Πέμπτη 28 Ιουνίου 2018

ΥΠ' ΑΡΙΘΜΌ 2154/2018 ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ- 1) ΑΝΑΚΟΠΗ ΕΡΗΜΟΔΙΚΙΑΣ. ΠΟΤΕ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ. 2) ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ ΕΠΙΔΟΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ ΩΣ ΠΡΟΣ ΕΑΝ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ, ΠΡΟΣ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΓΙΝΕ Η ΕΠΙΔΟΣΗ ΔΙΑ ΘΥΡΟΚΟΛΛΗΣΕΩΣ, ΕΙΧΕ ΠΡΑΓΜΑΤΙ ΤΗΝ ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΠΟΥ ΒΕΒΑΙΩΝΕΙ Ο ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΣ ΚΑΙ ΕΚΑΝΕ ΤΗΝ ΘΥΡΟΚΟΛΛΗΣΗ ΤΟΥ ΕΠΙΔΟΘΕΝΤΟΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΟΥ , ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ ΑΝΤΑΠΟΔΕΙΞΗ ΚΑΙ ΜΕ ΜΑΡΤΥΡΕΣ. 3) ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ. 4) ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΕΝ ΕΠΙΔΙΚΙΑ. ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΤΗΣ ΔΙΑΤΑΞΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 261 ΑΚ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ , ΟΠΩΣ ΑΥΤΟ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 101 ΠΑΡ. 1 ΤΟΥ Ν. 4139/2013, ΕΣΤΩ ΚΙ ΑΝ Η ΠΡΩΤΟΔΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΧΥ ΤΗΣ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΔΙΑΤΑΞΗΣ


ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ



ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
                                                      2154/2018
                                       ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
                                                       ΤΜΗΜΑ 14Ο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Σταμαδιάνο, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Ανδρικοπούλου, Βασιλική Ανδρουλάκη - Εισηγήτρια, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Ιωάννα Ξανθάκη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 15 Φεβρουαρίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΩΝ: 1) ……………….. και 2) …………….., κατοίκων ………, από τους οποίους η πρώτη εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Εμμανουήλ Τσαλικίδη, ενώ ο δεύτερος παραστάθηκε στο ακροατήριο, μαζί με τον ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο τους αντίστοιχα.
ΤΩΝ ΚΑΘΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: 1) ………., κατοίκου …………….και 2) ………….., κατοίκου ……………., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους, Θεοδώρα Μήτσιου.
Οι ενάγοντες και ήδη καθών η ανακοπή, με την από 14 Μαρτίου 2001 αγωγή τους, προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό 2306/2001, ζήτησαν να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ' αυτήν.
Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε η 91/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία έταξε όσα αναφέρονται σ' αυτήν.
Οι εκκαλούντες - ενάγοντες και ήδη καθών η ανακοπή με την από 2 Φεβρουαρίου 2005 έφεσή τους, προς το Εφετείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό 1170/2005, ζήτησαν να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ' αυτήν.
Επί της έφεσης αυτής, εκδόθηκε: α) η 9150/2005 μη οριστική απόφαση με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσης και β) η 4838/2008 μη οριστική απόφαση, με την οποία κηρύχθηκε εκ νέου απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσης.
Στη συνέχεια το Εφετείο Αθηνών, εξέδωσε την 3267/201 5 απόφαση του. με την οποία έταξε όσα αναφέρονται σ' αυτήν.
Την απόφαση αυτή (3267/201 5), ανέκοψαν οι ανακόπτοντες, με την από 27 Οκτωβρίου 2016 ανακοπή τους, προς το Εφετείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό 18/2016.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν.
   Κατά τη διάταξη του άρθρου 501 Κ.Πολ.Δ., η ανακοπή κατά αποφάσεως που έχει εκδοθεί ερήμην επιτρέπεται αν εκείνος που δικάστηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νομίμως ή εμπροθέσμως ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 502, 503 παρ. 1, 505, 509 Κ.Πολ.Δ. αν η ανακοπή ασκήθηκε εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και αν πιθανολογείται ότι είναι βάσιμος ο λόγος που προτάθηκε, τότε το δικαστήριο εξαφανίζει την ερήμην απόφαση, διατάσσει να επιστραφεί το παράβολο και αμέσως προχωρεί στην εξέταση της διαφοράς, αφού οι διάδικοι επανέλθουν στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που εξαφανίστηκε. Περαιτέρω, το ελάττωμα της κλήτευσης ή ύπαρξη του περιστατικού ανώτερης βίας, που προκάλεσαν την ερημοδικία του ανακόπτοντος, θα διαγνωσθούν με βάση τα στοιχεία που επικαλούνται και προσκομίζουν προαποδεικτικώς οι διάδικοι (Μ.Μαργαρίτης, στην Κατ’ αρθρο  Ερμηνεία του Κ.Πολ.Δ, στον Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, σελ. 897 με τις εκεί παραπομπές στη θωρία και νομολογία).
Η κρινόμενη ανακοπή ερημοδικίας στρέφεται κατά της 3267/2015 οριστικής απόφασης αυτού του δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε ερήμην των ανακοπτόντων - εφεσιβλήτων και με την οποία έγινε δεκτή έφεση των καθ'ων η ανακοπή - εκκαλούντων κατά της 91/2004 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που δίκασε αγωγή για την επιδίκαση αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας σε βάρος των ήδη καθ'ων η ανακοπή. Η ανακοπή αυτή ασκήθηκε εμπρόθεσμα (κοινοποίηση ανακοπτόμενης αποφάσεως στις 13-10-2016, κατάθεση ανακοπής στις 27-10-2016) και νομότυπα αφού, όπως προκύπτει από την 18/2016 πράξη της γραμματέως του δικαστηρίου τούτου, που συντάχθηκε κάτω από την ανακοπή, προκαταβλήθηκε κατά την κατάθεση της από έκαστο των ανακοπτόντων το παράβολο των 270 ευρώ που όρισε σε βάρος τους η ανακοπτόμενη απόφαση. Επομένως, πρέπει η ανακοπή να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.
       Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 126 παρ. 1 στοιχ. α', 127 παρ. 1, 128 παρ. 1 εδ. α', 2 και 139 του ΚΠολΔ συνάγεται, πλην άλλων, ότι στην περίπτωση επίδοσης δικογράφου σε (φυσικό) πρόσωπο πρέπει να παραδίδεται τούτο προσωπικά σε εκείνον, στον οποίο απευθύνεται το έγγραφο, στον τόπο της κατοικίας του. Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 51 ΑΚ, κατοικία είναι ο τόπος, όπου το πρόσωπο έχει την κύρια και μόνιμη εγκατάστασή του, ο τόπος δηλαδή, που έχει καταστεί σύμφωνα με τη βούλησή του το σταθερό κέντρο των βιοτικών του εν γένει σχέσεων και καθίσταται έτσι στοιχείο εξατομίκευσής του. Η κατοικία διατηρείται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 52 ΑΚ , ωσότου αποκτηθεί νέα (Γεωργιάδη - Σταθόπουλου Ερμ. ΑΚ Τος 1, σελ. 87). Η έκθεση επίδοσης αποτελεί δημόσιο έγγραφο, αφού συντάσσεται από δημόσιο όργανο, δηλαδή το δικαστικό επιμελητή (άρθρο 438 του Κ.Πολ.Δ) και άρα έχει την αποδεικτική ισχύ δημοσίου εγγράφου. Συνεπώς, σύμφωνα με το άρθρο 440 του Κ.Πολ.Δ παράγει πλήρη απόδειξη ως προς τα γεγονότα, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει ο δικαστικός επιμελητής, για να διενεργήσει νομότυπη επίδοση. Επιτρέπεται, όμως, ανταπόδειξη, το βάρος της οποίας φέρει εκείνος, που αμφισβητεί την αλήθειά τους σύμφωνα με το άρθρο 338 του Κ.Πολ.Δ. Συνακόλουθα, η έκθεση επίδοσης δεν είναι το αποκλειστικό αποδεικτικό μέσο για τη βεβαίωση, που περιέχει, ότι η κατοικία, όπου παραδόθηκε ή θυροκολλήθηκε το έγγραφο είναι πράγματι του παραλήπτη και άρα για το γεγονός αυτό χωρεί ανταπόδειξη με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο και με μάρτυρες (ΑΠ 350/2013, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1679/1995, ΕλΔνη 98, 352, ΕφΠειρ. 298/2012, ΝΟΜΟΣ, όπου παραπομπές σε νομολογία, Ορφανίδης Κατ’ άρθρο  Ερμηνεία του Κ.Πολ.Δ, στον Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, σελ. 327).
     Με το μοναδικό λόγο της ανακοπής εκθέτουν οι ανακόπτοντες, ότι στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η ανακοπτόμενη απόφαση δεν κλήθηκαν νόμιμα. Ειδικότερα, επικαλούνται, ότι στις 5-9-2014, που επιδόθηκε η κλήση για συζήτηση της έφεσης κατά της με αριθμό 91/2004 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επί της οποίας (εφεσης) εκδόθηκε η 3267/2015 απόφαση του παρόντος δικαστηρίου ερήμην των εφεσιβλήτων και ήδη ανακοπτόντων, δεν κατοικούσαν στην οδό …………., στο ………, αλλά στην οδό …………….., στο ………………... Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος, στηρίζεται στο άρθρο 501 του Κ.Πολ.Δ και πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω κατ'ουσίαν. Από την εκτίμηση της κατάθεσης του μάρτυρα, που εξετάστηκε ενόρκως στο ακροατήριο αυτού του δικαστηρίου και διαλαμβάνεται στα ταυτάριθμα πρακτικά και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, πιθανολογούνται τα ακόλουθα: Από την επισκόπηση του περιεχομένου των με αριθμούς 2815Γ και 2816Γ/5-9-2014 εκθέσεων επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……………., προκύπτει, ότι ακριβές αντίγραφο της από 18-6-2014 κλήσης για συζήτηση της έφεσης των εκκαλούντων-καθ'ων η ανακοπή για τη δικάσιμο της 2-4-2015 επιδόθηκε στους εφεσίβλητους - ανακόπτοντες με θυροκόλληση στην κατοικία τους, η οποία, όπως βεβαιώνει ο ως άνω δικαστικός επιμελητής βρισκόταν στην οδό ………………, στο …………. Πιθανολογείται, όμως, ότι κατά το χρόνο της επίδοσης οι διάδικοι, οι οποίοι είναι σύζυγοι, δεν κατοικούσαν στην παραπάνω διεύθυνση, αλλά ότι ήδη από το έτος 2002 και μέχρι τον παραπάνω χρόνο η μόνιμη κατοικία τους βρισκόταν σε διαμέρισμα επί της οδού …….. , στο ……………, το οποίο είχαν μισθώσει. Κατά το έτος 2006 η δεύτερη ανακόπτουσα απέκτησε κατά πλήρη κυριότητα το εν λόγω διαμέρισμα δυνάμει του με αριθμό 8127/5-1-2006 συμβολαίου, που συνέταξε η συμβολαιογράφος ……………, ………….., ουδόλως δε προκύπτει, ότι μεταγενέστερα αποξενώθηκε από αυτήν. Πιθανολογείται, επομένως, ότι οι ανακόπτοντες δεν κλητεύθηκαν νόμιμα, για να παραστούν κατά τη δικάσιμο της  2-4- 2015, που συζητήθηκε η έφεση των καθ'ων η ανακοπή - εκκαλούντων κατά της με αριθμό 91/2004 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με αποτέλεσμα να δικαστούν ερήμην. Σημειώνεται, ότι δεν είναι βάσιμος ο ισχυρισμός των καθ'ων η ανακοπή, ότι σύμφωνα με την νομική επιταγή  του άρθρου 119 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ. οι ανακόπτοντες όφειλαν να τους ενημερώσουν για την μετέπειτα μεταβολή της διεύθυνσης της κατοικίας τους, δοθέντος ότι τα χρονικά όρια αναφοράς της μεταβολής εκτείνονται ως την εκφορά δικαιοδοτικής κρίσης στο συγκεκριμένο δικαιοδοτικό βαθμό. Εν προκειμένω, όμως, μετά την έκδοση της με αριθμό 91/2004 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, καταργήθηκε η εκκρεμοδικία. Πρέπει, συνεπώς, εφόσον το δικαστήριο πιθανολογεί την ουσιαστική βασιμότητα του λόγου της ανακοπής, να γίνει δεκτή η τελευταία ως και κατ’  ουσία βάσιμη, να εξαφανιστεί η ανακοπτόμενη απόφαση του δικαστηρίου τούτου, να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου στους ανακόπτοντες και να προχωρήσει το δικαστήριο στην εξέταση της διαφοράς, αφού οι διάδικοι επανέλθουν στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την ανακοπείσα και εξαφανισθείσα απόφαση (άρθρο 509 του Κ.Πολ.Δ).
Η υπό κρίση έφεση των εναγόντων κατά της 91/2004 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατ' αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, πριν από την επίδοση της εκκαλουμένης. Επομένως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 495, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.2, 522 και 533 ΚΠολΔ)...



Οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες εξέθεσαν στην από 14-3-2001 αγωγή τους, όπως το περιεχόμενο της εκτιμάται προσηκόντως, ότι στο πλαίσιο συμφωνίας για τη σύσταση ομόρρυθμης εταιρίας, στην οποία συμμετείχαν ως εταίροι οι ίδιοι και η πρώτη εναγομένη κατέβαλαν στους εναγομένους και ήδη εφεσίβλητους τα αναφερόμενα χρηματικά ποσά με την εντολή να τα διαχειριστούν (οι εναγόμενοι) για την εξυπηρέτηση των σκοπών της εταιρίας, αντ'αυτού, όμως, και κατά παράβαση των συμφωνηθέντων, τα ιδιοποιήθηκαν παρανόμως, διότι τα διέθεσαν για την εξυπηρέτηση προσωπικών τους επενδυτικών αναγκών. Λόγω δε της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των εναγομένων, οι ενάγοντες υπέστησαν ζημία ύψους 9.500.000 δραχμών ο πρώτος και 3.000.000 δραχμών ο δεύτερος. Κατόπιν τούτων ζήτησαν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι ως εις ολόκληρον ευθυνόμενοι κατά τις διατάξεις των αδικοπραξιών να τους καταβάλουν τα παραπάνω ποσά νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, να διαταχθεί η προσωπική τους κράτηση και να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση, που θα εκδοθεί. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση, αφού συνεκδίκασε την παραπάνω από 14-3-2001 αγωγή με την από 16-4-2002 αγωγή των εφεσιβλήτων - εναγόντων (στην αγωγή εκείνη), απέρριψε αυτήν (την αγωγή των εναγόντων - εκκαλούντων) ως αόριστη, καθ'ο μέρος αφορά το δεύτερο ενάγοντα και την πρώτη εναγομένη και ως προς ένα από τα αιτήματά του πρώτου ενάγοντα, ενώ ως προς τα υπόλοιπα αιτήματα αυτού την έκρινε ορισμένη, νόμιμη και ουσιαστικά βάσιμη υποχρεώνοντας τον δεύτερο εναγόμενο, να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 10.271 ευρώ νομιμοτόκως και δια της προσωπικής του κράτησης. Κατά της απόφασης αυτής και ως προς τις απορριπτικές διατάξεις της, που αφορούν την από 14-3- 2001 αγωγή που άσκησαν, παραπονούνται οι εκκαλούντες για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της και την παραδοχή της κατά τα οικεία σκέλη της.
 Η υπό κρίση αγωγή, έχουσα το παραπάνω περιεχόμενο είναι ως προς τις αποζημιωτικές αξιώσεις της των 6.000.000 δραχμών (του πρώτου ενάγοντος) και 3.000.000 δραχμών (του δεύτερου ενάγοντος) αρκούντως ορισμένη, διότι διαλαμβάνονται στο δικόγραφο της σαφή πραγματικά περιστατικά, που τη θεμελιώνουν στο νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τους ενάγοντες κατά των εναγομένων, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα (άρθρο 216 του Κ.Πολ.Δ) . Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με το να την κρίνει αόριστη κατά το μέρος, που αναφέρθηκε, έσφαλε και άρα πρέπει κατά ουσιαστική παραδοχή της έφεσης να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τα οικεία κεφάλαιά της. Περαιτέρω πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση και να δικαστεί η αγωγή ως προς τις παραπάνω αποζημιωτικές αξιώσεις της, η οποία είναι νόμιμη. Στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 914, 926, 346 ΑΚ και 375 παρ. 1 ΠΚ και πρέπει να ερευνηθεί, περεταίρω, ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
    Από την εκτίμηση των ίδιων ως άνω αποδεικτικών μέσων, καθώς και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και τις ομολογίες αυτών στα σημεία, που ειδικά αναφέρονται αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο δεύτερος εναγόμενος, στις 21-1-2001 καταχώρισε στην εφημερίδα «ΧΡΥΣΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ» αγγελία, με την οποία ζητούσε συνεταίρο, προκειμένου να συνεργαστούν σε επιχείρηση χονδρικής πώλησης με προσδοκώμενα έσοδα, όπως δημοσίευσε, 500.000 δραχμές μηνιαίως. Οι ενάγοντες, που ενδιαφέρονταν πραγματικά να επενδύσουν τα χρήματά τους, ήλθαν σε επαφή αρχικά με το δεύτερο εναγόμενο και στις 29-1-2001 κατήρτισαν ιδιωτικό συμφωνητικό, σύμφωνα με το οποίο αναλάμβαναν την υποχρέωση να μετάσχουν ως εταίροι σε ομόρρυθμη εταιρία, που επρόκειτο να συσταθεί με σκοπό το χονδρικό εμπόριο ρούχων. Στην εταιρία θα συμμετείχαν εκτός από τους ενάγοντες και η πρώτη εναγομένη, ……………….., σύζυγος του δεύτερου, η οποία, τυπικά, θα ήταν η διαχειρίστρια της εταιρίας. Ουσιαστικός διαχειριστής κατά τα συμφωνηθέντα θα ήταν ο δεύτερος εναγόμενος, ο οποίος ως εκπρόσωπος της συζύγου του θα
είχε την ευθύνη των επαφών με τους πελάτες της εταιρίας. Ενόψει της επικείμενης συνεργασίας τους οι ενάγοντες κατέβαλαν, στις 29-1-2001, στο δεύτερο εναγόμενο, 6.000.000 δραχμές ο πρώτος και 3.000.000 δραχμές ο δεύτερος, που αποτελούσαν την αξία των μεριδίων της συμμετοχής τους στην εταιρία. Τα παραπάνω χρηματικά ποσά ο δεύτερος εναγόμενος κατόπιν εντολής τους όφειλε να τα τοποθετήσει στο ταμείο της εταιρίας. Δυνάμει του με ημερομηνία 31-1-2001 ιδιωτικού συμφωνητικού και με την τήρηση όλων των διατυπώσεων δημοσιότητας, συνεστήθη η εταιρία, μεταξύ των εναγόντων και της πρώτης εναγομένης. Η εταιρία έλαβε την επωνυμία «……………. & ………», το διακριτικό τίτλο «…………..» και είχε έδρα στην Αθήνα, επί της οδού …………. -αρ. ……... Στην εταιρία αυτή, δεκαετούς διάρκειας, (τυπική) διαχειρίστρια ήταν η πρώτη εναγομένη, ενώ μέλη της ήταν οι ενάγοντες. Αποδείχτηκε, περαιτέρω, ότι ο δεύτερος εναγόμενος, στην κατοχή του οποίου περιήλθαν τα ως άνω ποσά, κατά παράβαση των εντολών των εναγόντων, τα ιδιοποιήθηκε παρανόμως, αφού, όπως και ο ίδιος δεν αρνείται (άρθρο 261 του Κ.Πολ.Δ) τα διέθεσε για την κάλυψη προσωπικών του επενδυτικών αναγκών και συγκεκριμένα τα κατέβαλε σε ιχθυοπώλη, που διατηρεί κατάστημα στη Βαρβάκειο αγορά. Συνεπώς, τα χρηματικά αυτά ποσά ουδέποτε εισφέρθηκαν και εισέρρευσαν στο ταμείο της εταιρίας. Ενόψει τούτων οι ενάγοντες, την 1-3-2001 κατήγγειλαν την ως άνω εταιρία, παρά δε τις οχλήσεις  τους ο δεύτερος εναγόμενος δεν τους επέστρεψε τα εν λόγω ποσά, τα οποία είχε εισπράξει αποκλειστικώς για τους εταιρικούς σκοπούς. Από την αδικοπρακτική αυτή συμπεριφορά του δεύτερου εναγομένου (άρθρα 914 ΑΚ, 375 Π Κ), οι ενάγοντες υπέστησαν ζημία και δη ποσού 6.000.000 δραχμών ο πρώτος και 3.000.000 δραχμών, ο δεύτερος. Αντιθέτως, από ουδέν στοιχείο αποδείχτηκε, ότι η πρώτη εναγομένη είχε οποιαδήποτε ανάμειξη στην είσπραξη και παρακράτηση των ποσών αυτών, εξικνούμενου του ρόλου της στην τυπική και μόνο συμμετοχή της στην ως άνω συσταθείσα προσωπική εταιρία. Εκ τούτου, είναι απορριπτέα ως προς αυτήν η αγωγή ως ουσιαστικώς αβάσιμη, όπως ορθώς δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορριπτομένου του οικείου σκέλους της έφεσης ως αβάσιμου. Περαιτέρω, ο δεύτερος εναγόμενος προβάλλει, ότι από τις 14-2-2008, που παραστάθηκε κατά τη συζήτησή της έφεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η 4838/2008 προγενέστερη απόφαση του παρόντος δικαστηρίου, μέχρι τις 20-3-2013, οπότε τέθηκε σε ισχύ ο ν. 4139/2013, που με το άρθρο 101 παρ. 1 αυτού αντικατέστησε το άρθρο 261 ΑΚ, έχει συμπληρωθεί χρόνος μεγαλύτερος της πενταετίας και άρα η αξίωση των εναγόντων έχει υποκύψει, εν επιδικία, σε παραγραφή κατά το άρθρο 937 ΑΚ, ενόψει του ότι οι παθόντες πληροφορήθηκαν τη ζημία τουλάχιστον κατά την άσκηση της αγωγής τους στις 14-3-2001. Επικαλείται, δηλαδή, ο ενιστάμενος, κατόπιν εκτίμησης του ισχυρισμού του, ότι εν προκειμένω δεν τυγχάνει εφαρμογής η νέα ρύθμιση της παραγράφου 1 του άρθρου 261 ΑΚ, που προβλέπει ότι «την παραγραφή διακόπτει η άσκηση της αγωγής ...η παραγραφή, που διακόπηκε με τον τρόπο αυτόν αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης..»
Η ως άνω ένσταση της παραγραφής εν επιδικία προτείνεται παραδεκτά το πρώτον ενώπιον του εφετείου, διότι σύμφωνα με το άρθρο 527 αρ. 2 του Κ.Πολ.Δ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, αποτελεί οψιγενή ισχυρισμό (Σ.Σαμουήλ, Η έφεση , έκδοση 1993, σελ. 223 και Ερμ.Κ.Πολ.Δ Κεραμεύς - Κονδύλης - Νίκας εκδ. 2000, σελ 950, όπου παραπομπές σε θεωρία και νομολογία). Συνεπώς, πρέπει να διερευνηθεί και ως προς τη νομική της βασιμότητα. Με τη νέα διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, όπως το περιεχόμενο της παρατέθηκε, προβλέπεται ταυτοχρόνως διακοπή και μία ιδιότυπη αναστολή της παραγραφής, μέχρι το χρονικό σημείο εκδόσεως τελεσίδικης απόφασης ή περάτωσης της δίκης με άλλο τρόπο.
  Ακολούθως, κατ'εφαρμογή του άρθρου 533 παρ. 2 ΚΠολΔικ, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εφαρμόζει μεν το νόμο που ίσχυε κατά το χρόνο δημοσιεύσεως της πρωτόδικης απόφασης (εν προκειμένω το άρθρο 261 ΑΚ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 101 παρ. 1 του Ν. 4139/20.3.2013 που αποτελώντας μεταφορά του άρθρου 2 του Ν. ΓΧΞ71910 όριζε ότι «την παραγραφή διακόπτει η έγερση της αγωγής ...η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου»..), ώστε να μη θεμελιώνεται λόγος έφεσης εξαιτίας ευνοϊκής υπέρ του εκκαλούντος νομοθετικής μεταβολής, πλην όμως εν προκειμένω εισάγεται εξαίρεση, αφού ο νόμος, όπως η ρύθμιση αποτυπώνεται στην παράγραφο 3 του άρθρου 261 του ΑΚ, περιέχει ρητή διάταξη, ότι εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση. Συνεπώς, εφόσον η νέα ρύθμιση καταλαμβάνει και την παρούσα επίδικη υπόθεση, που είναι εκκρεμής στο παρόν δευτεροβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 148/2017, ΝΟΜΟΣ), όσα επικαλείται ο ενιστάμενος και αληθή υποτιθέμενα δεν πληρούν το πραγματικό της ισχύουσας διάταξης του άρθρου 261 ΑΚ και ως εκ τούτου πρέπει η ένσταση του ν'απορριφθεί, προεχόντως, ως νομικά αβάσιμη. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, η αξίωση του πρώτου ενάγοντα ανέρχεται στο ισόποσο σε ευρώτων 6.000.000 δραχμών, δηλαδή, σε 17.608,22 ευρώ, η δε αξίωση του δεύτερου (ενάγοντα) ανέρχεται στο ισόποσο σε ευρώ των 3.000.000 δραχμών, δηλαδή, σε 8.804,11 ευρώ. Επομένως, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη με αριθμό 91/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ως προς τα απορριπτικά της αγωγής των εκκαλούντων κεφάλαιά της, για την ενότητα δε της εκτέλεσης και ως προς το μη πληττόμενο κονδύλιο, ποσό των 10.271,46 ευρώ, αναγκαίως δε και κατά τη διάταξή της περί δικαστικής δαπάνης, να κρατηθεί η υπόθεση στο δικαστήριο αυτό, να δικασθεί η αγωγή, η οποία καθ' ο μέρος αφορά την πρώτη εναγομένη πρέπει ν'απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθ' ο μέρος δε αφορά τον δεύτερο εναγόμενο πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, να υποχρεωθεί ο τελευταίος (δεύτερος εναγόμενος) να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα 27.879,68 ευρώ (17.608,22 συν 10.271,46) και στο δεύτερο ενάγοντα, 8.804,11 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Οι ενάγοντες λόγω της ήττας τους πρέπει να υποχρεωθούν να καταβάλουν τη δικαστική δαπάνη της πρώτης εναγομένης, να υποχρεωθεί δε ο δεύτερος εναγόμενος να καταβάλει τη δικαστική δαπάνη αυτών (των εναγόντων) και στις δύο περιπτώσεις αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 178 παρ. 1, 180, 183, 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ, 63 επ. του Κώδικα περί Δικηγόρων). Τέλος, για επιβολή προσωπικής, λόγω του αδικήματος, κράτησης κατά του δεύτερου εναγομένου, δεν γεννάται ζήτημα, αφού το επιδικασθέν σε κάθε ενάγοντα ποσό είναι κατώτερο του ποσοτικού ορίου της παραγράφου 2 του άρθρου 1047 του Κ.Πολ.Δ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ'αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ'ουσίαν την ανακοπή ερημοδικίας (ΓΑΚ 192/2017).
Εξαφανίζει την ανακοπτόμενη με αριθμό 3267/2015 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου ερημοδικίας στους ανακόπτοντες.
Κρατεί και δικάζει την με αριθμό 445/2005 έφεση.
Δέχεται τυπικά και κατ'ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την με αριθμό 91/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ως προς τα κεφάλαιά της, που αφορούν την από 14-3-2001 (εκθ. καταθ. 2306/2001) αγωγή των εκκαλούντων.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την με αριθμό 2306/2001 αγωγή.
Απορρίπτει την αγωγή καθ'ο μέρος αφορά την πρώτη εναγομένη καθ'ολοκληρίαν.
   Δέχεται την εν λόγω αγωγή καθ'ο μέρος αφορά τον δεύτερο εναγόμενο.
   Υποχρεώνει αυτόν να καταβάλει α) στον πρώτο ενάγοντα, είκοσι επτά χιλιάδες οκτακόσια εβδομήντα εννέα ευρώ και εξήντα οκτώ λεπτά (27.879,68) με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, β) στον δεύτερο ενάγοντα, οκτώ χιλιάδες οκτακόσια τέσσερα ευρώ και έντεκα λεπτά (8.804,11) με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής.
    Καταδικάζει τους ενάγοντες στη δικαστική δαπάνη της πρώτης εναγομένης και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας καθορίζει σε οκτακόσια (800) ευρώ.
    Καταδικάζει τον δεύτερο εναγόμενο στη δικαστική δαπάνη των εναγόντων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, το ύφος της οποίας καθορίζει σε δύο χιλιάδες (2000) ευρώ.
    Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 15 Μαρτίου 2018  και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 3 Μαϊου 2018, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοί τους δικηγόροι.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ