Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2021

 



ΑΠΟΔΟΧΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ MΕΣΩ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ

Γιατί είναι προτιμότερη σε σχέση με την συμβολαιογραφική  αποδοχή κληρονομιάς 

   Στις συναλλαγές έχει επικρατήσει οι ενδιαφερόμενοι για να προβούν σε μεταγραφή στο Υποθηκοφυλακείο ή στο Κτηματολογικό Γραφείο, ως προς τα ακίνητα μίας κληρονομιάς, που έχουν αποκτήσει, έτσι ώστε τα ακίνητα αυτά να καταχωρηθούν στο όνομά τους, να απευθύνονται σε συμβολαιογράφο, ο οποίος και συντάσσει σχετική πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς, την οποία εν συνεχεία διαβιβάζει στο Υποθηκοφυλακείο ή Κτηματολογικό Γραφείο.

     Ελάχιστοι , όμως, γνωρίζουν , ότι στο ίδιο αποτέλεσμα μπορούν να φτάσουν μέσω των υπηρεσιών ενός δικηγόρου και συγκεκριμένα μέσω της έκδοσης και μεταγραφής κληρονομητηρίου με περίληψη, όπου περιγράφονται τα κληρονομικά ακίνητα , που εμφανίζει όμως ένα πρόσθετο πλεονέκτημα σε σχέση με την συμβολαιογραφική αποδοχή κληρονομιάς: την ευκολότερη μελλοντική μεταβίβαση των ακινήτων της κληρονομιάς, λόγω της ασφάλειας δικαίου , που εξασφαλίζει το κληρονομητήριο, διότι η μεταβίβαση  κληρονομιάς από πρόσωπο, που βεβαιώνεται με το κληρονομητήριο ότι είναι κληρονόμος , καθιστά έγκυρη την μεταβίβαση , έστω κι αν εκ των υστέρων αποδειχθεί ότι ο δυνάμει κληρονομητηρίου μεταβιβάσας δεν ήταν κληρονόμος. Έτσι, η ύπαρξη κληρονομητηρίου κατοχυρώνει την  ασφάλεια των συναλλαγών, κάτι που διευκολύνει ακόμα περισσότερο την πώληση ενός κληρονομικού ακινήτου.   

    Αντιθέτως, η μεταγραφή της κληρονομιάς, που βασίζεται σε απλή συμβολαιογραφική  δήλωση του εμφανιζόμενου ως κληρονόμου με βάση μία σειρά δικαιολογητικά (πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών και περί μη δημοσιεύσεως διαθήκης ή διαθήκη και πιστοποιητικό περί με δημοσιεύσεως νεότερης διαθήκης κλπ)  και η εν συνεχεία αυτής μεταβίβαση περιουσιακού στοιχείου ως ανήκοντος σε κληρονομιά, είναι άκυρη , εφόσον εκ των υστέρων αποδειχθεί ότι ο εμφανισθείς ως κληρονόμος δεν είναι κληρονόμος, κάτι που μπορεί να οφείλεται όχι κατ’ ανάγκη σε δόλο , αλλά σε γεγονότα άγνωστα ακόμη και στον εμφανισθέντα ως κληρονόμο, όπως π.χ. η εκ των υστέρων εμφάνιση και δημοσίευση μίας διαθήκης, με την οποία ο κληρονομούμενος ορίζει άλλον κληρονόμο, από αυτόν, που θα καλούνταν στην κληρονομιά χωρίς διαθήκη ή με παλαιότερη διαθήκη.

   Γι’ αυτό η αποδοχή της κληρονομιάς μέσω δικηγόρου, που θα προβεί στην έκδοση κληρονομητηρίου , όχι μόνον  έχει το ίδιο αποτέλεσμα  με την συμβολαιογραφική αποδοχή κληρονομιάς και το ίδιο κόστος αλλά επιπλέον ισχυροποιεί την θέση του κληρονόμου και τον διευκολύνει ακόμα περισσότερο, όταν θελήσει να προβεί σε πώληση κληρονομικού ακινήτου, διότι παρέχει πλήρη ασφάλεια στον αγοραστή, ως προς το έγκυρο της μεταβίβασης από κληρονόμο, την οποία δεν παρέχει η συμβολαιογραφική αποδοχή κληρονομιάς.

   Τέλος πρέπει να αναφερθεί...

Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2021

Η ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 205Α ΠΑΡ. 1 ΤΟΥ Ν. 4412/2016 ΚΑΙ ΠΩΣ ΚΑΠΟΙΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ (ΕΥΤΥΧΩΣ ΕΛΑΧΙΣΤΑ ) ΕΧΟΥΝ ΠΑΡΑΝΟΗΣΕΙ ΤΗΝ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΗΣ, ΝΟΜΟΛΟΓΩΝΤΑΣ ΟΤΙ ΤΑΧΑ ΕΧΕΙ ΥΠΑΧΘΕΙ ΣΤΗΝ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ Η ΕΠΙΛΥΣΗ ΤΩΝ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΠΟΥ ΑΠΟΡΡΕΟΥΝ ΑΠΟ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΜΕΤΑΞΥ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΩΝ ΕΠΙ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΔΕΝ ΕΦΑΡΜΟΖΕΤΑΙ Ο Ν. 4412/2016

     *Σχετικές με το θέμα είναι και οι αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών 2339/2020, 2340/2020 και 2941/2021 , που παρατίθενται στο τέλος. 

    ** Επίσης, εντυπωσιακό είναι ότι οι υπέρ της άποψης ότι οι απορρέουσες από ιδιωτικές συμβάσεις , μη διεπόμενες από τον Ν. 4412/2016, διαφορές , υπάγονται, σύμφωνα με το άρθρο 205 Α του Ν. 4412/2016 ,  στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων και στην αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου , επικαλούνται την 174/2021 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πατρών, η οποία όμως έκρινε εαυτό αρμόδιο λόγω του ότι η κριθείσα από αυτό αγωγή αφορούσε  σύμβαση, που όχι μόνον διέπεται από τον Ν. 4412/2016 αλλά και επιπλέον είναι διοικητική, με αποτέλεσμα η δικαιοδοσία και αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου να καθιδρύεται από το άρθρο 94 του Συντάγματος και το άρθρο 7 παρ. 2 Ν. 1406/1983 και , ως προς την αρμοδιότητα, και  από το  άρθρο 205 Α του Ν. 4412/2016, το οποίο απλώς αναφέρεται διηγηματικά και μάλιστα με  διατύπωση, στην οποία γίνεται λόγος για δημόσιες συμβάσεις, που είτε είναι δημόσιες είτε ιδιωτικές, αναφερόμενη προφανώς στις συμβάσεις του Ν. 4412/2016    (παρατίθεται και αυτή στο τέλος)   

   Ως γνωστόν ο Ν. 4412/2016 με τον τίτλο «Δημόσιες Συμβάσεις Έργων, Προμηθειών και Υπηρεσιών (προσαρμογή στις Οδηγίες 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ)» αφορά συμβάσεις που , σύμφωνα με το  άρθρο 2 παρ. 1 περ. 1 α του Ν. 4412/2016, συνάπτουν α) το δημόσιο, β) τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και γ) τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, εφόσον εμπίπτουν στην έννοια του «οργανισμού δημοσίου δικαίου», όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 παρ. 1 περ. 4 του  Ν. 4412/2016.

   Επίσης είναι γνωστό ότι οι διαφορές , που απορρέουν από διοικητικές συμβάσεις, θεωρούνται διοικητικές διαφορές ουσίας και η επίλυσή τους ανήκει στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων (άρθρο 1 παρ. 2 περ. ι  Ν. 1406/1983)   και ειδικότερα στην αρμοδιότητα, σε πρώτο και τελευταίο βαθμό,  των Τριμελών Διοικητικών Εφετείων (άρθρο 7 παρ.  2 Ν. 1406/1983) και οι διαφορές που απορρέουν από συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου είναι ιδιωτικές διαφορές και η επίλυσή τους ανήκει στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. 

   Όπως είναι επίσης  παγκοίνως γνωστό, σύμφωνα με την νομολογία των Δικαστηρίων, για να υπάρξει διοικητική σύμβαση θα πρέπει, μεταξύ άλλων, η σύμβαση  να συνάπτεται από το δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. 

  Κατά συνέπεια, σύμβαση συναπτόμενη  από νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, έστω κι αν το νομικό αυτό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου εμπίπτει στην έννοια του "οργανισμού δημοσίου δικαίου" και οι συμβάσεις προμηθειών ή υπηρεσιών, που συνάπτει , εμπίπτει  στην εφαρμογή του Ν. 4412/2016, θεωρείται  ιδιωτικού δικαίου  και οι  απορρέουσες από αυτήν διαφορές είναι ιδιωτικές διαφορές , η επίλυση των οποίων ανήκε στα πολιτικά δικαστήρια

  Έτσι, εμφανίστηκε το παράδοξο φαινόμενο οι   μεν διαφορές από συμβάσεις , που συνήπταν τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου σύμφωνα με τον Ν. 4412/2016  ,  να υπάγονται, ως διοικητικές διαφορές ουσίας,  στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων και στην αρμοδιότητα των Διοικητικών Εφετείων, ενώ οι διαφορές από συμβάσεις  που συνήπταν, επίσης σύμφωνα με τον Ν. 4412/2016 , τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, που αποτελούν "οργανισμούς δημοσίου δικαίου" , ως ιδιωτικές διαφορές , να υπάγονται στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. 

   Για την επίλυση του παραπάνω θέματος, έτσι ώστε όλες οι υποθέσεις, που αφορούν την εφαρμογή του Ν. 4412/2016, να εκδικάζονται από δικαστήρια της ίδιας δικαιοδοσίας,   με την παρ. α της παρ. 24 του άρθρου 43 του Ν. 4605/2019    προστέθηκε  το  άρθρου 205 Α στον Ν. 4412/2016, υπό τον τίτλο "Δικαστική επίλυση διαφορών" , που στην παράγραφο 1 ορίζει ότι "Κάθε διαφορά μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών που προκύπτει από τη σύμβαση προμήθειας ή παροχής υπηρεσιών, ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ως ιδιωτικού δικαίου, επιλύεται με την άσκηση προσφυγής ή αγωγής στο Διοικητικό Εφετείο της Περιφέρειας, στην οποία εκτελείται η σύμβαση. Παρέκταση αρμοδιότητας δεν επιτρέπεται. Αν η σύμβαση εκτελείται στην Περιφέρεια δύο ή περισσότερων Διοικητικών Εφετείων, αρμόδιο καθίσταται αυτό που θα επιλέξει ο προσφεύγων ή ο ενάγων. "

   Σύμφωνα με την σαφή διατύπωση της αιτιολογικής  έκθεσης της παραπάνω διάταξης  (ΕΔΩ) "«Με την παράγραφο 24 προστίθεται άρθρο με το οποίο προσδιορίζεται το πλαίσιο της δικαστικής επίλυσης διαφορών σε συμβάσεις προμηθειών και παροχής υπηρεσιών που εφαρμόζεται ο ν. 4412/2016 με την μεταφορά των υποθέσεων αυτών από τα πολιτικά δικαστήρια στα διοικητικά εφετεία», δηλαδή καθίσταται σαφές και ανεπίδεκτο πάσης αμφισβήτησης ότι η διάταξη αυτή αφορά τις διαφορές, που εμπίπτουν στον Ν. 4412/2016 και όχι όλες τις ιδιωτικές διαφορές.

   Εξάλλου, από τους όρους "συμβάσεις προμηθειών και παροχής υπηρεσιών" προκύπτει ότι η διάταξη αναφέρεται σε συμβάσεις του Ν. 4412/2016, στον οποίο αναφέρονται οι όροι αυτοί σε σχέση με τις συμβάσεις, που συνάπτονται σύμφωνα με τον νόμο αυτό (άρθρο 2 παρ. 1 περ. 8 και 9 του Ν. 412/2016), ενώ  διαφορετικά , εάν η διάταξη αυτή αφορούσε και τις συμβάσεις, που συνάπτονται σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα και τις λοιπές διατάξεις ιδιωτικού δικαίου, θα έπρεπε να γίνει χρήση των όρων "συμβάσεις πώλησης και έργου", που χρησιμοποιούνται στον Αστικό Κώδικα. 

   Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι στην εν λόγω διάταξη του άρθρου 205 Α δεν γίνεται καμία μνεία στον χαρακτήρα των συμβαλλομένων , αν δηλαδή πρόκειται για το δημόσιο , νομικό πρόσωπα δημοσίου δικαίου και νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου , που αποτελούν "οργανισμούς  δημοσίου δικαίου" ή εάν πρόκειται και για απλά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και ιδιώτες φυσικά πρόσωπα , γιατί η διάταξη αυτή αυτονόητα  αναφέρεται  στις συμβάσεις , που διέπονται από τον Ν. 4412/2016, στον οποίο έχει ενταχθεί και η ίδια. Διαφορετικά, εάν η γενικά αναφερόμενη αυτή διάταξη αφορούσε και  συμβάσεις , που δεν διέπονται από τον Ν. 4412/2016, τότε με αυτήν θα είχαν μεταφερθεί στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων το σύνολο των συμβάσεων προμήθειας και παροχής υπηρεσιών, ακόμη και αυτές , που συνάπτονται μεταξύ ιδιωτών!!!. 

    Γι' αυτό, και όπως προαναφέρθηκε , η αιτιολογική έκθεση του του Ν. 4605/2019, με τον οποίο προστέθηκε  το άρθρο 205 Α στον Ν. 4412/2016, ρητώς αναφέρει "«Με την παράγραφο 24 προστίθεται άρθρο με το οποίο προσδιορίζεται το πλαίσιο της δικαστικής επίλυσης διαφορών σε συμβάσεις προμηθειών και παροχής υπηρεσιών που εφαρμόζεται ο ν. 4412/2016 με την μεταφορά των υποθέσεων αυτών από τα πολιτικά δικαστήρια στα διοικητικά εφετεία".

   Και φυσικά , εάν με την παραπάνω διάταξη στα διοικητικά Δικαστήρια υπάγονταν οι ιδιωτικές διαφορές επί των οποίων εφαρμόζεται ο Αστικός Κώδικας και το ιδιωτικό δίκαιο εν γένει και όχι ο Ν. 4412/2016, τότε η διάταξη αυτή θα ήταν ευθέως αντισυνταγματική. 

       Πιο αναλυτικά:...