ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΠΟΥ ΧΕΙΡΙΣΤΗΚΑ


ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
ΦΥΣΗ ΥΠΟΘΕΣΗΣ: ΠΟΙΝΙΚΗ
ΑΔΙΚΗΜΑ : ΑΝΘΡΩΠΟΚΤΟΝΙΑ ΑΠΟ ΑΜΕΛΕΙΑ
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ: ΑΝΑΙΡΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΛΟΓΩ ΕΣΦΑΛΜΕΝΗΣ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑΣ
ΠΑΡΑΣΤΑΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ: ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΤΣΑΛΙΚΙΔΗΣ


ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 
Δικαστήριο:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
Τόπος:
ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:
1454
Ετος:
2010



Κείμενο Απόφασης
Αριθμός 1454/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Στ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο-Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή, Γεώργιο Μπατζαλέξη και Κυριακούλα Γεροστάθη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Μαΐου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Τσαλικίδη, περί αναιρέσεως της 10257/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την ..., που δεν παραστάθηκε. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Ιανουαρίου 2010 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 255/10. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η απαιτούμενη από τις διατάξεις των αρ. 93 παρ. 3 του Συντ. και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, εκτείνεται όχι μόνο στην κρίση για την ενοχή, αλλά περιλαμβάνει και την αναφορά των αποδεικτικών μέσων, από τα οποία το Δικαστήριο οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα δηλαδή πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα όσα έχουν ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.). χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Η κατά το άρ. 178 ΚΠΔ απαρίθμηση των αποδεικτικών μέσων κατά την ποινική διαδικασία είναι ενδεικτική και αφορά τα κυριότερα απ' αυτά, χωρίς να αποκλείει άλλα. Ειδικά η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται κατά το άρ. 183 ΚΠΔ, με τη συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων, από ανακριτικό υπάλληλο, το Δικαστικό Συμβούλιο ή το Δικαστήριο, αποτελεί ιδιαίτερο και αυτοτελές είδος αποδεικτικού μέσου διακρινόμενο των εγγράφων, το οποίο μάλιστα μνημονεύεται και στην αναφερόμενη διάταξη του άρ. 178 ΚΠΔ, πρέπει δε για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι έλαβε και αυτήν υπόψη του το Δικαστήριο (μαζί με τα άλλα αποδεικτικά μέσα), να αναφέρεται ειδικά στην αιτιολογία μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν μνημονεύεται μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, υπάρχει αβεβαιότητα για το αν το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και την πραγματογνωμοσύνη, μη αρκούσης της αναφοράς στα έγγραφα, και ιδρύεται ο αναφερόμενος λόγος αναιρέσεως. Η αβεβαιότητα δε αυτή επιτείνεται, όταν το Δικαστήριο κατέληξε με το αποδεικτικό του πόρισμα, μάλιστα χωρίς αναφορά, άμεση ή έμμεση, στο περιεχόμενο της εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης, σε συμπεράσματα διαφορετικά εκείνων του πορίσματος της τελευταίας. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 10257/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, σε δεύτερο βαθμό, για την πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια (αρ. 302 ΠΚ) σε ποινή φυλακίσεως δώδεκα μηνών, η οποία ανεστάλη επί τριετία. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, προκύπτουσα από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διστακτικού της, αναφέρεται σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του "...την ανωμοτί κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά (ως αναγνωσθέντα) και την όλη αποδεικτική διαδικασία". Όμως δεν αναφέρεται καθόλου το Δικαστήριο και στην από 3-3-2006 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πολιτικού μηχανικού, ..., ο οποίος είχε πραγματογνώμονας με το υπ' αριθμ. 429/7-12-2005 έγγραφο του 6ου προανακριτικού Τμήματος του Πταισματοδικείου Αθηνών και είχε συντάξει την αναφερόμενη έκθεση πραγματογνωμοσύνης, η οποία, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως του Εφετείου, αναγνώσθηκε στο ακροατήριο. Η έκθεση δε αυτή πραγματογνωμοσύνης δεν μνημονεύεται και δεν και δεν αξιολογείται ούτε σε άλλο σημείο της αιτιολογίας (εκτός εκείνου της αναφοράς των αποδεικτικών μέσων), μολονότι μάλιστα καταλήγει σε πόρισμα (ανυπαρξία ζωνών ασφαλείας) το οποίο είναι αντίθετο με αυτά που, ως αμελή συμπεριφορά του αναιρεσείοντος κατέληξε το Δικαστήριο, ώστε να δύναται να συναχθεί, έστω και εμμέσως, ότι το Δικαστήριο την έλαβε υπόψη του. Έτσι δεν προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του, όπως υποχρεούτο, το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, αφού δεν καθίσταται αναμφίβολα βέβαιο ότι έλαβε υπόψη του και το αποδεικτικό αυτό μέσο. Επομένως, οι από το αρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ μοναδικός λόγος αναιρέσεως του δικογράφου της κρινόμενης αιτήσεως με τον οποίο προβάλλεται η ελλιπής αιτιολογία της απόφασης, σε σχέση με την αναφορά των αποδεικτικών μέσων, είναι βάσιμος και, εφόσον η αναίρεση είναι παραδεκτή, πρέπει να γίνει δεκτός, να αναιρεθεί δε η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο όμως από άλλους Δικαστές, εκτός από αυτούς που την είχαν δικάσει προηγουμένως (άρ. 519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 10257/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιουνίου 2010. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 26 Ιουλίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
ΦΥΣΗ ΥΠΟΘΕΣΗΣ: ΠΟΙΝΙΚΗ
ΑΔΙΚΗΜΑ : ΜΑΣΤΡΟΠΕΙΑ 
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:– ΑΝΑΙΡΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΛΟΓΩ ΑΠΟΛΥΤΗΣ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ 
ΠΑΡΑΣΤΑΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ: ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΤΣΑΛΙΚΙΔΗΣ




ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 
Δικαστήριο:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
Τόπος:
ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:
1357
Ετος:
2007



Κείμενο Απόφασης
Αριθμός 1357/2007
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες.
    Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Μαΐου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ...., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Τσαλικίδη, για αναίρεση της με αριθμό 619/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Ναυπλίου. Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Ναυπλίου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 262/2007.
    Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
    ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 369 παρ. 1 του ΚΠοινΔ "όταν τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δίνει το λόγο στον εισαγγελέα ή τους εισαγγελείς (άρθρο 32 παρ. 2), έπειτα στον πολιτικώς ενάγοντα, ο οποίος πρέπει να αναπτύξει συγχρόνως και το θέμα που αφορά τις απαιτήσεις του, δεν μπορεί όμως να επεκταθεί στο θέμα της ποινής που πρέπει να επιβληθεί, ύστερα στον αστικώς υπεύθυνο και τέλος δίνει το λόγο στον κατηγορούμενο", ενώ, κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου "ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του έχει πάντοτε το δικαίωμα να μιλήσει τελευταίος". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι είναι υποχρεωτικό να δοθεί ο λόγος από εκείνον που διευθύνει τη συζήτηση στον Εισαγγελέα και στους διαδίκους, σύμφωνα με την παραπάνω κανονισμένη σειρά, στο δε κατηγορούμενο στο τέλος, και αν τούτο δεν ζητηθεί. Η παράβαση της διατάξεως αυτής, ειδικά όταν πρόκειται για τον κατηγορούμενο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ΄ του ΚΠοινΔ, γιατί αφορά στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου και στην άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται σε αυτόν και ρητά θεσπίζονται από το νόμο, για την οποία (παράβαση) ιδρύεται λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ του ΚΠοινΔ, ο οποίος κατά το άρθρο 511 του ίδιου Κώδικα εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως.
    Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ΄αριθ. 619/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Ναυπλίου, ο διευθύνων τη συζήτηση, μετά την κήρυξη από τον ίδιο της λήξεως της αποδεικτικής διαδικασίας και τη, στη συνέχεια, αγόρευση της Εισαγγελέως επί της ενοχής του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου ....., που εκπροσωπήθηκε στη δίκη αυτή από τους συνηγόρους υπερασπίσεως Περικλή Μπαλοδήμο (του Δικηγορικού Συλλόγου Κορίνθου) και Εμμανουήλ Τσαλικίδη (του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών), δεν έδωσε το λόγο στους τελευταίους, προκειμένου αυτοί να αντιτάξουν την υπεράσπιση κατά της αποδιδόμενης εις βάρος του εν λόγω κατηγορουμένου κατηγορίας, η δε αναφερόμενη στα άνω πρακτικά περικοπή ότι "ο Πρόεδρος ρώτησε τον Εισαγγελέα και τους πληρεξούσιους συνηγόρους των κατηγορουμένων, εάν χρειάζονται καμμία συμπληρωματική εξέταση ή διασάφηση και εκείνοι απάντησαν αρνητικά.....", δεν αφορά στην, κατά το άρθρο 369 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, δόση του λόγου στους συνηγόρους του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, αλλά στην, κατά το άρθρο 368 του ίδιου Κώδικα, συμπληρωματική εξέταση ή διευκρίνιση. Ενόψει τούτων, το Δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε στην πλημμέλεια της πιο πάνω διατάξεως του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ του ΚΠοινΔ και, συνεπώς, είναι βάσιμος ο πρώτος λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας. Επομένως, πρέπει, κατά παραδοχή του λόγου αυτού και χωρίς έρευνα του δεύτερου λόγου της κρινόμενης αιτήσεως, που είναι περιττή, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη πιο πάνω απόφαση και ακολούθως να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ).
    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ΄ αριθ. 619/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Ναυπλίου. Και ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
    Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Μαΐου 2007.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 18 Ιουνίου 2007.
    Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ



ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ 

Δημοσίευση:
ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ







ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ

ΦΥΣΗ ΥΠΟΘΕΣΗΣ: ΠΟΙΝΙΚΗ

ΑΔΙΚΗΜΑ : ΑΚΑΛΥΠΤΕΣ ΕΠΙΤΑΓΕΣ 

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:– ΑΝΑΙΡΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΛΟΓΩ ΕΛΛΕΙΠΟΥΣ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑΣ


ΠΑΡΑΣΤΑΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ: ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΤΣΑΛΙΚΙΔΗΣ





ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 
Δικαστήριο:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
Τόπος:
ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:
1620
Ετος:
2007



Κείμενο Απόφασης
    
Αριθμός 1620/2007
Το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Μιχαήλ Δέτση, Αιμιλία Λίτινα - Εισηγήτρια, Βασίλειο Λυκούδη και Γεώργιο Γιαννούλη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 24 Απριλίου 2007, με τη παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου ................., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Τσαλικίδη, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 72920/2005 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Μαρτίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 807/2006.
Αφού άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου, που με προφορική ανάπτυξη ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 1251 του ΑΚ, που έχει τον παράτιτλο "Ενέχυρο τίτλου σε διαταγή", ορίζεται ότι "για την ενεχύραση τίτλου σε διαταγή αρκεί οπισθογράφησή του σε διαταγή του δανειστή, χωρίς να απαιτείται άλλη έγγραφη συμφωνία, με το άρθρο δε 1255 ΑΚ, που έχει τον παράτιτλο "ενεχύραση τίτλου σε διαταγή", ορίζεται ότι "αν αντικείμενο του ενεχύρου είναι τίτλος σε διαταγή, ο ενεχυρούχος δανειστής έχει δικαίωμα να εισπράξει μόνος και αν ακόμη δεν έληξε το ασφαλιζόμενο χρέος". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι, με την ενεχυρική οπισθογράφηση όλων των τίτλων σε διαταγή, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η τραπεζική επιταγή, ο δανειστής-κομιστής του τίτλου αποκτά ενέχυρο στην απαίτηση που ενσωματώνεται στον τίτλο και στον ίδιο τον τίτλο, ενώ ο ενεχυραστής οπισθογράφος παραμένει κύριος του τίτλου και ουσιαστικός δικαιούχος της απαίτησης από αυτόν, παρότι δεν κατέχει πλέον τον τίτλο, ο δε ενεχυρούχος δανειστής αποκτά με την οπισθογράφηση και ασκεί με βάση το ενέχυρο ίδιο εκ του τίτλου δικαίωμα εισπράξεως της ενσωματωμένης στον τίτλο απαιτήσεως και μάλιστα στο όνομά του. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, κατά την οποία όποιος ζημιώνει άλλο παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, προκύπτει ότι μεταξύ των προϋποθέσεων της αδικοπρακτικής ευθύνης είναι ο παράνομος χαρακτήρας της πράξεως και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και της ζημίας. Παράνομη είναι και η έκδοση ακάλυπτης επιταγής, σύμφωνα με το άρθρο 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 1325/1972, κατά το οποίο τιμωρείται με τις προβλεπόμενες σ' αυτό ποινές εκείνος που εκδίδει επιταγή χωρίς να έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα κατά το χρόνο της εκδόσεως ή της πληρωμής. Από την ποινική αυτή διάταξη, που θεσπίστηκε για την προστασία, όχι μόνο του δημόσιου αλλά και του ιδιωτικού συμφέροντος, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 και επ. του ΑΚ, προκύπτει, ότι εκείνος που εκδίδει ακάλυπτη επιταγή, ζημιώνοντας έτσι παράνομα και υπαίτια άλλον, υποχρεούται να τον αποζημιώσει. Η αξίωση προς αποζημίωση από το άρθρο 914 και επ. ΑΚ συρρέει με την αξίωση από την επιταγή από τα άρθρα 40-47 του Ν. 5960/1933 και απόκειται στο δικαιούχο να ασκήσει αυτήν που προκρίνει. Δικαιούχος της αποζημιώσεως είναι, όχι μόνο ο κομιστής της επιταγής κατά το χρόνο της εμφανίσεώς της (τελευταίος κομιστής), αλλά και κάθε υπογραφέας που πλήρωσε την επιταγή, ως εξ αναγωγής υπόχρεος, και έγινε κομιστής, αφού αυτός υφίσταται τελικά τη ζημία από τη μη πληρωμή της επιταγής, η δε ζημία αυτού είναι απότοκος της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτήν. Τα ανωτέρω ισχύουν και στην περίπτωση κατά την οποία ο κομιστής της επιταγής τη μεταβιβάσει σε άλλο λόγω ενεχύρου, οπότε δικαίωμα να εμφανίσει την επιταγή προς πληρωμή έχει ο τελευταίος (ενεχυρούχος δανειστής), ασκώντας ίδιο δικαίωμα εκ του τίτλου, σύμφωνα με το άρθρο 1255 ΑΚ. Αν όμως η επιταγή δεν πληρωθεί και την πληρώσει ο ενεχυράσας οφειλέτης, αποκτώντας εκ νέου τον τίτλο, εκείνος που ζημιώνεται και πάλι από τη μη πληρωμή της επιταγής είναι ο τελευταίος, αφού η απαίτηση του ενεχυρούχου δανειστή δεν θίγεται. Σημειώνεται, ότι το δικαίωμα αναγωγής του (τελευταίου) κομιστή κατά του εκδότη και των προγενεστέρων υπογραφέων της επιταγής, παρέχεται και από τις διατάξεις του Ν. 5960/1933 (άρθρο 44), σε οποιοδήποτε υπογραφέα της επιταγής, ο οποίος την πλήρωσε. Ο οπισθογράφος δε που πλήρωσε την επιταγή, δύναται επιπλέον να διαγράψει την οπισθογράφησή του, καθώς και τις οπισθογραφήσεις των επομένων οπισθογράφων, με συνέπεια να εμφανίζεται και ως τελευταίος κομιστής που στηρίζει το δικαίωμά του σε αδιάκοπη σειρά οπισθογραφήσεων (άρθρα 19 και 47 παρ. 2 του Ν. 5960/1933). Αντίθετη άποψη, ότι δηλ. δικαιούχος της αποζημιώσεως από τη μη πληρωμή της επιταγής είναι μόνο ο τελευταίος κομιστής αυτής, δεν συνάγεται ούτε από τη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933, που είχε προστεθεί με το άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 2408/1996, και κατά την οποία η ποινική δίωξη (για την πράξη της παρ. 1) ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση του κομιστή της επιταγής που δεν πληρώθηκε. Τούτο δε, διότι από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι ο όρος "κομιστής" της επιταγής χρησιμοποιείται στην παραπάνω διάταξη μόνο υπό την έννοια του τελευταίου κομιστή. Κατά συνέπεια, ως "κομιστής θεωρείται κατά τη διάταξη αυτή και ο εξ αναγωγής υπόχρεος, ο οποίος πλήρωσε την επιταγή και έγινε κομιστής της. Άλλωστε, η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε ήδη από το άρθρο 15 παρ. 3 του Ν. 3472/2006 και ορίζεται πλέον ρητώς, ότι δικαίωμα υποβολής εγκλήσεως έχουν τόσο ο κομιστής της επιταγής που δεν πληρώθηκε, όσο και ο εξ αναγωγής υπόχρεος, ο οποίος εξόφλησε την επιταγή και έγινε κομιστής της. Στην ίδια διάταξη προστέθηκε με το παραπάνω άρθρο 15 παρ. 3 του Ν. 3472/2006, για την άρση κάθε αμφισβήτησης, ότι ο εξ αναγωγής υπόχρεος ο οποίος εξόφλησε την επιταγή δικαιούται να λάβει αποζημίωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα για τις αδικοπραξίες (άρθρο 914 επ.). Τέλος, η άποψη ότι ο εξ αναγωγής δικαιούχος και ο ενεχυράσας την επιταγή κομιστής δεν έχουν δικαίωμα αποζημιώσεως κατά τα άρθρα 914 και επ. του ΑΚ, οδηγεί σε ανεπιεική αποτελέσματα, που δεν συνάγονται από το σκοπό του νόμου, αφού έτσι ωφελείται τελικά ο εκδότης, παρότι η δόλια συμπεριφορά του αποτελεί εκτροπή του θεσμού της επιταγής από την κατά νόμο λειτουργία του και συντελεί στη μείωση της αξιοπιστίας της επιταγής ως ex lege οργάνου πληρωμών. Το ότι οι παραπάνω ζημιωθέντες έχουν δικαίωμα να στραφούν κατά του εκδότη ή των προηγουμένων οπισθογράφων, ασκώντας το προαναφερόμενο δικαίωμα αναγωγής αυτών (άρθρ. 44-45 του Ν. 5960/1933), δεν οδηγεί σε αντίθετο συμπέρασμα, αφού η παρεχόμενη από τις σχετικές διατάξεις προστασία είναι ενδεχόμενο στη συγκεκριμένη περίπτωση να αποβαίνει αναποτελεσματική. Επομένως, και υπό την ισχύ της παρ. 5 του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933, όπως αυτή είχε πριν αντικατασταθεί από το άρθρο 15 παρ. 3 του Ν. 3472/2006, ο ενεχυράσας την επιταγή οφειλέτης, ο οποίος πλήρωσε την επιταγή και έγινε εκ νέου κομιστής αυτής, έχει αξίωση αποζημιώσεως κατά του εκδότη, ως αμέσως ζημιωθείς από την παράνομη και υπαίτια πράξη του τελευταίου, σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικοπραξιών. Τέλος, η υποβολή εγκλήσεως προς άσκηση ποινικής διώξεως για την έκδοση ακάλυπτης επιταγής από μη δικαιούμενο σε αυτή (μη νόμιμο κομιστή), ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠΔ, για υπέρβαση εξουσίας, σε περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο, με βάση αυτή, απήγγειλε καταδίκη για το καταγγελλόμενο έγκλημα. Για να κρίνει περί της βασιμότητας του λόγου τούτου της αναίρεσης, αν δηλαδή υπήρχε έγκυρη έγκληση, ο Άρειος Πάγος επισκοπεί την ένδικη επιταγή. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 72920/2005 απόφασή του καταδίκασε τον ήδη αναιρεσείοντα σε ποινή φυλάκισης δύο (2) ετών και χρηματική ποινή 2000 ευρώ για παράβαση του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933 "περί επιταγής' με το αιτιολογικό, ότι ο κατηγορούμενος (αναιρεσείων), από πρόθεση ενεργώντας, στην Αθήνα στις ......... εξέδωκε μεταξύ άλλων και την υπ' αριθμ. ............επιταγή ποσού 3.772.881 δρχ. σε διαταγή του εγκαλούντος ..............., πληρωτέα από την Εθνική Τράπεζα, στην οποία δεν είχε διαθέσιμα κεφάλαια κατά την ημέρα της έκδοσης και για οκτώ ημέρες μετά από αυτήν, με αποτέλεσμα, όταν η επιταγή εμφανίστηκε εμπρόθεσμα, να μην πληρωθεί για το λόγο αυτό. Την απόφαση αυτή πλήττει ο αναιρεσείων με τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠΔ αναιρετικό λόγο της υπέρβασης εξουσίας του Δικαστηρίου που την εξέδωσε, με την ειδικότερη αιτίαση, ότι ο εγκαλέσας αυτόν για την ένδικη αξιόποινη πράξη δεν υπήρξε νόμιμος κομιστής της προαναφερόμενης επιταγής και, ως εκ τούτου, δεν εδικαιούτο να υποβάλει την έγκληση, με βάση την οποία ασκήθηκε σε βάρος του η σχετική ποινική δίωξη. Όπως προκύπτει από το σώμα της επίμαχης ως άνω υπ' αριθμ. ........... επιταγής, παραδεκτά, κατά τα ανωτέρω, επισκούμενης προς έλεγχο της βασιμότητας λόγου αναιρέσεως, αυτή εκδόθηκε από τον κατηγορούμενο, νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας ΚΟΝΦΕΞΙΟΝ-ΤΕΞ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΕΒΕ, σε διαταγή του εγκαλούντα ............ Ο τελευταίος μεταβίβασε αυτή λόγω ενεχύρου στην Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, με οπισθογράφηση, όπως αυτό προκύπτει από την στην οπίσθια όψη αυτής ένδειξη "πληρώστε σε διαταγή της Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος, ΑΞΙΑ ΛΟΓΩ ΕΝΕΧΥΡΟΥ" και επ' αυτής υπογραφή τούτου. Συνεπώς, τελευταία νόμιμη κομίστρια της επίμαχης επιταγής ήταν η παραπάνω Τράπεζα και όχι ο ενεχυράσας αυτήν ............... Σύμφωνα όμως με τα στην προηγούμενη νομική σκέψη εκτεθέντα, ο τελευταίος, στην κατοχή του οποίου περιήλθε η εν λόγω επιταγή λόγω πληρωμής της από αυτόν, πράγμα που δεν αμφισβητείται με την αναίρεση, ενομιμοποιείτο να υποβάλει έγκληση κατά του εκδόσαντος την ακάλυπτη επιταγή. Συνεπώς το Τριμελές Πλημμελειοδικείο που, δεχόμενο ότι παραδεκτά υποβλήθηκε, από τον ως άνω εγκαλέσαντα, η κατά του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος από 27-3-1998 μήνυση (έγκληση) αυτού, προχώρησε στην κατ' ουσίαν έρευνα της υπόθεσης και καταδίκασε τον αναιρεσείοντα για το έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, δεν υπερέβη την εξουσία του και πρέπει να απορριφθεί ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠΔ δεύτερος λόγος της αναίρεσης, που υποστηρίζει τα αντίθετα. Για την πληρότητα της αξιούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, απαιτείται, όσον αφορά την έκθεση των αποδείξεων, η γενική, κατ' είδος, αναφορά τους, χωρίς να προσαπαιτείται και ιδιαίτερη μνεία καθενός από τα αποδεικτικά μέσα και του τί προέκυψε από καθένα από αυτά. Πρέπει όμως να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά, προκειμένου να καταλήξει στη κρίση του. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης, πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, με την ειδικότερη αιτίαση ότι το Δικαστήριο της ουσίας δεν συνεκτίμησε για το σχηματισμό της καταδικαστικής του κρίσης την κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας και μηνυτή ............,η οποία υπάρχει στα ενσωματωμένα στη προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά, εκ του ότι στο σκεπτικό αυτής γίνεται αναφορά μόνο στην κατάθεση μάρτυρα υπεράσπισης και όχι κατηγορίας. Ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγος αυτός της αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και τούτο διότι η διαγραφή από το προοίμιο του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης της στο έντυπο υπάρχουσας λέξης "κατηγορίας" αντί της λέξης "υπεράσπισης" οφείλεται πρόδηλα σε παραδρομή και τούτο διότι, όπως από τα πρακτικά της δίκης προκύπτει, δεν εξετάσθηκε κανένας μάρτυρας υπεράσπισης, ενώ, αντίθετα, εξετάσθηκε ως μοναδικός μάρτυρας κατηγορίας, ο ανωτέρω ............, στην κατάθεση του οποίου, αποκλειστικά στηρίχθηκαν οι παραπάνω παραδοχές του Δικαστηρίου, αφού, όπως από τα πρακτικά της δίκης προκύπτει, δεν απολογήθηκε ο κατηγορούμενος, αφού ήταν απών, ούτε αναγνώσθηκε κάποιο έγγραφο, αλλά αναγνώσθηκαν μόνο τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, από τα οποία προκύπτει, το μεν ότι δεν φέρεται αναγνωσθέν κανένα έγγραφο, το δε ότι εξετάσθηκε χωρίς όρκο ο ανωτέρω μηνυτής. Κατά το άρθρο 99 παρ. 1 του ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. 3 του Ν. 2479/1997, "αν κάποιος που δεν έχει καταδικασθεί αμετακλήτως για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή ανωτέρα των έξι μηνών, με μία μόνη ή με περισσότερες αποφάσεις που οι ποινές δεν υπερβαίνουν συνολικώς το ανωτέρω όριο, καταδικασθεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, το δικαστήριο, με την απόφασή του, διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία και ανώτερο από πέντε έτη, εκτός αν κρίνει, με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία στοιχεία, ότι η εκτέλεση της ποινής κατά το άρθρο 82 είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιοποίνων πράξεων". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, αν ο κατηγορούμενος καταδικασθεί σε ποινή φυλάκισης, η οποία δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, το δικαστήριο υποχρεούται να αποφασίσει συγχρόνως, πριν από την μετατροπή της ποινής και χωρίς την υποβολή σχετικού αιτήματος εκ μέρους του κατηγορουμένου και εν απουσία ακόμη αυτού, για την αναστολή της ποινής, αφού διαπιστώσει αυτεπαγγέλτως, αν υπάρχει προηγούμενη καταδίκη σε στερητική της ελευθερίας ποινή (ή ποινές) πάνω από έξι μήνες και αποφανθεί για τη συνδρομή ή όχι της προϋποθέσεως αυτής, συγχρόνως δε να αιτιολογήσει ειδικώς την τυχόν αρνητική κρίση του. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, αφού κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, ερήμην αυτού, για τα εγκλήματα παράβασης του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933 (έκδοσης ακάλυπτης επιταγής) του επέβαλε ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών και χρηματική ποινή δύο χιλιάδων (2000) ευρώ. Περαιτέρω, το ανωτέρω Δικαστήριο, καίτοι επέβαλε στον αναιρεσείοντα την προαναφερόμενη στερητική της ελευθερίας ποινή, που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη, εντούτοις, παρέλειψε να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως τη συνδρομή ή όχι των προϋποθέσεων αναστολής εκτέλεσης της ποινής αυτής, η οποία είναι κατώτερη του ορίου των δύο ετών και, χωρίς την επιβαλλόμενη ειδική αιτιολογία, προέβη στη μετατροπή της σε χρηματική, υπολογιζόμενη προς 4,40 ευρώ ημερησίως, με αποτέλεσμα, έτσι, να υπερβεί αρνητικώς την εξουσία του. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός, ως βάσιμος, ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ λόγος της αναίρεσης, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και συγκεκριμένα μόνον καθ΄ όσον αφορά την περί μετατροπής της ποινής διάταξη αυτής και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση, κατά το εν λόγω μέρος της, στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 519 ΚΠΔ).
    Για τους λόγους αυτούς
Αναιρεί την 72920/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κατά το μέρος της που αφορά την περί μετατροπής της ποινής διάταξή της. Και, Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση, κατά το ως άνω μέρος της, στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την από 27 Μαρτίου 2006 αίτηση του ................, για αναίρεση της παραπάνω απόφασης.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 22 Μαρτίου 2007. Και, Δημοσιεύθηκε, στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 2 Αυγούστου 2007.
     Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ



ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ 

Δημοσίευση:
ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ





ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
ΦΥΣΗ ΥΠΟΘΕΣΗΣ: ΠΟΙΝΙΚΗ
ΑΔΙΚΗΜΑ :  ΨΕΥΔΗΣ ΒΕΒΑΙΩΣΗ ΚΛΠ
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:– ΑΝΑΙΡΕΣΗ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΟΣ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΕΩΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
ΠΑΡΑΣΤΑΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ: ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΤΣΑΛΙΚΙΔΗΣ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 
Δικαστήριο:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
Τόπος:
ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:
947
Ετος:
2006




Περίληψη
Αποχή από την έκδοση απόφασης προκειμένου να υποβληθεί εισαγγελική πρόταση.
Κείμενο Απόφασης
Αριθμός 947/2006
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κιτρίδη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, Φώτιο Καϋμενάκη - Εισηγητή και Πλαστήρα Αναστασάκη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Π. Λ.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 7 Απριλίου 2006, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Α. Μ. του Α., κατοίκου Γλυφάδας Αττικής, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Τσαλικίδη και 2) Γ. Ε. του Σ., κατοίκου Λάρισας, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Βλουτόγλου, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1547/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενους τους: 1) Ι. σύζ. Χ. Κ., 2) Κ. σύζ. Σ. Χ., 3) Ι. σύζ. Θ. Θ. και 4) Κ. Τ. του Ν..
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 6.12.2005 και 28.11.2005 αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2129/2005.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Θάνος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα με αριθμό 104/1.3.2006, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Φέρομεν ενώπιον του Δικαστηρίου υμών τας υπ' αριθμ. 141/28-11-2005 και 283/6-12-2005 αντιστοίχως αναιρέσεις των 1) Γ. Σ. Ε., κατοίκου Λαρίσης οδός Ρ. αριθμ. 20 και 2) Α. Α. Μ., κατοίκου 'Ανω Γλυφάδας Αττικής οδός Μ. αριθμ. 15, κατά του υπ' αριθμ. 1547/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, δια του οποίου παρεπέμφθησαν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, δια να δικασθούν α) αμφότεροι, δια συγκρότησιν εγκληματικής οργανώσεως προς διάπραξιν του κακουργήματος της ψευδούς βεβαιώσεως με σκοπόν προσπορίσεως αθεμίτου οφέλους υπερβαίνοντος συνολικώς το ποσόν των 25.000.000 δρχ. (73.000 ευρώ), επιπροσθέτως δε, β) ο Γ. Ε., δια 1) ηθικήν αυτουργίαν εις ψευδή βεβαίωσιν κατά συρροήν με σκοπόν προσπορίσεως αθεμίτου οφέλους υπερβαίνοντος συνολικώς το ποσόν των 25.000.000 δρχ. (73.000 ευρώ) και 2) απάτην επί δικαστηρίου κατά συρροήν με περιουσιακόν όφελος και αντίστοιχον βλάβην που υπερβαίνουν το ποσόν των 25.000.000 δρχ. (73.000 ευρώ) και γ) ο Α. Μ., δια άμεσον συνέργειαν κατά συρροήν εις ψευδή βεβαίωσιν με σκοπόν προσπορίσεως αθεμίτου οφέλους υπερβαίνοντος συνολικώς το ποσόν των 25.000.000 δρχ. (73.000 ευρώ) και εκθέτομεν τα ακόλουθα:
Εκ της διατάξεως του άρθρου 7 του ν. 2928/2001 προκύπτει, ότι το Συμβούλιον Εφετών αποφαίνεται αμετακλήτως δια τα κακουργήματα του άρθρου 187 Π.Κ. ακόμη και δια τα συναφή εγκλήματα ανεξαρτήτως της βαρύτητός των, έστω και εάν δι' οιοδήποτε εξ αυτών προβλέπεται διαφορετικός τρόπος περατώσεως της ανακρίσεως (Α.Π. 843/2005 Ποιν Δικ 2005 σελ. 1241 κ.ά.). Περαιτέρω εκ της διατάξεως του άρθρου 474 παρ. 1 Κ.Π.Δ. προκύπτει, ότι προς διευκόλυνσιν του δικαιουμένου εις την άσκησιν ενδίκου μέσου, εφ' όσον κατοικεί ή διαμένει προσωρινώς εκτός της έδρας του εκδόντος την προσβαλλομένην απόφασιν ή βούλευμα δικαστηρίου, παρεσχέθη εις αυτόν η δυνατότης ασκήσεως του ενδίκου μέσου ενώπιον του γραμματέως του ειρηνοδικείου εις την περιφέρειαν του οποίου κατοικεί ή διαμένει προσωρινώς.
Συνεπώς, εάν συμπίπτη η έδρα του εκδόντος την προσβαλλομένην απόφασιν ή βούλευμα δικαστηρίου, με την έδραν του ειρηνοδικείου εις την περιφέρειαν του οποίου κατοικεί ή διαμένει προσωρινώς ο δικαιούμενος εις την άσκησιν του ενδίκου μέσου, δεν δύναται αυτός να ασκήση το ένδικον μέσον ενώπιον του γραμματέως του ειρηνοδικείου τούτου, διότι άλλως αυτό τυγχάνει απαράδεκτον (διατ. Εισ Εφ Πατ 19/1994 ΝοΒ 43 σελ. 451).
Εις την προκειμένην περίπτωσιν αι προαναφερθείσαι αιτήσεις αναιρέσεως τυγχάνουν απαράδεκτοι διότι στρέφονται κατ' αμετακλήτου βουλεύματος. Επιπροσθέτως η αίτησις αναιρέσεως του Α. Μ. είναι απαράδεκτος, διότι ησκήθη χωρίς την τήρησιν των νομίμων διατυπώσεων. Συγκεκριμένως διότι αυτός, αν και κάτοικος 'Ανω Γλυφάδας Αττικής υπαγομένης εις την περιφέρειαν του Ειρηνοδικείου Αθηνών, ήσκησε την αίτησιν αναιρέσεως ενώπιον του γραμματέως του Ειρηνοδικείου τούτου, η έδρα του οποίου όμως συμπίπτει με την έδραν του εκδόντος το προσβαλλόμενον βούλευμα Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Επειδή εν όψει πάντων αυτών πρέπει, κατά τα άρθρα 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ., να κηρυχθούν απαράδεκτοι αι προαναφερθείσαι αναιρέσεις, να διαταχθή η εκτέλεσις του προσβληθέντος βουλεύματος και η καταδίκη εκάστου αναιρεσείοντος εις τα δικαστικά έξοδα εκ 210 ευρώ.
Δ Ι Α Τ Α Υ Τ Α
Π ρ ο τ ε ί ν ο μ ε ν: Ι. Να κηρυχθούν απαράδεκτοι αι υπ' αριθμ. 141/28-11-2005 και 283/6-12-2005 αντιστοίχως αιτήσεις αναιρέσεως των 1) Γ. Σ. Ε., κατοίκου Λαρίσης οδός Ρ. αριθμ. 20 και 2) Α. Α. Μ., κατοίκου 'Ανω Γλυφάδας Αττικής οδός Μ. αριθμ. 15, κατά του υπ' αριθμ. 1547/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. ΙΙ. Να διαταχθή η εκτέλεσις του προσβληθέντος βουλεύματος. ΙΙΙ. Να καταδικασθή έκαστος των αναιρεσειόντων εις τα δικαστικά έξοδα εκ 210 ευρώ." Αθήνα 24 Ιανουαρίου 2006
Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου
Ανδρέας Ι. Ζύγουρας
Αφού άκουσε τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Kατά το άρθρο 187 παρ. 1 και 2 ΠΚ, "1. Όποιος συμφωνεί με άλλον να διαπράξουν κακούργημα ή ενώνεται με άλλον για τη διάπραξη περισσότερων κακουργημάτων που δεν καθορίστηκαν ακόμη ειδικά, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. 2. Όποιος συμφωνεί ή ενώνεται με άλλον για να διαπράξουν ένα ή περισσότερα πλημμελήματα για τα οποία απειλείται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται με φυλάκιση". Με το άρθρο 1 του Ν. 2928/27-6-2001 το άρθρο 187 του ΠΚ αντικαταστάθηκε στο σύνολό του ως εξής: "Εγκληματική Οργάνωση 1. Με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος συγκροτεί ή εντάσσεται ως μέλος σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα από τρία ή περισσότερα πρόσωπα (οργάνωση) και επιδιώκει τη διάπραξη περισσότερων κακουργημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 207, 208, 216, 218, 242, 264, 265, 268, 270, 272, 277, 279, 291, 299, 310, 322, 323, 324, 327, 336, 338, 339, 374, 375, 380, 385, 386, 386Α, 404, όπως επίσης περισσότερων κακουργημάτων που προβλέπονται στη νομοθεσία περί ναρκωτικών, όπλων, εκρηκτικών υλών και προστασίας από υλικά που εκπέμπουν επιβλαβείς για τον άνθρωπο ακτινοβολίες. 2. Όποιος με απειλή ή χρήση βίας κατά δικαστικών λειτουργών, ανακριτικών ή δικαστικών υπαλλήλων, μαρτύρων, πραγματογνωμόνων και διερμηνέων ή με δωροδοκία των ίδιων προσώπων επιχειρεί να ματαιώσει την αποκάλυψη ή δίωξη και τιμωρία των πράξεων της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. 3 Όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις της παραγράφου 1, ενώνεται με άλλον για να διαπράξει κακούργημα (συμμορία), τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. Με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται ο υπαίτιος, αν η κατά το προηγούμενο εδάφιο ένωση έγινε για τη διάπραξη πλημμελήματος, το οποίο τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με το οποίο επιδιώκεται οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος ή η προσβολή της ζωής της σωματικής ακεραιότητας ή της γενετήσιας ελευθερίας. 4. ..........5...........". Από την αντιπαραβολή των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει αφ' ενός ότι στην παράγραφο 3 του νέου άρθρου 187 έχουν ενοποιηθεί οι παράγραφοι 1 και 2 του παλαιού άρθρου και αφ' ετέρου η προβλεπόμενη από τις παραγράφους 1 και 2 του παλαιού άρθρου αξιόποινη πράξη της σύστασης απεγκληματοποιήθηκε, όπως ρητώς τούτο αναφέρεται και στην εισηγητική έκθεση του ν. 2928/27-6-2001, ο οποίος, ως ηπιότερος, εφαρμόζεται και στις πράξεις της σύστασης που τελέστηκαν υπό την ισχύ του παλαιού άρθρου 187 ΠΚ (άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 7 του ν. 2928/2001, όπως το πρώτο εδάφιο του άρθρου αυτού τροποποιήθηκε με το άρθρο 42 παρ. 5 του ν. 3251/2004, η περάτωση της κύριας ανάκρισης για τα κακουργήματα των άρθρων 187 και 187Α του Ποινικού Κώδικα κηρύσσεται από το συμβούλιο εφετών. Για το σκοπό αυτό η δικογραφία, αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη, διαβιβάζεται από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών στον εισαγγελέα εφετών ο οποίος αν κρίνει ότι η ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση την εισάγει με πρόταση του στο Συμβούλιο Εφετών, που αποφαίνεται αμετάκλητα ακόμη και για τα συναφή εγκλήματα, ανεξάρτητα από τη βαρύτητά τους, έστω και αν για κάποιο από αυτά προβλέπεται διαφορετικός τρόπος περάτωσης της ανάκρισης. Από τη διάταξη αυτή, που ερμηνεύεται σύμφωνα με το γράμμα και τον επιδιωκόμενο από το νομοθέτη σκοπό, ο οποίος είναι η ταχεία περάτωση των υποθέσεων που αφορούν τα κακουργήματα του άρθρου 187 του ΠΚ, ήτοι τη συγκρότηση και ένταξη ως μέλους σε δομημένη και με διαρκή δράση εγκληματική οργάνωση, προκύπτει ότι το αμετάκλητο των παραπεμπτικών βουλευμάτων αναφέρεται μόνο για τα κακουργήματα των άρθρων 187 και 187Α ΠΚ, όχι δε και όταν οι πράξεις που αναφέρεται στα άρθρα αυτά τιμωρούνται σε βαθμό πλημμελήματος, όπως είναι η πράξη της παρ. 3 του άρθρου 187 ΠΚ, που αναφέρεται στο πλημμέλημα της συμμορίας, οπότε στην περίπτωση αυτή δεν εφαρμόζεται η εξαιρετική διαδικασία του άρθρου 7 του ν. 2928/2001. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 1547/2005 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, οι αναιρεσείοντες, κατά των οποίων είχε ασκηθεί ποινική δίωξη, μεταξύ άλλων και για σύσταση και συμμορία, πριν από την αντικατάσταση του άρθρου 187 ΠΚ και την απεγκληματοποίηση της σύστασης, έχουν παραπεμφθεί στο Τριμελές Εφετείο (Κακουργημάτων) Αθηνών, μαζί με άλλους συγκατηγορουμένους τους, που δεν άσκησαν αναίρεση, για το ότι στις 14-7-1999, ενώθηκαν για να διαπράξουν το κακούργημα της ψευδούς βεβαίωσης με σκοπό προσπορίσεως αθέμιτου οφέλους που συνολικά υπερβαίνει τα 73.000 ευρώ, και περαιτέρω για ψευδή βεβαίωση σε βαθμό κακουργήματος, άμεση συνέργεια και ηθική αυτουργία σε αυτή και απάτη στο δικαστήριο σε βαθμό κακουργήματος. Σύμφωνα λοιπόν με το προσβαλλόμενο βούλευμα οι αναιρεσείοντες έχουν παραπεμφθεί μόνο για την πράξη της συμμορίας, η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από τη διάταξη του άρθρου 187 παρ. 3 ΠΚ σε βαθμό πλημμελήματος, ως εκ τούτου δε, εφόσον το βούλευμα αυτό δεν είναι αμετάκλητο και υπόκειται σε αναίρεση, οι κρινόμενες αιτήσεις αναίρεσης κατά του βουλεύματος αυτού είναι παραδεκτές. Ενόψει δε του ότι η εισαγγελική πρόταση περιορίζεται μόνο επί του παραδεκτού των αιτήσεων, κρίνοντας ότι αυτές είναι απαράδεκτες, πρέπει το Δικαστήριο αυτό, ως Συμβούλιο, να απόσχει, κατ' εφαρμογή του άρθρου 32 ΚΠΔ, από την έκδοση απόφασης επ' αυτών μέχρι να υποβληθεί εισαγγελική πρόταση επί των λόγων των αιτήσεων αναίρεσης.
    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απέχει από την έκδοση απόφασης επί των υπ' αριθμ. 141/28-11-2005 και 283/6-12-2005 αιτήσεων αναίρεσης των Γ. Ε. του Σ. και Α. Μ. του Α., αντιστοίχως, κατά του υπ' αριθμ. 1547/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, μέχρι να υποβληθεί εισαγγελική πρόταση επί των λόγων των αιτήσεων αυτών. Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 19 Απριλίου 2006.
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 20 Απριλίου 2006.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ



ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ 

Δημοσίευση:
ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ







ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ

ΦΥΣΗ ΥΠΟΘΕΣΗΣ: ΠΟΙΝΙΚΗ

ΑΔΙΚΗΜΑ : ΑΚΑΛΥΠΤΕΣ ΕΠΙΤΑΓΕΣ   

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:– ΑΝΑΙΡΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΛΟΓΩ ΕΛΛΕΙΠΟΥΣ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑΣ .


ΠΑΡΑΣΤΑΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ: ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΤΣΑΛΙΚΙΔΗΣ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 
Δικαστήριο:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
Τόπος:
ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:
1347
Ετος:
2006



Κείμενο Απόφασης
Αριθμός 1347/2006
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κιτρίδη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ανδρέα Μοσχανδρέου και του αρχαιοτέρου αυτού Αρεοπαγίτη Γ. Ναυπλιώτη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Φ. Κ., Π. Α. , Ε. Π. και Αιμιλία Λίτινα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Απριλίου 2006, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φ. Μακρή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ε. Φ., για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Γ. Κρυσταλλά του Α., κατοίκου Αθηνών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Τσαλικίδη, για αναίρεση της 8306/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Δεκεμβρίου 2005 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 163/2006.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και να παύσει οριστικώς η κατά του αναιρεσείοντος ασκηθείσα ποινική δίωξη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 ΚΠΔ η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της απόφασης. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 154 παρ. 2 και 156 του ίδιου Κώδικα προκύπτει ότι ως άγνωστης διαμονής θεωρείται εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο κατοικίας του σε άγνωστο μέρος για τη δικαστική αρχή που έχει εκδώσει το επίδικο έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοση του και ότι στην περίπτωση αυτή η επίδοση προς εκείνον γίνεται ως αγνώστου διαμονής, μετά την άκαρπη αναζήτηση των αναφερόμενων στη διάταξη του άρθρου 156 παρ. 1 εδ. α΄ προσώπων, προς το δήμαρχο ή τον αρμόδιο δημοτικό υπάλληλο που όρισε ο δήμαρχος της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του, άλλως η επίδοση είναι άκυρη και δεν αρχίζει η ως άνω προθεσμία ασκήσεως ενδίκων μέσων. Τέλος, κατά τις διατάξεις του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπρόθεσμα, το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο το απορρίπτει ως απαράδεκτο κατά δε της σχετικής απόφασης επιτρέπεται μόνο αναίρεση (476 παρ. 2 ΚΠΔ). Ο έλεγχος Αρείου Πάγου περιορίζεται στην ορθότητα της κρίσης για την απόρριψη αυτής. Ειδικότερα η απόφαση που απορρίπτει το ένδικο μέσο της εφέσεως ως εκπρόθεσμο για να έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να διαλαμβάνει το χρόνο επιδόσεως της προσβαλλόμενης απόφασης και εκείνου της ασκήσεως του ενδίκου μέσου καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση (Ολ. ΑΠ 6/1994, 4/1995). Σε περίπτωση όμως που με το ένδικο μέσο αμφισβητούνται ο τόπος κατοικίας αυτού που ασκεί το ένδικο μέσο και ο άγνωστον της διαμονής του ως και η εντεύθεν αδυναμία γνώσης της επίδοσης, πρέπει επίσης να διαλαμβάνεται στην απόφαση σχετική αιτιολογία, άλλως ιδρύεται ο κατ΄άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ λόγος αναιρέσεως (Ολ. ΑΠ 6/1994, 4/1995). Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ΄ αριθ. 8306/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών απορρίφθηκε ως απαράδεκτη (λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της) η υπ΄ αριθ. πρωτ.
5245/19-7-2005 έφεση του αναιρεσείοντος κατά της υπ΄ αριθ. 14009/2001 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών με την οποία ο αναιρεσείων είχε καταδικασθεί σε ποινή φυλάκισης δώδεκα μηνών και σε χρηματική ποινή πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) δρχ. για παράβαση του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933. Με την έφεση, η οποία παραδεκτώς επισκοπείται από τον ’ρειο Πάγο προκειμένου να κριθεί η βασιμότητα του προβαλλομένου λόγου αναίρεσης, ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος επικαλέσθηκε και προέβαλε κατ΄ εκτίμηση, ότι δεν έλαβε γνώση της εκκαλούμενης απόφασης, η οποία του επιδόθηκε ως αγνώστου διαμονής στη Μύρινα Λήμνου, φερόμενο τόπο κατοικίας του, και ότι κακώς του κοινοποιήθηκε η απόφαση αυτή ως αγνώστου διαμονής, ενώ ήταν γνωστής διαμονής και συγκεκριμένα στην οδό Κ. αριθμός 10.
Ως αιτιολογία για την απόρριψη της έφεσης αυτής το Τριμελές Εφετείο Αθηνών διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση τα ακόλουθα: «Επειδή απ΄ όλη την αποδεικτική διαδικασία δεν αποδείχθηκε κάποιο στοιχείο που να δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκηση της έφεσης και το Δικαστήριο δεν πείσθηκε ότι ο κατηγορούμενος από ανώτερη βία άσκησε την έφεση μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας, πρέπει η έφεση αυτή να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Ειδικότερα αποδείχτηκε ότι η επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης έγινε την 10-7-2002 στη Μύρινα Λήμνου, που είναι ο τόπος γέννησης του κατηγορουμένου, στον τόπο δε αυτό διαμένει η αδελφή του. Ο κατηγορούμενος αλλάζει συνεχώς διευθύνσεις κατοικίας, δηλώνοντας διαδοχικά κάτοικος Β. 191, Ο. 36, Μύρινα Λήμνου, Κ. 10, Χ. 25, προκειμένου να αποφύγει την προς αυτόν επίδοση δικογράφων. Αφού λοιπόν δεν αποδείχτηκε ότι αυτός από ανώτερη βία άσκησε εκπρόθεσμα την κρινόμενη έφεση, αντίθετα το Δικαστήριο έχει πεισθεί ότι έλαβε γνώση της εκκαλούμενης απόφασης η έφεση του πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, επειδή ασκήθηκε εκπρόθεσμα».
Με αυτά που δέχτηκε το Τριμελές Εφετείο σε σχέση με την προβληθείσα από τον αναιρεσείοντα ως εκκαλούντα αμφισβήτηση της διεύθυνσης κατοικίας του στην οποία αναζητήθηκε ως τελευταία γνωστή διαμονή του καθώς και της ιδιότητάς του ως αγνώστου διαμονής, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ειδικότερα δεν αναφέρει το αποδεικτικό επίδοσης της εκκαλούμενης απόφασης στον κατηγορούμενο και δεν διαλαμβάνει αξιολογική εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων (εγγράφων, ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα που προέτεινε ο αναιρεσείων-τότε εκκαλών), τα οποία δεν αναφέρονται ούτε κατ΄ είδος στην αρχή του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης ουδόλως δεν δικαιολογείται η κρίση του Δικαστηρίου ότι έχει πεισθεί ότι ο κατηγορούμενος έλαβε γνώση της εκκαλούμενης απόφασης. Επίσης δεν εκτίθεται σ΄ αυτήν αν η ως άνω διαμονή του κατηγορουμένου (οδός Κ. 10) ήταν γνωστή ή όχι στις Αρχές. Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η ως άνω πλημμέλεια, είναι βάσιμος και πρέπει, κατά παραδοχή της αιτήσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές. Σημειώνεται ότι παρά το γεγονός ότι η απόφαση αναιρείται για έλλειψη αιτιολογίας, το περαιτέρω ζήτημα της εφαρμογής του επιεικέστερου Ν. 2721/1999 που αναφέρεται στην ύπαρξη εγκλήσεως για τη συνέχιση της δίωξης ή της παύσεως της ποινικής δίωξης λόγω παραγραφής θα ερευνηθεί από το δικαστήριο της ουσίας αυτεπαγγέλτως, εφ' όσον κριθεί αιτιολογημένα ότι η έφεση ασκήθηκε εμπρόθεσμα και είναι παραδεκτή, αφού αν αυτή απορριφθεί ως απαράδεκτη, δεν νοείται πλέον εφαρμογή επιεικέστερης διάταξης ή εφαρμογής των περί παραγραφής διατάξεων (Ολ. ΑΠ 3/1995).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ΄ αριθ. 8306/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Ιουνίου 2006.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Ιουνίου 2006.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ



ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ 

Δημοσίευση:
ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ