26,575%+26, 575%, αντιστοίχως, που ζητούσαν με την αγωγή). Οι αναιρεσείοντες με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, από τον αριθ.1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προσάπτουν στο Εφετείο την αιτίαση, ότι παραβίασε τις διατάξεις των παρ. 4 και 5 του άρθρου 8 του ν. 1337/1983, αφού με βάση αυτές τα ποσοστά συγκυριότητας επί του επίδικου οικοπέδου των 3.254,37 τ.μ, που προέκυψε μετά την εισφορά σε γη, η οποία ορίστηκε με την ανωτέρω 19/1994 πράξη εφαρμογής, ανέρχονταν για καθένα από τους δεύτερο ενάγοντα Χ2 και τη σύζυγο του Ζ σε 26,575% και για το Β σε 46,85%, δηλαδή σε εκείνα που και με την εν λόγω πράξη εφαρμογής προσδιορίστηκαν. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι έχει ως βάση το περιεχόμενο της ως άνω πράξης εφαρμογής, αναφορικά με τον καθορισμό των ποσοστών συγκυριότητας των ανωτέρω συγκυρίων. Η πράξη όμως αυτή, όπως ανελέγκτως δέχεται το Εφετείο, τροποποιήθηκε με την υπ' αριθμ.πρωτ.29\3323\ΠΕ 305\Φεβρ.1997 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης, που μεταγράφηκε νόμιμα στο Υποθηκοφυλακείο Νεάπολης Θεσσαλονίκης, με την οποία, καθώς δεν αμφισβητείται, τα ποσοστά συγκυριότητας των συγκυρίων διαμορφώθηκαν σε 25% για καθένα από τους δεύτερο ενάγοντα και την σύζυγο του Ζ, σε 38% για τον Β και σε 12% για το γιο του ..., διότι ελήφθη υπόψη η δωρεά ποσοστού 12% εξ αδιαιρέτου επί του προαναφερόμενου αγροτεμαχίου, που του έγινε από τον πατέρα του με το ... δωρητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ε. Φίτζιου. Ο ισχυρισμός δε των αναιρεσειόντων, που περιέχεται στον ανωτέρω λόγο αναίρεσης, ότι η ως άνω απόφαση του Νομάρχη (με την οποία τροποποιήθηκε η πράξη εφαρμογής) είναι παράνομη, διότι κακώς συμπεριελήφθη ως συγκύριος και ο ..., αφού το ως άνω δωρητήριο συμβόλαιο μεταγράφηκε στις 6-4-1982, ήτοι μετά την 10-3-1982 είναι απορριπτέος, αφού με αυτόν προσβάλλεται η ουσιαστική κρίση των οργάνων της διοίκησης ως προς την ύπαρξη των πραγματικών προϋποθέσεων για την έκδοση της εν λόγω τροποποιητικής απόφασης του Νομάρχη Θεσσαλονίκης, περιστατικά τα οποία δεν ελέγχονται παρεμπιπτόντως από τα τακτικά πολιτικά δικαστήρια, κατά τα προεκτεθέντα.

    2.- Κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του, επί ζητήματος με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε. Τέτοια περίπτωση όμως δε συντρέχει αν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αιτιολογίες, αρκεί μόνο το πόρισμα να εκτίθεται με σαφήνεια. Οι αναιρεσείοντες με το δεύτερο λόγο αναίρεσης, από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την αιτίαση της έλλειψης νόμιμης βάσης, λόγω έλλειψης αιτιολογιών, αναφορικά με τα ζητήματα του υπολογισμού της εισφοράς σε γη για καθένα από τους συγκυρίους του επίδικου ακινήτου και του προσδιορισμού, με βάση την εισφορά σε γη που βάρυνε καθένα συγκύριο, των ποσοστών συγκυριότητας τους επ' αυτού. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, αφού το Εφετείο κρίνοντας, όπως παραπάνω, διέλαβε στην απόφαση του συνοπτικές μεν αλλά πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της διαμορφώσεως των ποσοστών συγκυριότητας των συγκυρίων επί του επίδικου ακινήτου, εμβαδού 3.254,37 τ.μ., (που προέκυψε μετά την εισφορά σε γη), με την παραδοχή των ποσοστών συγκυριότητας που αναφέρονται στην 19/1994 πράξη εφαρμογής, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την ανωτέρω απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης, οι οποίες (αιτιολογίες) στηρίζουν το διατακτικό της και επιτρέπουν τον έλεγχο των πιο πάνω ουσιαστικών διατάξεων του ν. 1337/1983. 3. Κατά το άρθρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Οι γενικοί ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση που το δικαστήριο της ουσίας, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, διαπιστώνει ότι υφίσταται κενό στη σύμβαση ή ότι γεννιέται αμφιβολία για την έννοια των δηλώσεων βουλήσεως. Για να είναι δε ορισμένος ο λόγος αναίρεσης, για παραβίαση των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200ΑΚ, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο, επί αιτιάσεως για εσφαλμένη εφαρμογή των κανόνων αυτών, σε τί συνίσταται η εσφαλμένη εφαρμογή τους σε σχέση με την καλή πίστη (ΑΠ 863/2007). Οι αναιρεσείοντες με τον τρίτο λόγο αναίρεσης, από τον αριθ. 1εδ.β του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προσάπτουν στο Εφετείο την αιτίαση της παραβίασης των ερμηνευτικών κανόνων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ κατά την ερμηνεία της από ... ιδιόγραφης διαθήκης της Ζ, της ... δήλωσης αποδοχής κληρονομίας ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Μαρίας Ατσαλά, με την οποία ο πρώτος απ' αυτούς αποδέχθηκε την κληρονομία της τελευταίας, και του ... συμβολαίου γονικής παροχής ψιλής κυριότητας της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης .... Ο λόγος αυτός, αναφορικά με την ερμηνεία της πιο πάνω διαθήκης, είναι αβάσιμος, διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού από την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει ότι το Εφετείο προέβη σε ερμηνεία της, ενώ όσον αφορά τα άλλα δύο (συμβολαιογραφικά) έγγραφα είναι αόριστος, αφού δεν αναφέρεται το πραγματικό περιεχόμενο των εγγράφων αυτών και σε τι συνίσταται η εσφαλμένη εφαρμογή των ως άνω κανόνων σε σχέση με την καλή πίστη, αλλά αντ' αυτού οι αναιρεσείοντες επικαλούνται για τη θεμελίωση του λόγου αναίρεσης, κατ' εκτίμησή του, παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας. Όμως αναίρεση για παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας επιτρέπεται (αρθρ. 559 αρ. 1 εδ. β ΚΠολΔ) μόνον όταν αυτά έχουν σημασία για την ανεύρεση της αληθινής έννοιας κανόνα δικαίου ή την υπαγωγή σ' αυτόν των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς και όχι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 5/2005), όπως τούτο συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση, αφού με όσα αναφέρονται στον ως άνω λόγο της αναίρεσης, δεν προβάλλεται αιτίαση για παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας κατά την ερμηνεία ή την υπαγωγή σε κανόνα του δικαίου, αλλά για παραβίαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων σχετικά με τον προσδιορισμό των ποσοστών συγκυριότητας των συγκυρίων επί του επίδικου ακινήτου, τα οποία, σημειωτέον, αυτοί προσδιορίζουν με βάση την (εσφαλμένη) προϋπόθεση ότι δεν έπρεπε να συμπεριληφθεί και o ως άνω τέταρτος συγκύριος .... 3α. Ο από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ αναιρετικός λόγος ιδρύεται όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα μη προταθέντα ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως πράγματα, νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που τείνουν στη θεμελίωση, αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, όχι δε και οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει σ' αυτούς (ΟλΑΠ14/04). Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται αν ο ισχυρισμός λήφθηκε υπόψη και απορρίφθηκε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, γεγονός που συμβαίνει και όταν η απόφαση περιέχει παραδοχές αντίθετες με τον ισχυρισμό (ΟλΑΠ 11/1996). Στην προκείμενη περίπτωση οι αναιρεσείοντες με τον έκτο λόγο αναίρεσης, από τον αριθ.8 περ. β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, όπως αυτός συμπληρώθηκε με τον τρίτο λόγο του δικογράφου των πρόσθετων λόγων, προσάπτουν στο Εφετείο την αιτίαση, ότι δεν έλαβε υπόψη τον προταθέντα παραδεκτά ισχυρισμό τους, ότι η ως άνω υπ' αριθ. πρωτ.29/323/ΠΕ305/Φεβρουαρίου 1997 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης είναι παράνομη, αφού συμπεριέλαβε ως συγκύριο του επίδικου ακινήτου των 3.254,37 τ.μ και τον ..., στον οποίο ο αρχικώς συγκύριος κατά τα 50% εξ αδιαιρέτου Β δώρησε με το ... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Ελένης Φίτζιου τα 12% εξ αδιαιρέτου επί του επιδίκου, παρότι το εν λόγω συμβόλαιο μεταγράφηκε στις 6-4-1982, δηλαδή μετά την 10-3-1982, και κατά συνέπεια ο τίτλος αυτός δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη για τον προσδιορισμό της εισφοράς σε γη συνιδιοκτήτη, κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 παρ.5 του Ν. 1337/1983. Επίσης οι αναιρεσείοντες με τον όγδοο λόγο της αναίρεσης, όπως αυτός συμπληρώθηκε επίσης με τον τρίτο λόγο του δικογράφου των πρόσθετων λόγων, επικαλούμενοι την ίδια αναιρετική πλημμέλεια, ψέγουν το Εφετείο διότι δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό τους ότι η ανωτέρω υπ' αριθ. πρωτ.29/323/ΠΕ 305/ Φεβρουαρίου 1997 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης δεν τους κοινοποιήθηκε και ότι για τον λόγο αυτόν δεν άσκησαν κατ' αυτής ένδικα μέσα. Τέλος με τον τέταρτο λόγο του δικογράφου των πρόσθετων λόγων, από τον αριθ.8 περ.α' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, μέμφονται το Εφετείο, διότι έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό των αναιρεσιβλήτων περί τροποποιήσεως της πιο πάνω19/1994 πράξης εφαρμογής με την υπ' αριθ. πρωτ.29/323/ΠΕ 305/ Φεβρουαρίου 1997 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης, ο οποίος (ισχυρισμός) απαραδέκτως προτάθηκε για πρώτη φορά ενώπιόν του. Οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι και ειδικότερα ο πρώτος ως απαράδεκτος αφού, όπως προαναφέρθηκε, με τον πιο πάνω ισχυρισμό των αναιρεσειόντων προσβάλλεται η ουσιαστική κρίση των οργάνων της διοίκησης ως προς την ύπαρξη των πραγματικών προϋποθέσεων για την έκδοση της σχετικής απόφασης (διοικητικής πράξης), περιστατικά τα οποία δεν ελέγχονται (παρεμπιπτόντως) από τα τακτικά πολιτικά δικαστήρια, κατά τα προεκτεθέντα, και κατά συνέπεια το δικαστήριο της ουσίας δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει και, σε κάθε περίπτωση, ως αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, ο ως άνω ισχυρισμός λήφθηκε υπόψη από το Εφετείο και απορρίφθηκε σιωπηρώς με την παραδοχή ότι ορθώς εκδόθηκε η ανωτέρω 29/323/ΠΕ305/Φεβρουαρίου 1997 απόφαση του Νομάρχη, ο δεύτερος ως απαράδεκτος, διότι ο ανωτέρω ισχυρισμός δεν αποτελεί "πράγμα" με την έννοια που προεκτέθηκε και, σε κάθε περίπτωση, ως αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, ο ως άνω ισχυρισμός λήφθηκε υπόψη από το Εφετείο και απορρίφθηκε σιωπηρώς με την παραδοχή ότι η ανωτέρω 29/323/ΠΕ305/Φεβρουαρίου 1997 απόφαση κοινοποιήθηκε στους αναιρεσείοντες και, τέλος, ο τρίτος ως αβάσιμος, διότι ο παραπάνω ισχυρισμός περί τροποποιήσεως της 19/1994 πράξης εφαρμογής παραδεκτά προτάθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 527 ΚΠολΔ, από τους εφεσιβλήτους και ήδη αναιρεσιβλήτους για πρώτη φορά ενώπιον του Εφετείου με τις προτάσεις ως υπεράσπισή τους κατά της έφεσης των εκκαλούντων-αναιρεσειόντων. Για τον ίδιο λόγο, δηλαδή της παραδεκτής πρότασης του ως άνω ισχυρισμού των αναιρεσιβλήτων, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο τέταρτος λόγος αναίρεσης, από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στο Εφετείο την αιτίαση ότι παρά το νόμο δεν απέρριψε ως απαράδεκτο τον ισχυρισμό αυτόν. 4. Οι αναιρεσείοντες με τον πέμπτο λόγο αναίρεσης, που παρά τη ρητή αναφορά του στον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, στηρίζεται ως εκ του περιεχομένου του, στην πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του ίδιου άρθρου προσάπτουν στο Εφετείο την αιτίαση, ότι με το να δεχθεί ότι η 19/1994 πράξη εφαρμογής τροποποιήθηκε με την υπ' αριθ. πρωτ.29/323/ΠΕ305/ Φεβρουαρίου 1997 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης παραβίασε το νόμο, αφού η τελευταία απόφαση είναι άκυρη, δεδομένου ότι δε φέρει βεβαία χρονολογία. Ο λόγος αυτός, πέραν της αοριστίας του, αφού δεν αναφέρονται οι ουσιαστικού δικαίου διατάξεις στις οποίες στηρίζεται ο περί ακυρότητας της εν λόγω απόφασης ισχυρισμός των αναιρεσειόντων, είναι και αβάσιμος, αφού, όπως γίνεται δεκτό από την προσβαλλόμενη απόφαση η ως άνω απόφαση μεταγράφηκε στο Υποθηκοφυλακείο Νεάπολης, οπότε, σε κάθε περίπτωση, απέκτησε από τότε βεβαία χρονολογία.

    5. Κατά το άρθρο 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Το ουσιώδες στοιχείο αυτού του λόγου αναίρεσης αποτελεί η έλλειψη νόμιμης βάσης σε "ζήτημα", δηλαδή σε ισχυρισμό που έχει αυτοτελή ύπαρξη και τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε ως επιθετικό ή αμυντικό μέσο, το οποίο "ζήτημα" ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Στην προκείμενη περίπτωση οι αναιρεσείοντες με τον ένατο λόγο αναίρεσης, από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, μέμφονται το Εφετείο, διότι στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, λόγω του ότι δεν αναφέρεται σ' αυτήν πότε έλαβε χώρα η κοινοποίηση σ' αυτούς της πιο πάνω απόφασης του Νομάρχη. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, διότι η αναφορά του χρόνου κοινοποίησης της άνω απόφασης δεν αποτελεί "ζήτημα", κατά την προαναφερόμενη έννοια, και μάλιστα ουσιώδες και δεν ασκεί επίδραση στην έκβαση της δίκης, αφού, όπως και παρακάτω εκτίθεται, η πράξη εφαρμογής, μετά την κύρωση της με απόφαση του Νομάρχη και τη μεταγραφή της στο οικείο Υποθηκοφυλακείο, γίνεται οριστική και αμετάκλητη και αποτελεί ταυτόχρονα και πράξη βεβαίωσης για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων εισφοράς σε γη, όπως και κάθε μεταβολής που επέρχεται με αυτή στο ακίνητο, ανεξάρτητα από την κοινοποίησή της ή μη στον ενδιαφερόμενο.

    6. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 12 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με την δύναμη των αποδεικτικών μέσων. Ο παραπάνω λόγος είναι αόριστος και απορρίπτεται ως απαράδεκτος, αν δεν αναφέρεται σ1 αυτόν, εκτός των άλλων, ποια αποδεικτική δύναμη προσδόθηκε στο αποδεικτικό μέσο από το δικαστήριο της ουσίας και ποιο είναι το σχετικό σφάλμα της απόφασης. Με το δέκατο λόγο αναίρεσης, από τον αριθ. 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στο Εφετείο την αιτίαση, ότι παραβίασε την αποδεικτική δύναμη των αναφερόμενων εγγράφων από τα οποία προέκυπτε η μη κοινοποίηση της υπ' αριθ. πρωτ.29/323/ΠΕ 305/ Φεβρουαρίου 1997 απόφασης του Νομάρχη Θεσσαλονίκης σ' αυτόν και την Ζ. Ο λόγος αυτός είναι προεχόντως αόριστος, διότι δεν αναφέρονται τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη στοιχεία.

    7. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του νδ 1024/1971 σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του ν. 3741/1929 και τα άρθρα 1002 και 1117 ΑΚ, είναι δυνατή η σύσταση διηρημένης (χωριστής) κυριότητας και επί αυτοτελών οικοδομημάτων που ανεγείρονται σε ενιαίο οικόπεδο (κάθετη ιδιοκτησία), ως και επί ορόφων ή μερών των οικοδομημάτων αυτών (οριζόντια ιδιοκτησία) με την επιφύλαξη των πολεοδομικών διατάξεων. Συνιστάται δε η κάθετη ιδιοκτησία, σύμφωνα με το άρθρο 2 του ανωτέρω ν.δ/τος (1024/1971) με μονομερή δικαιοπραξία εν ζωή ή αιτία θανάτου του κυρίου του οικοπέδου ή με σύμβαση μεταξύ όλων των συγκυρίων και καταργείται με έναν από τους αναφερόμενους στο νόμο τρόπους, δηλαδή με αντίθετη σύμβαση, πλήρωση αιρέσεως ή προθεσμίας, καταστροφή του αντικειμένου της κάθετης ιδιοκτησίας ή με αναγκαστική απαλλοτρίωσή του, κατ' εφαρμογή του σχεδίου πόλεως, εφόσον όμως η εν λόγω απαλλοτρίωση περιλαμβάνει όλα τα επί του ενιαίου οικοπέδου υπάρχοντα οικοδομήματα ή τουλάχιστον το μέρος εκείνο του οικοπέδου, επί του οποίου ανεγέρθηκε ή πρόκειται να ανεγερθεί η οικοδομή του ενός από τους συγκυρίους. Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι λόγος αναίρεσης για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόστηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Η παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου είναι δυνατό να έχει ως περιεχόμενο την αιτίαση ότι η αγωγή, επί της οποίας έκρινε το δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη τελεσίδικη απόφαση, απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, ενώ συνέβαινε το αντίθετο σύμφωνα με το συγκεκριμένο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου. Στην προκείμενη περίπτωση όπως προκύπτει από την επισκόπηση του προσκομιζόμενου αντιγράφου της προσβαλλόμενης απόφασης με αυτήν κρίθηκε, ότι το αίτημα της από 2-6-2005 αγωγής των αναιρεσειόντων κατά των αναιρεσιβλήτων για δικαστική διανομή με σύσταση κάθετης ιδιοκτησίας επί του επίδικου ακινήτου των 3.254,37 τ.μ, που προέκυψε μετά την επιβολή εισφοράς σε γη, που καθορίστηκε με την προδιαληφθείσα 19/1994 πράξη εφαρμογής, είναι μη νόμιμο, διότι επί του αρχικού ακινήτου των 4.598,85 τ. μ έχει συσταθεί με σύμβαση των αρχικών συγκυρίων κάθετη ιδιοκτησία και έχουν ήδη ανεγερθεί από αυτούς οικοδομές και ότι εφόσον αυτή υφίσταται δεν είναι δυνατή η δικαστική διανομή του νέου οικοπέδου των 3.254,37 τ.μ με σύσταση κάθετης ιδιοκτησίας. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε το σχετικό λόγο έφεσης των αναιρεσειόντων, επικυρώνοντας την πρωτοβάθμια απόφαση, που είχε κρίνει ομοίως. Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις πιο πάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, αφού η καταρτισθείσα με σύβαση (όλων των αρχικών συγκυρίων) κάθετη ιδιοκτησία επί του αρχικού ακινήτου των 4.598,85 τ.μ δεν έχει καταργηθεί με έναν από τους προαναφερόμενους τρόπους, τέτοιο δε δε συνιστά η μεταβολή (μείωση) της έκτασης του αρχικού ακινήτου, με την καθορισθείσα εισφορά σε γη δυνάμει της πιο πάνω πράξης εφαρμογής, ενόψει του ότι η μείωση αυτή δεν επηρεάζει τις ανεγερθείσες οικοδομές και ανακύπτει μόνο θέμα επαναπροσδιορισμού της χρήσεως του ενιαίου οικοπέδου εκ μέρους των συγκυρίων αυτού. Συνεπώς είναι αβάσιμος ο ενδέκατος λόγος αναίρεσης,από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται τ' αντίθετα.

    8. Ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 εδαφ. α1 ΚΠολΔ προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όπως προαναφέρθηκε, αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται όταν πρόκειται για παραβίαση διοικητικών πράξεων (ΑΠ 603/2004). Με το δωδέκατο λόγο αναίρεσης, από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την αιτίαση της παραβίασης της 19/1994 πράξης εφαρμογής, που κυρώθηκε με την ΔΠ/ΓΑ/6802/652/21-2-1994 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης. Ο λόγος αυτός είναι, σύμφωνα με τη σκέψη που προεκτέθηκε, απαράδεκτος, 9. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Για τη θεμελίωση του λόγου αυτού πρέπει το έγγραφο να αφορά απόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού, δηλαδή η κρίση του δικαστηρίου για απόδειξη ή όχι του ισχυρισμού αυτού να είναι επιβλαβής για τον αναιρεσείοντα. Αντίθετα αν το έγγραφο αφορά απόδειξη επουσιώδους ισχυρισμού, δηλαδή ισχυρισμού που δεν ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ο λόγος είναι απαράδεκτος. Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον έβδομο λόγο αναίρεσης, από τον αριθ.20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, όπως αυτός συμπληρώθηκε με τον πρώτο λόγο του δικογράφου των πρόσθετων λόγων, προσάπτουν στο Εφετείο την αιτίαση ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο της υπ' αριθ. πρωτ.29/323/ΠΕ305/ Φεβρουαρίου 1997 απόφασης του Νομάρχη Θεσσαλονίκης, γιατί δέχθηκε ότι από αυτήν "προκύπτει κοινοποίησή της στο δεύτερο από αυτούς και στη σύζυγό του Ζ, ενώ κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από το εν λόγω έγγραφο, στο οποίο απλώς αναφέρεται ότι "ο Δήμος ... παρακαλείται να επιδώσει την απόφαση στον δεύτερο από αυτούς και στην Ζ". Ο λόγος αυτός είναι αλυσιτελής και έτσι απαράδεκτος, αφού, όπως προαναφέρθηκε, η πράξη εφαρμογής μετά την κύρωσή της με απόφαση του Νομάρχη και τη μεταγραφή της στο οικείο Υποθηκοφυλακείο, γίνεται οριστική και αμετάκλητη και αποτελεί ταυτόχρονα και πράξη βεβαίωσης για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων εισφοράς σε γη, όπως και κάθε μεταβολής που επέρχεται με αυτή στα ακίνητα, ανεξάρτητα από την κοινοποίηση ή μη στον ενδιαφερόμενο.

    10. Κατά τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφων δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, εκτός αν παραβιάστηκαν κανόνες δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί ή αν υπάρχει λόγος αναίρεσης κατά το άρθρο 559 αρ. 19 και 20. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι ρητώς εξαιρείται του αναιρετικού ελέγχου η εκτίμηση του δικαστηρίου επί πραγματικών γεγονότων. Στην προκείμενη περίπτωση με το δεύτερο λόγο του δικογράφου των πρόσθετων λόγων, από τον αριθ. 16α του άρθρου 559 ΚΠολΔ, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν την αιτίαση, ότι το Εφετείο παρά το νόμο δέχθηκε ότι η 19/1994 πράξη εφαρμογής τροποποιήθηκε με την υπ' αριθ. πρωτ.29/323/ΠΕ 305/ Φεβρουαρίου 1997 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλο-νίκης, ενώ όπως αποδεικνύεται από τα αναφερόμενα έγγραφα η τελευταία πράξη είναι ανύπαρκτη, διότι ουδέποτε συντάχθηκε. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απαράδεκτος, αφού οι αναιρεσείοντες, υπό την επίκληση της προαναφερόμενης πλημμέλειας εκ του άρθρου 559 αριθ. 16 ΚΠολΔ, πλήττουν αποκλειστικά την εκτίμηση από το Δικαστήριο της ουσίας πραγματικού γεγονότος, η οποία (εκτίμηση) δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου.

    11. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, η οποία δεν περιέχει άλλους λόγους, εκτός από τους παραπάνω, και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, που κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα των τελευταίων (ΚΠολΔ 176,183,191 παρ.2).

    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 30-7-2008 αίτηση των Χ1 και Χ2του Χ1 για αναίρεση της 1468/2008 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης.

    ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
    Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Μαρτίου 2010. Και
    Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 20 Απριλίου 2010.
    Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 
Δικαστήριο:ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
Τόπος:ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:73
Ετος:1994

Περίληψη


Απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών (ΑΚ 388). Προϋποθέσεις. Κάθετη ιδιοκτησία. Σύσταση. Ολοκληρώνεται με τη μεταγραφή της συστατικής πράξης. Μη εφαρμογή της ΑΚ 388.
Κείμενο Απόφασης


Αριθμός 73/1994




ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Δ' Πολ. Τμήμα


ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές, Νικόλαο Καβαλλιέρο, Αντιπρόεδρο, Παύλο Ζιάννη, Θεόδωρο Τόλια, Παναγιώτη Δημόπουλο και Ανδρέα Κατράκη, Αρεοπαγίτες.


ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 29 Οκτωβρίου 1993, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Σταύρου Κουτελιδάκη (ο Εισαγγελέας είχε κώλυμα να μετάσχει) και της Γραμματέως Βασιλικής Σαμίου, για να δικάσει μεταξύ:


Του αναιρεσείοντος: Ι. Φ. Π., κατοίκου Περιστερίου Αττικής, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Παπαδημητρίου.


Του αναιρεσίβλητου: Α. Φ. Π., κατοίκου Χαϊδαρίου Αττικής, ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ανδρέα Ανδρεάδη.


Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10 Ιουνίου 1990 αγωγή που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2341/1992 του ίδιου Δικαστηρίου και 6813/1992 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί ο ενάγων με την από 27 Ιουλίου 1992 αίτησή του.


Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω, ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Κατράκης ανέγνωσε την έκθεση του κωλυομένου Αρεοπαγίτη Νικολάου Παραθύρα, ο πληρεξούσιος του

αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη.


Ο Εισαγγελέας πρότεινε την απόρριψη της αιτήσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 8 του ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, εάν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη πράγματα προταθέντα που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, που αποτελούσε ιδιαίτερη βάση της αγωγής του, περί κηρύξεως λελυμένης της μεταξύ αυτού και του αναιρεσιβλήτου συμβάσεως κάθετης ιδιοκτησίας, άλλως περί τροποποιήσεως αυτής, εκ του ότι η οικοδομή που ανήγειρε ο αναιρεσίβλητος επί του ανήκοντος στον ίδιον αυτοτελούς τμήματος του κοινού οικοπέδου των υπερέβη την συμφωνηθείσα έκταση και για τον λόγο αυτό, καθώς και εκ του ότι επήλθε μετά την σύμβαση, με τον νέο ΓΟΚ μεταβολή των όρων δομήσεως, δεν έχει πλέον την δυνατότητα (ο αναιρεσείων) να οικοδομήσει και καλύψει για ίδιο λογαριασμό ολόκληρη την συμφωνηθείσα έκταση στο υπόλοιπο τμήμα του ακινήτου. Από τις επικαλούμενες όμως προς στήριξη της ως άνω βάσεως της αγωγής διατάξεις του ν.δ. 1024/1971, του νόμου 3741/1929 και των άρθρων 388, 1002 και 1117 ΑΚ, δεν προβλέπεται η δυνατότητα δικαστικής λύσεως ή τροποποιήσεως της προαναφερομένης ολοκληρωμένης και εκτελεσμένης συμβάσεως μεταξύ των συγκυρίων εκ του λόγου τούτου. Επομένως εφ'όσον η επικαλουμένη βάση της αγωγής δεν εστηρίζετο τελεσφόρως στις διατάξεις αυτές, ούτε ο αναιρεσείων ισχυρίστηκε ότι τα ανωτέρω στοιχεία (υπέρβασης καλύψεως, νομοθετική μεταβολή) αποτέλεσαν διαλυτική αίρεση της συμβάσεως, ο προβληθείς προς στήριξη της βάσεως αυτής ισχυρισμός δεν ήταν ουσιώδης, και το Εφετείο δεν υπέπεσε στην επικαλουμένη πλημμέλεια και εάν δεν έλαβε αυτόν υπόψη και δεν το ερεύνησε. Κατ'ακολουθίαν ο περί του εναντίου σχετικός λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος.
ΙΙ. Κατά το άρθρο 388 εδαφ. α' του ΑΚ, αν τα περιστατικά στα οποία κυρίως, ενόψει της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν την σύναψη αμφοτεροβαρούς συμβάσεως, μεταβλήθηκαν ύστερα από λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν και από την μεταβολή αυτή η παροχή του οφειλέτη, ενόψει και της αντιπαροχής, έγινε υπέρμετρα επαχθής, το δικαστήριο μπορεί κατά την κρίση του, με αίτηση του οφειλέτη να την αναγάγει στο μέτρο, που αρμόζει και να αποφασίσει την λύση της συμβάσεως εξολοκλήρου ή κατά το μέρος που δεν εκτελέστηκε ακόμη. Από την διάταξη αυτή προκύπτει, ότι το δικαίωμα όπως, με την συνδρομή και των λοιπών προϋποθέσεων, ζητηθεί από το δικαστήριο η αναγωγή της παροχής στο προσήκον μέτρο ή η λύση της συμβάσεως υφίσταται μόνο, αν κατά τον χρόνο που επιδιώκεται η ικανοποίηση του δικαιώματος αυτού δεν έχει εκτελεσθεί πλήρως η σύμβαση. Εξάλλου με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ.1 και άρθρου 2 του προαναφερόμενου ν.δ.1024/1971 ορίζονται τα εξής: α) "Εν τη εννοία του αρθρ. 1 του ν.
3741/1929 και των άρθρ. 1002 και 1117 του Αστ. Κώδικος, δύναται να συσταθεί διηρημένη ιδιοκτησία και επί πλειόνων αυτοτελών οικοδομημάτων, ανεγειρομένων επί ενιαίου οικοπέδου ανήκοντος εις ένα ή πλείονας, ως και επί ορόφων ή μερών των οικοδομημάτων τούτων, επιφυλασσομένων των πολεοδομικών διατάξεων", β) "Διηρημένη ιδιοκτησία επί των περιπτώσεων των προβλεπομένων υπό του ν. 3741/1929 "περί ιδιοκτησίας κατ'ορόφους" ή του παρόντος, συνιστάται είτε εν ζωή ή αιτία θανάτου του κυρίου του οικοπέδου είτε δια συμβάσεως των τυχόν συγκυρίων αυτού". Από τις παρατεθείσες διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 13 παρ.1 του πιο πάνω νόμου 3741/1929, με την οποία ορίζεται ότι "πάσα σύμβασις κανονίζουσα ή μεταβάλλουσα τα αμοιβαία δικαιώματα και υποχρεώσεις των ιδιοκτητών γίνεται διασυμβολαιογραφικού εγγράφου και καταχωρίζεται εις το βιβλίο μεταγραφών", προκύπτει, ότι η καθιερούμενη αυτή μορφή της κάθετης και αυτοτελούς ιδιοκτησίας σε οικοδόμημα που ανεγείρεται ή πρόκειται να ανεγερθεί επί κοινού οικοπέδου, ιδρύεται και επομένως έχει ολοκληρωθεί από τον χρόνο μεταγραφής της συστατικής της πράξεως, χωρίς δηλαδή να τελεί υπό την αίρεση της ανοικοδομήσεως από τον κάθε συνιδιοκτήτη του τμήματος του οικοπέδου που συμβατικά για το σκοπό αυτό του αναλογεί. Επομένως η προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 388 του ΑΚ, δεν ευρίσκει έδαφος εφαρμογής σε μια τέτοια σύμβαση, γιατί μετά την μεταγραφή της συστατικής της πράξεως η σύμβαση αυτή έχει εκτελεσθεί. Ετσι εφόσον το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε ότι η βάση της ένδικης αγωγής που στηριζόταν στις διατάξεις του άρθρ. 388 ΑΚ δεν ήταν νόμιμη εκ του ότι οι διατάξεις αυτές δεν έχουν εφαρμογή, γιατί δεν υπάρχει οργανική εξάρτηση παροχής και αντιπαροχής στην σύμβαση συστάσεως κάθετης μεταξύ των διαδίκων συνιδιοκτησίας και την απέρριψε εκ του λόγου τούτου, σε ορθό κατέληξε συμπέρασμα και πρέπει, αντικαθισταμένης στο σημείο τούτο της ως άνω αιτιολογίας της (άρθρ.
578 ΚΠολΔ), να απορριφθεί ο αντίθετος από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ. δεύτερος, κατά το πρώτο μέρος του, λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, ως αβάσιμος.
ΙΙΙ. Εάν δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής του άρθρου 388 ΑΚ, μπορεί, χωρίς να διατάσσεται η λύση της συμβάσεως, να αναγνωρισθεί από το δικαστήριο η κατά το άρθρο 288 του ΑΚ προσαρμογή της παροχής προς την αντιπαροχή, με περιορισμό ή επέκταση του μεγέθους της, ώστε αυτή να ανταποκρίνεται στο μέτρο που επιβάλλει η καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών. Στην ευρύτητα δε των πλαισίων που εκτυλίσσεται η συναλλακτική πρακτική, η αρχή αυτή, που θεσμοθετείται από την πιο πάνω διάταξη, μπορεί μεν να λειτουργήσει και προς αποκατάσταση δυσμενών συνεπειών που συνεπάγεται σε βάρος ενός από τους συμβαλλομένους συγκεκριμένη νομοθετική μεταβολή, πάντοτε όμως με την συνδρομή δυσβάστακτων για το βλαπτόμενο μέρος συνεπειών. Στην κρινόμενη περίπτωση το Εφετείο δέχθηκε τα εξής: Οι διάδικοι οι οποίοι είναι συγκύριοι κατά το ήμισυ εξ αδιαιρέτου ο καθένας ενός οκοπέδου, εμβαδού 486,75 τ.μ., που ευρίσκεται στην οδό Ν. αριθ. 25 στο Χαϊδάρι Αττικής, συνήψαν στις 14 Νοεμβρίου 1978 με την συστατική πράξη 1826/1978 του συμβολαιογράφου Αθηνών Λ. Β., που μεταγράφηκε νόμιμα, σύμβαση κάθετης ιδιοκτησίας, με την οποία χώρισαν το ως άνω οικόπεδο σε ανατολικό και δυτικό τμήμα και συμφώνησαν να ανεγείρουν οικοδομή, ο μεν ενάγων (αναιρεσείων) στο ανατολικό, ο δε εναγόμενος (αναιρεσίβλητος) στο δυτικό τμήμα αυτού. Κατ'εφαρμογή της ως άνω συμβάσεως ο αναιρεσίβλητος ανήγειρε το έτος 1979 την οικοδομή του, σύμφωνα με τα συμβατικά σχέδια του μηχανικού Γεωργίου Αντωνοπούλου, χωρίς καμία παρέκκλιση, εμβαδού 202,96 τ.μ. Το έτος 1989, που ο αναιρεσείων αποφάσισε να οικοδομήσει στο οικόπεδο (ανατολικό τμήμα) την δική του οικοδομή, έπρεπε να την κατασκευάσει κατά 20,50 τ.μ. μικρότερη και για τους δύο ορόφους από όσον προέβλεπαν τα αρχικά συμβατικά σχέδια (163,50 τ.μ. αντί 184 μ.), γιατί στο μεταξύ είχε επέλθει κατά το έτος 1985 τροποποίηση του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, που περιόριζε τα όρια καλύψεως του οικοπέδου, ενώ ακόμη δεν επέτρεπε την κατασκευή εξωστών προς τις πλάγιες πλευρές του οικοπέδου, όπου έχουν αφεθεί ακάλυπτες λωρίδες, όπως επιτρεπόταν με το προηγούμενο πολεοδομικό καθεστώς. Στην συνέχεια το Εφετείο προς απόκρουση του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος, ότι η άρνηση του αναιρεσίβλητου να του επιτρέψει την επέκταση της οικοδομής και στον βορεινό ακάλυπτο χώρο (λωρίδα) του οικοπέδου, ώστε να καλύψει την εδαφική διαφορά των 20,50 τ.μ. που του στέρησε ο νέος ΓΟΚ, αντίκειται στις αρχές της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, δέχθηκε τα εξής: 1) Η μεταβολή του ΓΟΚ δεν μετέβαλε τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την κατάρτιση της συμβάσεως σε τόσο σημαντικό βαθμό, όπως απαιτεί το άρθρο 288 ΑΚ, ώστε να είναι επιβεβλημένη αναπροσαρμογή της, αφού η απώλεια είναι 20,50 τ.μ. σε σχέση με τα προβλεπόμενα στην σύμβαση και τους τότε όρους δομήσεως και ο εφεσίβλητος μπορεί να οικοδομήσει 163,50 τ.μ. 2) Η αφεθείσα με την σύμβαση κάθετης ιδιοκτησίας ακάλυπτη λωρίδα σε όλο το μήκος της βόρειας πλευράς του οικοπέδου είναι ζωτικής σημασίας για τους διαδίκους και τις οικογένειές τους, γιατί δημιουργεί συνθήκες υγιεινής διαβιώσεως, ενώ προσδίδει μεγαλύτερη αξία στα διαμερίσματά τους. 3) Η επέκταση της οικοδομής του αναιρεσείοντος θα αποκλείσει εντελώς την θέα προς την οδό από τους βορεινούς εξώστες και τα παράθυρα της οικοδομής του αναιρεσίβλητου, η οποία ευρίσκεται στο βάθος του οικοπέδου. 4) Από την ως άνω ακάλυπτη λωρίδα προβλέπεται η διέλευση των αποχετευτικών αγωγών της οικοδομής του αναιρεσιβλήτου και με την κάλυψή της τούτο καθίσταται ανέφικτο, επερχομένης καταργήσεως υφιστάμενης δουλείας. 5) Για την παραπάνω ζημία του αναιρεσείοντος δεν ευθύνεται ο αναιρεσίβλητος, ο οποίος κατά την ανοικοδόμηση της οικίας του συμμορφώθηκε απόλυτα με την σύμβαση και τους ισχύοντες τότε όρους δομήσεως. Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά το Εφετείο έκρινε, ότι η άρνηση του αναιρεσίβλητου να δεχθεί την επέκταση της οικοδομής του αναιρεσείοντος στον ακάλυπτο χώρο της οικοδομής, δεν αντίκειται στις αρχές της καλόπιστης και της σύμφωνα με τα συναλλακτικά ήθη εκτελέσεως της συμβάσεως και αφού εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου που είχε δεχθεί τα αντίθετα, απέρριψε ως αβάσιμη την αγωγή και κατά την επικουρική αυτή βάση. Με την κρίση αυτή ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε την παραπάνω ουσιαστική διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ και διέλαβε στην απόφασή του σαφείς, πλήρεις και επαρκείς αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο. Επομένως πρέπει οι σχετικοί δεύτερος κατά το δεύτερο μέρος του και τέταρτος από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
IV. Από την διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως όταν το δικαστήριο της ουσίας υποπίπτει σε διαγνωστικό σφάλμα κατά την ανάγνωση του εγγράφου και δέχεται πραγματικά γεγονότα καταφανώς διαφορετικά από εκείνα που
περιλαμβάνονται σε αυτό και όχι όταν εκτιμώντας το έγγραφο ως αποδεικτικό μέσο, όπως έχει κατά το ακριβές περιεχόμενό του, είτε μόνο είτε σε συνδυασμό προς τα λοιπά νόμιμα αποδεικτικά μέσα, καταλήγει σε συμπέρασμα διαφορετικό απο εκείνο το οποίο θεωρεί ως ορθό ο
αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για εκτίμηση πραγματικών γεγονότων που δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο. Με τον τρίτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο για να καταλήξει στο πόρισμά του ότι δεν υπήρξε υπέρβαση εκ μέρους του αναιρεσιβλήτου του συμβατικού εμβαδού καλύψεως της διαιρεμένης ιδιοκτησίας του, όπως αυτό προέκυπτε από την 1826/1978 πράξη συστάσεως κάθετης ιδιοκτησίας και τα συνημμένα σε αυτήν σχέδια, παραμόρφωσε το περιεχόμενο της πράξεως αυτής, αφού, δέχθηκε ότι η συμφωνημένη κάλυψη του ενιαίου οικοπέδου ήταν 202,46 τ.μ., ενώ πραγματικά είναι 194.70 τ.μ. Με τον προαναφερόμενο όμως λόγο αποδίδεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση σφάλμα ως προς την αξιολόγηση του περιεχομένου του εγγράφου και όχι ως προς την ανάγνωσή του. Επομένως πρέπει να απορριφθεί ο λόγος αυτός αναιρέσεως ως απαράδεκτος.
V. Με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο της αιτήσεως, πλήσσεται η απόφαση εκ του ότι το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο πόρισμά του ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 288 ΑΚ, που αποτελούσε την επικουρική βάση της αγωγής, περιέλαβε εσφαλμένη από το άρθρο 300 του ΑΚ αιτιολογία, δεχθέν ότι ο αναιρεσείων συντέλεσε με δική του υπαιτιότητα στην ζημία που επήλθε σε βάρος του από την μεταβολή της νομοθεσίας, γιατί δεν επιδίωξε στον χρόνο ισχύος του προηγούμενου ΓΟΚ να εκδόσει την άδεια ανοικοδομήσεως, ενώ, όπως υποστηρίζει ο αναιρεσείων, τέτοια υποχρέωση δεν είχε ούτε από τον νόμο ούτε από την σύμβαση. Οπως προκύπτει όμως από την προσβαλλόμενη απόφαση, το δικαστήριο προκειμένου να αποκρούσει την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 288 ΑΚ, δεν στήριξε την κρίση του στο αρνητικό γεγονός της παραλείψεως του αναιρεσείοντος να ανοικοδομήσει την διαιρεμένη εδαφική ιδιοκτησία του στα χρονικά πλαίσια που ίσχυε ο προηγούμενος Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός, αλλά στα αναφερόμενα στην προηγούμενη σκέψη, σχετικά με την βασιμότητα του δεύτερου και τέταρτου από τους λόγους αναιρέσεως, πραγματικά περιστατικά, τα οποία μόνα ήσαν ικανά, να δικαιολογήσουν την έλλειψη των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 288 ΑΚ και επομένως να στηρίξουν το σαφές διατακτικό της αποφάσεώς του. Ετσι η αναφορά στην προσβαλλόμενη απόφαση και της σκέψεως ότι ήταν δυνατόν να αποφευχθεί εντελώς η ζημία αν ο
αναιρεσείων φρόντιζε μέχρι του 1985, οπότε μεταβλήθηκε ο ΓΟΚ, να εκδοθεί η άδεια για την οικοδομή του, δεν ενέχει ούτε ευθεία ούτε εκ πλαγίου παράβαση της προκειμένης διατάξεως του άρθρου 288 ΑΚ. Επομένως πρέπει ο αντίθετος από τις παραγ. 1, 8 και 19 του ίδιου άρθρου πέμπτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται παραβίαση των εν λόγω διατάξεων (λήψη υπ'όψη πραγμάτων μη προταθέντων και έλλειψη αιτιολογίας) να απορριφθεί.
VI. Επειδή, ο ηττηθείς αναιρεσείων πρέπει να καταδικασθεί στην δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, που κατέθεσε προτάσεις.
Για τους λόγους αυτούς
Απορρίπτει την από 27 Ιουλίου 1992 αίτηση του Ι. Φωτ. Π., για αναίρεση της υπ'αριθ. 6813/1992 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, την οποία ορίζει σε εκατόν εξήντα χιλιάδες (160.000) δραχμές.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 30 Νοεμβρίου 1993.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Εισηγητές:Ανδρέας Κατράκης


Δικαστήριο:
ΕΦΕΤΕΙΟ
Τόπος:ΛΑΡΙΣΗΣ
Αριθ. Απόφασης:108
Ετος:2015

Περίληψη

Μεταγραφή - Υποθηκοφύλακας - ’ρνηση υποθηκοφύλακα - Εκούσια δικαιοδοσία - Έφεση - Παθητική νομιμοποίηση - Οροφοκτησία - Οριζόντια ιδιοκτησία - Κάθετη ιδιοκτησία - Κατάργηση οροφοκτησίας - Απαλλοτρίωση - Ρυμοτομία - Συγκυριότητα -Διανομή - Μεταγραπτέες πράξεις - Ακυρες πράξεις -. ’ρνηση υποθηκοφύλακα για μεταγραφή συμβολαιογραφικής πράξης. Στην εκούσια δικαιοδοσία απαράδεκτη έφεση κατά μη λαβόντων μέρος στην πρωτόδικη δίκη. Δυνατή σύσταση οροφοκτησίας με μονομερή δικαιοπραξία του κυρίου του οικοπέδου ή με σύμβαση όλων των συγκυριών. Λόγοι κατάργησης οροφοκτησίας. Κατάργηση και με απαλλοτρίωση λόγω ρυμοτομίας, εφόσον καταλαμβάνει όλα τα επί του ενιαίου οικοπέδου οικοδομήματα ή έστω το μέρος του επί του οποίου ανεγέρθηκε ή πρόκειται να ανεγερθεί οικοδομή ενός εκ των συγκυρίων. Επί κάθετης ιδιοκτησίας δεν μπορεί να αποκτηθεί διηρημένη κυριότητα επί του ενιαίου οικοπέδου επί του οποίου υπάρχει αναγκαστική συγκυριότητα, ακόμη και αν έχει καθοριστεί δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης ιδιοκτήτη επί του απαλλοτριωθέντος τμήματος παρά μόνον, αν προηγουμένως καταργηθεί αυτή με νόμιμο τρόπο. Στην περίπτωση αυτή δυνατός επαναπροσδιορισμός χρήσης του ενιαίου οικοπέδου και τροποποίηση συμφωνίας για ανακατανομή των ποσοστών δόμησης και κάλυψής του κάθε συγκυρίου, κατά τα 288 ή 388 του ΑΚ, άλλως εξακολουθεί να ισχύει η συμφωνία εν όλω. Μη δυνατή λύση οροφοκτησίας με δικαστική διανομή παρά μόνο κατά το άρθρο 9 νόμου 3741/29. Μεταγραφή πράξεων εγκύρων, άλλως τυχόν (περιττή) μεταγραφή δεν θεραπεύει την ακυρότητα. Αρνηση μεταγραφοφύλακα για μεταγραφή άκυρης πράξης, αν η ακυρότητα είναι εμφανής.
Κείμενο Απόφασης


    

108/2015
1. Η υπό κρίση έφεση των αιτούντων, που ηττήθηκαν, κατά της υπ’ αριθ. 332/2012 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, η οποία εκδόθηκε κατά την διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, ασκήθηκε εμπρόθεσμα με νομότυπη κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (άρθρα 495 επ., 511 επ. ΚΠολΔ). Καθό μέρος στρέφεται κατά της Υποθηκοφύλακα Β. Γ., είναι απαράδεκτη και ως εκ τούτου απορριπτέα, καθόσον στη διάταξη του άρθρου 762 ΚΠολΔ που ρυθμίζει την παθητική νομιμοποίηση της έφεσης κατά αποφάσεων που εκδόθηκαν κατά την εκουσία δικαιοδοσία, ορίζεται ότι η έφεση απευθύνεται κατά όσων έλαβαν μέρος στην πρωτόδικη δίκη. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση της έκθεσης κατάθεσης του δικογράφου της αίτησης αποδεικνύεται ότι οι αιτούντες διατάχθηκαν να κοινοποιήσουν την αίτησή τους, για το παραδεκτό της συζήτησής της στην ως άνω Υποθηκοφύλακα. Η αίτηση της κοινοποιήθηκε νομότυπα και η Υποθηκοφύλακας δεν έλαβε μέρος με κανένα τρόπο στην πρωτόδικη δίκη, όπως άλλωστε της κοινοποιήθηκε και η υπό κρίση έφεση για το παραδεκτό της συζήτησής της, όμως από τούτο το γεγονός, σε καμία δε περίπτωση δεν κατέστη διάδικος ώστε να απαιτείται η απεύθυνση της έφεσης και εναντίον της, αφού τούτο δεν προβλέπεται από καμία διάταξη νόμου. Κατά τα λοιπά, η έφεση είναι παραδεκτή και πρέπει να ακολουθήσει η ουσιαστική έρευνα των λόγων της κατά την ίδια διαδικασία.
    2. Οι αιτούντες με την αίτησή τους, επικαλούμενοι ότι η Υποθηκοφύλακας Π. αρνήθηκε να προβεί στην μεταγραφή της …/1-11-2011 συμβολαιογραφικής πράξης τροποποίησης πράξεων σύστασης και τροποποίησης καθέτων ιδιοκτησιών, λόγω της τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου της πολεοδομικής ενότητας Π. Τ., εξαιτίας της οποίας κατατμήθηκε το ενιαίο οικόπεδο τους επί του οποίου είχαν συσταθεί κάθετες ιδιοκτησίες και προέκυψαν δύο νέα άρτια και οικοδομήσιμα οικόπεδα, με αυτοτελείς χωριστές και ανεξάρτητες κάθετες ιδιοκτησίες για το καθένα από αυτά, ζήτησαν να διαταχθεί να προβεί στην μεταγραφή της. Το μονομελές πρωτοδικείο δικάζοντας κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, με την υπ’ αρ. 332/2012 οριστική απόφασή του, απέρριψε την αίτηση ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής άσκησαν έφεση οι αιτούντες επικαλούμενοι εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, ζητώντας να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να γίνει δεκτή η αίτησή τους.
    3. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του ν.δ. 1024/1971 σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του ν. 3741/1929 και τα άρθρα 1002 και 1117 ΑΚ, είναι δυνατή η σύσταση διηρημένης (χωριστής) κυριότητας και επί αυτοτελών οικοδομημάτων που ανεγείρονται σε ενιαίο οικόπεδο (κάθετη ιδιοκτησία), ως και επί ορόφων ή μερών των οικοδομημάτων αυτών (οριζόντια ιδιοκτησία) με την επιφύλαξη των πολεοδομικών διατάξεων. Συνιστάται δε η κάθετη ιδιοκτησία, σύμφωνα με το άρθρο 2 του ανωτέρω ν.δ/τος με μονομερή δικαιοπραξία εν ζωή ή αιτία θανάτου του κυρίου του οικοπέδου ή με σύμβαση μεταξύ όλων των συγκυριών (ΑΠ 919/1992 ΕΔΠ 1993.166, ΕφΑΘ 3555/1997 Δνη 39.182, ΕφΘεσ 89/1994 Αρμεν. ΜΗ' 1156). Αν και λείπουν ειδικές διατάξεις για τον τρόπο καταργήσεως της οροφοκτησίας από τις διατάξεις των άρθρων 2 § 3 και 9 ν. 3741/29 και των γενικών διατάξεων του δικαίου, σε συνδυασμό με το νομοθετικό οικοδόμημα του θεσμού, βασικοί λόγοι καταργήσεως της είναι : α) η σχετική κοινή απόφαση όλων των αποτελούντων την οροφοκτησία συνιδιοκτητών, β) η ολοσχερής ή κατά τα 3/4 της αξίας της καταστροφή της οικοδομής αξίας μικρότερης των 3/4 όταν κανείς των συνιδιοκτητών επιθυμεί την ανοικοδόμηση, γ) επί οροφοκτησίας που καταρτίσθηκε με μονομερή δικαιοπραξία ή συγκεντρώνονται όλες οι διαιρετές ιδιοκτησίες στα χέρια ενός προσώπου, με μονομερή δικαιοπραξία αυτού, καταρτιζόμενη με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή, δ) σε περίπτωση απαλλοτρίωσης του συνόλου των αποτελουσών αυτή διηρημένων ιδιοκτησιών από την οποία να προκύπτει πρόθεση καταργήσεως του νομικού της καθεστώτος. Στην περίπτωση της απαλλοτριώσεως λόγω ρυμοτομίας επέρχεται το ίδιο αποτέλεσμα και όταν η απαλλοτρίωση αφορά το όλο ακίνητο επί του οποίου συστήθηκε οροφοκτησία. Εάν όμως η απαλλοτρίωση με ρυμοτομία αφορά τμήμα του ακινήτου που περιλαμβάνει τμήμα μόνο της οικοδομής της οροφοκτησίας (καθέτως διαχωριζόμενης), εάν το απαλλοτριούμενο τμήμα φτάνει μέχρι των 3/4 της αξίας της όλης οικοδομής της οροφοκτησίας θα εφαρμοστεί το άρθ. 9 § 1 του ν. 3741/29. (βλ. σχ. Π. Κωνσταντοπούλου, Η οροφοκτησία εν Ελλάδι, σελ. 491 επ., Φ. Τσετσέκου, Χωριστή ιδιοκτησία, σελ. 334 επ., Ζέπος, Ιδιοκτησία κατ' ορόφους, σελ. 134, Α. Πατσουράκος, Η οριζόντια ιδιοκτησία 1933, σελ. 71). Κατ' ακολουθία, καταργείται η οριζόντια ή κάθετη συνιδιοκτησία με την αναγκαστική λόγω ρυμοτομίας απαλλοτρίωση κατ' εφαρμογή του σχεδίου πόλεως, εφόσον όμως η εν λόγω απαλλοτρίωση καταλαμβάνει όλα τα επί του ενιαίου οικοπέδου υπάρχοντα οικοδομήματα (ΑΠ 734/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μπόσδας, ΕλλΔνη 98.76) ή τουλάχιστον το μέρος εκείνο του οικοπέδου, επί του οποίου ανεγέρθηκε ή πρόκειται να ανεγερθεί οικοδομή του ενός από τους συγκύριους (Σπυριδάκης, Οριζόντια και κάθετη ιδιοκτησία, §§ 125, 126, σελ. 362 επ., Βασιλείου, Οριζόντια Ιδιοκτησία και κάθετη συνιδιοκτησία, 2004, σ. 355, ΕφΑθ 6875/2002 ΕΔΠ 2005.42, ΕφΑθ 1007/2007 ΕΔΠ 2009.164). Εξ άλλου, η σύμβαση οροφοκτησίας και η κάθετη, διατηρεί τη δεσμευτικότητά της μεταξύ των συνιδιοκτητών και αν ακόμα μεταβλήθηκαν οι όροι δόμησης είτε δυσμενώς είτε ευμενώς (ΕφΑθ 1007/2007, ΕΔΠ 2009.164). Έτσι, σε περίπτωση σύστασης καθέτου ιδιοκτησίας με νόμιμο τρόπο, δεν μπορεί να αποκτηθεί διηρημένη (χωριστή) κυριότητα επί του εδάφους (ενιαίου οικοπέδου), επί του οποίου υπάρχει αναγκαστική συγκυριότητα κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 ν. 3741/1929, το οποίο εφαρμόζεται συμπληρωματικά και επί της κάθετης ιδιοκτησίας, ακόμη και αν έχει καθοριστεί δικαίωμα αποκλειστικής χρήσεως ιδιοκτήτη και ανέγερσης οικοδομής, η οποία πάντως δεν ανεγέρθηκε, επί του τμήματος που απαλλοτριώθηκε παρά μόνον, αν προηγουμένως καταργηθεί αυτή (κάθετη ιδιοκτησία) με νόμιμο τρόπο. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να ζητηθεί ο επαναπροσδιορισμός της χρήσεως του ενιαίου οικοπέδου (ΑΠ 735/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 6875/2002, ΕΔΠ 2005.42). Μπορεί άλλωστε να ζητηθεί σε περίπτωση ρυμοτομίας η οποία δεν συνεπάγεται την κατάργηση της καθέτου ιδιοκτησίας, τροποποίηση της συμφωνίας για την ανακατανομή των ποσοστών δομήσεως και καλύψεως του κάθε συγκυρίου, κατά τους όρους των διατάξεων των άρθρων 288 ή 388 του ΑΚ, αλλά αν αυτό δεν γίνει, εξακολουθεί να ισχύει η συμφωνία σε όλο της το περιεχόμενο, περιλαμβανόμενου και του μέρους της που αφορά στο ποσοστό κάλυψης της δομουμένης επιφάνειας από κάθε οροφοκτήτη που μπορεί να είναι διαφορετικό από το ποσοστό συγκυριότητας αυτού στο κοινό οικόπεδο (ΑΠ 421/97 ΕΔΠ 1998.22, ΑΠ 598/92 ΕλλΔνη 34.1286). Κανείς συνιδιοκτήτης επί συνιδιοκτησίας που έχει συσταθεί είτε με οριζόντια σύσταση είτε με κάθετη, δεν μπορεί να ζητήσει μονομερώς δηλαδή παρά την θέληση των λοιπών, τη λύση της κοινωνίας με δικαστική διανομή παρά μόνο όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του αρθ. 9 ν. 3741/29 (ΕφΑθ 2112/93 ΕλλΔνη 34.1389, ΕφΑθ 1007/2007 ο.π). ’λλωστε και κατά την κύρωση της πράξεως εφαρμογής της πολεοδομικής μελέτης, με την οποία οριστικοποιούνται οι αναφερόμενες σ' αυτήν εδαφικές μεταβολές σε συσχετισμό με τους φερόμενους ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι από τη μεταγραφής της αποκτούν πρωτοτύπως κυριότητα επί των αναγραφόμενων ιδιοκτησιών, υπό την προϋπόθεση ότι είναι οι πραγματικοί κύριοι των ακινήτων που αποτέλεσαν τη βάση διαμορφώσεώς τους (ΑΠ 261/2003 ΕλλΔνη 2004.801, ΑΠ 356/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1175/2005 ΕλλΔνη 2005.1170, ΑΠ 826/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), επιβάλλεται σύμφωνα με τα παραπάνω, όταν κοινό οικόπεδο τέμνεται από κοινόχρηστο χώρο, να λαμβάνεται υπόψη ότι κάθε τμήμα του οικοπέδου που προκύπτει από τη διαίρεση αυτή ανήκει σε όλους τους συγκυρίους κατά το ποσοστό της συγκυριότητάς που έχουν επί του όλου οικοπέδου και ότι δεν καθίστανται σε κάθε τμήμα συγκύριοι αυτοί που έχουν δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης (ΓνωμΝΣΚ 66/1992, ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 791 §1 του ΚΠολΔ «όποιος τηρεί δημόσια βιβλία στα οποία καταχωρίζονται πράξεις ή αποφάσεις που έχουν σχέση με τη σύσταση, μεταβίβαση ή κατάργηση δικαιωμάτων ιδιωτικού δικαίου ή εγγράφονται ή εξαλείφονται κατασχέσεις ή εγγράφονται αγωγές ή ανακοπές ή γίνονται σημειώσεις γι` αυτές, αν αρνείται να ενεργήσει όπως του ζητείται, οφείλει το αργότερο μέσα στην επόμενη από την υποβολή της αίτησης ημέρα να σημειώσει περιληπτικά στο σχετικό βιβλίο την άρνηση του και τους λόγους της», ενώ σύμφωνα με την §2 του ίδιου άρθρου: «Η εκκρεμότητα που δημιουργείται με την άρνηση αίρεται με απόφαση του δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει εκείνος που τηρεί τα βιβλία, με αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον». Περαιτέρω, οι μεταγραπτέες πράξεις μεταγράφονται εφόσον είναι έγκυρες. Αν είναι άκυρες, δεν παράγουν αποτελέσματα και επομένως είναι περιττή η μεταγραφή, αφού αυτή δεν είναι ικανή να θεραπεύσει την ακυρότητα. Μόνο με τη μεταγραφή δεν επέρχεται η εμπράγματη μεταβολή. ’κυρη δικαιοπραξία, και αν ακόμη μεταγραφεί, παραμένει άκυρη και επομένως δεν παράγει τα αποτελέσματα της (αρθρ. 180 ΑΚ). Έτσι, ο μεταγραφοφύλακας μπορεί να αρνηθεί τη μεταγραφή άκυρης (μεταγραπτέας κατ` αρχήν) πράξης. Η άρνηση της μεταγραφής πάντως δικαιολογείται μόνον αν η ακυρότητα της πράξης είναι εμφανής και ο μεταγραφοφύλακας μπορεί να σχηματίσει ουσιαστική βεβαιότητα γι’ αυτήν (ΑΠ 1330/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5456/2006 ΕλλΔνη 2007.1463, ΕφΑθ 6444/2003 ΕλλΔνη 2005.259).
    Στην προκείμενη περίπτωση, από την επανεκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που προσκόμισαν οι αιτούντες ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου και προσκομίζουν εκ νέου ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, σε συνδυασμό με την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα που πρότειναν ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, η οποία περιλαμβάνεται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης της εκκαλουμένης απόφασης, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Με το υπ’ αρ …/1987 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Κ. Τ. που μεταγράφηκε νόμιμα, ο δικαιοπάροχος των αιτούντων και αρχικός κύριος του ακινήτου Γ. Τ. συνέστησε αρχικά οκτώ αυτοτελείς, ανεξάρτητες και κάθετες ιδιοκτησίες με πρόβλεψη οικοδομών που επρόκειτο να ανεγερθούν μελλοντικά, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3741/1929, ν. 1024/1971, 1002, 1117 ΑΚ σε οικόπεδο συνολικού εμβαδού 2.299,05 τ.μ, εντός του οικισμού της κωμόπολης Π. Τ.. Μετά από τροποποίηση της αρχικής πράξης με την υπ’ αρ. …/1998 συμβολαιογραφική πράξη η οποία μεταγράφηκε νόμιμα, συστάθηκαν τελικά πέντε κάθετες ιδιοκτησίες ενώ μία από τις αρχικές μεταβιβάστηκε σε τρίτο μη διάδικο. Κατά το χρόνο σύνταξης της τροποποίησης αυτής όπως προκύπτει από τις σχετικές βεβαιώσεις του μηχανικού επί του σχεδιαγράμματος οι όροι δόμησης στην περιοχή απαιτούσαν ελάχιστον εμβαδόν οικοπέδου 400 τ.μ, ελάχιστο πρόσωπο 14 μ . με μέγιστη επιτρεπόμενη κάλυψη 70% και συντελεστή δόμησης 1,20. Με βάση την τροποποιητική αυτή πράξη εκτός της με αριθμό 2 ιδιοκτησίας όπως αποτυπώνεται στο συνημμένο στο συμβόλαιο διάγραμμα, η οποία είχε μεταβιβαστεί σε τρίτο, με βάση τους όρους της αρχικής σύστασης απέμεναν μετά την τροποποίηση, η με στοιχείο 1 κάθετη ιδιοκτησία, η οποία θα αποτελούνταν από το χώρο της μέλλουσας να ανεγερθεί οικοδομής με δικαίωμα μελλοντικής δόμησης επί οικοπέδου 381,67 τ.μ και των πέριξ της οικοδομής χώρο αποκλειστικής χρήσης στην οποία αντιστοιχεί ποσοστό συνιδιοκτησίας στο όλο οικόπεδο 166/1000, με δικαίωμα σε χώρο αποκλειστικής χρήσης 330,31 τ.μ, η με αριθμό 3 κάθετη ιδιοκτησία, με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο όλο οικόπεδο 166/1000, με δικαίωμα μελλοντικής δόμησης επί 381,88 τ.μ και χώρο αποκλειστικής χρήσης 330,48 τ.μ, η με αριθμό 4 κάθετη ιδιοκτησία με ποσοστό συνιδιοκτησίας 188,5/1000, δικαίωμα μελλοντικής δόμησης και χώρο αποκλειστικής χρήσης 374,85 τ.μ, η με αριθμό 5 κάθετη ιδιοκτησία με ποσοστό συνιδιοκτησίας 166/1000, δικαίωμα μελλοντικής δόμησης επί 381,88 τ.μ και χώρο αποκλειστικής χρήσης 330,48 τ.μ και η με αριθμό 6 κάθετη ιδιοκτησία με ποσοστό συνιδιοκτησίας 188,5/1000, δικαίωμα μελλοντικής δόμησης επί 433,15 τ.μ και χώρο αποκλειστικής χρήσης 374,85 τ.μ.. Κατά την αποτύπωση του τοπογραφικού και τα προβλεπόμενα από τις συστατικές πράξεις, οι ιδιοκτησίες 1,3,5 διαχωρίζονταν από τις 2,4,6 με προβλεπόμενο κοινόχρηστο χώρο - δίοδο πλάτους 5,30 τ.μ.. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι αιτούντες είναι συγκύριοι στο όλο οικόπεδο και κύριοι των καθέτων ιδιοκτησιών με αριθμούς 1, 3, 5. Ειδικότερα, ο πρώτος από αυτούς είναι κύριος της υπ’ αριθ. 1 μέλλουσας να ανεγερθεί κάθετης ιδιοκτησίας δυνάμει του …/1994 συμβολαίου γονικής παροχής του συμ/φου X. Τ., νομίμως μεταγεγραμμένου, δυνάμει του οποίου απέκτησε κατά ψιλή κυριότητα και μετά το θάνατο του δικαιοπαρόχου του συνενώθηκε η ψιλή κυριότητα με την επικαρπία, ο τρίτος και τέταρτη των αιτούντων είναι συγκύριοι κατ΄ ισομοιρία εξ αδιαιρέτου της υπ’ αριθ. 3 κάθετης ιδιοκτησίας, δυνάμει του …/1990 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Δ. Α., αιτία πωλήσεως και τέλος, ο δεύτερος των αιτούντων είναι κύριος της με αριθμό 5 κάθετης ιδιοκτησίας, την οποία απέκτησε με το …/21.1.1994 συμβόλαιο γονικής παροχής του συμβολαιογράφου X. Τ., νομίμως μεταγεγραμμένου δυνάμει του οποίου απέκτησε αρχικά κατά ψιλή κυριότητα και μετά το θάνατο του δικαιοπαρόχου του συνενώθηκε η ψιλή κυριότητα με την επικαρπία. Από τις υπόλοιπες κάθετες ιδιοκτησίες, στην πλευρά πέραν του κοινοχρήστου χώρου-οδού που είχε καθοριστεί, αποδείχθηκε η μεταβίβαση της υπ’ αριθ. 2 κάθετης ιδιοκτησίας, σε τρίτο (κ. Γ.), η μεταβίβαση της με αριθμό 4 κάθετης ιδιοκτησίας στον κ. Ρ. (με το …/1988 συμβόλαιο του συμ/φου Χ.Τ. αιτία πωλήσεως), ενώ δεν προκύπτουν στοιχεία ως προς την με αριθμό 6 κάθετη ιδιοκτησία. Σημειώνεται επίσης ότι οικοδόμημα ανεγέρθηκε μόνο στην ιδιοκτησία του κ. Ρ. δυνάμει της 25/1990 οικοδομικής άδειας. Κατόπιν, οι αιτούντες, ιδιοκτήτες των με αριθμούς 1,3, καθέτων ιδιοκτησιών και συνιδιοκτήτες όλου του οικοπέδου κατάρτισαν την υπ’ αρ. …/1-11-2011 συμβολαιογραφική πράξη τροποποίησης των πράξεων σύστασης και τροποποίησης καθέτων ιδιοκτησιών, ενώπιον του συμβολαιογράφου X. Τ.. Δικαιολογητικός λόγος για τη σύνταξη της πράξης αυτής, όπως αναφέρεται στην ίδια την πράξη (βλ. 8η και σελίδα) ήταν η έγκριση της αναθεώρησης του ρυμοτομικού σχεδίου της Πολεοδομικής ενότητας Π. Τ., με το Π.Δ 7/8-4/9/1995 (ΦΕΚ Δ /656/4.9.1995). Σύμφωνα με όσα πάντα αναφέρονται στην πράξη αυτή, τροποποιήθηκε το σχέδιο πόλης της Π. στη συγκεκριμένη περιοχή -τοποθεσία Α. Α.- στην οποία βρίσκεται το επίδικο οικόπεδο, σύμφωνα δε με την τροποποίηση αυτή, διά μέσου του όλου αρχικού οικοπέδου εμβαδού 2.299,05 τ.μ. διέρχεται πλέον δημοτική οδός- πεζόδρομος, πλάτους 6 μέτρων. Κατά την ίδια πράξη πάντα, τα αρχικό οικόπεδο κατατμήθηκε με διοικητική πράξη σε δύο οικόπεδα άρτια και οικοδομήσιμα εκ των οποίων το ένα αποτελεί διαιρετό τμήμα ταυ οικοδομικού τετραγώνου 20 και το άλλο διαιρετό τμήμα του οικοδομικού τετραγώνου 20α Μεταξύ των δύο οικοπέδων που προέκυψαν από την κατάτμηση του αρχικού οικοπέδου διά της διελεύσεως μέσω αυτού της δημοτικής οδού είναι και το οικόπεδο του με αριθμό 20 ΟΤ, το οποίο αποτυπώνεται στο τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Γ. Ν. που προσαρτάται στην παραπάνω πράξη, έχει δε συνολικό εμβαδό 974,91 τ.μ.. Αναφέρεται δε στην ίδια πράξη ότι οι κάθετες ιδιοκτησίες που έχουν συσταθεί, δεν έχουν πλέον τα ίδια εμβαδά, δεδομένου ότι μειώθηκε το εμβαδόν του όλου οικοπέδου διά της διέλευσης της δημοτικής οδού, δεν έχουν την ίδια αναλογία σε χιλιοστά, επί πλέον στις κάθετες ιδιοκτησίες δεν θα αναλογεί ποσοστό συνιδιοκτησίας στον κοινόχρηστο χώρο του οικοπέδου, δουλεία διόδου και οι συμβαλλόμενοι δικαιούνται από κοινού αποκλειστικά και μόνον αυτοί να προβούν σε τροποποίηση των κάθετων ιδιοκτησιών, δεδομένου ότι είναι μόνο αυτοί οι απόλυτοι και αποκλειστικοί συγκύριοι συννομείς και συγκάτοχοι του διαιρετού κατά χρήση τμήματος του όλου οικοπέδου που προέκυψε ως διαιρετό τμήμα άρτιο και οικοδομήσιμο του 20 ΟΤ. Στη συνέχεια, αναφέρεται στο ίδιο πάντα συμβολαιογραφικό έγγραφο (φύλλο 7), ότι οι συμβαλλόμενοι «συμφωνούν αμοιβαία ότι συνιστούν με το παρόν συμβόλαιό μου, μετά την τροποποίηση, νέες αυτοτελείς και ανεξάρτητες κάθετες ιδιοκτησίες ...», «η με αριθμό 1, στην οποία ανήκουν τα 324/1000 αδιαίρετα, στο όλο οικόπεδο εμβαδού 974,91 τ.μ, στο οποίο αναλογούν 315,85 τ.μ, αδιαίρετα στο όλο οικόπεδο και θα ανήκει σε αυτή διαιρετό κατά χρήση τμήμα 315,85.... η με αριθμό 2, στην οποία ανήκουν τα 331/1000 αδιαίρετα, στο όλο οικόπεδο εμβαδού 974,91 τ.μ, στο οποίο αναλογούν 322,54 τ.μ, αδιαίρετα στο όλο οικόπεδο και θα ανήκει σε αυτή διαιρετό κατά χρήση τμήμα 322,54 .....». Είναι προφανές, ότι με την τροποιητική αυτή συμβολαιογραφική πράξη, οι αιτούντες υπολαμβάνουν ότι με τη διοικητική πράξη καταργήθηκε η αρχικά συσταθείσα πράξη κάθετης συνιδιοκτησίας επί του όλου οικοπέδου και συστήνουν νέες τρεις (3) κάθετες, επί του τμήματος των 974,91 τ.μ.. Η Υποθηκοφύλακας Π., με την .../5-12-2011 έκθεσή της, αρνήθηκε τη μεταγραφή της τροποιητικής αυτής πράξης, διότι δεν συνέπραξαν όλοι οι συνιδιοκτήτες και δεν προηγήθηκε κατάργηση και διανομή της αρχικά συσταθείσας κάθετης. Με βάση τα όσα εκτίθενται στη μείζονα σκέψη της παρούσας (και ανεξαρτήτως του ότι με τη μεταγραφή της πράξης εφαρμογής της πολεοδομικής μελέτης επέρχονται οι αναφερόμενες σε αυτή μεταβολές στις ιδιοκτησίες, έκτος από εκείνες για τις οποίες οφείλεται αποζημίωση και για τη συντέλεση των οποίων θα πρέπει να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες του ν.δ από 17- 7/16.8.1923 και του ν.δ 797/1971 (ήδη ν. 2882/2001), στοιχείο που εν προκειμένω δεν προκύπτει, ότι η απαλλοτρίωση λόγω ρυμοτομίας, η οποία αφορά στο παραπάνω ακίνητο, με την αφαίρεση τμήματος οδού πλάτους 6 μέτρων που είχε προκαθοριστεί κατά ελάσσονα έκταση κατά την πράξη σύστασης ως κοινόχρηστος χώρος διόδου, δεν αποτελεί λόγο κατάργησης της καθέτου ιδιοκτησίας που έχει συσταθεί αφού δεν προκύπτει ότι θίγεται η υπάρχουσα οικοδομή, ή ότι απαλλοτριώνεται το σύνολο των αποτελουσών αυτή διηρημένων ιδιοκτησιών, με πρόθεση καταργήσεως του νομικού της καθεστώτος και σε καμία περίπτωση βεβαίως η απαλλοτρίωση δεν αφορά το όλο ακίνητο επί του οποίου συστήθηκε η οροφοκτησία. Ούτε άλλωστε θίγονται, παρά τον καθορισμό τμημάτων αποκλειστικής χρήσης οι κάθετες συνιδιοκτησίες, ούτε το δικαίωμα μελλοντικής ανέγερσης οικοδομής επί αυτών, ανεξάρτητα μάλιστα, από το ότι η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου συνοδεύτηκε και από ευνοϊκότερους όρους δόμησης (ελάχιστο εμβαδόν 300 τ.μ . ελάχιστο πρόσωπο 13. μεγίστη κάλυψη 70%, συντελεστής δόμησης 1,2, μέγιστο ύψος 8,60 μ.), στοιχείο, που όπως προαναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας δεν συνιστά λόγο κατάργησης της κάθετης συνιδιοκτησίας. Επομένους, δεδομένου ότι συστάθηκε κάθετη ιδιοκτησία με νόμιμο τρόπο, δεν μπορεί να αποκτηθεί διηρημένη (χωριστή) κυριότητα επί του εδάφους (ενιαίου οικοπέδου), επί του οποίου υπάρχει αναγκαστική συγκυριότητα, παρά μόνον, αν προηγουμένως καταργηθεί αυτή (κάθετη ιδιοκτησία) με νόμιμο τρόπο. Στην περίπτωση απαλλοτρίωσης λόγω ρυμοτομίας, μπορεί να ζητηθεί μόνο ο επαναπροσδιορισμός της χρήσης του ενιαίου οικοπέδου, πλην όμως στην κρινόμενη τροποιητική πράξη που συνέταξαν οι αιτούντες, δεν συμβάλλονται όλοι οι συνιδιοκτήτες, σε κάθε δε περίπτωση η πράξη τους δεν περιέχει επαναπροσδιορισμό απλώς της χρήσης του ενιαίου οικοπέδου, αλλά όπως, προαναφέρθηκε, αποτελεί σύσταση νέων κάθετων ιδιοκτησιών με επαναπροσδιορισμό των ποσοστών συγκυριότητας επί τμήματος του ενιαίου οικοπέδου, όπως φαίνεται από την αναφορά στην συμβολαιογραφική πράξη ότι, με διοικητική πράξη καταργήθηκε η κάθετη συνιδιοκτησία επί του όλου οικοπέδου και προέκυψε διαιρετό τμήμα εμβαδού 974,12 τ.μ.. Αβάσιμα άλλωστε επικαλούνται ότι δεν ισχύουν τα ποσοστά συγκυριότητας που καθορίζονται στην συστατική πράξη των κάθετων ιδιοκτησιών, δεδομένου ότι η μεταβολή των ποσοστών επί του ενιαίου οικοπέδου μετά την ρυμοτόμηση προκύπτει με απλή μαθηματική πράξη. ’λλωστε, ο μάρτυρας των αιτούντων, ο οποίος ανέφερε πως είναι συνιδιοκτήτης που δεν συμβλήθηκε στην επίδικη συμβολαιογραφική πράξη με τους αιτούντες, κατέθεσε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, «δεν συμφέρει να κάνουμε συμβόλαια γιατί θα πληρώσουμε πολλά. Συμφωνούμε όλοι». Δηλαδή, στην προκειμένη περίπτωση η επίδικη συμβολαιογραφική πράξη καταρτίστηκε προς καταστρατήγηση των σχετικών διατάξεων για την υποχρέωση καταβολής φόρου μεταβίβασης, καθόσον υπέβαλλαν στην αρμόδια ΔΟΥ αρνητική δήλωση μεταβίβασης ακινήτου και η εφοριακός υπάλληλος που την παρέλαβε σημείωσε στην τελευταία σελίδα αυτής, ότι δεν οφείλεται φόρος επειδή δεν συντελείται μεταβίβαση. Κατόπιν τούτων, τυχόν μεταγραφή της αιτηθείσας συμβολαιογραφικής πράξης θα παραβίαζε τις διατάξεις που αναφέρονται στην προαναφερόμενη νομική σκέψη, καθόσον είναι καταφανώς άκυρη. Με την ερευνώμενη δε άρνηση της υποθηκοφύλακα να εγγράψει την πράξη αυτή δεν προσβάλλεται η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων του άρθρου 361 ΑΚ, ούτε επιχειρήθηκε από την υποθηκοφύλακα να στερήσει στους αιτούντες το δικαίωμα επιλογής της πλέον συμφέρουσας στους ίδιους οικονομικά δικαιοπραξίας. Κατ` ακολουθία, εφόσον το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε όμοια κρίση κατέληξε, σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις και ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε το νόμο. Πρέπει επομένως να απορριφθούν οι σχετικοί λόγοι της έφεσης και η έφεση στο σύνολο της. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο των υπ’ αρ. … παραβόλων του Δημοσίου και υπέρ ΤΑΧΔΙΚ, που κατέθεσαν οι εκκαλούντες για το παραδεκτό της συζήτησης της εφέσής τους.

    Αμέσως παρακάτω η γνωμοδότηση του ΝΣΚ 620/1994, την οποία μπορείτε να βρείτε και ΕΔΩ και ΕΔΩ












ζ. Περιπτώσεις κατάργησης ή μη οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας λόγω αναγκα-
στικής απαλλοτρίωσης τμήματος του ακινήτου 
96. Σε ακίνητο, το οποίο έχει υπαχθεί σε οριζόντια ή κάθετη ιδιοκτησία, η ανα-
γκαστική απαλλοτρίωση για δημόσια ωφέλεια για οποιονδήποτε λόγο και ειδικότε-
ρα λόγω ρυμοτομίας για τη δημιουργία ή την διαπλάτυνση οδών ή πλατειών τμή-
ματος αυτού, στο οποίο δεν υπάρχει οικοδομή ή μέρος αυτής ή δεν υπάρχει αυτο-
τελές οικοδόμημα, δεν επιφέρει κατάργηση της οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας 
στο ακίνητο, η οποία εξακολουθεί να λειτουργεί στο τμήμα που απέμεινε μετά την 
απαλλοτρίωση
101. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση για δημόσια ωφέλεια για οποιονδήποτε λό-
γο και ειδικότερα λόγω ρυμοτομίας τμήματος ακινήτου, που έχει υπαχθεί σε κάθετη 
ιδιοκτησία και στο οποίο τμήμα βρίσκονται αυτοτελή οικοδομήματα, τα οποία με 
ποσοστό συγκυριότητας στο οικόπεδο έχουν αναγνωριστεί ως κάθετες ιδιοκτησίες 
του ακινήτου, επιφέρει κατάργηση της κάθετης ιδιοκτησίας στο ακίνητο, διότι στην 
περίπτωση αυτή δεν ερευνάται αν έχουν απαλλοτριωθεί όλα τα αυτοτελή οικοδο-
μήματα ή κατά τα 3/4 ή περισσότερο ή λιγότερο της αξίας αυτών και δεν χωρεί α-
νάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 9 παρ. 2 και 3 του ν. 3741/1929, λό-
γω διαφορετικών νομικών συνθηκών, δεδομένου ότι σε καμία περίπτωση κανένα 
αυτοτελές οικοδόμημα που απαλλοτριώθηκε δεν μπορεί να επανοικοδομηθεί ή να 
αποκατασταθεί στην προτέρα κατάστασή του, για να είναι δυνατή η συνέχιση της 
κάθετης ιδιοκτησίας στο ακίνητο. Εκτός όμως αυτού καταργείται η κάθετη ιδιο-
κτησία στο ακίνητο και διότι οι κύριοι των αυτοτελών οικοδομημάτων που απαλλο-
τριώθηκαν εξακολουθούν να είναι συγκύριοι στο έδαφος που δεν απαλλοτριώθηκε 
και στο οποίο υπάρχουν αυτοτελή οικοδομήματα των οποίων είναι και συγκύριοι των 
κοινών μερών, χωρίς όμως να είναι και κύριοι αυτοτελών οικοδομημάτων, γεγονός 
που αντίκειται στις διατάξεις του ν.δ. 1024/1971 και του άρθρου 1117 ΑΚ, βάσει των 
οποίων δεν μπορεί να υπάρχουν συγκύριοι στο έδαφος και στα κοινά μέρη των αυτο-
τελών οικοδομημάτων, οι οποίοι να μην είναι και κύριοι αυτοτελών οικοδομημάτων.

  • Τέλος, εξυπακούεται ότι η ρυμοτόμηση μέρους του χώρου της αποκλειστικής χρήσης μίας κάθετης ιδιοκτησίας δεν επιφέρει καμία μεταβολή στην νομική κατάστασή της, πλην βεβαίως του περιορισμού του χώρου της αποκλειστικής χρήσης της  και ιδίως στο ποσοστό δόμησης , που δικαιούται, διότι αυτό προσδιορίζεται από το ποσοστό της κάθετης ιδιοκτησίας στο οικόπεδο , κατά την παγία νομολογία του Αρείου Πάγου (ΕΔΩ) , η οποία,  εξάλλου, δεν συνιστά   τίποτε περισσότερο  από μία απλή επανάληψη  του νόμου,  και όχι από το εμβαδόν του χώρου της αποκλειστικής χρήσης της, που από καμία διάταξη νόμου δεν είναι υποχρεωτικό να βρίσκεται σε αντιστοιχία προς το ποσοστό συνιδιοκτησίας, που η κάθετη ιδιοκτησία έχει στο σύνολο του οικοπέδου* και δεν αποτελεί τίποτε περισσότερο από μία συμφωνία, που λαμβάνεται σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 3741/1929 και η οποία , σύμφωνα με το άρθο 13 παρ. 3 του Ν. 3741/1929 , έχει τον χαρακτήρα δουλείας.  
                *Βλ. και  και Γνωμ. ΝΣΚ 66/1992 (ΕΔΩ) , όπου , στην 10η σελίδα αναφέρεται κατά λέξη "από καμμιά διάταξη του Ν. 1337/1983 και ειδικότερα από τα αρ. 8 παρ. 8 και 12 παρ. 1 αυτού δεν προκύπτει εξομοίωση του δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης προς το δικαίωμα συγκυριότητας του εδάφους, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης του κοινού οικοπέδου  δεν είναι απαραίτητο να έχει σε αναφορά προς την έκταση του οικοπέδου την αυτή σχέση που έχει το αντίστοιχο ιδανικό μερίδιο προς την κυριότητα του όλου οικοπέδου (Καλλιμοπούλου Ερμ Α. Κ. υπ' αρ. 1117 παρ. 12-15)"



....
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΤΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΤΟΥ ΜΑΝΩΛΗ ΤΣΑΛΙΚΙΔΗ