Σάββατο 16 Ιουλίου 2016

ΠολΠρ ΑΘ 373/2016 : Συκοφαντική δυσφήμηση. Δεν στοιχειοθετείται από τη λήψη γνώσης εκ μέρους των δικαστικών οργάνων δικογράφων- Παρακάτω παρατίθεται και δύο ποινικές αποφάσεις , οι ΑΠ 1264/2016 και ΑΠ 611/2015, που δέχονται το αντίθετο


Πηγή: ΕΔΩ


Αριθμός Αποφάσεως
373/2016 
ΤΟ  ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ  ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ  ΑΘΗΝΩΝ  
    Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Μαγδαληνή Φαχουρίδου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ηλία Δελαζάνο, Πρωτοδίκη-Εισηγητή, Μαρία Σοφού Πρωτοδίκη και την Γραμματέα Μαρία Αντωνοπούλου.
     Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 8-10-2015 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
    Του ενάγοντος: (...)
    Του εναγομένου (...)
     

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ
    Επειδή, παράνομη προσβολή της προσωπικότητας, σύμφωνα με τα άρθρα 57 και 59 ΑΚ, δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και την υπόληψή του με εξυβριστικές εκδηλώσεις ή με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς ή πολύ περισσότερο συκοφαντικούς, κατά την έννοια των άρθρ. 361- 363 ΠΚ. Ειδικότερα, κατά τα άρθρα αυτά εξύβριση διαπράττει όποιος (...). Για την στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ` αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για την στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται επιπλέον και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές (βλ. ΑΠ 69/2013, ΕφΑθ 174/2014, δημοσίευση «Νόμος»). (...) Περαιτέρω, γεννάται το ζήτημα ποιός ο κύκλος των «τρίτων» προσώπων, στον οποίο απέβλεψε ο δράστης της δυσφήμησης. Τούτο διότι κάθε πρόσωπο, το οποίο πληροφορείται περί του (ψευδούς) ισχυρισμού από το ίδιο το φερόμενο ως θύμα, δεν εντάσσεται στην έννοια του τρίτου, αφού, πρώτον, δεν ανήκει στον κύκλο των εν δυνάμει, κατά την αντίληψη του ίδιου του δράστη, προσώπων ενώπιον των οποίων επιχειρείται η συκοφάντηση και δεύτερον, δεν μπορεί να νοηθεί, ως «ενώπιον τρίτου ισχυρισμός», εκείνος ο οποίος λαμβάνει χώρα σε χρόνο μεταγενέστερο της «ενώπιον τρίτου» εκφοράς του από τον δράστη. Όταν το φερόμενο ως θύμα δημοσιοποιεί-κοινοποιεί το ίδιο, μετά τον χρόνο τέλεσης της πράξης, την εις βάρος του εγκληματική ενέργεια, η ενέργειά του αυτή δεν συνδέεται αιτιωδώς με πταίσμα του δράστη, αλλ’ αποκλειστικά με την διάθεση του υποκειμένου να διαθέσει (εκθέσει), δημοσίως και οικειοθελώς, τμήμα της προσωπικότητάς του. Εξάλλου, η προσφυγή στην Δικαιοσύνη και η εκδίκαση μιας υπόθεσης από το καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο δεν αποτελεί διεύρυνση του κύκλου των «τρίτων» προσώπων. Διότι, αφ’ ενός μεν ούτε σ’ αυτόν τον κύκλο (του ακροατηρίου) θα αποβλέπει ο δράστης, σε αβέβαιο δηλαδή και άγνωστο κύκλο προσώπων και σε μελλοντικό, αβέβαιο γεγονός (ήτοι: την συζήτηση της υπόθεσης, όποτε και αν αυτή πραγματοποιηθεί), αφ’ ετέρου δε, αν θεωρηθεί ο εξ επαγγέλματος επιλαμβανόμενος δικαστής ως τρίτος, τότε κάθε ενώπιόν του εισαγόμενη υπόθεση προς εκδίκαση ενεργοποιεί τη νομοτυπική μορφή των άρθρων 362 και 363 ΠΚ. Ας σημειωθεί ότι στα άρθρα 362 και 363 ΠΚ δεν προβλέπονται εγκλήματα αποτελέσματος (πρβλ. ΑΠ 140/1997, ΠΧ ΜΖ΄, σελ. 1336: η συκοφαντική δυσφήμηση είναι τυπικό έγκλημα), ούτε βέβαια πρόκειται για εγκλήματα διαρκή, ούτως ώστε να γίνεται αποδεκτή...
είτε νέα τέλεση είτε συνέχιση του αδικήματος δια της εκδίκασης της ποινικής (ή αστικής), υπόθεσης, κατόπιν έγκλησης (ή αγωγής), κατ’ ενός φερομένου ως συκοφάντη, λόγω του ότι με την απολογία ή τις προτάσεις του ο κατηγορούμενος (ή εναγόμενος) επανέλαβε το περιεχόμενο των δυσφημιστικών ισχυρισμών που είχε προηγουμένως διαλάβει σε έτερο δικόγραφο (λ.χ. σε αγωγή του κατά του εγκαλούντος-ενάγοντος), ακριβώς διότι η θεσμικά προβλεπόμενη διαδικασία απονομής της Δικαιοσύνης δεν εντάσσεται στην έννοια του «τρίτου». Δεν μπορεί, επιπλέον, να γίνει αποδεκτό ότι ο φερόμενος ως δράστης αποβλέπει σε πρόσωπο τρίτου του οποίου η ταυτότητα και όλα τα στοιχεία προσδιορισμού του (π.χ. φύλο, ηλικία, γνώσεις κτλ.) κατά την εκδήλωση του (ψευδούς) ισχυρισμού είναι άγνωστα και απροσδιόριστα, όταν μάλιστα πρόκειται για τον όποιον τρίτο θα λάβει γνώση, ενδεχομένως, του δυσφημιστικού ισχυρισμού στο μέλλον. Δεν μπορεί, ακόμη, ως «τρίτος» της οικείας ποινικής διάταξης (άρθρα 362, 363 ΠΚ) να θεωρηθεί πρόσωπο θεσμικά (δικονομικά) εξουσιοδοτημένο να παραλαμβάνει και να εξετάζει μηνύσεις, καταγγελίες, αναφορές των πολιτών (π.χ. ο εισαγγελέας, ο δικαστής μίας υπόθεσης, ο αρμόδιος γραμματέας), καθότι κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του αποβάλλει την προσωπική του «ταυτότητα» και εξυπηρετεί αποκλειστικά τον ανατεθειμένο σε αυτό θεσμικό του ρόλο. Το δικαστικό πρόσωπο δεν είναι «τρίτος» θεσμικά και δικονομικά ως προς το βιοτικό συμβάν, όπως λ.χ. ο οποιοσδήποτε παρών, ο οποίος θα λάβει γνώση της δυσφημιστικής εκδήλωσης, ο απλός θεατής του βιοτικού συμβάντος κατά τον χρόνο της εξέλιξής του. Τα δικαστικά πρόσωπα, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, έχουν αυστηρά προκαθορισμένους ρόλους, δεν εκφράζουν την προσωπική τους άποψη, δεν δικαιούνται να προβαίνουν σε σχολιασμό όσων εκτίθενται στα πλαίσια της οικείας διαδικασίας (προδικασίας και κύριας διαδικασίας), δεν διασκέπτονται δημοσίως (πρβλ. άρθρο 371 ΚΠΔ, 301 ΚΠολΔ), δεν τους αφορά το πρόσωπο των διαδίκων (in rem εξελίσσεται η ποινική δίκη, in personam κηρύσσεται η ενοχή ή η αθωότητα- πρβλ. άρθρο 370 ΚΠΔ). Δεν μπορούν, εξάλλου, οι ανύπαρκτες, ως δικονομικό μέγεθος, «υπόνοιες» του εισαγγελέα ή του δικαστή κατά την εκδίκαση μίας υπόθεσης, ν’ αναχθούν σε (δικονομικό) μέγεθος μετρήσιμο που αξιολογείται για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Σε αντίθετη περίπτωση, εάν ήθελε υποστηριχθεί ότι οι «υπόνοιες» που σχημάτισε ο εισαγγελέας ή ο δικαστής εκ της (ψευδούς) αγωγής, μήνυσης, καταγγελίας κτλ. αποτελούν απτό εμπειρικό και δικονομικά αξιολογήσιμο μέγεθος, τούτο θα είχε ως συνέπεια ότι ο ενάγων, ο οποίος φέρει το βάρος της απόδειξης στην διαδικασία της πολιτικής δίκης, οφείλει ν’ αποδείξει ότι, μέσω της κατάθεσης της (ψευδούς) αγωγής (μήνυσης, καταγγελίας κτλ.), επήλθε η προσβολή του εννόμου αγαθού της τιμής, δεδομένου ότι η δυνατότητα επέλευσης του κινδύνου αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης, ενόσω ο δικαστής, στον οποίο έχουν σχηματισθεί «υπόνοιες», προκειμένου να σχηματίσει την δικανική του πεποίθηση, οφείλει ν’ αναμένει την κατάθεση των προτάσεων των διαδίκων και την προβολή των εκατέρωθεν ισχυρισμών τους, πράγμα που ανάγεται στο μέλλον, στον χρόνο δηλαδή συζήτησης της αγωγής (βλ. ΑΠ 140/1997, οπ.π: η συκοφαντική δυσφήμηση τελείται από την στιγμή που ο τρίτος θα λάβει γνώση του δυσφημιστικού γεγονότος). (...).
     Με την κρινόμενη αγωγή ο ενάγων εκθέτει ότι (...) τα δε εν γνώσει ψευδή γεγονότα που ισχυρίσθηκε ο εναγόμενος περιήλθαν σε γνώση των προσώπων προς τα οποία κατατέθηκε η ανωτέρω αγωγή του, καθώς και ετέρων τρίτων, μεταξύ των οποίων οι δικαστές και γραμματείς του Πρωτοδικείου Αθηνών, δικαστικών επιμελητών και δικηγόρων, προς τους οποίους ο εναγόμενος τον εμφάνισε ως πρόσωπο πανούργο, κακόβουλο και απατεώνα. Με το ιστορικό αυτό και προσθέτοντας ότι η προπεριγραφείσα παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου προξένησε σε αυτόν ψυχική καταρράκωση και ηθική βλάβη, ζητεί να υποχρεωθεί ο τελευταίος να του καταβάλει (...)
     Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα, η κρινόμενη αγωγή, (....) αρμοδίως και παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί στο Δικαστήριο τούτο (άρθρα 18, 22, 35 ΚΠολΔ)..... Περαιτέρω, η κρινόμενη αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων  57, 59, 299, 346, 914 ΑΚ, 362, 363 ΠΚ, 176 ΚΠολΔ (...)
     O εναγόμενος αρνείται την αγωγή (...)
 (...) Εξάλλου, μόνον εάν γινόταν δεκτό ως «αποδεικτικό τεκμήριο» ότι οι δικαστικοί υπάλληλοι που παρέλαβαν την από 18-10-2006 αγωγή την ανέγνωσαν, θα ήταν δυνατόν να γίνει δεκτό ότι υπέπεσε στην αντίληψή τους και κατανόησαν το καταφρονητικό της τιμής και της υπόληψης του ενάγοντος περιεχόμενό της. Όσον δε αφορά τους δικαστές που επρόκειτο να κρίνουν επ’ αυτής, τούτοι, εκτός του ότι δεν μπορούν να θεωρηθούν «τρίτοι» ως προς τις επίμαχες εκδηλώσεις (....)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την αγωγή (...)

Και δύο αποφάσεις, που δέχονται τα αντίθετα


Δικαστήριο:ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
Τόπος:ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:1264
Ετος:2016

Όροι θησαυρού:ΨΕΥΔΗΣ ΚΑΤΑΜΗΝΥΣΗ ΔΥΣΦΗΜΙΣΗ ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΚΗ
Περίληψη

Ψευδής καταμήνυση - Συκοφαντική δυσφήμηση - Δόλος - Προσφυγή κατά του κλητηρίου θεσπίσματος -. Για την υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της ψευδούς καταμήνυσης, της συκοφαντικής δυσφήμησης, της ψευδορκίας μάρτυρα και της ηθικής αυτουργίας στις παραπάνω πράξεις, αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, όπως η "εν γνώσει" ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης ή η τέλεση της πράξης με τον "σκοπό" πρόκλησης ορισμένου αποτελέσματος, δηλαδή άμεσος δόλος. Η ύπαρξη αυτού πρέπει να αιτιολογείται ειδικά, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν ότι υπήρχε το στοιχείο της γνώσης με τρόπο ώστε να συνάγεται σαφώς, ότι το περιεχόμενο της καταμήνυσης κ.λ.π ήταν αποτέλεσμα της ενσυνείδητης ενέργειας του δράστη, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Είναι ορθή και αιτιολογημένη η καταδικαστική απόφαση για ψευδή καταμήνυση και συκοφαντική δυσφήμηση του κατηγορούμενου, ο οποίος υπέβαλε ψευδή μήνυση σε βάρος της συζύγου του με μοναδικό και αποκλειστικό σκοπό να προκαλέσει την ποινική της δίωξη για τη διάπραξη του πλημμελήματος της πλαστογραφίας.

Κείμενο Απόφασης

    Αριθμός 1264/2016
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου (κωλυομένης της Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Βιολέττας Κυτέα, σύμφωνα με την υπ’ αριθ.38/2016 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Αγγελική Αλειφεροπούλου, Δημήτριο Χονδρογιάννη, Διονυσία Μπιτζούνη και Ιωάννη Μπαλιτσάρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
    Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Μαΐου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Α. Ι. του Γ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ’γγελο Στάϊκο, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 2805/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Κ. Π., κάτοικο ..., η οποία δεν εμφανίστηκε.
    Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Δεκεμβρίου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 69/2016
    Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
    ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ (όπως το τελευταίο ετροποποιήθη και ισχύει, με το άρθρο 2 παρ. 5 Ν. 2408/1996) ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απεδείχθησαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο κατεδικάσθη ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή αυτών των τελευταίων στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Η κατά τ’ άνω αιτιολογία, πρέπει να εκτείνεται όχι μόνο στην απόφαση για την ενοχή, την καταδικαστική δηλαδή, ή απαλλακτική απόφαση του δικαστηρίου, αλλά σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως εάν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες, ή εάν η έκδοσή των αφίεται στη διακριτική ανέλεγκτη ή ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου που τις εξέδωσε. Έτσι η απορριπτική της ενστάσεως ακυρότητος του κλητηρίου θεσπίσματος απόφαση πρέπει να είναι ειδικώς αιτιολογημένη, με αναφορά των περιστατικών και των συλλογισμών με βάση τους οποίους το δικαστήριο κατέληξε στην απορριπτική του κρίση, εφ’ όσον βεβαίως η υποβολή της τοιαύτης ενστάσεως έγινε σαφώς και ορισμένως.
    Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης υπ’ αριθμ. 2805/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων παριστάμενος μετά συνηγόρου επανέφερε την και πρωτοδίκως υποβληθείσα και με σχετικό λόγο εφέσεως προβαλλόμενη, ένσταση ακυρότητος του κλητηρίου θεσπίσματος, βάσει του οποίου και κατεδικάσθη για ψευδή καταμήνυση και συκοφαντική δυσφήμιση και ζήτησε την ακύρωσή του, για τον λόγο ότι δεν εκτίθενται σε αυτό ποια ήσαν τα ψευδή και ποια ήσαν τα αληθή περιστατικά. Ειδικότερον, ο αναιρεσείων κατεδικάσθη για ψευδή καταμήνυση και συκοφαντική δυσφήμηση της εγκαλούσης Κ. Π., που διέπραξε με την ενώπιον του εισαγγελέα πλημμελειοδικών Αθηνών υποβολή εναντίον της, της από 11-12-2008 μηνύσεώς του για το έγκλημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, συνισταμένου στην υπ’ αυτής πλαστογράφηση της υπογραφής του υιού αυτού και εκείνης Γ. Ι. στην από 5-9-2008, υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. 164820/12501/2008, αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, που ο τελευταίος (υιός αυτός των διαδίκων τούτων) άσκησε στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ζητώντας από αυτόν (κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα) την επιδίκαση προσωρινής διατροφής, η οποία μήνυση απερρίφθη ως ψευδής, με σχετική διάταξη του ως άνω εισαγγελέα η οποία επικυρώθηκε από τον εισαγγελέα Εφετών Αθηνών.
    Η προσβαλλομένη απόφαση απέρριψε την άνω ένσταση, κατά λέξη, ως εξής: "Από τις διατάξεις των άρθρων 173 παρ. 1, 174 παρ. 2 και 321 παρ. 1 στοιχ. δ’ και 4 ΚΠΔ, προκύπτει ότι το κλητήριο θέσπισμα, με το οποίο κλητεύεται ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο, πρέπει να περιέχει μεταξύ άλλων στοιχείων, τον ακριβή καθορισμό της πράξης για την οποία κατηγορείται, και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει, ως άρθρο του ποινικού νόμου νοείται κάθε διάταξη που τυποποιεί το έγκλημα και καθορίζει την απειλούμενη ποινή. Διαφορετικά υπάρχει σχετική ακυρότητα, η οποία καλύπτεται, αν, εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη, εμφανιστεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις στην πρόοδο της δίκης. Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί τότε η ακυρότητα αυτή δεν καλύπτεται και μπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μόνο με λόγο έφεσης κατά της εκκλητής απόφασης. Εφόσον η εν λόγω ακυρότητα δεν προταθεί ως λόγος έφεσης καλύπτεται. Αν δεν καλυφθεί η ακυρότητα αυτή, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β ΚΠΔ. (ΑΠ 440/2013, ΑΠ 808/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην κρινομένη υπόθεση, από την επισκόπηση του από 21-06-2012 κλητηρίου θεσπίσματος προκύπτει ότι αυτό περιέχει όλα τα απαιτούμενα πραγματικά περιστατικά ήτοι καθορίζονται επακριβώς τα γεγονότα όσα διαλαμβάνονται στην από 11-12-2008 μήνυση που κατέθεσε ο κατηγορούμενος σε βάρος της εγκαλούσας και ελέγχονται ως ψευδή αλλά και τα γεγονότα που ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα καθώς και μνεία των άρθρων του ποινικού νόμου που προβλέπει τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος, οι διατάξεις δηλονότι του ποινικού νόμου που τυποποιούν τα εγκλήματα και καθορίζουν τις απειλούμενες ποινές. Συνακόλουθα, είναι απορριπτέος ο αντίστοιχος ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί αοριστίας του κλητηρίου θεσπίσματος, ο οποίος εκφέρεται και ως λόγος εφέσεως". Εντεύθεν η αιτιολογία αυτή της παρεμπιπτούσης αποφάσεως είναι ειδική και πλήρης, όπως απαιτείται, κατά τα ανωτέρω, από το Σύνταγμα και τον Κ.Π.Δ., αφού διαλαμβάνεται, ότι τα εκτιθέμενα στο εν λόγω κλητήριο θέσπισμα γεγονότα, είναι εκείνα που φέρονται ως ψευδή, δεν ήταν δε αναγκαία, περαιτέρω, η αναφορά των αληθών περιστατικών (ΑΠ 918/2014), όπως αβασίμως αιτιάται ο αναιρεσείων.
    Συνεπώς ο σχετικός λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ Κ.Π.Δ. περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της άνω παρεμπιπτούσης απορριπτικής αποφάσεως, είναι αβάσιμος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 ΠΚ, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι’ αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του γι’ αυτήν. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη θεμελίωση του υπ’ αυτής προβλεπομένου εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται να έγινε μήνυση ή ανακοίνωση με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχή ότι τελέσθηκε από άλλον αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, το περιεχόμενο της μηνύσεως ή ανακοινώσεως να είναι αντικειμενικώς ψευδές και ο μηνύσας ή ανακοινώσας να είχε γνώση ότι είναι ψευδές και να έκανε τη μήνυση ή ανακοίνωση με σκοπό να προκληθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη σε βάρος εκείνου που καταμηνύεται, χωρίς να απαιτείται και πραγμάτωση του σκοπού αυτού. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ, προκύπτει, ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως, που τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, απαιτείται αντικειμενικώς μεν ισχυρισμός ή διάδοση από το δράστη για άλλον, ενώπιον τρίτου, ψευδούς γεγονότος, το οποίο μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφ’ ενός μεν τη γνώση του δράστη με την έννοια της βεβαιότητας ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και αφ’ ετέρου τη θέληση αυτού να ισχυριστεί ή διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό.
    Περαιτέρω, η δικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ’ αυτήν, προκειμένου περί καταδικαστικής αποφάσεως, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο όλο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
    Η ύπαρξη του δόλου που απαιτείται, κατά το άρθρο 26 παρ. 1 ΠΚ, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, δεν είναι κατ’ αρχήν ανάγκη να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι προκύπτει από την πραγμάτωση των περιστατικών τούτων. Όταν όμως, όπως συμβαίνει επί των εγκλημάτων της ψευδούς καταμηνύσεως, της συκοφαντικής δυσφημήσεως, της ψευδορκίας μάρτυρα και της ηθικής αυτουργίας στις ανωτέρω πράξεις, αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η "εν γνώσει" ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως ή η τέλεση της πράξεως με τον "σκοπό" προκλήσεως ορισμένου αποτελέσματος, δηλαδή άμεσος δόλος, η ύπαρξη αυτού πρέπει να αιτιολογείται ειδικά, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν, ότι υπήρχε το στοιχείο της γνώσης και τούτο διότι η γνώση ως ενδιάθετη βούληση επιβάλλεται να εξειδικεύεται και να συνοδεύεται από εκδηλώσεις του δράστη εις τρόπον ώστε να συνάγεται σαφώς, ότι το περιεχόμενο της καταμηνύσεως κ.λ.π ήταν αποτέλεσμα της ενσυνείδητης ενέργειάς του, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη, θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ιδίου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του δράστη, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση, περιστατικών. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει και εσφαλμένη είναι η εφαρμογή αυτού, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία εδέχθη ότι προέκυψαν, στην αληθή έννοιά του αλλά και όταν η σχετική διάταξη παρεβιάσθη εκ πλαγίου, διότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον ’ρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως.
    Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 2805/2015 απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που την εξέδωσε δικάζοντας σε δεύτερο βαθμό, δέχθηκε ανελέγκτως στο σκεπτικό του, μετά από εκτίμηση των αναφερομένων κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας, πρακτικά πρωτοβαθμίου δίκης, αναγνωσθέντα έγγραφα, απολογία κατηγορουμένου), ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Ο κατηγορούμενος και η εγκαλούσα Κ. Π. υπήρξαν σύζυγοι, μετά από γάμο που τέλεσαν την 26-11-1988, από το γάμο τους δε αυτόν απέκτησαν δύο τέκνα, το Γ. γεννηθέντα την 23-05-1989 και την Ι. γεννηθείσα την 26-09-1991. Τον Ιούλιο του 2008 επήλθε διάσπαση μεταξύ των συζύγων και επακολούθησε οξύτατη αντιδικία αναφορικά με όλα τα θέματα που σχετίζονται με τη λύση του γάμου, τη διατροφή συζύγου και τέκνων κλπ. Στα πλαίσια αυτά, στις 18-09-2008 επιδόθηκε στον κατηγορούμενο η από 05-09-2008 και με αριθμό κατάθεσης 164820/12501/2008 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων του υιού του Γ. Ι. με την οποία ο τελευταίος αξίωνε από τον κατηγορούμενο ως προσωρινή, μηνιαία διατροφή του το ποσό των 6.986 ευρώ, η οποία (αίτηση) συζητήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στις 18-11-2008. Με την από 11-12-2008 έγκληση που κατέθεσε ο κατηγορούμενος σε βάρος της εγκαλούσας - συζύγου του, με την οποία κατά τον ως άνω χρόνο τελούσε σε διάσταση, ισχυρίσθηκε ότι η τεθείσα στο κάτω μέρος του κειμένου της εν λόγω αίτησης ασφαλιστικών μέτρων υπογραφή, δεν είναι του διαδίκου - υιού του, αλλά της εγκαλούσας, η οποία έθεσε αυτή (υπογραφή) χωρίς τη γνώση και βούληση του Γ. Ι. και χωρίς ο τελευταίος να έχει γνώση περί των ενεργειών της μητέρας του, νοθεύοντας έτσι το συγκεκριμένο δικόγραφο, ώστε να φέρεται ως προϊόν της βουλήσεως του υιού του η σύνταξη του ενώ στην πραγματικότητα εξέφραζε μόνο τη βούληση της εγκαλούσας. Ο κατηγορούμενος υπέβαλε την παραπάνω μήνυση σε βάρος της συζύγου του με μοναδικό και αποκλειστικό σκοπό να προκαλέσει την ποινική της δίωξη για τη διάπραξη του πλημμελήματος της πλαστογραφίας.
    Μετά την υποβολή της μηνύσεως αυτής διατάχθηκε από τον αρμόδιο Εισαγγελέα η διενέργεια σχετικής προκαταρκτικής εξέτασης σε βάρος της εγκαλούσας για το αδίκημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, για την οποία την κατεμήνυσε ο κατηγορούμενος και αυτή υπέβαλε έγγραφες εξηγήσεις, κατ’ άρθρ. 31 παρ. 2 ΚΠΔ, αλλά ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθηνών, με την υπ’ αριθμ. ΕΓ 155-09/420/3Δ/2010 διάταξή του, η οποία επικυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 197/2010 διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών, απέρριψε την από 11-12-2008 έγκληση του κατηγορουμένου. Ήδη, από το σύνολο της αποδεικτικής διαδικασίας και ειδικότερα από την από 25-10-2008 δήλωση- εξουσιοδότηση του Γ. Ι. και το από 21-11-2008 με αριθμό ... συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών Σ. Φουρουτζόγλου αποδείχθηκε ότι τα ως άνω επικαλούμενα από τον κατηγορούμενο πραγματικά περιστατικά ήταν ψευδή, καθόσον κατά την υπογραφή της από 05-09-2008 αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, η εγκαλούσα υπέγραψε η ίδια στη θέση της υπογραφής του υιού της Γ. Ι. και για λογαριασμό του, έχοντας την προς τούτο συναίνεση του τελευταίου και ο κατηγορούμενος εξέθεσε τα παραπάνω ψευδή περιστατικά στη μήνυσή του, προκειμένου να προκαλέσει την καταδίωξη της εγκαλούσας για τις αξιόποινες πράξεις της πλαστογραφίας μετά χρήσεως και της απόπειρας απάτης ενώπιον δικαστηρίου. Γνώριζε δε ο κατηγορούμενος το ψεύδος αυτών και ειδικότερα ότι ο υιός του βρισκόταν για σπουδές στο εξωτερικό (Αγγλία) και δεν μπορούσε να υπογράψει ο ίδιος την αίτηση, από τηλεφωνική επικοινωνία που είχε μαζί του, μάλιστα επισκέφθηκε ο ίδιος τον υιό του όταν ο τελευταίος αυτός επέστρεψε για ολιγοήμερες διακοπές στην Ελλάδα, τον Οκτώβριο του 2008, και είχε συζήτηση μαζί του για την επίδικη δίκη διατροφής. Επιπλέον όταν υποβλήθηκε από τον κατηγορούμενο η μήνυση σε βάρος της εγκαλούσας, την 17-12-2008, ενώπιον της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών είχε ήδη προηγηθεί η συζήτηση της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων του υιού των διαδίκων Γ. Ι. εναντίον του κατά τη δικάσιμο της 18-11-2008, είχαν ήδη κατατεθεί από τους τότε διαδίκους όλα τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα απ’ αυτούς έγγραφα στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και είχαν λάβει γνώση των εγγράφων οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι αυτών και συνεπώς και ο κατηγορούμενος είχε λάβει γνώση των σχετικών εγγράφων που είχε προσκομίσει και επικαλεστεί ο πληρεξούσιος δικηγόρος του υιού του Γ. Ι. κατά την εκδίκαση της αιτήσεως και στο κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας με την υποβολή του σημειώματος και των λοιπών εγγράφων, προκειμένου να αποδείξει την ενεργητική νομιμοποίηση του υιού του και την χορηγηθείσα πληρεξουσιότητα από τον υιό του προς τον παραστάντα πληρεξούσιο δικηγόρο του Ν. Α. προς αντίκρουση σχετικής ενστάσεως ελλείψεως πληρεξουσιότητας υποβληθείσης από τον δικηγόρο του κατηγορουμένου.
    Ειδικότερα κατά την συζήτηση της υποθέσεως εκείνης ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Γ. Ι. προσκόμισε την από 25-10-2008 δήλωση-εξουσιοδότηση αυτού, στην οποία αναφέρονταν τα εξής: "...ο κάτωθι υπογεγραμμένος Γ. Ι. ... εξουσιοδοτώ την μητέρα μου ... και το δικηγόρο που αυτή διορίζει κατ’ επιλογή της να ασκήσουν αίτηση ασφαλιστικών μέτρων διατροφής κατά του πατέρα μου ... Εγκρίνω όλες τις ενέργειες που έχουν γίνει μέχρι σήμερα προς το σκοπό αυτό. Έχω εξουσιοδοτήσει τη μητέρα μου να υπογράψει αντ’ εμού σχετική αίτηση και εγκρίνω κάθε σχετική ενέργεια της. Εξουσιοδοτώ δε περαιτέρω τη μητέρα μου και το δικηγόρο επιλογής της να μεριμνήσουν κάθε τι αναγκαίο για την εκπλήρωση της πιο πάνω εντολής, να παρασταθούν στο Δικαστήριο, να υπογράφουν έγγραφα, να εξετάζουν μάρτυρες...Δηλώνω ότι η υπογραφή από τη μητέρα μου τέθηκε επί της ασκηθείσης αίτησης διατροφής, που εκδικάζεται τον Νοέμβριο κατόπιν εντολής μου και έχοντας πλήρη γνώση του περιεχομένου της αίτησης...". Ακολουθεί βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του Γ. Ι. από το ΚΕΠ της Ν.Α. Αθηνών - Πειραιώς με ημερομηνία 25-10-2008. Επίσης, ομοίως μέσα στην προθεσμία αντικρούσεως ισχυρισμών και προσκομίσεως εγγράφων, προσκομίστηκε και το με ημερομηνία 21-11-2008 και με αριθμό ... συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών Σοφίας Φουρουτζόγλου, σύμφωνα με το οποίο ο Γ. Ι. εξουσιοδοτούσε τον δικηγόρο Ν. Α. να παραστεί και να τον εκπροσωπήσει κατά την εκδίκαση της επίδικης αιτήσεως κατά του πατέρα του (κατηγορουμένου) να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια ήθελε θεωρηθεί απαραίτητη για την διεκπεραίωση της παραπάνω εντολής και τέλος ενέκρινε οποιαδήποτε ενέργεια είχε γίνει μέχρι τότε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο στα πλαίσια της ως άνω αναφερόμενης δικαστικής υπόθεσης. Πρέπει να αναφερθεί ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την υπ’ αριθμ. 11247/31-12-2008 απόφασή του έκανε δεκτή την αίτηση του Γ. Ι. καθώς και της εγκαλούσας, οι οποίες συνεκδικάσθησαν διαλαμβάνοντας στο σκεπτικό της αποφάσεως και σε σχέση με το θέμα της παραπάνω πληρεξουσιότητας τα ακόλουθα: "Να σημειωθεί ότι μετά την αμφισβήτηση του καθ’ ου της πληρεξουσιότητας του δικηγόρου του αιτούντος Ν. Α., ο αιτών προσεκόμισε το υπ’ αριθμ. .../21-11-2008 πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Σοφίας Φουρουτζόγλου από το οποίο αποδεικνύεται η πληρεξουσιότητα του προαναφερόμενου δικηγόρου (αρ. 94 ΚΠολΔ)". Στη συνέχεια επακολούθησε και η, εκ μέρους του υιού του κατηγορουμένου, άσκηση της από 2-01-2009 και υπ’ αύξοντα αριθμό καταθέσεως 228/2009 τακτικής αγωγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τακτική διαδικασία) με αίτημα την επιδίκαση διατροφής κατά την τακτική διαδικασία και ορισθείσα δικάσιμο την 28-9-2009.
    Παρά την ύπαρξη δε των προαναφερομένων στοιχείων, που καταδεικνύουν ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε την ύπαρξη εντολής εκ μέρους του υιού του προς την εγκαλούσα μητέρα του να ασκήσει για λογαριασμό του αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και συναινούσε προς τούτο και δη, όταν λίγες μόνον ημέρες μετά από την επίδοση στον κατηγορούμενο της αιτήσεως ο υιός του συνέταξε την από 25-10-2008 έγγραφη δήλωση- εξουσιοδότησή του προς τη μητέρα του, με το προαναφερόμενο περιεχόμενο, μόλις ο τελευταίος επέστρεψε από την Αγγλία, αποδεικνύουν ακριβώς ότι ο κατηγορούμενος, ο οποίος και είχε λάβει γνώση της παραπάνω δηλώσεως αλλά και του προαναφερθέντος πληρεξουσίου ήδη από 18-1V- 2008, υπέβαλε την από 17-12-2008 μήνυση σε βάρος της εγκαλούσας ενώπιον της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, εν γνώσει της αναλήθειάς της και με μοναδικό και αποκλειστικό σκοπό να προκαλέσει την ποινική δίωξη σε βάρος της εγκαλούσας για το αδίκημα της πλαστογραφίας κλπ. Επιπλέον ο κατηγορούμενος στον ίδιο τόπο και χρόνο, με την ανωτέρω μήνυση του, της οποίας έλαβαν γνώση πολλοί τρίτοι, όπως ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθηνών, δικαστές και δικαστικοί υπάλληλοι, εν γνώσει του, ισχυρίστηκε και διέδωσε τα αναφερόμενα πιο πάνω γεγονότα, τα οποία ήταν ψευδή και μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας αλλά και συνάδελφοι και προϊστάμενοι της εγκαλούσας αφού αυτός φρόντιζε να επιδίδει τα σε βάρος της εγκαλούσας δικόγραφα, με το παραπάνω ψευδές περιεχόμενο, στο χώρο της εργασίας της πρώην συζύγου του, η οποία είναι ανώτερο Τραπεζικό στέλεχος, προκειμένου ακριβώς να την εκθέσει, να την συκοφαντήσει και να της δημιουργήσει προβλήματα στην εργασία της. Με τα δεδομένα αυτά, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των αξιόποινων πράξεων της ψευδούς καταμηνύσεως και της συκοφαντικής δυσφημήσεως, που του αποδίδονται, όπως τα πραγματικά περιστατικά που τις θεμελιώνουν αναφέρονται στο διατακτικό, αφού εν προκειμένω πληρούται τόσο η αντικειμενική όσο και η υποκειμενική υπόσταση των αδικημάτων της ψευδούς καταμηνύσεως όσον και της συκοφαντικής δυσφήμησης εκ μέρους του κατηγορουμένου.".
    Στη συνέχεια το δικαστήριο εκήρυξε ένοχο αμφοτέρων των ως άνω αξιοποίνων πράξεων τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα και τον καταδίκασε σε ανασταλείσα επί τριετία συνολική ποινή φυλακίσεως ενός (1) έτους και ενός (1) μηνός. Ειδικότερα τον εκήρυξε ένοχο, επί λέξει, του ότι: "Α) Στην Αθήνα, στις 17-12-2008 εν γνώσει του καταμήνυσε άλλον ψευδώς ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι’ αυτήν και ειδικότερα κατά τον ανωτέρω τόπο και χρόνο υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών μήνυση σε βάρος της εγκαλούσης Π. Κ. με το κάτωθι, εν γνώσει της αναλήθειας αυτού, περιεχόμενο: "Με την εγκαλουμένη τελέσαμε ορθόδοξο θρησκευτικό γάμο την 26 Νοεμβρίου 1988, στον Ιερό Ναό της Αγίας Φιλοθέης Αττική και από το γάμο μας αυτόν αποκτήσαμε δύο τέκνα, τον Γ., ο οποίος γεννήθηκε στην 23.5.1989 και την Ι., η οποία γεννήθηκε την 26.9.1991. Με τη σύζυγό μου γνωριστήκαμε συνήψαμε σχέσεις και παντρευτήκαμε το Νοέμβριο 1988, ενώ το πρώτο μας τέκνο, ο Γ., γεννήθηκε έξι μήνες αργότερα την 23.5.1989. Ίσως το βιαστικό αλλά όχι και αναίτιο του πράγματος είναι το σπέρμα της μετέπειτα εκτροπής της σχέσεώς μας. Για πολλά χρόνια, οι μεταξύ μας σχέσεις ήταν αρμονικότατες, περάσαμε δε πολλές ευτυχισμένες στιγμές, με κορυφαίες αυτές της γεννήσεως των παιδιών μας. Τα προβλήματα με τη σύζυγό μου άρχισαν να εμφανίζονται πολλά χρόνια αργότερα, το 2003, και αφού είχαμε περάσει και δύσκολες οικονομικά καταστάσεις, για κάποια χρόνια, που η σύζυγός μου δεν εργαζόταν (1992-1997). Τα προβλήματα μεταξύ μας άρχισαν να δημιουργούνται ταυτοχρόνως με την είσοδο των παιδιών μας (πρώτα του Γ., ως μεγαλύτερου) στη δύσκολη περίοδο της εφηβείας. Η σύζυγός μου, παρεξηγώντας την έννοια του γονέα και θεωρώντας, εσφαλμένα, πως καλός γονέας είναι αυτός που κάνει παραχωρήσεις σε όλες τις απαιτήσεις των εφήβων και επιθυμώντας τα παιδιά μας να μην έχουν παράπονα περί, δήθεν, καταπιέσεώς τους (συχνή όσο και αδικαιολόγητη, δυστυχώς, αιτίαση των εφήβων προς τους γονείς τους), άρχισε να τηρεί εφεκτική απέναντι τους στάση υποχωρώντας ολοένα και περισσότερο σε ό, τι μας ζητούσαν. Παρά τις ρητές και κατηγορηματικές αντίθετες απόψεις μου, ότι τα παιδιά δεν πρέπει να παίρνουν πάντα ό,τι ζητούν, καθώς αυτό τους δημιουργεί το αίσθημα ότι δεν έχουν υποχρεώσεις και ότι τα πάντα στη ζωή έρχονται εύκολα, η σύζυγός μου συνέχισε την ίδια αντιμετώπιση.
    Αντιδρούσε στην άποψή μου ότι τα παιδιά πρέπει να καταλαβαίνουν τις υποχρεώσεις τους ότι δεν μπορούν να είναι ανεξέλεγκτα, ότι δεν μπορούν μόνο...(αδιευκρίνιστη φράση)...ότι ακόμα "είναι μικρά", διότι αυτό υποθηκεύει το μέλλον τους. Όσο εγώ προσπαθούσα να τους υποδείξω τις υποχρεώσεις τους, τόσο η μητέρα τους τα άφηνε ελεύθερα, όλο και περισσότερο. Το μεγαλύτερο πρόβλημα εντοπιζόταν στο γιό μας Γ., στον οποίο έκανε όλα τα χατίρια, τον άφηνε να βγαίνει έξω μέχρι πολύ αργά το βράδυ στην ηλικία του Λυκείου, δεν έδινε τη δέουσα προσοχή στις παρέες του, τον δικαίωνε και τον επιβράβευε ακόμα και όταν υπέπιπτε σε πρόδηλο σφάλμα. Όταν ο Γ. ήταν στη Β’ Λυκείου, τον έδιωξαν από την εκδρομή του σχολείου λόγω παραπτώματος συμπεριφορά, με κατάληξη στην αρχή της Γ’ Λυκείου να τον διώξουν και από το σχολείο αλλά η απούσα του δώρισε καινούρια κιθάρα αξίας 2.500 ευρώ για να μην στενοχωρηθεί. Στο σπίτι μας επικρατούσε χάος, φίλοι των παιδιών, με εμφάνιση αταίριαστη με την παιδεία της οικογένειας μας, έμπαιναν, έβγαιναν και έμεναν επί πολλές ημέρες, χωρίς να έχω καμία γνώση, καμία προηγούμενη ενημέρωση. Στην προσπάθειά μου να επιβάλω στους στοιχειώδεις κανόνες και να δείξω στα παιδιά μου ότι στην οικογένεια δεν υπάρχουν μόνο δικαιώματα αλλά και υποχρεώσεις, είχα απέναντι μου τη σύζυγό μου η οποία έπαιρνε μονίμως το μέρος των παιδιών και έκανε πως δεν έβλεπε το πρόβλημα. Τα παιδιά μας, βλέποντας διαφορετική συμπεριφορά από τους δύο γονείς, στρέφονταν ασυναίσθητα και ενστικτωδώς όλο και περισσότερο προς τη μητέρα τους, αφού εκείνη ήταν "η καλή" και απομακρύνονταν από εμένα που ήμουν "ο κακός", δεν είχαν δε την ωριμότητα να διακρίνουν ποιο ήταν το μακροπρόθεσμα σωστό για τα ίδια. Μοιραία, αυτό δημιούργησε αρχικά απόσταση και, προοδευτικά, ένταση στη σχέση μου με την εγκαλουμένη, η οποία, με την πάροδο του χρόνου, χρησιμοποιούσε τα παιδιά εναντίον μου καθώς καταφερόταν εναντίον μου, για τη, δήθεν, καταπιεστική συμπεριφορά μου ακόμα και μπροστά τους. Η ψυχική και συναισθηματική απόσταση μεγάλωνε, μέχρι που, τους τελευταίους μήνες της κοινής συμβίωσης μας, χωρίσαμε και από κλίνης, η σύζυγός μου δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να κοιμόμαστε μαζί και έτσι μετέτρεψα τον καναπέ του σαλονιού σε κρεβάτι μου. Συν τοις άλλοις, η εν διαστάσει σύζυγός μου άρχισε να ξοδεύει μεγάλα ποσά, κυρίως προς ικανοποίηση των δικών της καταναλωτικών αναγκών και δεν δεχόταν καμία εκ μέρους μου σύσταση, περί συγκρατήσεως και προσαρμογής των δαπανών στα πραγματικά μας εισοδήματα.
    Τελικά, χρησιμοποίησε και αυτό ως μοχλό πιέσεως προς τα παιδιά για να τα απομακρύνει από εμένα, εμφανίζοντάς με, συστηματικά και μεθοδικά, ως "σφιχτοχέρη" ενώ εκείνη προσέτρεχε προς ικανοποίηση όλων των απαιτήσεών τους. Ένοιωθα ότι δεν είχα πλέον καμία θέση στο σπίτι μου, εκδιωχθείς από τη συζυγική μου κλίνη, χωρίς καμία ψυχική επαφή με τη σύζυγό μου και θεωρούμενος από τα παιδιά μου τυραννικός και σκληρός, αφού έτσι με παρουσίαζε η μητέρα τους. Η αποχώρησή μου, στην ουσία η εκδίωξή μου, από το σπίτι ήταν πλέον η μόνη διέξοδος για να περισώσω το αυτοσεβασμό μου αλλά και να μην οξύνω ακόμα περισσότερο τις σχέσεις μέσα στην οικογένεια προς μεγαλύτερη ακόμα βλάβη των παιδιών. Τελικώς αποχώρησα από την οικία μας περί τα μέσα Ιουλίου 2008. Την 18.9.2008 μου επιδόθηκε η από 5.9.2008 και με αριθμό καταθέσεως δικογράφου 164820/12501/2008 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων του υιού μου, Γ. Ι., εναντίον μου, απευθυνόμενης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Στην εν λόγω αίτηση, ο υιός μου ζητά να καταδικαστώ να του καταβάλω ως διατροφή του το ποσό των 6.986 ευρώ μηνιαίως. Η ανωτέρω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων συζητήθηκε κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 18.11.2008. Κάτωθι του κειμένου της αιτήσεως, πλην του πληρεξουσίου Δικηγόρου, φέρεται ότι έχει υπογράψει ως αιτών αυτοπροσώπως και ο υιός μου, δια της φερομένης υπογραφής... (αδιευκρίνιστη φράση)... . Όμως, η φερομένη ως υπογραφή του υιού μου, δεν είναι η δική του αλλά της εγκαλουμένης, καθώς τόσο η υπογραφή όσο και ο εν γένει γραφικός χαρακτήρας της φράσεως "Γ. Ι." είναι της εγκαλουμένης και όχι του υιού μου. Η πραγματική υπογραφή του υιού μου εμφανίζεται στο προσκομιζόμενο συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο υπ’ αριθμ. .../6.12.2007 της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Γκατζάρου η οποία είναι παντελώς και ριζικώς διαφορετική, τόσο ως σύνολο όσο και ως γραφικός χαρακτήρας από την τεθείσα στο δικόγραφο υπογραφή. Στην πραγματικότητα, η εγκαλουμένη εν διαστάσει νυν σύζυγός μου, υπέγραψε η ιδία το ανωτέρω δικόγραφο και όχι ο αιτών υιός μου.
    Συνεπώς, εχώρησε νόθευση εγγράφου κατά το ότι το συγκεκριμένο έγγραφο - δικόγραφο μόνον κατά τον τύπο και ψευδώς φέρεται να είναι προϊόν της βουλήσεως του υιού μου ενώ στην πραγματικότητα είναι προϊόν της βουλήσεως της εγκαλουμένης. Τούτο δε εγένετο υπ’ αυτής προκειμένου να προσδώσει στο εν λόγω δικόγραφο την ιδιαίτερη εκείνη βαρύτητα και ειδικό βάρος που έχει ένα δικόγραφο διατροφής όταν στρέφεται το τέκνο κατά του πατέρα, υπογραφέν από το ίδιο το τέκνο αυτοπροσώπως και όχι απλώς και μόνο από τον πληρεξούσιο ...(αδιευκρίνιστη φράση)... . Με την καταγγελλόμενη συμπεριφορά της, η εγκαλουμένη σκόπευε αφ’ ενός μεν στην παραπλάνηση του Δικαστηρίου σχετικά με την ιδιότητα του ...(αδιευκρίνιστη φράση).... λόγω δικογράφου, και αφ’ ετέρου στην επέλευση παρανόμου βλάβης της περιουσίας μου, ισόποσης προς το αποτέλεσμα της εν λόγω δίκης, δηλαδή, προς το ύψος της σκοπουμένης να επιδικασθεί διατροφής των 6.986 ευρώ μηνιαίως, καθώς επιδίωξή της δια της εν λόγω ενεργείας της ήταν η δημιουργία της πεποιθήσεως στο Δικαστήριο των ασφαλιστικών μέτρων ότι τόσο τα περιγραφόμενα ως πραγματικά περιστατικά της επίδικης με αυτά υποθέσεως διατροφής όσο και το αίτημα της αιτήσεως, κατά τη νομική του βάση και το ύψος του, είναι αληθή και προέρχονται και πηγάζουν από τη βούληση του φερομένου ως υπογράψαντος ο δικόγραφο υιού μου. Στην υπό κρίση περίπτωση, η εγκαλουμένη ούτε καν προσπάθησε να μιμηθεί την υπογραφή του υιού μου Γ., φερομένου ως εκδότου και υπογράψαντος ως "Αιτών" το εν λόγω δικόγραφο αλλά έθεσε εντελώς διάφορη υπογραφή, δεικνύουσα έτσι, με την προκλητική και ανενδοίαστη πράξη της, την παντελή της περιφρόνηση προς το νόμο αλλά και το κληθέν να δικάσει την εν λόγω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων Δικαστήριο και, κατά τούτο, δεικνύεται και η ένταση του δόλου της σχετικά με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Σχετικά δε με το παθητικό υποκείμενο του εν περιγραφομένου αδικήματος, η Θεωρία και η Νομολογία παγίως δέχονται ότι δικαιούμενος στην υποβολή εγκλήσεως για το αδίκημα της πλαστογραφίας τυγχάνει και ο εμμέσως ζημιωθείς, δηλαδή, το πρόσωπο το οποίο υπέστη ζημία εκ της παρανόμου συμπεριφοράς του πλαστογράφου. Το πρόσωπο αυτό μπορεί, επομένως, να είναι και διάφορο του προσώπου του οποίου πλαστογραφήθηκε η υπογραφή, όπως εν προκειμένω στην κρινομένη περίπτωση συμβαίνει.
    Πράγματι, στην κρινομένη υπόθεση, ζημιωθείς εκ της παρανόμου πράξεως της πλαστογραφίας τυγχάνω εγώ, ως καθ’ ου στην διανοιγείσα δίκη διά της ασκήσεως της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, που φερόμενος, κατ’ αυτήν, ως υπόχρεως διατροφής, διακινδυνεύω στην αντίστοιχη περιουσιακή μου βλάβη. Τελικώς κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 18.11.2008, η υπόψιν αίτηση ασφαλιστικών μέτρων συζητήθηκε, η δε ουσιαστική και τυπική βασιμότητά της υποστηρίχθηκε με έγγραφα και μάρτυρα. Επειδή ως νόθευση εγγράφου θεωρείται και η θέση της υπογραφής υπό άλλου προσώπου αντί του φερομένου ως εκδότου αυτού. Επειδή η εγκαλουμένη έθεσε αυτή υπογραφή κάτωθι του προμνησθέντος δικογράφου ασφαλιστικών μέτρων, υπογράψασα ως Γ. Ι. του Α., αντί του τελευταίου, φερομένου ως "Ο απών" τα ασφαλιστικά μέτρα. Επειδή η ανωτέρω πράξη της εγκαλουμένης πληρεί την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, διαπραχθείσας υπό την ειδικότερη μορφή της νοθεύσεως εγγράφου και δη της θέσεως πλαστής υπογραφής του προσώπου από το οποίο φέρεται να προέρχεται αυτό. Επειδή πληρούται και η υποκειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος καθώς η εγκαλουμένη έθεσε την υπογραφή της εκ δόλου και μάλιστα βαρυτάτης μορφής προς το σκοπό όπως προξενήσει σε εμένα, ως καθ’ ου η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, παράνομη περιουσιακή μου βλάβη, ισόποση προς την αιτουμένη διατροφή. Επειδή, τελικώς, η εν λόγω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων συζητήθηκε κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 18.11.2008, υποστηρίχθηκε δε με προσαγωγή και επίκληση εγγράφων και με μαρτυρική επ’ ακροατηρίω κατάθεση. Επειδή δικαιούμαι στην υποβολή στης προκειμένης εγκλήσεως ως ζημιωθείς από την παράνομη και υπαίτια πράξη της εγκαλουμένης. Επειδή, ως παθών από την καταγγελλόμενη παράνομη πράξη, δικαιούμαι σε αποζημίωση παρά της εγκαλουμένης λόγω ηθικής μου βλάβης".
    Και όλα τα ανωτέρω έπραξε με σκοπό την ποινική της καταδίωξη για το αδίκημα της πλαστογραφίας. Επί της μηνύσεως αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμό ΕΓ 155-09/420/3Δ/2010 απορριπτική διάταξη κατ’ άρθρο 47 ΚΠΔ του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, η οποία επικυρώθηκε με την υπ’ αριθμό 197/2010 Διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών και τέθηκε στο Αρχείο. Β) Στην Αθήνα, στις 17/12/2008, με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίστηκε για κάποιον άλλο γεγονός την τιμή και την υπόληψή του, το δε γεγονός ήταν ψευδές και το γνώριζε. Ειδικότερα, κατά τον ανωτέρω τόπο και χρόνο υπέβαλε την ανωτέρω υπό στοιχείο Α του παρόντος κατηγορητηρίου μήνυση σε βάρος της εγκαλούσας με την οποία ισχυρίστηκε για αυτήν εν γνώσει της αναλήθειας αυτών όσα διαλαμβάνονται στο υπό στοιχείο Α του παρόντος, μπορούσαν δε να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας. Έλαβαν δε γνώση πολλοί τρίτοι, όπως ο Εισαγγελέας ο γραμματέας κ.ά.". Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα αποδειχθέντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της ψευδούς καταμηνύσεως και της συκοφαντικής δυσφημήσεως της μηνυτρίας Κ. Π., για τα οποία κηρύχθηκε ένοχη ο αναιρεσείων, οι αποδείξεις από τις οποίες αυτά απεδείχθησαν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1,14, 26 παρ. 1 27 παρ. 1 εδ. α’ και 2, 229 παρ. 1 και 362-363 του ΠΚ., τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου, δηλαδή με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και δεν στερείται νομίμου βάσεως. Ειδικότερα αναφέρονται στη προσβαλλόμενη απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι ήταν ψευδές, το περιεχόμενο της από 11-12-2008 μηνύσεως του αναιρεσείοντος, με την οποίαν την κατεμήνυσε την μηνύτρια Κ. Π. ενώπιον του εισαγγελέως πλημμελειοδικών Αθηνών, ότι διέπραξε το έγκλημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, συνιστάμενο στο ότι στην από 5.9.2008 υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. 164820/12501/2008 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων περί επιδικάσεως προσωρινής διατροφής, που φέρεται ότι άσκησε κατ’ αυτού (αναιρεσείοντος) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ο υιός αυτού και εκείνης (καταμηνυθείσης) Γ. Ι., υπέγραψε η ιδία με το όνομα του τελευταίου χωρίς να έχει την προς τούτο εξουσιοδότηση του αιτούντος υιού τους, ότι ο αναιρεσείων τελούσε εν γνώσει της αναληθείας τους, ότι την κατεμήνυσε προκειμένου να επιτύχει την ποινική δίωξή της για το αδίκημα της πλαστογραφίας του και ότι, επί πλέον, το ίδιο αυτό ψευδές γεγονός, το οποίον ισχυρίσθηκε ενώπιον των λαβόντων γνώση του περιεχομένου της μηνύσεώς του αυτής εισαγγελέως πλημμελειοδικών Αθηνών, γραμματέως της εισαγγελίας πλημμελειοδικών Αθηνών κ.α., ήταν προς τούτο πρόσφορο και μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψη αυτής. Εκτίθεται ο τρόπος, με τον οποίο, αφ’ ενός μεν επεδίωξε την άσκηση κατά της μηνύτριας - εγκαλούσης ποινικής διώξεως για πλαστογραφία, ήτοι υποβάλλοντας, για την υπό το ανωτέρω περιεχόμενο πράξη αυτή, που της απέδιδε, μήνυση στον αρμόδιο εισαγγελέα πλημμελειοδικών Αθηνών, αφ’ ετέρου δε ισχυρίσθηκε για την εγκαλούσα τα ως άνω ψευδή γεγονότα, ενώπιον τρίτων που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή της.
    Εκτίθενται ακόμη οι παραδοχές, βάσει των οποίων έκρινε, ότι τα ως άνω γεγονότα, τα οποία διέλαβε στην ως άνω μήνυσή του ο αναιρεσείων ήσαν ψευδή, και το ψευδές τους το εγνώριζε, αφού διαλαμβάνεται ειδικώς, ότι κατά 17-12-2008, που υπέβαλε την ως άνω μήνυσή του στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών Αθηνών, είχε ήδη συζητηθεί και δη κατά την δικάσιμο της 18-11-2008, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η προαναφερόμενη και κατ’ αυτού στρεφόμενη από 5.9.2008 υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. 164820/12501/2008 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων περί επιδικάσεως προσωρινής διατροφής, που είχε ασκήσει εναντίον του ο υιός του Γ. Ι., η οποία σημειωτέον έγινε δεκτή με την υπ’ αριθμ. 11247/31-12-2008 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, και κατά την συζήτησή της ο αντίδικος υιός του αυτός, είχε προσκομίσει δια του νομικού παραστάτου του και επομένως είχε λάβει και ο ίδιος γνώση του, ως εγγράφου της δικογραφίας του αντιδίκου του αυτού, την από 25-10-2008 δήλωση-εξουσιοδότησή του, στην οποία αναφέρονταν ότι εξουσιοδοτούσε την μηνυομένη (εν προκειμένω μηνύτρια) μητέρα του και το δικηγόρο, που αυτή θα διορίσει κατ’ επιλογή της να ασκήσουν αίτηση ασφαλιστικών μέτρων διατροφής κατά του πατέρα μου αυτού (αναιρεσείοντος), ότι ενέκρινε όλες τις ενέργειες που είχαν γίνει μέχρι τότε προς το σκοπό αυτό, ότι είχε εξουσιοδοτήσει τη μητέρα του να υπογράψει αντ’ αυτού την σχετική αίτηση, ότι ενέκρινε κάθε σχετική ενέργεια της, ότι εξουσιοδοτούσε την ίδια (μητέρα του) και τον δικηγόρο επιλογής της να μεριμνήσουν κάθε τι αναγκαίο για την εκπλήρωση της πιο πάνω εντολής, να παρασταθούν στο Δικαστήριο, να υπογράφουν έγγραφα, να εξετάζουν μάρτυρες και δήλωνε ότι από τη καταμηνυομένη μητέρα του τέθηκε η υπογραφή του επί της ως άνω ασκηθείσης αιτήσεως διατροφής, κατόπιν εντολής του και έχοντας πλήρη γνώση του περιεχομένου της αιτήσεως, ενώ περαιτέρω μέσα στην προθεσμία αντικρούσεως ισχυρισμών και προσκομίσεως εγγράφων, είχε προσκομισθεί και το με ημερομηνία 21-11-2008 και με αριθμό ... συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών Σοφίας Φουρουτζόγλου, σύμφωνα με το οποίο ο αυτός υιός του αναιρεσείοντος Γ. Ι. εξουσιοδοτούσε τον δικηγόρο Ν. Α. να παραστεί και να τον εκπροσωπήσει κατά την εκδίκαση της επίδικης αιτήσεως κατά του πατέρα του να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια ήθελε θεωρηθεί απαραίτητη για την διεκπεραίωση της παραπάνω εντολής και τέλος ενέκρινε οποιαδήποτε ενέργεια είχε γίνει μέχρι τότε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο στα πλαίσια της ως άνω αναφερόμενης δικαστικής υπόθεσης.
    Το δικαστήριο αιτιολογεί περαιτέρω τον δόλο του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου με τις παραδοχές που εκθέτει στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι αφ’ ενός μεν υπέβαλε την εν γνώσει του ψευδή αυτή μήνυση στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών Αθηνών με τον μοναδικό και αποκλειστικό σκοπό να προκαλέσει την υπό του τελευταίου, ως αρμοδίου προ τούτο, ποινική δίωξη της εν προκειμένω μηνυτρίας για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, αφ’ ετέρου δε ότι επίσης εν γνώσει ψεύδους τους τελών, ισχυρίσθηκε με την ως άνω μήνυσή του ενώπιον των εισαγγελέως, γραμματέως και λοιπών προσώπων, που έλαβαν γνώση αυτής, τα προεκτεθέντα γεγονότα που της καταμαρτυρούσε, με βάση τα οποία ισχυριζόταν ενώπιόν τους ότι αυτή είχε τελέσει το έγκλημα της πλαστογραφίας, και τα οποία (γεγονότα αυτά) μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή της ως ανθρώπου και ανωτέρου τραπεζικού στελέχους, γεγονός που επίσης εγνώριζε ο αναιρεσείων. Καθ’ όσον αφορά τις αιτιάσεις του αναιρεσείοντος: α) ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 363 σε συνδ. με το άρθρο 362 ΠΚ, το δικαστήριο της ουσίας, δέχθηκε ότι θεωρούνται τρίτοι κατά την έννοια των διατάξεων αυτών ο εισαγγελέας και οι δικαστικοί υπάλληλοι, που έλαβαν γνώση της, κατά τα ανωτέρω, δυσφημιστικού της μηνύτριας περιεχομένου της κατ’ αυτής μηνύσεως του αναιρεσείοντος, είναι αβάσιμη και ως εκ τούτου απορριπτέα, διότι στην έννοια του τρίτου, κατά τις διατάξεις αυτές, περιλαμβάνεται οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο ή αρχή, όπως ο γραμματέας, ο δικαστικός επιμελητής, οι δικαστές, οι εισαγγελείς κλπ που έλαβαν γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διαδόσεως (ΑΠ 611/2015, ΑΠ 1362/2000), β) ότι αντιφατικώς και κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεως του άρθρου 363 σε συνδ. με 362 του ΠΚ, το δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του την παραδοχή ότι των ανωτέρω δυσφημιστικών ισχυρισμών και διαδόσεων της μηνυομένης έλαβαν γνώση συνάδελφοι και προϊστάμενοι της τελευταίας με την επίδοση σ’ αυτήν (μηνυομένη) του δικογράφου της ως άνω μηνύσεώς του στον χώρο της εργασίας της, είναι επίσης αβάσιμη και απορριπτέα, καθ’ όσον, όπως από την επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει, η τοιαύτη αναφορά εγένετο πλεοναστικώς και μόνον χωρίς αναφορά περί επιδόσεως της μηνύσεως αυτής, αλλά άλλων δικογράφων και όχι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, προς στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής και αντικειμενικής υποστάσεως του ανωτέρω εγκλήματος, ουδεμία δε αντίφασις υφίσταται από την παραδοχή αυτή προς εκείνη, ότι των εν λόγω συκοφαντικών διαδόσεων και ισχυρισμών του αναιρεσείοντος έλαβαν γνώση ο εισαγγελέας και οι δικαστικοί υπάλληλοι που επελήφθησαν αυτής. γ) ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του ΑΚ περί εντολής και αντιπροσωπεύσεως και χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας ότι νομίμως η εγκαλούσα υπέγραψε την ως άνω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, θέτοντας κατ’ απομίμηση την υπογραφή του προαναφερομένου αιτούντος υιού τους, έχοντας την προς τούτο εντολή του τελευταίου, ενώ διέλαβε και αντιφατική αιτιολογία από την παραδοχή αυτή, δεδομένου, ότι, κατά την αυτή αιτίαση του αναιρεσείοντος, ο αντιπρόσωπος που έχει την προς τούτο εντολή, υπογράφει το έγγραφο με το δικό του όνομα δηλώνοντας ταυτοχρόνως την σχέση αντιπροσωπεύσεως και δεν θέτει ποτέ κατ’ απομίμηση την υπογραφή του αντιπροσωπευομένου, είναι ωσαύτως αβάσιμη και απορριπτέα κατ’ αμφότερα τα σκέλη της, καθ’ όσον, κατά τις διατάξεις των άρθρων 713 και 211 του ΑΚ, ο αντιπρόσωπος εντολοδόχος εκτελεί την εντολή, υπογράφοντας, όταν τούτο απαιτείται και έχει την προς τούτο εντολή, αντί του αντιπροσωπευομένου, είτε θέτοντας την δική του υπογραφή, είτε θέτοντας την υπογραφή του αντιπροσωπευομένου εντολέως, ο οποίος και δεσμεύεται από αυτό, τούτο δε έχει ως συνέπεια, ότι δεν στοιχειοθετείται η αποδιδόμενη στην μηνύτρια πλαστογραφία της ως άνω αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, όπως δέχθηκε με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και κατ’ ορθήν ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του του άρθρου 216 παρ. 1 του ΠΚ σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 713 και 211 του ΑΚ και η προσβαλλομένη απόφαση.
    Συνεπώς οι προβαλλόμενοι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Κατά τα λοιπά, οι ίδιοι λόγοι, με τους οποίους υπό την επίκληση της ελλείψεως αιτιολογίας και νομίμου βάσεως, επιχειρείται αντίθετη αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων ή αμφισβητείται η κρίση του δικαστηρίου ως προς το τι προκύπτει από κάθε αποδεικτικό μέσο, περιέχουν ανεπίτρεπτη προσβολή της αναγομένης στην εκτίμηση των πραγμάτων κρίσεως του δικαστηρίου και είναι εκ τούτου απαράδεκτοι.
    Η κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς τα περιστατικά που απαρτίζουν την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς. Είναι δε αυτοτελείς, εκείνοι οι ισχυρισμοί που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ, με σαφήνεια και πληρότητα από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή τη μείωση αυτής καθώς και στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Αυτοτελής ισχυρισμός κατά την ανωτέρω έννοια είναι και ο ισχυρισμός περί συγγνωστής νομικής πλάνης του άρθρου 31 παρ. 2 του ΠΚ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως ο αναιρεσείων προέβαλε τον αυτοτελή ισχυρισμό του περί συγγνωστής νομικής πλάνης του, ο οποίος διελάμβανε επί λέξει τα εξής: "Στο κρίσιμο ζήτημα της μεταγενέστερης εγκρίσεως υπό του υιού μου της υπογραφής της εναντίον μου αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων από τη μηνύτρια, προσέφυγα στη γνώμη έμπειρων νομικών για να πληροφορηθώ ότι η μεταγενέστερη έγκριση υπό του υιού μου -ακόμα και αν θεωρηθεί ως τέτοια- της εκ μέρους της μηνύτριας υπογραφής της υπόψιν αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων δεν συνιστά απαλλαγή της από την πλαστογραφία αφού από την πράξη της θίγονται τα έννομα συμφέροντα εμού, ως τρίτου. Προς τούτο, μου ετέθησαν υπόψιν οι αποφάσεις ΑΠ 1708/99 ΠοινΧρ Ν’ 746, ΑΠ 905/1993 ΠοινΧρ ΜΓ’ 685 και οι απόψεις των Τούση – Γεωργίου αρθρ.216 αρ. 17 και Μυλωνόπουλου Ποιν. Δικ. Ειδικό Μέρος αρθρ. 216-223 σελ. 63 που συγκλίνουν ότι η εκ των υστέρων έγκριση της υπογραφής δεν αποκλείει το αδίκημα της πλαστογραφίας. Μου ετέθη επίσης, υπόψιν η γνώμη του έγκριτου Μ. Μ. ο οποίος αναφέρει (εις Ποιν. Κώδικα αρθρ. 216, αρ 42) ".Φρονώ ότι αν δεν θίγονται συμφέροντα τρίτου, αλλά μόνον του δικαιούχου της υπογραφής, η εκ των υστέρων έγκριση από αυτόν δεν μπορεί να καταλήξει σε ενοχή του δράστη (συνήθως τα δικαστήρια απαλλάσσουν ή για έλλειψη δόλου ή με τη λογική υπέρβαση του "πρωθύστερου", αξιολογούντα την έγκριση ως συναίνεση". (Η υπογράμμιση δική μου).
    Από το αμέσως ανωτέρω, συνάγεται εξ αντιθέτου αβίαστα (Argumentum a contrario) ότι, όταν υπάρχει τρίτο πρόσωπο (όπως εγώ εν προκειμένω) του οποίου θίγονται τα έννομα συμφέροντα (ήμουν καθ’ ου στην υπόψιν αίτηση ασφαλιστικών μέτρων), η έγκριση του δικαιούχου της υπογραφής προς αυτόν που πραγματικά υπέγραψε, δεν απαλλάσσει τον τελευταίο, αφού η τιμωρία της πλαστογραφίας έχει τεθεί προς προστασία της ολότητας, της ασφάλειας των εγγράφων και των συναλλαγών. Κατά συνέπεια, παρά την επιμέλεια την οποία επέδειξα, έχοντας και ως δεδομένο ότι πράγματι η επί της υπόψιν αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων υπογραφή δεν ανήκε στον υιό μου αλλά στη μηνύτρια, ήμουν πεπεισμένος ότι είχε τελεστεί το αδίκημα της πλαστογραφίας αφού δεν μπορούσα να διαγνώσω τη νομική βαρύτητα της συναινέσεως ή της εκ των υστέρων εγκρίσεως -τα οποία άλλωστε αγνοούσα, κατά τα προεκτεθέντα- και να προβώ στη νομική ερμηνεία ότι αύτη αίρει αναδρομικά την αντικειμενική υπόσταση της πλαστογραφίας.". Υπ’ αυτό το περιεχόμενο και μόνον και δεδομένου ότι ουδόλως ο αναιρεσείων διέλαβε υποκειμενικά στοιχεία θεμελιωτικά του συγγνωστού της επικαλουμένης πλάνης του (ηλικία, επάγγελμα, πνευματικές ικανότητες, προσπάθεια ενημέρωσης και για τις περί του αντιθέτου νομικές απόψεις και την κρατούσα άποψη για το εν λόγω θέμα), ήτοι της αδυναμίας του, με βάση τις ιδιότητες που συνθέτουν την προσωπικότητα του, να αντιληφθεί το άδικο της πράξεώς του, αρκέσθηκε δε μόνο στην αναφορά ότι ενημερώθηκε από τους νομικούς παραστάτες του μόνον για την άποψη που διέλαβε στον ισχυρισμό του αυτό χωρίς περαιτέρω να εκθέτει εάν του ετέθησαν υπ’ όψει και άλλες, περί του αντιθέτου νομικές απόψεις επί του ζητήματος αυτού και με ποια κριτήρια επέλεξε την πρώτη άποψη, ο ισχυρισμός του αυτός ήταν αόριστος και επομένως το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και να αιτιολογήσει την απορριπτική του κρίση.
    Παρά τούτο με την προσβαλλομένη απόφασή του εκ περισσού, απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό με την εξής, επί λέξει, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. "Περαιτέρω, αυτοτελής ισχυρισμός είναι και εκείνος που προβάλλει ο κατηγορούμενος για συγγνωστή νομική πλάνη, που προβλέπεται από το άρθρο 31 παρ.2 ΠΚ, σύμφωνα με το οποίο η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη, αν αυτός πίστεψε λόγω πλάνης ότι είχε δικαίωμα να τελέσει την πράξη και η πλάνη του αυτή ήταν συγγνωστή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η πλάνη είναι συγγνωστή, όταν ο δράστης όχι μόνο αγνοεί αλλά και δεν μπορούσε να γνωρίζει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης οποιαδήποτε επιμέλεια και προσπάθεια και αν κατέβαλε, ενόψει των προσωπικών, πνευματικών και επαγγελματικών δυνατοτήτων και ικανοτήτων και εφόσον πίστευε εύλογα ότι δικαιούται να προβεί στην πράξη που τέλεσε από δικαιολογημένη εσφαλμένη αντίληψη για την αληθή έννοια του νόμου ή λόγω εσφαλμένης πληροφόρησης από ειδικούς (νομικούς παραστάτες ή άλλες έγκυρες πηγές). ΑΠ 20/2015, ΑΠ 684/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην κρινομένη υπόθεση, ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι πείσθηκε ότι η μεταγενέστερη έγκριση από τον υιό του της υπογραφής που έθεσε η μητέρα του - εγκαλούσα δεν απάλλασσε την τελευταία αυτή από την τέλεση πλαστογραφίας καθόσον του ετέθησαν υπόψη του, από τους νομικούς του παραστάτες, οι αποφάσεις ΑΠ 1708/1999 και οι απόψεις των Τούση - Γεωργίου και Μυλωνόπουλου, οι οποίες (κατά τον κατηγορούμενο) συγκλίνουν στην άποψη ότι η εκ των υστέρων έγκριση της υπογραφής δεν αποκλείει το αδίκημα της πλαστογραφίας καθώς και του Μ. Μ. ο οποίος εκφέρει την άποψη: "Φρονώ ότι αν δεν θίγονται συμφέροντα τρίτου, αλλά μόνον του δικαιούχου της υπογραφής, η εκ των υστέρων έγκριση από αυτόν δεν μπορεί να καταλήξει σε ενοχή του δράστη (συνήθως τα δικαστήρια απαλλάσσουν ή για έλλειψη δόλου ή με τη λογική υπέρβαση του "πρωθύστερου", αξιολογούντα την έγκριση ως συναίνεση".
    Ο ισχυρισμός αυτός του κατηγορουμένου, πέραν της αοριστίας υπό την οποία εκφέρεται - αφού ο κατηγορούμενος παραλείπει να προσδιορίσει τις πνευματικές και επαγγελματικές του ιδιότητες, οι οποίες συνθέτουν την προσωπικότητά του και προσδιορίζουν την δυνατότητά του να αντιληφθεί το άδικο της πράξεώς του καθώς και άλλες ενέργειες στις οποίες προέβη, προκειμένου να πληροφορηθεί αν η παραπάνω συμπεριφορά του ήταν νόμιμη, ώστε να κριθεί η επιμέλειά του (βλ. ΑΠ 20/2015, ΑΠ243/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)- είναι απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν αφού η παγία, διαχρονική και πλουσία νομολογία του ΑΠ αλλά και άλλων Δικαστηρίων κατατείνει στην άποψη ότι αυτός που συμπληρώνει έγγραφο ή υπογράφει τούτο ύστερα από εντολή του φερόμενου ως εκδότη του ή με τη συναίνεση αυτού δεν διαπράττει πλαστογραφία (ΑΠ 53/2014, ΑΠ 416/2014, ΑΠ 656/2010, ΑΠ 88/2009. ΑΠ 1113/2009, ΑΠ 1499/2008, 1740/2008, ΑΠ 2462/2008, ΑΠ 1505/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και συνεπώς δεν αιτιολογείται επαρκώς από τον κατηγορούμενο πως του ετέθησαν υπόψη μόνον κατ’ εξαίρεση προβαλλόμενες θεωρητικές νομικές απόψεις και όχι η ισχύουσα και διαχρονική νομολογία, η οποία εξάλλου αποτυπώνει και ζήτημα το οποίο είναι προσιτό και οικείο και στον μέσο κοινωνικό άνθρωπο αλλά και εξατομικευμένα και στον κατηγορούμενο, ο οποίος έχει σπουδάσει οικονομικές επιστήμες και είναι μέτοχος σε ναυτιλιακή επιχείρηση". Μετά ταύτα, μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως για έρευνα, η κρινόμενη υπ’ αριθμ. 195 από 9-12-2015 αίτηση του Α. Ι. του Γ., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 2805/2015 αποφάσεως του Α’ Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ) και τα οριζόμενα στο διατακτικό.
    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει, την υπ’ αριθμ. … από 9-12-2015 αίτηση του Α. Ι. του Γ., κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 2805/2015 αποφάσεως του Α’ Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
    Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
    Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Ιουνίου 2016.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Ιουνίου 2016.
    Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

Δικαστήριο: ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
Τόπος: ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης: 611
Ετος: 2015

Όροι θησαυρού: ΔΥΣΦΗΜΙΣΗ ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΚΗ ΠΟΙΝΕΣ (ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ)
Περίληψη

Συκοφαντική δυσφήμηση - Δόλος - Ποινή -. Η επιμέτρηση της ποινής, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο λαμβάνει υπόψη του τη βαρύτητα του εγκλήματος και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, όπως αυτά προκύπτουν από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά για την ενοχή του. Το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να διαλάβει στην περί ποινής απόφασή του ειδικότερη αιτιολογία για τα στοιχεία αυτά. Είναι ορθή και αιτιολογημένη η προβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση για συκοφαντική δυσφήμηση. Το περιεχόμενο της εξώδικης δήλωσης της αναιρεσείουσας, με την οποία ανακάλεσε την εντολή της προς τον εγκαλούντα για διεκπεραίωση των κληρονομικών υποθέσεων της ήταν ψευδές, η αναιρεσείουσα τελούσε σε γνώση της αναλήθειάς του και ήταν πρόσφορο να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος.


Κείμενο Απόφασης



    Αριθμός 611/2015

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Γεωργέλλη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Βασιλάκη, Χρυσούλα Παρασκευά, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια και Αρτεμισία Παναγιώτου, Αρεοπαγίτες.
    Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Φεβρουαρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανάσιου Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Μ. Κ. του Δ., κατοίκου ... που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θρασύβουλο Κονταξή, για αναίρεση της υπ’ αριθ.7202/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Θ. Φ. του Π., κάτοικο ..., που παρέστη αυτοπροσώπως με την ιδιότητά του ως δικηγόρος.
    Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ’ αριθμ.πρωτ. 7771/25-11-2014 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1220/2014.
    Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και συγκεκριμένα για τον πρώτο λόγο αυτής και να απορριφθεί κατά τα λοιπά.
    ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη υπ’ αρ. πρωτ.7771/25-11-2014 αίτηση -δήλωση αναιρέσεως, στρεφόμενη κατά της υπ’ αρ. 7202/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, η οποία εκδόθηκε, κατόπιν αναιρέσεως της υπ’ αρ.9816/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών στο σύνολο της, με την υπ’ αρ.829/2014, απόφαση του Αρείου Πάγου, είναι παραδεκτή, και πρέπει να ερευνηθεί κατά το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.
    Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 Π.Κ. κατά την πρώτη των οποίων "όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον, γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή" και κατά την δεύτερη "αν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών", προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση από το δράστη ενώπιον τρίτου γεγονότος για κάποιον άλλον, το οποίο θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και γ) εκείνος που ισχυρίστηκε ή διέδωσε το ψευδές γεγονός να είχε δόλο, ο οποίος περιλαμβάνει, αφ’ ενός μεν τη γνώση του δράστη, με την έννοια της βεβαιότητας ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου και αφ’ ετέρου τη θέληση αυτού να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό. Ως γεγονός δε, κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων θεωρείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν το οποίο υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερομένη στο παρελθόν ή το παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια προσάπτεται δε σε ορισμένο πρόσωπο με συνέπεια να επέρχεται εμφανής υποτίμηση της τιμής και της υπόληψης του.
    Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σε αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ’ αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Το τελευταίο συμβαίνει και στο έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως που προβλέπεται από το ως άνω άρθρο 363 σε συνδυασμό με 362 του ΠΚ, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του οποίου απαιτείται άμεσος δόλος. Η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τόσο τη γνώση, όσο και το σκοπό, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης, κατά την ανωτέρω έννοια, αιτιολογίας. Υπάρχει, όμως, και στην περίπτωση αυτή η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ίδιου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση αυτή, περιστατικών. Τα αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
    Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε! ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
    Στην προκείμενη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με τη προσβαλλόμενη απόφαση του, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της, που αλληλοσυμπληρώνονται και αποτελούν ενιαίο σύνολο, δέχθηκε ότι από τα αποδεικτικά μέσα που γενικώς κατ’ είδος αναφέρει και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάσθηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του, την χωρίς όρκο εξέταση του πολιτικώς ενάγοντα, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που αναγνώσθηκαν, τα πρακτικά της υπ’ αρ. 9816/2012 αποφάσεως του Ε! Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, την υπ’ αρ. 829/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου, καθώς και τα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία της κατηγορουμένης και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκαν κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη, περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εγκαλών, Θ. Φ. είναι δικηγόρος, εγγεγραμμένος στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, από το έτος 1971, ασκεί δε το επάγγελμα του δικηγόρου πλέον των 40 ετών. Περί τα τέλη Αυγούστου 2003. τον επισκέφθηκε στο επί της οδού ... αρ. .. δικηγορικό του γραφείο η κατηγορουμένη, Μ. Κ., συνοδευόμενη από τους οικογενειακούς φίλους της Κ. Χ. και τη θυγατέρα του Β. Χ., για να του αναθέσει το χειρισμό δικαστικών υποθέσεών της σχετικά με την κληρονομιά που της κατέλειπε η αποβιώσασα Μ. Μ., μοναδικό τέκνο του προαποβιώσαντος συζύγου της Ν. Μ., από τον πρώτο του γάμο με την Δ. Μ.. Η ως άνω διαθέτιδα, η οποία εν ζωή έπασχε από ψυχική νόσο (σχιζοφρενική ψύχωση), απεβίωσε την 9-8-2003, μετά την πτώση της από βεράντα της οικίας φιλικού τους προσώπου. Με δύο δε διαθήκες της, την από 23-1-2001 δημόσια και την από 18-1-2002 ιδιόγραφη, κατέστησε την κατηγορουμένη μοναδική κληρονόμο της σε όλη την κληρονομιαία περιουσία, κινητή και ακίνητη, αποτελούμενη από σημαντικά ακίνητα (διαμερίσματα και καταστήματα) στην Αθήνα και τον Πειραιά, συνολικής αξίας περίπου 3.500.000 ευρώ. Την κληρονομιαία περιουσία της αποβιώσασας Μ. Μ. διεκδικούσαν και οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αυτής και συγκεκριμένα ο θείος της Π. Β., ο οποίος ενόσω ζούσε η διαθέτιδα είχε ζητήσει να τεθεί η τελευταία σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση. Μετά το θάνατο της ως άνω διαθέτιδος, η κατηγορουμένη αντιμετώπιζε, αφενός μεν τους δικαστικούς αγώνες που είχαν ανοίξει εναντίον της, με αγωγή ακύρωσης των διαθηκών, οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της Μ. Μ. και ποινικές υποθέσεις που αφορούσαν σε βάρος της κατηγορίες, για ανθρωποκτονία από αμέλεια κατά της αποβιώσασας, συκοφαντική δυσφήμηση, κλπ., αφετέρου δε θέματα διαχείρισης της κληρονομιαίας περιουσίας. Λόγω της πολυπλοκότητας των υποθέσεων, ζήτησε η ίδια την πλήρη ανάληψη του χειρισμού τους από τον πολιτικώς ενάγοντα, στον οποίο έδωσε ευρείες αρμοδιότητες, καθόσον η ίδια δεν είχε τις γνώσεις να οργανώσει το χειρισμό των υποθέσεων. Ο εγκαλών, πράγματι, ανέλαβε τη διεκπεραίωση του συνόλου των υποθέσεων της κατηγορουμένης, μεταξύ των οποίων και την είσπραξη των μισθωμάτων από τους μισθωτές των κληρονομιαίων ακινήτων, υπεγράφη δε μεταξύ τους (εγκαλούντος και κατηγορουμένης) το από 3-9-2003 ιδιωτικό συμφωνητικό εργολαβικό δίκης, δυνάμει του οποίου συμφωνήθηκε, ότι ο εγκαλών θα λάβει ως αμοιβή ποσοστό 39% επί της κληρονομιάς και συγκεκριμένα, όπως επί λέξη αναγράφεται στο συμφωνητικό, "επί των καθαρών εσόδων από την κληρονομιά αυτή, ήτοι των κινητών και ακινήτων που θα κληρονομήσει η εντολέας." ενώ ανέλαβε όλα τα έξοδα που θα προέκυπταν κατά τη "δικαστική ή εξώδικο διευθέτηση της δια του παρόντος διδομένης εντολής, εξαιρουμένων των φόρων και συναφών εξόδων". Σε εκτέλεση της πιο πάνω εντολής, ο εγκαλών προέβη σε όλες τις ενδεδειγμένες ενέργειες, από την ανάληψη των υποχρεώσεών του και μέχρι την ανάκληση της εν λόγω εντολής, που έλαβε χώρα το μήνα Μάιο του έτους 2007, με την επίδοση σε αυτόν της από 9-5-2007 εξώδικης δήλωσης της κατηγορουμένης. Συγκεκριμένα, όσον αφορά την ποινική δίκη, η κατηγορουμένη είχε αθωωθεί από την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από αμέλεια σε βάρος της αποβιώσασας, ενώ, σε σχέση με το αστικό μέρος της υπόθεσης, είχε απορριφθεί η αγωγή ακύρωσης των δύο διαθηκών την οποία είχαν ασκήσει κατά της κατηγορουμένης οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της αποβιώσασας, με την υπ’ αριθμ. 4241/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, και μετά από άσκηση έφεσης είχε εκδοθεί η με αριθμό 2730/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών που διέταξε πραγματογνωμοσύνη, προκειμένου να ερευνηθεί αν η διαθέτης βρισκόταν ή όχι σε θέση να συντάξει διαθήκη, λόγω της ψυχικής νόσου από την οποία έπασχε. Η κατηγορουμένη, όπως αναφέρθηκε, με την ως άνω από 9-5-2007 εξώδικη δήλωση της, προέβη σε ανάκληση της εντολής της προς τον εγκαλούντα, ισχυριζόμενη μεταξύ άλλων, προκειμένου να δικαιολογήσει την ανάκληση αυτής και την απαλλαγή της από την υποχρέωση καταβολής της συμφωνηθείσας αμοιβής του, τα εξής ψευδή και συκοφαντικά γι’ αυτόν περιστατικά, εν γνώσει της αναλήθειάς τους: " ... Το εν λόγω συμφωνητικό το συντάξατε εσείς που ήσασταν ο νομικός μου σύμβουλος και στον οποίο εμπιστεύθηκα τις σοβαρότατες νομικές υποθέσεις που είχα και παρ’ όλα αυτά μου αποκρύψατε ότι η μεταξύ μας συμφωνία ήταν παρανόμη και μου παρουσιάσατε το συμφωνηθέν μας ποσοστό του 39% ως απολύτως νόμιμο, εύλογο και δίκαιο. Και μόνο αυτό το γεγονός ότι εσείς που ήσασταν ο νομικός μου συμπαραστάτης και σας εμπιστεύθηκα την υπεράσπιση των συμφερόντων μου με κοροϊδέψατε και προσπαθήσατε να εισπράξετε αμοιβή παραπάνω από την νόμιμη, είναι αρκετό να κλονίσει την σχέση εμπιστοσύνης που πρέπει να υπάρχει μεταξύ εντολέα και δικηγόρου και δικαιολογεί πλήρως την ανάκληση της εντολής μου προς εσάς .....Επιπροσθέτως η εν λόγω σύμβαση είναι άκυρη ως καταπλεονεκτική, εφόσον εκμεταλλευτήκατε την απειρία μου την αφέλεια μου και την ανάγκη στην οποία βρισκόμουν λόγω των εξελίξεων και μάλιστα όχι μόνο εκμεταλλευτήκατε όλα αυτά αλλά φροντίσατε να μου εμφυσήσετε φόβο για διάφορους κινδύνους τόσο εσείς όσο και σε συνεργασία με τρίτα πρόσωπα (τα οποία στην παρούσα φάση δεν επιθυμώ να ονοματίσω) με τρόπο ώστε να με καταστήσετε υποχείριο σας.", εμφανίζοντας έτσι τον εγκαλούντα ως άνθρωπο που την κορόιδεψε και την εκμεταλλεύτηκε, ώστε να την πείσει να συμφωνήσει μαζί του την ως άνω αμοιβή, ενώ η αλήθεια, την οποία γνώριζε η κατηγορουμένη, ήταν ότι το από 3-9-2003 ιδιωτικό συμφωνητικό-εργολαβικό δίκης συντάχθηκε, ύστερα από διαδοχικές της τελευταίας στο γραφείο του εγκαλούντος, όπου συζήτησαν τους όρους της συνεργασίας τους και μάλιστα συνοδευόμενη από τους οικογενειακούς φίλους της, Κ. Χ. και Β. Χ., έχοντας η ίδια (κατηγορουμένη) επισκεφθεί προηγουμένως και άλλους δικηγόρους, με τους οποίους για διάφορους λόγους δεν είχε καταλήξει σε συμφωνία και αυτό. που την ενδιέφερε ήταν η επιτυχής έκβαση του δικαστικού της αγώνα, ανεξαρτήτως κόστους, ενόψει μάλιστα της μεγάλης αξίας της κληρονομιαίας περιουσίας, αλλά και της πολυπλοκότητας της υπόθεσης. Το ποσό δε της συμφωνηθείσας αμοιβής του εγκαλούντος αποτελούσε προϊόν ελεύθερης βούλησης της κατηγορουμένης, η οποία μολονότι είχε πληροφορηθεί από τον εγκαλούντα ότι το προβλεπόμενο από το νόμο ποσοστό δικηγορικής αμοιβής ανέρχεται σε 20%, υποσχέθηκε σε αυτόν το διπλάσιο του ανωτέρω ποσοστού, ήτοι το 39%, σκοπεύοντας στην παροχή σ’ αυτόν ισχυρότερου κινήτρου για ένταση των προσπαθειών του στο έπακρον με σκοπό το νικηφόρο αποτέλεσμα. Επιπλέον ισχυρίσθηκε η κατηγορουμένη στο άνω εξώδικο ότι δήθεν ο εγκαλών της είχε αποκρύψει το περιεχόμενο της εφετειακής απόφασης που διέταξε ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη, αναφέροντας επί λέξει "Το γεγονός ότι η απόφαση του εφετείου ήταν μία δυσμενής εξέλιξη στην υπόθεση μου παρότι είχα κερδίσει την απόφαση στον πρώτο βαθμό, επιμελώς μου αποκρύψατε εφόσον ουδέποτε είχα διαβάσει την εν λόγω απόφαση, εφόσον εσείς ουδέποτε με ενημερώσατε για την άσκημη τροπή που αυτή είχε πάρει και απλώς μου είπατε ότι το δικαστήριο διέταξε μία πραγματογνωμοσύνη αποκρύπτοντας μου ότι ολόκληρο το σκεπτικό της απόφασης είναι υπέρ της πλευράς των αντιδίκων μου.", γεγονός ψευδές, αφού, όπως αποδείχθηκε, ο εγκαλών, με την έκδοση της υπ’ αριθμ. 2730/14-4-2006 απόφασης, την κάλεσε, αμέσως, στο γραφείο του και της χορήγησε αντίγραφο της απόφασης σε σχέδιο, ενημερώνοντας αυτήν πλήρως για τη νέα τροπή, που είχε λάβει η υπόθεση της. Τέλος, ισχυρίσθηκε η κατηγορουμένη στο άνω εξώδικο τα ακόλουθα: "...Τέλος επειδή κατά καιρούς τόσο εσείς όσο και άλλα τρίτα πρόσωπα στα οποία αυτή την στιγμή δεν θέλω να αναφερθώ έχουν προσπαθήσει να μου εμφυσήσουν φόβο αναφερόμενοι σε διάφορες ενέργειες σας ενημερώνω ότι για όλα αυτά έχω συντάξει σχετική επιστολή προς τον αρμόδιο εισαγγελέα την οποία έχω καταθέσει σε έμπιστο πρόσωπο μου καθώς και σε συμβολαιογράφο προκειμένου να αποσταλεί η εν λόγω επιστολή στον αρμόδιο εισαγγελέα σε περίπτωση που οτιδήποτε κακό ή ατύχημα συμβεί σε εμένα ή στα οικεία μου πρόσωπα ή στους παραστάτες μου στην εν λόγω υπόθεση ή στην περιουσία μου.", εμφανίζοντας τον κατηγορούμενο ως δικηγόρο που παρανομεί σε βάρος των πελατών του, για προσωπικό του όφελος και αφήνοντας να εννοηθεί ότι δήθεν αυτός απειλεί τη ζωή της και τη σωματική της ακεραιότητα, για να της προκαλέσει φόβο, ενώ η αλήθεια, την οποία γνώριζε η κατηγορουμένη, ήταν ότι ο εγκαλών ουδέποτε της εμφύσησε φόβο σε συνεργασία με τρίτα πρόσωπα, ούτε την απείλησε και ουδέποτε την εκφόβισε, αλλά αντιθέτως είχε και φιλικές σχέσεις μαζί της. το μόνο δε το οποίο έπραξε ήταν να της ενημερώσει για τους κινδύνους, τους οποίους ενείχε η υπόθεσή της και τους τρόπους αντιμετώπισης τους, προκειμένου να είναι ενήμερη. Τα ως άνω αναφερόμενα στην εξώδικη δήλωση της κατηγορουμένης, ψευδή περιστατικά, εν γνώσει της αναλήθειας και των οποίων έλαβαν γνώση τρίτα πρόσωπα, όπως ο δικαστικός επιμελητές που επέδωσε το εξώδικο στον εγκαλούντα και οι συνεργάτες του γραφείου του, ήταν ικανά να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος ως ατόμου και δικηγόρου. Μάλιστα η κατηγορουμένη, κατά την απολογία της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ομολόγησε ότι ένα μέρος όσων αναφέρει στην εν λόγω εξώδικη δήλωση είναι ψευδή και ότι δεν θεωρεί ότι ο κατηγορούμενος είναι απατεώνας, ούτε την είχε ποτέ απειλήσει, ενώ ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ανέφερε ότι η αμοιβή του εγκαλούντος ήταν προϊόν συμφωνίας μεταξύ τους, ότι ο τελευταίος την ενημέρωσε για την πραγματογνωμοσύνη που διέταξε η εφετειακή απόφαση και ότι ο φόβος την έκανε να μην πει στο εξώδικο σωστά κάποια πράγματα. Ενόψει όλων αυτών, η κατηγορουμένη έχει τελέσει την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος του εγκαλούντος που της αποδίδεται και πρέπει να κηρυχθεί ένοχη, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Με βάση τις παραδοχές αυτές κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη του ότι: " Στην Αθήνα, στις 9-5-2007, με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίσθηκε και διέδωσε για κάποιον άλλο γεγονότα ψευδή που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του, γνωρίζοντας ότι αυτά είναι ψευδή. Ειδικότερα, στον πιο πάνω τόπο και χρόνο και με αφορμή τον χειρισμό αστικής υποθέσεως από τον εγκαλούντα δικηγόρο Θ. Φ., απέστειλε προς αυτόν, την από 9-5-2007 εξώδικη δήλωσή της-ανάκληση εντολής, με την οποία ισχυρίσθηκε ενώπιον του δικαστικού επιμελητή που την επέδωσε και των δικηγόρων που έλαβαν γνώση του περιεχομένου της, τα κατωτέρω ψευδή για τον εγκαλούντα γεγονότα:
    1) " ... Το εν λόγω συμφωνητικό το συντάξατε εσείς που ήσασταν ο νομικός μου σύμβουλος και στον οποίο εμπιστεύθηκα τις σοβαρότατες νομικές υποθέσεις που είχα και παρ’ όλα αυτά μου αποκρύψατε ότι η μεταξύ μας συμφωνία ήταν παράνομη και μου παρουσιάσατε το συμφωνηθέν μας ποσοστό του 39% ως απολύτως νόμιμο, εύλογο και δίκαιο. Και μόνο αυτό το γεγονός ότι εσείς που ήσασταν ο νομικός μου συμπαραστάτης και σας εμπιστεύθηκα την υπεράσπιση των συμφερόντων μου με κοροϊδέψατε και προσπαθήσατε να εισπράξετε αμοιβή παραπάνω από την νόμιμη, είναι αρκετό να κλονίσει την σχέση εμπιστοσύνης που πρέπει να υπάρχει μεταξύ εντολέα και δικηγόρου και δικαιολογεί πλήρως την ανάκληση της εντολής μου προς εσάς ... ".
    2) "Επιπροσθέτως η εν λόγω σύμβαση είναι άκυρη ως καταπλεονεκτική, εφόσον εκμεταλλευτήκατε την απειρία μου, την αφέλεια μου και την ανάγκη στην οποία βρισκόμουν λόγω των εξελίξεων και μάλιστα όχι μόνο εκμεταλλευτήκατε όλα αυτά αλλά φροντίσατε να μου εμφυσήσετε φόβο για διάφορους κινδύνους τόσο εσείς όσο και σε συνεργασία με τρίτα πρόσωπα (τα οποία στην παρούσα φάση δεν επιθυμώ να ονοματίσω) με τρόπο ώστε να με καταστήσετε υποχείριό σας." 3)" Το γεγονός ότι η απόφαση του Εφετείου ήταν μία δυσμενής εξέλιξη στην υπόθεσή μου παρότι είχα κερδίσει την απόφαση στον πρώτο βαθμό, επιμελώς μου αποκρύψατε εφόσον ουδέποτε είχα διαβάσει την εν λόγω απόφαση, εφόσον εσείς ουδέποτε με ενημερώσατε για την άσχημη τροπή που αυτή είχε πάρει και απλώς μου είπατε ότι το δικαστήριο διέταξε μία πραγματογνωμοσύνη αποκρύπτοντάς μου ότι ολόκληρο το σκεπτικό της απόφασης είναι υπέρ της πλευράς των αντιδίκων μου." 4)"Τέλος επειδή κατά καιρούς τόσο εσείς όσο και άλλα τρίτα πρόσωπα στα οποία αυτή την στιγμή δεν θέλω να αναφερθώ έχουν προσπαθήσει να μου εμφυσήσουν φόβο αναφερόμενοι σε διάφορες ενέργειες σας ενημερώνω ότι για όλα αυτά έχω συντάξει σχετική επιστολή προς τον αρμόδιο εισαγγελέα την οποία έχω καταθέσει σε έμπιστο πρόσωπο μου καθώς και σε συμβολαιογράφο προκειμένου να αποσταλεί η εν λόγω επιστολή στον αρμόδιο εισαγγελέα σε περίπτωση που οτιδήποτε κακό ή ατύχημα συμβεί σε εμένα ή στα οικεία μου πρόσωπα ή στους παραστάτες μου στην εν λόγω υπόθεση ή στην περιουσία μου." Όμως, τα γεγονότα αυτά που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, καθώς τον ενεμφάνιζαν ως δικηγόρο που παρανομεί εις βάρος των πελατών του για προσωπικό του όφελος, ήταν ψευδή και η κατηγορουμένη γνώριζε ότι αυτά είναι ψευδή, καθώς η αλήθεια είναι ότι: α)Το από 3-9-2003 ιδιωτικό συμφωνητικό-εργολαβικό δίκης συνετάχθη κατόπιν διαδοχικών επισκέψεων της κατηγορουμένης στο γραφείο του εγκαλούντος, όπου συζήτησαν τους όρους της συνεργασίας τους. Ως προς την ανερχόμενη σε ποσοστό 39% επί της κληρονομιαίας περιουσίας αμοιβή του εγκαλούντος, το ποσοστό αυτό δεν επιβλήθηκε από αυτόν στην κατηγορουμένη, αλλά αντιθέτως, όταν αυτός (ο εγκαλών) την πληροφόρησε, ότι το προβλεπόμενο από τον νόμο ποσοστό δικηγορικής αμοιβής ανέρχεται στο 20%, αυτή του απήντησε ότι το γνώριζε, αλλά εκείνη δεν θα έμενε σ’ αυτό, αφού εκείνο, το οποίο την ενδιέφερε πρωτίστως για την υπόθεση της αυτή δεν ήταν το όποιο οικονομικό της κόστος, αλλά το νικηφόρο αποτέλεσμα, γι’ αυτό και του υποσχέθηκε σχεδόν το διπλάσιο του ανωτέρω ποσοστού, ήτοι το 39%, σε περίπτωση νίκης, σκοπεύοντας, στην παροχή σ’ αυτόν ισχυρότερου κινήτρου για ένταση των προσπαθειών του στο έπακρο. β) Προτού η κατηγορουμένη επισκεφθεί τον εγκαλούντα στο γραφείο του, είχε ήδη επισκεφθεί και άλλους δικηγόρους προκειμένου να τους αναθέσει την υπόθεση της, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι ούτε άπειρη και αφελής ήταν, ούτε και βρισκόταν σε ανάγκη. Ούτε της εμφύσησε φόβο σε συνεργασία με τρίτα πρόσωπα, αλλά το μόνο, το οποίο έπραξε, ήταν να την ενημερώσει για τους κινδύνους, τους οποίους ενείχε η υπόθεση της και τους τρόπους αντιμετώπισης τους, προκειμένου να είναι ενήμερη. Ουδέποτε την εκμεταλλεύθηκε, ουδέποτε την κορόιδεψε και ουδέποτε την εκφόβισε, αλλά αντιθέτως είχε και φιλικές σχέσεις μαζί της.
    γ) Στις 14-4-2006 εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 2730/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία διέταξε την επανάληψη της συζήτησης διατάσσοντας την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και όρισε πραγματογνώμονα τον ψυχίατρο κ. Κ. Ζ. του Α.. Ο εγκαλών έλαβε γνώση της ως άνω αποφάσεως ευθύς μόλις εξεδόθη, ήτοι στις 14-4-2006, και την ημέρα εκείνη ειδοποίησε την κατηγορουμένη να τον επισκεφθεί στο γραφείο του, όπερ και έπραξε. Εκεί την ενημέρωσε πλήρως για την νέα τροπή, την οποία είχε λάβει η υπόθεση της, της χορήγησε κατόπιν απαιτήσεως της αντίγραφο της αποφάσεως και της ανέλυσε τις ενέργειες ,στις οποίες έπρεπε να προβούν για την αντιμετώπιση της νέας κατάστασης.
    δ)Τέλος ουδέποτε απείλησε την κατηγορουμένη, αλλά αντιθέτως στάθηκε δίπλα της φροντίζοντας να την ενημερώνει για κάθε εξέλιξη της υποθέσεως της, και να την καθησυχάζει.
    Ακολούθως, της επέβαλε ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών την οποία μετέτρεψε προς πέντε (5) Ευρώ ημερησίως .
    Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην απόφαση του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα αποδειχθέντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο κηρύχθηκε ένοχη η κατηγορούμενη, οι αποδείξεις από τα οποία αυτό αποδείχθηκε και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήγαγε αυτό στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1,14, 26 παρ. 1 27 παρ. 1 εδ. α’ και 2 362-363 ΠΚ., τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου, δηλαδή με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και δεν στερείται νομίμου βάσεως. Ειδικότερα αναφέρονται στη προσβαλλόμενη απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν την κρίση του Δικαστηρίου, ότι το περιεχόμενο της από 9-5-2007 εξωδίκου δηλώσεως της αναιρεσείουσας, με την οποία ανακάλεσε την εντολή της προς τον εγκαλούντα για διεκπεραίωση των κληρονομικών υποθέσεων της, που είχε αναθέσει σ’ αυτόν με το από 3-9-2003 έγγραφο εργολαβικό δίκης, ήταν ψευδές, ότι η αναιρεσείουσα τελούσε σε γνώση της αναληθείας του και ότι ήταν πρόσφορο να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του. Συγκεκριμένα εκτίθεται ο τρόπος με τον οποίο ισχυρίσθηκε για τον εγκαλούντα ψευδή γεγονότα, με την κοινοποίηση σ’ αυτόν μέσω του δικαστικού επιμελητή, της από 9-5-2007εγγράφου ανακλητικής δηλώσεως της του από 3-9-2003 εργολαβικού δίκης, στο δικηγορικό του γραφείο όπου έλαβαν γνώση αυτού ο δικαστικός επιμελητής που το επέδωσε, καθώς και οι συνεργάτες αυτού. Εκτίθενται οι παραδοχές, βάσει των οποίων έκρινε, ότι τα γεγονότα τα οποία διέλαβε στην ως άνω εξώδικη δήλωση της ήταν ψευδή, καθόσον αναφέρονται σ’ αυτές τα αληθή γεγονότα, ήτοι ότι ο εγκαλών: α) "πληροφόρησε την κατηγορουμένη ότι το κατά το νόμο προβλεπόμενο ανώτατο ποσοστό δικηγορικής αμοιβής, για την υπόθεση της, ανέρχεται σε 20% επί του συνόλου της αξίας της κληρονομιαίας περιουσίας, και ότι αυτή του απάντησε ότι το γνώριζε, αλλά επειδή την ενδιέφερε το νικηφόρο αποτέλεσμα του υποσχέθηκε το διπλάσιο περίπου αυτού ήτοι ποσοστό 39% αμοιβής, σκοπεύοντας να τον δελεάσει με το ανώτερο αυτό ποσοστό να εντατικοποιήσει τις προσπάθειες του στο έπακρο, β) ότι αυτή δεν ήταν άπειρη και αφελής και δεν εκμεταλλεύθηκε την ανάγκη της, όσο αφορά την συναλλαγή της μαζί του, γιατί προηγουμένως είχε επισκεφθεί άλλους δικηγόρους, για να τους αναθέσει τη υπόθεση της, ούτε της εμφύσησε φόβο μαζί με άλλα πρόσωπα, αλλά απλώς της επέστησε τους κινδύνους που ενείχε η πορεία των υποθέσεων της, προκειμένου να είναι ενήμερη για αυτούς, ότι ποτέ δεν την εκμεταλλεύθηκε ούτε την κορόιδεψε αλλά είχε φιλικές σχέσεις μαζί της, γ) ότι την 14-4-2006 που εκδόθηκε η υπ’ αρ. 2730/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία διατάχθηκε επανάληψη της συζητήσεως της εφέσεως των αντιδίκων της, προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη, σε σχέση με την περί κλήρου αγωγή που είχαν ασκήσει εναντίον της, την ενημέρωσε και της χορήγησε, μετά από απαίτηση της, αντίγραφο της αποφάσεως αυτής, της ανέλυσε δε και τις ενέργειες που έπρεπε να επακολουθήσουν, δ) ότι ποτέ δεν την απείλησε αλλά αντιθέτως στάθηκε δίπλα της φροντίζοντας να την ενημερώνει για κάθε εξέλιξη της υποθέσεως της, να την καθησυχάζει και ηρεμεί". Αιτιολογεί περαιτέρω τον δόλο της αναιρεσείουσας- κατηγορουμένης με τις παραδοχές που εκθέτει στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης ότι: "η κατηγορουμένη κατά την απολογία της ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ομολόγησε ότι ένα μέρος όσων αναφέρει στην εν λόγω εξώδικη δήλωση είναι ψευδή και ότι δεν θεωρεί ότι ο κατηγορούμενος είναι απατεώνας, ούτε την είχε απειλήσει, ενώ ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου ανέφερε ότι η αμοιβή του εγκαλούντος ήταν προϊόν συμφωνίας μεταξύ τους , ότι ο τελευταίος την ενημέρωσε για την πραγματογνωμοσύνη που διέταξε η Εφετειακή απόφαση και ότι ο φόβος ίσως την έκανε να μην πεί στο εξώδικο σωστά κάποια πράγματα". Επίσης με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης εκτίθεται ότι: "τα γεγονότα αυτά μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος ως ατόμου και ως δικηγόρου, διότι τον εμφάνιζαν ως δικηγόρο που παρανομεί σε βάρος των πελατών του για προσωπικό του όφελος", γεγονός που γνώριζε η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη. Επιπροσθέτως η γνώση της, ότι όσα γεγονότα καταλόγιζε με το επίμαχο εξώδικο στον εγκαλούντα, ήταν ψευδή προκύπτει από την αναγραφή σ’ αυτό γεγονότων για τα οποία η ίδια είχε προσωπική αντίληψη, αφού ήταν αναπόσπαστα συνδεδεμένα με το άτομο της και με την κοινοποίηση του ήταν πρόσφορα, πλέον της ανακλήσεως της εντολής της, να βλάψουν ενώπιον τρίτων την τιμή και την υπόληψη του. Αναφορικά με τις ειδικότερες αιτιάσεις της αναιρεσείουσας: α) Η αιτίαση της ότι δεν αιτιολογείται στην προσβαλλόμενη απόφαση η παραδοχή του δικαστηρίου της ουσίας ότι η ίδια υποσχέθηκε στον εγκαλούντα ποσοστό 39/% αμοιβής επί του συνόλου της κληρονομιαίας περιουσίας, ενώ από τις αποδείξεις προέκυπτε ότι το ποσοστό αυτό το επέβαλλε ο ίδιος, αναφέροντας μάλιστα τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία κατά την δική της κρίση αποδεικνυόταν το γεγονός αυτό, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, κατά το σκέλος της ελλείψεως αιτιολογίας, διότι η παραδοχή αυτή αιτιολογείται ως προαναφέρθηκε, κατά το έτερο δε σκέλος της, ως απαράδεκτη διότι με αυτήν προσβάλλεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, με την μορφή της εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, που δεν στοιχειοθετούν αναιρετικό λόγο. β) Η αιτίαση της ότι, το δικαστήριο της ουσίας δεν αιτιολόγησε το γεγονός ότι το εξώδικο αυτό κοινοποίησε η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη στον εγκαλούντα, διότι συνέτρεχε εύλογη αιτία ανακλήσεως της εντολής της, με συνέπεια την διακοπή της συνεργασίας τους που αποδεικνυόταν από έγγραφα, λόγω μη απόδοσης εισπραχθέντων από αυτόν μισθωμάτων για λογαριασμό της, πωλήσεως περιουσιακού της στοιχείου με πληρεξούσιο που του είχε εκχωρήσει το δικαίωμα αυτό, χωρίς απόδοση του τιμήματος το οποίο παρακράτησε, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελώς προβαλλόμενη. Τούτο διότι το δικαστήριο της ουσίας, με την προσβαλλόμενη απόφαση του έκρινε για την κατάφαση της ενοχής της για την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως σε βάρος του εγκαλούντος εντολοδόχου της, για γεγονότα που διαλαμβανόταν στην αναφερθείσα εξώδικη δήλωση ανακλήσεως της εντολής της, όπου δεν διαλαμβανόταν τα γεγονότα που αναφέρει στην αιτίαση της, ούτε ήταν αντικείμενο της δίκης η νόμιμη ή μη ανάκληση της εντολής της προς αυτόν. γ) Η αιτίαση της ότι, η δήλωση της ,κατά την απολογία της, ότι δεν θεωρεί απατεώνα τον εγκαλούντα δεν συνιστά ομολογία του δόλου αυτής, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, διότι υπό την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, πλήττεται και πάλι η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο στο προϊμιο του, διέλαβε όλα τα αποδεικτικά μέσα που εισφέρθηκαν ενώπιον του τα οποία συνεκτίμησε για την καταδικαστική του κρίση, μεταξύ δε αυτών είναι και η απολογία της αναιρεσείουσας τόσο στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, τα πρακτικά του οποίου ανέγνωσε, όσο και ενώπιον του. δ) Η αιτίαση της ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως 363 σε συνδ. με 362 ΠΚ, το δικαστήριο της ουσίας, δέχθηκε ότι ο δικαστικός επιμελητής που επιδίδει εξώδικο ή διαδικαστικό έγγραφο και λαμβάνει γνώση του περιεχομένου του και εν προκειμένω ο δικαστικός επιμελητής που επέδωσε την από 9-5-2007 έγγραφη δήλωση της προς τον εγκαλούντα θεωρείται τρίτος, είναι αβάσιμη και ως εκ τούτου απορριπτέα , διότι στην έννοια του τρίτου κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις διαλαμβάνεται οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο ή αρχή, όπως ο γραμματέας, ο δικαστικός επιμελητής, οι δικαστές που έλαβαν γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διαδόσεως (ΑΠ 1362/2000 ΠΧ ΝΑ518). ε) Η αιτίαση της ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ως άνω ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, το ουσιαστικό δικαστήριο δέχθηκε ότι στην έννοια του τρίτου στην διάταξη αυτή (362-363 ΠΚ) εντάσσονται και οι συνεργάτες στο γραφείο του εγκαλούντος, διότι οι τελευταίοι έλαβαν γνώση της εξωδίκου δηλώσεως της, μετά από ενημέρωση τους από τον ίδιο τον εγκαλούντα, είναι αβάσιμη, διότι στηρίζεται σε αναληθή προϋπόθεση, καθόσον στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν διαλαμβάνεται παραδοχή ότι οι συνεργάτες στο γραφείο του εγκαλούντος έλαβαν γνώση του εξωδίκου αυτού μετά από επίδειξη του σ’ αυτούς από τον εγκαλούντα.
    Συνεπώς οι προβαλλόμενοι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ! και Ε! ΚΠΔ λόγοι αναίρεσης, για έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν .
    Η επιβαλλομένη κατά τα άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προτείνονται από τον κατηγορούμενο ή από τον συνήγορο του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και ο ισχυρισμός περί συνδρομής ελαφρυντικής περιστάσεως, μεταξύ των οποίων και εκείνη για την οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 84 παρ. 2 α! Π Κ και σε περίπτωση αναγνωρίσεως της επιβάλλεται ποινή μειωμένη κατά το μέτρο του άρθρου 83 του αυτού κώδικα, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, γιατί σε διαφορετική περίπτωση, ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο Δ’ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, ενώ, η μη απάντηση στον ισχυρισμό αυτό συνιστά έλλειψη ακροάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 170 παρ. 2 του ΚΠΔ, και ιδρύει ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως, που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχείο Β’ του ίδιου κώδικα. Όταν, όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτώς και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωση τους, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και μάλιστα με ειδική αιτιολογία για να τον απορρίψει, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό.
    Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα πρακτικά της αναιρεσιβαλλομένης, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, ο συνήγορος της κατηγορουμένης μετά την απαγγελία της περί ενοχής αποφάσεως του δικαστηρίου και την μετά ταύτα αποσφράγιση και ανάγνωση του ποινικού μητρώου αυτής, ζήτησε "να αναγνωρισθεί στην εντολέα του η ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου κατ’ αρθρ. 84 παρ. 2 στοιχ.α’ ΠΚ". Έτσι, όμως, όπως διατυπώθηκε ο αυτοτελής αυτός ισχυρισμός με την προφορική επιγραμματική μόνο διατύπωση του σχετικού άρθρου του ΠΚ είναι εντελώς αόριστος, αφού δεν συνοδεύτηκε με παράθεση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών από τα οποία να προκύπτει ο πρότερος έντιμος βίος της κατηγορουμένης. Επομένως προβλήθηκε κατά τρόπο απαράδεκτο και το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και μάλιστα αιτιολογημένα. Παρά ταύτα όμως ως εκ περισσού αυτό απέρριψε τον ανωτέρω αυτοτελή ισχυρισμό, με την παρακάτω αιτιολογία: "Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, δεν αποδείχθηκαν συγκεκριμένα περιστατικά θετικής και επωφελούς για την κοινωνία δράσης και συμπεριφοράς της κατηγορουμένης μέχρι την τέλεση της ανωτέρω πράξης, τα οποία άλλωστε ούτε η κατηγορουμένη επικαλείται, για αυτό ο πιο πάνω αυτοτελής ισχυρισμός της ότι συντρέχει στο πρόσωπο της η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. α’ ΠΚ, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος".
    Συνεπώς οι σχετικοί, από το άρθρο 510 παρ.1 Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ, λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως περί ελλείψεως αιτιολογίας της απορριπτικής του αυτοτελούς ισχυρισμού αποφάσεως και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α’ ΠΚ, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν.
    Περαιτέρω, κατά την παρ. 4 του άρθρου 79 ΠΚ, ορίζεται ότι "στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την ποινή που επέβαλε". Η διάταξη αυτή αναφέρεται στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου που ορίζει ότι "κατά την επιμέτρηση της ποινής στα όρια που διαγράφει ο νόμος, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη: α) τη βαρύτητα του εγκλήματος που έχει τελεστεί και β) την προσωπικότητα του εγκληματία". Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 του ίδιου άρθρου, αναφορικά με τα κριτήρια που λαμβάνει υπόψη του το δικαστήριο για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος και της προσωπικότητας του δράστη, προκύπτει ότι η επιμέτρηση της ποινής, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο λαμβάνει υπόψη του τη βαρύτητα του εγκλήματος και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, όπως αυτά προκύπτουν από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά για την ενοχή του, χωρίς να έχει υποχρέωση να διαλάβει στην περί ποινής απόφαση του για τα στοιχεία αυτά και άλλη ειδικότερη αιτιολογία.
    Στην προκειμένη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά αυτής, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού λόγου, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας αναφέρει τις διατάξεις του ΠΚ, που προβλέπουν και τιμωρούν την πράξη για την οποία κηρύχθηκε ένοχη η κατηγορουμένη και ότι κατά την επιμέτρηση της πιο πάνω ποινής φυλακίσεως των έξι (6) μηνών, που επέβαλε σ’ αυτήν, έλαβε υπόψη τη βαρύτητα του εγκλήματος που διέπραξε και την προσωπικότητα της. Για την εκτίμηση των στοιχείων τούτων χρησιμοποίησε και τα κριτήρια των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 79 ΠΚ, που ειδικώς μνημονεύει στην απόφαση. ʼρα περιέχει η απόφαση ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση της ποινής που επέβαλε το δικαστήριο. Η αιτίαση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης ότι, για την επιμέτρηση της ποινής αξιολογήθηκαν ανύπαρκτα περιστατικά που δεν έλαβαν χώρα συνδυαζόμενα με δήθεν ομολογία της ιδίας, διότι γίνεται αναφορά στο αιτιολογικό της αποφάσεως επιμέτρησης της ποινής, στη μετάνοια και την προθυμία της να επανορθώσει τις συνέπειες της πράξεως της, πρέπει να απορριφθεί διότι στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως. Τούτο διότι, στο ανωτέρω αιτιολογικό αναφέρονται τα στοιχεία που απαιτεί η ως άνω διάταξη μεταξύ των οποίων είναι και το υπ’ αρ. 3 στοιχ. δ’ ΠΚ, ήτοι της διαγωγής που επέδειξε η κατηγορουμένη κατά τη διάρκεια της πράξης και μετά από αυτήν, ιδίως την μετάνοια και την προθυμία της να επανορθώσει τις συνέπειες της πράξεως της, τα οποία αξιολογούνται για την εκτίμηση της προσωπικότητας της, εν προκειμένω, και όχι ως ομολογία της πράξεως για την οποία καταδικάσθηκε.
    Συνεπώς, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ τέταρτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζεται ότι συντρέχει έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στην απόφαση για την επιμέτρηση της ποινής που επιβλήθηκε στην αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη, λόγω απλής επανάληψης της διατυπώσεως της διατάξεως του νόμου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
    Κατ’ ακολουθία όλων των ανωτέρω, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης για έρευνα πρέπει να απορριφθεί κατ’ ουσία η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος, ο οποίος με την ιδιότητα του δικηγόρου που συντρέχει στο πρόσωπο του παραστάθηκε αυτοπροσώπως (άρθρο 176, 183 Κ.Πολ.Δ.)
    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει, την υπ’ αριθμό πρωτ.7771/25-11-2014 αίτηση-δήλωση της Μ. Κ. του Δ., κατοίκου ... οδός ... αρ. ..., για αναίρεση της υπ’ αρ. 7202/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και
    Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος εκ τριακοσίων (300) ευρώ.
    Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Μαρτίου 2015.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Μαΐου 2015.
    Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επίσης η παραπάνω αναφερόμενη ΑΠ1362/2000 ΕΔΩ
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ 
ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΤΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΜΑΝΩΛΗ ΤΣΑΛΙΚΙΔΗ