Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2014

ΠΩΣ ΜΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟΥ, Η 314/2013 ΤΟΥ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟΥ ΝΕΑΣ ΙΩΝΙΑΣ, ΑΓΝΟΕΙ ΤΗΝ ΠΑΓΙΑ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ, ΠΟΥ ΜΑΛΙΣΤΑ ΕΧΕΙ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕΙ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΔΥΟ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΤΟΥ !!!

Με την υπ' αριθμό 314/2013 απόφαση του Ειρηνοδικείου Νέας Ιωνίας γίνεται δεκτό ότι η διάταξη του άρθρου 633 παρ. 2 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία εάν η διαταγή πληρωμής επιδοθεί πρώτη φορά στον καθ' ου , χωρίς αυτός  να ασκήσει ανακοπή κατ' αυτής εντός δέκα πέντε (15) εργασίμων ημερών από την επίδοση  και στην συνέχεια δεύτερη φορά , χωρίς και πάλι ο καθ' ου  να ασκήσει ανακοπή εντός δέκα (10) εργασίμων ημερών από την δεύτερη επίδοση  , αποκτά ισχύ δεδικασμένου, είναι αντισυνταγματική , με αποτέλεσμα ο καθ' ου η διαταγή πληρωμής  να μπορεί να προβάλει τις αιτιάσεις του κατά της απαίτησης στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, με ανακοπή του άρθρου 933 του ΚΠολΔ.
     Η παραπάνω απόφαση, που παρατίθεται παρακάτω, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου, σχετικές αποφάσεις του οποίου επίσης παρατίθενται παρακάτω.
    Είναι αυτονόητο ότι η άποψη της δικαστού, που εξέδωσε την παραπάνω απόφαση , αξίζει του πλήρους σεβασμού στο πλαίσιο του επιστημονικού διαλόγου καθώς και της δικαστικής ανεξαρτησίας, έστω κι αν αποτελεί ίσως μοναδική παραφωνία στην ομοφωνία της θεωρίας και της νομολογίας των δικαστηρίων, μεταξύ των οποίων , επαναλαμβάνεται, περιλαμβάνεται ο Άρειος Πάγος, με αποφάσεις και της Ολομέλειάς του. 
     Όμως , πέραν του ότι η παραπάνω απόφαση δεν βρίσκει κανένα ισχυρό έρεισμα στην νομολογία και την θεωρία ως προς την ορθότητά της (κάτι, που όμως τίποτε δεν αποκλείει να συμβεί στο μέλλον) , δεν μπορεί να διαφύγει της προσοχής μας ότι εάν γίνει δεκτή η παραδοχή της 314/2013 απόφασης του Ειρηνοδικείου Νέας Ιωνίας, τότε οδηγούμεθα σε πλήρη ανασφάλεια δικαίου και σε αποδυνάμωση, έως πλήρη απαξίωση, της διαταγής πληρωμής , αφού εάν γίνει δεκτό ότι η διαταγή πληρωμής δεν παράγει δεδικασμένο ως προς την απαίτηση, με τον τρόπο, που παραπάνω αναφέρεται,  τότε θα συντηρείται μία αβεβαιότητας ως προς την ύπαρξη της απαίτησης, που εξόπλισε με τίτλο εκτελεστό η διαταγή πληρωμής, ίσως και επί πολλά έτη μετά την έκδοσή της. 
     Επιπλέον , εάν γίνει δεκτή η παραπάνω άποψη, τότε θα υπάρξει  μία ακόμη παράπλευρη συνέπεια και συγκεκριμένα  η διαταγή πληρωμής, έστω κι αν έχει επιδοθεί δύο φορές, χωρίς να ασκηθεί εναντίον της ανακοπή , εφόσον δεν αποκτά ισχύ δεδικασμένου, δεν θα επιμηκύνει  την παραγραφή της απαίτησης, που εξόπλισε με τίτλο εκτελεστό,  σε εικοσαετή, με αποτέλεσμα να είναι εντελώς  άχρηστη η έκδοση διαταγής πληρωμής , ιδίως για απαιτήσεις, που υπόκεινται σε σύντομη παραγραφή (π.χ. από επιταγή). 
  Είναι, άραγε, συμβατή με ένα σοβαρό κράτος μία τέτοια ανασφάλεια δικαίου και η επί πολλά έτη αβεβαιότητα ως προς το κύρος ενός τίτλου εκτελεστού , προερχόμενου από δικαστή,  όπως η διαταγή πληρωμής; 
     Οι σχετικές αποφάσεις , δηλαδή η 314/2013 του Ειρηνοδικείου Νέας Ιωνίας και οι αντίθετες του Αρείου Πάγου παρατίθενται παρακάτω. 
   


Δικαστήριο:
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ
Τόπος:
ΝΕΑ ΙΩΝΙΑ
Αριθ. Απόφασης:
314
Ετος:
2013



Περίληψη
Νομική φύση διαταγής πληρωμής -. Η διαταγή πληρωμής δεν είναι δικαστική απόφαση, γιατί κατά την έκδοσή της δεν τηρείται το δικαίωμα ακρόασης του καθ ου η διαταγή πληρωμής. Εφόσον η ανακοπή στρέφεται κατά της απαίτησης που στηρίζεται στην διαταγή πληρωμής, ο ισχυρισμός του ανακόπτοντος και αιτούντος την αναστολή της εκτέλεσης περί εξοφλήσεως του τιμήματος δεν καλύπτεται από το δεδικασμένο. Το άρθρο 933 § 3 ΚΠολΔ που απαιτεί, για την κάλυψη από το δεδικασμένο κατ άρθρο 330 ΚΠολΔ, ο εκτελεστός τίτλος να είναι δικαστική απόφαση, δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω.
Κείμενο Απόφασης
Ειρηνοδικείο Νέας Ιωνίας
(Ασφαλιστικά μέτρα)
Αριθ. 314/2013
Με την κρινόμενη αίτηση ο αιτών ζητά να ανασταλεί η εκτέλεση της υπ αριθ. /2011 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου Ελάτειας και της υπ αριθ. /2013 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου, κατά των οποίων κατέθεσε την από 15.4.2013 εμπρόθεσμη ανακοπή, για τους λόγους που αναλυτικά εκθέτει ...
σ αυτή. Ζητά ακόμη με προσωρινή διαταγή την αναστολή της επισπευδόμενης σε βάρος του αναγκαστικής εκτέλεσης και την ακύρωση του πλειστηριασμού ακινήτου του, που ορίστηκε στις 29 Μαΐου 2013, αίτημα που δεν αποδέχτηκε το Δικαστήριο γιατί όρισε σύντομη δικάσιμο συζήτησης της κρινόμενης αίτησης και δεν υπάρχει κίνδυνος βλάβης των συμφερόντων του αιτούντα. Τέλος ζητά την καταδίκη του καθ ου στη δικαστική του δαπάνη.
     Με το περιεχόμενο αυτό η αίτηση αρμόδια και παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί στο παρόν Δικαστήριο σύμφωνα με τα άρθρα 683 § 2, 933, 938 §§ 1, 2 ΚΠολΔ, κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ και είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 938 § 1, 178 § 3 Κώδικα περί Δικηγόρων. Συνεπώς πρέπει να εξετασθεί και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, αφού καταβλήθηκαν και τα νόμιμα τέλη συζήτησης.
     Κατά την προφορική συζήτηση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του καθ ου προέβαλε τις ενστάσεις απαραδέκτου της κρινόμενης αίτησης αναστολής, λόγω νομικής αβασιμότητας της ήδη ασκηθείσας ανακοπής από την ύπαρξη δεδικασμένου και την εφαρμογή του άρθρου 933 § 4 ΚΠολΔ. Αρνήθηκε όλους τους προβαλλόμενους λόγους ανακοπής και ισχυρίστηκε ότι δεν συντρέχει ανεπανόρθωτη βλάβη στο πρόσωπο του αιτούντα από τη συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, όπως τα παραπάνω αναλυτικά αναπτύσσει στο σημείωμα που εμπρόθεσμα κατέθεσε, τα οποία το Δικαστήριο θα εξετάσει στη συνέχεια.
     Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων στο ακροατήριο, ένας από κάθε πλευρά, όπως καταγράφονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, που τηρήθηκαν με φωνοληψία κατά το άρθρο 256 § 3 ΚΠολΔ (ν. 4055/2012), τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, τα σημειώματα που νόμιμα κατέθεσαν, με την προσθήκη και αντίκρουση των εκατέρωθεν ισχυρισμών και την όλη ακροαματική διαδικασία, πιθανολογήθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
     Ο αιτών ασχολείται κατ επάγγελμα με γεωτρήσεις και αγόρασε από τον καθ ου ένα μεταχειρισμένο μηχάνημα γεωτρήσεων - αεροσυμπιεστή, αντί τιμήματος 34.000 ευρώ, πλέον ΦΠΑ, το οποίο και παρέλαβε με το υπ αριθ. 3215 δελτίο αποστολής στις 14.7.2010, το δε τιμολόγιο πώλησης εκδόθηκε στις 2.8.2010, με αναγραφόμενο τίμημα το ποσό των 16.000 ευρώ, συν το ΦΠΑ 23%, ποσού 3.680 ευρώ (βλ. σχ. υπ αριθ. 1103/2.8.2010 τιμολόγιο), το οποίο εξοφλήθηκε με την υπ αριθ. 791/2.8.2010 απόδειξη είσπραξης, με αναφερόμενη αιτιολογία το άνω τιμολόγιο πώλησης (βλ. σχ. απόδειξης). Η μάρτυρας του αιτούντα, κατά την κατάθεσή της στο ακροατήριο (βλ. πρακτικά), έκανε λόγο για δύο επιταγές, οι οποίες συμφωνήθηκε να δοθούν από τον αιτούντα, με αιτία την αγορά του συγκεκριμένου μηχανήματος, ποσού 6.000 ευρώ, με ημερομηνία λήξης την 15.7.2010 η μια και 10.000 ευρώ η δεύτερη, με ημερομηνία λήξης τα τέλη Νοεμβρίου 2010, οι οποίες βεβαίωσε ότι πληρώθηκαν κατά τη λήξη τους. Χωρίς να συμφωνούν απόλυτα τα λεγόμενά της, ειδικά ως προς τη δεύτερη επιταγή, καθώς από τα προσκομιζόμενα έγγραφα και ειδικά την άνω απόδειξη είσπραξης, ημερομηνίας 2.8.2010, προκύπτει ότι το τίμημα των 16.000 ευρώ είχε εξοφληθεί πολύ πριν το Νοέμβριο του 2010, που αναφέρει στην κατάθεσή της, τα μέχρι τώρα στοιχεία πιθανολογούν τη μερική εξόφληση του συνολικού οφειλομένου ποσού, για το οποίο τα αντίδικα μέρη υποστηρίζουν, ο μεν αιτών ότι το τίμημα συμφωνήθηκε στο ποσό των 34.000 ευρώ, ο δε καθ ου ότι το τίμημα αγοράς παρέμεινε στο ποσό των 36.000 ευρώ. Κατά την εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων και του προσκομιζόμενου και επικαλούμενου έγγραφου υλικού, πιθανολογείται από το Δικαστήριο ότι, στη συνέχεια, δηλ. χρονικά μετά τον Αύγουστο του 2010, υπήρξε συμφωνία για την αποπληρωμή του υπολοίπου τιμήματος, με επιταγές ή καταβολές σε λογαριασμό του καθ ου, με την επισήμανση ότι κάποιες επιταγές ακυρώθηκαν ή δόθηκαν στη θέση τους επιταγές εγγύησης. Αποτελεί παράλειψη των διαδίκων η μη προσκόμιση της διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου Ελάτειας, από την οποία θα διευκρινιζόταν βάση ποιών τίτλων εκδόθηκε αυτή και θα μπορούσε το Δικαστήριο να εκτιμήσει από τις ημερομηνίες έκδοσης και λήξης και τα αναγραφόμενα ποσά των σφραγισθέντων επιταγών, τα όσα, περί επιταγών, επικαλούνται στα σημειώματά τους και ακούστηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία. Εντούτοις πιθανολογήθηκε ότι ο αιτών κατά χρονολογική σειρά κατέβαλε στον αιτούντα: 1. Ποσό 2.000 ευρώ, την 1.9.2010, σε λογαριασμό στην ’λφα Τράπεζα, 2. Ποσό 4.000, στις 5.10.2010, σε λογαριασμό της ’λφα, 3. Ποσό 1.680 ευρώ, στις 22.10.2010, στον ίδιο τον αιτούντα, με τη σημείωση «έναντι λογαριασμού», 4. Ποσό 2.000 ευρώ, στις 24.12.2010 στην ’λφα, 5. Ποσό 4.000 ευρώ, στις 30.2.2011, στην Εθνική Τράπεζα, 5. Ποσό 2.500 ευρώ, στην ’λφα και 6. Ποσό 2.000, στις 5.5.2011, στην ’λφα και συνολικά κατέβαλε το ποσό των 18.180 ευρώ, το οποίο αθροιζόμενο στο υπόλοιπο ποσό που είχε καταβάλλει στις 2.8.2010 (ποσό 16.000 ευρώ), δημιουργεί ένα άθροισμα ποσού 34.180 ευρώ. Από την όλη δε διαδικασία δεν προέκυψε με σαφήνεια το ακριβές τίμημα αγοράς του αεροσυμπιεστή, καθώς εκατέρωθεν δεν προσκομίσθηκε κάποιο έγγραφο, στο οποίο να αναγράφεται το σύνολο του τιμήματος. Με βάση τα προαναφερθέντα ο λόγος ανακοπής του ανακόπτοντα και ήδη αιτούντα για την ολοσχερή εξόφληση του ποσού των 34.000 ευρώ (κατά τον αιτούντα), πιθανολογείται ότι θα ευδοκιμήσει. Ακόμη και στην περίπτωση που το Δικαστήριο εκτιμήσει ότι το τίμημα αγοράς ήταν 36.000 ευρώ (για τον καθ ου), τότε και πάλι πιθανολογείται ότι έχει καταβληθεί το μεγαλύτερο μέρος της οφειλής και θα ευδοκιμήσει ο λόγος ανακοπής. Όσον αφορά την ένσταση του καθ ου ότι ο ισχυρισμός περί εξόφλησης του τιμήματος του αιτούντα καλύπτεται από το δεδικασμένο, παρατηρείται ότι πράγματι η επίδικη διαταγή πληρωμής έχει ήδη επιδοθεί δύο φορές στον ανακόπτοντα, χωρίς αυτός να την έχει ανακόψει με βάση τις διατάξεις των άρθρων 632 § 1 και 633 § 2 ΚΠολΔ (βλ. σχ. επιδόσεων), όμως ο ανακόπτων στηρίζει την ανακοπή του στο άρθρο 933 του ιδίου κώδικα και στρέφεται συγκεκριμένα κατά της απαίτησης, που στηρίζεται στον εκτελεστό τίτλο της διαταγής πληρωμής και όχι σε δικαστική απόφαση, για να τύχει εφαρμογής το άρθρο 933 § 3 ΚΠολΔ. Η δε διαταγή πληρωμής δεν είναι δικαστική απόφαση, άποψη που ακολουθεί και το παρόν Δικαστήριο, γιατί κατά την έκδοσή της δεν ακούστηκε ο καθ ου, κατά του οποίου στρέφεται η διαταγή πληρωμής, σε αντίθεση με τη συνταγματική αρχή της διάταξης του άρθρου 20 §§ 1, 2, σύμφωνα με την οποία ο δικαστής δεν πρέπει να εφαρμόζει νόμο, που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα (άρθρο 93 § 4). Επιπλέον κατά την πρώτη συζήτηση της αίτησης υποστηρίχθηκε η άποψη της καταβολής του οφειλόμενου τιμήματος και προσκομίσθηκαν τα σχετικά αποδεικτικά έγγραφα (άρθρο 933 § 4 ΚΠολΔ). Αρκεί δε η πιθανολόγηση ευδοκίμησης έστω και ενός λόγου ανακοπής για να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναστολής (βλ. σ. 1188 επ. Ερμηνεία ΚΠολΔ. τ. II Κεραμεύς/ Κονδύλης/Νίκας, Τζίφρας Ασφαλιστικά σ. 489 επ., ΜΠρΛ 1021/2000, ΜΠρΣπ 81/1999, Νόμος). Σύμφωνα δε με το άρθρο 938 § 1 ΚΠολΔ, πρέπει σωρευτικά να πιθανολογηθεί, για την χορήγηση της αναστολής, ανεπανόρθωτη βλάβη των συμφερόντων του αιτούντα, η οποία αφορά κυρίως περιουσιακή ζημία (βλ. ερμηνεία διάταξης σε Βαθρακοκοίλη) και πιθανολογείται ότι υπάρχει σωρευτικά στη συγκεκριμένη περίπτωση με την πιθανολόγηση ευδοκίμησης του άνω λόγου ανακοπής.
     Με βάση τα ανωτέρω, η αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή στην ουσία της και να ανασταλεί η επισπευδόμενη σε βάρος του αιτούντα αναγκαστική εκτέλεση μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της από 15.4.2013 ασκηθείσας ανακοπής, με αριθμό κατάθεσης δικογράφου /2013, σύμφωνα με το άρθρο 938 § 4 ΚΠολΔ και υπό τον όρο συζήτησης αυτής κατά τη δικάσιμο της 5.12.2013.
     Τέλος η δικαστική δαπάνη του καθ ου θα επιβληθεί σε βάρος του αιτούντα, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό, σύμφωνα με το άρθρο 178 § 3 Κώδικα περί δικηγόρων.
     Για τους λόγους αυτούς
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την αίτηση.
Αναστέλλει κάθε συνέχιση πράξης εκτέλεσης της υπ αριθ. /2011 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου Ελάτειας και της υπ αριθ. /2013 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της από 15.4.2013 ασκηθείσας ανακοπής, με αριθμό κατάθεσης δικογράφου /2013 και υπό τον όρο συζήτησης αυτής κατά τη δικάσιμο της 5.12.2013.
     Επιβάλλει τη δικαστική δαπάνη του καθ ου, σε βάρος του αιτούντα, την οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων, 200 ευρώ.
    

Πρόεδρος:
Ο. Βαρελά, Ειρηνοδίκης
Δικηγόροι:
Ε. Μαντρατζή, Χ. Κυθρεώτης
Λήμματα:
Νομική φύση διαταγής πληρωμής

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ 

Δημοσίευση:
ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ
ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ
Ετος:
2013
Τόμος:
61
Σελ.:
2487

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 

Δικαστήριο:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
Τόπος:
ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:
335
Ετος:
2012



Περίληψη
Πλάνη προκληθείσα με απάτη - Το δεδικασμένο της διαταγής πληρωμής -. Παρέχει στον πλανηθέντα το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας, όταν είναι ουσιώδης. Η πλάνη αυτή μπορεί να αφορά ακόμη και στο περιεχόμενο της δηλώσεως, έστω και αν έχει σχέση με το δίκαιο, δηλαδή με το είδος της δικαιοπραξίας ή τη νομική ενέργεια κάποιου όρου ή με τις έννομες συνέπειες της δηλώσεως (ΑΠ 463, 1211/08, 80, 301/07, 1096/06, 151/02). Αν περάσει άπρακτη η προθεσμία ή αν απορριφθεί τελεσίδικα η ανακοπή , η διαταγή αποκτά δύναμη δεδικασμένου και μπορεί να προσβληθεί μόνο με αναψηλάφηση. Συνεπώς, στην περίπτωση αυτή, η διαταγή πληρωμής, παρότι δεν αποτελεί δικαστική απόφαση, παράγει δεδικασμένο πλήρες, κατά τα αντικειμενικά και υποκειμενικά του όρια (ΟλΑΠ 30/87, ΑΠ 83/04), με συνέπεια να είναι απαράδεκτη η προβολή σε μεταγενέστερη δίκη, αφορώσα το κύρος της εκτελέσεως, λόγων ανακοπής, οι οποίοι, αν και ήταν γεννημένοι και μπορούσαν να προβληθούν, δεν προβλήθηκαν σε μία από τις δύο ανακοπές κατά της διαταγής πληρωμής (ΟλΑΠ 16/96, 30/87).
Κείμενο Απόφασης
Αριθμός 335/2012
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γεώργιο Γιαννούλη, Βασίλειο Φούκα, Νικόλαο Λεοντή και Γεώργιο Γεωργέλλη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Φεβρουαρίου 2012, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
    Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία "Τράπεζα EFG Eurobank Ergasias ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", και τον διακριτικό τίτλο "Eurobank Ergasias "που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, "πρώην "ΤΡΑΠΕΖΑ EFG EUROBANK ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ" , πρωτύτερα "ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΘΗΝΩΝ Α.Ε" και προγενέσετερα "ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ Α.Ε", με αριθμό ΜΑΕ 6068/06/Β/86/07, ως καθολικής διαδόχου της (πρώην) Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Α.Ε", με αριθμό ΜΑΕ 6077/06/Β/86/16, λόγω συχγωνεύσεως με απορρόφηση της δεύτερης από την πρώτη και τροποποίησης των άρθρων 1 και 5 του καταστατικού της, που εγκρίθηκαν με την υπ' αριθμόν Κ2-11540/2000 Απόφαση του Υπουργείου Ανάπτυξης και καταχωρήθηκαν την 7-9-2000 στο Μητρώο Ανώνυμων Εταιρειών (ΦΕΚ 8391/13-9-2000 τ. ΑΕ και ΕΠΕ) , η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ηλία Μαρινάκο, που δεν κατέθεσε προτάσεις. Των αναιρεσιβλήτων: 1. Σ. Β. του Β., 2. Ν. Χ. του Φ., 3. Ν. Κ. του Ι. και 4. Κ. Κ. του Γ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Στεπάν Βακριτζιάν, με δήλωση, κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, 5. Α. συζ. Κ. Σ., το γένος Κ. Σ., 6. Μ. συζ. Ν. Μ., το γένος Κ. Σ., 7. Ι. Ε. Π., κατοίκων ..., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, 8. Χ. Π. του Μ. και 9. Ε. Π. του Μ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Ρέκα.
    Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20.12.1990 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 478/2004 οριστική του ιδίου δικαστηρίου και 550/2007 του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 1.10.2008 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Βασίλειος Φούκας, ανέγνωσε την από 20 Ιανουαρίου 2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθούν οι λόγοι αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, οι πληρεξούσιοι των παραστάντων αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική του δαπάνη.
    ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, όπως προκύπτει από τις υπ' αριθμούς 3342, 3343 και 3362/2-12-2011 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Ηρακλείου ..., αντίγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως με την υπ' αυτή έκθεση καταθέσεως δικογράφου και πράξη ορισμού της αναφερομένης στην αρχή δικασίμου, με κλήση προς παράσταση κατ' αυτή για τη συζήτησή της, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στην πέμπτη, στην έκτη και στον έβδομο από τους αναιρεσιβλήτους. Αφού αυτοί δεν παραστάθηκαν κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής της σε αυτό, ούτε κατέθεσαν δήλωση ότι δεν θα παραστούν κατ' αυτή, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ. 2 και 573 παρ. 1 ΚΠολΔ, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της υποθέσεως ως εάν ήταν και αυτοί παρόντες (άρθρο 576 παρ. 12 ΚΠολΔ). Επειδή, ο εκ του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδρύεται αν το δικαστήριο δεν εφήρμοσε τέτοιο κανόνα, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφήρμοσε αυτόν, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολομ.ΑΠ 7/2006, 4/2005, 36/1988). Στην περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, τα οποία ανελέγκτως δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν προφανή την παραβίαση (ΑΠ 1522/2011, ΑΠ 633/2011). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 140 ΑΚ, αν κάποιος καταρτίζει δικαιοπραξία και η δήλωσή του δεν συμφωνεί, από ουσιώδη πλάνη, με τη βούλησή του, έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 141 ΑΚ, η πλάνη είναι ουσιώδης όταν αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την όλη δικαιοπραξία, ώστε, αν το πρόσωπο γνώριζε την προσωπική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών η πλάνη κατά τη δήλωση της βουλήσεως, δηλαδή η διάσταση μεταξύ δηλώσεως και βουλήσεως, συνεπεία εσφαλμένης γνώσεως από τον δηλούντα της απαιτουμένης για τον προσδιορισμό της βουλήσεως πραγματικής καταστάσεως, η οποία (πλάνη) μπορεί να είναι και αποτέλεσμα απάτης (άρθρο 147 ΑΚ), παρέχει στον πλανηθέντα το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας, όταν είναι ουσιώδης. Η πλάνη αυτή μπορεί να αφορά ακόμη και στο περιεχόμενο της δηλώσεως, έστω και αν έχει σχέση με το δίκαιο, δηλαδή με το είδος της δικαιοπραξίας ή τη νομική ενέργεια κάποιου όρου ή με τις έννομες συνέπειες της δηλώσεως (ΑΠ 1211/2008, ΑΠ 463/2008, ΑΠ 301/2007, ΑΠ 1096/2006, ΑΠ 151/2002, ΑΠ 80/2007). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 632 παρ.2 Κ.Πολ.Δ., εάν μετά την επίδοση της διαταγής πληρωμής, δεν ασκηθεί εμπρόθεσμα ανακοπή, (Κ.Πολ.Δ. 632 παρ.1), εκείνος, υπέρ του οποίου εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, μπορεί να επιδώσει και πάλι τη διαταγή στον οφειλέτη, που δικαιούται να ασκήσει ανακοπή, μέσα σε προθεσμία δέκα ημερών. Αν περάσει άπρακτη η παραπάνω προθεσμία ή αν απορριφθεί τελεσίδικα η ανακοπή του άρθρου 632 παρ.1 Κ.Πολ.Δ., η διαταγή αποκτά δύναμη δεδικασμένου και μπορεί να προσβληθεί μόνο με αναψηλάφηση. Συνεπώς, στην περίπτωση αυτή, η διαταγή πληρωμής, παρότι δεν αποτελεί δικαστική απόφαση, παράγει δεδικασμένο πλήρες, κατά τα αντικειμενικά και υποκειμενικά του όρια (Ολομ.ΑΠ 30/1987), με συνέπεια, σύμφωνα με τα άρθρα 330 και 933 παρ. 3 ΚΠολΔ, να είναι απαράδεκτη η προβολή σε μεταγενέστερη δίκη, αφορώσα το κύρος της εκτελέσεως, λόγων ανακοπής, οι οποίοι, αν και ήταν γεννημένοι και μπορούσαν να προβληθούν, δεν προβλήθηκαν σε μία από τις πιο πάνω δύο ανακοπές κατά της διαταγής πληρωμής (Ολομ.ΑΠ 30/1987, Ολομ. 16/1996). Το γεγονός ότι η διαταγή πληρωμής δεν είναι δικαστική απόφαση, δεν συνεπάγεται αναγκαίως και ότι αυτή δεν δύναται, κατά νόμον, να παραγάγει δεδικασμένο, υπό τη θετική και την αρνητική λειτουργία του, αφού το δεδικασμένο δεν αποτελεί εννοιολογικό γνώρισμα των δικαστικών αποφάσεων, αλλά έννομη συνέπεια αυτών, την οποία προσδίδει διάταξη νόμου (ΑΠ 83/2004). Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθμοί 10, 11, 12 και 16 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη, αν παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν, αν παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων και αν κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο. Περαιτέρω, ο εκ του άρθρου 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη νόμιμης βάσεως της αποφάσεως, ιδρύεται όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της τα περιστατικά που είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου, στη συγκεκριμένη περίπτωση, περί συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων της διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή περί της μη συνδρομής τούτων, που αποκλείει την εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (Ολομ.ΑΠ 30/1997, Ολομ.ΑΠ 28/1997). Αντίθετα, δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσεως, όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, γιατί στην κρίση αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανελέγκτως, κατ' άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές το αποδεικτικό πόρισμα και για το λόγο αυτό καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος (ΑΠ 1206/2008, ΑΠ 358/200, 361/2008, ΑΠ 610/2007, ΑΠ 1490/2006). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, όπως από αυτή προκύπτει, μετά από συνεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που αναφέρει, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, ως αποδειχθέντα, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Με τις υπ' αριθμούς 2049/22-4-1987 αρχική και 2049/1/4-11-1987 & 2049/2/27-1-1988 αυξητικές συμβάσεις, η αρχικώς εναγομένη "ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΡΗΤΗΣ ΑΕ" την οποία διαδέχθηκε καθολικώς η εκκαλούσα EUROBANK ΑΕ", παράσχε στον εδρεύοντα στη Χερσόνησο Ηρακλείου Συνεταιρισμό με την επωνυμία "ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΠΩΛΗΣΕΩΣ ΚΗΠΕΥΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΝΘΕΩΝ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ ΣΥΝ. Ε.Π.Ε.", πίστωση με ανοιχτό λογαριασμό μέχρι του ποσού των 22.000.000δρχ. Τις συμβάσεις αυτές υπέγραψαν για τον πρωτοφειλέτη Συνεταιρισμό οι νόμιμοι εκπρόσωποί του Α. Π., πρόεδρος του Δ.Σ. και Α. Λ., μέλος του Δ.Σ., ενώ ως εγγυητές των εν λόγω συμβάσεων υπέγραψαν οι εφεσίβλητοι Σ. Β., Ν. Χ., Ν. Κ., Κ. Κ., που ήταν μέλη του Δ.Σ. του Συνεταιρισμού, Κ. Σ., Ι. Π. και ο αρχικός συνενάγων Μ. Π., που ήταν μέλη του Εποπτικού Συμβουλίου. Από όλα τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα, όμως, προκύπτει ότι κατά την κατάρτιση των παραπάνω δικαιοπραξιών, η δήλωση των τελευταίων, που υλοποιήθηκε με τη θέση της υπογραφής τους στις εν λόγω συμβάσεις ως εγγυητών, δεν συμφωνούσε, από ουσιώδη πλάνη, που αφορούσε το περιεχόμενο τούτων, με τη βούλησή τους, καθότι πίστευαν ότι, ως μέλη των διοικητικών οργάνων του Συνεταιρισμού, υπέγραφαν στην πραγματικότητα για λογαριασμό του πρωτοφειλέτη τελευταίου και όχι ως εγγυητές αυτού και ως εκ τούτου, αν γνώριζαν την πραγματική κατάσταση και εν προκειμένω τη νομική συνέπεια της υπογραφής τους, δεν θα έθεταν αυτή στις εν λόγω συμβάσεις. Και τούτο διότι ο Συνεταιρισμός, κατά τον χρόνο κατάρτισης των ένδικων συμβάσεων βρισκόταν σε πολύ κακή οικονομική κατάσταση, αφού παρουσίαζε ζημιές συνολικού ύψους 87.477.744 δρχ. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα, ότι ο Συνεταιρισμός όφειλε διάφορα ποσά σε πολλά από τα μέλη του, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων Κ. Κ., το ποσό των 5.000.000 δρχ. Έτσι κατά τον προαναφερθέντα κρίσιμο χρόνο η απαίτηση της εκκαλούσας κατά του Συνεταιρισμού, που γεννήθηκε από τις εν λόγω συμβάσεις, ήταν ήδη, από την αρχή, επισφαλής. Το γεγονός αυτό ήταν γνωστό και στους εκπροσώπους της εκκαλούσας κατά τη σύναψη των συμβάσεων Μ. Α. και Α. Τ. (μάρτυρες αποδείξεως), γι' αυτό και ζήτησαν από τους αντίστοιχους εκπροσώπους του Συνεταιρισμού Α. Π. (πρόεδρο του Δ.Σ.) και Α. Λ. (μέλος του Δ.Σ.), την παροχή προσωπικών εγγυήσεων από τα λοιπά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και τα μέλη του Εποπτικού Συμβουλίου αυτού, παρά το ότι από τα κεντρικά γραφεία της εκκαλούσας στην Αθήνα είχε ζητηθεί η παροχή μόνον εμπράγματης ασφάλειας. Παρά τούτο, οι εν λόγω εκπρόσωποι του Συνεταιρισμού, ποτέ δεν ενημέρωσαν τους εφεσίβλητους για τις προσωπικές ευθύνες που αναλάμβαναν έναντι της εκκαλούσας με την υπογραφή των ένδικων συμβάσεων. Εξάλλου, οι διαπραγματεύσεις για τη σύναψη των παραπάνω συμβάσεων έγιναν αποκλειστικά μεταξύ των εκπροσώπων της εκκαλούσας στο Ηράκλειο και του προέδρου του Δ.Σ. του Συνεταιρισμού Α. Π., όσον αφορά την αρχική σύμβαση και του διαδόχου του τελευταίου Α. Λ. όσον αφορά τις αυξητικές συμβάσεις. Στις δε σχετικές συνεδριάσεις των αρμοδίων οργάνων, που εξουσιοδότησαν αργότερα τα παραπάνω πρόσωπα να υπογράψουν τις επίμαχες συμβάσεις και να συναινέσουν για την εγγραφή προσημειώσεως υποθήκης επί των ακινήτων του Συνεταιρισμού, υπέρ της εκκαλούσας, μέχρι του ποσού των 15.000.000δρχ, δεν έγινε κανένας λόγος σχετικά με την εγγύηση και των εφεσίβλητων ως μελών του Δ.Σ. και του Ε.Σ. αυτού, για την χορήγηση των παραπάνω πιστώσεων (βλ. τα με αριθ. 504/4-3-1987 και 55/1987 πρακτικά συνέλευσης του Διοικητικού Συμβουλίου και της Γενικής Συνέλευσης του Συνεταιρισμού αντίστοιχα). Αντίθετα, οι τελευταίοι ειδοποιήθηκαν, από τους προαναφερθέντες προέδρους το πρωί της ημέρας υπογραφής των συμβάσεων, να προσέλθουν στα γραφεία της εκκαλούσας στο Ηράκλειο, προκειμένου να υπογράψουν τις συμβάσεις, χωρίς καμιά άλλη διευκρίνιση. Ενόψει δε του ότι κατά την υπογραφή των συμβάσεων ενώπιον του εκπροσώπου της εκκαλούσας Α. Τ., δεν ενημερώθηκαν από τον τελευταίο για το περιεχόμενό τους, το οποίο άλλωστε και δεν αναγνώστηκε σε αυτούς, ειδικότερα για την παραίτησή τους από την ένσταση της διζήσεως και του ότι έθεσαν τις υπογραφές τους στη θέση "ΕΓΓΥΗΤΗΣ", κάτω από την ένδειξη "Διοικητικό Συμβούλιο" και Εποπτικό Συμβούλιο", αντίστοιχα, καθίσταται σαφές ότι, κατά το χρόνο της υπογραφής, οι εφεσίβλητοι πίστευαν πεπλανημένα ότι υπέγραφαν ως μέλη των εν λόγω οργάνων του Συνεταιρισμού και για λογαριασμό του τελευταίου και όχι ευθυνόμενοι προσωπικά ως εγγυητές. Όλα τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά προκύπτουν με σαφήνεια από τις καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως, οι οποίοι, ως πρώην μέλη του Δ.Σ. του Συνεταιρισμού, έχουν άμεση και προσωπική αντίληψη της ένδικης διαφοράς και η αξιοπιστία τους δεν αμφισβητείται ευθέως από την εκκαλούσα. Οι εν λόγω μάρτυρες βεβαιώνουν ότι όλοι οι ενάγοντες ήταν αγράμματοι και ασκούσαν αμισθί τη διοίκηση του Συνεταιρισμού, ελλείψει πιο μορφωμένων μελών και στερούνταν αξιόλογης περιουσίας, καθώς ούτε πριν ούτε κατά την υπογραφή των συμβάσεων συμβάλλονταν ως εγγυητές. Αντίθετα, τα περιστατικά αυτά δεν καταρρίπτονται από τις καταθέσεις των μαρτύρων ανταποδείξεως- υπαλλήλων της εκκαλούσας, από τις οποίες μάλιστα, καθίσταται φανερό ότι η εκκαλούσα δεν γνώριζε την περιουσιακή κατάσταση των εφεσίβλητων. Οι καταθέσεις αυτές, ενόψει των κενών που περιέχουν, δεν στηρίζουν με πειστικό τρόπο τον κρίσιμο ισχυρισμό της εκκαλούσας ότι οι εφεσίβλητοι είχαν πλήρη ενημέρωση για το ακριβές περιεχόμενο των συμβάσεων, κατά τον χρόνο που έθεταν την υπογραφή τους σε αυτές, αλλά και πριν από αυτόν. Τέλος, από το περιεχόμενο της από 11-1-1990 ανακοπής, που άσκησαν οι εφεσίβλητοι, από κοινού με το Συνεταιρισμό, κατά της 283/1989 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου, καθίσταται σαφές ότι οι εφεσίβλητοι δεν συνομολογούν ότι υπέγραψαν ως εγγυητές τις συμβάσεις παροχής πίστωσης προς το Συνεταιρισμό, όπως αλυσιτελώς διατείνεται η εκκαλούσα, ανεξαρτήτως του ότι η εξώδικη ομολογία εκτιμάται ελεύθερα από το Δικαστήριο (άρθρο 352 παρ.2 Κ.Πολ.Δ.). Υπό τα περιστατικά αυτά οι εφεσίβλητοι αν γνώριζαν ότι εγγυώνται και μάλιστα ως αυτοφειλέτες την πληρωμή των πιστώσεων, που χορήγησε η εκκαλούσα προς το Συνεταιρισμό, όχι μόνο με το εταιρικό τους μερίδιο, αλλά και με την ατομική τους περιουσία, χωρίς να έχουν τέτοια υποχρέωση, αφού είναι συνεταιρισμός περιορισμένης ευθύνης, δεν θα υπέγραφαν τις ένδικες συμβάσεις. Περαιτέρω δέχθηκε ως αποδειχθέντα και τα εξής: Μετά από αίτηση της εκκαλούσας εκδόθηκε η προαναφερθείσα υπ' αριθμό 283/1985 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου, με βάση τις με αριθ. 2049/22-4-1987 (αρχική), 2049/1/4-11-1987 και 2049/2/27-1-1988 (αυξητικές) συμβάσεις πίστωσης με ανοιχτό λογαριασμό, που υποχρέωσε τους εφεσίβλητους, οι οποίοι είχαν εγγυηθεί τις συμβάσεις αυτές, να καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας τους, στην εκκαλούσα, το ποσόν των 18.596.399δρχ., με το νόμιμο τόκο. Κατά της διαταγής πληρωμής, οι τελευταίοι άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου την από 11-1-1990 ανακοπή, με την οποία ισχυρίζονταν ότι έχει εξοφληθεί η απαίτηση αυτή της εκκαλούσας. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε, ερήμην των ανακοπτόντων, η 66/1991 απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε η ανακοπή. Η απόφαση αυτή έχει ήδη καταστεί τελεσίδικη, αφού, όπως συνομολογείται και από τους διαδίκους, δεν ασκήθηκε έφεση μέσα στη νόμιμη προθεσμία των τριών ετών από τη δημοσίευσή της. Από το δεδικασμένο, που παράγει η εν λόγω απόφαση, καλύπτεται η προταθείσα με την ανακοπή ένσταση εξόφλησης, καθώς και όλες οι καταχρηστικές (διακωλυτικές ή καταργητικές της απαίτησης) ενστάσεις, που αν και μπορούσαν, δεν είχαν προτείνει οι εφεσίβλητοι στη δίκη της ανακοπής. Δεν καλύπτονται όμως οι γνήσιες ενστάσεις, δηλαδή εκείνες, που στηρίζονται σε γεγονότα τα οποία θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο, αυθύπαρκτο και αυτοτελές δικαίωμα, το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση κυρίας (καταψηφιστικής ή διαπλαστικής) αγωγής (ΑΠ 1570/2003), όπως είναι στην προκειμένη περίπτωση το ασκούμενο με την αγωγή δικαίωμα των εφεσιβλήτων για ακύρωση των ενδίκων συμβάσεων, λόγω πλάνης, το οποίο οι τελευταίοι δεν είχαν προτείνει υπό τη νομική φύση αυτού ως ενστάσεως κατά του κατ' ουσίαν υποστατού της ενσωματωμένης στην υπ' αριθμό 283/1989 διαταγή πληρωμής απαιτήσεως της εκκαλούσας με την ως άνω ανακοπή της, ώστε η ένσταση αυτή δεν καλύπτεται από το δεδικασμένο που απορρέει από την υπ' αριθμό 66/1991 τελεσίδικη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου. Ακολούθως απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση. Με τις κρίσεις του αυτές το Εφετείο ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε τις προαναφερθείσες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου., δεν δέχθηκε χωρίς απόδειξη πράγματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν νομίμως οι διάδικοι, δεν παρέβη τους ορισμούς περί της δυνάμεως των αποδεικτικών μέσων, ορθώς έκρινε ότι δεν παρήχθη δεδικασμένο από την υπ' αριθμό 66/1991 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου ως προς το ασκηθέν με την αγωγή δικαίωμα των εφεσιβλήτων για ακύρωση των συμβάσεων λόγω πλάνης, ούτε στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσεως, αφού από το αιτιολογικό αυτής προκύπτουν όλα τα περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου, στη συγκεκριμένη περίπτωση, περί συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων των διατάξεων που εφαρμόσθηκαν, ενώ περιέχει τις παρατιθέμενες παραπάνω σαφείς, πλήρεις και μη αντιφάσκουσες αιτιολογίες ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Επομένως, οι εκ του άρθρου 559 αρ. 1, 10, 11, 12, 16 και 19 ΚΠολΔ, αντίθετοι λόγοι αναιρέσεως, είναι αβάσιμοι. Κατ' ακολουθίαν τούτων, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως. Η αναιρεσείουσα, ως ηττωμένη διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων αναιρεσιβλήτων, χωριστά για κάθε ομάδα από αυτούς που εκπροσωπήθηκε από ίδιο πληρεξούσιο δικηγόρο (άρθρα 183, 176, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 1-10-2008 αίτηση της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία "Τράπεζα EFG EUROBANK ERGASIAS Α.Ε.", περί αναιρέσεως της υπ' αριθμό 550/2007 αποφάσεως του Εφετείου Κρήτης. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων αναιρεσιβλήτων, την οποία καθορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ για κάθε ομάδα από αυτούς που εκπροσωπήθηκε από ίδιο πληρεξούσιο δικηγόρο. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Φεβρουαρίου 2012. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Φεβρουαρίου 2012. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Πρόεδρος:
Εμμανουήλ Καλούδης
Λήμματα:
Πλάνη προκληθείσα με απάτη ,Το δεδικασμένο της διαταγής πληρωμής

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ 

Δημοσίευση:
ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ
ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ
Ετος:
2012
Τόμος:
60
Σελ.:
1790


ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 

Δικαστήριο:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
Τόπος:
ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:
1397
Ετος:
2012



Περίληψη
Δεδικασμένο από τη διαταγή πληρωμής - Δεδικασμένο επί ενστάσεων -. Το γεγονός ότι η διαταγή πληρωμής δεν είναι δικαστική απόφαση, δεν συνεπάγεται αναγκαίως και ότι αυτή δεν δύναται κατά νόμο να παραγάγει δεδικασμένο, υπό τη θετική και την αρνητική λειτουργία του, αφού το δεδικασμένο δεν αποτελεί εννοιολογικό γνώρισμα των δικαστικών αποφάσεων, αλλά έννομη συνέπεια αυτών που την προσδίδει διάταξη νόμου (ΑΠ 53/04). Καλύπτονται και οι καταχρηστικές ενστάσεις, δηλαδή εκείνες που στηρίζονται επί απλών πραγματικών περιστατικών. Στις ενστάσεις αυτές που αν δεν προτάθηκαν καλύπτονται από το δεδικασμένο, ανήκει και η καταχρηστική διακωλυτική ένσταση ότι η δικαιοπραξία αντιβαίνει εν όλω ή εν μέρει σε απαγορευτική διάταξη νόμου και για το λόγο αυτό είναι άκυρη, όπως είναι η δικαιοπραξία με την οποία συνομολογείται ποσοστό τόκου μεγαλύτερου του καθοριζομένου από το νόμο, κατά το επί πλέον του νομίμου τόκου ποσοστό.
Κείμενο Απόφασης
Αριθμός 1397/2012
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κουτρομάνο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Ευφημία Λαμπροπούλου και Γεράσιμο Φουρλάνο, Αρεοπαγίτες.
    ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 30 Ιανουαρίου 2012, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
    Των αναιρεσειόντων: 1. Ν. Λ. του Α., 2. Β. Λ. το γένος Ν. Ι., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σπυρίδωνα Νικολάου.
    Του αναιρεσιβλήτου: Ι. Μ. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευθύμιο Πολιτόπουλο.
    Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8-11-2004 αγωγή του ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4891/2006 του ίδιου Δικαστηρίου και 6654/2007 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 1-2-2008 αίτησή τους.
    Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Δήμητρα Παπαντωνοπούλου ανέγνωσε την από 15-9-2009 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψη της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη.
    ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 559 αριθ. 16 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης επιτρέπεται και αν το δικαστήριο κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε, μεταξύ άλλων, ότι υπάρχει δεδικασμένο. Ο Άρειος Πάγος ελέγχει μόνο την "παράβαση νόμου", δηλαδή την ψευδή ερμηνεία ή εσφαλμένη εφαρμογή των περί δεδικασμένου διατάξεων σε σχέση με όσα γίνονται ανελέγκτως δεκτά, ήτοι αν αυτά συνιστούν την έννοια του δεδικασμένου και σε καταφατική περίπτωση αν αυτό έχει την έκταση και τα αποτελέσματα που του προσέδωσε η απόφαση, ενώ διαφεύγει του αναιρετικού ελέγχου, ως κρίση περί τα πράγματα, η συνδρομή ή όχι των περιστατικών ως προς την ταυτότητα της διαφοράς και των διαδίκων. Αν η κρίση περί δεδικασμένου στηρίζεται μόνον επί διαδικαστικών εγγράφων, προς διακρίβωση της βασιμότητας ή μη του λόγου ελέγχεται και η εκτίμηση του περιεχομένου τους, ενώ επισκοπείται από τον ’ρειο Πάγο και η απόφαση από όπου απορρέει το δεδικασμένο. Περαιτέρω, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 321, 322 και 324 ΚΠολΔ, η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο που δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα, το δικαίωμα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασής του το δεδικασμένο, που προκύπτει από την απόφαση αυτή, λαμβάνοντάς το ως αμάχητη αλήθεια, όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωμα, για την ύπαρξη ή μη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο. Το δεδικασμένο αυτό εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα για έννομη σχέση που προβλήθηκε με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού. Έννομη σχέση κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, είναι το σύνολο των εννόμων συνεπειών που κρίθηκαν τελεσίδικα και όχι τα πραγματικά γεγονότα που γέννησαν ή απέσβησαν τις έννoμες συνέπειες. Με τελεσίδικη απόφαση ισοδυναμεί και η διαταγή πληρωμής, η οποία έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, μετά την τελεσίδικη απόρριψη της ασκηθείσας ανακοπής, ή σε περίπτωση μη ασκήσεως ανακοπής, μετά την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας ασκήσεως της ανακοπής του άρθρου 633 παρ. 3 ΚΠολΔ (ΑΠ 133/2003). Η διαταγή πληρωμής που απέκτησε ισχύ δεδικασμένου, προσομοιάζει κατά τα αποτελέσματά της με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, υπό την έννοια ότι δεν μπορεί πλέον να αμφισβητηθεί ούτε και με ανακοπή από το άρθρο 933 ΚΠολΔ, η με αυτή βεβαιούμενη απαίτηση, αφού έκτοτε αποτελεί, κατά ρητή διάταξη του άνω άρθρου 633 παρ. 2 εδ. τελευταίο, δεδικασμένο, που κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 330 και 935 ιδίου κώδικα καθιστά απαράδεκτη την προβολή σε μεταγενέστερη δίκη που αφορά το κύρος της εκτελέσεως λόγων ανακοπής που αν και ήσαν γεννημένοι και μπορούσαν να προταθούν, δεν προτάθηκαν με μία από τις πιο πάνω ανακοπές κατά της διαταγής πληρωμής (Ολ.ΑΠ 30/1987). Το γεγονός ότι η διαταγή πληρωμής δεν είναι δικαστική απόφαση, δεν συνεπάγεται αναγκαίως και ότι αυτή δεν δύναται κατά νόμο να παραγάγει δεδικασμένο, υπό τη θετική και την αρνητική λειτουργία του, αφού το δεδικασμένο δεν αποτελεί εννοιολογικό γνώρισμα των δικαστικών αποφάσεων, αλλά έννομη συνέπεια αυτών που την προσδίδει διάταξη νόμου (ΑΠ 53/2004).
    Εξάλλου κατά το άρθρο 330 ΚΠολΔ το δεδικασμένο εκτείνεται στις ενστάσεις που προτάθηκαν, καθώς και σε εκείνες, που μπορούσαν να προταθούν και δεν προτάθηκαν. Από τις ενστάσεις που δεν προτάθηκαν εξαιρούνται εκείνες που στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα που μπορεί να ασκηθεί και με κύρια αγωγή. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι καλύπτονται από το δεδικασμένο όλες οι προταθείσες ενστάσεις, ασχέτως της νομικής τους θεμελίωσης. Από εκείνες που δεν προτάθηκαν καλύπτονται: α) όλες οι ενστάσεις εκ του δικονομικού δικαίου, β) όλες οι καταχρηστικές ενστάσεις, δηλαδή εκείνες που στηρίζονται επί απλών πραγματικών περιστατικών και γ) όλες οι γνήσιες αυτοτελείς ή αυθύπαρκτες ενστάσεις, δηλαδή εκείνες που, όπως και οι καταχρηστικές στηρίζονται επί απλού πραγματικού γεγονότος, αλλά περαιτέρω στηρίζουν διαπλαστικό δικαίωμα του εναγομένου, ώστε να αποτελούν παραλλήλως και ενστάσεις υπό ουσιαστική έννοια. Όλες αυτές οι ενστάσεις, είτε αφορούν τις διαδικαστικές προϋποθέσεις, είτε αφορούν το κατ' ουσία βάσιμο της αγωγής, καλύπτονται από το δεδικασμένο. Καλύπτονται επίσης οι κατά του προδικαστικού ζητήματος ενστάσεις κατά την ίδια έκταση, είτε το προδικαστικό ζήτημα αφορά τις διαδικαστικές προϋποθέσεις, είτε το επίδικο δικαίωμα (κύριο ζήτημα) και αδιαφόρως εάν η ένσταση ανάγεται στην ύπαρξη της προδικαστικής έννομης σχέσης ή στην έκταση της εξ αυτής ευθύνης. Η μη προταθείσα ένσταση καλύπτεται από το δεδικασμένο, εφόσον ήταν δυνατόν να προταθεί κατά την διάρκεια προηγούμενης δίκης, εφόσον δηλαδή υπήρχαν έκτοτε όλα τα απαιτούμενα για την θεμελίωσή της γεγονότα, έστω και αν ο διάδικος τα αγνοούσε υπαιτίως ή ανυπαιτίως (ΑΠ 1017/2001). Στην κατηγορία των καταχρηστικών ενστάσεων που αν δεν προτάθηκαν, κατά τα ανωτέρω, καλύπτονται από το δεδικασμένο, ανήκει και η καταχρηστική διακωλυτική ένσταση ότι η δικαιοπραξία αντιβαίνει εν όλω ή εν μέρει σε απαγορευτική διάταξη νόμου και για το λόγο αυτό είναι άκυρη, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ, όπως, κατά τα άρθρα 293 και 294 ίδιου κώδικα, άκυρη είναι και η δικαιοπραξία με την οποία συνομολογείται ποσοστό τόκου μεγαλύτερου του καθοριζομένου από το νόμο, κατά το επί πλέον του νομίμου τόκου ποσοστό. Στην προκειμένη περίπτωση με την αγωγή τους εναντίον του ήδη αναιρεσιβλήτου, οι αναιρεσείοντες εκθέτουν, εκτός των άλλων, τα εξής κρίσιμα πραγματικά περιστατικά που ενδιαφέρουν εν προκειμένω: 'Ότι ο πρώτος εξ αυτών αποδέχθηκε το έτος 1995 τέσσερις συναλλαγματικές, πληρωτέες εις διαταγήν του εναγομένου, συνολικού ποσού 107.275.000 δρχ με ημερομηνίες λήξεως την 15.5.1997, την πληρωμή των οποίων τριτεγγυήθηκε υπέρ του αποδέκτη η δεύτερη ενάγουσα σύζυγος του. 'Ότι προς πληρωμή των συναλλαγματικών αυτών, μολονότι ο εναγόμενος γνώριζε ότι ενσωμάτωναν εξ ολοκλήρου τοκογλυφικούς τόκους από δάνειο που είχε χορηγήσει στον πρώτο ενάγοντα, ποσού 107.275.000 δρχ., ζήτησε και πέτυχε την έκδοση της υπ' αριθμ. 11864/2000 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών εις βάρος των εναγόντων, αποδέκτη και τριτεγγυητή των εν λόγω συναλλαγματικών, με την οποία υποχρεώθηκαν οι ενάγοντες να του καταβάλουν εις ολόκληρο το άνω ποσό κεφαλαίου, πλέον τόκων και εξόδων, στη συνέχεια δε επέδωσε σ' αυτούς την από 15.11.2000 επιταγή προς πληρωμή της εν λόγω διαταγής πληρωμής, με αναγγελία του δε, από 15.11.2000, στον διενεργηθέντα, με επίσπευση τρίτου, πλειστηριασμό της οικίας της δεύτερης ενάγουσας, αναγγέλθηκε προς είσπραξη του επιδικασθέντος με την άνω διαταγή πληρωμής ποσού πλέον τόκων και εξόδων, ανερχομένου συνολικώς στο ποσό των 198.009.000 και εισέπραξε από το επιτευχθέν πλειστηρίασμα το συνολικό ποσό των 170.388.987 δραχμών, ήτοι ισόποσο των 500.041,03 ευρώ. Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά, επικαλούμενοι αδικοπραξία του εναγομένου, ζήτησαν, κατά μετατροπή του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί α) ότι η επιδικασθείσα με την ως άνω διαταγή πληρωμής απαίτηση του εναγομένου είναι εξ ολοκλήρου προϊόν τοκογλυφικών τόκων β)ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στη δεύτερη ενάγουσα αποζημίωση για περιουσιακή ζημία ποσού 500.041 ευρώ γ) ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει σε κάθε ενάγοντα το ποσό των 200.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης Το Εφετείο δικάζοντας έφεση των εναγόντων και ήδη αναιρεσειόντων, απέρριψε αυτή, δεχόμενο, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που απέρριψε την αγωγή, ένσταση του εναγομένου ότι από την υπ' αριθμ. 812/2003 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε επί ανακοπής των αναιρεσειόντων κατά της ως άνω εκδοθείσας εις βάρος τους διαταγής πληρωμής και απέρριψε την ανακοπή αυτών, παράγεται δεδικασμένο ως προς την επιδικασθείσα με την άνω διαταγή πληρωμής απαίτηση του εναγομένου, διότι οι καθών η διαταγή πληρωμής με την ασκηθείσα κατ' αυτής από 17.11.2000 ανακοπή δεν προέβαλαν ως λόγο ανακοπής, την γεννημένη κατά την άσκηση της ανακοπής καταχρηστική ένσταση ακύρωσης της διαταγής πληρωμής εξ αιτίας του ότι η απαίτηση του εναγομένου εκάλυπτε εξ ολοκλήρου τοκογλυφικούς τόκους και επομένως το ζήτημα της ανυπαρξίας της απαίτησης του εναγομένου, από τις άνω συναλλαγματικές, εκδόσεως του πρώτου ενάγοντος, την πληρωμή των οποίων τριτεγγυήθηκε υπέρ αυτού η δεύτερη, το οποίο τίθεται ως προδικαστικό ζήτημα με την άσκηση της αγωγής αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του εναγομένου, και αποτελεί την αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου, καλύπτεται από το δεδικασμένο που παράγεται από την παραπάνω τελεσίδικη επί της ανακοπής απόφαση κατά της διαταγής πληρωμής Έτσι που έκρινε το Εφετείο, με πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 321 επ. ΚΠολΔ και επομένως οι υπό στοιχεία ΙΙ και ΙΙΙ λόγοι αναίρεσης, από τους αριθμούς 19 και 16 αντιστοίχως του άρθρου 559 ΚΠολΔ με τους οποίους προβάλλονται οι πλημμέλειες, πως το Εφετείο με ανεπαρκείς αιτιολογίες και παρά το νόμο δέχτηκε ότι υπάρχει δεδικασμένο από την άνω επί της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής εκδοθείσα τελεσίδικη απόφαση, είναι αβάσιμοι. Εξάλλου, ερείδεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως και είναι ως εκ τούτου αβάσιμος, ο ισχυρισμός των αναιρεσειόντων, σύμφωνα με τον οποίο δεν παρήχθη δεδικασμένο για την ένδικη κατ' αυτών απαίτηση από την ως άνω 812/2003 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, επειδή αυτό έκρινε απορριπτέα την κατά της διαταγής πληρωμής ανακοπή τους ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Τούτο δε, διότι όπως από την απόφασή του αυτή προκύπτει, το Εφετείο είχε κρίνει τους λόγους της ανακοπής όχι αόριστους και εντεύθεν απαράδεκτους, αλλά "ουσιαστικά αβάσιμους". Ο αναιρετικός λόγος από το άρθρο 559 αριθμ. 8 ΚΠολΔ, δεν ιδρύεται αν τα πράγματα, ήτοι αυτοτελείς ουσιώδεις για την έκβαση της δίκης ισχυρισμοί, όπως είναι και οι λόγοι έφεσης, λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας και απορρίφθηκαν για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό, γεγονός που συμβαίνει και όταν η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει παραδοχές αντίθετες με τον φερόμενο ως μη ληφθέντα υπόψη ισχυρισμό.
    Στην προκειμένη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου προκύπτει, ότι αυτό, όπως και το πρωτοβάθμιο, δεχόμενο ότι από την υπ' αριθμ. 812/2003 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που δίκασε ανακοπή των ήδη αναιρεσειόντων κατά της υπ' αριθμ. 11864/2000 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, παράγεται δεδικασμένο, έλαβε υπόψη του θεμελιωτικούς της αγωγής των εναγόντων ισχυρισμούς περί αδικοπραξίας του ενάγοντος, συνιστάμενης στην έκδοση των άνω συναλλαγματικών, αποδοχής του πρώτου ενάγοντος, την πληρωμή των οποίων εγγυήθηκε υπέρ αυτού η δεύτερη, οι οποίες ενσωμάτωναν εξ ολοκλήρου τοκογλυφικούς τόκους δανείου που ο εναγόμενος χορήγησε στον πρώτο ενάγοντα και απέρριψε για το λόγο αυτό την αγωγή, απορρίπτοντας ως αβάσιμους τους ισχυρισμούς των εναγόντων περί αδικοπραξίας του εναγομένου, με τη συνομολόγηση τοκογλυφικών τόκων και της είσπραξης αυτών με αναγγελία του στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο. Επομένως ο πρώτος λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, με παράλληλη καταδίκη των αναιρεσειόντων στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου.
    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 1 Φεβρουαρίου 2008 αίτηση των 1) Ν. Λ. και 2) Β. Λ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 6654/2007 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
    Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
    Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Απριλίου 2012.
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 3 Σεπτεμβρίου 2012.
    Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Πρόεδρος:
Αθανάσιος Κουτρομάνος
Λήμματα:
Δεδικασμένο από τη διαταγή πληρωμής ,Δεδικασμένο επί ενστάσεων

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ 

Δημοσίευση:
ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ
ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ
Ετος:
2013
Τόμος:
61
Σελ.:
752

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 

Δικαστήριο:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
Τόπος:
ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:
53
Ετος:
2004



Περίληψη
Διαταγή πληρωμής -. Η διαταγή πληρωμής, η οποία έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, ισοδυναμεί με τελεσίδικη απόφαση.
Κείμενο Απόφασης
Αριθμός 53/2004
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δημήτριο Σουλτανιά, Αντιπρόεδρο, Κωνσταντίνο Βαρδαβάκη, Νικόλαο Οικονομίδη, Στέφανο Γαβρά και Αθανάσιο Γιωτάκο, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του, στις 10 Δεκεμβρίου 2003, με την παρουσία και της γραμματέως Μαριάννας Νίκου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειουσών: 1) Κ. συζύγου Α.Κ. ή Κ., το γένος Ε.Φ. ή Φ., 2) Α.-Δ.Τ. του Ι. και της Μ. και 3) Α.Τ. του Ι. και της Μ., κατοίκων Δήμου Περιστερίου Αττικής, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σέφη Αναστασάκο.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ανώνυμης Τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως επισπεύδουσας, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κίμωνα Βορίδη, 2) Ε. συζ. Α.Δ.. το γένος Π. και Α.Μ., κατοίκου Δήμου Γαλατσίου Αττικής, ως υπερθεματίστριας, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Βαρβάρα Τσάτσου-Θανοπούλου.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8 Νοεμβρίου 2000 ανακοπή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1149/2002 του ίδιου Δικαστηρίου και 307/2003 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 20 Μαΐου 2003 αίτηση τους.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Στέφανος Γαβράς ανέγνωσε την από 1 Δεκεμβρίου 2003 έκθεση του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειουσών ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, η πληρεξούσια των αναιρεσιβλήτων την απόρριψη της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Επειδή, με το άρθρο 30 παρ. 1 του Ν. 2789/2000 (ΦΕΚ Α' 21/11-2-2000) θεσπίσθηκε ανώτατο όριο (πολλαπλάσιο) των απαιτήσεων των τραπεζών από τόκους και ανατοκισμό που παρήχθησαν από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, ενώ με την παράγραφο 4 αυτού ορίσθηκε ότι από της ισχύος του (11-2-2000) τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται α) να γνωστοποιούν εντός 90 ημερών από την υποβολή της σχετικής αίτησης στους οφειλέτες που οι οφειλές τους εμπίπτουν στη ρύθμιση αυτού το ύψος της οφειλής τους κατά κεφάλαιο και τόκους, β) να μη λογίζουν τόκους για τη συνολική οφειλή, όπως αυτή θα διαμορφωθεί μετά την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2, μέχρι 30 Απριλίου 2000 και να μην αρχίσουν διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης, ούτε να συνεχίσουν διαδικασίες που έχουν αρχίσει, μέχρι 31 Οκτωβρίου 2000. Περαιτέρω, κατά την παράγραφο 8 εδ. α' του άρθρου 30 του ίδιου νόμου οι διατάξεις αυτού (αρθ. 30) δεν επηρεάζουν όσα είτε κρίθηκαν, οποτεδήποτε, τελεσίδικα, εκτός εάν εκκρεμούν κατά την ημερομηνία ψήφισης τους στον Αρειο Πάγο, είτε ρυθμίστηκαν με διάταξη νόμου ή με συμβιβασμό, αναγνώριση χρέους ή άλλη συμφωνία μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων και οφειλετών για συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων μέχρι τη δημοσίευση του και οι σχετικές συμφωνίες εξακολουθούν να δεσμεύουν τα μέρη. Εξάλλου, με τελεσίδικη απόφαση ισοδυναμεί και η διαταγή πληρωμής, η οποία έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, μετά την τελεσίδικη απόρριψη της ασκηθείσας ανακοπής, ή σε περίπτωση μη ασκήσεως ανακοπής, μετά την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας ασκήσεως της ανακοπής του άρθρου 633 παρ. 3 ΚΠολΔ (Ολ. ΑΠ 16/1996, ΑΠ 133/2003). Η διαταγή πληρωμής που απέκτησε ισχύ δεδικασμένου προσομοιάζει κατά τα αποτελέσματα της με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, υπό την έννοια ότι δεν μπορεί πλέον να αμφισβητηθεί ούτε και με ανακοπή από το άρθρο 933 ΚΠολΔ, η με αυτή βεβαιούμενη απαίτηση, αφού έκτοτε αποτελεί, κατά ρητή διάταξη του άνω άρθρου 633 παρ. 2 εδ. τελευταίο, δεδικασμένο, που κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 330 και 935 ιδίου κώδικα καθιστά απαράδεκτη την προβολή σε μεταγενέστερη δίκη που αφορά το κύρος της εκτελέσεως λόγων ανακοπής που αν και ήσαν γεννημένοι και μπορούσαν να προταθούν, δεν προτάθηκαν με μία από τις πιο πάνω ανακοπές κατά της διαταγής πληρωμής (Ολ. ΑΠ 30/1987). Το γεγονός ότι η διαταγή πληρωμής δεν είναι δικαστική απόφαση, δεν συνεπάγεται αναγκαίως και ότι αυτή δεν δύναται κατά νόμο να παραγάγει δεδικασμένο, υπό τη θετική και την αρνητική λειτουργία του, αφού το δεδικασμένο δεν αποτελεί εννοιολογικό γνώρισμα των δικαστικών αποφάσεων, αλλά έννομη συνέπεια αυτών που την προσδίδει διάταξη νόμου. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του, δέχτηκε τα εξής: Κατόπιν σχετικής αιτήσεως της αναιρεσίβλητης τράπεζας (ως δανείστριας συμβάσεως ανοικτού λογαριασμού, που είχε καταρτισθεί μεταξύ αυτής και της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης υπό την επωνυμία "Ι.Δ.Τ. ΕΠΕ"), εκδόθηκε η με αριθμ. 526/1993 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδικείου Περιστερίου Αττικής, δυνάμει της οποίας διατάχθηκε η πρώτη αναιρεσείουσα, ως εγγυήτρια υπέρ της πιστούχου στον εν λόγω ανοικτό λογαριασμό να καταβάλει στην ανωτέρω τράπεζα χρηματικό ποσό, ως χρεωστικό υπόλοιπο από το λογαριασμό αυτό, μετά το κλείσιμο του. Στη συνέχεια και μετά τη νόμιμη προδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης του πιο πάνω εκτελεστού τίτλου (διαταγής πληρωμής), επιβλήθηκε κατάσχεση σε δύο ενυπόθηκα ακίνητα των αναιρεσειουσών, δυνάμει της οικείας υπ' αριθμ. 73/2000 εκθέσεως του αρμοδίου δικαστικού επιμελητή Δ.Κ.. Οτι η διαταγή αυτή πληρωμής επιδόθηκε στην πρώτη ανακόπτουσα (ήδη πρώτη αναιρεσείουσα), οφειλέτιδα της καθής η ανακοπή, ήδη πρώτης αναιρεσίβλητης, δύο φορές και συγκεκριμένα στις 12-10-1993 και στις 23-11-1993, κατά τις υπ' αριθ. 4580/1993 και 4937/1993 εκθέσεις επιδόσεως του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή Σ.Τ., χωρίς η εν λόγω οφειλέτιδα της τράπεζας να ασκήσει κατά του ανωτέρω εκτελεστού τίτλου ανακοπή εκ του άρθρου 632 παρ. 1 ή εκ του άρθρου 633 ΚΠολΔ, μέχρι και την 20-12-1993, σύμφωνα με το υπ' αριθμ. 3821/1993 πιστοποιητικό του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών, σε τρόπο ώστε η εν λόγω διαταγή πληρωμής απέκτησε ισχύ δεδικασμένου. Με τις σκέψεις αυτές το Εφετείο απέρριψε τον τρίτο λόγο της ανακοπής, σύμφωνα με τον οποίο ο πλειστηριασμός των άνω ακινήτων είναι άκυρος επειδή πραγματοποιήθηκε στις 11 Οκτωβρίου 2000 (παρά τα οριζόμενα στο άρθρο 30 παρ. 4 εδ. β' του Ν. 2789/2000), κατά παραδοχή της επαναφερθείσας και στο δικαστήριο ενστάσεως της πρώτης αναιρεσίβλητης, ότι εφαρμογή στην περίπτωση της δικαζόμενης υπόθεσης έχει η διάταξη του άρθρου 30 παρ. 8 εδ. α του ίδιου νόμου, λόγω του ότι η άνω διαταγή πληρωμής, δυνάμει της οποίας ενεργήθηκε ο πλειστηριασμός, απέκτησε ισχύ δεδικασμένου. Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τη διάταξη ουσιαστικού δικαίου του άρθρου 30 παρ. 8 του ν. 2789/2000 και συνεπώς ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος της αναιρέσεως, από τον αριθμ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, που αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια αυτή, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
II. Επειδή, κατά το άρθρο 559 αριθμ. 8 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται (και) αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" κατά την έννοια του νόμου θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική βάση (και συνεπώς θεμελιώνουν το αίτημα) αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως. Συνεπώς δεν είναι πράγματα, υπό την άνω έννοια, τα νομικά επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι για την υποστήριξη των απόψεων τους σε σχέση με νομικά ζητήματα, ή οι ισχυρισμοί τους που αναφέρονται στην ορθή ερμηνεία του νόμου (Ολ. ΑΠ 3/1997). Επομένως, ο δεύτερος λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίο οι αναιρεσείουσες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την εκ του άρθρου 559 αριθμ. 8 ΚΠολΔ πλημμέλεια, διότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς αυτών, ότι "στην έννοια της τελεσίδικης κρίσης και κατά συνέπεια του περιορισμού που θέτει η διάταξη του άρθρου 30 παρ. 8 του ν. 2789/2000 περιλαμβάνονται όσες απαιτήσεις κρίθηκαν με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, και όχι με διαταγή πληρωμής που δεν είναι δικαστική απόφαση, αλλά απλά εκτελεστός τίτλος", είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος.
III. Επειδή, ο λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος, όταν λείπει το έννομο συμφέρον, ιδίως όταν είναι αλυσιτελής, διότι η προβαλλόμενη πλημμέλεια δεν επιδρά κατά νόμο στο διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης (ΑΠ 1150/93). Έτσι, επί επάλληλων αιτιολογιών (κύριων ή επικουρικών), κάθε μία από τις οποίες στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό, εάν έστω και μία δεν πλήττεται ή πλήττεται ανεπιτυχώς, οι λόγοι που πλήττουν τις υπόλοιπες είναι αλυσιτελείς (ΑΠ Ολ. 25/2003). Στην προκείμενη περίπτωση, οι ήδη αναιρεσείουσες με τον πρώτο λόγο της ανακοπής τους ζήτησαν την ακύρωση του πλειστηριασμού επικαλούμενες ότι αυτός δεν διήρκεσε από ώρα 12.00' μέχρι ώρα 14.00' της 11-10-2000, όπως ορίζει το άρθρο 998 παρ. 2 ΚΠολΔ, παρά τα περί του αντιθέτου αναφερόμενα στην προσβαλλόμενη έκθεση πλειστηριασμού, η οποία ως προς το σημείο αυτό είναι πλαστή. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του, απέρριψε το λόγο αυτό της ανακοπής, 1) κυρίως ως αόριστο, διότι οι ανακόπτουσες δεν αναφέρουν ρητώς ότι πράγματι κατά την ώρα της κατά νόμο έναρξης του πλειστηριασμού ευρίσκονταν στον καθορισμένο τόπο διεξαγωγής του υποψήφιοι πλειοδότες, τους οποίους δεν κατονομάζουν και 2) επικουρικώς ως αβάσιμο κατ' ουσία, διότι αποδείχτηκε ότι ενώπιον του υπαλλήλου του πλειστηριασμού εμφανίσθησαν ως πλειοδότες οι σ' αυτήν (απόφαση) κατονομαζόμενοι και ως εκ τούτου η επικαλούμενη από τις ανακόπτουσες βλάβη δεν επήλθε. Ενόψει αυτών, ο τρίτος λόγος της αναιρέσεως, που πλήττει (μόνο) την ως άνω κύρια αιτιολογία της προσβαλλόμενης, για πλημμέλεια από τον αριθμ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ήτοι για παραβίαση του άρθρου 998 παρ. 2 ΚΠολΔ και "του διδάγματος της κοινής πείρας, των υποψηφίων αγοραστών" που απορρέει από αυτό (κατά τα αναφερόμενα στο αναιρετήριο), είναι απορριπτέος προεχόντως ως αλυσιτελής, αφού δεν πλήττεται με λόγο αναιρέσεως η επικουρική αιτιολογία της απόφασης (που απέρριψε ως κατ' ουσία αβάσιμο τον άνω λόγω ανακοπής), η οποία στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της.
Επειδή, οι αναιρεσείουσες πρέπει να καταδικασθούν στην δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, οι οποίες είχαν χωριστή υπεράσπιση (άρθρα 183 και 176 εδ. α' ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 20-5-2003 αίτηση των Κ. συζ. Α.Κ., Α.-Δ.Τ. και Α.Ι.Τ., περί αναιρέσεως της 307/2003 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, και Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε χίλια εκατόν εβδομήντα (1170) ευρώ για κάθε αναιρεσίβλητη. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 23 Δεκεμβρίου 2003. Και Δημοσιεύθηκε, στο ακροατήριο του, σε δημόσια συνεδρίαση, στις 14 Ιανουαρίου 2004.

Πρόεδρος:
Null
Δικηγόροι:
Στέφανος Γαβράς
Εισηγητές:
Στέφανος Γαβράς
Μέλη:
Null
Λήμματα:
Διαταγή πληρωμής

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ 

Δημοσίευση:
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ
Ετος:
2004
Τόμος:
3
Σελ.:
747




ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 

Δικαστήριο:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
Τόπος:
ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:
133
Ετος:
2003


Κείμενο Απόφασης
Αριθμός 133/2003
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Δαμάσκο, Αντιπρόεδρο, Κωνσταντίνο Βαρδαβάκη, Στυλιανό Πατεράκη, Γεράσιμο Σιμόπουλο και Στέφανο Γαβρά, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 15 Ιανουαρίου 2003, με την παρουσία και της γραμματέως Δήμητρας Φαραγγά, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό των Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Ν. Ν., Πάρεδρο Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, βάσει δηλώσεως κατ' άρθρ. 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.
Της αναιρεσίβλητης: Α. Μ. του Θ., κατοίκου Γιαννιτσών, η οποία παραστάθηκε αυτοπροσώπως, καθόσον είναι δικηγόρος.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με ανακοπές, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Γιαννιτσών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 372/146.19/1999 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1209/2001 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί το αναιρεσείον με την από 4 Ιανουαρίου 2002 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Στέφανος Γαβράς ανέγνωσε την από 3 Ιανουαρίου 2003 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως. Η αυτοπροσώπως παριστάμενη αναιρεσίβλητη ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά το άρθρο 975 αρ.4 ΚΠολΔ (με την αρίθμηση που υπήρχε πριν από την προσθήκη αρ.4 με το άρθρο 4 παρ.14 ν.2298/1995) στην τέταρτη σειρά κατατάσσονται στον πίνακα οι απαιτήσεις των δικηγόρων από αμοιβές, αποζημιώσεις και έξοδα, εφόσον προέκυψαν από ενέργειες που έγιναν μέσα στο τελευταίο έτος πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού ενώπιον δικαστηρίου και έχουν επιδικασθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση. Η διάταξη αυτή καταργήθηκε με το άρθρο 6 παρ.1 β του ν.2479/1997, αλλά ρυθμίζει τις αναφερόμενες σ'αυτή απαιτήσεις των δικηγόρων, των οποίων η ύπαρξη και η σειρά των προνομίων κρίνεται βάσει των διατάξεων που ίσχυαν κατά το χρόνο συντάξεως του πίνακα κατατάξεως. Από την ανωτέρω διάταξη, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 976, 977, 978, 979 και 980 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η τελεσιδικία της καταψηφιστικής αποφάσεως που τίθεται ως προϋπόθεση για την προνομιακή ικανοποίηση της αξιώσεως του δικηγόρου πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο συντάξεως του πίνακα κατατάξεως (Απ 1149/1998). Σε περίπτωση όμως ανακοπής κατ΄αυτού ως χρόνος συντάξεως νοείται εκείνος κατά τον οποίο διαμορφώνεται ο πίνακας, ύστερα από την τελεσίδικη επί της ανακοπής απόφαση. Η μέχρι το χρόνο της τελεσιδικίας κατάταξη του αναγγελόμενου γίνεται τυχαία, με την έννοια ότι τα αποτελέσματα της κατατάξεως εξαρτώνται από την τελεσίδικη επιδίκαση της σχετικής απαιτήσεως (ΑΠ 1507/1995). Κατά την έννοια της πιο πάνω διάταξης (άρθρ. 975 αρ.4 Κ.Πολ.Δ.), με τελεσίδικη απόφαση ισοδυναμεί και η διαταγή πληρωμής, η οποία έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, μετά την τελεσίδικη απόρριψη της ασκηθείσας ανακοπής, ή σε περίπτωση μη ασκήσεως ανακοπής, μετά την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας ασκήσεως της ανακοπής του άρθρου 633 παρ.3 ΚΠολΔ (Ολ.ΑΠ 16/1996). Εν προκειμένω, με το μοναδικό λόγο αναίρεσης πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, ήτοι για παραβίαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου του άρθρου 975 αρ.4 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν το ν.2479/1997, διότι το Εφετείο εσφαλμένα κατέταξε προνομιακά οριστικά στον υπ'αρ.14640/1993 πίνακα κατατάξεως δανειστών της οφειλέτριας εταιρίας «ΦΙΛΙΠΠΙΑΣ ΑΕ» που συνέταξε ο συμβ/φος Γιαννιτσών Ν. Δ., την αναιρεσίβλητη δικηγόρο για απαιτήσεις αυτής από δικηγορικές ενέργειες που έγιναν κατ΄εντολή της οφειλέτριας μέσα στο τελευταίο έτος προ του πλειστηριασμού παρότι για τις αναγγελθείσες αυτές απαιτήσεις της δεν υπήρχε τελεσίδικη επιδίκαση κατά το χρόνο συντάξεως του πίνακα κατατάξεως, εφόσον η διαταγή πληρωμής που τις ενσωμάτωνε δεν είχε απαιτήσει ισχύ δεδικασμένου. Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε τα εξής: Με επίσπευση της Ιονικής και Λαϊκής Τράπεζας εκπλειστηριάσθηκε στις 15-7-1992 ως ενιαίο σύνολο ακίνητη περιουσία της οφειλέτριας εταιρίας «ΦΙΛΙΠΠΙΑΣ ΑΕ». Το πλειστηρίασμα που επιτεύχθηκε ανήλθε στο ποσό των 351.000.000 δρχ. Στον υπάλληλο του πλειστηριασμού αναγγέλθηκε, εκτός από το αναιρεσείον, και η αναιρεσίβλητη δικηγόρος, για απαιτήσεις από δικηγορικές αμοιβές, συνολικού ποσού 16.807.841 δρχ., που προέκυψαν από ενέργειες που έγιναν μέσα στο τελευταίο έτος πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Στον πίνακα που συνέταξε ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος δεν κατέταξε την αναιρεσίβλητη, διότι έκρινε ότι οι αναγγελθείσες απαιτήσεις της δεν απολάμβαναν του προνομίου του άρθρου 975 αρ.4 ΚΠολΔ. Περαιτέρω το Εφετείο δέχθηκε, ότι για τις εν λόγω απαιτήσεις (16.807.811 δρχ.) εκδόθηκε σε βάρος της οφειλέτριας-καθής η εκτέλεση η επικαλούμενη με την αναγγελία και εμπροθέσμως κατατεθείσα στον υπάλληλο του πλειστηριασμού υπ'αρ. 95/1992 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρ/κείου Θεσσαλονίκης, στην οποία μνημονεύεται η αιτία γενέσεως των άνω απαιτήσεων και οι χρόνοι που έγιναν οι ενέργειες της αναιρεσίβλητης δικηγόρου, από τις οποίες προέκυψαν, ότι κατά της πιο πάνω διαταγής πληρωμής η οφειλέτρια άσκησε ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η 146/1997 απόφαση του Πολ.Πρ.Γιαννιτσών που την απέρριψε ως ανυποστήρικτη, ότι η απόφαση αυτή επιδόθηκε νομότυπα στην ανακόπτουσα η οποία δεν άσκησε μέσα στη νόμιμη προθεσμία τα ένδικα μέσα της ανακοπής ερημοδικίας και της έφεσης και έτσι η εν λόγω απόφαση έγινε τελεσίδικη και η διαταγή πληρωμής απέκτησε ισχύ δεδικασμένου και ότι κατόπιν αυτού οι επίδικες απαιτήσεις της απολαμβάνουν του προνομίου του άρθρου 975 αρ.4 Κ.Πολ.Δ. Με τις σκέψεις αυτές το Εφετείο δέχθηκε την έφεση της αναιρεσίβλητης κατά της εκκαλουμένης 372/1999 οριστικής απόφασης του Μον/λούς Πρ/κείου Γιαννιτσών, που απέρριψε την ανακοπή αυτής κατά του άνω πίνακα κατατάξεως και αφού την εξαφάνισε και δίκασε επί της ανακοπής, την δέχθηκε κατά ουσία και μεταρρύθμισε τον προσβαλλόμενο πίνακα, ώστε να καταταγεί η αναιρεσίβλητη οριστικά για την αναφερθείσα προνομιακή απαίτησή της. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο ορθά εφάρμοσε το άρθρο 975 αρ.4 Κ.Πολ.Δ., όπως ίσχυε πριν από το ν.2479/1997, και συνεπώς ο λόγος της αναιρέσεως με τον οποίο αποδίδεται στο Δικαστήριο σφάλμα κατά την εφαρμογή αυτού, διότι, κατά την άποψη του αναιρεσείοντος, δεν συνέτρεχε νόμιμη περίπτωση προνομιακής κατάταξης των άνω απαιτήσεων της αναιρεσίβλητης, εφόσον δεν υπήρχε τελεσίδικη επιδίκαση αυτών κατά το χρόνο συντάξεως του πίνακα, πράγμα που αποτελεί (κατά την άποψη αυτή) προϋπόθεση του εν λόγω προνομίου σε κάθε περίπτωση, ανεξαρτήτως δηλαδή ασκήσεως ανακοπής κατά του πίνακα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 4/1/2002 αίτηση αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου κατά της 1209/2001 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει το αναιρεσείον στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει σε διακόσια ενενήντα τρία (293) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 24 Ιανουαρίου 2003 . Και Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στις 29 Ιανουαρίου 2003.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ 

Δημοσίευση:
ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ







ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 

Δικαστήριο:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Τόπος:
ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:
30
Ετος:
1987



Περίληψη
Συναλλαγματική - Παραγραφή αξιώσεων - Εικοσαετής είναι η παραγραφή των αξιώσεων εκ συναλλαγματικής, όταν βεβαιώνονται με τελεσίδικη απόφαση ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό, έστω και αν η αξίωση υπαγόταν σε συντομότερη παραγραφή. Στην έννοια αυτή δεν περιλαμβάνονται και οι διαταγές πληρωμής. Δεν τρέπεται σε εικοσαετή η τριετής παραγραφή της αξιώσεως κατά του αποδέκτου (άρθρο 70 Ν. 5525/1932), αν δεν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία ανακοπής ή δεν απορριφθεί τελεσίδικα η τυχόν ασκηθείσα.
Κείμενο Απόφασης
Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 268 του ΑΚ, όπως μεταγλωττίσθηκε με το π.δ. 456/1984, "κάθε αξίωση που βεβαιώθηκε με τελεσίδικη απόφαση ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό παραγράφεται μετά 20 χρόνια και αν ακόμη καθαυτή υπαγόταν σε συντομότερη παραγραφή". Η θεσμοθέτηση της διατάξεως αυτής νομοθετικό λόγο έχει το γεγονός ότι, μετά τη βεβαίωση της αξίωσεως με τελεσίδικη απόφαση ή δημόσιο έγγραφο εκτελεστό δεν υφίσταται ούτε δυνατότητα αμφισβητήσεώς της ούτε δυσχέρεια στην απόδειξή της, που με την πάροδο του χρόνου, λόγω εξασθενήσεως των αποδεικτικών μέσων, δημιουργεί αβεβαιότητα, η οποία με τη σειρά της καθιστά την απονομή της δικαιοσύνης προβληματική και επισφαλή. Για το λόγο αυτό παύει έκτοτε να υφίσταται η ανάγκη αποφυγής αυτών των δυσμενών για την απονομή της δικαιοσύνης συνεπειών, η οποία (ανάγκη) αποτελεί και το λόγο για τον οποίο καθιερώθηκαν οι διάφορες
βραχυχρόνιες παραγραφές (βλ. και ΟλΑΠ 610/1976). Για την άρση όμως του άνω λόγου που δικαιολογεί την βραχυχρόνια παραγραφή αξιώσεως, πρέπει η αξίωση να βεβαιώνεται κατά τρόπο που δεν επιτρέπει πλέον την αμφισβήτησή της, γι' αυτό και όταν η βεβαίωση της αξιώσεως γίνεται με δικαστική απόφαση, ο νόμος αξιώνει απόφαση τελεσίδικη (άρθρο 268 ΑΚ), μη αρκούμενος σε οριστική έστω και αν αυτή έχει κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή. Η αξίωση αυ τή του νόμου, ως προς τη βεβαιωτική της απαιτήσεως δικαστική απόφαση, είναι προσδιοριστική και της εννοίας στην άνω διάταξη του άρθρου 268 ΑΚ, του δημοσίου εκτελεστού εγγράφου, στο οποίο όταν βεβαιώνει την απαίτηση αρκείται επίσης η διάταξη αυτή, για την επιμήκυνση της παραγραφής, σαν του εγγράφου που βεβαιώνει, κατά τρόπο μη επιτρέποντα πλέον αμφισβήτηση της απαντήσεως και γι' αυτό αποδεικνύει αυτή ευχερώς και άμεσα. Στην έννοια όμως αυτή δεν περιλαμβάνονται όλα τα έγγραφα που από το άρθρο 904 παρ. 2 του ΚΠολΔ θεωρούνται ότι είναι τίτλοι εκτελεστοί, μεταξύ δε αυτών κατά τη διάταξη αυτή εκτελεστών τίτλων που αποτελούν μεν δημόσια έγγραφα δεν συγκεντρώνουν όμως τις προϋποθέσεις που προεξετέθησαν για να επιφέρουν την κατά το άρθρο 268 του ΑΚ επιμήκυνση σε εικοσαετή, διακοπτομένης βραχυχρόνιας παραγραφής, περιλαμβάνονται και οι διαταγές πληρωμής γιατί αυτές, που επιδικάζουν προσωρινά και ύστερα από συνοπτική διαδικασία, κατά κανόνα χωρίς καν κλήτευση του οφειλέτη, την απαίτηση, αφ' ενός δεν βεβαιώνουν κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση την ύπαρξη της απαιτήσεως, της οποίας την πληρωμή διατάσσουν αφού στον καθού οφειλέτη παρέχεται δικαίωμα άμεσης αμφισβητήσεως της γενέσεως και υπάρξεώς της (και όχι μόνο της εκτελεστότητας της διαταγής) με το ένδικο βοήθημα της ανακοπής (πρώτα του άρθρου 632 παρ. 2 του ΚΠολΔ και σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης ασκήσεώς της και μετά νέα κοινοποίησή τους της του άρθρου 633 παρ. 2 του αυτού Κώδικα) και μόνο μετά την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας και της δεύτερης ανακοπής, δεν μπορεί πλέον να αμφισβητηθεί ούτε και με ανακοπή από το άρθρο 933 του ΚΠολΔ, η με αυτές βεβαιούμενη απαίτηση, αφού έκτοτε αποτελουν, κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 633 παρ. 2 εδ. τελευταίο του αυτού Κώδικα, δεδικασμένο, που κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 330 και 935 του ΚΠολΔ καθιστά απαράδεκτη την προβολή σε μεταγενέστερη δίκη που αφορά το κύρος της εκτελέσεως λόγων ανακοπής που, αν και ήσαν γεννημένοι και μπορούσαν να προταθούν, δεν προτάθηκαν με μία από τις πιο πάνω ανακοπές κατά της διαταγής πληρωμής. Αφετέρου εμπεριέχουσες δικαστική κρίση που υπόκειται σε αμφισβήτηση με ένδικα βοηθήματα (ανακοπές) και δημιουργούσες, σε περίπτωση που συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 633 παρ. 2 εδ. τελευταίο, δεδικασμένο με τις συνέπειες που προεξετέθηκαν, διαφέρουν από τα δημόσια έγγραφα που καλύπτουν με το κύρος της δημόσιας αρχής τις σε αυτά διατυπούμενες αναγνωριστικές της υπάρξεως απαιτήσεων, βουλήσεις συμβαλλομένων ιδιωτών και προσομοιάζουν κατά τα αποτελέσματά τους προς τις δικαστικές αποφάσεις, σε τρόπο ώστε για την εξαιτίας τους επιμήκυνση, διακοπείσης βραχυχρόνιας παραγραφής κατά το άρθρο 268 να απαιτείται βεβαίωση από αυτές της επίδικ
Επειδή αναιρουμένης υπό της Ολομελείας του Αρείου Πάγου της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει η προκειμένη υπόθεση να παραπεμφθεί, για περαιτέρω ουσιαστική έρευνα στο, κατά τον κανονισμό αρμόδιο Γ' Πολιτικό τμήμα του Αρείου Πάγου.

Πρόεδρος:
Α. Στασινός
Εισηγητές:
Γ. Κασίμης

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ 

Δημοσίευση:
Επιθεώρηση Εμπορικού Δικαίου
ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ
Ετος:
1988
Τόμος:
ΛΘ
Σελ.:
281