Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2021

ΜΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΧΡΕΩΝ ΠΡΟΣ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ. ΠΟΙΑ ΧΡΕΗ ΔΕΝ ΥΠΟΛΟΓΙΖΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΓΙΑ ΜΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΧΡΕΩΝ ΠΡΟΣ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΙΣΧΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 496 νΠΚ

Δικαστήριο:ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
Τόπος:ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:415
Ετος:2020

Περίληψη

Μη καταβολή χρεών στο Δημόσιο - Φορολογικά αδικήματα - Τυποποίηση - Πίνακας χρεών - Μη συνυπολογισμός - αιτιολογία - Νόμιμη βάση - Εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως -. Αναιρείται για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και νόμιμης βάσης, ως και για εσφαλμένη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 25 § 1 του ν. 1882/90 (ως τροπ. με το άρθρο 469 ΚΠΔ), η καταδικαστική απόφαση για μη καταβολή χρεών στο Δημόσιο διότι, ενώ καταδίκασε τον αναιρεσείοντα για χρέη αναφερόμενα στον, ενσωματωμένο στο διατακτικό, πίνακα χρεών, και τα οποία φαίνονται να τυποποιούνται ως αξιόποινες πράξεις στο άρθρο 66 του ν. 4174/2014 (ως τροπ. με το άρθρο 8 του ν. 4337/2015), εντούτοις δεν εξηγεί γιατί τα εν λόγω χρέη κρίθηκε πως δεν τιμωρούνται και ως φορολογικά εγκλήματα.




Κείμενο Απόφασης

Αριθμός 415/2020

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε'ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Μαγγίνα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Παπαηλιάδη - Εισηγητή, Ναυσικά Φράγκου, Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου και Γρηγόριο Κουτσοκώστα, Αρεοπαγίτες.

    Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Φεβρουαρίου 2020, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αναστασίας Δημητριάδου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Α. Β. του Β., κατοίκου ... η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Δημόπουλο, για αναίρεση της υπ'αριθ.4611/2019 αποφάσεως του Α' Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Το Α' Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29.10.2019 (αριθ.πρωτ. 11391/29.10.2019) αίτησή της αναιρέσεως, η οποία επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 29.10.2019, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1588/19.

    Αφού άκουσε

Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση ενώπιον του κατ' άρθρο 519 ΚΠΔ αρμοδίου Δικαστηρίου και τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

    ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

I.Η κρινόμενη από 29-10-2019 (αριθμός πρωτ: 11391/29-10-2019) αίτηση αναίρεσης της Β. Β. του Β. και Α., κατοίκου ...), που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την 29-10-2019, στρεφόμενη κατά της υπ' αριθμό 4611/2019 καταδικαστικής απόφασης του Α' Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως και είναι παραδεκτή.

    II.Από το άρθρο 2 του νέου Ποινικού Κώδικα, που κυρώθηκε με το Νόμο 4619/2019 και τέθηκε σε ισχύ, κατά το άρθρο 460 του ίδιου Κώδικα, από την 1-7-2019, με το οποίο ορίζεται ότι: "1. Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου. 2. Αν μεταγενέστερος νόμος χαρακτήρισε την πράξη μη αξιόποινη (ανέγκλητη), παύει η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε καθώς και τα ποινικά επακόλουθά της, όπως και η εκτέλεση των μέτρων ασφαλείας", προκύπτει ότι τροποποιείται ουσιωδώς η καθιερωθείσα και περιγραφόμενη στο ίδιο άρθρο του προηγούμενου Ποινικού Κώδικα αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου νόμου που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι του χρόνου της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, ώστε να είναι σαφές ότι εφαρμόζεται πάντα η επιεικέστερη διάταξη και όχι ο νόμος ως ενιαίο "όλον" και ότι προδήλως ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο είναι ο μεταγενέστερος της τέλεσης της πράξης νόμος, όταν καθιστά την πράξη ανέγκλητη. Περαιτέρω, από την ανωτέρω διάταξη σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 511 εδαφ. δ', 514 εδαφ. δ' περ. β' και 518 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., συνάγεται, ότι, αν μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης καταστεί ανέγκλητη η πράξη, για την οποίαν καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, τότε ο Άρειος Πάγος, εφόσον η αίτηση αναίρεσης κατά της καταδικαστικής απόφασης είναι παραδεκτή, εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως το νέο επιεικέστερο νόμο και κηρύσσει αθώο τον κατηγορούμενο, αφού δεν υπάρχει πλέον αξιόποινη πράξη, ακόμη και παρά την ερημοδικία του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου (Ολ. Α.Π. 3/1995). Εξάλλου, με το άρθρο 25 παρ. 1 του Νόμου 1882/1990 θεσπίσθηκε η ποινική ευθύνη από τη μη καταβολή προς το Δημόσιο χρεών, που είναι βεβαιωμένα στις δημόσιες υπηρεσίες και ειδικότερα από την παραβίαση της προθεσμίας καταβολής τους, κατά τις ισχύουσες εκάστοτε διατάξεις, αναλόγως του αν αυτά είναι καταβλητέα εφάπαξ ή με δόσεις, έτσι ώστε η ποινική μεταχείριση να διαφοροποιείται ως προς το χρονικό σημείο έναρξης της ποινικής ευθύνης του υπαιτίου, αλλά και ως προς το ύψος του ποσού του χρέους. Ακολούθως, το άνω άρθρο (25 του Νόμου 1882/1990) αντικαταστάθηκε από το άρθρο 23 του Νόμου 2523/1997, με το οποίο, αφενός μεν ποινικοποιήθηκε η μη καταβολή χρεών και προς τρίτους (πλην ιδιωτών), που εισπράττονται από τις δημόσιες υπηρεσίες ή τα τελωνεία και, αφετέρου, αυξήθηκε το ύψος του οφειλόμενου ποσού, που καθιστά αξιόποινη την πράξη της μη καταβολής. Εν συνεχεία η παρ. 1 του άρθρου 25 συμπληρώθηκε με το άρθρο 34 του Νόμου 3016/2002 (Φ.Ε.Κ. 110/17-5-2002) και ακολούθως το ίδιο άρθρο αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 34 του Νόμου 3220/2004 (Φ.Ε.Κ. Α' 15/28-1-2004). Μετά την τελευταία αντικατάσταση, το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπροθέσμων εσόδων στις Δ.Ο.Υ. και τα τελωνεία, κατά τον, ως κατωτέρω, χρόνο καταβολής των επίδικων χρεών, 1) αντιμετωπίσθηκε ενιαία ως προς το χρόνο είσπραξής τους, ορισθέντος, ότι χρόνος είσπραξης είναι ο χρόνος της συμπλήρωσης τεσσάρων μηνών από τότε που έπρεπε να καταβληθεί το χρέος, ανεξάρτητα από τον τρόπο καταβολής των χρεών, εφάπαξ ή σε δόσεις, 2) στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής, για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη, υπολογίζονται μαζί με την βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις από τόκους και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, 3) οι ποινές καθορίσθησαν βάσει του κατώτερου ποσού συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής, ανεξάρτητα από το είδος του χρέους και 4) αυξήθηκαν τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή, για τα οποία ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη, ορισθέντος έτσι ότι: "1. Η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Η πράξη μπορεί να κριθεί ατιμώρητη, εάν το ποσό που οφείλεται εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό". Επακολούθησε ο Νόμος 3943/2011, με το άρθρο 3 του οποίου αντικαταστάθηκε η παρ. 1 του άρθρου 25 του Νόμου 1882/1990 και ορίσθηκε ότι: "1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) έως ένα έτος, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, που αναφέρεται στην παράγραφο 5, υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, δ) τριών τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ". Ακολούθως εκδόθηκε ο Νόμος 4321/21-3-2015 "Ρυθμίσεις για την επανεκκίνηση της οικονομίας", με το άρθρο 20 του οποίου η παράγραφος 1 του άρθρου 25 του Νόμου 1882/1990 αντικαταστάθηκε ως εξής. "1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στη Φορολογική Διοίκηση χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) μηνών τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) Ενός (1) τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ. β) Τριών (3) τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ. Η ποινική δίωξη ασκείται ύστερα από αίτηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή των Ελεγκτικών Κέντρων ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους, που συνοδεύεται υποχρεωτικά από πίνακα χρεών, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων. Η πράξη μπορεί να κριθεί ατιμώρητη, εάν το ποσό που οφείλεται εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό". Τέλος, με το άρθρο 8 του Νόμου 4337/17-10-2015 προστέθηκε νέο Κεφάλαιο δωδέκατο στο Νόμο 4174/2013, με το άρθρο 71 παρ. 2 του οποίου ορίσθηκε, ότι "τα ποσά των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ και των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, των περιπτώσεων α' και β', αντίστοιχα, της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του Νόμου 1882/1990 ("Ποινικό αδίκημα μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους"), όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, αντικαθίστανται από τα ποσά των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ και διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ, αντίστοιχα". Μετά την υποβολή στον εισαγγελέα της σχετικής αίτησης του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. κ.λ.π., που συνοδεύεται από τον πίνακα βεβαιωμένων χρεών, ασκείται ξεχωριστή ποινική δίωξη που περιλαμβάνει, ως μία ενιαία πράξη, τη μη καταβολή του αναφερόμενου στον πίνακα συνολικού χρέους, το οποίο μπορεί να προέρχεται από οποιαδήποτε αιτία, χωρίς να έχει πλέον οποιαδήποτε έννομη σημασία το ύψος και η αιτία προέλευσης καθενός από τα μερικότερα χρέη. Δεν πρόκειται για κατ' εξακολούθηση έγκλημα, δηλαδή για περισσότερες, προσβάλλουσες διαφορετικές μονάδες του ίδιου έννομου αγαθού, απέχουσες χρονικά και συνεχόμενες μεταξύ τους, λόγω της ενότητας δόλου του δράστη και αντιστοιχούσες σε ισάριθμα βεβαιωμένα και μη εξοφλημένα χρέη του πίνακα, ομοειδείς πράξεις, αλλά για μία και μόνη, τελούμενη με τη συμπλήρωση τετραμήνου από το χρόνο που το χρέος έπρεπε να καταβληθεί, αξιόποινη πράξη, στην οποίαν τυποποιείται η καθυστέρηση καταβολής του αθροίσματος των περιεχομένων στον πίνακα βεβαιωμένων χρεών. Πρόκειται δηλαδή για ιδιότυπο αθροιστικό έγκλημα, του οποίου η αντικειμενική υπόσταση συναπαρτίζεται από τα οριζόμενα στο νόμο στοιχεία και από δημόσια χρέη του υπαιτίου, που συναθροίζονται και ενιαιοποιούνται για τη νομοτυπική του συγκρότηση, χωρίς να περιέχει στοιχεία εξακολουθητικής, κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, τέλεσης, που χαρακτηρίζουν το αθροιστικό έγκλημα. Από όσα προαναφέρθηκαν παρέπεται: 1) Ότι, αφού πρόκειται για έγκλημα που τελείται εφάπαξ και όχι εξακολουθητικά, κατά λογική και νομική αναγκαιότητα, ως χρόνος τέλεσης αυτού νοείται η συμπλήρωση τετραμήνου από το χρόνο ταμειακής βεβαίωσης (από και με την οποία η σχετική αστική αξίωση γίνεται ληξιπρόθεσμη) του μερικότερου χρέους με τη χρονικά εγγύτερη ταμειακή βεβαίωση προς τη σύνταξη του συνοδεύοντος την αίτηση για άσκηση της ποινικής δίωξης οικείου πίνακα χρεών. Ο χρόνος αυτός καλύπτει και τους αντίστοιχους χρόνους των υπολοίπων, εχόντων προγενέστερες ταμειακές βεβαιώσεις, χρεών, τα οποία, κατά την έννοια του νόμου, συσσωματώνονται σε ένα και μόνο αθροιστικό χρέος. Και 2) Ότι τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του σχετικού εγκλήματος είναι α) η μη καταβολή των βεβαιωμένων στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. ή στα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο και τα λοιπά αναφερόμενα πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα από οποιαδήποτε αιτία, β) η παρέλευση τετραμήνου από το χρόνο που έπρεπε το χρέος να καταβληθεί και γ) το συνολικό άθροισμα των μερικότερων χρεών, με κάθε είδους τόκους και προσαυξήσεις, κατά το χρόνο σύνταξης του οικείου πίνακα χρεών να υπερβαίνει το οριζόμενο από το νόμο χρηματικό ποσό με τις διακρίσεις και κλιμακώσεις που προαναφέρθηκαν, ενώ για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται δόλος (πρόθεση) με την έννοια του άρθρου 27 παρ. 1 του Π.Κ., ο οποίος πρέπει να καλύπτει όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, αφού δεν καθορίζεται στην οικεία διάταξη, άλλη μορφή υπαιτιότητας (άμεσος ή υπερχειλής δόλος). Έτσι, κρίσιμα στοιχεία θεμελίωσης του σχετικού εγκλήματος, που πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, για να υπάρχει η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, είναι: α) Η αρμόδια αρχή που βεβαίωσε το χρέος, β) το ύψος του χρέους, γ) ο τρόπος πληρωμής του, δ) ο ακριβής χρόνος καταβολής του χρέους και ε) η μη πληρωμή του ενοποιημένου χρέους κατά τη λήξη του τετραμήνου από τον χρόνο που αυτό έπρεπε να καταβληθεί, οπότε προσδιορίζεται έμμεσα και ο χρόνος τέλεσης της πράξης. Εξάλλου, ως χρόνος βεβαίωσης του χρέους νοείται ο χρόνος της υπό ευρεία έννοια βεβαίωσης, με την οποία προσδιορίζεται η σχετική χρηματική οφειλή (ως προς το είδος, το ποσό και το υποκείμενό της) και εγγράφεται από τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ή από άλλο αρμόδιο όργανο στους τηρούμενους καταλόγους (φορολογικούς κ.λ.π.). Αυτή συνιστά την ατομική διοικητική πράξη και τον εκτελεστό νόμιμο τίτλο σε βάρος του οφειλέτη. Ως χρόνος καταβολής του χρέους νοείται, όμως, ο χρόνος της υπό στενή έννοια (ταμειακής) βεβαίωσής του, με την οποία αυτό καταγράφεται στο βιβλίο εισπρακτέων εσόδων και εμφανίζεται ως δημόσιο έσοδο, κατά την έννοια του άρθρου 1 του ΚΕΔΕ, καθιστώντας (κατά κανόνα) ταμειακά ληξιπρόθεσμη τη σχετική απαίτηση και εφικτή την κίνηση της εκτελεστικής διαδικασίας με την αποστολή ατομικής ειδοποίησης στον αναγραφόμενο οφειλέτη για την αναγκαστική είσπραξη της εκτελούμενης χρηματικής αξίωσης από αυτόν και από όσους τυχόν συνευθύνονται με αυτόν για το βεβαιωμένο χρέος. Τέλος, στο άρθρο 469 του νέου Π.Κ., που ισχύει, όπως προαναφέρθηκε, από 1-7-2019, ορίζεται ότι "Μετά το εδάφιο β' της παρ. 1 του άρθρου 25 του Νόμου 1882/1990 προστίθεται εδάφιο γ' ως εξής: "Στην αίτηση και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου, τα χρέη που προέρχονται από τη μη εκτέλεση χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο και οι σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκοι και λοιπές επιβαρύνσεις, καθώς και τα χρέη από τα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις". Κατ' αυτόν τον τρόπο με την τελευταία διάταξη του νέου Ποινικού Κώδικα επαναρρυθμίζεται το προβλεπόμενο στο άρθρο 25 του Νόμου 1882/1990 ποινικό αδίκημα της μη καταβολής βεβαιωμένων στη Φορολογική Διοίκηση χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, καθώς και τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αφού ρητά ορίζεται, ότι στις (νέες) αιτήσεις και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών, κατά το άρθρο αυτό, δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ποινικής ευθύνης του προσώπου οι οφειλές που αφορούν: α) χρέη που προέρχονται από τη μη εκτέλεση (αμιγώς) χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο και οι σχετικές με αυτές προσαυξήσεις, τόκοι και λοιπές επιβαρύνσεις και τούτο, διότι, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση της μεταβατικής αυτής διάταξης, η μη καταβολή της επιβληθείσας χρηματικής ποινής καταργείται πλέον ως αυτοτελές αδίκημα του άρθρου 25 του Νόμου 1882/1990, καθώς δυνάμει της διάταξης της παραγράφου 6 του άρθρου 80 του νέου Ποινικού Κώδικα, το δικαστήριο μαζί με την χρηματική ποινή ορίζει ποινή στερητική της ελευθερίας, η οποία θα πρέπει να εκτιθεί από τον καταδικασθέντα, εάν δεν καταβάλλεται η χρηματική ποινή και β) χρέη που προέρχονται από τα φορολογικά αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Νόμου 4174/2013 (Κ.Φ.Δ.), μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις και τούτο, διότι, σύμφωνα με την ίδια ως άνω αιτιολογική έκθεση, θεραπεύεται το άτοπο της διπλής αξιολόγησης των αξιόποινων φορολογικών παραβάσεων, ήτοι, τόσο κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του Νόμου 1882/1990, όσο και κατά τις διατάξεις του άρθρου 66 του Νόμου 4174/2013 σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 8 του Νόμου 4337/2015. Ως εκ τούτου, τα ποσά που αποτελούν το αποκομισθέν ή το επιδιωχθέν προϊόν των εν λόγω φορολογικών παραβάσεων αποκλείονται πλέον από την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος του άρθρου 25 του Νόμου 1882/1990, δεδομένου ότι η μη καταβολή αυτών τυποποιείται ήδη ποινικά από το άρθρο 66 του Κ.Φ.Δ. Τέτοια αποκλειόμενα χρηματικά ποσά-χρέη, τα οποία εμπίπτουν στα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, είναι τα προερχόμενα από την αποφυγή πληρωμής φόρου εισοδήματος (που προβλεπόταν από το άρθρο 17 παρ. 1 του Νόμου 2523/1997), ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) ή ειδικού φόρου ακινήτων (ΕΦΑ), από την απόκρυψη από τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης φορολογητέων εισοδημάτων από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσιακών στοιχείων, ιδίως με την παράλειψη υποβολής δήλωσης ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης ή με την καταχώρηση στα λογιστικά αρχεία εικονικών (ολικά ή μερικά) δαπανών ή με την επίκληση στη φορολογική δήλωση τέτοιων δαπανών, ώστε να μην εμφανίζεται φορολογητέα ύλη ή να εμφανίζεται αυτή μειωμένη, από τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση, συμψηφισμό ή έκπτωση του φόρου προστιθέμενης αξίας (που προβλεπόταν από το άρθρο 18 παρ. 1 του Νόμου 2523/1997), του φόρου κύκλου εργασιών, του φόρου ασφαλίστρων και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, από τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση, συμψηφισμό ή έκπτωση ή λήψη επιστροφής με παραπλάνηση της Φορολογικής Διοίκησης με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων, καθώς και τη διακράτηση τέτοιων φόρων, τελών ή εισφορών, από τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση στο Δημόσιο του φόρου πλοίων, από την έκδοση και αποδοχή πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων (που προβλεπόταν από το άρθρο 19 παρ. 1 του Νόμου 2523/1997) και από τη μη έκδοση ή έκδοση ανακριβώς των προβλεπόμενων από το Π.Δ/μα 186/1992 (Κ.Β.Σ.) στοιχείων κατά την πώληση ή διακίνηση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών κ.λ.π. (που προβλεπόταν από το άρθρο 19 παρ. 5 του Νόμου 2523/1997), μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις, όπως είναι τα πρόστιμα. Ακόμη, η επιβληθείσα με τις διατάξεις του άρθρου 31 του Νόμου 3986/2011 ετήσια επί του εισοδήματος φορολογική επιβάρυνση (τέλος επιτηδεύματος), που ορίζεται σε πάγιο, κατά κατηγορία υπόχρεων, ποσό, στους επιτηδευματίες και στους ασκούντες ελεύθερο επάγγελμα, που τηρούν βιβλία Β' και Γ' κατηγορίας του Κ.Β.Σ., θεσπίσθηκε ως φόρος επί του εισοδήματος. Ο νομοθέτης στηρίχθηκε στην παραδοχή ότι η άσκηση επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας, υπό συνθήκες που περιγράφονται στο νόμο, αποφέρει ένα ελάχιστο ποσό ετήσιου εισοδήματος, στο οποίο αντιστοιχεί, ως ελάχιστη φορολογική επιβάρυνση, το προβλεπόμενο πάγιο ποσό φόρου [Σ.τ.Ε. 89/2019]. Έτσι, η αποφυγή πληρωμής του τέλους επιτηδεύματος, που αποτελεί φόρο επί του εισοδήματος, τυποποιείται επίσης στο έγκλημα φοροδιαφυγής του άρθρου 66 του Κ.Φ.Δ., οπότε δεν συμπεριλαμβάνεται και δεν υπολογίζεται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου στην αίτηση και στον πίνακα χρεών, που υποβάλλονται για την άσκηση της ποινικής δίωξης από τον Προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. ή τα Ελεγκτικά Κέντρα ή το Τελωνείο προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους....

    Συνεπώς, εφόσον η προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 469 του Ν.Π.Κ., όπου αναφέρεται, ότι στην αίτηση και το συνοδεύοντα αυτή πίνακα χρεών, που υποβάλλονται από τα προαναφερθέντα πρόσωπα προς άσκηση ποινικής δίωξης (άρθρο 25 παρ. 1 εδάφ. β' του Νόμου 1882/1990) δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου τα παραπάνω χρέη με τις προσαυξήσεις τους κ.λ.π. από τα τυποποιούμενα στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, είναι ευμενέστερη, η πράξη της μη καταβολής των χρεών αυτών στο Δημόσιο έχει καταστεί ανέγκλητη. Πρέπει να επισημανθεί όμως ότι οι παραπάνω παραβάσεις δεν στοιχειοθετούν ποινικά αδικήματα ανεξαρτήτως ποσού ή χρονικού διαστήματος. Σύμφωνα με το άρθρο 66 παρ. 3 και 4 του Κ.Φ.Δ.: 3. Όποιος διαπράττει έγκλημα φοροδιαφυγής από τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών: α) αν ο φόρος που αναλογεί στα φορολογητέα εισοδήματα ή στα περιουσιακά στοιχεία που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ ανά είδος φόρου, ή β) αν το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς που δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς ή επεστράφη ή συμψηφίσθηκε ή εξέπεσε ή διακρατείται υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος: αα) τις πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ, εφόσον αφορά φόρο προστιθέμενης αξίας ή ββ) τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ ανά είδος φόρου, τέλους ή εισφοράς σε κάθε άλλη περίπτωση. 4. Επιβάλλεται κάθειρξη αν το ποσό του φόρου, τέλους ή εισφοράς της προηγούμενης παραγράφου υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ, εφόσον αφορά φόρο προστιθέμενης αξίας ή τις εκατό πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ σε κάθε άλλη περίπτωση φόρου, τέλους ή εισφοράς. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σε αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά, τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού της. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο, προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του Κ.Π.Δ., για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προέκυψε από το καθένα χωριστά. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνον ορισμένα από αυτά κατ' επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Δεν αποτελεί λόγος αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Επίσης, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ. και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή συντρέχει, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ., συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.

    III. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης, υπ' αριθμό 4611/2019, απόφασής του, το Α' Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα επί λέξει πραγματικά περιστατικά, αναφορικά με την πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, που αποτελεί αντικείμενο των κρινόμενων αιτήσεων αναίρεσης: "Η κατηγορουμένη, στον τόπο και κατά το χρόνο που αναφέρονται ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης αυτής, έχοντας την ιδιότητα της οφειλέτριας του Δημοσίου και ενώ τα χρέη της κατέστησαν ληξιπρόθεσμα και απαιτητά κατά την ισχύ του νόμου 3220/2004, με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή των χρεών της προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, ενώ το ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής της, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις και λοιπές επιβαρύνσεις υπερβαίνει το ποσό των 200.000 ευρώ. Ειδικότερα, αποδεικνύεται ότι ενώ είχαν βεβαιωθεί σε βάρος της κατηγορουμένης, με την ιδιότητά της ως ομορρύθμου μέλους της προσωπικής (ομόρρυθμης) εταιρείας, με την επωνυμία "... Ο.Ε.", η οποία δραστηριοποιούνταν επιχειρηματικά στον τομέα της τεχνικής επεξεργασίας πρώτης ύλης, της κατασκευής και εμπορίας ειδών λατρείας, εκκλησιαστικών ειδών κ.λ.π. στη Δ.Ο.Υ. Χολαργού διάφορα χρέη υπέρ του Δημοσίου, τα οποία με τις προσαυξήσεις και λοιπές επιβαρύνσεις ανέρχονταν- κατά το χρόνο της σύνταξης του πίνακα που θα αναφερθεί στη συνέχεια- στο συνολικό ποσό των 1.804.382 ευρώ (ειδικότερα δε στο ποσό των 1.631.691,18 ευρώ με τη μορφή του κεφαλαίου και στο ποσό των 172.690,82 ευρώ με τη μορφή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων), όπως τα χρέη αυτά αναλυτικά αναγράφονται στον πίνακα χρεών της προαναφερομένης Δ.Ο.Υ. με τον αριθμό ειδικού βιβλίου 268/2015 που συνοδεύει, ως αναπόσπαστο μέρος αυτής, την από 6-10-2015 μηνυτήρια αναφορά του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. αυτής και ενσωματώνεται-ο πίνακας αυτός-στο διατακτικό της απόφασης αυτής, στον οποίο-πίνακα-εμφανίζονται τα χρέη της ομόρρυθμης εταιρείας, της οποίας η κατηγορουμένη αποτελεί μέλος από τις 10-11-1998 και στη συνέχεια, κατά τον αριθμό, την ημερομηνία βεβαίωσης, το οικονομικό έτος, το είδος του χρέους, την ανάλυση του ποσού, το απαιτητό μέρος για κάθε ένα χρέος αλλά και σε σύνολο, τον τρόπο πληρωμής, τον αριθμό των ληξιπρόθεσμων δόσεων και τις ημερομηνίες λήξης της πρώτης και της τελευταίας δόσης καταβολής, η κατηγορουμένη ηθελημένα δεν κατέβαλε τα βεβαιωμένα χρέη της ομόρρυθμης εταιρείας, προς το Δημόσιο (πρόστιμο Κ.Β.Σ.-οριστική βεβαίωση κ.λ.π.), τα οποία έχουν εγγραφεί με τους αριθμούς από 1 μέχρι και 74 στον πίνακα χρεών. Από τις οφειλές δε αυτές, αποδεικνύεται ότι δεν έχει καταβληθεί κανένα ποσό, ούτε η κατηγορουμένη έχει προβεί σε ρύθμιση των οφειλών αυτών (για τη συναγωγή των προαναφερομένων αποδεικτικών πορισμάτων, βλ. τα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν κατά την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου). Στο σημείο τούτο είναι απαραίτητο να επισημανθούν και τα ακόλουθα: Με το άρθρο 469 του νέου Π.Κ. ορίζεται ότι μετά το εδάφιο β' της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του Νόμου 1882/1990 προστέθηκε εδάφιο γ', το οποίο έχει το ακόλουθο περιεχόμενο: "Στην αίτηση και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου, τα χρέη που προέρχονται από τη μη εκτέλεση χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο και οι σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκοι και λοιπές επιβαρύνσεις καθώς και τα χρέη από τα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις". Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νέου Π.Κ., με τη μεταβατική αυτή διάταξη, μεταξύ άλλων, θεραπεύεται το άτοπο της διπλής αξιολόγησης αξιόποινων φορολογικών παραβάσεων και τα ποσά που αποτελούν προϊόν αυτών που αποκόμισε ή επιδίωξε να αποκομίσει ο δράστης, αποκλείονται από την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, αφού η μη καταβολή αυτών τυποποιείται ήδη ποινικά από το άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας. Το γεγονός δε ότι το Δημόσιο χρησιμοποιεί τη διαδικασία της ταμειακής βεβαίωσης για να επιδιώξει την είσπραξη των ποσών που στερήθηκε ως συνέπεια του φορολογικού αδικήματος, δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί για τον εκ νέου κολασμό του αδικήματος αυτού, καθώς τόσο η πράξη που προκάλεσε την οφειλή όσο και η ζημία του Δημοσίου παραμένουν οι αυτές. Η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος δεν θίγεται ως προς άλλες απαιτήσεις του Δημοσίου, για τις οποίες δεν υπάρχει αυτοτελής ποινική προστασία. Στην προκείμενη περίπτωση, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προκύπτει ότι στον πίνακα χρεών έχουν συμπεριληφθεί χρέη που αποτελούν το προϊόν, το οποίο αποκόμισε ή επιδίωξε να αποκομίσει η κατηγορουμένη από τη διάπραξη φορολογικών αδικημάτων, από εκείνα που τυποποιούνται ως αξιόποινες πράξεις στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, ενώ, επίσης δεν αποδεικνύεται ότι σε βάρος της κατηγορουμένης έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για τη διάπραξη τέτοιων φορολογικών αδικημάτων-τα οποία να σχετίζονται με τα χρέη που συμπεριλαμβάνονται στον προαναφερόμενο πίνακα-και επιπρόσθετα ότι η κατηγορουμένη έχει καταδικασθεί για τη διάπραξη αυτών (φορολογικών αδικημάτων). Μόνο στην περίπτωση εκείνη (εάν, δηλαδή, αποδεικνύονταν τα προαναφερόμενα), θα μπορούσε, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, να τεθεί ζήτημα αποτροπής διπλής τιμώρησης της κατηγορουμένης, μία φορά για τα φορολογικά αδικήματα και μία ακόμη για το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο. Η ενδεχόμενη υιοθέτηση διαφορετικής εκδοχής, σύμφωνα με την οποίαν η μη συμπερίληψη στον πίνακα χρεών από τα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, επέρχεται ούτως ή άλλως, δηλαδή ακόμη και εάν δεν έχει προηγουμένως ασκηθεί ποινική δίωξη σε βάρος της κατηγορουμένης για ορισμένη πράξη φοροδιαφυγής και δεν έχει καταδικασθεί αυτή για την τελευταία αυτή πράξη, θα οδηγούσε σε έλλειψη τιμώρησης τόσο για το τελευταίο αυτό έγκλημα (της φοροδιαφυγής, για το οποίο ωστόσο δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη και δεν καταδικάσθηκε η κατηγορουμένη ως δράστρια αυτής), όσο και για το έγκλημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο. Το αποτέλεσμα όμως αυτό, είναι πρόδηλο ότι θα συνιστούσε αξιολογική αντινομία, την οποίαν αναντίρρητα δεν θέλησε να προκαλέσει ο νομοθέτης με τη θέσπιση της διάταξης του άρθρου 469 του νέου Π.Κ. και θα υπερακόντιζε το κανονιστικό πλαίσιο, αλλά και την τελολογία, της τελευταίας αυτής διάταξης, αφού την αποτροπή διπλής τιμώρησης τελικά θα την ανήγαγε σε έλλειψη τιμώρησης εν γένει. Επομένως, η κατηγορουμένη πρέπει να κηρυχθεί ένοχη της πράξης της παράβασης του άρθρου 25 παρ. 1 του Νόμου 1882/1990, η τέλεση της οποίας αποδίδεται σ' αυτή, σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται προηγουμένως, αλλά μνημονεύονται ειδικότερα και στο διατακτικό της απόφασης αυτής, δεδομένου ότι υπέχει προσωπική ποινική ευθύνη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 2 εδαφ. β' του νόμου αυτού, από την οποία προκύπτει ότι οι ποινές που προβλέπονται και αναφέρονται στην παράγραφο 1 αυτού επιβάλλονται, στις πιο κάτω περιπτώσεις οφειλετών του Δημοσίου και τρίτων πλην ιδιωτών, και προκειμένου: α)....... β) Για εταιρείες ομόρρυθμες ή ετερόρρυθμες, στους ομόρρυθμους εταίρους και στους διαχειριστές τους. Για περιορισμένης ευθύνης εταιρείες, στους διαχειριστές αυτών και όταν ελλείπουν, αδιάφορα από το λόγο έλλειψής τους ή όταν απουσιάζουν αυτοί από την έδρα της εταιρείας χωρίς να είναι γνωστό στη δημόσια οικονομική υπηρεσία ή στο τελωνείο όπου είναι βεβαιωμένα τα χρέη που ευρίσκονται, σε κάθε εταίρο, σωρευτικά ή μη".

    IV. Μετά ταύτα το Δικαστήριο της ουσίας και υπό τις παραδοχές αυτές, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχη την τότε κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα και επέβαλε σ' αυτήν ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών, την οποία ανέστειλε για τρία (3) χρόνια, με το ακόλουθο, κατά πιστή μεταφορά, διατακτικό: "ΚΗΡΥΣΣΕΙ την κατηγορουμένη ένοχη του ότι: Στην Αθήνα, στις 31-08-2015 ούσα οφειλέτης του Δημοσίου και ενώ τα χρέη της κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά την ισχύ του Νόμου 3220/2004, με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή χρεών προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, το δε ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις, υπερβαίνει τις 200.000 ευρώ. Συγκεκριμένα, ενώ είχαν βεβαιωθεί σε βάρος της ομόρρυθμης εταιρείας, με την επωνυμία "... Ο.Ε.", της οποίας τυγχάνει ομόρρυθμο μέλος, διάφορα χρέη υπέρ του Δημοσίου στη Δ.Ο.Υ. Χολαργού, όπως ακριβώς αναφέρονται στο συνημμένο πίνακα χρεών της παραπάνω Δ.Ο.Υ. (αριθμός ειδικού βιβλίου 268/2015) και συνοδεύει ως αναπόσπαστο μέρος αυτής την από 06-10-2015 μηνυτήρια αναφορά του Προϊσταμένου της ανωτέρω Δ.Ο.Υ., όπως κατωτέρω επισυνάπτεται, ηθελημένα δεν κατέβαλε ποσό "1.804.382,00" ευρώ, που αφορά βεβαιωμένα χρέη αυτής προς το Δημόσιο".

    V. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, εσφαλμένως εφάρμοσε τις προαναφερθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, καθόσον, ενώ στο σκεπτικό αναφέρει ότι: ".... από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προκύπτει ότι στον πίνακα χρεών έχουν συμπεριληφθεί χρέη που αποτελούν το προϊόν, το οποίο αποκόμισε ή επιδίωξε να αποκομίσει η κατηγορουμένη από τη διάπραξη φορολογικών αδικημάτων, από εκείνα που τυποποιούνται ως αξιόποινες πράξεις στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Κ.Φ.Δ.).....", στο διατακτικό και δη στον πίνακα χρεών διαλαμβάνονται χρέη που φαίνονται να τυποποιούνται ως αξιόποινες πράξεις στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Κ.Φ.Δ.), τα οποία, εκτός των συλλογισμών της θεωρητικής δυνατότητας να μην περιληφθούν στον εν λόγω πίνακα, δεν διευκρινίζεται γιατί δεν τυποποιούνται ως φορολογικά αδικήματα του ως άνω άρθρου, με συνέπεια να μην αποδεικνύεται και να μην προσδιορίζονται σε κάθε περίπτωση επακριβώς τα χρέη της κατηγορουμένης, τα οποία τυχόν θα υπάγονταν κατά νόμο στην αντικειμενική υπόσταση του άρθρου 25 παρ. 1 του Νόμου 1882/1990, και το ύψος τους. Έτσι όμως καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των προαναφερθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, οι οποίες παραβιάζονται εκ πλαγίου, καθόσον, έχουν εμφιλοχωρήσει στην απόφαση ασάφειες, αντιφάσεις και λογικά κενά, ενώ στερείται αυτή της νόμιμης βάσης και της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω ο τρίτος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης περί εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης και έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.

    VI. Με το από 27-06-2019 έγγραφό του το Υπουργείο Δικαιοσύνης, γνώριζε στις παραλήπτριες Υπηρεσίες ότι, λόγω των βουλευτικών εκλογών της 07-07-2019, επιβαλόταν να ανασταλούν οι εργασίες των ποινικών Δικαστηρίων των Αθηνών από την 3η έως τη 12η Ιουλίου 2019. Επίσης προβλεπόταν ότι: "..... Οι ποινικές δίκες που θα αρχίσουν στο ακροατήριο πριν από την ημερομηνία έναρξης της αναστολής και δεν θα περατωθούν την ίδια ημέρα, συνεχίζονται μετά την ημερομηνία λήξης της αναστολής...". Στην προκείμενη περίπτωση η υπό κρίση υπόθεση είχε προσδιορισθεί για να δικασθεί στις 05-02-2019, κατ' έφεση, ενώπιον του Α' Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Το εν λόγω Δικαστήριο, με την υπ' αριθμό 871/2019 απόφασή του, ανέβαλε την εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης, καθόσον η έφεση είχε γίνει ήδη τυπικά δεκτή, με απόφαση προηγουμένου Δικαστηρίου, στη ρητή δικάσιμο της 05-04-2019 ανακοινώνοντάς την στον παραστάντα πληρεξούσιο δικηγόρο της τότε κατηγορουμένης και ήδη αναιρεσείουσας. Στις 05-04-2019 το Δικαστήριο διέκοψε την εκδίκαση της εν λόγω υπόθεσης για τις 21-05-2019. Τότε διέκοψε για τις 05-07-2019, οπότε, ενόψει και των εκλογών, διέκοψε και πάλι για τις 17-09-2010, όταν και εκδίκασε την υπόθεση ερήμην της κατηγορουμένης, κρίνοντάς την ωσεί παρούσα. Η αναιρεσείουσα αιτιάται, ότι δεν ήταν υποχρεωμένη, να παραστεί κατά τη δικάσιμο της 05-07-2019, αφού οι εργασίες των δικαστηρίων είχαν ανασταλεί, με αποτέλεσμα να μη γνωρίζει ότι η εκδίκαση της υπόθεσής της είχε διακοπεί για τις 17-09-2019 και να δικασθεί ερήμην, ότι συνεπεία αυτού συνέβη απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, επειδή δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, εκπροσώπηση, υπεράσπιση και άσκηση των δικαιωμάτων της ως κατηγορουμένης, το δε Δικαστήριο προχωρώντας, υπό αυτές τις συνθήκες στην εκδίκαση της υπόθεσής της, υπερέβη την εξουσία του.

    VII. Σύμφωνα με το συνδυασμό των διατάξεων 502 β) 1, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 του Νόμου 4637/2019 και 340 του νέου Κ.Π.Δ. κατά την εκδίκαση της έφεσης επί της ουσίας, αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί ή δεν εκπροσωπείται νομίμως από δικηγόρο δικάζεται σαν να ήταν παρών, εφόσον είχε νομίμως κλητευθεί και έχει ενημερωθεί ότι σε περίπτωση μη εμφανίσεώς του ή μη εκπροσώπησής του θα δικασθεί ερήμην. Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής η ενημέρωση του κατηγορουμένου πριν την έναρξη της διαδικασίας στο ακροατήριο καλύπτει και κάθε επόμενη διαδικαστική φάση μέχρι την έκδοση της επί της ουσίας απόφασης.

    Συνεπώς, ενόψει των προεκτεθέντων, η κατηγορουμένη όφειλε να παρίσταται με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο στο δικαστήριο στην ορισθείσα ρητή δικάσιμο και σε κάθε νέα μετά από διακοπή δικάσιμο αυτού, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε άλλη νόμιμη ενέργεια από το Δικαστήριο, το οποίο στις 17-09-2019 προχώρησε στην εκδίκαση της υπόθεσης, με το ακόλουθο σκεπτικό: "Στο σημείο αυτό, μετά από πρόταση της Εισαγγελέα και εντολή του Προέδρου, αναγνώσθηκε το απόσπασμα της υπ' αριθμό 871/5-2-2019 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, από το οποίο προκύπτει ότι κατά τη δικάσιμο της 5ης Φεβρουαρίου 2019, κατά την οποίαν αναβλήθηκε η υπόθεση για τη σημερινή δικάσιμο, η κατηγορουμένη ήταν μεν απούσα, αλλά ανακοινώθηκε σ' αυτήν η παραπάνω δικάσιμος διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 10159), ο οποίος είχε εκπροσωπήσει την κατηγορουμένη στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας δίκης στο Δικαστήριο τούτο, καθώς και η υποχρέωσή της να προσέλθει σ' αυτή, χωρίς κλήτευση. Επομένως, πρέπει να καταδικασθεί σαν να ήταν παρούσα και να διαταχθεί η πρόοδος της δίκης". Ως εκ τούτου πλήρως αιτιολογημένα το Δικαστήριο συνέχισε την εκδίκαση της υπό κρίση υπόθεσης επί της ουσίας, ουδεμία ακυρότητα συνέβη εξ αυτού του λόγου κατά τη διαδικασία και ουδεμία εξουσία του υπερέβη. Εξάλλου, ουδέν δικαίωμα της κατηγορουμένης παραβιάσθηκε, δεδομένου ότι αυτή γνώριζε πως η εκδίκαση της υπόθεσής της είχε ορισθεί μετά από διακοπή για τις 05-07-2019, οπότε, ακόμη και αν δεν παραστάθηκε κατά την άνω δικάσιμο, είχε τη δυνατότητα να πληροφορηθεί άμεσα τη μετά τη διακοπή ορισθείσα νέα ημερομηνία εκδίκασης. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω ο πρώτος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

    IIX. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 548 του Κ.Π.Δ. το Δικαστήριο μπορεί πάντοτε να ανακαλεί τις προπαρασκευαστικές αποφάσεις του. Τέτοια απόφαση είναι και η απόφαση περί αναβολής της δίκης, κατά το άρθρο 59 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., η οποία δεν δημιουργεί δεδικασμένο ή, η αναβλητική απόφαση περί διενέργειας πραγματογνωμοσύνης ή, η αναβλητική απόφαση του άρθρου 352 παρ. 3 του Κ.Π.Δ. για νέες αποδείξεις.

    Συνεπώς, και αυτή η τελευταία απόφαση μπορεί να ανακληθεί κατά τη νέα μετ' αναβολή συζήτηση της υποθέσεως. Η ανάκληση μπορεί να είναι και σιωπηρή, αν το δικαστήριο δεν εμμείνει στην προπαρασκευαστική του απόφαση και χωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης, αρκούμενο στις υπάρχουσες αποδείξεις, δεν έχει δε υποχρέωση να αιτιολογήσει, γιατί δεν θεωρεί πλέον αναγκαία την περαιτέρω συνέχιση της αναβολής για το λόγο που αρχικά είχε αναβάλει. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 8 του Νόμου 1882/1990 "Μάρτυρας παρίσταται ο κατά την ημερομηνία της δικασίμου προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ή τελωνείου ή υπάλληλος που υπηρετεί στην ίδια ή αντίστοιχη υπηρεσία. Η εμφάνιση του μάρτυρα στο ακροατήριο δεν είναι υποχρεωτική, εφόσον έχει λάβει χώρα έγγραφη ενημέρωση του αρμόδιου εισαγγελέα ή του δικαστηρίου εκ μέρους της Δ.Ο.Υ. σχετικά με τη διαδικαστική εξέλιξη της οφειλής, τρεις τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο". Η εν λόγω διάταξη όμως αφορά την υποχρέωση του μάρτυρα όσον αφορά την εμφάνιση και κατάθεσή του στο Δικαστήριο και ουδεμία δέσμευση γεννά στο Δικαστήριο. Κατ' ακολουθία τούτων ο δεύτερος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατά τα λοιπά οι εκτιθέμενες αιτιάσεις περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδεικτικών μέσων, καθόσον εξ αυτών συνάγονται, κατά την αναιρεσείουσα, αντίθετα συμπεράσματα από αυτά στα οποία κατέληξε το Δικαστήριο της ουσίας, είναι απαράδεκτες, ως αφορώσες την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του εν λόγω Δικαστηρίου, την οποίαν και επιχειρούν να πλήξουν με την επίφαση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της έλλειψης νόμιμης βάσης της προσβαλλόμενης απόφασης.

    Συνεπώς, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα και κατά παραδοχή του τρίτου λόγου αναίρεσης περί εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης και έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και έλλειψης νόμιμης βάσης, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ως βάσιμη στην ουσία της, αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους, που τη δίκασαν προηγουμένως (άρθρα 519 και 522 του Κ.Π.Δ.)

    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την απόφαση, με αριθμό 4611/2019, του Α' Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών.

    Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως.

    Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαρτίου 2020.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Μαρτίου 2020.

    Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


Πρόεδρος:Ιωάννης Μαγγίνας
Λήμματα:Μη καταβολή χρεών στο Δημόσιο ,Φορολογικά αδικήματα ,Τυποποίηση ,Πίνακας χρεών ,Μη συνυπολογισμός ,αιτιολογία ,Νόμιμη βάση ,Εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

 
Δημοσίευση:ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ
ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ

ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ


ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

Δικαστήριο :

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ

Τόπος :

ΑΘΗΝΑ

Αριθ. Απόφασης :

2

Ετος :

2022


Περίληψη

Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της μη καταβολής χρεών στο Δημόσιο (άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990), για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, έχουν ληφθεί υπόψη χρέη από αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, τα χρέη δε αυτά δεν αποτελούν πλέον μετά την 1η-7-2019, οπότε άρχισε να ισχύει ο νέος Ποινικός Κώδικας, κατά το άρθρο 469 αυτού, στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990.


Κείμενο Απόφασης

Αριθμός 2/2022

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασιλική Ηλιοπούλου, Κωνσταντίνα Μαυρικοπούλου-Εισηγήτρια, Μαρία Κουβίδου και 'Αννα Φωτοπούλου-Ιωάννου, Αρεοπαγίτες.

    Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Οκτωβρίου 2021, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Αθανασίου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Κ. Τ. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίου δικηγόρου του Ευαγγελίας Παπανδρέου, για αναίρεση της υπ'αριθ. 2025/2020 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην από 16.09.2020 κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκήθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Εφετείου Αθηνών, Γεωργίας Κτενά-Κατσάρα, έλαβε αριθμό Ε.Μ. 66/2020 και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 997/2020.

    Αφού άκουσε

Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η αίτηση, να επιβληθούν τα έξοδα στον αναιρεσείοντα και την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

    ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990 θεσπίσθηκε η ποινική ευθύνη από την μη καταβολή προς το Δημόσιο χρεών, που είναι βεβαιωμένα στις δημόσιες υπηρεσίες και ειδικότερα από την παραβίαση της προθεσμίας καταβολής τους, κατά τις ισχύουσες εκάστοτε διατάξεις, αναλόγως του αν αυτά είναι καταβλητέα εφάπαξ ή με δόσεις, έτσι ώστε η ποινική μεταχείριση να διαφοροποιείται ως προς το χρονικό σημείο έναρξης της ποινικής ευθύνης του υπαιτίου, αλλά και ως προς το ύψος του ποσού του χρέους. Ακολούθως, το άνω άρθρο (25 Ν. 1882/1990) αντικαταστάθηκε από το άρθρο 23 του Ν. 2523/1997, με το οποίο, αφενός μεν ποινικοποιήθηκε η μη καταβολή χρεών και προς τρίτους (πλην ιδιωτών), που εισπράττονται από τις δημόσιες υπηρεσίες ή τα τελωνεία και, αφετέρου, αυξήθηκε το ύψος του οφειλόμενου ποσού, που καθιστά αξιόποινη την πράξη της μη καταβολής. Εν συνεχεία η παρ. 1 του άρθρου 25 συμπληρώθηκε με το άρθρο 34 του Ν. 3016/2002 (ΦΕΚ 110/17.5.2002) και ακολούθως το ίδιο άρθρο αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρ. 34 του Ν. 3220/2004 (ΦΕΚ Α' 15/28.1.2004). Μετά την τελευταία αντικατάσταση, το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπροθέσμων εσόδων στις ΔΟΥ και τα τελωνεία, κατά τον, ως κατωτέρω, χρόνο καταβολής των επίδικων χρεών, 1) αντιμετωπίσθηκε ενιαία ως προς το χρόνο είσπραξής τους, ορισθέντος, ότι χρόνος είσπραξης είναι ο χρόνος της συμπλήρωσης τεσσάρων μηνών από τότε που έπρεπε να καταβληθεί το χρέος, ανεξάρτητα από τον τρόπο καταβολής των χρεών, εφάπαξ ή σε δόσεις, 2) στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής, για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη, υπολογίζονται μαζί με τη βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις από τόκους και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, 3) οι ποινές καθορίσθησαν βάσει του κατώτερου ποσού συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής, ανεξάρτητα από το είδος του χρέους και 4) αυξήθηκαν τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή, για τα οποία ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη, ορισθέντος έτσι ότι: "1. Η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Η πράξη μπορεί να κριθεί ατιμώρητη, εάν το ποσό που οφείλεται εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό.". Επακολούθησε ο ν. 3943/2011, με το άρθρο 3 του οποίου αντικαταστάθηκε η παρ. 1 του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 και ορίσθηκε ότι: "1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) έως ένα έτος, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, που αναφέρεται στην παράγραφο 5, υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, δ) τριών τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ". Ακολούθως εκδόθηκε ο Ν. 4321/21-3-2015 "Ρυθμίσεις για την επανεκκίνηση της οικονομίας", με το άρθρο 20 του οποίου η παράγραφος 1 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 αντικαταστάθηκε ως εξής. "1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στη Φορολογική Διοίκηση χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) μηνών τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) Ενός (1) τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ. β) Τριών (3) τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ. Η ποινική δίωξη ασκείται ύστερα από αίτηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή των Ελεγκτικών Κέντρων ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους, που συνοδεύεται υποχρεωτικά από πίνακα χρεών, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων. Η πράξη μπορεί να κριθεί ατιμώρητη, εάν το ποσό που οφείλεται εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό.". Τέλος, με το άρθρο 8 του Ν. 4337/17-10-2015 προστέθηκε νέο Κεφάλαιο δωδέκατο στο Ν. 4174/2013, με το άρθρο 71 παρ. 2 του οποίου ορίσθηκε, ότι "τα ποσά των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ και των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, των περιπτώσεων α' και β', αντίστοιχα, της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του νόμου 1882/1990 ("Ποινικό αδίκημα μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους"), όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, αντικαθίστανται από τα ποσά των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ και διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ, αντίστοιχα.". Μετά την υποβολή στον εισαγγελέα της σχετικής αίτησης του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. κ.λπ., που συνοδεύεται από τον πίνακα βεβαιωμένων χρεών, ασκείται ξεχωριστή ποινική δίωξη που περιλαμβάνει, ως μία ενιαία πράξη, τη μη καταβολή του αναφερόμενου στον πίνακα συνολικού χρέους, το οποίο μπορεί να προέρχεται από οποιαδήποτε αιτία, χωρίς να έχει πλέον οποιαδήποτε έννομη σημασία το ύψος και η αιτία προέλευσης καθενός από τα μερικότερα χρέη. Δεν πρόκειται για κατ' εξακολούθηση έγκλημα, δηλαδή για περισσότερες, προσβάλλουσες διαφορετικές μονάδες του ίδιου έννομου αγαθού, απέχουσες χρονικά και συνεχόμενες μεταξύ τους λόγω της ενότητας δόλου του δράστη και αντιστοιχούσες σε ισάριθμα βεβαιωμένα και μη εξοφλημένα χρέη του πίνακα, ομοειδείς πράξεις, αλλά για μία και μόνη, τελούμενη με τη συμπλήρωση τετραμήνου από τον χρόνο που το χρέος έπρεπε να καταβληθεί, αξιόποινη πράξη, στην οποία τυποποιείται η καθυστέρηση καταβολής του αθροίσματος των περιεχόμενων στον πίνακα βεβαιωμένων χρεών. Πρόκειται δηλαδή για ιδιότυπο αθροιστικό έγκλημα, του οποίου η αντικειμενική υπόσταση συναπαρτίζεται από τα οριζόμενα στο νόμο στοιχεία και από δημόσια χρέη του υπαιτίου, που συναθροίζονται και ενιαιοποιούνται για τη νομοτυπική του συγκρότηση, χωρίς να περιέχει στοιχεία εξακολουθητικής, κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, τέλεσης, που χαρακτηρίζουν το αθροιστικό έγκλημα. Από όσα προαναφέρθηκαν παρέπεται: 1) Ότι, αφού πρόκειται για έγκλημα που τελείται εφάπαξ και όχι εξακολουθητικά, κατά λογική και νομική αναγκαιότητα, ως χρόνος τέλεσης αυτού νοείται η συμπλήρωση τετραμήνου από τον χρόνο ταμειακής βεβαίωσης (από και με την οποία η σχετική αστική αξίωση γίνεται ληξιπρόθεσμη) του μερικότερου χρέους με τη χρονικά εγγύτερη ταμειακή βεβαίωση προς τη σύνταξη του συνοδεύοντος την αίτηση για άσκηση της ποινικής δίωξης οικείου πίνακα χρεών. Ο χρόνος αυτός καλύπτει και τους αντίστοιχους χρόνους των υπόλοιπων, εχόντων προγενέστερες ταμειακές βεβαιώσεις, χρεών, τα οποία, κατά την έννοια του νόμου, συσσωματώνονται σε ένα και μόνο αθροιστικό χρέος. Και 2) Ότι τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του σχετικού εγκλήματος είναι α) η μη καταβολή των βεβαιωμένων στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. ή στα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο και τα λοιπά αναφερόμενα πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα από οποιαδήποτε αιτία, β) η παρέλευση τετραμήνου από τον χρόνο που έπρεπε το χρέος να καταβληθεί και γ) το συνολικό άθροισμα των μερικότερων χρεών, με κάθε είδους τόκους και προσαυξήσεις, κατά τον χρόνο σύνταξης του οικείου πίνακα χρεών να υπερβαίνει το οριζόμενο από τον νόμο χρηματικό ποσό με τις διακρίσεις και κλιμακώσεις που προαναφέρθηκαν, ενώ για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται δόλος (πρόθεση) με την έννοια του άρθρου 27 παρ. 1 Π.Κ., ο οποίος πρέπει να καλύπτει όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, αφού δεν καθορίζεται στην οικεία διάταξη άλλη μορφή υπαιτιότητας (άμεσος ή υπερχειλής δόλος). Έτσι, κρίσιμα στοιχεία θεμελίωσης του σχετικού εγκλήματος, που πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, για να υπάρχει η απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, είναι: α) Η αρμόδια αρχή που βεβαίωσε το χρέος, β) το ύψος του χρέους, γ) ο τρόπος πληρωμής του, δ) ο ακριβής χρόνος καταβολής του χρέους και ε) η μη πληρωμή του ενοποιημένου χρέους κατά τη λήξη του τετραμήνου από τον χρόνο που αυτό έπρεπε να καταβληθεί, οπότε προσδιορίζεται έμμεσα και ο χρόνος τέλεσης της πράξης. Εξάλλου, ως χρόνος βεβαίωσης του χρέους νοείται ο χρόνος της υπό ευρεία έννοια βεβαίωσης, με την οποία προσδιορίζεται η σχετική χρηματική οφειλή (ως προς το είδος, το ποσό και τον υποκείμενό της) και εγγράφεται από τον προϊστάμενο της ΔΟΥ ή από άλλο αρμόδιο όργανο στους τηρούμενους καταλόγους (φορολογικούς κλπ.). Αυτή συνιστά την ατομική διοικητική πράξη και τον εκτελεστό νόμιμο τίτλο σε βάρος του οφειλέτη. Ως χρόνος καταβολής του χρέους νοείται, όμως, ο χρόνος της υπό στενή έννοια (ταμειακής) βεβαίωσής του, με την οποία αυτό καταγράφεται στο βιβλίο εισπρακτέων εσόδων και εμφανίζεται ως δημόσιο έσοδο, κατά την έννοια του άρθρου 1 του ΚΕΔΕ, καθιστώντας (κατά κανόνα) ταμειακά ληξιπρόθεσμη τη σχετική απαίτηση και εφικτή την κίνηση της εκτελεστικής διαδικασίας με την αποστολή ατομικής ειδοποίησης στον αναγραφόμενο οφειλέτη για την αναγκαστική είσπραξη της εκτελούμενης χρηματικής αξίωσης από αυτόν και από όσους τυχόν συνευθύνονται με αυτόν για το βεβαιωμένο χρέος. Τέλος, στο άρθρο 469 του νέου Π.Κ., που ισχύει, όπως προαναφέρθηκε, από 1-7-2019, ορίζεται ότι "Μετά το εδάφιο β' της παρ. 1 του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 προστίθεται εδάφιο γ' ως εξής: "Στην αίτηση και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου, τα χρέη που προέρχονται από τη μη εκτέλεση χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο και οι σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκοι και λοιπές επιβαρύνσεις, καθώς και τα χρέη από τα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις". Κατ' αυτόν τον τρόπο με την τελευταία διάταξη του νέου Ποινικού Κώδικα επαναρρυθμίζεται το προβλεπόμενο στο άρθρο 25 του ν. 1882/1990 ποινικό αδίκημα της μη καταβολής βεβαιωμένων στη Φορολογική Διοίκηση χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, καθώς και τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αφού ρητά ορίζεται, ότι στις (νέες) αιτήσεις και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών, κατά το άρθρο αυτό, δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ποινικής ευθύνης του προσώπου οι οφειλές που αφορούν: α) χρέη που προέρχονται από τη μη εκτέλεση (αμιγώς) χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο και οι σχετικές με αυτές προσαυξήσεις, τόκοι και λοιπές επιβαρύνσεις και τούτο, διότι, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση της μεταβατικής αυτής διάταξης, η μη καταβολή της επιβληθείσας χρηματικής ποινής καταργείται πλέον ως αυτοτελές αδίκημα του άρθρου 25 του ν. 1882/1990, καθώς δυνάμει της διάταξης της παραγράφου 6 του άρθρου 80 του νέου Ποινικού Κώδικα, το δικαστήριο μαζί με τη χρηματική ποινή ορίζει ποινή στερητική της ελευθερίας, η οποία θα πρέπει να εκτιθεί από τον καταδικασθέντα, εάν δεν καταβάλλεται η χρηματική ποινή και β) χρέη που προέρχονται από τα φορολογικά αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του ν. 4174/2013 (ΚΦΔ), μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις και τούτο, διότι, σύμφωνα με την ίδια ως άνω αιτιολογική έκθεση, θεραπεύεται το άτοπο της διπλής αξιολόγησης των αξιόποινων φορολογικών παραβάσεων, ήτοι, τόσο κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 1882/1990, όσο και κατά τις διατάξεις του άρθρου 66 του ν. 4174/2013 σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 8 του Ν. 4337/2015. Ως εκ τούτου, τα ποσά που αποτελούν το αποκομισθέν ή το επιδιωχθέν προϊόν των εν λόγω φορολογικών παραβάσεων αποκλείονται πλέον από την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος του άρθρου 25 του ν. 1882/1990, δεδομένου ότι η μη καταβολή αυτών τυποποιείται ήδη ποινικά από το άρθρο 66 του ΚΦΔ. Τέτοια αποκλειόμενα χρηματικά ποσά - χρέη, τα οποία εμπίπτουν στα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, είναι τα προερχόμενα από την αποφυγή πληρωμής φόρου εισοδήματος (που προβλεπόταν από το άρθρο 17 παρ. 1 του Ν. 2523/1997), ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) ή ειδικού φόρου ακινήτων (ΕΦΑ), από την απόκρυψη από τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης φορολογητέων εισοδημάτων από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσιακών στοιχείων, ιδίως με την παράλειψη υποβολής δήλωσης ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης ή με την καταχώρηση στα λογιστικά αρχεία εικονικών (ολικά ή μερικά) δαπανών ή με την επίκληση στη φορολογική δήλωση τέτοιων δαπανών, ώστε να μην εμφανίζεται φορολογητέα ύλη ή να εμφανίζεται αυτή μειωμένη, από τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση, συμψηφισμό ή έκπτωση του φόρου προστιθέμενης αξίας (που προβλεπόταν από το άρθρο 18 παρ. 1 του Ν. 2523/1997), του φόρου κύκλου εργασιών, του φόρου ασφαλίστρων και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, από τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση, συμψηφισμό ή έκπτωση ή λήψη επιστροφής με παραπλάνηση της Φορολογικής Διοίκησης με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων, καθώς και τη διακράτηση τέτοιων φόρων, τελών ή εισφορών, από τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση στο Δημόσιο του φόρου πλοίων, από την έκδοση και αποδοχή πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων (που προβλεπόταν από το άρθρο 19 παρ. 1 του Ν. 2523/1997) και από τη μη έκδοση ή έκδοση ανακριβώς των προβλεπόμενων από το ΠΔ 186/1992 (Κ.Β.Σ.) στοιχείων κατά την πώληση ή διακίνηση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών κ.λπ. (που προβλεπόταν από το άρθρο 19 παρ. 5 του Ν. 2523/1997), μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις, όπως είναι τα πρόστιμα. Ακόμη, η επιβληθείσα με τις διατάξεις του άρθρου 31 του Ν. 3986/2011 ετήσια επί του εισοδήματος φορολογική επιβάρυνση (τέλος επιτηδεύματος), που ορίζεται σε πάγιο, κατά κατηγορία υποχρέων, ποσό, στους επιτηδευματίες και στους ασκούντες ελεύθερο επάγγελμα, που τηρούν βιβλία Β' και Γ' κατηγορίας του Κ.Β.Σ., θεσπίστηκε ως φόρος επί του εισοδήματος. Ο νομοθέτης στηρίχθηκε στην παραδοχή ότι η άσκηση επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας, υπό συγκεκριμένες συνθήκες που περιγράφονται στον νόμο, αποφέρει ένα ελάχιστο ποσό ετήσιου εισοδήματος, στο οποίο αντιστοιχεί, ως ελάχιστη φορολογική επιβάρυνση, το προβλεπόμενο πάγιο ποσό φόρου (ΣτΕ 89/2019). Έτσι, η αποφυγή πληρωμής του τέλους επιτηδεύματος, που αποτελεί φόρο επί του εισοδήματος, τυποποιείται επίσης στα εγκλήματα φοροδιαφυγής του άρθρου 66 του Κ.Φ.Δ, οπότε δεν συμπεριλαμβάνεται και δεν υπολογίζεται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου στην αίτηση και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται για την άσκηση ποινικής δίωξης από τον Προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. ή τα Ελεγκτικά Κέντρα ή το Τελωνείο προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους. Συνεπώς, εφόσον η προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 469 του Ν.Π.Κ., όπου αναφέρεται, ότι στην αίτηση και τον συνοδεύοντα αυτή πίνακα χρεών, που υποβάλλονται από τα προαναφερθέντα πρόσωπα προς άσκηση ποινικής δίωξης (άρ. 25 παρ. 1 εδ. β' του Ν. 1882/1990), δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου τα παραπάνω χρέη με τις προσαυξήσεις τους κ.λπ. από τα τυποποιούμενα στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας αδικήματα, είναι ευμενέστερη, η πράξη της μη καταβολής των χρεών αυτών στο Δημόσιο έχει καταστεί ανέγκλητη (ΑΠ 655/2020, ΑΠ 1616/2019, ΑΠ 436/2020, ΑΠ 343/2020).

    Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης, υπ' αριθμό 2025/2020, απόφασής του, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευόμενων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα επί λέξη πραγματικά περιστατικά, αναφορικά με την πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, που αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης: "Στις ..., την 1.10.2012, ο κατηγορούμενος, όντας οφειλέτης του Δημοσίου και ενώ τα χρέη του κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά την ισχύ του Ν. 3220/2004, με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή χρεών προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα τεσσάρων μηνών, το δε ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις υπερβαίνει τα 100.000 ευρώ. Συγκεκριμένα, ενώ είχαν βεβαιωθεί σε βάρος του, με την ιδιότητά του ως διαχειριστή της εδρεύουσας στις ... εταιρείας με την επωνυμία "..." διάφορα χρέη υπέρ του Δημοσίου στη Δ.Ο.Υ …, όπως ακριβώς αναφέρονται στις εγγραφές με στοιχεία 1, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 14, 15, 16 στον συνημμένο πίνακα χρεών της παραπάνω Δ.Ο.Υ (αρ. ειδ. βιβλίου …/2013) και συνοδεύει ως αναπόσπαστο μέρος αυτής την από 3.4.2013 μηνυτήρια αναφορά του Προϊσταμένου της πιο πάνω Δ.Ο.Υ, ηθελημένα δεν κατέβαλε ποσό ευρώ #181.132,38# ευρώ, που αφορά τα ως άνω βεβαιωμένα χρέη αυτού προς το Δημόσιο. Ειδικότερα, στις προαναφερόμενες εγγραφές, σύμφωνα με το συνημμένο πίνακα χρεών που ακολουθεί, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος οφείλει ειδικότερα τα ακόλουθα ποσά: 1) Σύμφωνα με τη με αύξοντα αριθμό 1 εγγραφή το ποσόν μαζί με τις προσαυξήσεις των 3.205,73 ευρώ, που αφορά "εισόδημα περαίωση Ν. 3697/2008", ήτοι χρέος που δεν τυποποιείται στο άρθρο 66 του ΚΦΔ, αφού προέκυψε από δήλωση του φορολογουμένου - κατηγορουμένου, χωρίς έλεγχο, ώστε να βρεθεί αναληθής και να προκύψει φοροδιαφυγή, 3) Σύμφωνα με τη με αύξοντα αριθμό 3 εγγραφή το ποσόν μαζί με τις προσαυξήσεις των 5.515,61 ευρώ, που αφορά "ΠΡΟΣΤΙΜΟ Κ.Β.Σ. ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΒΕΒΑΙΩΣΗ", ήτοι πρόστιμο της ΔΟΥ για έκδοση αθεώρητων στοιχείων που δεν προέκυψε μετά από έλεγχο και ως εκ τούτου δεν τυποποιείται στο άρθρο 66 του ΚΦΔ ... 4) Σύμφωνα με τη με αύξοντα αριθμό 4 εγγραφή το ποσόν μαζί με τις προσαυξήσεις των 5.515,61 ευρώ, που αφορά "ΠΡΟΣΤΙΜΟ Κ.Β.Σ. ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΒΕΒΑΙΩΣΗ", ήτοι πρόστιμο της ΔΟΥ για έκδοση αθεώρητων στοιχείων που δεν προέκυψε μετά από έλεγχο και ως εκ τούτου δεν τυποποιείται στο άρθρο 66 του ΚΦΔ ... 5) Σύμφωνα με τη με αύξοντα αριθμό 5 εγγραφή το ποσόν μαζί με τις προσαυξήσεις των 112.066,17 ευρώ, που αφορά "Φ.Π.Α. ΠΕΡΑΙΩΣΗ Ν. 3697/2008", ήτοι χρέος που δεν τυποποιείται στο όρθρο 66 του ΚΦΔ, αφού προέκυψε από δήλωση του φορολογουμένου - κατηγορουμένου, χωρίς έλεγχο, ώστε να βρεθεί αναληθής και να προκύψει φοροδιαφυγή, 6) Σύμφωνα με τη με αύξοντα αριθμό 6 εγγραφή το ποσόν μαζί με τις προσαυξήσεις των 7.799,44 ευρώ, που αφορά "ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΠΕΡΑΙΩΣΗ Ν. 3697/2008", ήτοι χρέος που δεν τυποποιείται στο άρθρο 66 του ΚΦΔ, αφού προέκυψε από δήλωση του φορολογουμένου - κατηγορουμένου, χωρίς έλεγχο, ώστε να βρεθεί αναληθής και να προκύψει φοροδιαφυγή, 7) Σύμφωνα με τη' με αύξοντα αριθμό 7 εγγραφή το ποσόν μαζί με τις προσαυξήσεις των 4.024,03 ευρώ, που αφορά "ΠΡΟΣΠΜΟ Κ.Β.Σ. ΠΕΡΑΙΩΣΗ Ν. 3697/2008", ήτοι χρέος που δεν τυποποιείται στο όρθρο 66 του ΚΦΔ, αφού προέκυψε από δήλωση του φορολογουμένου - κατηγορουμένου, χωρίς έλεγχο, ώστε να βρεθεί αναληθής και να προκύψει φοροδιαφυγή, 8) Σύμφωνα με τη με αύξοντα αριθμό 8 εγγραφή το ποσόν μαζί με τις προσαυξήσεις των 4.024,03 ευρώ, που αφορά "ΠΡΟΣΗΜΟ Κ.Β.Σ. ΠΕΡΑΙΩΣΗ" Ν. 3697/2008", ήτοι χρέος που δεν τυποποιείται στο όρθρο 66 του ΚΦΔ, αφού προέκυψε από δήλωση του φορολογουμένου - κατηγορουμένου, χωρίς έλεγχο, ώστε να βρεθεί αναληθής και να προκύψει φοροδιαφυγή, 9) Σύμφωνα με τη με αύξοντα αριθμό 9 εγγραφή το ποσόν μαζί με τις προσαυξήσεις των 3.772,56 ευρώ, που αφορά "ΠΡΟΣΤΙΜΟ Κ.Β.Σ. ΠΕΡΑΙΩΣΗ Ν. 3697/2008", ήτοι χρέος που δεν τυποποιείται στο άρθρο 66 του ΚΦΔ, αφού προέκυψε από δήλωση του φορολογουμένου - κατηγορουμένου, χωρίς έλεγχο, ώστε να βρεθεί αναληθής και να προκύψει φοροδιαφυγή, 10) Σύμφωνα με την με αύξοντα αριθμό 10 εγγραφή το ποσόν μαζί με τις προσαυξήσεις των 27,80 ευρώ, που αφορά "Ε.Δ.Ε. ΕΞΟΔΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ", ήτοι χρέος που δεν τυποποιείται στο άρθρο 66 του ΚΦΔ, 14) Σύμφωνα με τη με αύξοντα αριθμό 14 εγγραφή το ποσόν μαζί με τις προσαυξήσεις των 16.373,29 ευρώ, που αφορά "ΠΡΟΣΤΙΜΟ Κ.Β.Σ. ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΒΕΒΑΙΩΣΗ", ήτοι χρέος που δεν τυποποιείται στο άρθρο 66 του ΚΦΔ, αφού προέκυψε από δήλωση του .φορολογουμένου - κατηγορουμένου, χωρίς έλεγχο, ώστε να βρεθεί αναληθής και να προκύψει φοροδιαφυγή, 15) Σύμφωνα με τη με αύξοντα αριθμό 15 εγγραφή το ποσόν μαζί με τις προσαυξήσεις των 17.399,14 ευρώ, που αφορά "ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΠΕΡΑΙΩΣΗΣ Ν. 3888/2010", ήτοι χρέος που δεν τυποποιείται στο άρθρο 66 του ΚΦΔ, αφού προέκυψε από δήλωση του φορολογουμένου - κατηγορουμένου, χωρίς έλεγχο, ώστε να βρεθεί αναληθής και να προκύψει φοροδιαφυγή και 16) Σύμφωνα με τη με αύξοντα αριθμό 16 εγγραφή το ποσόν μαζί με τις προσαυξήσεις των 1.408,97 ευρώ, που αφορά "Φ.Π.Α. ΠΕΡΑΙΩΣΗ Ν. 3888/2010", ήτοι χρέος που δεν τυποποιείται στο άρθρο 66 του ΚΦΔ, αφού προέκυψε από δήλωση του φορολογουμένου - κατηγορουμένου, χωρίς έλεγχο, ώστε να βρεθεί αναληθής και να προκύψει φοροδιαφυγή. Αντίθετα, στις εγγραφές με αύξοντες αριθμούς 2, 11, 12, 13 και 17 του επίμαχου πίνακα αναφέρονται χρέη, συνολικού ποσού 189.877,9 ευρώ, τα οποία ο κατηγορούμενος δεν κατέβαλε, πλην όμως αυτά τυποποιούνται στο άρθρο 66 του ΚΦΔ και συνεπώς, ... κατ' εφαρμογή των άρθρων 2 § 1 και 469 του νέου ΠΚ, πρέπει να μην υπολογισθούν για τον προσδιορισμό της ευθύνης του. Ειδικότερα, στις προαναφερόμενες εγγραφές αναφέρονται τα ακολούθα χρέη: 2) Στη με αριθμό 2 εγγραφή αναφέρεται ποσόν μαζί με τις προσαυξήσεις 182.618,70 ευρώ, που αφορά "Φ.Π.Α. ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΒΕΒΑΙΩΣΗ", ήτοι χρέος που τυποποιείται στο άρθρο 66 του ΚΦΔ, 11) στη με αριθμό 11 εγγραφή αναφέρεται ποσόν μαζί με τις προσαυξήσεις 5.889,76 ευρώ, που αφορά "Φ.Π.Α. ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΒΕΒΑΙΩΣΗ", ήτοι χρέος που τυποποιείται στο άρθρο 66 του ΚΦΔ, 12) στη με αριθμό 12 εγγραφή αναφέρεται ποσόν μαζί με τις προσαυξήσεις 510,72 ευρώ, που αφορά "ΠΡΟΣΤΙΜΟ Φ.Π.Α.", ήτοι χρέος που τυποποιείται στο άρθρο 66 του ΚΦΔ, 13) στη με αριθμό 13 εγγραφή αναφέρεται ποσόν μαζί με τις προσαυξήσεις 510,72 ευρώ, που αφορά "ΠΡΟΣΠΜΟ Φ.Π.Α.", ήτοι χρέος που τυποποιείται στο άρθρο 66 του ΚΦΔ και 17) στη με αριθμό 17 εγγραφή αναφέρεται ποσόν μαζί με τις προσαυξήσεις 348 ευρώ, που αφορά "ΕΙΣΦΟΡΕΣ & ΤΕΛΟΣ ΕΠΙΤΗΔΕΥΜΑΤΟΣ Ν. 3986/2011", ήτοι χρέος που τυποποιείται στο άρθρο 66 του ΚΦΔ. Επομένως, μετά την αφαίρεση των παραπάνω ποσών, συνολικού ύψους 189.877,90 ευρώ, που αφορούν χρέη τα οποία τυποποιούνται στο άρθρο 66 του ΚΦΔ, υπολείπεται ποσόν 181.132,38 (371.010,28 - 189.877,90) ευρώ, το οποίο αφορά χρέη προς το Δημόσιο και ο κατηγορούμενος δεν τα έχει ρυθμίσει ούτε τα έχει εξοφλήσει μέχρι σήμερα, όπως προκύπτει από την υπ' αριθ. πρωτ. .../11-6-2020 βεβαίωση της ΔΟΥ …. Επίσης, σύμφωνα με την ανωτέρω βεβαίωση και το συνημμένο σε αυτήν με αριθμό πρωτοκόλλου 150/7-1-2019 έγγραφο της ΔΟΥ …, ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί μερικής καταβολής των χρεών αυτών δεν αποδεικνύεται βάσιμος καθόσον τα ποσά που έχει καταβάλει ο κατηγορούμενος έχουν πιστωθεί σε άλλες οφειλές της ως άνω εταιρείας και όχι στις οφειλές του επίμαχου πίνακα. Σημειώνεται δε ότι στο έγγραφο της ΔΟΥ ... αναφέρονται ορισμένα και συγκεκριμένα τα ποσά που έχουν καταβληθεί καθώς και για ποια χρέη πιστώθηκαν αυτά. Τέλος, ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι στον ερευνώμενο πίνακα χρεών της επίμαχης ποινικής δίωξης περιλαμβάνονται διπλοεγγραφές χρεών πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσία αβάσιμος, σύμφωνα και με την κατάθεση της μάρτυρος κατηγορίας. Ειδικότερα, οι εγγραφές με αύξοντες αριθμούς 3 και 4, που αναφέρουν ως χρέος το ίδιο ποσόν των 5.515,61 ευρώ, αφορούν σε διαφορετικά χρέη και συγκεκριμένα το υπ' αριθ. 3 χρέος αφορά στην υπ' αριθ. 48/2009 απόφαση επιβολής προστίμου για χρήση του έτους 2008, ενώ το υπ' αριθ. 4 χρέος αφορά στην υπ' αριθ. 47/2009 απόφαση επιβολής για χρήση του έτους 2007. Επίσης, οι εγγραφές με αύξοντες αριθμούς 7 και 8, που αναφέρουν ως χρέος το ίδιο ποσόν των 4.024,03 ευρώ, αφορούν σε διαφορετικά χρέη και συγκεκριμένα το υπ' αριθ. 7 χρέος αφορά στην υπ' αριθ. 45/2009 απόφαση επιβολής προστίμου για χρήση του έτους 2005, ενώ το υπ' αριθ. 8 χρέος αφορά στην υπ' αριθ. 46/2009 απόφαση επιβολής για χρήση του έτους 2006. Τέλος, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο δόλος του κατηγορουμένου δεν αναιρείται από την κήρυξή του σε πτώχευση δυνάμει της υπ' αρ. 310/20-3-2006 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (με χρόνο παύσης πληρωμών την 20-3-2004) και με κήρυξη παύσης των εργασιών δυνάμει της υπ' αριθ. 1945/1999 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Τούτο δε διότι δεν προκύπτει ποια η οικονομική του κατάσταση του μετά το έτος 2008, όταν και βεβαιώθηκαν σε βάρος του οι οφειλές από τη Δ.Ο.Υ. (ΑΠ 492/2011 ΝΟΜΟΣ). Ο δε δόλος του, ο οποίος είναι ο κοινός δόλος, αυτός ενυπάρχει στη θέληση του να πραγματώσει την προαναφερθείσα πράξη του, την οποία και τέλεσε, ενώ η προηγούμενη πτώχευσή του, η οποία άλλωστε έληξε πριν τη βεβαίωση των χρεών δεν αναιρεί το δόλο του. Κατόπιν αυτών, αφού απορριφθούν όλοι οι προαναφερόμενοι ισχυρισμοί και ενστάσεις του κατηγορουμένου, πρέπει να γίνει μερικώς δεκτός ο προβληθείς από αυτόν αυτοτελής ισχυρισμός του άρθρου 469 του ΠΚ και να καταδικασθεί ο κατηγορούμενος για την αξιόποινη πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, συνολικού ποσού 181.132,38 ευρώ".

    Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα, για την παραπάνω πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, δεχόμενο εν μέρει τον αυτοτελή ισχυρισμό του, κατ' άρθρο 469 του ΠΚ περί τυποποίησης των χρεών του πίνακα με τους αύξοντες αριθμούς: 2) Φ.Π.Α. ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΒΕΒΑΙΩΣΗ, 11) Φ.Π.Α. ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΒΕΒΑΙΩΣΗ, 12) ΠΡΟΣΤΙΜΟ Φ.Π.Α., 13) ΠΡΟΣΤΙΜΟ Φ.Π.Α. και 17) ΕΙΣΦΟΡΕΣ & ΤΕΛΟΣ ΕΠΙΤΗΔΕΥΜΑΤΟΣ, στο άρθρο 66 του ΚΦΣ, τα οποία δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του και επέβαλε σ' αυτόν ποινή φυλάκισης δύο (2) ετών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί μία τριετία, με το ακόλουθο διατακτικό: "ΚΗΡΥΣΣΕΙ αυτόν ΕΝΟΧΟ και συγκεκριμένα: "Στις ..., την 1.10.2012, ο κατηγορούμενος, όντας οφειλέτης του Δημοσίου και ενώ τα χρέη του κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά την ισχύ του Ν. 3220/2004, με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή χρεών προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα τεσσάρων μηνών, το δε ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις υπερβαίνει τα 100.000 ευρώ. Συγκεκριμένα, ενώ είχαν βεβαιωθεί σε βάρος του, με την ιδιότητά του ως διαχειριστή της εδρεύουσας στις ... εταιρείας με την επωνυμία "..." διάφορα χρέη υπέρ του Δημοσίου στη Δ.Ο.Υ ..., όπως ακριβώς αναφέρονται στις εγγραφές με στοιχεία 1, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 14, 15, 16 στον συνημμένο πίνακα χρεών της παραπάνω Δ.Ο.Υ (αρ.ειδ.βιβλίου …/2013) και συνοδεύει ως αναπόσπαστο μέρος αυτής την από 3.4.2013 μηνυτήρια αναφορά του Προϊσταμένου της πιο πάνω Δ.Ο.Υ, ηθελημένα δεν κατέβαλε ποσό ευρώ #181.132,38# ευρώ, που αφορά τα ως άνω βεβαιωμένα χρέη αυτού προς το Δημόσιο. ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΠΙΝΑΚΑΣ ΧΡΕΩΝ Από την επισκόπηση του προαναφερόμενου πίνακα χρεών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της μη καταβολής χρεών στο Δημόσιο (άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990), για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, έχουν ληφθεί υπόψη χρέη από αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, τα χρέη δε αυτά δεν αποτελούν πλέον μετά την 1η-7-2019, οπότε άρχισε να ισχύει ο νέος Ποινικός Κώδικας, κατά το άρθρο 469 αυτού, στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη. Ειδικότερα, τα χρέη αυτά είναι τα έχοντα τους ακόλουθους αύξοντες αριθμούς: 1) ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΠΕΡΑΙΩΣΗ Ν.3697/2008, 3) ΠΡΟΣΤΙΜΟ Κ.Β.Σ. ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΒΕΒΑΙΩΣΗ, 4) ΠΡΟΣΤΙΜΟ Κ.Β.Σ. ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΒΕΒΑΙΩΣΗ, 5) Φ.Π.Α. ΠΕΡΑΙΩΣΗ Ν.3697/2008, 6) ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΠΕΡΑΙΩΣΗ Ν.3697/2008, 7) ΠΡΟΣΤΙΜΟ Κ.Β.Σ. ΠΕΡΑΙΩΣΗ Ν.3697/2008, 8) ΠΡΟΣΤΙΜΟ Κ.Β.Σ. ΠΕΡΑΙΩΣΗ Ν. 3697/2008, 9) ΠΡΟΣΤΙΜΟ Κ.Β.Σ. ΠΕΡΑΙΩΣΗ Ν.3697/2008, 14) ΠΡΟΣΤΙΜΟ Κ.Β.Σ. ΠΕΡΑΙΩΣΗ Ν. 3697/2008, 15) ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΠΕΡΑΙΩΣΗ Ν.3888/2010, 16) Φ.Π.Α. ΠΕΡΑΙΩΣΗ Ν.3888/2010. Όμως, αφού ισχύει, κατά τα προαναφερθέντα, ο νέος Ποινικός Κώδικας (Ν. 4619/2019), στο άρθρο 469 του οποίου περιέχεται η παραπάνω επιεικέστερη διάταξη, κατά την οποία τα χρέη από αδικήματα, που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, όπως όλα τα παραπάνω, ανεξάρτητα από το ποσό τους, δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος, καθίσταται πλέον ανέγκλητη η ως άνω πράξη και, εφόσον η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή, ως νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκηθείσα και ως περιέχουσα ορισμένους και παραδεκτούς λόγους από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α', Δ' και Ε' του Κ.Ποιν.Δ., την απόλυτη ακυρότητα, την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, συντρέχει νόμιμη περίπτωση αυτεπάγγελτης εφαρμογής από τον Άρειο Πάγο του ως άνω επιεικέστερου νόμου, που άρχισε να ισχύει από 1.7.2019. Περαιτέρω, σύμφωνα με τον ίδιο ως άνω πίνακα, το συνολικό ποσό των υπόλοιπων χρεών δεν υπερβαίνει το ποσό των 100.000 ευρώ, που κατά το άρθρο 25 παρ. 1α' του Ν. 1882/1990 απαιτείται για να είναι αξιόποινη η πράξη. Ειδικότερα το ποσό του υπόλοιπου χρέους του εν λόγω πίνακα, με τον αύξοντα αριθμό 10) που ανέρχεται σε 27,80 ευρώ αφορά "Ε.Δ.Ε. έξοδα διοικητικής εκτέλεσης, ήτοι χρέος που δεν τυποποιείται στο άρθρο 66 του ΚΦΣ.

    Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων αναιρέσεως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να κηρυχθεί ο αναιρεσείων αθώος για την πιο πάνω εφάπαξ διαπραττόμενη πράξη της μη καταβολής προς το Δημόσιο του ενοποιημένου χρέους, για το οποίο καταδικάστηκε, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπ' αριθμό 2025/2020 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και -

    Κηρύσσει αθώο τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο, Κ. Τ. του Γ., κάτοικο ..., για το ότι: "Στις ..., την 1.10.2012, ο κατηγορούμενος, όντας οφειλέτης του Δημοσίου και ενώ τα χρέη του κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά την ισχύ του Ν. 3220/2004, με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή χρεών προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα τεσσάρων μηνών, το δε ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις υπερβαίνει τα 100.000 ευρώ. Συγκεκριμένα, ενώ είχαν βεβαιωθεί σε βάρος του, με την ιδιότητά του ως διαχειριστή της εδρεύουσας στις ... εταιρείας με την επωνυμία "..." διάφορα χρέη υπέρ του Δημοσίου στη Δ.Ο.Υ ..., όπως ακριβώς αναφέρονται στις εγγραφές με στοιχεία 1, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 14, 15, 16 στον συνημμένο πίνακα χρεών της παραπάνω Δ.Ο.Υ (αρ.ειδ.βιβλίου …/2013) και συνοδεύει ως αναπόσπαστο μέρος αυτής την από 3.4.2013 μηνυτήρια αναφορά του Προϊσταμένου της πιο πάνω Δ.Ο.Υ, ηθελημένα δεν κατέβαλε ποσό ευρώ #181.132,38# ευρώ, που αφορά τα ως άνω βεβαιωμένα χρέη αυτού προς το Δημόσιο.

    ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΠΙΝΑΚΑΣ ΧΡΕΩΝ

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Νοεμβρίου 2021.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 3 Ιανουαρίου 2022.

    Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


Πρόεδρος :

Μιλτιάδης Χατζηγεωργίου

 

 

 

 


ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

 

Δημοσίευση :

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ


 

 

 

 

 

 

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

Δικαστήριο :

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ

Τόπος :

ΑΘΗΝΑ

Αριθ. Απόφασης :

292

Ετος :

2022


Περίληψη

Xρέη προς το Ελληνικό Δημόσιο. Eφόσον η διάταξη του άρθρου 469 του νέου Π.Κ. με ισχύ από 1-7-2019, όπου αναφέρεται, ότι στην αίτηση και το συνοδεύοντα αυτή πίνακα χρεών, που υποβάλλονται από τα προαναφερθέντα πρόσωπα προς άσκηση ποινικής δίωξης δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου τα παραπάνω χρέη με τις προσαυξήσεις τους κ.λπ. από τα τυποποιούμενα στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, είναι ευμενέστερη, η πράξη της μη καταβολής των χρεών αυτών στο Δημόσιο έχει καταστεί ανέγκλητη. Η μεταγενέστερη αυτή ρύθμιση ως επιεικέστερη επιβάλλει την εφαρμογή της στις μη αμετακλήτως εκδικασθείσες κατηγορίες.


Κείμενο Απόφασης

    Αριθμός 292/2022

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Κουτσοκώστα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ελένη Φραγκάκη, Πηνελόπη Παρτσαλίδου - Κομνηνού - Εισηγήτρια, Ελένη Κατσούλη και Δημήτριο Τράγκα, Αρεοπαγίτες.

    Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Νοεμβρίου 2021, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Αγγελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Λ. Κ. του Π. , κατοίκου ... , ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αναστασία Ζαραλίδου - Ιντζεσίλογου, για αναίρεση της υπ' αριθ. 38/2021 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης.

    Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ' αριθμ. πρωτ. 3810/5-5-2021 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 570/21.

    Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να κηρυχθεί αθώος ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος και την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

    ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 5-5-2021 δήλωση αναίρεσης που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με αρ. πρωτ. 3810/5-5-2021, του κατηγορουμένου Λ. Κ. του Π. κατά της υπ' αριθμ. 38/2021 καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και είναι παραδεκτή ως περιέχουσα σαφή και ορισμένο λόγο την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρα 473 παρ. 2, 3, 474 παρ. 1, 4 και 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ.).

    Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του κυρωθέντος με τον ν. 4619/2019 (ΦΕΚ Α' 95/11.6.2019) και ισχύοντος από 1.7.2019 (άρθρο δεύτερο του νόμου) Ποινικού Κώδικα "αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου". Κατά δε την παρ. 2 του ιδίου άρθρου "αν μεταγενέστερος νόμος χαρακτήρισε την πράξη μη αξιόποινη (ανέγκλητη), παύει η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε καθώς και τα ποινικά επακόλουθά της, όπως και η εκτέλεση των μέτρων ασφαλείας". Από τη νέα διατύπωση της διάταξης αυτής προκύπτει, ότι κατέστη πλέον σαφές ότι ως προς την αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου νόμου που ίσχυε από την τέλεση της πράξης μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση της υπόθεσης, εφαρμόζεται πάντα η επιεικέστερη διάταξη και όχι ο νόμος ως ενιαίο "όλον". Επιεικέστερος είναι ο νόμος που στη συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση (in concreto) και όχι αφηρημένα οδηγεί στην ευμενέστερη ποινική μεταχείριση του κατηγορουμένου. Επιεικέστερος είναι ο νόμος όταν διαφοροποιεί το πραγματικό του κανόνα δικαίου, εφόσον εκ τούτου ωφελείται ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος. Αυτό που ενδιαφέρει δεν είναι εάν ο νόμος στο σύνολό του είναι επιεικέστερος για τον κατηγορούμενο, αλλά εάν περιέχει διατάξεις που είναι επιεικέστερες γι' αυτόν: έτσι, είναι δυνατόν να εφαρμοστεί εν μέρει ο προηγούμενος και εν μέρει ο νεότερος νόμος, με επιλογή των ευμενέστερων διατάξεων καθενός από αυτούς. Για τον χαρακτηρισμό νόμου ως επιεικέστερου, με βάση το ύψος της απειλούμενης ποινής, γίνεται σύγκριση των περισσότερων διατάξεων και εφαρμόζεται ο νόμος που προβλέπει το χαμηλότερο ανώτερο όριο του είδους της ποινής και αν το ανώτατο όριο είναι το ίδιο, επιεικέστερος είναι αυτός που προβλέπει το μικρότερο κατώτατο όριο. Για το χαρακτηρισμό ενός νόμου ως επιεικέστερου ή μη, λαμβάνεται υπόψη το ύψος της απειλούμενης στερητικής της ελευθερίας ποινής, η οποία θεωρείται βαρύτερη της χρηματικής ποινή, επί δε ίσων στερητικών της ελευθερίας ποινών τότε λαμβάνεται υπόψη η χρηματική ποινή (Α.Π. 86/2020). Προδήλως ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο είναι ο μεταγενέστερος της τέλεσης της πράξης νόμος, όταν καθιστά την πράξη ανέγκλητη. Εξάλλου, κατά το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 23 παρ. 1 του ν. 2523/1997, στη συνέχεια από το άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 3220/2004, του οποίου η ισχύς άρχισε από την 1-1-2004, και στη συνέχεια από το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3943/31-3-2011, του οποίου η ισχύς άρχισε στις 31-3-2011: "1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) έως ένα έτος, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, που αναφέρεται στην παράγραφο 5, υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α' υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α' , υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, δ) τριών τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ....". Με το άρθρο 20 του ν. 4321/2015 ''Ρυθμίσεις για την επανεκκίνηση της οικονομίας'' επήλθε νέα αντικατάσταση της παρ. 1 του άρθρου 25 ν. 1882/1990 για την τιμωρία της μη καταβολής των βεβαιωμένων στη Φορολογική Διοίκηση χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών . Με το άρθρο 8 του ν. 4337/2015 προστέθηκε νέο Κεφάλαιο Δωδέκατο στο ν. 4174/2013, με τη διάταξη του άρθρου 71 παρ. 2 του οποίου τα άνω ποσά αναπροσαρμόστηκαν έτσι ώστε για το ποινικό αδίκημα μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους (άρθρο 25 παρ. 1 ν. 1882/1990) να τιμωρείται α) με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους εκείνος, του οποίου το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων και προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, υπερβαίνει το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ και β) τριών (3) τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση, υπερβαίνει το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ. Η ποινική δίωξη ασκείται ύστερα από αίτηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή των Ελεγκτικών Κέντρων ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους, που συνοδεύεται υποχρεωτικά από πίνακα χρεών, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων. Κρίσιμα στοιχεία για τη θεμελίωση του ανωτέρω εγκλήματος, σύμφωνα με την ρύθμιση του άρθρου 25 ν. 1882/1997, όπως έχει τροποποιηθεί και αντικατασταθεί, που συνιστά ιδιότυπο αθροιστικό έγκλημα, του οποίου η αντικειμενική υπόσταση συναπαρτίζεται από τα οριζόμενα στο νόμο στοιχεία και από δημόσια χρέη του υπαιτίου που συναθροίζονται και ενιαιοποιούνται για την νομοτυπική του συγκρότηση, είναι: 1) η αρμόδια αρχή που βεβαίωσε το χρέος, 2) το ύψος του χρέους, 3) ο τρόπος πληρωμής του (εφάπαξ ή σε δόσεις), 4) ο ακριβής χρόνος καταβολής του χρέους, όταν αυτό καταβάλλεται εφάπαξ ή της κάθε δόσης όταν καταβάλλεται σε δόσεις, ο οποίος δεν συμπίπτει αναγκαστικά με το χρόνο που βεβαιώθηκε το χρέος, διότι ως χρόνο βεβαίωσης των χρεών ο νόμος εννοεί εκείνον, κατά τον οποίο γίνεται η βεβαίωση από την αρμόδια οικονομική αρχή και έχει ως περιεχόμενο τον προσδιορισμό του υπόχρεου προσώπου, καθώς και του είδους και του ποσού της οφειλής, ενώ το ληξιπρόθεσμο του χρέους συνάπτεται με τη λεγόμενη ταμειακή βεβαίωση, οπότε και μπορεί το χρέος αυτό να εισπραχθεί, και 5) η μη πληρωμή του ενοποιημένου χρέους κατά τη λήξη του τετράμηνου από το χρόνο καταβολής του, οπότε προσδιορίζεται έμμεσα και ο χρόνος τέλεσης της υπόψη πράξης (Α.Π. 414/2020, Α.Π. 269/2019, Α.Π. 289/2018). Ήδη από 1-7-2019 ισχύει ο νέος Π.Κ. (Ν. 4619/2019), στη διάταξη του άρθρου 469 του οποίου ορίζεται ότι '' Μετά το εδάφιο β` της παρ. 1 του άρθρου 25 του Νόμου 1882/1990 προστίθεται εδάφιο γ` ως εξής: "Στην αίτηση και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου, τα χρέη που προέρχονται από τη μη εκτέλεση χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο και οι σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκοι και λοιπές επιβαρύνσεις, καθώς και τα χρέη από τα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις". Κατ` αυτόν τον τρόπο με την τελευταία διάταξη του νέου Ποινικού Κώδικα επαναρρυθμίζεται το προβλεπόμενο στο άρθρο 25 του Νόμου 1882/1990 ποινικό αδίκημα της μη καταβολής βεβαιωμένων στη Φορολογική Διοίκηση χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, καθώς και τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αφού ρητά ορίζεται, ότι στις (νέες) αιτήσεις και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών, κατά το άρθρο αυτό, δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ποινικής ευθύνης του προσώπου οι οφειλές που αφορούν: α) χρέη που προέρχονται από τη μη εκτέλεση (αμιγώς) χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο και οι σχετικές με αυτές προσαυξήσεις, τόκοι και λοιπές επιβαρύνσεις και τούτο, διότι, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση της μεταβατικής αυτής διάταξης, η μη καταβολή της επιβληθείσας χρηματικής ποινής καταργείται πλέον ως αυτοτελές αδίκημα του άρθρου 25 του Νόμου 1882/1990, καθώς δυνάμει της διάταξης της παραγράφου 6 του άρθρου 80 του νέου Ποινικού Κώδικα, το δικαστήριο μαζί με την χρηματική ποινή ορίζει ποινή στερητική της ελευθερίας, η οποία θα πρέπει να εκτιθεί από τον καταδικασθέντα, εάν δεν καταβάλλεται η χρηματική ποινή και β) χρέη που προέρχονται από τα φορολογικά αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Νόμου 4174/2013 (Κ.Φ.Δ.), μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις και τούτο, διότι, σύμφωνα με την ίδια ως άνω αιτιολογική έκθεση, θεραπεύεται το άτοπο της διπλής αξιολόγησης των αξιόποινων φορολογικών παραβάσεων, ήτοι, τόσο κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του Νόμου 1882/1990, όσο και κατά τις διατάξεις του άρθρου 66 του Νόμου 4174/2013, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 8 του Νόμου 4337/2015. Ως εκ τούτου, τα ποσά που αποτελούν το αποκομισθέν ή το επιδιωχθέν προϊόν των εν λόγω φορολογικών παραβάσεων αποκλείονται πλέον από την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος του άρθρου 25 του Νόμου 1882/1990, δεδομένου ότι η μη καταβολή αυτών τυποποιείται ήδη ποινικά από το άρθρο 66 του Κ.Φ.Δ. Τέτοια αποκλειόμενα χρηματικά ποσά-χρέη, τα οποία εμπίπτουν στα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, είναι τα προερχόμενα από την αποφυγή πληρωμής φόρου εισοδήματος (που προβλεπόταν από το άρθρο 17 παρ. 1 του Νόμου 2523/1997), ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) ή ειδικού φόρου ακινήτων (ΕΦΑ), από την απόκρυψη από τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης φορολογητέων εισοδημάτων από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσιακών στοιχείων, ιδίως με την παράλειψη υποβολής δήλωσης ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης ή με την καταχώρηση στα λογιστικά αρχεία εικονικών (ολικά ή μερικά) δαπανών ή με την επίκληση στη φορολογική δήλωση τέτοιων δαπανών, ώστε να μην εμφανίζεται φορολογητέα ύλη ή να εμφανίζεται αυτή μειωμένη, από τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση, συμψηφισμό ή έκπτωση του φόρου προστιθέμενης αξίας (που προβλεπόταν από το άρθρο 18 παρ. 1 του Νόμου 2523/1997), του φόρου κύκλου εργασιών, του φόρου ασφαλίστρων και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, από τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση, συμψηφισμό ή έκπτωση ή λήψη επιστροφής με παραπλάνηση της Φορολογικής Διοίκησης με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων, καθώς και τη διακράτηση τέτοιων φόρων, τελών ή εισφορών, από τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση στο Δημόσιο του φόρου πλοίων, από την έκδοση και αποδοχή πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων (που προβλεπόταν από το άρθρο 19 παρ. 1 του Νόμου 2523/1997) και από τη μη έκδοση ή έκδοση ανακριβώς των προβλεπόμενων από το Π.Δ/μα 186/1992 (Κ.Β.Σ.) στοιχείων κατά την πώληση ή διακίνηση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών κ.λ.π. (που προβλεπόταν από το άρθρο 19 παρ. 5 του Νόμου 2523/1997), μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις, όπως είναι τα πρόστιμα. Το τελευταίο αυτό ποινικό αδίκημα είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο από τα αδικήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται με τις λοιπές ποινικές διατάξεις του ν. 2523/1997 (βλ. άρθρο 19 παρ. 2 και 5 εδ. τελ. αυτού). Ήδη, με το άρθρο 8 ν. 4337/2015 προστέθηκε στον ν.4174/2013 ''Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας'' δωδέκατο κεφάλαιο με τα εγκλήματα φοροδιαφυγής και τις ποινικές κυρώσεις επί αυτών, με το άρθρο 71 παρ. 1 του οποίου καταργήθηκαν τα άρθρα 17 έως 21 του ν. 2523/1997 και οι αντίστοιχες διατάξεις ορίζονται αυτές των άρθρων 66 - 70.

    Συνεπώς, εφόσον η προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 469 του νέου Π.Κ. με ισχύ από 1-7-2019, όπου αναφέρεται, ότι στην αίτηση και το συνοδεύοντα αυτή πίνακα χρεών, που υποβάλλονται από τα προαναφερθέντα πρόσωπα προς άσκηση ποινικής δίωξης (άρθρο 25 παρ. 1 εδάφ. β` του Νόμου 1882/1990) δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου τα παραπάνω χρέη με τις προσαυξήσεις τους κ.λπ. από τα τυποποιούμενα στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, είναι ευμενέστερη, η πράξη της μη καταβολής των χρεών αυτών στο Δημόσιο έχει καταστεί ανέγκλητη (Α.Π. 414/2020). Η μεταγενέστερη αυτή ρύθμιση ως επιεικέστερη επιβάλλει την εφαρμογή της στις μη αμετακλήτως εκδικασθείσες κατηγορίες. Εξάλλου, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ., όταν ο δικαστής αποδίδει στον νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή συντρέχει, όταν το δικαστήριο χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόστηκε.

    Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων κατά το είδος τους αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι ο αναιρεσείων τέλεσε την πράξη της μη καταβολής ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Ελληνικό Δημόσιο και στη συνέχεια κήρυξε ένοχο αυτόν ως κατηγορούμενο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 1 περ. α' ν. 1882/1990, όπως αντικ. με το άρθρο 20 ν. 4321/2015 και το άρθρο 71 παρ. 2 ν. 4174/2013 και προστέθηκε με το άρθρο 8 ν. 4337/2015, ενσωματώνοντας στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης τον υπ' αρ. 167/2017 πίνακα χρεών της Δ.Ο.Υ. Ε' Θεσσαλονίκης, στον οποίο αριθμούνται 26 χρέη του αναιρεσείοντα προς το Δημόσιο, συνολικού ποσού 184.876,30 ευρώ. Στη συνέχεια, του επέβαλε ποινή φυλάκισης ενός έτους, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική, καθορίζοντας κάθε ημέρα φυλάκισης προς πέντε (5) ευρώ. Ειδικότερα, το Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο ήδη αναιρεσείοντα του ότι: ''Στη Θεσσαλονίκη, το χρονικό διάστημα από 30-3-2014 έως 30-11-2016, δεν κατέβαλε ατομικά χρέη του προς το Ελληνικό Δημόσιο, που ήταν βεβαιωμένα στη Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.), για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, από τότε που κατέστησαν ληξιπρόθεσμα και απαιτητά, το συνολικό δε χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών (19-9-2017), υπερβαίνει το ποσό των εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000 ευρώ) και συγκεκριμένα δε, ενώ είχαν βεβαιωθεί ατομικά σε βάρος του (εκκαλούντος - κατηγορουμένου) διάφορα χρέη υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, συνολικού ποσού εκατό ογδόντα τεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων εβδομήντα έξι ευρώ και τριάντα λεπτών του ευρώ (184.876,30), τα οποία αναφέρονται αναλυτικά ως προς το ύψος, την αιτία για την οποία οφείλονται και το χρόνο βεβαίωσής τους στον πίνακα χρεών της Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης (αύξ. αρ.167/2017), που συνοδεύει ως αναπόσπαστο μέρος αυτής την υπ' αριθμ. πρωτ. 29463/19-9-2017 αίτηση ποινικής δίωξης του προϊσταμένου της ως άνω Δ.Ο.Υ. προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης που έχει ως εξής: Όμως, το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένως εφάρμοσε τις προδιαληφθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 25 ν. 1882/1990, όπως αντικαταστάθηκε και ακολούθως ίσχυσε, ενόψει της ήδη ισχύουσας ευμενέστερης διάταξης του νέου άρθρου 469 Π.Κ., κατά την οποία πλέον δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος ως οφειλέτη του Δημοσίου τα χρέη από αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013), όπως είναι το επιμέρους βεβαιωμένο χρέος του ένδικου πίνακα χρεών που προέρχεται από επιβολή προστίμου με τον Κ.Β.Σ., καθώς και τα χρέη από χρεωστικές δηλώσεις μέσω ίντερνετ ΦΠΑ, από εισόδημα Φ.Π. και πρόστιμο από ΦΠΑ. Ειδικότερα, από την επισκόπηση του ως άνω πίνακα χρεών, προκύπτει, ότι το βεβαιωμένο με αριθμό 24 χρέος του αναιρεσείοντα, ποσού 170.592 ευρώ αφορά πρόστιμο του Κ.Β.Σ. κατά οριστική βεβαίωση εφάπαξ πληρωτέο. Επίσης και τα χρέη με αριθμούς στον εν λόγω πίνακα 1, 3, 5, 6, 7-11, 12-14, 15, 16, 25 και 26, συνολικού ποσού μαζί με το προαναφερόμενο από τον Κ.Β.Σ. 184.302,51 ευρώ, αφορούν ΦΠΑ, πρόστιμα επί ΦΠΑ και εισόδημα Φ.Π. Τα ως άνω χρέη του πίνακα, συνολικού ποσού 184.302,51 ευρώ, δεν υπολογίζεται πλέον στην αντικειμενική υπόσταση του υπόψη εγκλήματος, όπως στις μείζονες σκέψεις εκτέθηκε αναλυτικά. Συνεπώς, και εφόσον το υπόλοιπο ποσό εντασσόμενο στα βεβαιωμένα χρέη του ιδίου πίνακα από 573,79 ευρώ είναι μικρότερο των 100.000 ευρώ, καθίσταται η όλη πράξη του άρθρου 25 παρ. 1 ν. 1882/1990, στην οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων με την προσβαλλόμενη απόφαση, ανέγκλητη. Επομένως, ο περί εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης λόγος της αίτησης, με τον οποίο ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση ότι το Δικαστήριο της ουσίας με την προσβαλλόμενη απόφαση αγνόησε τις μεταβολές που επήλθαν με τη νέα διάταξη του άρθρου 469 Π.Κ., πρέπει, κατά τα προαναφερόμενα, ως βάσιμος, να γίνει δεκτός. Κατά τη γνώμη όμως της εκ των μελών του Δικαστηρίου Αρεοπαγίτου Ελένης Φραγκάκη, το άρθρο 469 ΠΚ, ως προς τα μη υπολογιζόμενα χρέη στο άρθρο 25 του Ν.1882/1990, εφαρμόζεται μόνον όταν τα περιλαμβανόμενα στον πίνακα χρέη αποτελούν αυτοτελώς και φορολογικό αδίκημα τυποποιούμενο στο άρθρο 66 του ΚΦΔ, τούτο δε προϋποθέτει να υπερβαίνουν το οριζόμενο στο παραπάνω άρθρο ύψος ανά διαχειριστικό έτος για την θεμελίωση του αξιοποίνου. Η εφαρμογή αυτή είναι σύμφωνη τόσο με το γράμμα της διάταξης του άρθρου 469 ΠΚ, η οποία αναφέρεται σε μη υπολογισμό των χρεών "από αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66", κυρίως όμως είναι σύμφωνη με τον σκοπό της παραπάνω διάταξης, όπως αυτός με σαφήνεια διατυπώνεται στην Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4619/2019. Σκοπός της διάταξης είναι η αποφυγή της διπλής αξιολόγησης αξιοποίνων φορολογικών παραβάσεων για το ίδιο χρέος και συγκεκριμένα των φορολογικών ποινικών αδικημάτων του άρθρου 66 του ΚΦΔ και εκείνου της μη καταβολής χρεών στο Δημόσιο, κατά το άρθρο 25§1 Ν. 1882/90. Η διάταξη αυτή τέθηκε προκειμένου να αποφευχθεί η, έως τη θέσπισή της, ισχύουσα διπλή ποινική τιμωρία του φορολογικού ποινικού αδικήματος (π.χ. οφειλή ΦΠΑ ή φόρου εισοδήματος) και της μη καταβολής του ιδίου βεβαιωμένου χρέους έναντι του Δημοσίου. Ευλόγως επομένως ο νομοθέτης, με τη διάταξη αυτή, περιορίζει την ποινική αξιολόγηση μία μόνο φορά για ποινικά αδικήματα, που ουσιαστικά συγκροτούνται από τα ίδια πραγματικά περιστατικά. Η αντίθετη εκδοχή, ότι δηλαδή δεν υπολογίζονται χρέη από τα τυποποιούμενα στο άρθρο 66 ΚΦΔ αδικήματα, ανεξαρτήτως ποσού, ακόμη και όταν αυτά υπολείπονται του ποσού που θεμελιώνει το υπαγόμενο στη διάταξη αυτή αξιόποινο, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, υπερβαίνει τη βούληση του νομοθέτη. Ουδεμία αμφιβολία περί του σκοπού της διάταξης αυτής καταλείπεται, καθώς σ' αυτή αποτυπώνεται σαφώς η βούληση του Νομοθέτη περί αποφυγής διπλής τιμωρίας για το ίδιο αδίκημα, όχι όμως και πλήρης αποκλεισμός αυτής. Η δε διατύπωση στο άρθρο 469 ΠΚ της φράσεως "τυποποιούμενα στο άρθρο 66 του ΚΦΔ" δεν αποτυπώνει θέληση του νομοθέτη για πλήρη αποκλεισμό της τιμωρίας των οφειλετών του Δημοσίου για τα προερχόμενα από τις ως άνω αιτίες χρέη όταν αυτά δεν πληρούν τα κριτήρια υπαγωγής στο άρθρο 66 του ΚΦΔ. Ειδικότερα, η αληθής, συνεπής προς τη συνταγματική δικαιοταξία (άρθρ 4 §§ 1 και 2 του Συντάγματος) βούληση του νομοθέτη, είναι τα, κατά τα ως άνω, μη υπαγόμενα (λόγω ποσού ανά διαχειριστικό έτος), στη διάταξη του άρθρου 66 του ΚΦΔ χρέη, να συνυπολογίζονται ή να συναθροίζονται με άλλες προερχόμενες από διάφορη αιτία λοιπές οφειλές προς το Δημόσιο προς σχηματισμό του διαγραφομένου για την στοιχειοθεσία της αντικειμενικής υπόστασης του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 ποσοτικού ορίου. Στην υπό κρίση περίπτωση τα παραπάνω χρέη που αφορούν τους αναιρετικούς λόγους, προερχόμενα από μη πληρωμή φόρου εισοδήματος και ΦΠΑ [ετησίως] υπολείπονται του τιθέμενου από το άρθρο 66 ποσού των 100.000€ και 50.000€ αντίστοιχα [ανά διαχειριστικό έτος] και η μη πληρωμή τους στοιχειοθετεί την αντικειμενική υπόσταση του άρθρου 25 Ν. 1882/90 εφόσον αφορούν χρέη διαφορετικών οικονομικών ετών (από 30-3-2014 έως 30-11-2016,) τα οποία αθροιζόμενα αυτοτελώς δίδουν σύνολο 184.302,51 ευρώ, υπερβαίνοντας σε κάθε περίπτωση το ποσοτικό όριο που τίθεται με τη διάταξη αυτή. Επομένως, κατά την άποψη του μειοψηφούντος μέλους, ο εξεταζόμενος από το άρθρο 510 παρ. 1Ε ΚΠοινΔ αναιρετικός λόγος περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής νόμου θα έπρεπε να ελεγχθεί ως αβάσιμος. Μετά απ' αυτά, πρέπει, κατά την επικρατήσασα στο Δικαστήριο του Αρείου Πάγου άποψη περί της βασιμότητας του ως άνω από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' Κ.Π.Δ. λόγου της αίτησης, να γίνει δεκτή η αναίρεση, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και δεδομένου ότι δεν υπάρχει πλέον αξιόποινη πράξη, να κηρυχθεί ο αναιρεσείων αθώος για αυτήν (άρθρο 518 παρ. 1 Κ.Π.Δ.), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί κατά πλειοψηφία την υπ' αριθμ. 38/2021 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης.

    Κηρύσσει αθώο τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο Λ. Κ. του Π., κάτοικο ... , για το ότι: "Στη Θεσσαλονίκη, το χρονικό διάστημα από 30-3-2014 έως 30-11-2016, δεν κατέβαλε ατομικά χρέη του προς το Ελληνικό Δημόσιο, που ήταν βεβαιωμένα στη Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.), για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, από τότε που κατέστησαν ληξιπρόθεσμα και απαιτητά, το συνολικό δε χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών (19-9-2017), υπερβαίνει το ποσό των εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000 ευρώ) και συγκεκριμένα δε, ενώ είχαν βεβαιωθεί ατομικά σε βάρος του (εκκαλούντος - κατηγορουμένου) διάφορα χρέη υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, συνολικού ποσού εκατό ογδόντα τεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων εβδομήντα έξι ευρώ και τριάντα λεπτών του ευρώ (184.876,30), τα οποία αναφέρονται αναλυτικά ως προς το ύψος, την αιτία για την οποία οφείλονται και το χρόνο βεβαίωσής τους στον πίνακα χρεών της Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης (αύξ. αρ. 167/2017), που συνοδεύει ως αναπόσπαστο μέρος αυτής την υπ' αριθμ. πρωτ. 29463/19-9-2017 αίτηση ποινικής δίωξης του προϊσταμένου της ως άνω Δ.Ο.Υ. προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης που έχει ως εξής:

    Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Φεβρουαρίου 2022.

    Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 28 Φεβρουαρίου 2022.

    Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


Πρόεδρος :

Γρηγόριος Κουτσοκώστας

 

 

 

 


ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

 

Δημοσίευση :


ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ


 

 

 

 

 


ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

Δικαστήριο :

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ

Τόπος :

ΑΘΗΝΑ

Αριθ. Απόφασης :

59

Ετος :

2020


ΟΡΟΙ ΘΗΣΑΥΡΟΥ

ΧΡΕΗ - ΟΦΕΙΛΕΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ


Περίληψη

Μη καταβολή χρεών στο Δημόσιο - Εφαρμογή ηπιότερου νόμου - Λόγοι αναίρεσης -. Αναιρείται η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση για μη καταβολή χρεών στο Δημόσιο κατόπιν αυτεπάγγελτης εφαρμογής από τον Άρειο Πάγο επιεικέστερου νόμου, εφόσον οι κρινόμενες αιτήσεις αναίρεσης είναι παραδεκτές και περιέχουν παραδεκτούς λόγους αναίρεσης. Ειδικότερα, μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης καταδικαστικής αποφάσεως ίσχυσε η επιεικέστερη διάταξη του νέου ΠΚ, κατά την οποία τα χρέη από αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής διαδικασίας, ανεξάρτητα από το ποσό τους, δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης των αναιρεσειόντων. Κατόπιν αυτού η πράξη, για την οποία καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες, καθίσταται πλέον ανέγκλητη.


Κείμενο Απόφασης

Αριθμός 59/2020

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Ερωτόκριτο Ερωτοκρίτου, Μαρία Κουβίδου και Ελισάβετ Τσιρακίδου - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Νοεμβρίου 2019, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεώργιου Γεράκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1.Α. Φ. του Ν., κατοίκου ..., που παραστάθηκε μετά των πληρεξουσίων δικηγόρων του, Δημητρίου Σαμόλη και Ευστάθιου Ευσταθίου και 2. Δ. Ξ. του Χ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Χρήστου Κακλαμάνη, για αναίρεση της απόφασης υπ'αριθ. 1641, 1396, 689, 62/2019 του Γ' Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών.

Το Γ'Τριμελές Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και oι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 05 Ιουλίου 2019 κρινόμενες (2) αιτήσεις τους, οι οποίες ασκήθηκαν με δήλωση, των οποίων η επίδοση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου έγινε στις 05.07.2019 και έλαβαν, αντίστοιχα, αριθμούς πρωτοκόλλου 7603/2019 και 7604/2019, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1176/19.

Αφού άκουσε

Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνουν δεκτές οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγονται ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου: α) η από 5.7.2019 αίτηση του Α. Φ. του Ν. και β) η από 5.7.2019 αίτηση του Δ. Ξ. του Χ., ασκηθείσες νομοτύπως και εμπροθέσμως, με δηλώσεις των ειδικά εξουσιοδοτουμένων προς τούτο και παραστάντων πληρεξουσίων δικηγόρων των αναιρεσειόντων κατά τη συζήτηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, οι οποίες επιδόθηκαν στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου αυθημερόν, για αναίρεση της υπ' αριθμόν 1641/2019 (1396/2019, 689/2019, 62/2019) αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών και οι οποίες, ως συναφείς, πρέπει να συνεκδικασθούν. I. Από το άρθρο 2 του νέου Π.Κ., που κυρώθηκε με το Ν. 4619/2019 και τέθηκε σε ισχύ κατά το άρθρο 460 του ίδιου Κώδικα από την 1-7-2019, με το οποίο ορίζεται ότι "1. Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου.

2. Αν μεταγενέστερος νόμος χαρακτήρισε την πράξη μη αξιόποινη (ανέγκλητη), παύει η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε καθώς και τα ποινικά επακόλουθά της, όπως και η εκτέλεση των μέτρων ασφαλείας", προκύπτει, ότι τροποποιείται ουσιωδώς η καθιερωθείσα και περιγραφόμενη στο ίδιο άρθρο του προηγούμενου Ποινικού Κώδικα αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου νόμου που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι του χρόνου της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, ώστε να είναι σαφές ότι εφαρμόζεται πάντα η επιεικέστερη διάταξη και όχι ο νόμος ως ενιαίο "όλον" και ότι προδήλως ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο είναι ο μεταγενέστερος της τέλεσης της πράξης νόμος, όταν καθιστά την πράξη ανέγκλητη.

Περαιτέρω, από την ανωτέρω διάταξη σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 511 εδ. δ', 514 εδ. δ' περ. β' και 518 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., συνάγεται, ότι, αν μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης καταστεί ανέγκλητη η πράξη, για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τότε ο Άρειος Πάγος, εφόσον η αίτηση αναίρεσης κατά της καταδικαστικής απόφασης είναι παραδεκτή, εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως το νέο επιεικέστερο νόμο και κηρύσσει αθώο τον κατηγορούμενο, αφού δεν υπάρχει πλέον αξιόποινη πράξη, ακόμη και παρά την ερημοδικία του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου [ΟλΑΠ 3/1995]. Εξάλλου, με το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990 θεσπίσθηκε η ποινική ευθύνη από την μη καταβολή προς το Δημόσιο χρεών, που είναι βεβαιωμένα στις δημόσιες υπηρεσίες και ειδικότερα από την παραβίαση της προθεσμίας καταβολής τους, κατά τις ισχύουσες εκάστοτε διατάξεις, αναλόγως του αν αυτά είναι καταβλητέα εφάπαξ ή με δόσεις, έτσι ώστε η ποινική μεταχείριση να διαφοροποιείται ως προς το χρονικό σημείο έναρξης της ποινικής ευθύνης του υπαιτίου, αλλά και ως προς το ύψος του ποσού του χρέους. Ακολούθως, το άνω άρθρο (25 Ν. 1882/1990) αντικαταστάθηκε από το άρθρο 23 του Ν. 2523/1997, με το οποίο, αφενός μεν ποινικοποιήθηκε η μη καταβολή χρεών και προς τρίτους (πλην ιδιωτών), που εισπράττονται από τις δημόσιες υπηρεσίες ή τα τελωνεία και, αφετέρου, αυξήθηκε το ύφος του οφειλόμενου ποσού, που καθιστά αξιόποινη την πράξη της μη καταβολής.

Εν συνεχεία η παρ. 1 του άρθρου 25 συμπληρώθηκε με το άρθρο 34 του Ν. 3016/2002 (ΦΕΚ 110/17.5.2002) και ακολούθως το ίδιο άρθρο αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρ. 34 tου Ν. 3220/2004 (ΦΕΚ Α' 15/28.1:2004). Μετά την τελευταία αντικατάσταση, το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων εσόδων στις ΔΟΥ και τα τελωνεία, 1) αντιμετωπίσθηκε ενιαία ως προς το χρόνο είσπραξής τους, ορισθέντος, ότι χρόνος είσπραξης είναι ο χρόνος της συμπλήρωσης τεσσάρων μηνών από τότε που έπρεπε να καταβληθεί το χρέος, ανεξάρτητα από τον τρόπο καταβολής των χρεών, εφάπαξ ή σε δόσεις, 2) στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής, για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη, υπολογίζονται μαζί με τη βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις από τόκους και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, 3) οι ποινές καθορίσθησαν βάσει του κατώτερου ποσού συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής, ανεξάρτητα από το είδος του χρέους και 4) αυξήθηκαν τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή, για τα οποία ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη, ορισθέντος έτσι ότι: "1. Η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικό πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Η πράξη μπορεί να κριθεί ατιμώρητη, εάν το ποσό που οφείλεται εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό".

Επακολούθησε ο ν. 3943/2011, με το άρθρο 3 του οποίου αντικαταστάθηκε η παρ. 1 του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 και ορίσθηκε ότι: "1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) έως ένα έτος, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, που αναφέρεται στην παράγραφο 5, υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, δ) τριών τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ". Ακολούθως εκδόθηκε ο Ν. 4321/21-3-2015 "Ρυθμίσεις για την επανεκκίνηση της οικονομίας", με το άρθρο 20 του οποίου η παράγραφος 1 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 αντικαταστάθηκε ως εξής. "1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στη Φορολογική Διοίκηση χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) μηνών τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) Ενός (1) τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ. β) Τριών (3) τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ.

Η ποινική δίωξη ασκείται ύστερα από αίτηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή των Ελεγκτικών Κέντρων ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους, που συνοδεύεται υποχρεωτικά από πίνακα χρεών, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων. Η πράξη μπορεί να κριθεί ατιμώρητη, εάν το ποσό που οφείλεται εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό."

Τέλος, με το άρθρο 8 του Ν. 4337/17-10-2015 προστέθηκε νέο Κεφάλαιο δωδέκατο στο Ν. 4174/2013, με το άρθρο 71 παρ. 2 του οποίου ορίσθηκε, ότι "τα ποσά των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ και των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, των περιπτώσεων α' και β', αντίστοιχα, της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του νόμου 1882/1990 ("Ποινικό αδίκημα μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους"), όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, αντικαθίστανται από τα ποσά των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ και διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ, αντίστοιχα".

Μετά την υποβολή στον εισαγγελέα της σχετικής αίτησης του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ κ.λπ., που συνοδεύεται από τον πίνακα βεβαιωμένων χρεών, ασκείται ξεχωριστή ποινική δίωξη που περιλαμβάνει, ως μία ενιαία πράξη, τη μη καταβολή του αναφερομένου στον πίνακα συνολικού χρέους, το οποίο μπορεί να προέρχεται από οποιαδήποτε αιτία, χωρίς να έχει πλέον οποιαδήποτε έννομη σημασία το ύψος και η αιτία προέλευσης καθενός από τα μερικότερα χρέη. Δεν πρόκειται για κατ' εξακολούθηση έγκλημα, δηλαδή για περισσότερες προσβάλλουσες διαφορετικές μονάδες του ίδιου έννομου αγαθού, απέχουσες χρονικά και συνεχόμενες μεταξύ τους λόγω της ενότητας δόλου του δράστη και αντιστοιχούσες σε ισάριθμα βεβαιωμένα και μη εξοφλημένα χρέη του πίνακα, ομοειδείς πράξεις αλλά για μία και μόνη, τελούμενη με τη συμπλήρωση τετραμήνου από τον χρόνο που το χρέος έπρεπε να καταβληθεί, αξιόποινη πράξη, στην οποία τυποποιείται η καθυστέρηση καταβολής του αθροίσματος των περιεχομένων στον πίνακα βεβαιωμένων χρεών. Πρόκειται δηλαδή για ιδιότυπο αθροιστικό έγκλημα, του οποίου η αντικειμενική υπόσταση συναπαρτίζεται από τα οριζόμενα στο νόμο στοιχεία και από δημόσια χρέη του υπαιτίου, που συναθροίζονται και ενιαιοποιούνται για τη νομοτυπική του συγκρότηση, χωρίς να περιέχει στοιχεία εξακολουθητικής, κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, τέλεσης, που χαρακτηρίζουν το αθροιστικό έγκλημα.

Από όσα προαναφέρθηκαν παρέπεται: 1) Ότι, αφού πρόκειται γιο έγκλημα που τελείται εφάπαξ και όχι εξακολουθητικά, κατά λογική και νομική αναγκαιότητα, ως χρόνος τέλεσης αυτού νοείται η συμπλήρωση τετραμήνου από τον χρόνο ταμειακής βεβαίωσης (από και με την οποία η σχετική αστική αξίωση γίνεται ληξιπρόθεσμη) του μερικότερου χρέους με τη χρονικά εγγύτερη ταμειακή βεβαίωση προς τη σύνταξη του συνοδεύοντας την αίτηση για άσκηση της ποινικής δίωξης οικείου πίνακα χρεών. Ο χρόνος αυτός καλύπτει και τους αντίστοιχους χρόνους των υπόλοιπων, εχόντων προγενέστερες ταμειακές βεβαιώσεις χρεών, τα οποία, κατά την έννοια του νόμου, συσσωματώνονται σε ένα και μόνο αθροιστικό χρέος Και 2) Ότι τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του σχετικού εγκλήματος είναι α) η μη καταβολή των βεβαιωμένων στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. ή στα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο και τα λοιπά αναφερόμενα πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα από οποιαδήποτε αιτία, β) η παρέλευση τετραμήνου από τον χρόνο που έπρεπε το χρέος να καταβληθεί και γ) το συνολικό άθροισμα των I μερικότερων χρεών, με κάθε είδους τόκους και προσαυξήσεις κατά τον χρόνο σύνταξης του οικείου πίνακα χρεών να υπερβαίνει το οριζόμενο από τον νόμο χρηματικό ποσό με τις διακρίσεις και κλιμακώσεις που προαναφέρθηκαν, ενώ για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται δόλος (πρόθεση) με την έννοια του άρθρου 27 παρ. 1 Π.Κ., ο οποίος πρέπει να καλύπτει όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, αφού δεν καθορίζεται στην οικεία διάταξη άλλη μορφή υπαιτιότητας (άμεσος ή υπερχειλής δόλος). Τ

έλος, στο άρθρο 469 του νέου Π.Κ., που ισχύει, όπως προαναφέρθηκε, από 1-7-2019, ορίζεται ότι "Μετά το εδάφιο β' της παρ. 1 του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 προστίθεται εδάφιο γ' ως εξής: "Στην αίτηση και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου, τα χρέη που προέρχονται από τη μη εκτέλεση χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο και οι σχετικές με αυτό προσαυξήσεις, τόκοι και λοιπές επιβαρύνσεις, καθώς και τα χρέη από τα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις".

Κατ' αυτόν τον τρόπο με την τελευταία διάταξη του νέου Ποινικού Κώδικα επαναρυθμίζεται το προβλεπόμενο στο άρθρο 25 του ν. 1882/1990 ποινικό αδίκημα της μη καταβολής βεβαιωμένων στη Φορολογική Διοίκηση χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, καθώς και τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αφού ρητά ορίζεται, ότι στις (νέες) αιτήσεις και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών, κατά το άρθρο αυτό, δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ποινικής ευθύνης του προσώπου οι οφειλές που αφορούν: α) χρέη που προέρχονται από τη μη εκτέλεση (αμιγώς) χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο και οι σχετικές με αυτές προσαυξήσεις τόκοι και λοιπές επιβαρύνσεις και β) χρέη που προέρχονται από τα φορολογικό αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του ν. 4174/2013 (ΚΦΔ), μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις και τούτο, διότι, σύμφωνα με την ίδια ως άνω αιτιολογική έκθεση, θεραπεύεται το άτοπο της διπλής αξιολόγησης των αξιόποινων φορολογικών παραβάσεων, ήτοι, τόσο κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 1882/1990, όσο και κατά τις διατάξεις του άρθρου 66 του ν. 4174/2013 σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 8 του Ν. 4337/2015.

Ως εκ τούτου, τα ποσά που αποτελούν το αποκομισθέν ή επιδιωχθέν προϊόν των εν λόγω φορολογικών παραβάσεων αποκλείονται πλέον από την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος του άρθρου 25 του ν. 1882/1990, δεδομένου άτι η μη καταβολή αυτών τυποποιείται ήδη ποινικά από το άρθρο 66 του Κ.Φ.Δ. Τέτοια αποκλειόμενα χρηματικά ποσά - χρέη, τα οποία εμπίπτουν στα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, είναι, μεταξύ άλλων και τα προερχόμενα από την αποφυγή πληρωμής φόρου εισοδήματος (που προβλεπόταν από το άρθρο 17 παρ. 1 του Ν. 2523/1997), από την απόκρυψη από τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης φορολογητέων εισοδημάτων από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσιακών στοιχείων, ιδίως με την παράλειψη υποβολής δήλωσης ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης ή με την καταχώρηση στα λογιστικά αρχεία εικονικών (ολικά ή μερικά) δαπανών ή με την επίκληση στη φορολογική δήλωση τέτοιων δαπανών, ώστε να μην εμφανίζεται φορολογητέα ύλη ή να εμφανίζεται αυτή μειωμένη και από τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση, συμψηφισμό ή έκπτωση του φόρου προστιθέμενης αξίας (που προβλεπόταν από το άρθρο 18 παρ. 1 του Ν. 2523/1997).

Συνεπώς, εφόσον η προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 469 του Ν.Π.Κ., όπου αναφέρεται, ότι στην αίτηση και τον συνοδεύοντα αυτή πίνακα χρεών, που υποβάλλονται από τα προαναφερθέντα πρόσωπα προς άσκηση ποινικής δίωξης (άρ. 25 παρ. 1 εδ. β' του Ν. 1882/1990), δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου τα παραπάνω χρέη με τις προσαυξήσεις τους κ.λπ. από τα τυποποιούμενα στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας αδικήματα, είναι ευμενέστερη, η πράξη της μη καταβολής των χρεών αυτών στο Δημόσιο έχει καταστεί ανέγκλητη.

Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης με αριθμό 1641/2019 απόφασής του, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευόμενων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα επί λέξει πραγματικά περιστατικά, αναφορικά με την πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, που αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως: "...Ο πρώτος κατηγορούμενος Α. Φ., στην , στις 30-8-2011, με την ιδιότητα του διευθύνοντος συμβούλου της ανωνύμου εταιρίας με την επωνυμία ... ΑΕ, ιδιότητα την οποία κατείχε κατά το χρονικό διάστημα από 15-5-2004 έως 17-8-2012, με πρόθεση δεν κατέβαλε τα χρέη της ως άνω εταιρίας προς το Ελληνικό Δημόσιο. Ειδικότερα, ενώ είχαν βεβαιωθεί σε βάρος της ως άνω εταιρίας προς τη ... χρέη ποσού 88.570.466, 27 ευρώ, όπως αυτά αναλύονται στον πίνακα χρεών (αρ. ειδ.βιβλίου ...2013 της ανωτέρω ΔΟΥ), υπό την ως άνω ιδιότητά του δεν κατέβαλε τις οφειλές αυτές, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

Συγκεκριμένα, αν και είχαν βεβαιωθεί από την παραπάνω ΔΟΥ δεν κατέβαλε εφάπαξ στις 29-4-2011 τα ακόλουθα ποσά: 21.916.928,88 ευρώ (16.603.734 αρχική οφειλή πλέον 5.313.194,88 ευρώ συνεισπραττόμενα) από εισόδημα 2002, 15.207,194,64 ευρώ (11.520.602 ευρώ αρχική οφειλή πλέον 3.686.592,64 ευρώ συνεισπραττόμενα) από εισόδημα 2003, 6.531.303,89 ευρώ (4.947.957,49 ευρώ αρχική οφειλή πλέον 2.146.777,60 ευρώ συνεισπραττόμενα) από εισόδημα έτους 2005, 10.950.491,10 ευρώ (8.295.826,59 ευρώ αρχική οφειλή πλέον 2.654.664,51 ευρώ συνεισπραττόμενα) ΦΠΑ 2001 σε οριστική βεβαίωση, 8.610.742.80 ευρώ (6.523.290 ευρώ αρχική οφειλή πλέον 2.087.452,80 ευρώ συνεισπραττόμενα) από ΦΠΑ 2002 σε οριστική βεβαίωση, 9.551.242.80 ευρώ (7.235.790 ευρώ αρχική οφειλή πλέον 2.315.452,80 ευρώ συνεισπραττόμενα) από ΦΠΑ 2003 σε οριστική βεβαίωση, 6.947.104,56 ευρώ (5.262.958 ευρώ αρχική οφειλή πλέον 1.684.146,56 ευρώ συνεισπραττόμενα). Ο δεύτερος κατηγορούμενος Δ. Ξ. στην , στις 30-8-2011, με την ιδιότητα του διευθύνοντος συμβούλου της ανωνύμου εταιρίας με την επωνυμία ... ΑΕ, την οποία κατείχε από 1-7-2002 μέχρι 17-5-2004, με πρόθεση δεν κατέβαλε τα χρέη της ως άνω εταιρίας προς το Ελληνικό Δημόσιο.

Ειδικότερα, ενώ είχαν βεβαιωθεί σε βάρος της ως άνω εταιρίας προς τη ... χρέη ποσού 38.236.845,89 ευρώ, όπως αυτά αναλύονται στον πίνακα χρεών (αρ. ειδ.βιβλίου ...2013 της ανωτέρω ΔΟΥ), υπό την ως άνω ιδιότητά του δεν κατέβαλε τις οφειλές αυτές. Συγκεκριμένα, αν και είχαν βεβαιωθεί από την παραπάνω ΔΟΥ, δεν κατέβαλε εφάπαξ στις 29-4-2011 τα ακόλουθα ποσά : 15.207.194.64 ευρώ (11.520.602 ευρώ αρχική οφειλή πλέον 3.686.592.64 ευρώ συνεισπραττόμενα) από εισόδημα 2003, 6.531.303,89 ευρώ (4.947.957,49 ευρώ αρχική οφειλή πλέον 2.146.777,60 ευρώ συνεισπραττόμενα) από εισόδημα έτους 2005, 9.551.242,80 ευρώ (7.235.790 ευρώ αρχική οφειλή πλέον 2.315.452,80 ευρώ συνεισπραττόμενα) από ΦΠΑ 2003 σε οριστική βεβαίωση, 6.947.104,56 ευρώ (5.262.958 ευρώ αρχική οφειλή πλέον 1.684.146,56 ευρώ συνεισπραττόμενα). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στις 13-7-2011 χορηγήθηκε αναστολή εκτέλεσης του φύλλου ελέγχου του Προϊσταμένου του Διαπεριφερειακού Ελεγκτικού Κέντρου Αθηνών που περιλαμβάνει τα επίδικα χρέη, κατόπιν ασκήσεως προσφυγών εκ μέρους της εταιρίας και με μέριμνα των κατηγορουμένων ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Η εκδίκαση των προσφυγών θα λάβει χώρα, εν τέλει, στις 9-5-2019, μετά από αναβολές.

Ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων ότι δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικό η αποδιδόμενη σε αυτούς άδικη πράξη της παράβασης του άρθρου 25 παρ.1 του ν.1882/1990, καθώς από τη βεβαίωση της πράξης (30-3-2011) έως την αναστολή εκτέλεσης αυτής δεν είχε συμπληρωθεί χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών είναι αβάσιμος και απορριπτέος, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω. Τούτο, καθόσον περί εγκλημάτων που συνίστανται στην παραβίαση της προθεσμίας καταβολής χρεών προς το Δημόσιο που είναι βεβαιωμένα, δεν απαιτείται για την άσκηση ποινικής δίωξης η προηγούμενη οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, ούτε σε περίπτωση άσκησης προσφυγής η τελεσίδικης επί της προσφυγής απόφαση του αρμοδίου δικαστηρίου.

Έτσι, η άσκηση της προσφυγής και η αναστολή εκ του λόγου αυτού της καταβολής δεν ασκεί επιρροή στο αξιόποινο του εγκλήματος, ούτε συνεπάγεται αθώωση του κατηγορουμένου, καθώς δεν προβλέπεται τούτο ως λόγος άρσεως του αδίκου ή εξαλείψεως του αξιοποίνου (βλ. ανωτέρω αλλά και ΑΠ 1063/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), άλλωστε παρά την αναστολή και την άσκηση των προσφυγών το επίδικο χρέος παραμένει υποστατό και απαιτητό και δεδομένου ότι τα χρέη έχουν βεβαιωθεί δεν υπάγονται στις περιπτώσεις που αυτοί επικαλούνται με τις Γνωμοδοτήσεις του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Λόγω, δε, του χρόνου τέλεσης της πράξης (30- 8-2011) και της συζήτησης των προσφυγών ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, μετά από συνεχείς αναβολές στις 9-5-2019, δεν συντρέχει περίπτωση αναβολής της υπόθεσης μέχρι την έκδοση αποφάσεων επί αυτών, ενόψει της επικείμενης παραγραφής (ΑΠ 283/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τη σαφή διατύπωση της διάταξης του άρθρου 25 παρ. 1 του ως άνω νόμου 1882/1990 συνάγεται ότι η υποχρέωση καταβολής των φόρων αναφέρεται σε όλους και δεν εξαιρεί κατηγορίες υποχρέων. Έτσι απορριπτέος ως μη νόμιμος είναι ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων ότι δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της παράβασης της αμέσως πιο πάνω αναφερομένης διάταξης, καθώς μοναδικός μέτοχος της ανωνύμου εταιρίας ... είναι το Ελληνικό Δημόσιο, τόσο για το λόγο ότι δεν εξαιρείται τέτοια κατηγοριών προσώπων, όσο και για το λόγο ότι η ανωτέρω εταιρία δραστηριοποιείτο με τη μορφή της ανώνυμης, υπαγόμενη στις διατάξεις που ρυθμίζουν τη λειτουργία μιας εταιρίας αυτής της μορφής και συνεπώς υπόχρεης κατά το νόμο 1882/1990. Άλλωστε, ο νομοθέτης από τη σύσταση της ... έχει προβεί σε λεπτομερείς ρυθμίσεις για τη λειτουργία της, όπως μάλιστα τα νομοθετήματα αναφέρονται στους προβληθέντες αυτοτελείς ισχυρισμούς των κατηγορουμένων.

Επομένως, αν η συγκεκριμένη εταιρία λόγω της ιδιότητας του Ελληνικού Δημοσίου ως μοναδικού μετόχου της απαλλάσσετο από τις υποχρεώσεις καταβολής βεβαιωμένων χρεών εκ της ιδιότητας αυτής και μόνον θα υπήρχε σχετική πρόβλεψη. Η κατά το παρελθόν καταβολή των χρεών προς το Δημόσιο εκ μέρους της ... με νομοθετικές ρυθμίσεις, υπουργικές αποφάσεις δια της αυξήσεως του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας, όπως αυτές αναλυτικά αναφέρονται στους προβληθέντες ισχυρισμούς δεν απαλλάσσει τους κατηγορουμένους διευθύνοντες συμβούλους, και δεν καταλύει το δόλο τους, καθώς λόγω της συγκεκριμένης ιδιότητάς τους και της πραγματικής άσκησης διοίκησης εκ μέρους τους, ήταν σε θέση να γνωρίζουν την υποχρέωση αυτή και να προβούν σε καταβολή των επιδίκων χρεών κατά προτεραιότητα (ΑΠ 11/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, για τη συμπεριφορά αυτή του μετόχου κατά το παρελθόν δεν τους παρείχε βεβαιότητα ότι θα ακολουθηθεί και στο μέλλον, ούτε, δε, οι ίδιοι επιχείρησαν με οποιονδήποτε τρόπο την ενεργοποίηση του μετόχου προς διευθέτηση του προβλήματος αυτού, καθώς δεν υπάρχει μέριμνα με έγγραφη αναφορά τους επί του θέματος αυτού....

Εν προκειμένω, οι κατηγορούμενοι με τις ιδιότητες που είχαν, του Διευθύνοντος Συμβούλου εταιρίας αυτής της μορφής, δηλαδή ανώνυμης εταιρίας που απασχολούσε περίπου 2.500 εργαζομένους, που είχε σκοπό την κάλυψη των αναγκών των ενόπλων δυνάμεων της χώρας και την παροχή υπηρεσιών στον τομέα της συντήρησης, επισκευής, αεροσκαφών και οπλικών συστημάτων, ο πρώτος με οικονομικές σπουδές και μάνατζερ διεθνούς εμβέλειας, έχοντας εργασθεί σε οίκους του εξωτερικού μεγάλου κύρους όπως η ..., ο δεύτερος πτυχιούχος χημικός μηχανικός, κάτοχος διδακτορικού τίτλου και έχοντας διατελέσει διευθύνων σύμβουλος σε μεγάλες επιχειρήσεις του δημοσίου (Ελληνικές ... ΑΕ, ... ΑΕ) ήσαν σε θέση να αντιληφθούν τις απορρέουσες από τη διάταξη του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 υποχρεώσεις, αλλά και να απευθυνθούν στη νομική υπηρεσία της ..., η οποία σε κάθε περίπτωση ουδέποτε γνωμοδότησε περί του αντιθέτου, δηλαδή περί έλλειψης υποχρέωσης εκ μέρους τους για καταβολή. Επομένως, η πράξη είναι καταλογιστή στους κατηγορουμένους και όλα όσα αντίθετα υποστηρίζουν αυτά περί νομικής πλάνης, συγγνωστής, αλλά και πραγματικής είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Ο ισχυρισμός τους, δε, ότι η από μέρους τους καταβολή των χρεών θα σήμαινε και παντελή αδυναμία κάλυψης λειτουργικών αναγκών και μισθοδοσίας, με βάση τα οικονομικά στοιχεία της ..., τόσο ως σύγκρουση συμφερόντων (άρθρο 20 ΠΚ που επικαλούνται) όσο και ως αδυναμία "άλλως δύναται πράττειν" δηλαδή ως ανωτέρα βία που αποκλείει τη δυνατότητα προς ενέργεια (άρθρο 32 ΠΚ) είναι απορριπτέος, σύμφωνα και με όλα όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν, καθώς ενώ την υποχρέωση την γνώριζαν πολύ καλά, ούτε απευθύνθηκαν στον μέτοχο συγκεκριμένα προς διευθέτηση του θέματος, ούτε μέριμνα στα οικονομικά στοιχεία ελήφθη προς καταβολή αυτών".

Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ένοχους τους κατηγορουμένους και ήδη αναιρεσείοντες κατά πλειοψηφία με τις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α' και β', που είχαν ήδη αναγνωρισθεί από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και επέβαλε σε καθένα από αυτούς ποινή φυλακίσεως τριάντα (30) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί μία τριετία, με το ακόλουθο διατακτικό: "ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον 1° κατηγορούμενο ένοχο κατά πλειοψηφία με τα ελαφρυντικά του άρθρου 84παρ.2 α και β Π.Κ, ως πρωτοδίκως, του ότι: Στην Αθήνα στις 30/8/2011, όντας οφειλέτης του Δημοσίου και ενώ τα χρέη του κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά την ισχύ του Ν.3220/04, με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή χρεών προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, το δε ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις υπερβαίνει τα 150.000 ευρώ. Συγκεκριμένα ενώ είχαν βεβαιωθεί σε βάρος της εταιρείας με την επωνυμία ... της οποίας τυγχάνει ΔΙΕΥΘΥΝΩΝ ΣΥΜ διάφορα χρέη υπέρ του Δημοσίου στη ...., όπως ακριβώς αναφέρονται στο συνημμένο πίνακα χρεών της παραπάνω Δ.Ο.Υ (αρ ειδ.Βιβλίου ...2013) και συνοδεύει ως αναπόσπαστο μέρος αυτής την από 11/12/2013 μηνυτήρια αναφορά του Προϊσταμένου της πιο πάνω Δ Ο Υ, όπως κατωτέρω επισυνάπτεται, ηθελημένα δεν κατέβαλε ποσό ευρώ #88.570.466.27#, που αφορά βεβαιωμένα χρέη αυτού προς το Δημόσιο.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον 2° κατηγορούμενο ένοχο κατά πλειοψηφία με τα ελαφρυντικά του άρθρου 84παρ.2 α και β Π.Κ, ως πρωτοδίκως, του ότι: Στην Αθήνα, στις 30/8/2011 ,όντας οφειλέτης του Δημοσίου και ενώ τα χρέη του κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά την ισχύ του Ν.3220/04, με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή χρεών προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, το δε ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις υπερβαίνει τα 150.000 ευρώ. Συγκεκριμένα ενώ είχαν βεβαιωθεί σε βάρος της εταιρείας με την επωνυμία ... της οποίας τυγχάνει ΔΙΕΥΘΥΝΩΝ ΣΥΜ. διάφορα χρέη υπέρ του Δημοσίου στη .... όπως ακριβώς αναφέρονται στο συνημμένο πίνακα χρεών της παραπάνω Δ.Ο.Υ (αρ ειδ.Βιβλίου ...2013) και συνοδεύει ως αναπόσπαστο μέρος αυτής την από 11/12/2013 μηνυτήρια αναφορά του Προϊσταμένου της πιο πάνω Δ.Ο.Υ, όπως κατωτέρω επισυνάπτεται, ηθελημένα δεν κατέβαλε ποσό ευρώ #38.236.845,89#, που αφορά βεβαιωμένα χρέη αυτού προς το Δημόσιο.

Με βάση τις παραδοχές της πληττόμενης αποφάσεως, ο χρόνος τελέσεως της ένδικης αξιοποίνου πράξεως, της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, είναι η 30.8.2011. Όμως, αφού μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης καταδικαστικής αποφάσεως ίσχυσε, κατά τα προαναφερθέντα, ο νέος Ποινικός Κώδικας (Ν. 4619/2019), στο άρθρο 469 του οποίου περιέχεται η παραπάνω επιεικέστερη διάταξη, κατά την οποία τα χρέη από αδικήματα, που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής διαδικασίας, όπως όλα τα παραπάνω, ανεξάρτητα από το ποσό τους, δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης των κατηγορουμένων - αναιρεσειόντων, καθίσταται πλέον ανέγκλητη η ως άνω πράξη και, εφόσον οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως είναι παραδεκτές, ως νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκηθείσες και ως περιέχουσες παραδεκτούς λόγους αναιρέσεως την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε', συντρέχει νόμιμη περίπτωση αυτεπάγγελτης εφαρμογής από τον Άρειο Πάγο του ως άνω επιεικέστερου νόμου, που άρχισε να ισχύει από 1.7.2019 και, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να κηρυχθούν οι αναιρεσείοντες αθώοι για την πιο πάνω εφάπαξ διαπραττόμενη πράξη της μη καταβολής προς το Δημόσιο του ενοποιημένου χρέους, για το οποίο καταδικάσθηκαν, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ' αριθμόν 1641/2019 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και

ΚΗΡΥΣΣΕΙ αθώους τους αναιρεσείοντες - κατηγορούμενους: α) Α. Φ. του Ν. και Π., κάτοικο ... και β) Δ. Ξ. του Χ. και Ε., κάτοικο ... για το ότι: Α) Ο πρώτος κατηγορούμενος Α. Φ. στην στις 30/8/2011, όντας οφειλέτης του Δημοσίου και ενώ τα χρέη του κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά την ισχύ του Ν.3220/04, με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή χρεών προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, το δε ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις υπερβαίνει τα 150.000 ευρώ. Συγκεκριμένα ενώ είχαν βεβαιωθεί σε βάρος της εταιρείας με την επωνυμία ... της οποίας τυγχάνει ΔΙΕΥΘΥΝΩΝ ΣΥΜ διάφορα χρέη υπέρ του Δημοσίου στη ...., όπως ακριβώς αναφέρονται στο συνημμένο πίνακα χρεών της παραπάνω Δ.Ο.Υ (αρ ειδ.Βιβλίου ...2013) και συνοδεύει ως αναπόσπαστο μέρος αυτής την από 11/12/2013 μηνυτήρια αναφορά του Προϊσταμένου της πιο πάνω Δ Ο Υ, όπως κατωτέρω επισυνάπτεται, ηθελημένα δεν κατέβαλε ποσό ευρώ #88.570.466.27#, που αφορά βεβαιωμένα χρέη αυτού προς το Δημόσιο.

Β) Ο δεύτερος κατηγορούμενος Δ. Ξ., στην Αθήνα στις 30/8/2011, όντας οφειλέτης του Δημοσίου και ενώ τα χρέη του κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά την ισχύ του Ν.3220/04, με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή χρεών προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, το δε ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις υπερβαίνει τα 150.000 ευρώ. Συγκεκριμένα ενώ είχαν βεβαιωθεί σε βάρος της εταιρείας με την επωνυμία ... της οποίας τυγχάνει ΔΙΕΥΘΥΝΩΝ ΣΥΜ. διάφορα χρέη υπέρ του Δημοσίου στη ...., όπως ακριβώς αναφέρονται στο συνημμένο πίνακα χρεών της παραπάνω Δ.Ο.Υ (αρ ειδ.Βιβλίου ...2013) και συνοδεύει ως αναπόσπαστο μέρος αυτής την από 11/12/2013 μηνυτήρια αναφορά του Προϊσταμένου της πιο πάνω ΔΟΥ, όπως κατωτέρω επισυνάπτεται, ηθελημένα δεν κατέβαλε ποσό ευρώ #88.570.466.27#, που αφορά βεβαιωμένα χρέη αυτού προς το Δημόσιο.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Νοεμβρίου 2019.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 14 Ιανουαρίου 2020.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


Πρόεδρος :

Αγγελική Αλειφεροπούλου

 

 

Εισηγητές :

Γεώργιος Γεράκης

 

 

Λήμματα :

Μη καταβολή χρεών στο Δημόσιο ,Εφαρμογή ηπιότερου νόμου ,Λόγοι αναίρεσης


ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

 

Δημοσίευση :

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

Δικαστήριο :

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ

Τόπος :

ΑΘΗΝΑ

Αριθ. Απόφασης :

257

Ετος :

2020


ΟΡΟΙ ΘΗΣΑΥΡΟΥ

ΧΡΕΗ - ΟΦΕΙΛΕΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ


Περίληψη

Μη καταβολή χρεών στο Δημόσιο - Φοροδιαφυγή - Εφαρμογή ηπιότερης διάταξης -. Αν μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης καταστεί ανέγκλητη η πράξη, για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τότε ο Άρειος Πάγος, εφόσον η αίτηση αναίρεσης κατά της καταδικαστικής απόφασης είναι παραδεκτή, εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως τον νέο επιεικέστερο νόμο και κηρύσσει αθώο τον κατηγορούμενο, αφού δεν υπάρχει πλέον αξιόποινη πράξη, ακόμη και παρά την ερημοδικία του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου. Είναι ορθή και αιτιολογημένη η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση για μην καταβολή χρεών στο Δημόσιο. Η αμφισβήτηση του χρέους από τον υπόχρεο, όπως και ο ισχυρισμός του ότι αυτό έχει παραγραφεί δεν ασκεί επιρροή δεδομένου ότι ο υπόχρεος οφειλέτης του Δημοσίου στην περίπτωση αυτή οφείλει να ασκήσει τα νόμιμα μέσα για να εξαλειφθεί το χρέος, διαφορετικά αυτό θεωρείται υποστατό και ενεργό. Αναιρείται εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση κατ' εφαρμογή της επιεικέστερης διάταξης, κατά την οποία τα χρέη από αδικήματα, που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του κατηγορούμενου.


Κείμενο Απόφασης

Αριθμός 257/2020

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε'ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Μαγγίνα Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Παπαηλιάδη, Ναυσικά Φράγκου, Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου και Γρηγόριο Κουτσοκώστα - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Νοεμβρίου 2019, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Μπρακουμάτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Α. Β. του Χ., κατοίκου ... ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως με την ιδιότητα του δικηγόρου, για αναίρεση της υπ'αριθ.53/2019 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3.9.2019 και με αριθμό 10/2019 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1236/19.

Αφού άκουσε

Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως και τον αυτοπροσώπως παραστάντα ως δικηγόρο αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 3-9-2019 αίτηση, με αριθμό 10/2019, του Α. Β. του Χ., κατοίκου ..., για αναίρεση της απόφασης 53/25-1-2019 του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος για την αξιόποινη πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τριών (3) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, περιέχει δε λόγους αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ', Ε' και Θ' του ΚΠοινΔ (έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης και υπέρβαση εξουσίας) και, συνεπώς, είναι παραδεκτή.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του κυρωθέντος με το Ν. 4619/2019 και ισχύοντος από την 1η-7-2019 (άρθρο δεύτερο του Ν. 4619/2019) νέου Ποινικού Κώδικα, "αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου". Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, με την οποία καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ουσιαστικού ποινικού νόμου, που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι το χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, ως επιεικέστερος νόμος θεωρείται εκείνος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή εκείνος, ο οποίος με την εφαρμογή του, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επιφέρει την ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Προς τούτο γίνεται σύγκριση των περισσότερων σχετικών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπονται από καθεμιά από αυτές. Αν από τη σύγκριση αυτή προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος νόμος.

Ειδικότερα, επιεικέστερος είναι ο νόμος, που προβλέπει το χαμηλότερο ανώτατο όριο του είδους της ποινής, αν δε το ανώτατο όριο είναι το ίδιο, επιεικέστερος είναι αυτός που προβλέπει το μικρότερο κατώτατο όριο. Για το χαρακτηρισμό ενός νόμου ως επιεικέστερου ή μη επί πλημμελημάτων λαμβάνεται κατ' αρχήν υπόψη το ύψος της απειλούμενης ποινής φυλάκισης, που θεωρείται βαρύτερη της χρηματικής, επί ίσων δε ποινών φυλάκισης, λαμβάνεται υπόψη και η χρηματική ποινή. Προδήλως είναι ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο ο μεταγενέστερος της τέλεσης της πράξης νόμος, όταν καθιστά αυτή (πράξη) ανέγκλητη. Από την ανωτέρω διάταξη, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 511 εδ. δ', 514 εδ. γ' περ. β' και 518 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, συνάγεται ότι, αν μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης καταστεί ανέγκλητη η πράξη, για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τότε ο Άρειος Πάγος, εφόσον η αίτηση αναίρεσης κατά της καταδικαστικής απόφασης είναι παραδεκτή, εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως το νέο επιεικέστερο νόμο και κηρύσσει αθώο τον κατηγορούμενο, αφού δεν υπάρχει πλέον αξιόποινη πράξη, ακόμη και παρά την ερημοδικία του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου (ΟλΑΠ 3/1995).

Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 463 παρ. 2 του νέου Ποινικού Κώδικα, "όπου σε ειδικούς νόμους απειλείται ποινή φυλάκισης, προστίθεται διαζευκτικά και η χρηματική ποινή, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 57 του παρόντος Κώδικα", ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 85 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, "όταν στο πρόσωπο του υπαιτίου συντρέχουν περισσότεροι λόγοι μείωσης της ποινής ή όταν συντρέχουν ένας ή περισσότεροι τέτοιοι λόγοι μαζί με ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 ή περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, το δικαστήριο ελαττώνει περαιτέρω το κατώτατο όριο της μειωμένης κατά το άρθρο 83 ποινής ως εξής: α) τα πέντε έτη μειώνονται σε τρία, β) τα δύο έτη σε ένα, γ) το ένα έτος, σε έξι μήνες και δ) η μειωμένη ποινή της φυλάκισης, σε παροχή κοινωφελούς εργασίας ή χρηματική ποινή". Η τελευταία αυτή διάταξη είναι επιεικέστερη έναντι της αντίστοιχης διάταξης του άρθρου 85 του ισχύσαντος μέχρι την 30η-6-2019 Ποινικού Κώδικα, αφού με αυτή διαμορφώνεται ένα ευρύτερο πλαίσιο ποινής, μέσα στο οποίο ο δικαστής μπορεί να συνεκτιμήσει τους περισσότερους λόγους μείωσης της ποινικής κύρωσης.

Περαιτέρω, με το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990 θεσπίσθηκε η ποινική ευθύνη από τη μη καταβολή προς το Δημόσιο χρεών, που είναι βεβαιωμένα στις δημόσιες υπηρεσίες και ειδικότερα από την παραβίαση της προθεσμίας καταβολής τους, κατά τις ισχύουσες εκάστοτε διατάξεις, ανάλογα με το αν αυτά είναι καταβλητέα εφάπαξ ή με δόσεις, έτσι ώστε η ποινική μεταχείριση να διαφοροποιείται ως προς το χρονικό σημείο έναρξης της ποινικής ευθύνης του υπαιτίου, αλλά και ως προς το ύψος του ποσού του χρέους. Ακολούθως, το ως άνω άρθρο (25 Ν. 1882/1990) αντικαταστάθηκε από το άρθρο 23 του Ν. 2523/1997, με το οποίο, αφενός μεν ποινικοποιήθηκε η μη καταβολή χρεών και προς τρίτους (πλην ιδιωτών), που εισπράττονται από τις δημόσιες υπηρεσίες ή τα τελωνεία, αφετέρου δε αυξήθηκε το ύψος του οφειλόμενου ποσού, που καθιστά αξιόποινη την πράξη της μη καταβολής. Στη συνέχεια, η παρ. 1 του άρθρου 25 συμπληρώθηκε με το άρθρο 34 του Ν. 3016/2002 (ΦΕΚ Α' 110/17-5-2002) και ακολούθως το ίδιο άρθρο αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 34 του Ν. 3220/2004 (ΦΕΚ Α' 15/28-1-2004).

Μετά την τελευταία αντικατάσταση, το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων εσόδων στις ΔΟΥ και στα τελωνεία, κατά τον, ως κατωτέρω, χρόνο καταβολής των επίδικων χρεών: 1) αντιμετωπίσθηκε ενιαία ως προς το χρόνο είσπραξής τους, ορισθέντος ότι χρόνος είσπραξης είναι ο χρόνος της συμπλήρωσης τεσσάρων μηνών από τότε που έπρεπε να καταβληθεί το χρέος, ανεξάρτητα από τον τρόπο καταβολής των χρεών, εφάπαξ ή σε δόσεις, 2) στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής, για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη, υπολογίζονται μαζί με τη βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις από τόκους και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, 3) οι ποινές καθορίστηκαν βάσει του κατώτερου ποσού συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής, ανεξάρτητα από το είδος του χρέους και 4) αυξήθηκαν τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή, για τα οποία ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη, ορισθέντος έτσι ότι: "1. Η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και στα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ.

Η πράξη μπορεί να κριθεί ατιμώρητη, εάν το ποσό που οφείλεται εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό".

Επακολούθησε ο Ν. 3943/2011, με το άρθρο 3 του οποίου αντικαταστάθηκε η παρ. 1 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 και ορίσθηκε ότι: "1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) έως ένα έτος, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, που αναφέρεται στην παράγραφο 5, υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, δ) τριών τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ". Ακολούθως, εκδόθηκε ο Ν. 4321/21-3-2015 "Ρυθμίσεις για την επανεκκίνηση της οικονομίας", με το άρθρο 20 του οποίου η παράγραφος 1 του άρθρου 25 του Ν.

1882/1990 αντικαταστάθηκε ως εξής. "1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στη Φορολογική Διοίκηση χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) μηνών τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) Ενός (1) τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ. β) Τριών (3) τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ. Η ποινική δίωξη ασκείται ύστερα από αίτηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή των Ελεγκτικών Κέντρων ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους, που συνοδεύεται υποχρεωτικά από πίνακα χρεών, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων. Η πράξη μπορεί να κριθεί ατιμώρητη, εάν το ποσό που οφείλεται εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό". Τέλος, με το άρθρο 8 του Ν. 4337/17-10-2015 προστέθηκε νέο Κεφάλαιο (δωδέκατο) στο Ν. 4174/2013, με το άρθρο 71 παρ. 2 του οποίου ορίσθηκε ότι "τα ποσά των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ και των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, των περιπτώσεων α' και β', αντίστοιχα, της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του νόμου 1882/1990 ("Ποινικό αδίκημα μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους"), όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, αντικαθίστανται από τα ποσά των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ και διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ, αντίστοιχα".

Μετά την υποβολή στον εισαγγελέα της σχετικής αίτησης του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. κ.λ.π., που συνοδεύεται από τον πίνακα βεβαιωμένων χρεών, ασκείται ξεχωριστή ποινική δίωξη που περιλαμβάνει, ως μία ενιαία πράξη, τη μη καταβολή του αναφερόμενου στον πίνακα συνολικού χρέους, το οποίο μπορεί να προέρχεται από οποιαδήποτε αιτία, χωρίς να έχει πλέον οποιαδήποτε έννομη σημασία το ύψος και η αιτία προέλευσης καθενός από τα μερικότερα χρέη. Δεν πρόκειται για κατ' εξακολούθηση έγκλημα, δηλαδή για περισσότερες, προσβάλλουσες διαφορετικές μονάδες του ίδιου έννομου αγαθού, απέχουσες χρονικά και συνεχόμενες μεταξύ τους λόγω της ενότητας δόλου του δράστη και αντιστοιχούσες σε ισάριθμα βεβαιωμένα και μη εξοφλημένα χρέη του πίνακα, ομοειδείς πράξεις, αλλά για μία και μόνη, τελούμενη με τη συμπλήρωση τετραμήνου από το χρόνο κατά τον οποίο το χρέος έπρεπε να καταβληθεί, αξιόποινη πράξη, στην οποία τυποποιείται η καθυστέρηση καταβολής του αθροίσματος των περιεχόμενων στον πίνακα βεβαιωμένων χρεών.

Πρόκειται, δηλαδή, για ιδιότυπο αθροιστικό έγκλημα, του οποίου η αντικειμενική υπόσταση συναπαρτίζεται από τα οριζόμενα στο νόμο στοιχεία και από δημόσια χρέη του υπαιτίου, που συναθροίζονται και ενιαιοποιούνται για τη νομοτυπική του συγκρότηση, χωρίς να περιέχει στοιχεία εξακολουθητικής, κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, τέλεσης, που χαρακτηρίζουν το αθροιστικό έγκλημα. Από όσα προαναφέρθηκαν παρέπεται: 1) Ότι, αφού πρόκειται για έγκλημα που τελείται εφάπαξ και όχι εξακολουθητικά, κατά λογική και νομική αναγκαιότητα, ως χρόνος τέλεσης αυτού νοείται η συμπλήρωση τετραμήνου από το χρόνο ταμειακής βεβαίωσης (από και με την οποία η σχετική αστική αξίωση γίνεται ληξιπρόθεσμη) του μερικότερου χρέους με τη χρονικά εγγύτερη ταμειακή βεβαίωση προς τη σύνταξη του συνοδεύοντος την αίτηση για άσκηση της ποινικής δίωξης οικείου πίνακα χρεών ο χρόνος αυτός καλύπτει και τους αντίστοιχους χρόνους των υπόλοιπων, εχόντων προγενέστερες ταμειακές βεβαιώσεις, χρεών, τα οποία, κατά την έννοια του νόμου, συσσωματώνονται σε ένα και μόνο αθροιστικό χρέος. 2) Ότι τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του σχετικού εγκλήματος είναι: α) η μη καταβολή των βεβαιωμένων στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. ή στα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο και τα λοιπά αναφερόμενα πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα από οποιαδήποτε αιτία, β) η παρέλευση τετραμήνου από το χρόνο, κατά τον οποίο έπρεπε το χρέος να καταβληθεί και γ) το συνολικό άθροισμα των μερικότερων χρεών, με κάθε είδους τόκους και προσαυξήσεις, κατά το χρόνο σύνταξης του οικείου πίνακα χρεών να υπερβαίνει το οριζόμενο από το νόμο χρηματικό ποσό με τις διακρίσεις και κλιμακώσεις που προαναφέρθηκαν, ενώ για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται δόλος (πρόθεση) με την έννοια του άρθρου 27 παρ. 1 του ΠΚ, ο οποίος (δόλος) πρέπει να καλύπτει όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, αφού δεν καθορίζεται στην οικεία διάταξη άλλη μορφή υπαιτιότητας (άμεσος ή υπερχειλής δόλος).

Έτσι, κρίσιμα στοιχεία για τη θεμελίωση του σχετικού εγκλήματος, που πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, για να υπάρχει η απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, είναι: α) Η αρμόδια αρχή που βεβαίωσε το χρέος, β) το ύψος του χρέους, γ) ο τρόπος πληρωμής του, δ) ο ακριβής χρόνος καταβολής του χρέους και ε) η μη πληρωμή του ενιαιοποιημένου χρέους κατά τη λήξη του τετραμήνου από το χρόνο, κατά τον οποίο αυτό έπρεπε να καταβληθεί, οπότε προσδιορίζεται έμμεσα και ο χρόνος τέλεσης της πράξης. Η αμφισβήτηση του χρέους από τον υπόχρεο, όπως και ο ισχυρισμός του ότι αυτό έχει παραγραφεί και, κατά συνέπεια, έχει κακώς βεβαιωθεί, δεν ασκεί επιρροή δεδομένου ότι ο υπόχρεος οφειλέτης του Δημοσίου στην περίπτωση αυτή οφείλει να ασκήσει τα νόμιμα μέσα, δηλαδή την προβλεπόμενη από το άρθρο 73 του Κώδικα Εισπράξεων Δημοσίων Εσόδων (ΝΔ 356/1974) ανακοπή για να εξαλειφθεί το χρέος και, αν αυτό δεν συμβεί, το χρέος θεωρείται υποστατό και ενεργό, η δε μη καταβολή του συνεπάγεται τις κυρώσεις του νόμου.

Εξάλλου, ως χρόνος βεβαίωσης του χρέους νοείται ο χρόνος της υπό ευρεία έννοια βεβαίωσης, με την οποία προσδιορίζεται η σχετική χρηματική οφειλή (ως προς το είδος, το ποσό και το υποκείμενό της) και εγγράφεται από τον προϊστάμενο της ΔΟΥ ή από άλλο αρμόδιο όργανο στους τηρούμενους καταλόγους (φορολογικούς κλπ.). Αυτή συνιστά την ατομική διοικητική πράξη και τον εκτελεστό νόμιμο τίτλο σε βάρος του οφειλέτη. Ως χρόνος καταβολής του χρέους νοείται, όμως, ο χρόνος της υπό στενή έννοια (ταμειακής) βεβαίωσής του, με την οποία αυτό καταγράφεται στο βιβλίο εισπρακτέων εσόδων και εμφανίζεται ως δημόσιο έσοδο, κατά την έννοια του άρθρου 1 του ΚΕΔΕ, καθιστώντας (κατά κανόνα) ταμειακά ληξιπρόθεσμη τη σχετική απαίτηση και εφικτή την κίνηση της εκτελεστικής διαδικασίας με την αποστολή ατομικής ειδοποίησης στον αναγραφόμενο οφειλέτη για την αναγκαστική είσπραξη της εκτελούμενης χρηματικής αξίωσης από αυτόν και από όσους τυχόν συνευθύνονται με αυτόν για το βεβαιωμένο χρέος. Τέλος, με το άρθρο 469 του νέου Ποινικού Κώδικα, που ισχύει, όπως προαναφέρθηκε, από την 1η-7-2019, ορίζεται ότι "Μετά το εδάφιο β' της παρ. 1 του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 προστίθεται εδάφιο γ' ως εξής: "Στην αίτηση και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου, τα χρέη που προέρχονται από τη μη εκτέλεση χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο και οι σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκοι και λοιπές επιβαρύνσεις, καθώς και τα χρέη από τα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις".

Με τη διάταξη αυτή του νέου Ποινικού Κώδικα ρυθμίζεται, με τον αναφερόμενο σ' αυτή τρόπο, το προβλεπόμενο από το άρθρο 25 του Ν. 1882/1990 ποινικό αδίκημα της μη καταβολής βεβαιωμένων στη φορολογική διοίκηση χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου, καθώς και τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αφού ρητά ορίζεται ότι στις (νέες) αιτήσεις και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται προς τον εισαγγελέα πρωτοδικών, κατά το άρθρο αυτό, δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ποινικής ευθύνης του προσώπου οι οφειλές που αφορούν: α) χρέη που προέρχονται από τη μη εκτέλεση (αμιγώς) χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο και οι σχετικές με αυτές προσαυξήσεις, τόκοι και λοιπές επιβαρύνσεις και τούτο, διότι, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση της μεταβατικής αυτής διάταξης, η μη καταβολή της επιβληθείσας χρηματικής ποινής καταργείται πλέον ως αυτοτελές αδίκημα του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, καθώς δυνάμει της διάταξης της παραγράφου 6 του άρθρου 80 του νέου Ποινικού Κώδικα, το δικαστήριο μαζί με τη χρηματική ποινή ορίζει ποινή στερητική της ελευθερίας, η οποία πρέπει να εκτιθεί από τον καταδικασθέντα, αν δεν καταβληθεί η χρηματική ποινή και β) χρέη που προέρχονται από τα φορολογικά αδικήματα, που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Ν. 4174/2013 (ΚΦΔ), μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις και τούτο, διότι, σύμφωνα με την ίδια ως άνω αιτιολογική έκθεση, θεραπεύεται το άτοπο της διπλής αξιολόγησης των αξιόποινων φορολογικών παραβάσεων, ήτοι τόσο κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, όσο και κατά τις διατάξεις του άρθρου 66 του Ν. 4174/2013, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 8 του Ν. 4337/2015.

Ως εκ τούτου, τα ποσά που αποτελούν το προϊόν που αποκομίστηκε ή επιδιώχθηκε με τις εν λόγω φορολογικές παραβάσεις αποκλείονται πλέον από την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, δεδομένου ότι η μη καταβολή αυτών τυποποιείται ήδη ποινικά από το άρθρο 66 του ΚΦΔ. Τέτοια αποκλειόμενα χρηματικά ποσά - χρέη, τα οποία εμπίπτουν στα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, είναι, μεταξύ των άλλων, τα προερχόμενα από την αποφυγή πληρωμής φόρου εισοδήματος (που προβλεπόταν από το άρθρο 17 παρ. 1 του Ν. 2523/1997), ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) ή ειδικού φόρου ακινήτων (ΕΦΑ), από την απόκρυψη από τα όργανα της φορολογικής διοίκησης φορολογητέων εισοδημάτων από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσιακών στοιχείων, ιδίως με την παράλειψη υποβολής δήλωσης ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης ή με την καταχώριση στα λογιστικά αρχεία εικονικών (ολικά ή μερικά) δαπανών ή με την επίκληση στη φορολογική δήλωση τέτοιων δαπανών, ώστε να μην εμφανίζεται φορολογητέα ύλη ή να εμφανίζεται αυτή μειωμένη, από τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση, συμψηφισμό ή έκπτωση του φόρου προστιθέμενης αξίας (που προβλεπόταν από το άρθρο 18 παρ. 1 του Ν. 2523/1997), του φόρου κύκλου εργασιών, του φόρου ασφαλίστρων και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, από τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση, συμψηφισμό ή έκπτωση ή λήψη επιστροφής με παραπλάνηση της φορολογικής διοίκησης με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων, καθώς και τη διακράτηση τέτοιων φόρων, τελών ή εισφορών, από τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση στο Δημόσιο του φόρου πλοίων, από την έκδοση και αποδοχή πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων (που προβλεπόταν από το άρθρο 19 παρ. 1 του Ν. 2523/1997) και από τη μη έκδοση ή έκδοση ανακριβώς των προβλεπόμενων από το ΠΔ 186/1992 (Κ.Β.Σ.) στοιχείων κατά την πώληση ή διακίνηση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών κ.λ.π. (που προβλεπόταν από το άρθρο 19 παρ. 5 του Ν. 2523/1997), μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις, όπως είναι τα πρόστιμα.

Εξάλλου, η επιβληθείσα με τις διατάξεις του άρθρου 31 του Ν. 3986/2011 ετήσια επί του εισοδήματος φορολογική επιβάρυνση (τέλος επιτηδεύματος), που ορίζεται σε πάγιο, κατά κατηγορία υποχρέων, ποσό, στους επιτηδευματίες και στους ασκούντες ελεύθερο επάγγελμα, που τηρούν βιβλία Β' και Γ' κατηγορίας του Κ.Β.Σ., θεσπίστηκε ως φόρος επί του εισοδήματος. Ο νομοθέτης στηρίχθηκε στην παραδοχή ότι η άσκηση επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας, υπό συγκεκριμένες συνθήκες που περιγράφονται στο νόμο, αποφέρει ένα ελάχιστο ποσό ετήσιου εισοδήματος, στο οποίο αντιστοιχεί, ως ελάχιστη φορολογική επιβάρυνση, το προβλεπόμενο πάγιο ποσό φόρου (ΣτΕ 89/2019). Έτσι, η αποφυγή πληρωμής του τέλους επιτηδεύματος, που αποτελεί φόρο επί του εισοδήματος, τυποποιείται, επίσης, στα εγκλήματα φοροδιαφυγής του άρθρου 66 του Κ.Φ.Δ, οπότε δεν συμπεριλαμβάνεται και δεν υπολογίζεται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου στην αίτηση και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται για την άσκηση ποινικής δίωξης από τον προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. ή τα ελεγκτικά κέντρα ή το τελωνείο προς τον εισαγγελέα πρωτοδικών της έδρας τους.

Συνεπώς, εφόσον η προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 469 του νέου Ποινικού Κώδικα, στην οποία αναφέρεται ότι στην αίτηση και στον συνοδεύοντα αυτή πίνακα χρεών, που υποβάλλονται από τα προαναφερθέντα πρόσωπα προς άσκηση ποινικής δίωξης (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. β' του Ν. 1882/1990), δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου τα παραπάνω χρέη με τις προσαυξήσεις τους κ.λ.π. από τα τυποποιούμενα στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας αδικήματα, είναι ευμενέστερη, η πράξη της μη καταβολής των χρεών αυτών στο Δημόσιο έχει καταστεί ανέγκλητη. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά, τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού της.

Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του ΚΠοινΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ' επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιό βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιό ή ποιά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Η συνδρομή του δόλου, κατ' αρχήν, δεν απαιτεί ιδιαίτερη αιτιολογία, διότι αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και αποδεικνύεται, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών και η σχετική με αυτόν αιτιολογία εμπεριέχεται στην κύρια επί της ενοχής αιτιολογία, εκτός αν αξιώνονται πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (έγκλημα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), οπότε ο δόλος απαιτεί ιδιαίτερη αιτιολογία.

Εξάλλου, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Θ' του ΚΠοινΔ, θεσπίζεται ως λόγος αναίρεσης της απόφασης και η υπέρβαση εξουσίας, η οποία υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίδει ο νόμος.

Η υπέρβαση εξουσίας εμφανίζεται με τη θετική και την αρνητική μορφή. Θετική υπέρβαση εξουσίας υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας αποφάσισε για ζήτημα, το οποίο δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία του, ενώ αρνητική, όταν παρέλειψε να αποφασίσει για ζήτημα, για το οποίο είχε υποχρέωση στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασής του, με αριθμό 53/2019, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται κατ' είδος σ' αυτή, δέχθηκε ανελέγκτως, ότι αποδείχθηκαν, επί λέξει, τα εξής: "....ο κατηγορούμενος, στη Θεσσαλονίκη κατά το χρονικό διάστημα από 1.8.2011 έως 1.9.2015 καθυστέρησε την καταβολή των βεβαιωμένων στις αρμόδιες δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και ληξιπροθέσμων χρεών του προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, το δε συνολικό τοιούτο χρέος του από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του αναφερομένου στο διατακτικό πίνακα χρεών, υπερβαίνει το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ.

Συγκεκριμένα, έχοντας χρέη προς το Δημόσιο, βεβαιωμένα στη Δ.Ο.Υ. Δ' Θεσσαλονίκης και ανερχόμενα στο συνολικό ύψος των 182.008,40 ευρώ, όπως τα χρέη αυτά, κατά είδος φόρου και ημερομηνία βεβαίωσης, ποσόν, αιτία βεβαιώσεως και χρόνο πληρωμής, αναφέρονται στον παρατιθέμενο στο διατακτικό πίνακα, δεν προήλθε σε εξόφλησή τους, ούτε μέχρι τις ημερομηνίες που καθένα εξ αυτών ήταν πληρωτέο, ούτε και μετέπειτα, εντός της εκ της διατάξεως του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990 προβλεπομένης τετραμήνου προθεσμίας. Εξ άλλου, από την προμνησθείσα διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990 προκύπτει ότι κρίσιμα στοιχεία για τη θεμελίωση του τυποποιουμένου με αυτή εγκλήματος είναι: α) η ύπαρξη βεβαιωμένων χρεών, β) η αρχή που προέβη στη βεβαίωση του χρέους και γ) το ληξιπρόθεσμο αυτού, δηλαδή ο ακριβής χρόνος καταβολής του, ο οποίος δεν συμπίπτει αναγκαστικά με το χρόνο που βεβαιώθηκε και η μη πληρωμή του μέσα σε ορισμένη προθεσμία. Η αμφισβήτηση του χρέους από τον υπόχρεο, και κατά συνέπεια εσφαλμένως έχει βεβαιωθεί, δεν ασκεί επιρροή, δεδομένου ότι, στην περίπτωση αυτή, ο υπόχρεος - οφειλέτης του Δημοσίου οφείλει ν' ασκήσει τα νόμιμα ένδικα μέσα για να εξαλειφθεί το χρέος και, αν αυτό δεν συμβεί, το χρέος θεωρείται υποστατό και ενεργό, η δε μη καταβολή του συνεπάγεται τις κυρώσεις του νόμου....Εν όψει τούτων, οι κατά του υποστατού των ενδίκων χρεών αιτιάσεις του κατηγορουμένου, όπως ανωτέρω αναφέρει, μεταξύ αυτών και η περί παραγραφής της αντιστοίχου αξιώσεως του Δημοσίου τοιαύτη, αλυσιτελώς προβάλλονται, αφού δεν συνοδεύονται από ισχυρισμό ότι υποβλήθηκαν με τα προβλεπόμενα ένδικα μέσα ενώπιον των αρμοδίων Δικαστηρίων και μάλιστα επιτυχώς και ότι μετά ταύτα τα αντίστοιχα χρέη διεγράφησαν ή κρίθηκαν διαγραπτέα από τον ένδικο πίνακα, ενώ η επικαλούμενη και προσκομιζόμενη με αριθμό 6330/2018 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης αφορά πράξη εκτέλεσης και όχι την μείωση ή διαγραφή αξιώσεων του δημοσίου σε βάρος του. Δέχεται δε την ασκηθείσα ανακοπή του κατηγορουμένου και ακυρώνει την .../15.7.2011 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης για το λόγο της μη περιέλευσης της ατομικής ειδοποίησης στον οφειλέτη- κατηγορούμενο, η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα να απολέσει αυτός στάδιο δικονομικής προστασίας πριν τη λήψη συγκεκριμένου μέτρου εκτέλεσης.

Επομένως, πληρουμένων, στο πρόσωπο του κατηγορουμένου, των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως της αντιστοίχου, αποδιδομένης σ' αυτόν αξιοποίνου πράξεως, πρέπει αυτός να κηρυχθεί ένοχος αυτής, όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας. Πρέπει όμως να αναγνωριστεί ότι ο κατηγορούμενος έζησε έως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα, έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή και ότι ο κατηγορούμενος στην πράξη του ωθήθηκε από μη ταπεινά αίτια, όπως και πρωτοδίκως". Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο, με τις ελαφρυντικές περιστάσεις ότι αυτός έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή και ότι στην πράξη του ωθήθηκε από όχι ταπεινά αίτια (άρθρο 84 παρ. 2 περ. α' και β' του ΠΚ), για την αξιόποινη πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, για την οποία του επέβαλε ποινή φυλάκισης τριών (3) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, με το ακόλουθο διατακτικό: "ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον κατηγορούμενο ένοχο του ότι, στη Θεσσαλονίκη κατά το χρονικό διάστημα από 01-8-2011 έως 01-9-2015, καθυστέρησε την καταβολή των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, το συνολικό δε ποσό από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων και προσαυξήσεων, μέχρι την ημερομηνία σύνταξης (25-5-2016) του συνημμένου στο παρόν κατηγορητήριο πίνακα χρεών υπερβαίνει το ποσό των 100.000 ευρώ.

Συγκεκριμένα, δεν κατέβαλε στο Δημόσιο ληξιπρόθεσμα χρέη συνολικού ύψους (συμπεριλαμβανομένων και των νόμιμων προσαυξήσεων) 182.008,40 ευρώ, τα οποία είναι βεβαιωμένα στη Δ.Ο.Υ. Δ' Θεσσαλονίκης και των οποίων τα ειδικότερα προσδιοριστικά στοιχεία (αριθμός και ημερομηνία βεβαίωσης, οικονομικό έτος και είδος χρέους, ανάλυση του ποσού, το απαιτητό μέρος για κάθε ένα και σε σύνολο, ο τρόπος πληρωμής, ο αριθμός των ληξιπρόθεσμων δόσεων και οι ημερομηνίες λήξης της πρώτης και της τελευταίας δόσης εμφαίνοντα στον παρακάτω πίνακα χρεών, που συνέταξε η ως άνω Δ.Ο.Υ. και αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του παρόντος, ως εξής:.... [ακολουθεί Πίνακας Χρεών της Δ.Ο.Υ. Δ' Θεσσαλονίκης .... με Α/Α και έτος /2016 στο όνομα του αναιρεσείοντος με ΑΦΜ ..., με στοιχεία βεβαίωσης Δ.Ο.Υ., Οικ. έτη 2009, 2011, 2012, 2013, 2014 και 2015, είδος φόρου: 1. ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ (ΔΙΜΗΝΕΣ) ΠΟΛ 1/2006, 2. ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ (ΔΙΜΗΝΕΣ) ΠΟΛ 1/2006, 3. ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ ΕΠΙΤΗΔΕΥΜΑΤΟΣ Ν. 3986/2011, 4. Ε.Δ.Ε. ΕΞΟΔΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ, 5. Ε.Τ.ΑΚ. (άρθρο 13 ν. 3634/2008), 6. ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΕΙΔ. ΕΙΣΦ. Ν. 3986/2011, 7. Ε.Δ.Ε. ΕΞΟΔΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ, 8. Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε. Ε.Ε.Τ.Α., 9. Φ.Α.Π. Φ.Π. (Ν. 3842/2010), 10. ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΕΙΔ. ΕΙΣΦ. Ν. 3986/2011, 11. Φ.Α.Π. Φ.Π. (Ν. 3842/2010), 12. Φ.Α.Π. Φ.Π. (Ν. 3842/2010), 13. Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε. Ε.Ε.Τ.Α., 14. ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΕΙΔ. ΕΙΣΦ. Ν. 3986/2011, 15. ΕΝ.Φ.Ι.Α. (Ν. 4223/2013) και 16. Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε. Ε.Ε.Τ.Α., ημερομηνίες βεβαίωσης 25-2-2012, 25-2-2012, 31-8-2011, 4-10-2011, 19-7-2012, 23-7-2012, 5-11-2012, 3-12-2012, 26-7-2013, 30-7-2013, 30-7-2013, 30-9-2013, 31-12-2013, 9-7-2014, 31-7-2014 και 27-3-2015, αντίστοιχα, και απαιτητό σύνολο 182.008,40 ευρώ]".

Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό, σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην εν λόγω απόφασή του, ως προς την κατάφαση της ενοχής του αναιρεσείοντος, όσον αφορά στα ληξιπρόθεσμα χρέη: α) με τους αύξοντες αριθμούς 1 και 2 με είδος φόρου "ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ (ΔΙΜΗΝΕΣ) ΠΟΛ 1/2006" και β) με τους αύξοντες αριθμούς 4 και 7 με είδος φόρου "Ε.Δ.Ε. ΕΞΟΔΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ", συνολικού ποσού 177.121,39 (173.448,44+2.806,88+834,63+31,44) ευρώ, την απαιτούμενη από τις διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ως άνω αξιόποινης πράξης της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, οι αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις, με τις οποίες τα υπήγαγε στις ως άνω εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, δηλαδή με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες.

Ειδικότερα και σε σχέση με τις επιμέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος πρέπει να λεχθεί ότι, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, η αμφισβήτηση του χρέους από τον υπόχρεο, όπως και ο ισχυρισμός αυτού ότι το χρέος έχει παραγραφεί και, συνεπώς, έχει κακώς βεβαιωθεί, δεν ασκεί επιρροή, δεδομένου ότι ο υπόχρεος οφειλέτης του Δημοσίου στην περίπτωση αυτή οφείλει να ασκήσει τα νόμιμα μέσα, δηλαδή την προβλεπόμενη από το άρθρο 73 του Κώδικα Εισπράξεως Δημόσιων Εσόδων (ΝΔ 356/1974) ανακοπή για να εξαλειφθεί το χρέος και, αν αυτό δεν λάβει χώρα, όπως, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, συνέβη στην προκείμενη περίπτωση, αφού, κατά τις ίδιες παραδοχές, η επικληθείσα από τον αναιρεσείοντα απόφαση 6330/2018 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης αφορά όχι στη μείωση ή διαγραφή των αξιώσεων του Δημοσίου σε βάρος αυτού (αναιρεσείοντος), αλλά στην ακύρωση πράξης της διαδικασίας της εκτέλεσης και συγκεκριμένα στην ακύρωση της .../15-7-2011 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, για το λόγο της μη περιέλευσης της ατομικής ειδοποίησης σ' αυτόν (αναιρεσείοντα), η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια γι' αυτόν σταδίου δικονομικής προστασίας πριν από τη λήψη συγκεκριμένου μέτρου εκτέλεσης. Κατ' ακολουθίαν τούτων, οι υποστηρίζοντες τα αντίθετα λόγοι της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ', Ε' και Θ' του ΚΠοινΔ, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την περί ενοχής κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, όσον αφορά στη μη καταβολή των προαναφερόμενων χρεών προς το Δημόσιο, για εκ πλαγίου παραβίαση των εφαρμοσθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και για υπέρβαση εξουσίας, είναι αβάσιμοι. Συντρέχει, όμως, ως προς την ποινή, περίπτωση εφαρμογής αυτεπαγγέλτως, κατά τα άρθρα 2 παρ. 1 του ΠΚ και 511 εδ. δ' του ΚΠοινΔ, των επιεικέστερων, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, διατάξεων των άρθρων 463 παρ. 2 και 85 του ισχύοντος από την 1η-7-2019 νέου Ποινικού Κώδικα.

Περαιτέρω, ως προς τα υπόλοιπα από τα ως άνω χρέη και ειδικότερα ως προς εκείνα: α) με τον αύξοντα αριθμό 3 με είδος φόρου "ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ ΕΠΙΤΗΔΕΥΜΑΤΟΣ Ν. 3986/2011", β) με τον αύξοντα αριθμό 5 με είδος φόρου "Ε.Τ.ΑΚ. (άρθρο 13 ν. 3634/2008)", γ) με τους αύξοντες αριθμούς 6, 10 και 14 με είδος φόρου "ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΕΙΔ. ΕΙΣΦ. Ν. 3986/2011", δ) με τους αύξοντες αριθμούς 8, 13 και 16 με είδος φόρου "Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε. Ε.Ε.Τ.Α.", ε) με τους αύξοντες αριθμούς 9, 11 και 12 με είδος φόρου "Φ.Α.Π. Φ.Π. (Ν. 3842/2010) και στ) με τον αύξοντα αριθμό 15 με είδος φόρου "ΕΝ.Φ.Ι.Α. (Ν. 4223/2013)", αφού, μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης καταδικαστικής απόφασης, ίσχυσε, κατά τα προαναφερθέντα, ο νέος Ποινικός Κώδικας (Ν. 4619/2019), στο άρθρο 469 του οποίου περιέχεται η ως άνω επιεικέστερη διάταξη, κατά την οποία τα χρέη από αδικήματα, που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, όπως τα εν λόγω (χρέη), ανεξάρτητα από το ύψος τους, δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος, καθίσταται πλέον ανέγκλητη η ως άνω πράξη και, εφόσον η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή, συντρέχει νόμιμη περίπτωση αυτεπάγγελτης εφαρμογής από τον Άρειο Πάγο του ως άνω επιεικέστερου νόμου, που άρχισε να ισχύει από την 1η-7-2019.

Κατ' ακολουθίαν τούτων και, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος για έρευνα, πρέπει: 1) κατ' αυτεπάγγελτη εφαρμογή, κατά τα άρθρα 2 παρ. 1 του ΠΚ και 511 εδ. δ' του ΚΠοινΔ, της επιεικέστερης διάταξης του άρθρου 469 του ΠΚ, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την καταδικαστική της διάταξη για τη μη καταβολή των χρεών: α) με τον αύξοντα αριθμό 3 με είδος φόρου "ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ ΕΠΙΤΗΔΕΥΜΑΤΟΣ Ν. 3986/2011", β) με τον αύξοντα αριθμό 5 με είδος φόρου "Ε.Τ.ΑΚ. (άρθρο 13 ν. 3634/2008)", γ) με τους αύξοντες αριθμούς 6, 10 και 14 με είδος φόρου "ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΕΙΔ. ΕΙΣΦ. Ν. 3986/2011", δ) με τους αύξοντες αριθμούς 8, 13 και 16 με είδος φόρου "Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε. Ε.Ε.Τ.Α.", ε) με τους αύξοντες αριθμούς 9, 11 και 12 με είδος φόρου "Φ.Α.Π. Φ.Π. (Ν. 3842/2010) και στ) με τον αύξοντα αριθμό 15 με είδος φόρου "ΕΝ.Φ.Ι.Α. (Ν. 4223/2013)" και να κηρυχθεί ο αναιρεσείων αθώος για την πράξη αυτή, 2) αναγκαίως, αλλά και κατ' αυτεπάγγελτη εφαρμογή, κατά τα άρθρα 2 παρ. 1 του ΠΚ και 511 εδ. δ' του ΚΠοινΔ, των επιεικέστερων διατάξεων των άρθρων 463 παρ. 2 και 85 παρ. 1 του ΠΚ, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τη διάταξή της περί επιβολής ποινής για τη μη καταβολή των ληξιπρόθεσμων χρεών: α) με τους αύξοντες αριθμούς 1 και 2 με είδος φόρου "ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ (ΔΙΜΗΝΕΣ) ΠΟΛ ...01/2006" και β) με τους αύξοντες αριθμούς 4 και 7 με είδος φόρου "Ε.Δ.Ε. ΕΞΟΔΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ", συνολικού ποσού 177.121,39 (173.448,44+2.806,88+834,63+31,44) ευρώ, και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα, κατά τούτο, συζήτηση (προκειμένου να αναλογιστεί το ύψος της ποινής για το προαναφερόμενο εναπομένον τμήμα της πράξης,), στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την εν μέρει αναιρούμενη απόφαση, συγκροτούμενο, εφόσον τούτο είναι δυνατόν, από τους ίδιους Δικαστές, (άρθρα 522 και 590 παρ. 1 του νέου ΚΠοινΔ) και 3) να απορριφθεί, κατά τα λοιπά, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί εν μέρει την απόφαση 53/25-1-2019 του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης: 1) ως προς την καταδικαστική της διάταξη για τα χρέη: α) με τον αύξοντα αριθμό 3 με είδος φόρου "ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ ΕΠΙΤΗΔΕΥΜΑΤΟΣ Ν. 3986/2011", β) με τον αύξοντα αριθμό 5 με είδος φόρου "Ε.Τ.ΑΚ. (άρθρο 13 ν. 3634/2008)", γ) με τους αύξοντες αριθμούς 6, 10 και 14 με είδος φόρου "ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΕΙΔ. ΕΙΣΦ. Ν. 3986/2011", δ) με τους αύξοντες αριθμούς 8, 13 και 16 με είδος φόρου "Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε. Ε.Ε.Τ.Α.", ε) με τους αύξοντες αριθμούς 9, 11 και 12 με είδος φόρου "Φ.Α.Π. Φ.Π. (Ν. 3842/2010) και στ) με τον αύξοντα αριθμό 15 με είδος φόρου "ΕΝ.Φ.Ι.Α. (Ν. 4223/2013)" και 2) ως προς τη διάταξή της περί επιβολής ποινής για τη μη καταβολή των ληξιπρόθεσμων χρεών: α) με τους αύξοντες αριθμούς 1 και 2 με είδος φόρου "ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ (ΔΙΜΗΝΕΣ) ΠΟΛ 1/2006" και β) με τους αύξοντες αριθμούς 4 και 7 με είδος φόρου "Ε.Δ.Ε. ΕΞΟΔΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ", συνολικού ποσού 177.121,39 (173.448,44+2.806,88+834,63+31,44) ευρώ.

Κηρύσσει αθώο τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο Α. Β. του Χ., κάτοικο ... για το ότι: "Στη Θεσσαλονίκη κατά το χρονικό διάστημα από 01-8-2011 έως 01-9-2015, καθυστέρησε την καταβολή βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών και συγκεκριμένα δεν κατέβαλε στο Δημόσιο τα ακόλουθα χρέη: α) με τον αύξοντα αριθμό 3 με είδος φόρου "ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ ΕΠΙΤΗΔΕΥΜΑΤΟΣ Ν. 3986/2011", ποσού 468 ευρώ, με ημερομηνία βεβαίωσης 31-9-2011, β) με τον αύξοντα αριθμό 5 με είδος φόρου "Ε.Τ.ΑΚ. (άρθρο 13 ν. 3634/2008)", ποσού 207,39 ευρώ, με ημερομηνία βεβαίωσης 19-7-2012, γ) με τους αύξοντες αριθμούς 6, 10 και 14 με είδος φόρου "ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΕΙΔ. ΕΙΣΦ. Ν. 3986/2011", ποσών 930,11 ευρώ, 556,75 ευρώ και 1.134,77 ευρώ αντίστοιχα, με ημερομηνίες βεβαίωσης 23-7-2012, 30-7-2013 και 9-7-2014 αντίστοιχα, δ) με τους αύξοντες αριθμούς 8, 13 και 16 με είδος φόρου "Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε. Ε.Ε.Τ.Α.", ποσών 75,81 ευρώ, 70,40 ευρώ και 113,68 ευρώ αντίστοιχα, με ημερομηνίες βεβαίωσης 3-12-2012, 31-12-2013 και 27-3-2015 αντίστοιχα, ε) με τους αύξοντες αριθμούς 9, 11 και 12 με είδος φόρου "Φ.Α.Π. Φ.Π. (Ν. 3842/2010), ποσών 124,22 ευρώ, 124,22 ευρώ και 122,35 ευρώ αντίστοιχα, με ημερομηνίες βεβαίωσης 26-2-2013, 30-7-2013 και 30-9-2013 αντίστοιχα και στ) με τον αύξοντα αριθμό 15 με είδος φόρου "ΕΝ.Φ.Ι.Α. (Ν. 4223/2013), ποσού 113,68 ευρώ, με ημερομηνία βεβαίωσης 31-12-2013".

Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί, από τους ίδιους Δικαστές, εφόσον τούτο είναι δυνατόν, μόνο καθ' όσον αφορά στο μέρος της ποινής για τη μη καταβολή των ληξιπρόθεσμων χρεών: α) με τους αύξοντες αριθμούς 1 και 2 με είδος φόρου "ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ (ΔΙΜΗΝΕΣ) ΠΟΛ 2006" και β) με τους αύξοντες αριθμούς 4 και 7 με είδος φόρου "Ε.Δ.Ε. ΕΞΟΔΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ", συνολικού ποσού 177.121,39 (173.448,44 + 2.806,88 + 834,63 + 31,44).

Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την από 3-9-2019 αίτηση, με αριθμό 10/2019, του Α. Β. του Χ., κατοίκου ..., για αναίρεση της απόφασης 53/25-1-2019 του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Φεβρουαρίου 2020.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17 Φεβρουαρίου 2020.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


Πρόεδρος :

Ιωάννης Μαγγίνας

 

 

Εισηγητές :

Παναγιώτης Μπρακουμάτσος

 

 

Λήμματα :

Μη καταβολή χρεών στο Δημόσιο ,Φοροδιαφυγή ,Εφαρμογή ηπιότερης διάταξης


ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

 

Δημοσίευση :

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ
ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ

Ετος :

2021

Τόμος :

69

Σελ. :

792


 


Παρόμοιες είναι και οι ΑΠ 1519/2019 ΠοινΧρ 2019, 700, ΑΠ 1616/2019 ΠοινΧρ 2020, 372, ΑΠ 1652/2019 ΠοινΧρ 2020, 128, ΑΠ 1934/2019 ΠοινΧρ 2020, 216, ΑΠ 6/2020, ΑΠ 59/2020, ΑΠ 196/2020, ΑΠ 596/2020, ΑΠ 828/2020

Ετος:2021
Τόμος:69
Σελ.:994