Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2017

ΥΠ' ΑΡΙΘΜΟ 1484/2017 ΑΠΟΦΑΣΗ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ (ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ) : ΡΥΘΜΙΖΕΙ ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ ΤΙΣ ΚΑΤΑΒΛΗΤΕΕΣ ΔΟΣΕΙΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΔΑΝΕΙΟΥ ΠΟΥ ΣΥΝΟΜΟΛΟΓΗΘΗΚΕ ΜΕ ΡΗΤΡΑ ΕΛΒΕΤΙΚΟΥ ΦΡΑΓΚΟΥ ΣΤΟ ΥΨΟΣ ΠΟΥ ΚΑΘΟΡΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΟΤΙΜΙΑ ΕΛΒΕΤΙΚΟΥ ΦΡΑΓΚΟΥ-ΕΥΡΩ ΟΠΩΣ ΑΥΤΗ ΚΑΘΟΡΙΣΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΕΚΤΑΜΙΕΥΣΗΣ ΤΟΥ ΔΑΝΕΙΟΥ

Αποτέλεσμα εικόνας για ΔΑΝΕΙΑ ΣΕ ΕΛΒΕΤΙΚΟ ΦΡΑΓΚΟ
Αριθμός απόφασης 1484 /2017
Αριθμός κατάθεσης αίτησης: 72.696/7.11.2016
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ AΘΗΝΩΝ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Χαράλαμπο Σεβαστίδη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, ο οποίος ορίστηκε κατόπιν κλήρωσης.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την 1η Φεβρουαρίου 2017, χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αιτούντων: 1) ……. του ……. και ) ……… του ………, κατοίκων αμφοτέρων ………. Αττικής (οδός …… αριθ. ……….), που παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου τους δικηγόρου Εμμανουήλ Τσαλικίδη, ο οποίος κατέθεσε σημείωμα.
Της καθ' ης η αίτηση ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «Τράπεζα Eurobank Ergasias Ανώνυμη Εταιρεία», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Όθωνος, αριθ. 8) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Γεωργίου Παπαστύλου, ο οποίος κατέθεσε σημείωμα.
Οι αιτούντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 3.11.2016 αίτησή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με γενικό αριθμό κατάθεσης 72.696/7.11.2016, προσδιορίστηκε για τη σημερινή δικάσιμο (της 1.2.2017), οπότε και εκφωνήθηκε από το έκθεμα.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Από τη διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ προκύπτει ότι ουσιώδη στοιχεία της σύμβασης δανείου είναι: α) χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα, β) μεταβίβαση της κυριότητας αυτών από το δανειστή στον οφειλέτη, γ) συμφωνία των μερών περί αποδόσεως άλλων πραγμάτων της ίδιας ποιότητας και ποσότητας, δ) η μεταβίβαση κυριότητας των αντικαταστατών πραγμάτων να γίνεται με αποκλειστικό σκοπό τη χρησιμοποίηση τους από τον δανειζόμενο και δη στην ανάλωση τους απ' αυτόν. Δηλαδή, αναγκαίο στοιχείο του δανείου είναι, εκτός του να υπάρχει καταρτισμένη σύμβαση κατά τους όρους των άρθρων 185-195 ΑΚ, η παράδοση και μεταβίβαση της κυριότητας των πραγμάτων (ΑΠ 1802/2007, ΑΠ 1417/2007, ΕφΑΘ 3706/2008, NOMOS). Ωστόσο, όπως γίνεται δεκτό, για την κατάρτιση του δανείου δεν απαιτείται οπωσδήποτε μεταβίβαση της κυριότητας των πραγμάτων, που αποτελούν το αντικείμενο του δανείου, όπως ρητά αναφέρει η ΑΚ 806, αλλά αρκεί το δάνεισμα να περιέρχεται από την περιουσία του δανειοδότη στην περιουσία του δανειολήπτη. Το οικονομικό αυτό αποτέλεσμα επέρχεται π.χ. με συμφωνία των μερών, ότι το οφειλόμενο χρέος από άλλη αιτία, θα οφείλεται εφεξής, λόγω δανείου, με επιταγή, γραμμάτιο εις διαταγήν ή συναλλαγματική, που εκδίδεται ή οπισθογραφείται υπέρ του δανειολήπτη, με εκχώρηση απαίτησης, με πράξη γύρου (πίστωση τραπεζικού λογαριασμού του λήπτη) κ.α. (βλ. και Απ.Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος τόμος I (2004), σελ. 577)....

II. Περαιτέρω, κατά την προϊσχύσασα εξαιρετική νομισματική νομοθεσία και ειδικότερα σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11 εδ. β' Ν. 5422/1932, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 Ν.Δ. της 14.7.1932 (που κυρώθηκε με το Ν. 5665/1932) και με το άρθρο 6 Α.Ν. 800/1937, απαγορεύθηκε η συνομολόγηση υποχρεώσεων στην ημεδαπή σε ξένο νόμισμα ή συνάλλαγμα, με δάνεια ή άλλες συμβάσεις, με εξαίρεση τα συναπτόμενα από τις Κτηματικές Τράπεζες, που εδρεύουν στην Ελλάδα ενυπόθηκα δάνεια, καθώς και τα δάνεια που αφορούν τη χρηματοδότηση του εισαγωγικού εμπορίου. Κατά το άρθρο 4 Α.Ν. 362/1945, κάθε δικαιοπραξία από την οποία πηγάζουν αξιώσεις ή υποχρεώσεις, για την καταβολή τιμήματος ή μισθώματος ή αμοιβής πάσης φύσεως, υπηρεσιών ή έργου υπέρ προσώπου διαμένοντος στην Ελλάδα, μπορεί να συνομολογείται μόνο σε δραχμές, η ρήτρα δε σε δικαιοπραξία, με την οποία συνομολογούνται αξιώσεις ή υποχρεώσεις σε ξένο νόμισμα ή συνάλλαγμα, είναι άκυρη. Στην περίπτωση αυτή το αρμόδιο δικαστήριο προσδιορίζει, κατά την κρίση αγαθού ανδρός, τη δίκαιη αντιπαροχή, η οποία όμως δεν μπορεί να είναι ανώτερη του ισάξιου σε δραχμές, του αναφερόμενου στη ρήτρα ποσού χρυσού, χρυσών νομισμάτων ή συναλλάγματος, επί τη βάσει της νόμιμης τιμής αυτών, κατά την ημέρα της συνομολογήσεως της δικαιοπραξίας, εφόσον και το προκύπτον έτσι, ποσό δραχμών, δεν θα θεωρείται υπέρογκο. Οι διατάξεις αυτές του Α.Ν. 362/1945 έχουν εφαρμογή, κατά διασταλτική ερμηνεία, σε κάθε δικαιοπραξία εν ζωή, με την οποία συνομολογούνται αξιώσεις και υποχρεώσεις σε χρυσό ή ξένο νόμισμα, επομένως δε και σε σύμβαση δανείου (ΑΠ 971/1996, ΕΕΝ (1998), 164). Με την υπ' αριθμό 267/9.4.1953 Π.Υ.Σ. (παρ. 7), όμως, θεσπίστηκε μερική εξαίρεση από τις ανωτέρω απαγορεύσεις. Ειδικότερα, με την ανωτέρω ΠΥΣ επιτράπηκε η κατάρτιση δανειακών συμβάσεων με ρήτρα ξένου νομίσματος (ολΑΠ 21/1990, ΕλλΔνη (31/1990), 811). Περαιτέρω, με την υπ' αριθμό 142/13.11.1978 Π.Υ.Σ. εγκρίθηκε η κατά την υπ' αριθμ. 187/19.10.1978 συνεδρίαση της Νομισματικής Επιτροπής (Υποεπιτροπής Πιστώσεων), ληφθείσα απόφαση, με την οποία επιτράπηκε η εκ μέρους των τραπεζών, χορήγηση πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων σε ξένο νόμισμα, σε ημεδαπές ή αλλοδαπές ναυτιλιακές επιχειρήσεις. Επακολούθησε η έκδοση της υπ' αριθμό 1976 της 19/25.9.1991, Πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας (ΠΔ/ΤΕ), στον οποίο, ας σημειωθεί, είχαν μεταβιβαστεί οι αρμοδιότητες της Νομισματικής Επιτροπής και των υποεπιτροπών της (άρθρο 1 Ν. 1266/1982), με την οποία επιτράπηκε ο δανεισμός σε συνάλλαγμα, ιδιωτικών και δημοσίων επιχειρήσεων. Επιπλέον, με την υπ' αριθμό 537/1993 ΠΔ/ΤΕ, η οποία συμπλήρωσε την ΠΔ/ΤΕ 1976/19.9.1991, διευκρινίστηκε ότι επιτρεπόταν ο δανεισμός σε συνάλλαγμα, φυσικών και νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, από τις εμπορικές και κτηματικές τράπεζες, στο πλαίσιο της πιο πάνω Πράξης, για την κατασκευή, επισκευή και αγορά ακινήτων στην Ελλάδα, που προορίζονται για ιδιόχρηση ως κατοικίες ή εκμετάλλευση. Τέλος, με την υπ' αριθμό 2325 της 2/11.8.1994 ΠΔ/ΤΕ, όπως τροποποιήθηκε με την υπ' αριθμό 2342 της 24/29.11.1994 ΠΔ/ΤΕ και η οποία εκδόθηκε, στο πλαίσιο του Π.Δ. 96/1993, «περί προσαρμογής της Ελληνικής νομοθεσίας, στις διατάξεις της Οδηγίας αριθμ. 88/361/ΕΟΚ και της Οδηγίας αριθμ. 92/122/ΕΟΚ, σχετικά με την «κίνηση κεφαλαίων»», περιορίστηκε ακόμη περισσότερο η αρχή της απαγορεύσεως συνάψεως τραπεζικών δανείων σε ξένο νόμισμα. Συγκεκριμένα, με την εν λόγω ΠΔ/ΤΕ, επιτράπηκε χωρίς περιορισμούς, η χρηματοδότηση σε συνάλλαγμα, φυσικών και νομικών προσώπων. Μάλιστα, στο άρθρο 1 του πρώτου κεφαλαίου αυτής ορίζεται ότι «η διάρκεια, η τυχόν περίοδος ανανέωσης ή παράτασης των δανείων που συνάπτονται από την έναρξη ισχύος της παρούσας Πράξης, το επιτόκιο και οι λοιποί όροι καθορίζονται ελεύθερα μεταξύ των συναλλασσομένων μερών» (ΑΠ 2196/2009, ΧρΙΔ (2011), 105, ΕφΑΘ 91/2004, ΔΕΕ (2004), 427, ΕπισκΕΔ (2005), 104). Επακολούθησε ο Ν. 2842/2000, με τον οποίο αντικαταστάθηκε η δραχμή με το Ευρώ, με την εισαγωγή του ως ενιαίου Ευρωπαϊκού νομίσματος, σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και την, εντεύθεν, ομαλοποίηση της οικονομικής καταστάσεως στην Ελλάδα. Παράλληλα, στο άρθρο 5 παρ. 1 του ως άνω νόμου ορίστηκε ότι «I. Καταργούνται οι διατάξεις του ν. 362/1945, το άρθρο 2 του ν. 944/1946 και γενικά κάθε διάταξη που απαγορεύει τη συνομολόγηση απαιτήσεων και υποχρεώσεων στην Ελλάδα: α) σε συνάλλαγμα, χρυσό ή χρυσά νομίσματα, β) σε εγχώριο νόμισμα, εφόσον το ποσό των απαιτήσεων και υποχρεώσεων αφήνεται να προσδιοριστεί από την τιμή του συναλλάγματος, του χρυσού, χρυσών νομισμάτων ή του τιμαρίθμου». Έτσι, με την ανωτέρω διάταξη ουδεμία αμφιβολία υπάρχει, ως προς τη νομιμότητα της συνομολόγησης οποιοσδήποτε ενοχής σε ξένο νόμισμα (ΑΠ 2196/2009, ΧρΙΔ(2011), 105).
IIΙ. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις παρ. 3 και 5 της προαναφερόμενης, υπ' αριθμό 2325/1994 ΠΔ/ΤΕ, όπως η παρ. 3 αντικαταστάθηκε με την ΠΔ/ΤΕ 2342/1994, «3. Το προϊόν του δανείου μπορεί να διατεθεί και απευθείας στο εξωτερικό μέσω της δανείστριας τράπεζας για τους σκοπούς που αναφέρονται στη δανειακή σύμβαση ή να κατατεθεί σε λογαριασμό συναλλάγματος στην εν λόγω τράπεζα. Οι τράπεζες στις οποίες τηρούνται οι ως άνω λογαριασμοί έχουν την υποχρέωση να διαβιβάζουν στη δανείστρια ή μεσολαβούσα τράπεζα η οποία τηρεί τον σχετικό φάκελλο και έχει την ευθύνη της συναλλαγματικής εξυπηρέτησης του δανείου τις βεβαιώσεις αγοράς συναλλάγματος, αφού προηγουμένως ακυρωθούν, στις οποίες οι τράπεζες θα αναγράφουν, κατά την έκδοσή τους, ότι το δραχμοποιούμενο συνάλλαγμα αφορά το δάνειο που έχει συναφθεί σύμφωνα με την παρούσα Πράξη καθώς και τα παραστατικά χρησιμοποίησης του δανείου..... 5. Οι δανείστριες τράπεζες οφείλουν να τηρούν σε ειδικά κατά δάνειο φάκελλο τα εξής δικαιολογητικά: α) τις βεβαιώσεις αγοράς συναλλάγματος, αφού προηγουμένως ακυρωθούν, στις οποίες οι τράπεζες θα αναγράφουν, κατά την έκδοσή τους, ότι το δραχμοποιούμενο συνάλλαγμα αφορά το δάνειο που έχει συναφθεί σύμφωνα με την παρούσα Πράξη, β)...».
IV. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 6 Ν. 2251/1994 «περί προστασίας των καταναλωτών», όπως αυτό είχε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 10 παρ. 24 στοιχ. β' Ν. 2741/1999, οι γενικοί όροι των συναλλαγών, δηλαδή οι όροι, που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων, για αόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα την υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, σε βάρος του καταναλωτή, όπως είναι και ο πελάτης της τράπεζας, στον οποίο η τελευταία, χωρίς ουσιαστική διαπραγμάτευση, αλλά με βάση προδιατυπωμένους όρους χορηγεί, εκτός των άλλων, καταναλωτικά ή στεγαστικά δάνεια. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας ενός τέτοιου γενικού όρου, ενσωματωμένου σε σύμβαση, κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών, το σύνολο των ειδικών συνθηκών, κατά τη σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης, από την οποία αυτή εξαρτάται (ΑΠ 904/2011, Αρμ (2012), 1708). Ο περιέχων τη διάταξη αυτή Ν. 2251/1994 αποτελεί, εξάλλου, ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5.4.1993 «Σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες συμβάσεων που συνάπτονται με τους καταναλωτές». Στο άρθρο 3 παρ. 1 της Οδηγίας αυτής ορίζεται ότι «ρήτρα σύμβασης, που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική, όταν, παρά την απαίτηση της καλής πίστης, δημιουργείται εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση». Η ρύθμιση της παρ. 6 του άρθρου 2 Ν. 2251/1994 αποτελεί εξειδίκευση της γενικής αρχής του άρθρου 281 ΑΚ, κατά την οποία απαγορεύεται η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος ή η κατάχρηση ενός θεσμού, όπως είναι η συμβατική ελευθερία. Η ανωτέρω παράγραφος στην αρχική της διατύπωση χρησιμοποιούσε τον όρο «υπέρμετρη διατάραξη» της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, αποκλίνοντας έτσι φραστικά από τη διατύπωση του άρθρου 3 παρ. 1 της ως άνω Οδηγίας, η οποία κάνει λόγο για «σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών». Στενή γραμματική ερμηνεία του όρου «υπέρμετρη» διατάραξη θα οδηγούσε σε σημαντικό περιορισμό της δυνατότητας ελέγχου του περιεχομένου των γενικών όρων των συναλλαγών (γ.ο.σ) και, συνεπώς, σε μειωμένη προστασία του καταναλωτή, έναντι εκείνης της Οδηγίας. Η ανάγκη της σύμφωνης με την Οδηγία ερμηνείας του εθνικού δικαίου επιβάλλει, επομένως, όπως ο όρος «υπέρμετρη» διατάραξη εκληφθεί, διασταλτικά ερμηνευόμενος, ότι σημαίνει «ουσιώδη ή σημαντική» διατάραξη. Η ανάγκη αυτή εναρμονισμένης προς την Οδηγία ερμηνείας επιβάλλει να δοθεί η ίδια έννοια, μέσω τελολογικής συστολής, στον όρο «διατάραξη» και μετά την απάλειψη του όρου «υπέρμετρη», στην οποία προέβη ο νεότερος νομοθέτης, με το άρθρο 10 παρ. 24 στοιχ. β' Ν. 2741/1999. Συνεπώς, και μετά την τροποποίηση αυτή, προϋπόθεση της καταχρηστικότητας κάποιου γ.ο.σ. είναι η με αυτόν «ουσιώδης ή σημαντική» διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας (ολΑΠ 6/2006, ΕλλΔνη (2006), 419). Πρέπει, εξάλλου, να σημειωθεί ότι η παρ. 2 του άρθρου 6 Ν. 2251/1994 έχει ήδη αντικατασταθεί με την παρ. 2 του άρθ. 2 Ν. 3587/2007. Ορίζεται δε πλέον σε αυτή ότι γενικοί όροι συναλλαγών, που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, απαγορεύονται και είναι άκυροι. Προστέθηκε, δηλαδή, με την ως άνω διάταξη ο όρος «σημαντική», που δεν υπήρχε στην προϋπάρχουσα μορφή του άρθρου. Περαιτέρω, εκτός από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των γ.ο.σ., που συνεπάγονται διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, στην παρ. 7 του άρθρου 2 Ν. 2251/1994 απαριθμούνται ενδεικτικώς και τριάντα μία περιπτώσεις γενικών όρων, που θεωρούνται άνευ ετέρου (per se), καταχρηστικοί, χωρίς, ως προς αυτούς, να ερευνάται η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας, αφού αυτοί θεωρούνται, κατά αμάχητο τεκμήριο, ότι έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα. Στις περιπτώσεις αυτές περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, και η υπό στοιχείο ια', σύμφωνα με την οποία καταχρηστικοί είναι και εκείνοι οι όροι, που, χωρίς σπουδαίο λόγο, αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή. Η σωρευτική εφαρμογή από το Δικαστήριο των παρ. 6 και 7 του άρθρου 2 Ν. 2251/1994 δεν αποκλείεται, καθώς η επίκληση του γενικού αξιολογικού κριτηρίου «της διατάραξης της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή», είναι δυνατό να έχει αξία και χρησιμότητα για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και αόριστων αξιολογικών κριτηρίων, που χρησιμοποιεί ο νόμος στις επιμέρους περιπτώσεις του ενδεικτικού καταλόγου. Εξάλλου, και οι περιγραφόμενες από το νόμο ειδικές, κατά αμάχητο τεκμήριο, περιπτώσεις καταχρηστικότητας αποτελούν ενδείκτες, που καθοδηγούν στην ερμηνεία της γενικής ρήτρας και, συγκεκριμένα, της έννοιας της διατάραξης της συμβατικής ισορροπίας. Μεταξύ των καθοδηγητικών αρχών, που συνάγονται από τις ειδικές αυτές περιπτώσεις, είναι και η αρχή της διαφάνειας, καθώς και η αρχή της απαγόρευσης της χωρίς λόγο ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής ή των επιμέρους στοιχείων της στην απόλυτη κρίση του προμηθευτή. Ειδικότερα, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, η οποία ρητά διατυπώνεται και στο άρθρο 5 της πιο πάνω Οδηγίας, οι γ.ο.σ. πρέπει να είναι διατυπωμένοι με τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει, εκ των προτέρων, κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης, όπως τη διάρκειά της και τα μεγέθη, που περικλείονται στη βασική σχέση, παροχής και αντιπαροχής. Η σχέση αυτή παροχής και αντιπαροχής, κατ' αρχήν, δεν λαμβάνεται υπόψη, για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα κάποιου γ.ο.σ. Εντούτοις, σύμφωνα και με το άρθ. 4 παρ. 2 της Οδηγίας, ελέγχεται, εάν ο σχετικός όρος δεν είναι διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, εάν έχει, δηλαδή, παραβιασθεί η αρχή της διαφάνειας (ολΑΠ 15/2007, ΔΕΕ (2007), 975). Η ως άνω απαίτηση περί διαφάνειας των γ.ο.σ. δεν αφορά, εξάλλου, απλά και μόνο το κατανοητό των όρων αυτών, από τυπική και γραμματική άποψη, παρά αναφέρεται και στη λειτουργία τους, ούτως ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να εκτιμήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις οικονομικές συνέπειες και μεταβολές, που κάθε όρος συνεπάγεται γι' αυτόν (βλ. ΔΕΚ, απόφαση της 30ης Απριλίου 2014, υπόθεση C-26/13, Arpad Kasler, Hajnalka Kaslerne Rabai κατά OTP Jelzalogbank Zrt, σκέψεις 71-75). Η παραπάνω σαφήνεια, δηλαδή, αφορά και τις νομικές συνέπειες μίας ρήτρας, ήτοι τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του καταναλωτή. Για τον λόγο δε αυτό, ασαφείς ή πολυσήμαντες ρήτρες δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται από τον προμηθευτή, με σκοπό να ενισχύσει τη θέση του απέναντι στον καταναλωτή. Ειδικά, όσον αφορά τις δυσμενείς οικονομικές συνέπειες και επιβαρύνσεις, αυτές θα πρέπει να είναι ευκρινείς, με την έννοια ότι μπορούν να γίνουν άμεσα κατανοητές από το μέσο καταναλωτή, ο οποίος δεν διαθέτει εξειδικευμένες νομικές ή οικονομικές γνώσεις. Η διαφάνεια, λοιπόν, αφορά στη σαφή και κατανοητή διατύπωση, στην αρχή του ορισμένου ή οριστού περιεχομένου και στην αρχή της προβλεψιμότητας της ύπαρξης των όρων. Αδιαφανείς ρήτρες, που αποκρύπτουν την πραγματική, νομική και οικονομική κατάσταση, δημιουργούν τον κίνδυνο ο καταναλωτής είτε να απόσχει από την άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων του είτε να αποδεχθεί αξιώσεις, που, κατά το φαινόμενο, έχει ο προμηθευτής. Υπό το πρίσμα αυτό, οι αδιαφανείς ρήτρες μπορεί να οδηγήσουν, ακριβώς λόγω της αδιαφάνειάς τους, στη διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, κατά το άρθρο 2 παρ. 6 Ν. 2251/1994. Για το λόγο αυτό και οι γ.ο.σ., υπακούοντας στην παραπάνω αρχή, πρέπει να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή (ΑΠ 652/2010, ΔΕΕ (2010), 943, ΑΠ 430/2005, ΕλλΔνη (2005), 802). Περαιτέρω, η ακυρότητα ενός γ.ο.σ. δεν επιδρά στο κύρος όλης της σύμβασης, αλλά είναι μερική, υπό την έννοια ότι άκυρος θεωρείται μόνο ο συγκεκριμένος καταχρηστικός, σύμφωνα με το νόμο, όρος, εκτός αν συνάγεται ότι η σύμβαση δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος (181 ΑΚ), δηλαδή συνάγεται ότι τα μέρη δε θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος, αλλά απέβλεπαν σ' αυτή ως ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο. Στο σημείο αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 2 Ν. 2251/1994, δεν αναγνωρίζεται στον προμηθευτή η δυνατότητα να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, για το λόγο ότι ένας ή περισσότεροι γενικοί όροι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί. Εξ αντιδιαστολής, έτσι, συνάγεται ότι ο καταναλωτής δεν εμποδίζεται να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, εφόσον βέβαια συντρέχουν οι όροι της ΑΚ 181. Ειδικότερα, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 181 ΑΚ, ολική είναι η ακυρότητα όταν καταλαμβάνει ολόκληρη τη δικαιοπραξία, ενώ μερική είναι η ακυρότητα, εάν αφορά μέρος μόνο της δικαιοπραξίας. Μερική ακυρότητα υπάρχει όταν, κατά την έννοια του νόμου, η ενέργεια ακυρότητας (και όχι η αιτία-λόγος ακυρότητας), πλήττει μέρος μόνο της δικαιοπραξίας. Η μερική ακυρότητα δικαιοπραξίας μπορεί να αναφέρεται σε οποιονδήποτε λόγο ακυρότητας, ο δε γενικός ερμηνευτικός κανόνας του άρθρου 181 ΑΚ έχει εφαρμογή όταν η δικαιοπραξία μπορεί να διαιρεθεί σε δύο ή περισσότερα διακριτά μεταξύ τους μέρη ή όταν πρόκειται για ενιαία, εξωτερικά, δικαιοπραξία, αποτελούμενη από περισσότερες αυτοτελείς δικαιοπραξίες, που συνάπτουν οι συμβαλλόμενοι και συναποτελούν, λόγω του περιεχομένου και του σκοπού τους, ενιαία οικονομική ενότητα και, κατά τη θέληση όλων των συμβαλλομένων μερών, οι περισσότερες αυτοτελείς δικαιοπραξίες, τελούν σε συνεξάρτητη και έχουν συνομολογηθεί ως ουσιώδεις, με την έννοια ότι η σύναψη της μίας έχει εξαρτηθεί από τη σύναψη της άλλης, ώστε και η ακυρότητα μίας από αυτές, να καθιστά μη θελημένη την ενιαία δικαιοπραξία. Για να επεκταθεί η ακυρότητα του μέρους, σε ολόκληρη τη δικαιοπραξία, πρέπει ένας από τους συμβαλλόμενους να ισχυριστεί και να αποδείξει, ότι η υποθετική θέληση όλων των μερών, κατά τον χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας θα ήταν να μην ισχύσει η (όλη), δικαιοπραξία, αν αυτά γνώριζαν την ακυρότητα του μέρους, δηλαδή του συγκεκριμένου όρου ή της αυτοτελούς συμφωνίας κλπ. Η δε αναζήτηση και εξακρίβωση, της σχετικής υποθετικής βούλησης των συμβαλλόντων, γίνεται με χρήση υποκειμενικών κριτηρίων (αξιολογήσεις των συμβαλλομένων, κατά τη σύναψη της δικαιοπραξίας, οικονομικά συμφέροντα αυτών κλπ.), αλλά και με χρήση αντικειμενικών κριτηρίων (φύση της δικαιοπραξίας, σκοπός αυτής κλπ.), βάσει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 772/2014, NOMOS).
V. Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 388 ΑΚ, οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες παρέχεται στον ένα από τους συμβαλλόμενους σε αμφοτεροβαρή σύμβαση το διαπλαστικό δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο την αναγωγή της οφειλόμενης παροχής, στο μέτρο που αρμόζει ή και τη λύση ολόκληρης της σύμβασης, εφόσον η τελευταία δεν έχει ακόμη εκτελεστεί, είναι: α) μεταβολή των περιστατικών, στα οποία κυρίως, ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν τη σύναψη της αμφοτεροβαρούς συμβάσεως, β) η μεταβολή να είναι μεταγενέστερη της κατάρτισης της σύμβασης και να οφείλεται σε λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, γ) από την μεταβολή αυτή, η παροχή του οφειλέτη, ενόψει και της αντιπαροχής, να καθίσταται υπέρμετρα επαχθής. Έκτακτα και απρόβλεπτα περιστατικά, κατά την έννοια του ως άνω άρθρου, είναι αυτά που δεν επέρχονται κατά την κανονική πορεία των πραγμάτων και προκαλούνται από ασυνήθιστα γεγονότα, φυσικά, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά κ.λπ.. (ΑΠ 1171/2004, ΕλλΔνη (46/2005), 157, ΕφΑΘ 7313/2006, ΕλλΔνη (47/2006), 295, ΕφΑΘ 3627/1997, ΑρχΝ (1998), 602). Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, κατά την οποία «ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη», εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε ενοχή, ασχέτως αν αυτή απορρέει από σύμβαση ετεροβαρή ή αμφοτεροβαρή ή από άλλη δικαιοπραξία ή αν πηγάζει ευθέως από τον νόμο, εκτός αν προβλέπει άλλη ανάλογη ειδική προστασία ή αν συντρέχουν οι ειδικές προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 388 ΑΚ. Παρέχει δε η διάταξη αυτή στο δικαστή, τη δυνατότητα, όταν, λόγω συνδρομής ειδικών συνθηκών, η εμμονή στην εκπλήρωση της παροχής είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και εντιμότητα που επιβάλλονται στις συναλλαγές, να την επεκτείνει ή να την περιορίσει, με βάση αντικειμενικά κριτήρια, κατά τις αντιλήψεις που κρατούν στις συναλλαγές, στο επίπεδο εκείνο, το οποίο ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστης. Το δικαίωμα αναπροσαρμογής, κατά την εν λόγω διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, είναι διαπλαστικό και κατά συνέπεια, τόσο η αγωγή όσο και η απόφαση, είναι διαπλαστικές. Αποτέλεσμα δε τούτου είναι ότι το ασκηθέν δικαίωμα ενεργοποιείται από της επιδόσεως της αγωγής και μελλοντικώς, χωρίς αναδρομικότητα (ολΑΠ 3/2014, ΑΠ 2022/2014, NOMOS).
VI. Τέλος, με την ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 (ΦΕΚ Α', 277/2002), η οποία εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 18 παρ. 5 Ν. 2076/1992, όπως αυτό ίσχυε μέχρι την κατάργηση του, με το άρθρο 92 παρ. 1 Ν. 3601/2007 και άρα έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, τροποποιήθηκαν και κωδικοποιήθηκαν οι διατάξεις που αφορούν την ενημέρωση των συναλλασσομένων με τα πιστωτικά ιδρύματα, που λειτουργούν στην Ελλάδα, για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους. Σύμφωνα με τις γενικές αρχές που θεσπίζονται στην παράγραφο Α της εν λόγω ΠΔ/ΤΕ, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν, μεταξύ άλλων, να ενημερώνουν κατάλληλα τους συναλλασσόμενους, για τη φύση και τα χαρακτηριστικά των προσφερομένων προϊόντων και υπηρεσιών και εν γένει για τους όρους και τις προϋποθέσεις που διέπουν τις τραπεζικές συναλλαγές, καθώς και να μεριμνούν για την κατάλληλη εκπαίδευση των υπαλλήλων, που είναι επιφορτισμένοι με την παροχή εξειδικευμένων πληροφοριών προς το συναλλακτικό κοινό. Το περιεχόμενο της ελάχιστης απαιτούμενης ενημέρωσης, που αποσκοπεί στο να σχηματίζουν οι συναλλασσόμενοι, πριν από τη σύναψη της σύμβασης, σαφή εικόνα για τις παρεχόμενες υπηρεσίες και προϊόντα, όταν αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο εξατομικευμένης διαπραγμάτευσης, καθορίζεται στην παράγραφο Β της ίδιας ΠΔ/ΤΕ και εξειδικεύεται, ανάλογα με το είδος του τραπεζικού προϊόντος (καταθέσεις, χορηγήσεις κτλ.). Αναφορικά, ειδικότερα, με τα χορηνούμενα σε συνάλλαγμα ή με ρήτρα συναλλάγματος, δάνεια, θεσπίζεται υποχρέωση ενημέρωσης σχετικά με τον κίνδυνο από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας (§Β αριθ. 2 περ. χ). Το ειδικότερο περιεχόμενο της εν λόγω υποχρέωσης ενημέρωσης δεν εξειδικεύεται περαιτέρω στην παραπάνω πράξη, η ως άνω, όμως, απαίτηση δεν αφορά απλά και μόνο στην υπόμνηση για την πιθανότητα αλλαγή της συναλλαγματικής ισοτιμίας, παρά πρέπει να οδηγεί τον δανειολήπτη να μπορεί να εκτιμήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις οικονομικές συνέπειες και μεταβολές, που τέτοια πιθανότητα συνεπάγεται γΓ αυτόν. Ειδικότερα, η παραπάνω διάταξη, που θεσπίζει την εν λόγω υποχρέωση ενημέρωσης (§Β αριθ. 2 περ. χ), πρέπει να ερμηνευθεί υπό το φως της διάταξης του άρθρου 288 ΑΚ, βάσει της οποίας, όπως γίνεται δεκτό (ΑΠ 1352/2011, ΕφΑΘ 1403/2015, NOMOS), οι τράπεζες έχουν αυξημένη ευθύνη κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα των πιστωτών που χρηματοδοτούν, αφού από τη φύση της, η πιστωτική σχέση, ως έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και προστασίας από την πλευρά των τραπεζών των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γι' αυτούς συνέπειες, πρέπει δε να εξειδικευθεί, ως προς το ειδικότερο περιεχόμενο της, βάσει των όσων ορίζονται στην ίδια ως άνω ΠΔ/ΤΕ, στην παρ. Β αριθ. 1 (in fine), αναφορικά με τις τραπεζικές καταθέσεις. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα εκεί οριζόμενα «σε ό,τι αφορά τα σύνθετα τραπεζικά προϊόντα, των οποίων η απόδοση προσδιορίζεται βάσει στοιχείων και δεικτών και τα οποία προσιδιάζουν στο χαρακτήρα των επενδυτικών προϊόντων, η ενημέρωση των συναλλασσομένων πρέπει να περιλαμβάνει ειδικές πληροφορίες, ούτως ώστε να διευκολύνεται η συγκρισιμότητα των προϊόντων αυτών με ομοειδή, αμιγώς καταθετικά ή αμιγώς επενδυτικά προϊόντα, καθώς και η κατανόηση της αναμενόμενης απόδοσης και των πιθανών κινδύνων. Ειδικότερα, για τη διευκόλυνση της κατανόησης και συγκρισιμότητας των παραπάνω προϊόντων, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να προβαίνουν σε: αναγωγή του ποσοστού απόδοσης σε ετήσια βάση κατά το χρόνο της επένδυσης, ανεξάρτητα από το χρονικό ορίζοντα της τοποθέτησης, (και) σαφή και αναλυτική περιγραφή των παραγόντων που προσδιορίζουν την απόδοση των προϊόντων με εναλλακτικές παραδοχές ως προς τις κύριες συνιστώσες του προϊόντος (δείκτες χρηματιστηρίων, εξέλιξη συναλλαγματικής ισοτιμίας κλπ.), παραθέτοντας δύο τουλάχιστον αντιπροσωπευτικά παραδείγματα». Και, ναι μεν, η προπαρατιθέμενη διάταξη αναφέρεται στην ενημέρωση των συναλλασσομένων με την τράπεζα, οι οποίοι επιλέγουν ένα καταθετικό προϊόν, το οποίο έχει ένα βαθμό ρίσκου και γΓ αυτό προσιδιάζει (χωρίς, ωστόσο, να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του νόμου 3606/2007), στον χαρακτήρα των επενδυτικών προϊόντων, άξιο, ωστόσο, ανάλογης προστασίας είναι και το συμφέρον των δανειοληπτών που επιλέγουν δάνειο σε ξένο νόμισμα, το οποίο, ως εκ του πράγματος και δεδομένης της μακράς διάρκειας των δανείων (ιδίως αυτών της στεγαστικής πίστης), ενέχει υψηλό ρίσκο. Μάλιστα, δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι το συμφέρον των τελευταίων τούτων χρήζει ακόμη μεγαλύτερης προστασίας, έναντι αυτού των καταθετών, στους οποίους, κατά το γράμμα της, αναφέρεται η παραπάνω διάταξη της παρ. Β αριθ. 1 (in fine), καθώς οι δανειολήπτες, επειδή είναι αυτοί που «ζητούν χρήμα», βρίσκονται σε οικονομικά ασθενέστερη θέση, έναντι αυτών που επενδύουν χρήμα, και, άρα, είναι πιθανότερο να παρασυρθούν ευκολότερα σε επιλογές χωρίς, προηγουμένως, να έχουν αντιληφθεί, ή έστω εκτιμήσει, τις οικονομικές συνέπειες, που μπορεί να συνεπάγονται γΓ αυτούς. Με τα πιο πάνω δεδομένα, η ενημέρωση του δανειολήπτη, σε σχέση με τα δάνεια σε συνάλλαγμα και αναφορικά με τον κίνδυνο από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, πρέπει να γίνεται από κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό, που να διαθέτει το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 14 Ν. 3606/2007 πιστοποιητικό καταλληλότητας, η δε θεσπιζόμενη με την προαναφερόμενη διάταξη της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 (§Β αριθ. 2 περ. χ), υποχρέωση ενημέρωσης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι συνίσταται και στην παροχή ειδικών πληροφοριών, ούτως ώστε να διευκολύνεται η συγκρισιμότητα του προϊόντος αυτού με ομοειδή, καθώς και να γίνεται κατανοητή η πιθανή εξέλιξη του δανείου, ως προς το οφειλόμενο κεφάλαιο και οι πιθανοί κίνδυνοι, για τη διευκόλυνση δε της κατανόησης και συγκρισιμότητας του παραπάνω προϊόντος τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να προβαίνουν σε σαφή και αναλυτική περιγραφή των παραγόντων, που προσδιορίζουν την πορεία του δανείου, με εναλλακτικές παραδοχές, ως προς την κύρια συνιστώσα, που δεν είναι άλλη από την εξέλιξη της συναλλαγματικής ισοτιμίας, παραθέτοντας δύο τουλάχιστον αντιπροσωπευτικά παραδείγματα Στην προκειμένη περίπτωση οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι στις 9.8.2007 η πρώτη εξ αυτών έλαβε από την καθ' ης ένα στεγαστικό (επισκευαστικό) δάνειο, ποσού 75.277,01 ΕΥΡΩ, την εμπρόθεσμη εξόφληση του οποίου εγγυήθηκε αυθημερόν ο δεύτερος ενάγων, πατέρας της πρώτης. Ότι μετά από προτροπές των υπαλλήλων της καθ' ης, η οποία κατά το χρόνο εκείνο προωθούσε στεγαστικά δάνεια σε ελβετικό φράγκο, κατάρτισαν την επίδικη δανειακή σύμβαση σε ελβατικό φράγκο, προκειμένου να επωφεληθούν του χαμηλού επιτοκίου LIBOR και της χαμηλότερης μηνιαίας δόσης, με τους ειδικότερους όρους που μνημονεύουν στην αίτησή τους. Ότι οι αιτούντες δεν ενημερώθηκαν από τους υπαλλήλους της καθ' ης, οι οποίοι δεν ήταν εξειδικευμένοι σύμβουλοι στην παροχή επενδυτικών συμβουλών, για τον κίνδυνο που αναλάμβαναν από την ενδεχόμενη μεταβολή της ισοτιμίας ΕΥΡΩ και ελβετικού φράγκου ούτε τους παρασχέθηκε έστω και ένα παράδειγμα για το πώς θα διαμορφωνόταν το δάνειο σε περίπτωση αρνητικής μεταβολής της ισοτιμίας αυτής. Περαιτέρω, ισχυρίζονται ότι από την 20.9.2007 (ημερομηνία εκταμίευσης του επιδίκου δανείου), οπότε το κεφάλαιο του δανείου ανερχόταν σε 75.277,01 ΕΥΡΩ, μέχρι την 1.2.2015 η πρώτη αιτούσα είχε καταβάλει στην καθ' ης το συνολικό ποσό των 30.338,39 ΕΥΡΩ, από το οποίο 19.409,75 ΕΥΡΩ καταλογίστηκαν στο οφειλόμενο κεφάλαιο και 10.928,64 ΕΥΡΩ στους οφειλόμενους τόκους, πλην όμως, όταν μετά από αίτησή τους οι αιτούντες ενημερώθηκαν για το άληκτο κεφάλαιο του επιδίκου δανείου, έλαβαν τους πρώτους μήνες του 2015 τη βεβαίωση της τράπεζας ότι οφείλουν για το άληκτο κεφάλαιο το ποσό των 98.541,21 ΕΥΡΩ και ότι σε εκείνο το χρονικό σημείο, ενόψει και της μεγάλης προβολής του προβλήματος των δανειοληπτών σε ελβετικό φράγκο, οι αιτούντες αντιλήφθηκαν ότι η καθ' ης τους είχε επιρρίψει τον κίνδυνο αλλαγής της συναλλαγματικής ισοτιμίας ελβετικού φράγκου και ΕΥΡΩ, η οποία είχε αλλάξει άρδην, υπέρ του ελβετικού φράγκου, με συνέπεια την εκτίναξη της οφειλής τους. Με βάση το ιστορικό αυτό οι αιτούντες, επικαλούμενοι επικείμενο κίνδυνο, ζητούν με την υπό κρίση αίτησή τους να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα για προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης και συγκεκριμένα να υποχρεωθεί η καθ' ης να ανέχεται προσωρινά μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης, επί της αγωγής που έχουν ήδη ασκήσει ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και έχει λάβει γενικό αριθμό κατάθεσης 53.779/12.5.2015, την καταβολή από την πρώτη αιτούσα μηνιαίων δόσεων με βάση την ισοτιμία του ελβετικού φράγκου με το ΕΥΡΩ κατά την ημερομηνία εκταμίευσης του επιδίκου δανείου, ήτοι κατά την 20.9.2007, δηλαδή με ισοτιμία CHF/EURO 1,6461. Τέλος, ζητούν να καταδικαστεί η καθ' ης στην πληρωμή των δικαστικών τους εξόδων. Με το περιεχόμενο αυτό και αιτήματα η ένδικη αίτηση αρμοδίως εισάγεται στο Δικαστήριο αυτό για να συζητηθεί κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. και 731 επ. ΚΠολΔ) και είναι, βάσει των λεπτομερώς αναφερόμενων στις αμέσως πιο πάνω μείζονες σκέψεις, ορισμένη και νόμιμη στηριζόμενη στις προαναφερόμενες διατάξεις, καθώς και σε εκείνες των άρθρων 682 παρ. 1, 731, 732 και 947 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, η υπό κρίση αίτηση να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, λαμβανομένης υπόψη και αιτιολογημένης άρνησης της αίτησης από την καθ' ης.
Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης, που εξετάστηκε νομίμως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το έτος 2007 η πρώτη αιτούσα αποφάσισε να λάβει στεγαστικό (επισκευαστικό) δάνειο από την καθ' ης. Μετά από σχετικές προτροπές των υπαλλήλων της καθ' ης η πρώτη αιτούσα συνήψε στις 9.8.2007 τη με αριθμό 650000236233 σύμβαση στεγαστικού δανείου, ποσού 75.277,01 ΕΥΡΩ, ήτοι 124.741,53 ελβετικών φράγκων, την εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική εξόφληση του οποίου εγγυήθηκε ο δεύτερος των αιτούντων, πατέρας της πρώτης. Το δάνειο αυτό συμφωνήθηκε να εξοφληθεί σε 360 συνεχείς μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, ενώ το επιτόκιο συμφωνήθηκε για τους πρώτους 24 μήνες σταθερό σε 2,45% και στη συνέχεια κυμαινόμενο και καθορίστηκε, για τον αμέσως επόμενο μήνα, με βάση το επιτόκιο LIBOR (CHF) μηνός, όπως αυτό ορίσθηκε δύο εργάσιμες ημέρες πριν την εκταμίευση του δανείου, προσαυξημένο κατά 1,25 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ μετά τη λήξη της αμέσως προηγούμενης περιόδου και για κάθε επόμενο μήνα, το επιτόκιο καθορίσθηκε με βάση το LIBOR (CHF) μηνός, όπως αυτό ορίζεται δύο εργάσιμες ημέρες πριν τη λήξη του αμέσως προηγούμενου μήνα, προσαυξημένο κατά 1,25 ποσοστιαίες μονάδες. Από τις σχετικές καρτέλες της καθ' ης προκύπτει ότι για την εξυπηρέτηση του επιδίκου δανείου τηρούνταν σε ελβετικά φράγκα αντίστοιχος δανειακός λογαριασμός, αλλά στην πραγματικότητα η πρώτη αιτούσα εξοφλούσε τις τοκοχρεωλυτικές δόσεις του δανείου αποκλειστικά και μόνο με καταβολές σε ΕΥΡΩ. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι η πρώτη αιτούσα είναι εκπαιδευτικός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, δραστηριοποιείται αποκλειστικά στην Ελλάδα και τα εισοδήματά της είναι σε ΕΥΡΩ, από τα οποία εξυπηρετούσε το επίδικο δάνειο. Η επιλογή σύναψης δανείου σε ελβετικό φράγκο από την πρώτη αιτούσα, όπως και από μεγάλη μερίδα δανειοληπτών εκείνης της χρονικής περιόδου, παρόλο που τούτο δεν αντιπροσώπευε τις πραγματικές τους ανάγκες, εξηγείται από το ότι από τη θεσμοθέτηση του ΕΥΡΩ (τον Ιανουάριο του 1999), η ισοτιμία μεταξύ ΕΥΡΩ και ελβετικού φράγκου παρέμενε σχετικά σταθερή (διακύμανση της τάξεως του 5,3%), ενώ, ταυτόχρονα, το διατραπεζικό επιτόκιο LIBOR CHF (επιτόκιο αναφοράς των αγγλικών τραπεζών για ελβετικά φράγκα), κυμαινόταν διαχρονικά σε χαμηλότερα επίπεδα, από το αντίστοιχο επιτόκιο EURIBOR (διατραπεζικό επιτόκιο που προσφέρεται για τις καταθέσεις μίας τράπεζας σε άλλη σε ΕΥΡΩ), με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα επιτοκιακό όφελος για τους δανειολήπτες, που δανείζονταν με επιτόκιο LIBOR CHF. Οι ανωτέρω λόγοι έδιναν συγκριτικό πλεονέκτημα, για το συγκεκριμένο προϊόν, σε σχέση με ένα δάνειο σε ΕΥΡΩ, τονιζόταν δε το πλεονέκτημα αυτό, στις σχετικές διαφημιστικές καμπάνιες των τραπεζών και έτσι προωθούνταν απ' αυτές μαζικά κατά τον τότε χρόνο τα δάνεια σε ελβετικά φράγκα. Συγκεκριμένα, τονίζονταν τόσο η σταθερότητα της διακύμανσης της συναλλαγματικής ισοτιμίας ΕΥΡΩ-ελβετικού φράγκου όσο και το πλεονέκτημα της επιτοκιακής διαφοράς EURIBOR και LIBOR CHF, που είχε ως αποτέλεσμα χαμηλότερους τόκους και συνακόλουθα μικρότερη μηνιαία επιβάρυνση για τον δανειολήπτη ελβετικού φράγκου, έναντι του δανειολήπτη σε ΕΥΡΩ, ενώ τονιζόταν επίσης και η προσδοκία ότι η χαμηλή διακύμανση της ισοτιμίας ΕΥΡΩ-ελβετικού φράγκου θα συνεχιζόταν και στο μέλλον, το δε επιτοκιακό όφελος θα κάλυπτε σε κάθε περίπτωση οποιαδήποτε ζημία από πιθανή ανατίμηση του ελβετικού φράγκου. Αναφορικά με το επιτόκιο LIBOR, πρέπει να σημειωθεί ότι τούτο ήταν και παρέμεινε ιδιαίτερα χαμηλό σε σχέση με το επιτόκιο EURIBOR, βαίνει δε διαρκώς μειούμενο. Περαιτέρω, πιθανολογείται ότι από τις αρχές του έτους 2008 και εντεύθεν, η ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατέγραψε μεγάλη μείωση σε βάρος του ΕΥΡΩ, ο δε δείκτης της διακύμανσης, η οποία είχε παραμείνει περίπου σταθερή, για τα προηγούμενα δεκαπέντε (15) έτη, τριπλασιάστηκε. Μάλιστα, το έτος 2011, η Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας, έθεσε κατώτερο όριο στην ισοτιμία των δύο νομισμάτων, αυτό του 1,20 (δηλαδή 1 ευρώ = 1,20 ελβετικό φράγκο), το όποιο, όμως, απελευθέρωσε, με νεώτερη απόφασή της, τον Ιανουάριο 2015. Έτσι πιθανολογείται, με βάση τα ανωτέρω, ότι στην επίδικη περίπτωση, η ισοτιμία EURO/CHF, με βάση την τιμή πώλησης του ελβετικού φράγκου, κατά την εκταμίευση του δανείου (20.9.2007), ήταν 1,6546 (δηλαδή 1 ευρώ ήταν ίσο με 1,64 ελβετικά φράγκα), ενώ, τον Μάιο του 2015 έφθασε σε 1,0376 (δηλαδή 1 ευρώ ήταν ίσο με 1,0376 ελβετικά φράγκα), με συνέπεια, η διαφορά αυτή (μεταξύ αρχικής και επιγενόμενης ισοτιμίας) να επιβαρύνει (αυξάνει) τη μηνιαία δόση που καταβάλλουν οι δανειολήπτες σε ευρώ, καθώς και το οφειλόμενο ποσό σε ευρώ, για την αποπληρωμή του δανείου. Περαιτέρω, πιθανολογείται ότι εξαιτίας της σταθερά ανοδικής τάσης της δόσης των επιδίκων δανείων η πρώτη αιτούσα περιήλθε σε ιδιαίτερα δυσχερή θέση ως προς την αποπληρωμή των μηνιαίων δόσεων. Εξάλλου, πιθανολογείται ότι με τους προδιατυπωμένους όρους της επίδικης δανειακής σύμβασης, με τους οποίους προβλεπόταν ότι η εξόφληση του δανείου θα γίνεται σε τοκοχρεωλυτικές δόσεις, καταβαλλομένων αποκλειστικά στο νόμισμα που χορηγήθηκε το δάνειο, δηλαδή σε ελβετικά φράγκα, η καθ' ης τράπεζα ουσιαστικά επέρριπτε τον κίνδυνο της αλλαγής της συναλλαγματικής ισοτιμίας στην πρώτη αιτούσα, χωρίς, ωστόσο, κατά την κατάρτιση της επίδικης σύμβασης να την ενημερώσει, ως υποχρεούτο, όπως αναλύεται παραπάνω, στην υπ' αριθμό VI νομική σκέψη της παρούσας και μάλιστα διά κατάλληλα εκπαιδευμένου προσωπικού, αναφορικά με τον κίνδυνο από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Ειδικότερα, στην επίδικη σύμβαση δεν υπάρχει ρητή υπόμνηση σχετικά με τον κίνδυνο από ενδεχόμενη αλλαγή της συναλλαγματικής ισοτιμίας (ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 § Β αριθ. 2, περ. χ), ο οποίος αναλαμβάνεται από τους δανειολήπτες (αιτούντες), όχι ρητώς και αμέσως, αλλά εμμέσως, διά της αναλαμβανόμενης απ' αυτούς, υποχρεώσεως να καταβάλλουν τις μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, στο νόμισμα της χορήγησης. Σε κάθε περίπτωση, όμως, δηλαδή ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι αυτοί (δανειολήπτες) ενόψει και του μορφωτικού τους επιπέδου, ήταν σε θέση να αντιληφθούν και πράγματι αντιλήφθηκαν ότι αναλαμβάνουν αυτόν τον κίνδυνο, δεν πιθανολογείται ότι αυτοί κατανόησαν τις συνέπειες που θα μπορούσε να προκαλέσει η εν λόγω υποχρέωση που ανέλαβαν, σε περίπτωση μεταβολής της ισοτιμίας υπέρ του ελβετικού φράγκου. Τούτο δε εξ υπαιτιότητος της αντισυμβαλλομένης τους τράπεζας, η οποία, παραβιάζοντας τις επιβαλλόμενες από την ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 υποχρεώσεις της, όπως αυτές αναλύθηκαν στην υπ' αριθμό VI νομική σκέψη, δεν τους παρείχε εξειδικευμένες πληροφορίες, ώστε να μπορέσουν να συγκρίνουν το συγκεκριμένο τραπεζικό προϊόν με ένα δάνειο λ.χ. σε ΕΥΡΩ ούτε τους παρέθεσε συγκεκριμένα παραδείγματα, ώστε να δύνανται αντιληφθούν εμπράκτως την πορεία του δανείου τους σε βάθος 30ετίας (ήτοι για χρονικό διάστημα ίσο με την διάρκεια του δανείου) και τον αντίκτυπο της αλλαγής της ισοτιμίας, ιδίως ως προς το ποσό του κεφαλαίου του δανείου τους ούτε τους ενημέρωσε για το ότι τυχόν δυσμενής τοιαύτη εξέλιξη δύναται, όχι μόνο να εξανεμίσει τα οφέλη από την εφαρμογή χαμηλού επιτοκίου, αλλά να συνεπάγεται ιδιαίτερα επαχθείς γι' αυτούς συνέπειες, οφειλόμενες στον πολλαπλασιασμό του επιστρεπτέου κεφαλαίου του δανείου. Πρέπει στο σημείο αυτό να επισημανθεί ότι η επικαλούμενη από την καθ' ης επιστολή, που χορήγησε στην πρώτη αιτούσα, πέραν του ότι δεν προκύπτει η ακριβής ημερομηνία χορήγησής της στην πρώτη αιτούσα, δηλαδή αν προηγήθηκε της σύναψης της επίδικης δανειακής σύμβασης, σε κάθε περίπτωση δεν μνημονεύει τα απαραίτητα κατά τα προαναφερόμενα στοιχεία ούτε περιέχει κάποιο παράδειγμα σχετικά με την ενδεχόμενη πορεία του δανείου και των υποχρεώσεων που η πρώτη αιτούσα ανέλαβε. Και ενώ πιθανολογείται ότι η τράπεζα παρέλειψε να υπομνήσει ρητώς τον κίνδυνο διακύμανσης της ισοτιμίας και να διαφωτίσει τους αιτούντες ως προς τις συνέπειες της διακύμανσης αυτής, πιθανολογείται ότι, αντίθετα, καλλιέργησε σ' αυτούς την προσδοκία για εξακολούθηση της σταθερότητας της διακύμανσης ισοτιμίας ΕΥΡΩ-ελβετικού φράγκου, η οποία είχε παρατηρηθεί τα προηγούμενα χρόνια, υπερτονίζοντας, παράλληλα, το πλεονέκτημα της επιτοκιακής διαφοράς EURIBOR και LIBOR CHF, με αποτέλεσμα οι δανειολήπτες-καταναλωτές (αιτούντες) κατά τον σχηματισμό της δικαιοπρακτικής τους απόφασης, μολονότι διέθεταν τη μέση αντίληψη, δεν αντιλήφθηκαν τις συμβατικές δεσμεύσεις που ανέλαβαν, ιδίως όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Με τα παραπάνω δεδομένα, οι προαναφερόμενοι όροι της επίδικης δανειακής σύμβασης, που ήταν προδιατυπωμένοι από την καθ' ης και περιλαμβάνονταν στους γ.ο.σ., χωρίς να έχουν αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των διαδίκων, με τους οποίους επιρρίφθηκε στους δανειολήπτες (αιτούντες) ο συναλλαγματικός κίνδυνος, είναι αόριστοι και ασαφείς, ως εκ τούτου δε καταχρηστικοί και άκυροι. Συγκεκριμένα, με τους επίμαχους όρους παραβιάσθηκε ναπό την τράπεζα, η υποχρέωση σαφήνειας και διαφάνειας των γ.ο.σ., η οποία επιτάσσει όπως οι όροι είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ούτως ώστε ο απρόσεκτος μεν, ως προς την ενημέρωσή του, αλλά διαθέτων τη μέση αντίληψη, κατά τον σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης, καταναλωτής να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει, ιδίως δε όσον αφορά στη σχέση παροχής και αντιπαροχής (ΕφΠειρ 711/2011, ΔΕΕ (2012), 356). Συγκεκριμένα, με τις ως άνω ρήτρες δεν παρουσιάζονται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων στη σύμβαση, αφού δεν διατυπώνεται ευκρινώς, ο τρόπος λειτουργίας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η μέθοδος και οι ιδιαιτερότητες του μηχανισμού μετατροπής του εγχώριου νομίσματος, σε ξένο νόμισμα, καθώς, επίσης, και η σχέση μεταξύ του μηχανισμού αυτού και των τυχόν άλλων, που προβλέπουν έτερες ρήτρες, σχετικά με την αποδέσμευση και την αποπληρωμή του δανείου, ούτως ώστε ο καταναλωτής και, εν προκειμένω, οι αιτούντες, οι οποίοι, σημειωτέον, δεν διέθεταν ιδιαίτερες γνώσεις αναφορικά με τους νομισματικούς κανόνες, τις συνθήκες της αγοράς και το κόστος του χρήματος, να μπορούν να εκτιμήσουν τις οικονομικές συνέπειες, που θα μπορούσαν να έχουν για τους ίδιους οι παραπάνω όροι και συγκεκριμένα να διαγνώσουν εκ των προτέρων τόσο το ύψος των μηνιαίων τοκοχρεωλυτικών δόσεων, που θα καλούνταν να καταβάλλουν για την αποπληρωμή του δανείου τους όσο και το ύψος του ανεξόφλητου κεφαλαίου του τελευταίου σε περίπτωση που η ισοτιμία μεταξύ ΕΥΡΩ και ελβετικού φράγκου διαφοροποιούνταν σε βάρος του πρώτου (βλ. ΔΕΚ, υπόθεση C-26/13/30-4-2014, σκέψεις 73-75). Δεν μπορούσαν, επομένως, αυτοί να γνωρίζουν εκ των προτέρων τις συμβατικές δεσμεύσεις, που ανέλαβαν. Και ναι μεν οι επίμαχοι όροι ήταν σαφώς διατυπωμένοι, από γραμματική άποψη, πλην, όμως, μόνη η σαφήνεια αυτή δεν αρκεί κατά τα διαλαμβανόμενα στην υπ' αριθμό VI νομική σκέψη προκειμένου να κριθούν ως έγκυροι, βάσει των κριτηρίων, που ο Ν. 2251/1994 και η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ θέτουν, αφού εξαιτίας της παραπάνω αοριστίας τους ως προς τις οικονομικές συνέπειές τους οδηγούν και οδήγησαν ουσιαστικά στη διάψευση των τυπικών και δικαιολογημένων προσδοκιών των καταναλωτών-πελατών, αιτούντων, αναφορικά με την εξέλιξη της συναλλακτικής τους σχέσης με την καθ' ης. Επομένως, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, εφόσον πιθανολογείται η βασιμότητα της ένδικης αίτησης και της αγωγής που οι αιτούντες έχουν ήδη ασκήσει κατά τα προαναφερόμενα για την αναγνώριση της καταχρηστικότητας του προαναφερόμενου όρου της επίδικης δανειακής σύμβασης, αλλά και ότι υπάρχει επείγουσα περίπτωση για την προσωρινή ρύθμιση κατάστασης, που συνίσταται στην ανάγκη κάλυψης των οικογενειακών αναγκών των αιτούντων από το εισόδημά τους, το οποίο δεν επαρκεί για την αποπληρωμή των δανειακών τους υποχρεώσεων με τον υπολογισμό των δόσεών τους σε ελβετικό φράγκο, πρέπει η ένδικη αίτηση να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, κατά τα λεπτομερώς αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί η καθ' ης, λόγω της ήττας της, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αιτούντων, όπως ειδικότερα αναγράφεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την καθ' ης να αποδέχεται προσωρινά μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της κύριας αγωγής, που οι αιτούντες άσκησαν κατά της καθ' ης ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και έλαβε γενικό αριθμό κατάθεσης 53.779/12.5.2015, την καταβολή από την πρώτη αιτούσα των μηνιαίων δόσεων του με αριθμό 650000236233/9.8.2007 στεγαστικού (επισκευαστικού) δανείου, με τη συναλλαγματική ισοτιμία ελβετικού φράγκου-ΕΥΡΩ, όπως αυτή καθορίστηκε κατά την ημερομηνία εκταμίευσης του δανείου αυτού (την 20.9.2007), ήτοι σε 1,6461 ελβετικά φράγκα ανά 1,00 ΕΥΡΩ, υπό την έννοια ότι θα εκλαμβάνει τις σύμφωνες με το
Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) διατακτικό της παρούσας καταβολές ως τήρηση των συμβατικών υποχρεώσεων της πρώτης αιτούσας.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της καθ' ης τα δικαστικά έξοδα των αιτούντων, τα οποία ορίζει σε διακόσια πενήντα (250,00) ΕΥΡΩ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, δίχως την παρουσία των διαδίκων, στην Αθήνα, στις 16.2.2017
                                                                          ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

Ο ΔΙΚΑΣΤHΣ                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ