Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2016

ΔΥΟ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣτΕ, ΠΟΥ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΟΥΝ ΟΤΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΑΤΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΙΣ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΕΣ ΑΔΕΙΕΣ,ΠΡΟΦΑΝΩΣ ΥΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΔΙΑΘΕΣΗΣ ΝΑ ΠΛΗΓΕΙ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ, ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΑΚΥΡΩΤΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΝΑΙΡΕΙ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ

    Με τις αποφάσεις αυτές (η μία της Ολομέλειας του) το ΣτΕ απερίφραστα κρίνει: "η επ΄ αόριστον ανοχή της λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών, οι οποίοι ιδρύθηκαν και λειτούργησαν παρανόμως, αντίκειται προς το Σύνταγμα"
    Κι όμως , με την τελευταία απόφασή του, το ΣτΕ οδηγεί ακριβώς σε αυτό: στην επ' αόριστον ανοχή της λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών που ιδρύθηκαν και λειτούργησαν παρανόμως (εξυπακούεται ότι το κλείσιμο όλων των τηλεοπτικών σταθμών είναι αδιανόητη) , αφού η ΝΔ, ενεργώντας αντιθεσμικά, μπορεί να αναβάλει την συγκρότηση του ΕΣΡ και άρα την αδειοδότηση των καναλιών, επ' αόριστο και επ' άπειρο
    Φυσικά αυτή, δεν είναι η πρώτη φορά, που οι δικαστές του ΣτΕ, χάριν της σκοπιμότητας, τρώνε τα χαρτιά, στα οποία είναι τυπωμένες προηγούμενες αποφάσεις τους , και μάλιστα της Ολομέλειας. 
    Τα συμπεράσματα ανήκουν στον καθένα....

   

Δικαστήριο: ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Τόπος: ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης: 3578
Ετος: 2010

Περίληψη


Νομιμοποίηση παρανόμως λειτουργούντων σταθμών - Αντισυνταγματικότητα ρύθμισης - Αντίθεση στις συνταγματικές αρχές του Κράτους Δικαίου και της ισότητας διατάξεων, βάσει των οποίων θεωρούνται νομίμως λειτουργούντες τηλεοπτικοί σταθμοί χωρίς άδεια ιδρύσεως και λειτουργίας -. Η επ’ αόριστον ανοχή της λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών που ιδρύθηκαν και λειτούργησαν παρανόμως, αντιβαίνει στην αρχή του Κράτους Δικαίου από την οποία απορρέει η υποχρέωση του Κράτους να εγγυάται υπέρ των πολιτών την πιστή εφαρμογή του νόμου και να προασπίζει τα δημόσια αγαθά, καθώς και στην αρχή της ισότητας, διότι θέτει τα πρόσωπα εκείνα που, ενώ είχαν την πραγματική δυνατότητα και τη βούληση να ιδρύσουν τηλεοπτικό σταθμό, εντούτοις δεν το έπραξαν αυθαιρέτως και δεν παρέβησαν τον νόμο, σε εξόχως μειονεκτική μοίρα σε σχέση με εκείνα που, με την αυθαίρετη κατάληψη ραδιοσυχνότητας, ίδρυσαν παρανόμως, χωρίς δηλαδή άδεια, τηλεοπτικό σταθμό. Κατόπιν παραπομπής με την απόφαση 2784/2007 του Δ’ Τμήματος, κρίθηκε το ζήτημα της συνταγματικότητας των διατάξεων των άρθρων 17 παρ. 1 του ν. 2644/1998 και 19 παρ. 2 του ν. 3051/2002, κατά τις οποίες θεωρούνται ως νομίμως λειτουργούντες τηλεοπτικοί σταθμοί, οι οποίοι δεν είναι εφοδιασμένοι με άδεια ιδρύσεως και λειτουργίας, εφόσον πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις.
Κείμενο Απόφασης




Αριθμός 3578/2010 

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ 

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 4 Δεκεμβρίου 2009, με την εξής σύνθεση: Μ. Βροντάκης, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου, που είχε κώλυμα, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Ν. Ρόζος, Χ. Ράμμος, Δ. Μαρινάκης, Μ. Καραμανώφ, Ι. Μαντζουράνης, Κ. Ευστρατίου, Γ. Ποταμιάς, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα, Ι. Γράβαρης, Ε. Αντωνόπουλος, Γ. Τσιμέκας, Ι. Ζόμπολας, Π. Καρλή, Δ. Γρατσίας, Β. Καμπίτση, Β. Γρατσίας, Α. Ντέμσιας, Σ. Παραμυθιώτης, Φ. Ντζίμας, Η. Τσακόπουλος, Β. Καλαντζή, Μ. Παπαδοπούλου, Δ. Κυριλλόπουλος, Α. Καλογεροπούλου, Κ. Κουσούλης, Σύμβουλοι, Κ. Φιλοπούλου, Κ. Κατρά, Πάρεδροι. Γραμματέας η Δ. Μουζάκη. 

    Για να δικάσει την από 10 Ιουνίου 2003 αίτηση: 

της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΑΘΗΝΑΪΚΕΣ ΤΗΛΕΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ Α.Ε.", που εδρεύει στην Αθήνα (Γκυϊλφόρδου 9), ιδιοκτήτριας του τηλεοπτικού σταθμού «ΑΘΗΝΑ TV», η οποία δεν παρέστη, αλλά ο δικηγόρος που υπογράφει την αίτηση νομιμοποιήθηκε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, 

    κατά 1) του Υπουργού Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και 2) του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (Ε.Σ.Ρ.), οι οποίοι παρέστησαν με την Νίκη Μαριόλη, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους. 
    Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ΄ αριθμ. 2784/2007 αποφάσεως του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση. Με την αίτηση αυτή η αιτούσα εταιρεία επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. 236/6-5-2003 απόφαση του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, καθώς και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως. 
    Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως από τον Εισηγητή, Σύμβουλο Η. Τσακόπουλο. 
    Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την εκπρόσωπο του Υπουργού και του Ε.Σ.Ρ., η οποία ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως. 
    Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι 
    Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α 
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο 
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (γραμμάτια παραβόλου 891940, 330879/2003). 
    2. Επειδή, ζητείται η ακύρωση της αποφάσεως 236/6.5.2003 του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση θεραπείας της αιτούσης κατά της αποφάσεως 201/1.4.2003 του ίδιου Συμβουλίου. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε επιβληθεί στον τηλεοπτικό σταθμό «ΑΘΗΝΑ Τ.V.», τον οποίο εκμεταλλεύεται η αιτούσα, η «διοικητική κύρωση της αμέσου διακοπής της λειτουργίας αυτού». Στην αιτιολογία της προσβαλλομένης πράξεως αναφέρονται και τα εξής: «Ο τηλεοπτικός σταθμός ΑΘΗΝΑ Τ.V. είχε υποβάλει αίτηση μετά των νομίμων δικαιολογητικών προς συμμετοχή σε προκηρυχθέντα διαγωνισμό για λήψη αδείας λειτουργίας αυτού. Εντεύθεν ο σταθμός λειτουργεί νομίμως και υποχρεούται να εκπέμπει το δηλωθέν με την αίτησή του πρόγραμμα το οποίο είναι . . . ψυχαγωγικό», πλην αντί του δηλωθέντος προγράμματος «εκπέμπει διαφημίσεις αστροπροβλέψεων, μέντιουμ, χαρτομαντειών, ωροσκοπίων και χειρομαντιών», δηλαδή πρόγραμμα, το οποίο, κατά το Ε.Σ.Ρ., δεν έχει την ποιοτική στάθμη που επιβάλλει το άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος, και ως εκ τούτου, επιβάλλεται η διακοπή λειτουργίας του εν λόγω σταθμού. 
    3. Επειδή, η αιτούσα ως νόμιμο έρεισμα της λειτουργίας του τηλεοπτικού σταθμού της επικαλείται τις διατάξεις των άρθρων 17 παρ. 1 του ν. 2644/1998 και 19 παρ. 2 του ν. 3051/2002. Κατά τις διατάξεις αυτές θεωρούνται ως νομίμως λειτουργούντες τηλεοπτικοί σταθμοί, οι οποίοι δεν είναι εφοδιασμένοι με άδεια ιδρύσεως και λειτουργίας, εφ΄ όσον πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις. Η κρινόμενη αίτηση εισήχθη προς εκδίκαση στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου κατόπιν παραπομπής της με την απόφαση 2784/2007 του Δ΄ Τμήματος, με την οποία κρίθηκε ότι η δεύτερη από τις παραπάνω διατάξεις (άρθρο 19 παρ. 2 του ν. 3051/2002) κατέστη αντισυνταγματική και το ζήτημα παραπέμφθηκε προς επίλυση ενώπιον της Ολομελείας σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 5 του Συντάγματος. 
    4. Επειδή, όπως έχει ήδη γίνει δεκτό (βλ. Σ.τ.Ε. 5040/1987 Ολομ., 1145/1988 Ολομ., 2501/2004 7μ.), με το άρθρο 15 του Συντάγματος, όπως το άρθρο αυτό ίσχυε πριν από την αναθεώρησή του με το Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής (το οποίο δεν επέφερε συνταγματική μεταβολή από της εξεταζομένης απόψεως), δεν θεσπίζεται ατομικό δικαίωμα ιδρύσεως ραδιοφωνικού και τηλεοπτικού σταθμού, αλλ΄ η διαμόρφωση ενός τέτοιου δικαιώματος αφήνεται στον κοινό νομοθέτη, ο οποίος, κατά την ρύθμιση του εν λόγω θέματος, τελεί υπό τους όρους και περιορισμούς της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού. Το κρατικό μονοπώλιο ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών εκπομπών καταργήθηκε με τους νόμους 1730/1987 (Α.145) «Ελληνική Ραδιοφωνία – Τηλεόραση Ανώνυμη Εταιρεία» και 1866/1989 (Α.222) «Ίδρυση Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεοράσεως και παροχή αδειών για την ίδρυση και λειτουργία τηλεοπτικών σταθμών», με τους οποίους επετράπη η ίδρυση και λειτουργία τοπικών ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών, αντιστοίχως, κατόπιν διοικητικής αδείας χορηγουμένης αυτοτελώς (όχι δηλαδή στο πλαίσιο διαγωνιστικής διαδικασίας), βάσει προϋποθέσεων και κατ΄ εκτίμηση κριτηρίων, που έτασσε ο νόμος. Κατ΄ εφαρμογήν των νόμων αυτών εκδόθηκαν περιορισμένος αριθμός αδειών τηλεοπτικών σταθμών και μεγάλος αριθμός αδειών ραδιοφωνικών σταθμών. Παράλληλα, από το έτος 1989 και έπειτα άρχισαν να λειτουργούν πολλοί ιδιωτικοί ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί σταθμοί αυθαιρέτως, χωρίς διοικητική άδεια. Κρίθηκε μάλιστα (βλ. Σ.τ.Ε. 3839/1997 Ολομ.) ότι η εν τοις πράγμασι ίδρυση και λειτουργία τηλεοπτικού σταθμού, χωρίς άδεια, δεν αποτελούν νόμιμο λόγο χορηγήσεως αδείας κατά τον ν. 1866/1989, έστω και αν η Διοίκηση, με την πρακτική που είχε τηρήσει, είχε ανεχθεί ή και υποβοηθήσει την λειτουργία χωρίς άδεια του συγκεκριμένου, καθώς και άλλων τηλεοπτικών σταθμών. Στο πραγματικό αυτό δεδομένο (της ιδρύσεως και λειτουργίας ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών χωρίς άδεια) αναφέρεται η εισηγητική έκθεση του ν. 2328/1995 «Νομικό καθεστώς της ιδιωτικής τηλεόρασης και της τοπικής ραδιοφωνίας, ρύθμιση θεμάτων της ραδιοτηλεοπτικής αγοράς και άλλες διατάξεις» (Α. 159). Κατά την έκθεση, μετά την χορήγηση, μέχρι το έτος 1989, 275 αδειών τοπικών ραδιοφωνικών σταθμών, «το κρατικό ενδιαφέρον για την τοπική ραδιοφωνία ουσιαστικά σταμάτησε, με αποτέλεσμα όλο το ραδιοφωνικό τοπίο να καταστεί ανεξέλεγκτο. Το φαινόμενο της ιδιωτικής τηλεόρασης διέρρηξε εξαρχής το νομικό πλαίσιο στο οποίο έπρεπε να κινηθεί. Ο ν. 1866/1989 ήταν λιγότερο συστηματικό και διορατικός απ΄ ό,τι επέβαλλε το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό βάρος της ιδιωτικής τηλεόρασης». Κατά την εν λόγω έκθεση, βασικό έργο του Ε.Σ.Ρ. «μέχρι το 1993 μπορούν να θεωρηθούν οι κώδικες δεοντολογίας. . . και η γνώμη του για τη χορήγηση οκτώ αδειών για τηλεοπτικούς σταθμούς με ειδική άδεια δικτύωσης για την απόκτηση εθνικής εμβέλειας και τεσσάρων για τοπικούς τηλεοπτικούς σταθμούς. Η πραγματική τηλεοπτική κατάσταση είχε, βέβαια, εξαρχής πολύ μικρή σχέση με αυτήν την κατανομή αδειών. . .». Την κατάσταση αυτή επιχείρησε να αντιμετωπίσει ο προαναφερθείς ν. 2328/1995, που θέσπισε νέο λεπτομερές σύστημα ρυθμίσεως, προβλέπον την χορήγηση διοικητικών αδειών ιδρύσεως και λειτουργίας ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών. Οι βασικές διατάξεις του είναι οι εξής: «’ρθρο 1. 1. Επιτρέπεται η ίδρυση, εγκατάσταση και λειτουργία ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών, που εκπέμπουν σήμα κοινής λήψης από τους οικιακούς δέκτες στους διαθέσιμους για το σκοπό αυτό διαύλους ή τις διαθέσιμες ραδιοσυχνότητες, μόνο μετά από άδεια που χορηγείται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού. Οι άδειες χορηγούνται για την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος και η χρήση τους συνιστά δημόσια λειτουργία. Οι σταθμοί στους οποίους χορηγούνται οι άδειες υποχρεούνται να μεριμνούν για την ποιότητα του προγράμματος, την αντικειμενική ενημέρωση, τη διασφάλιση της πολυφωνίας, καθώς και την προαγωγή του πολιτισμού με τη μετάδοση εκπομπών λόγου και τέχνης. . . 3. Οι ιδιωτικοί τηλεοπτικοί σταθμοί της παρ. 1 διακρίνονται σε τρεις (3) κατηγορίες: α. Σε σταθμούς εθνικής εμβέλειας που καλύπτουν το σύνολο της επικράτειας. . . β. Σε σταθμούς περιφερειακής εμβέλειας που καλύπτουν . . . ευρύτερο γεωγραφικό διαμέρισμα, το οποίο οριοθετείται με . . . κοινή απόφαση του Υπουργών Μεταφορών και Τύπου και ΜΜΕ. . . γ. Σε σταθμούς τοπικής εμβέλειας που καλύπτουν τον αντίστοιχο νόμο ή περισσότερους προσδιορισμένους όμορους νομούς. . . 25. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από απόφαση του Υπουργού Τύπου και ΜΜΕ και των κατά περίπτωση αρμόδιων υπουργών, ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες που είναι τυχόν αναγκαίες για την εφαρμογή των θεμάτων του άρθρου αυτού, εκτός από εκείνα για τα οποία έχουν ήδη παρασχεθεί άλλες νομοθετικές εξουσιοδοτήσεις. ’ρθρο 2. 1. Οι άδειες. . . χορηγούνται με απόφαση του Υπουργού Τύπου και ΜΜΕ [ήδη του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, βάσει του άρθρου 4 παρ. 1 περ. α΄ του ν. 2863/2000, (Α 262)]. 2. Με απόφαση του Υπουργού Τύπου και ΜΜΕ [ήδη του Ε.Σ.Ρ., βάσει του άρθρου 4 παρ. 6 περ. α΄ του ν. 2863/2000, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 19 παρ. 1 του ν. 3051/2002] προκηρύσσεται, κάθε Σεπτέμβριο, καθώς και όποτε άλλοτε υπάρξουν διαθέσιμες συχνότητες, συγκεκριμένος αριθμός θέσεων αδειών κατά κατηγορία σταθμών. . . 3. Οι αιτήσεις υποβάλλονται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία ενός (1) μηνός από τη δημοσίευση της προκήρυξης. . . Στην αίτηση πρέπει να περιλαμβάνονται τα εξής τουλάχιστον στοιχεία: . . . 5. α) Η αίτηση συνοδεύεται από πλήρη και άρτια τεχνική μελέτη. β) Η αίτηση που υποβάλλεται από νομικό πρόσωπο πρέπει να συνοδεύεται από τα κατά νόμον αναγκαία νομιμοποιητικά έγγραφα. γ) . . . δ) Το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης εξετάζει και αξιολογεί συγκριτικά για κάθε κατηγορία και περιοχή τις αιτήσεις και βαθμολογεί τους αιτούντες με σύστημα μορίων το οποίο καθορίζεται στην επόμενη παράγραφο. . . 6. Όλες οι αιτήσεις. . . αξιολογούνται με σύστημα βαθμολόγησης με μόρια με βάση τα παρακάτω κριτήρια: α) Κριτήριο χρόνου λειτουργίας του σταθμού . . . β) Κριτήριο απασχολούμενου προσωπικού. . . γ) Κριτήριο πραγματικής επένδυσης και πληρότητας εξοπλισμού. . . δ) Κριτήριο προγραμματικής πληρότητας. . . 11. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Τύπου και ΜΜΕ, ρυθμίζονται όλες οι λεπτομέρειες που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή των θεμάτων του άρθρου αυτού, εκτός εκείνων για τα οποία έχει παρασχεθεί άλλη νομοθετική εξουσιοδότηση». Προκηρύξεις για την έκδοση αδειών λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών τοπικής και περιφερειακής εμβέλειας δημοσιεύθηκαν την 11.3.1998 (οι υπ΄ αριθμ. 4774/Ι και 4775/Ι, ΦΕΚ Β΄ 14 και 15, αντιστοίχως) και την 17.7.1998 (η υπ΄ αριθ. 15011/Ε, ΦΕΚ Β΄ 36). Ακολούθως, την 13.10.1998, δημοσιεύθηκε ο ν. 2644/1998 «Για την παροχή συνδρομητικών και τηλεοπτικών υπηρεσιών. . .» (Α΄ 223), το άρθρο 17 του οποίου ορίζει τα εξής: «Μεταβατικές διατάξεις για τους όρους λειτουργίας των τηλεοπτικών σταθμών: 1. Οι τηλεοπτικοί σταθμοί περιφερειακής και τοπικής εμβέλειας που λειτουργούν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου και έχουν υποβάλει εμπροθέσμως αίτηση για χορήγηση άδειας λειτουργίας ιδιωτικού τηλεοπτικού σταθμού σύμφωνα με τη διαδικασία των υπ΄ αριθ. 4775/1/3.3.1998 (ΦΕΚ παρ. 15), 4774/1/3.3.1998 (ΦΕΚ παρ. 14), 15011/Ε/13.7.1998 (ΦΕΚ παρ. 36) αποφάσεων του Υπουργού Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης θεωρούνται ως νομίμως λειτουργούντες εντός της γεωγραφικής περιοχής που αντιστοιχεί στον αναγραφόμενο στην αίτησή τους Χάρτη Συχνοτήτων του Παραρτήματος ΙΙ της υπ΄ αριθμ. 15587/Ε/19.8.1997 κοινής απόφασης των Υπουργών Μεταφορών και Επικοινωνιών και Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης (ΦΕΚ 785 Β΄), μέχρι την έκδοση της απόφασης του Υπουργού Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης με την οποία θα χορηγηθούν άδειες λειτουργίας ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών για την αντίστοιχη περιοχή ή μέχρι την έκδοση απορριπτικής απόφασης μετά την ολοκλήρωση του προβλεπόμενου στο άρθρο 2 παρ. 5 περιπτώσεις γ΄ και δ΄ του ν. 2328/1995 ελέγχου συνδρομής των νόμιμων προϋποθέσεων ή της επάρκειας της τεχνικής μελέτης. . .2. Οι αναφερόμενοι στην προηγούμενη παράγραφο τηλεοπτικοί σταθμοί οφείλουν να τηρούν τους προβλεπόμενους από το άρθρο 3 του ν. 2328/1995 κανόνες λειτουργίας, καθώς και αυτούς που προβλέπονται από τους ισχύοντες κώδικες δεοντολογίας του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης και τη νομοθεσία περί προστασίας των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Η παραβίαση των ανωτέρω κανόνων, η οποία διαπιστώνεται με βάση τεκμηριωμένη και ειδικά αιτιολογημένη καταγγελία παντός έχοντος έννομο συμφέρον, έχει ως συνέπεια την άμεση διακοπή λειτουργίας του τηλεοπτικού σταθμού, με απόφαση του Υπουργού Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, καθώς και την αρνητική αξιολόγηση του σταθμού αυτού κατά τη βαθμολόγηση από το Ε.Σ.Ρ. του προβλεπόμενου από το άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2328/1995 κριτηρίου της προγραμματικής πληρότητας ...». Στην εισηγητική έκθεση του άρθρου 17 του παραπάνω ν. 2644/1997 αναφέρονται τα εξής: «Με το άρθρο αυτό τίθενται οι βάσεις για μια αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων της ραδιοτηλεοπτικής νομοθεσίας, κατά το μεταβατικό στάδιο της εξέλιξης της διαδικασίας που θα οδηγήσει στην αδειοδότηση όλων των τηλεοπτικών σταθμών. Συγκεκριμένα με τη διαμόρφωση του Χάρτη Συχνοτήτων και τη δημοσίευση των προκηρύξεων για τη χορήγηση των αδειών λειτουργίας ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών εθνικής, περιφερειακής και τοπικής εμβέλειας, η μεγάλη προσπάθεια που έχει αναληφθεί για την εδραίωση της νομιμότητας και της διαφάνειας στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο, για πρώτη φορά στη χώρα μας, έχει πλέον εισέλθει στην τελική ευθεία. Σε αντίθεση με την πλειονότητα των λειτουργούντων τηλεοπτικών σταθμών που έχουν υποβάλλει αίτηση συμμετοχής στην προβλεπόμενη από το νόμο διαγωνιστική διαδικασία χορήγησης αδειών, ένας αριθμός τηλεοπτικών σταθμών επέλεξε την οδό της παρανομίας, αγνοώντας επιδεικτικά τους κανόνες και τους εν γένει θεσμούς της χώρας μας (παράβαση κανόνων δεοντολογίας μεταδιδόμενου προγράμματος, αποφυγή καταβολής πνευματικών δικαιωμάτων, παρεμβολή στις συχνότητες αεροπλοΐας, ενόπλων δυνάμεων κλπ.). Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο καθίσταται πλέον αναγκαίος ο διαχωρισμός, που επιχειρεί η προτεινόμενη ρύθμιση, μεταξύ των δύο αυτών κατηγοριών λειτουργούντων τηλεοπτικών σταθμών….». 
    5. Επειδή, οι διαγωνιστικές διαδικασίες, στις οποίες αναφέρεται το παρατεθέν άρθρο 17 του ν. 2644/1998, δεν ολοκληρώθηκαν. Την έκβασή τους ερύθμισε ο ν. 3051/2002 (Α. 220/20.9.2002). Με τον νόμο αυτόν, με τον οποίο το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης απέκτησε την αποφασιστική αρμοδιότητα εκδόσεως των προκηρύξεων των διαδικασιών αδειοδοτήσεως ιδιωτικών ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών, ορίσθηκαν και τα εξής: «’ρθρο 19. 1. ... 2. Διαγωνιστικές διαδικασίες με αντικείμενο τη χορήγηση αδειών για τη λειτουργία των τηλεοπτικών σταθμών ελεύθερης λήψης ή για την παροχή συνδρομητικών τηλεοπτικών υπηρεσιών μέσω επίγειων αποκλειστικά πομπών, οι οποίες δεν έχουν ολοκληρωθεί κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος νόμου και στις οποίες η συνδρομή των νόμιμων προϋποθέσεων των αιτούντων έχει ελεγχθεί από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 5 του Ν. 2328/1995 και του άρθρου 5 παρ. 3 εδάφ. α΄ του Ν. 2644/1998, καταργούνται. Για την κατάργηση των διαδικασιών του προηγούμενου εδαφίου εκδίδεται σχετική διαπιστωτική πράξη του Υπουργού Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. 3. Οι τηλεοπτικοί σταθμοί περιφερειακής και τοπικής εμβέλειας οι οποίοι, κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου, θεωρούνται ως νομίμως λειτουργούντες σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 1 του Ν. 2644/1998, εξακολουθούν να θεωρούνται ως νομίμως λειτουργούντες μέχρι την πρώτη εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν. 2328/1995 με την έκδοση αδειών λειτουργίας για την αντίστοιχη γεωγραφική περιοχή. 4. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, μπορεί να καθορίζονται ειδικότεροι όροι και προϋποθέσεις, καθώς και άλλη λεπτομέρεια σχετικά με τα υποβαλλόμενα, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 2 παρ. 5 και 7 παρ. 3 του Ν. 2328/1995 και 5 παρ. 2 του Ν. 2644/1998, στοιχεία και λοιπά δικαιολογητικά. . .». Στην εισηγητική έκθεση του παραπάνω άρθρου 19 αναφέρεται ότι η εφαρμογή των διατάξεων περί των νέων αρμοδιοτήτων του Ε.Σ.Ρ. «συνεπάγεται την επανέναρξη όλων των υπό εξέλιξη διαγωνιστικών διαδικασιών» και ότι με το άρθρο αυτό ρυθμίζεται «το μεταβατικό καθεστώς των φορέων παροχής τηλεοπτικών υπηρεσιών που θεωρούνται ως νομίμως λειτουργούντες με βάση το ισχύον σήμερα μεταβατικό καθεστώς λειτουργίας». Επακολούθησε η έκδοση του π.δ. 234/2003 «Όροι και προϋποθέσεις για τη χορήγηση αδειών ίδρυσης, εγκατάστασης και λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών ελεύθερης λήψης» (Α. 210/1.9.2003), καθώς και προκηρύξεων του Ε.Σ.Ρ. για την χορήγηση αδειών ιδρύσεως και λειτουργίας των τηλεοπτικών σταθμών εθνικής, περιφερειακής και τοπικής εμβέλειας. Διατάξεις των εν λόγω διατάγματος και προκηρύξεων ακυρώθηκαν με τις αποφάσεις 2502, 2504 και 2508/2.8.2005 του Συμβουλίου της Επικρατείας. Οι διαδικασίες αδειοδοτήσεως, που κινήθηκαν με τις παραπάνω προκηρύξεις ήσαν εν εξελίξει κατά τον χρόνον συζητήσεως της κρινομένης υποθέσεως ενώπιον του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας ήτοι την 17.5.2005, εν τέλει δε δεν ολοκληρώθηκαν. Επακολούθησε η δημοσίευση του ν. 3444/2006 (Α.46/2.3.2006), το άρθρο 15 παρ. 7 περ. β του οποίου όρισε ότι «Οι προκηρύξεις για τη χορήγηση τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών αδειών θα εκδοθούν μέχρι τις 30.6.2006». το άρθρο 9 παρ. 2 του ν. 3548/2007 (Α.68/20.3.2007) παρέτεινε την παραπάνω προθεσμία μέχρι την 30.6.2007. επακολούθησε η θέσπιση του ν. 3592/2007 «Συγκέντρωση και αδειοδότηση επιχειρήσεων Μέσων Ενημέρωσης. . .» (Α.161/ 19.7.2007), ο οποίος επέφερε σημαντικές τροποποιήσεις στο σύστημα αδειοδοτήσεως των τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών, όρισε δε ότι «Ως [νομίμως] λειτουργούντες τηλεοπτικοί περιφερειακοί σταθμοί νοούνται εκείνοι που θεωρείται ότι λειτουργούν νομίμως, σύμφωνα. . .» με τις παρατεθείσες διατάξεις των ν. 2644/1998, 3051/2002 και 3444/2006 (άρθρο 5 παρ. 7) και ότι η ίδια ως άνω προθεσμία κινήσεως της διαδικασίας αδειοδοτήσεως «παρατείνεται . . . μέχρι την 31.10.2007» (άρθρο 20 παρ. 5). η ίδια πάντοτε προθεσμία παρατάθηκε μέχρι την 31.10.2008 με το άρθρο δεύτερο παρ. 1 του ν. 3640/2008 (Α.22/14.2.2008), μέχρι την 30.6.2009 με το άρθρο 9 του ν. 3723/2008 (Α.250/9.12.2008) και μέχρι την 31.12.2009 με το άρθρο 37 του ν. 3779/2009 (Α. 122/21.7.2009). 
    6. Επειδή, η διάταξη του άρθρου 17 παρ. 1 του ν. 2644/1998, σχετικά με την νομιμοποίηση της λειτουργίας ορισμένων παρανόμως λειτουργούντων τηλεοπτικών σταθμών, οι οποίοι θεωρούνται υπό προθεσμίαν ως «νομίμως λειτουργούντες», θεσπίσθηκε σε χρόνο, κατά τον οποίο είχαν ήδη κινηθεί, με την έκδοση προκηρύξεων, και ήσαν εν εξελίξει διαγωνιστικές διαδικασίες κατά τις πάγιες διατάξεις του ν. 2328/1995, ευλόγως δε αναμενόταν η ολοκλήρωσή τους σε σχετικά βραχύ χρονικό διάστημα, με την έκδοση των αντιστοίχων αδειών, και η συνακόλουθη λήξη της ισχύος της διατάξεως αυτής. Αντιθέτως, με τις διατάξεις του άρθρου 19 του μεταγενέστερου ν. 3051/2002 παρατάθηκε το καθεστώς λειτουργίας των ίδιων τηλεοπτικών σταθμών επ΄ αόριστον, εφ΄ όσον με αυτές καταργήθηκαν οι αρξάμενες διαγωνιστικές διαδικασίες χωρίς να έχουν προκηρυχθεί νέες και χωρίς να τάσσεται στην Διοίκηση εύλογη προθεσμία, μέσα στην οποία θα έπρεπε να έχει ολοκληρώσει την αδειοδότηση των τηλεοπτικών σταθμών περιφερειακής και τοπικής εμβάλειας. Όμως, η υπό τις εκτεθείσες συνθήκες επ΄ αόριστον ανοχή της λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών, οι οποίοι ιδρύθηκαν και λειτούργησαν παρανόμως, αντίκειται προς το Σύνταγμα. Πρώτον μεν αντιβαίνει προς την θεμελιώδη συνταγματική αρχή του Κράτους Δικαίου, από την οποία απορρέει η υποχρέωση του Κράτους να εγγυάται υπέρ των πολιτών την πιστή εφαρμογή του νόμου και να προασπίζει τα δημόσια αγαθά. Τούτο επιτυγχάνεται με την αποτελεσματική λειτουργία των κρατικών υπηρεσιών εφαρμογής και επιβολής του νόμου. Έτσι διαφυλάσσεται το κύρος του νόμου και επιβεβαιώνεται η εμπιστοσύνη των πολιτών στην έννομη τάξη, που πρέπει να γίνεται από όλους σεβαστή. Δημόσιο δε αγαθό αποτελούν οι αριθμητικά περιορισμένες ραδιοσυχνότητες για την πραγματοποίηση τηλεοπτικών εκπομπών αναλογικού σήματος. το δημόσιο αυτό αγαθό προσβάλλεται όταν η χρήση των ραδιοσυχνοτήτων γίνεται χωρίς την απαιτούμενη διοικητική άδεια, δηλαδή αυθαιρέτως και παρανόμως. Δεύτερον δε, η επίμαχη ρύθμιση αντιβαίνει προς την συνταγματική αρχή της ισότητας. Διότι θέτει τα πρόσωπα εκείνα, τα οποία, ενώ είχαν την πραγματική δυνατότητα και την βούληση να ιδρύσουν τηλεοπτικό σταθμό, δεν το έπραξαν όμως αυθαιρέτως και δεν παρέβησαν τον νόμο, σε εξόχως μειονεκτική μοίρα σε σχέση με τα πρόσωπα, τα οποία, με την αυθαίρετη κατάληψη ραδιοσυχνότητας, ίδρυσαν παρανόμως, χωρίς δηλαδή άδεια, τηλεοπτικό σταθμό. Πράγματι, τα τελευταία αυτά πρόσωπα νέμονται τομέα της αγοράς τηλεοπτικών υπηρεσιών, η λειτουργία της οποίας μάλιστα συνδέεται με την, καίριας σημασίας σε μία δημοκρατική πολιτεία, άσκηση των δικαιωμάτων του πληροφορείν και του πληροφορείσθαι. Η ρύθμιση των επίμαχων διατάξεων θα ήταν, ενδεχομένως, συνταγματική εάν συνέτρεχαν εκ παραλλήλου και σωρευτικώς δυο προϋποθέσεις. Αφ’ ενός μεν εάν η διάταξη του άρθρου 19 παρ. 2 του ν. 3051/2002 δεν εξαρτούσε την εφαρμογή της κατά κύριο λόγο από το συμπτωματικό γεγονός της λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών σε δεδομένο χρόνο, αλλά και από κριτήρια συναπτόμενα προς την ύπαρξη πραγματικών καταστάσεων, οι οποίες, αν και δημιουργήθηκαν αυτογνωμόνως, χρήζουν, κατά την κρίση του νομοθέτη νομικής προστασίας, ανεκτής πάντως από το Σύνταγμα. Αφ’ ετέρου δε εάν η διάταξη αυτή ήταν περιορισμένης χρονικής ισχύος, εάν προέβλεπε δηλαδή έναν οπωσδήποτε οριστό καταληκτικό χρόνο ανοχής της λειτουργίας των νομιμοποιούμενων τηλεοπτικών σταθμών . ο χρόνος δε αυτός θα έπρεπε να είναι εύλογος, ως απολύτως αναγκαίος, να αντιστοιχεί δηλαδή προς τον χρόνο, ο οποίος απαιτείται για την ολοκλήρωση μιας το ταχύτερον δυνατόν κινουμένης διαδικασίας αδειοδοτήσεως και, πάντως, να μη υπερβαίνει ένα όριο, πέρα του οποίου, υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις, η εξαίρεση, δηλαδή η προσωρινή ανοχή της λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών που ιδρύθηκαν και λειτούργησαν παρανόμως με την αυθαίρετη κατάληψη ραδιοσυχνότητας, καθίσταται πλέον κανόνας που παραμερίζει το πάγιο – και εναρμονιζόμενο προς το άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος – νομοθετικό καθεστώς. Η υπέρβαση αυτού του ορίου δεν μπορεί σε καμμία περίπτωση να γίνει ανεκτή από την συνταγματική τάξη. Ανεξαρτήτως δε του ζητήματος αν κατά τον χρόνο...
θεσπίσεως της διατάξεως του άρθρου 19 παρ. 2 του ν. 3052/2002 συνέτρεχε η πρώτη από τις παραπάνω προϋποθέσεις, οπωσδήποτε δεν συνέτρεχε η δεύτερη, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή δεν ήταν περιορισμένης χρονικής ισχύος, δεν όριζε δηλαδή συγκεκριμένο και εύλογο, κατά τ΄ ανωτέρω, χρόνο λήξεως της ισχύος της. Επομένως, η επίμαχη διάταξη ήταν ήδη κατά τον χρόνο θεσπίσεώς της αντισυνταγματική. Σε κάθε δε περίπτωση κατά τον χρόνο της πρώτης συζητήσεως της κρινομένης υποθέσεως (17.5.2005), ήτοι δέκα (10) περίπου έτη μετά τη θέσπιση του ν. 2328/1995, επτά (7) έτη μετά την δημοσίευση των πρώτων προκηρύξεων για την αδειοδότηση τηλεοπτικών σταθμών και τρία (3) έτη μετά την θέση σε ισχύ των διατάξεων του άρθρου 19 παρ. 2 και 3 του ν. 3051/2002, τα χρονικά όρια της συνταγματικής ανοχής είχαν, πλέον, εξαντληθεί και η επίμαχη διάταξη είχε οπωσδήποτε καταστεί αντισυνταγματική και, ως εκ τούτου, αντίσχυρη, διότι η περαιτέρω διατήρησή της σε ισχύ θα ήταν, κατά τ΄ ανωτέρω, αντίθετη προς το Σύνταγμα. 
    7. Επειδή, κατ΄ ακολουθίαν, η λειτουργία του τηλεοπτικού σταθμού της αιτούσης κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο της συζητήσεως της κρινομένης αιτήσεως ενώπιον του Δ΄ Τμήματος δεν μπορούσε να στηριχθεί στην -ανίσχυρη κατά τ΄ ανωτέρω- διάταξη του άρθρου 19 παρ. 3 του ν. 3052/2002. Ούτε, εξ άλλου, άλλη διάταξη νόμου ή διοικητική πράξη επέτρεπε την λειτουργία αυτή κατά τον παραπάνω χρόνο. Επομένως, η ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως παρίσταται αλυσιτελής, εφ΄ όσον ακόμη και αν η πράξη αυτή εκτοπισθεί από την έννομη τάξη, η λειτουργία του τηλεοπτικού σταθμού της αιτούσης δεν είναι επιτρεπτή. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί. 
    8. Επειδή, το Δικαστήριο, εκτιμώντας, κατά το άρθρο 39 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 (Α.9) τις περιστάσεις, απαλλάσσει την αιτούσα από την δικαστική δαπάνη του Δημοσίου. 
    Διά ταύτα 
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση. 
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου. 
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 2 Μαρτίου 2010 
Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος  Η Γραμματέας 
  
  
Μ. Βροντάκης  Δ. Μουζάκη 
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 1ης Νοεμβρίου 



  ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
 ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
Τόπος: ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης: 1206
Ετος: 2012

Περίληψη


Παράνομη η λειτουργία των ραδιοφωνικών σταθμών - Παραπομπή σε Ολομέλεια -. Με τις διατάξεις του ν. 3592/2007 παρατείνεται εκ νέου, επ' αόριστον, το καθεστώς λειτουργίας των παρανόμως λειτουργούντων σταθμών και η ανοχή της λειτουργίας τους καθίσταται πλέον κανόνας που παραμερίζει το πάγιο - και εναρμονιζόμενο προς το άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος- νομοθετικό καθεστώς. Παραβίαση των αρχών του Κράτους Δικαίου και της ισότητας αφού τίθενται οι νομοταγείς πολίτες σε μειονεκτική θέση έναντι των αυθαιρετούντων. Τα άρθρα 5, 5α και 14 του Συντάγματος που κατοχυρώνουν κατ' αρχήν την ελευθερία έκφρασης τελούν υπό τον περιορισμό των ανωτέρω αρχών. Εξ' άλλου από την αυθαίρετη λειτουργία του σταθμού και εν γένει από το νομοθετικό πλαίσιο που προϋπέθετε διαγωνιστική διαδικασία ο αιτών δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι σχηματίστηκε σταθερή πεποίθηση του περί την λειτουργία του σταθμού και αρά δεν παραβιάστηκε η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Παραπέμπεται στην Ολομέλεια το ζήτημα της αντιθέσεως προς τις συνταγματικές αρχές του κράτους δικαίου και της ισότητας των διατάξεων των Ν. 2778/1999 και 3592/2007 που αφορούν την παράταση λειτουργίας των παρανόμως λειτουργούντων ραδιοφωνικών σταθμών.
Κείμενο Απόφασης


Αριθμός 1206/2012 

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ 

ΤΜΗΜΑ Δ΄ 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 25 Οκτωβρίου 2011, με την εξής σύνθεση: Ε. Σαρπ, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Δ. Κυριλλόπουλος, Κ. Πισπιρίγκος, Σύμβουλοι, Μ. Σωτηροπούλου, Μ. Αθανασοπούλου, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Ν. Αθανασίου. 

    Για να δικάσει την από 6 Νοεμβρίου 2009 αίτηση: 

του ..., κατοίκου Κομοτηνής (...), ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Δημοσθένη Κορδελλίδη (Α.Μ. 21298), που τον διόρισε με πληρεξούσιο, 

    κατά του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (Ε.Σ.Ρ.), το οποίο παρέστη με την Αθηνά Αλεφάντη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. 

    Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθούν: οι υπ’ αριθμ. 1) 458/29.9.2009 και 2) 407/28.7.2009 αποφάσεις του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης και 3) κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως. 
    Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Παρέδρου Μ. Σωτηροπούλου. 
    Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αιτούντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την αντιπρόσωπο του καθ’ ου Ε.Σ.Ρ., η οποία ζήτησε την απόρριψή της. 
    Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι 
    Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α 
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο 
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης έχει καταβληθεί το παράβολο (έντυπο παραβόλου 1091748/2007). 
    2. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, ζητείται η ακύρωση : α. της πράξης 407/28.7.2009 του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (Ε.Σ.Ρ.), με την οποία επεβλήθη στο ραδιοφωνικό σταθμό ΗΙΤ FM, ιδιοκτησίας του αιτούντος, η κύρωση της οριστικής διακοπής λειτουργίας, και β. της πράξης 458/29.9.2009 του ΕΣΡ, με την οποία απερρίφθη αίτηση θεραπείας κατά της ως άνω πράξης. 
    3. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ο ραδιοφωνικός σταθμός HIT FM λειτουργούσε στο νομό Ροδόπης στη συχνότητα των 92,9 ΜΗz την 1η.11.99, σύμφωνα δε με το άρθρο 53 του ν. 2778/99, θεωρείται ότι λειτουργεί νομίμως και δικαιούται να εκπέμπει από αυτή τη συχνότητα και μόνον. Με την απόφαση 55/25.2.2004 του Ε.Σ.Ρ., χορηγήθηκε στον εν λόγω σταθμό άδεια δικτύωσης με το ραδιοφωνικό σταθμό «Ράδιο Σφαίρα» 102,2 FM του νομού Αττικής, προκειμένου ο σταθμός HIT FM να μεταδίδει το πρόγραμμα του τελευταίου αυτού σταθμού επί πέντε το πολύ ώρες ημερησίως, κατά τα οριζόμενα στο ν. 2328/1995. Όπως, όμως, διαπιστώθηκε στη συνέχεια, ο σταθμός HIT FM δεν υλοποιούσε την ανωτέρω δικτύωση από τη συχνότητα των 92,9 ΜΗz, αλλά από τη συχνότητα των 99,1 ΜΗz. Για την παράβαση αυτή, το Ε.Σ.Ρ. επέβαλε στον αιτούντα, ιδιοκτήτη του σταθμού HIT FM, αρχικώς την κύρωση της σύστασης να παύσει να εκπέμπει από τη συχνότητα των 99,1 ΜΗz (πράξη 492/2005) και, λόγω μη συμμόρφωσης του σταθμού προς τη σύσταση και την υποχρέωση εκπομπής από τη συχνότητα των 92,9 ΜΗz, δύο πρόστιμα, ύψους 5.000 και 10.000 ευρώ (βλ., αντιστοίχως, πράξεις 178/2006 και 404/2006 του ΕΣΡ). Στη συνέχεια, κατόπιν του εγγράφου 35896/Φ. 386//4.10.2006 της Διεύθυνσης Φάσματος της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ), το Ε.Σ.Ρ., με την πράξη 504/14.11.2006, επέβαλε ως διοικητική κύρωση την οριστική διακοπή λειτουργίας του σταθμού HIT FM, με την αιτιολογία ότι ο εν λόγω σταθμός εξακολουθεί να εκπέμπει μη νομίμως το πρόγραμμα του σταθμού «Ράδιο Σφαίρα» από άλλη συχνότητα (87,8 ΜΗz) και ότι δεν συμμορφώνεται προς τις προηγούμενες πράξεις του Ε.Σ.Ρ. Η εκτέλεση της πράξης 504/14.11.2006 του Ε.Σ.Ρ. ανεστάλη με την απόφαση 208/2007 της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας, υπό τον όρο ότι ο αιτών θα χρησιμοποιεί μόνον τη συχνότητα των 92,9 MHz. Τέλος, το ΕΣΡ, με την πράξη του 407/28.7.2009 (πρώτη προσβαλλόμενη), επέβαλε εκ νέου τη διοικητική κύρωση της οριστικής διακοπής λειτουργίας του εν λόγω σταθμού, με την αιτιολογία ότι, κατόπιν του νεωτέρου εγγράφου της ΕΕΤΤ 30728/Φ. 386/23.6.2009, διαπιστώθηκε ότι ο σταθμός συνέχιζε να εκπέμπει το πρόγραμμα του ραδιοφωνικού σταθμού «Ράδιο Σφαίρα» του νομού Αττικής από διαφορετική και πάλι συχνότητα, δηλ. από τους 100,4 ΜΗz. Κατά της πράξης αυτής ο αιτών άσκησε στις 26.8.2009 αίτηση θεραπείας, η οποία απερρίφθη με την πράξη 458/29.9.2009 του ΕΣΡ (δεύτερη προσβαλλόμενη), με την εξής αιτιολογία: πρώτον, ότι δεν προσκομίσθηκαν στοιχεία που να αναιρούν τη βάση των γενομένων δεκτών με την προηγούμενη απόφαση του ΕΣΡ, δεύτερον, ότι ο ισχυρισμός του αιτούντος ότι είχε καταγγείλει από το μήνα Μάιο του 2007 τη σύμβαση δικτύωσης με το ραδιοφωνικό σταθμό «Ράδιο Σφαίρα» του νομού Αττικής δεν ασκεί επιρροή, εφόσον έχει νομίμως διαπιστωθεί η αναμετάδοση του προγράμματος αυτού από μη νόμιμη συχνότητα και, τρίτον, ότι, με την απόφαση 210/2009 του ΕΣΡ, επεβλήθη στο σταθμό «ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΟΡ 100,4» Κομοτηνής κύρωση λόγω μη υποβολής της ροής προγράμματος και όχι λόγω αναμετάδοσης του προγράμματος του ραδιοφωνικού σταθμού «Ράδιο Σφαίρα», επομένως δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός ότι ο τρίτος αυτός σταθμός αναμεταδίδει το πρόγραμμα του «Ράδιο Σφαίρα». 
    4. Επειδή, όπως κρίθηκε με την απόφαση 274/2012 του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, η πράξη 504/14.11.2006 του Ε.Σ.Ρ. αντικαταστάθηκε από την πρώτη νυν προσβαλλόμενη πράξη της αυτής αρχής (407/28.7.2009), η οποία εμπροθέσμως προσβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, κατατεθείσα στις 11.11.2009. Αντιθέτως, με τη δεύτερη προσβαλλόμενη πράξη 458/29.9.2009 του Ε.Σ.Ρ. απερρίφθη αίτηση θεραπείας του αιτούντος κατά της πρώτης προσβαλλόμενης πράξης, χωρίς νέα κατ΄ ουσίαν έρευνα της υπόθεσης. Ως εκ τούτου, η μεταγενέστερη αυτή πράξη στερείται εκτελεστότητας και απαραδέκτως προσβάλλεται. 
    5. Επειδή, όπως έχει ήδη γίνει δεκτό (βλ. Σ.τ.Ε. 5040/1987 Ολομ., 1145/1988 Ολομ., 2501/2004 7μ., 250/2009, 3578/2010 Oλομ.), με το άρθρο 15 του Συντάγματος, όπως το άρθρο αυτό ίσχυε πριν από την αναθεώρησή του με το Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής (το οποίο δεν επέφερε συνταγματική μεταβολή από την εξεταζόμενη άποψη), δεν θεσπίζεται ατομικό δικαίωμα ίδρυσης ραδιοφωνικού και τηλεοπτικού σταθμού, αλλά η διαμόρφωση ενός τέτοιου δικαιώματος αφήνεται στον κοινό νομοθέτη, ο οποίος, κατά την ρύθμιση του εν λόγω θέματος, τελεί υπό τους όρους και περιορισμούς της παραγράφου 2 του αυτού άρθρου. Το κρατικό μονοπώλιο ραδιοφωνικών εκπομπών καταργήθηκε με το ν. 1730/1987 (Α΄ 145), με τον οποίο επετράπη η ίδρυση και λειτουργία τοπικών ραδιοφωνικών σταθμών, κατόπιν διοικητικής αδείας που εχορηγείτο αυτοτελώς (όχι δηλαδή στο πλαίσιο διαγωνιστικής διαδικασίας), βάσει προϋποθέσεων και κριτηρίων που έτασσε ο νόμος. Κατ΄ εφαρμογή του νόμου αυτού εκδόθηκε μεγάλος αριθμός αδειών ραδιοφωνικών σταθμών. Παράλληλα, από το έτος 1989 άρχισαν να λειτουργούν πολλοί ιδιωτικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί χωρίς διοικητική άδεια. Στο πραγματικό αυτό δεδομένο (της ίδρυσης και λειτουργίας ραδιοφωνικών σταθμών χωρίς άδεια) αναφέρεται η εισηγητική έκθεση του ν. 2328/1995 «Νομικό καθεστώς της ιδιωτικής τηλεόρασης και της τοπικής ραδιοφωνίας, ρύθμιση θεμάτων της ραδιοτηλεοπτικής αγοράς και άλλες διατάξεις» (Α΄ 159), κατά την οποία, μετά τη χορήγηση, μέχρι το έτος 1989, 275 αδειών τοπικών ραδιοφωνικών σταθμών, «το κρατικό ενδιαφέρον για την τοπική ραδιοφωνία ουσιαστικά σταμάτησε, με αποτέλεσμα όλο το ραδιοφωνικό τοπίο να καταστεί ανεξέλεγκτο». Με τον προαναφερθέντα ν. 2328/1995 θεσπίσθηκε νέο λεπτομερές σύστημα ρυθμίσεων, προβλέπον τα της χορήγησης, κατόπιν διαγωνιστικών διαδικασιών, αδειών ίδρυσης και λειτουργίας τοπικών ραδιοφωνικών σταθμών [των οποίων η χρήση συνιστά «δημόσια λειτουργία»], τα στοιχεία που πρέπει να περιέχει η σχετική αίτηση, τα κριτήρια βαθμολόγησης, τη διαδικασία χορήγησης των αδειών και την τετραετή ισχύ των χορηγουμένων αδειών (άρθρα 6 και 7). Σύμφωνα με την πάγια ρύθμιση του άρθρου 7 παρ. 2 του ν. 2328/95, ο Υπουργός Τύπου (και ήδη, μετά το άρθρο 19 του ν. 3051/2002, το ΕΣΡ) προκηρύσσει, κάθε Σεπτέμβριο και όποτε υπάρξουν διαθέσιμες συχνότητες, συγκεκριμένες θέσεις αδειών κατά νομό, οι οποίες αντιστοιχούν σε συχνότητες και σε θέσεις εκπομπής που καθορίζονται με την κοινή απόφαση των Υπουργών Μεταφορών και Επικονωνιών και Τύπου και ΜΜΕ του άρθρου 6 παρ. 4 του αυτού νόμου [ήτοι την απόφαση διαμόρφωσης του χάρτη ραδιοσυχνοτήτων ανά νομό]. Σύμφωνα δε με το έγγραφο 7652/18.10.20011 του ΕΣΡ προς το ΣτΕ, χάρτες συχνοτήτων έχουν εκδοθεί για το σύνολο των νομών της χώρας (βλ. ειδικώς για το νομό Ροδόπης, ΚΥΑ 75792/30.11.2000, ΦΕΚ Β΄ 1557), προκηρύξεις, όμως, για την έκδοση αδειών λειτουργίας ραδιοφωνικών σταθμών εκδόθηκαν μόνον για τους νομούς Αττικής και Θεσσαλονίκης. Τέλος, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο αυτό έγγραφο του ΕΣΡ, τα έτη 2001 και 2002 χορηγήθηκαν άδειες τοπικών ραδιοφωνικών σταθμών εντός των ορίων του νομού Αττικής, ενώ, για το νομό Θεσσαλονίκης, παρά την έναρξη των διαγωνιστικών διαδικασιών, δεν εκδόθηκαν τελικώς άδειες τοπικών ραδιοφωνικών σταθμών (βλ. και ΣτΕ 2066-67-68/2008). 
    6. Επειδή, στη συνέχεια, με το άρθρο 53 παρ. 1 του ν. 2778/1999 (Α΄295/30.12.1999), ορίσθηκαν τα εξής: «Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί, που λειτουργούσαν την 1η Νοεμβρίου 1999, θεωρούνται ως νομίμως λειτουργούντες μέχρι την έκδοση της απόφασης του Υπουργού Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης η οποία προβλέπεται στο άρθρο 7 παρ. 2 του ν. 2328/1995 για την προκήρυξη συγκεκριμένων θέσεων αδειών λειτουργίας τοπικών ραδιοφωνικών σταθμών. Μετά την έκδοση της υπουργικής απόφασης του προηγούμενου εδαφίου, οι ανωτέρω ραδιοφωνικοί σταθμοί εξακολουθούν να θεωρούνται νομίμως λειτουργούντες εντός των ορίων του αντίστοιχου νομού, εφόσον υποβάλλουν αίτηση συμμετοχής στη σχετική διαγωνιστική διαδικασία και μέχρι την έκδοση της απόφασης του Υπουργού Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης με την οποία θα χορηγηθούν οι άδειες λειτουργίας για το νομό αυτό ή μέχρι την έκδοση σχετικής απορριπτικής απόφασης …». Στην εισηγητική έκθεση της σχετικής διάταξης αναφέρεται ότι έχουν εκδοθεί χάρτες συχνοτήτων και προκηρύξεις για ορισμένους νομούς της χώρας και ότι προβλέπεται σε σύντομο χρονικό διάστημα να ολοκληρωθούν οι σχετικές διαδικασίες και στους υπόλοιπους νομούς, κατά τρόπον ώστε η προσπάθεια να εδραιωθεί «[η] νομιμότητα και [η] διαφάνεια, εκτός από το τηλεοπτικό, και στο ραδιοφωνικό τοπίο να έχει πλέον εισέλθει στην τελική ευθεία». Περαιτέρω, με το άρθρο 15 παρ. 7 περ. β΄ του ν. 3444/2006 (Α΄ 46) ορίσθηκε ότι οι προκηρύξεις για τη χορήγηση [τηλεοπτικών και] ραδιοφωνικών αδειών έπρεπε να εκδοθούν έως 30.6.2006, η προθεσμία, όμως, αυτή παρετάθη έως 30.6.2007, με το άρθρο 9 παρ. 2 του ν. 3548/2007 (Α΄ 68). Εξάλλου, με το άρθρο 5 παρ. 7 εδ. β΄ του ν. 3592/2007 (Α΄ 161) ορίσθηκαν τα εξής: «Ως νομίμως λειτουργούντες ραδιοφωνικοί σταθμοί νοούνται αυτοί που έχουν λάβει άδεια ίδρυσης, εγκατάστασης και λειτουργίας ραδιοφωνικού σταθμού ελεύθερης λήψης, σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 25/1988 (ΦΕΚ 10 Α΄), των άρθρων 6 και 7 του ν. 2328/1995, όπως ισχύει, και του άρθρου 24α του ν. 2075/1992 (ΦΕΚ 129 Α΄), όπως ισχύει, καθώς και αυτοί που θεωρούνται ότι λειτουργούν νομίμως, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 53 του ν. 2778/1999 (ΦΕΚ 295 Α΄), της παρ. 29 του άρθρου 12 του ν. 3310/2005 (ΦΕΚ 30 Α΄)» [το οποίο αφορούσε τις άδειες σταθμών του νομού Αττικής], «της παρ. 7 του άρθρου 15 του ν. 3444/2006, και κάθε άλλης σχετικής διάταξης, όπως ισχύουν», ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 1 του αυτού ν. 3592/2007, «Η ίδρυση, εγκατάσταση και λειτουργία ιδιωτικών τοπικών ραδιοφωνικών σταθμών, που μεταδίδουν το πρόγραμμα τους με αναλογικό σήμα ελεύθερης λήψης, που εκπέμπουν στην περιοχή των συχνοτήτων 87,5 έως 107,7 Μεγακύκλους (MHZ) με διαμόρφωση κατά συχνότητα (FM), επιτρέπεται μετά από άδεια του Ε.Σ.Ρ., κατόπιν διαγωνιστικής διαδικασίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού. Η συνέχιση της λειτουργίας των ήδη νομίμως λειτουργούντων ιδιωτικών ραδιοφωνικών σταθμών, κατά τα αναφερόμενα στο εδάφιο β΄ της παραγράφου 7 του άρθρου 5, προϋποθέτει τη συμμετοχή τους στη διαγωνιστική διαδικασία και τη χορήγηση της σχετικής άδειας. Μέχρι την έκδοση της σχετικής άδειας, θεωρείται ότι λειτουργούν νομίμως στη γεωγραφική περιοχή που εκπέμπουν, εφόσον υποβάλουν υποψηφιότητα στη διαγωνιστική διαδικασία». Με το άρθρο 20 παρ. 5 του αυτού ν. 3592/2007, η προθεσμία για την έκδοση προκηρύξεων αδειών ραδιοφωνικών σταθμών [που είχε παραταθεί έως τις 30.6.2007, με τον προαναφερθέντα ν. 3548/2007] παρετάθη έως τις 31.12.2007, τέλος, δε, με τις διατάξεις του άρθρου δεύτερου παρ. 1 του ν. 3640/2008 (Α΄ 22) και των άρθρων 9 του ν. 3723/2008 (Α΄ 250), 38 του ν. 3775/2009 (Α΄ 122), 29 παρ. 4 του ν. 3838/2010 (Α΄ 49) και 49 παρ. 8 του ν. 3905/2010 (Α΄ 219), η εν λόγω προθεσμία παρετάθη διαδοχικώς έως τις 31.12.2011. 
    7. Επειδή, όπως προαναφέρθηκε, παρά την επιταγή του άρθρου 7 παρ. 2 του ν. 2328/1995, για την προκήρυξη θέσεων αδειών για όλους τους νομούς της χώρας, αναλόγως των υπαρχουσών συχνοτήτων, δεν προκηρύχθηκαν θέσεις αδειών για τους λοιπούς νομούς, πλην των νομών Αττικής και Θεσσαλονίκης, η δε διαδικασία προκήρυξης για τους δύο αυτούς νομούς απέληξε στην έκδοση αδειών ραδιοφωνικών σταθμών μόνον για το νομό Αττικής. Στη συνέχεια, με τη διάταξη του άρθρου 53 παρ. 1 του ν. 2778/1999, νομιμοποιήθηκε η λειτουργία όλων των ραδιοφωνικών σταθμών που λειτουργούσαν χωρίς άδεια την 1η Νοεμβρίου 1999, ορίσθηκε δε ότι η νομιμοποίηση ισχύει, αφενός, για τους σταθμούς νομών όπου δεν είχαν ακόμη εκδοθεί προκηρύξεις, μέχρι την έκδοση της προκήρυξης συγκεκριμένων θέσεων αδειών ανά νομό, και, αφετέρου, για τους σταθμούς νομών όπου τέτοιες προκηρύξεις έχουν εκδοθεί ή θα εκδοθούν, εφόσον οι σταθμοί έχουν υποβάλει ή θα υποβάλουν αίτηση συμμετοχής στη διαγωνιστική διαδικασία και μέχρι τη χορήγηση των αδειών λειτουργίας για το νομό αυτό, ή μέχρι την έκδοση σχετικής απορριπτικής απόφασης, οπότε, κατά την προφανή έννοια του νόμου, οι μη αδειοδοτηθέντες σταθμοί υπεχρεούντο να διακόψουν τη λειτουργία τους. Κατά την αναφερθείσα στην προηγούμενη σκέψη εισηγητική έκθεση της διάταξης αυτής, η ρύθμιση δικαιολογείται από το ότι ο νομοθέτης προέβλεπε ότι σε σύντομο χρονικό διάστημα θα είχαν ολοκληρωθεί οι σχετικές με τη χορήγηση αδειών ραδιοφωνικών σταθμών διαδικασίες. Κατ΄ αρχήν, λοιπόν, θα μπορούσε να θεωρηθεί δικαιολογημένη η ρύθμιση του άρθρου 53 του ν. 2778/1999, αλλά μόνον για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα και συγκεκριμένα κατ΄ ανώτατο όριο επί μία τετραετία, δεδομένου ότι οι πάγιες διατάξεις του ν. 2328/1995 προέβλεπαν ότι οι άδειες ίδρυσης και λειτουργίας ραδιοφωνικών σταθμών και οι ανανεώσεις αυτών ισχύουν για μία τετραετία (βλ. άρ. 7 παρ. 11 του ν. 2328/1995). Ενόψει των ανωτέρω, η διάταξη του άρθρου 53 παρ. 1 του ν. 2778/1999 κατέστη οπωσδήποτε αντισυνταγματική μετά την πάροδο τετραετίας από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, εφόσον οι κατ΄ ανοχή του νομοθέτη λειτουργούντες χωρίς άδεια ραδιοφωνικοί σταθμοί συνέχισαν να λειτουργούν επ΄ αόριστον. Στη συνέχεια, με τα άρθρα 5 παρ. 7 εδ. β΄ και 8 παρ. 1 εδ. β΄- γ΄ του ν. 3592/2007 νομιμοποιήθηκε η συνέχιση λειτουργίας των λειτουργούντων χωρίς άδεια, από την 1η Νοεμβρίου 1999, ραδιοφωνικών σταθμών, υπό την προϋπόθεση που ορίζει το άρθρο 8 παρ. 1 εδ. β΄- γ΄ του αυτού νόμου, ότι, δηλαδή, οι σταθμοί αυτοί θα υπέβαλαν υποψηφιότητα στη διαγωνιστική διαδικασία που έπρεπε – κατά το άρθρο 20 παρ. 5 του αυτού νόμου – να προκηρυχθεί έως 31.12.2007 [προθεσμία η οποία, ωστόσο, δεν τηρήθηκε εκ νέου, με αποτέλεσμα να παραταθεί διαδοχικώς για τέσσερα ακόμη έτη, χωρίς και πάλι να εκδοθούν προκηρύξεις]. Επομένως, δώδεκα έτη μετά τη δημοσίευση του παγίου ν. 2328/1995, η διαγωνιστική διαδικασία αδειοδότησης ραδιοφωνικών σταθμών για τους περισσότερους (πλην Αττικής και Θεσσαλονίκης) νομούς της χώρας συνέχιζε να μην έχει καν προκηρυχθεί μέχρι τη δημοσίευση του ν. 3592/2007, ο δε τελευταίος αυτός νόμος δεν έθεσε εύλογη προθεσμία ολοκλήρωσης των διαδικασιών αδειοδότησης, μετά την οφειλόμενη – κατά το άρθρο 20 παρ. 5 αυτού – έκδοση των σχετικών προκηρύξεων έως 31.12.2007, ούτε όρισε συγκεκριμένο και εύλογο χρόνο λήξης της ανοχής λειτουργίας των παρανόμως λειτουργούντων σταθμών. Κατά συνέπεια, με τις ως άνω διατάξεις του ν. 3592/2007 παρατείνεται εκ νέου, επ΄ αόριστον, το καθεστώς λειτουργίας των παρανόμως λειτουργούντων σταθμών και η ανοχή της λειτουργίας τους καθίσταται πλέον κανόνας που παραμερίζει το πάγιο – και εναρμονιζόμενο προς το άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος – νομοθετικό καθεστώς. Υπό τα δεδομένα αυτά, η επ΄ αόριστον ανοχή της λειτουργίας ραδιοφωνικών σταθμών που ιδρύθηκαν και λειτούργησαν παρανόμως, και πάλι εκ μόνου του λόγου ότι λειτουργούσαν αυθαιρέτως την 1η.11.1999, αντίκειται στο Σύνταγμα, τούτο δε για δύο λόγους. Πρώτον, διότι οι διατάξεις αυτές αντιβαίνουν προς την θεμελιώδη συνταγματική αρχή του κράτους δικαίου, από την οποία απορρέει η υποχρέωση του Κράτους να εγγυάται υπέρ των πολιτών την πιστή εφαρμογή του νόμου και να προασπίζει τα δημόσια αγαθά, όπως, εν προκειμένω, τις αριθμητικά περιορισμένες ραδιοφωνικές συχνότητες για τη μετάδοση ραδιοφωνικού προγράμματος με αναλογικό σήμα. Δεύτερον, διότι η επίμαχη ρύθμιση αντιβαίνει και προς τη συνταγματική αρχή της ισότητας, διότι θέτει σε εξόχως μειονεκτική θέση τα πρόσωπα εκείνα τα οποία, ενώ είχαν την πραγματική δυνατότητα και τη βούληση να ιδρύσουν ραδιοφωνικό σταθμό, δεν το έπραξαν αυθαιρέτως και δεν παρέβησαν το νόμο, σε σχέση με πρόσωπα τα οποία, με την αυθαίρετη κατάληψη ραδιοφωνικής συχνότητας, ίδρυσαν χωρίς άδεια ραδιοφωνικό σταθμό. Ενόψει των προαναφερθέντων, οι διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 7 εδ. β΄ και 8 παρ. 1 εδ. β΄- γ΄ του ν. 3592/2007 ήταν αντίθετες προς το Σύνταγμα, ήδη από το χρόνο της θέσπισής τους (πρβ. Ολομ. 3578/2010, επί του παρεμφερούς καθεστώτος των τηλεοπτικών σταθμών). 
    8. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, το Τμήμα φέρεται ομοφώνως προς την άποψη ότι η λειτουργία του ραδιοφωνικού σταθμού του αιτούντος που εξέπεμπε στο νομό Ροδόπης δεν μπορούσε να στηριχθεί στο άρθρο 53 παρ. 1 του ν. 2778/1999, το οποίο είχε ήδη καταστεί, κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης, αντίθετο προς το Σύνταγμα, ούτε στις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 7 εδ. β΄ και 8 παρ. 1 εδ. β΄ - γ΄ του ν. 3592/2007, οι οποίες ήταν εξαρχής αντίθετες προς το Σύνταγμα. Επομένως, η ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης παρίσταται αλυσιτελής, διότι, σύμφωνα με τα ανωτέρω γενόμενα δεκτά, ακόμη και εάν η πράξη αυτή εκτοπισθεί από την έννομη τάξη, η συνέχιση της λειτουργίας του σταθμού του αιτούντος δεν ήταν επιτρεπτή κατά το Σύνταγμα και η κρινόμενη αίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί. Εξάλλου, όπως έχει κριθεί, η παροχή έννομης προστασίας κατοχυρώνεται από τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της - κυρωθείσης με το ν.δ. 53/74 (Α΄ 256) - Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου υπό τους όρους που θέτει ο νόμος και ο κοινός νομοθέτης μπορεί να θεσπίζει δικονομικές προϋποθέσεις για την άσκηση των ενδίκων μέσων και την πρόοδο της δίκης, εφόσον αυτές συνάπτονται προς τη λειτουργία των δικαστηρίων και την απονομή της δικαιοσύνης και δεν υπερβαίνουν τα όρια πέραν των οποίων αυτές ισοδυναμούν με άμεση ή έμμεση κατάλυση του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας (ΑΕΔ 33/95, ΣτΕ Ολομ. 3087/2011, Ολομ. 1583/2010, 2531/2005, 647/2004 κ.α.)? σύμφωνα δε με το άρθρο 47 παρ. 1 του π.δ. 18/89, αυτονόητη προϋπόθεση του παραδεκτού της άσκησης της αιτήσεως ακυρώσεως αποτελεί η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος του αιτούντος, προϋπόθεση η οποία δεν συντρέχει εν προκειμένω, εάν ήταν εξαρχής ή κατέστησαν μεταγενεστέρως αντίθετες προς το Σύνταγμα οι διατάξεις βάσει των οποίων ο επίμαχος σταθμός δικαιούται να λειτουργεί, παρά την έλλειψη διοικητικής άδειας, και στις οποίες ο αιτών στηρίζει το συμφέρον του για την ακύρωση της πράξης διακοπής λειτουργίας του εν λόγω σταθμού, διότι, στην περίπτωση αυτή, το συμφέρον του αιτούντος δεν είναι «έννομο». Ανεξαρτήτως δε του εάν ο αιτών επιδιώκει με έννομο συμφέρον την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, πάντως, ενόψει των προεκτεθέντων, ενόψει δηλαδή του ότι ο επίδικος σταθμός λειτουργεί χωρίς άδεια με βάση τις ανωτέρω, αντίθετες προς το Σύνταγμα, διατάξεις, νομίμως με την προσβαλλόμενη πράξη διετάχθη πράγματι, από το αρμόδιο για τη χορήγηση αδειών λειτουργίας ραδιοφωνικών σταθμών - και, επομένως, και για τη διακοπή λειτουργίας τους – Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (βλ. άρθρο 8 παρ. 1 του – ισχύοντος κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης - ν. 3592/2007), η διακοπή της λειτουργίας του εν λόγω σταθμού, ασχέτως της ειδικότερης αιτιολογίας που φέρει η πράξη αυτή και του γεγονότος ότι, εν προκειμένω, η διακοπή λειτουργίας επιβάλλεται ως κύρωση λόγω παράβασης των τεχνικών προδιαγραφών που διέπουν τη λειτουργία του σταθμού. Ως εκ τούτου, αβασίμως προβάλλεται, με το υπόμνημα που κατέθεσε ο αιτών μετά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και εντός της χορηγηθείσης προς τούτο προθεσμίας, ότι, εάν το Δικαστήριο δεν ελέγξει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης του ΕΣΡ και της αιτιολογίας που αυτή φέρει, προσβάλλεται το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας που κατοχυρώνουν τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της ΕΣΔΑ. Περαιτέρω, το άρθρο 15 του Συντάγματος, όπως ισχύει και μετά την αναθεώρησή του με το Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, δεν θεσπίζει ατομικό δικαίωμα ίδρυσης ραδιοφωνικού σταθμού (βλ. και ΣτΕ 250/2009). Εξάλλου, τα άρθρα 5, 5α και 14 του Συντάγματος κατοχυρώνουν κατ΄ αρχήν την ελευθερία έκφρασης, βασική εκδήλωση της οποίας αποτελεί το δικαίωμα του καθενός να διαδίδει μέσω του τύπου, της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης ειδήσεις, σχόλια και απόψεις (δικαίωμα του πληροφορείν – βλ. Ολομ. ΣτΕ 1213/2010), υπό την επιφύλαξη, όμως, των συνταγματικών αρχών της ισότητας και του κράτους δικαίου, που παραβιάζονται με την επ΄ αόριστον ανοχή της λειτουργίας ραδιοφωνικών σταθμών που ιδρύθηκαν και λειτουργούν παρανόμως, χωρίς διοικητική άδεια. Αβασίμως, κατά συνέπεια, προβάλλεται με το υπόμνημα ότι η συνέχιση της λειτουργίας του σταθμού του αιτούντος επιβάλλεται από το κατοχυρωμένο από τις συνταγματικές αυτές διατάξεις δικαίωμα της ανάπτυξης της προσωπικότητας και της πληροφόρησης. Τέλος, ο ραδιοφωνικός σταθμός του αιτούντος άρχισε να λειτουργεί σε χρόνο κατά τον οποίον δεν επιτρεπόταν η λειτουργία ραδιοφωνικών σταθμών χωρίς άδεια, εφόσον ήδη με βάση το ν. 1730/87 ήταν απαραίτητη τέτοια άδεια, ενώ και η - βάσει του άρθρου 53 του ν. 2778/1999 - ανοχή λειτουργίας των παρανόμως λειτουργούντων σταθμών ήταν προσωρινή, εφόσον παρέμενε η πάγια πρόβλεψη του νόμου για τη χορήγηση αδειών μετά από διαγωνιστική διαδικασία (βλ. άρθρο 7 του ν. 2328/1995), η έκβαση της οποίας υπέρ του αιτούντος δεν μπορούσε να είναι βέβαιη. Ούτε, άλλωστε, δημιουργείται δικαίωμα του αιτούντος να αξιώσει τη συνέχιση λειτουργίας του σταθμού του εκ του ότι, για όσο χρόνο λειτούργησε ο σταθμός, ο αιτών τήρησε τις υποχρεώσεις άλλων νομοθεσιών (π.χ. φορολογικής) ή τις υποχρεώσεις που προβλέπει η ραδιοτηλεοπτική νομοθεσία για τους νομίμως λειτουργούντες ραδιοφωνικούς σταθμούς. Υπό τα δεδομένα αυτά, αβασίμως προβάλλεται με το υπόμνημα ότι η συνέχιση λειτουργίας του σταθμού επιβάλλεται και από την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου προς την Διοίκηση. 
    9. Επειδή, η συνταγματικότητα των προαναφερθεισών διατάξεων του άρθρου 53 παρ. 1 του ν. 2778/1999 και των άρθρων 5 παρ. 7 εδ. β΄ και 8 παρ. 1 εδ. β΄-γ΄ του ν. 3592/2007, που αφορούν την παράταση λειτουργίας των παρανόμως λειτουργούντων ραδιοφωνικών σταθμών, δεν έχει κριθεί με απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Κατά συνέπεια, το ζήτημα αυτό πρέπει να παραπεμφθεί προς επίλυση στην Ολομέλεια, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 5 του Συντάγματος, όπως αναθεωρήθηκε με το Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, και να ορισθεί εισηγητής ο Σύμβουλος Κ. Πισπιρίγκος. 
    Δ ι ά τ α ύ τ α 
Απέχει να αποφανθεί οριστικώς. 
Παραπέμπει το αναφερόμενο στο αιτιολογικό ζήτημα στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας. 
    Ορίζει εισηγητή ενώπιον της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας το Σύμβουλο Κ. Πισπιρίγκο. 
    Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 31 Οκτωβρίου 2011 
Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος  Ο Γραμματέας 
Ε. Σαρπ  Ν. Αθανασίου 
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 30ής Μαρτίου 2012.  
Ο Πρόεδρος του Δ' Τμήματος  Η Γραμματέας του Δ' Τμήματος 
Σωτ. Αλ. Ρίζος   Μ. Παπαδοπούλου