Παρασκευή 29 Ιουνίου 2018

ΥΠ' ΑΡΙΘΜΟ 2415/2018 ΑΠΟΦΑΣΗ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ- 1) ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΟΡΙΣΜΕΝΟΥ ΔΙΕΚΔΙΚΗΤΙΚΗΣ Ή ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΑΚΙΝΗΤΟΥ 2) ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΕΠΙΔΙΚΟΥ ΑΚΙΝΗΤΟΥ ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΔΕΝ ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ ΝΑ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΟΙ ΠΛΕΥΡΙΚΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ 3) ΔΕΝ ΕΠΙΦΕΡΕΙ ΑΟΡΙΣΤΙΑ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ Η ΕΣΦΑΛΜΕΝΗ ΑΝΑΓΡΑΦΗ ΣΕ ΑΥΤΗΝ ΤΟΥ ΕΜΒΑΔΟΥ ΤΟΥ ΕΠΙΔΙΚΟΥ ΑΚΙΝΗΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΞ ΑΔΙΑΙΡΕΤΟΥ ΠΟΣΟΣΤΟΥ ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΑ, ΟΤΑΝ ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΥΤΑ ΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΟΡΘΑ ΣΕ ΑΛΛΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΣΤΟ ΔΙΑΤΑΚΤΙΚΟ ΤΗΣ, ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΝΑ ΜΗΝ ΑΦΗΝΕΤΑΙ ΚΑΜΙΑ ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΥΤΑ 4) Η ΑΝΑΦΟΡΑ ΤΟΥ ΕΠΙΔΙΚΟΥ ΑΚΙΝΗΤΟΥ ΣΕ ΕΓΓΡΑΦΟ ΤΟΥ ΑΞΙΟΥΝΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΚΥΡΙΟΤΗΤΑΣ ΕΚ ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑΣ , ΩΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΓΓΡΑΦΟΥ ΑΥΤΟΥ ΣΕ ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑ, ΔΕΝ ΣΥΝΙΣΤΟΥΝ ΕΜΦΑΝΕΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΝΟΜΗΣ , ΑΝ ΔΕΝ ΣΥΝΔΥΑΖΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΜΕ ΛΟΙΠΕΣ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΕΣ ΕΜΦΑΝΕΙΣ ΥΛΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΜΕ ΠΡΟΘΕΣΗ ΦΥΣΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΚΙΝΗΤΟΥ ΑΥΤΟΥ


2415/2018
 ΤΜΗΜΑ: 8ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Τόμου. Εφέτη, που όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοικήσεως του Εφετείου Αθηνών και από τη Γραμματέα Καλλιόπη Παπαζαφείρη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 12 Οκτωβρίου 2017 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Παραθεριστικού και Οικοδομικού Συνεταιρισμού με την επωνυμία «..........................», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του 
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: .................... του ..........., κατοίκου Γλυφάδας Αττικής, ο οποίος εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ.
Ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 18 Οκτωβρίου 2011 αγωγή του, προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό 13456/2011, ζήτησε να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ' αυτήν.
Ο αντενάγων ..................., με την από 22 Νοεμβρίου 2011 ανταγωγή του, προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό 16404/2011, ζήτησε να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ'αυτήν.
Ο προσεπικαλών ......................., με την από 23 Νοεμβρίου 2011 προσεπίκλησή του, προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό 14931/201 1, ζήτησε να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ' αυτήν.
Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ' αριθμόν 3084/2012 οριστική του απόφαση με την οποία έταξε όσα αναφέρονται σ' αυτήν.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ο εκκαλών, με την από 28 Ιουλίου 2014 έφεσή του προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί με αριθμό 5214/2014.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσιβλήτου κατέθεσε εμπρόθεσμα τις προτάσεις του και παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε.




     I. Φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η από 28-7- 2014 (αριθ. κατάθ. 5214/2014) έφεση του ενάγοντος-αντεναγόμενου Παραθεριστικού και Οικοδομικού Συνεταιρισμού με την επωνυμία «.....................» κατά της 3084/2012 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 18-10- 2011 (αριθ. κατάθ. 179777/13456/2011) αγωγής του ήδη εκκαλούντος και της συνεκδικαζόμενης από 22-11-2011 (με αριθμ. καταθ. 203025/14604/23-11-2011) ανταγωγής του ήδη εφεσιβλήτου, .................. Η έφεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης, ούτε παρήλθε τριετία από τη δημοσίευσή της (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.2, όπως ίσχυε τότε, του ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 524, 532 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), εφόσον έχουν κατατεθεί από τον εκκαλούντα και τα νόμιμα παράβολα (που επισυνάπτονται σ' αυτήν και για την κατάθεση των οποίων συντάχθηκε η από 28-7-2014 πράξη κατάθεσης του αρμοδίου γραμματέα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου) για το παραδεκτό της άσκησής της, κατ' άρθρο 495 παρ.4 εδ. α', β' του Κ.Πολ.Δ., όπως προστέθηκαν με το άρθρο 12 παρ.2 ν.4055/2012 και 93Ν. 4139/2013.
II. Ο ενάγων συνεταιρισμός, ήδη εκκαλών, με την απευθυνόμενη στο Mονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, από 18-10-2011 (αριθ. κατάθ. 179777/13456/2011) αγωγή του εξέθεσε ότι δυνάμει του νόμιμα μεταγεγραμμενου 8299/1973 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών .................................., απέκτησε την κυριότητα του περιγραφόμενου κατά θέση και έκταση μείζονος ακινήτου, συμπεριλαμβανομένου και του εδαφικού τμήματος έκτασης 5.198,85 τμ, όπως ειδικότερα περιγράφεται κατά όρια, καθώς και τη νομή του, η οποία του παραδόθηκε από τους μέχρι τότε νομείς. Ότι ο εναγόμενος παράνομα και χωρίς τη θέλησή του απέβαλε τον ενάγοντα από τη νομή του στο εδαφικό αυτό τμήμα, αξίας 50.000 ευρω και συγκεκριμένα το περιέφραξε αφαιρώντας και τις ενδεικτικές της ιδιοκτησίας του πινακίδες που είχε τοποθετήσει ο ίδιος ο συνεταιρισμός, αμφισβητώντας έτσι το δικαίωμα νομής του στο τμήμα αυτό. Με βάση το άνω ιστορικό ζήτησε, να αναγνωριστεί το δικαίωμα νομής του στο επίδικο εδαφικό τμήμα, και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του αποδώσει τη νομή του επ’ αυτού. Εξάλλου, ο.......................... ( εναγόμενος στην ανωτέρω αγωγή και ήδη εφεσίβλητος), με το από 22-11-2011 (με αριθμ. καταθ. 203025/14604/23-11- 2011) αυτοτελές δικόγραφο άσκησε ανταγωγή, ισχυριζόμενος ότι είναι (συγ)κύριος κατά ποσοστό 2/3 εξ αδιαιρέτου (μετά της, μη διαδίκου, συζύγου του κυρίας κατά το υπόλοιπο ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου) του περιγραφόμενου λεπτομερώς κατά θέση και όρια ακινήτου (αγροτεμαχίου), έκτασης 2.683,32 τμ., αποτελούμενο από τα συνεχόμενα με αριθμ. 20 και 21 κατηγορίας Γ' κληροτεμάχια, που απέκτησε με παράγωγο τρόπο το πρώτο εξ αυτών και ειδικότερα με το νόμιμα μεταγραμμένο 15.871/2007 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών, ................., λόγω πώλησης, από τους ...... .................., ................ ............... και ........................, άλλως με τα προσόντα έκτακτης χρησικτησίας, καθόσον νέμεται αυτό ως ενιαία έκταση συνεχώς από το χρόνο αγοράς του και μετέπειτα, ασκώντας όλες τις πράξεις νομής που προσιδιάζουν στη  φύση του (επίβλεψη, συχνές επισκέψεις, εμβαδομέτρηση, συλλογή ελαιοκάρπου κλπ ), όπως και οι δικαιοπάροχοί του πριν από αυτόν, τουλάχιστον από το έτος 1957 ως προς το με αριθμ. 20 κληροτεμάχιο και από το έτος 1967 ως προς το επόμενο (αρ. 21) και δη καλλιέργεια, εποπτεία, επίβλεψη), άπαντες συνεχώς και αδιαλείπτως, όπως ειδικότερα αναφέρονται στην αγωγή και ότι με προσμέτρηση του χρόνου χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων του, νέμεται το ανωτέρω ενιαίο ακίνητο για χρονικό διάστημα κατά πολύ μεγαλύτερο του απαιτούμενου (των 20 ετών) χρόνου μέχρι την άσκηση της αγωγής. Οτι ο αντεναγόμενος Συνεταιρισμός (ο οποίος είναι κύριος του όμορου, προς το βόρειο όριό του, ακινήτου), τον Φεβρουάριο του 2011, αμφισβητώντας την κυριότητα του αντενάγοντος, κατέλαβε, παράνομα και αυθαίρετα, την προπεριγραφόμενη λεπτομερώς εδαφική έκταση των 2.683,32 τμ. και εν συνεχεία την προσάρτησε στην όμορη, προς το βόρειο όριό του, κείμενη ιδιοκτησίας του . Με βάση αυτό το ιστορικό ο αντενάγων ζήτησε να αναγνωριστεί συγκύριος κατά ποσοστό 2/3 εξ αδιαιρέτου (και η σύζυγος του κατά το 1/3 εξ αδιαιρέτου) του ως άνω ακινήτου (έκτασης 2.683,32 τμ), αξίας 90.000 ευρω και να καταδικαστεί ο αντεναγόμενος συνεταιρισμός τα δικαστικά του έξοδα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού συνεκδίκασε την άνω αγωγή αποβολής νομής και την ανταγωγή περί αναγνώρισης κυριότητας ακινήτου, δέχθηκε αυτές ως ουσιαστικά βάσιμες και δη α)όσον αφορά την αγωγή, αναγνώρισε τον ενάγοντα Συνεταιρισμό νομέα του ευρισκόμενου στη θέση «..................» της περιφέρειας της Κοινότητας .................., του τέως Δήμου .............., επίδικου εδαφικού τμήματος έκτασης των 5.198,85 τ.μ. όπως εμφαίνεται στο από μηνός Ιανουαρίου 2011 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ..................και υποχρέωσε τον εναγόμενο, ................, ν'αποδώσει στον ενάγοντα συνεταιρισμό τη νομή του ως άνω εδαφικού τμήματος και β) όσον αφορά την ανταγωγή, ανεγνώρισε τον αντενάγοντα, ................, συγκύριο κατά ποσοστό 2/3 εξ αδιαιρέτου (και κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου τη σύζυγο του) της, ευρισκόμενης στη θέση «..................» της κτηματικής περιφέρειας της Κοινότητας ................, του Δήμου ...................., επίδικης εδαφικής έκτασης των 2.683,32 τ.μ., όπως εμφαίνεται στο από μηνός Δεκεμβρίου 2005 τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού ................... Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο αντεναγόμενος συνεταιρισμός, με την ως άνω από 28-7-2014 έφεσή του, για τους λόγους που αναφέρονται σ' αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε να γίνει δεκτή και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση μόνο κατά το μέρος που αφορά την ασκηθείσα ανταγωγή, ώστε αυτή να απορριφθεί. Μετά ταύτα, επισημαίνεται, ότι το παρόν Δικαστήριο δεν θα ασχοληθεί με την ως άνω από 18-10- 2011 αγωγή του συνεταιρισμού, δεδομένου ότι, ως προς το κεφάλαιο αυτό, η εκκαλούμενη απόφαση δεν προσβάλλεται με την έφεση.
     III.-Εξάλλου, όπως προκύπτει από το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, για να είναι ορισμένη η αγωγή, πρέπει να περιέχει, εκτός των άλλων αναγκαίων στοιχείων, και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, ώστε να μη δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητα του. Προκειμένου για αγωγή αναγνωριστική ή διεκδικητική της κυριότητας ακινήτου, απαιτείται, για να είναι ακριβής η περιγραφή του ακινήτου, ώστε να μη γεννάται αμφιβολία για την ταυτότητα του, να προσδιορίζονται η θέση, τα όρια και ο προσανατολισμός των πλευρών του, κατά τρόπο ώστε να μπορεί αυτό να εντοπίζεται επακριβώς και να διαχωρίζεται από τα γειτονικά εδάφη, έστω και αν δεν αναφέρεται το μήκος των πλευρών του σε μέτρα ή το εμβαδόν του. Εάν το ακίνητο αναφέρεται ότι αποτελεί τμήμα μεγαλύτερης έκτασης, θα πρέπει να προσδιορίζονται επακριβώς τα όρια που το διαχωρίζουν από τη μεγαλύτερη έκταση, ώστε να προκύπτει ποίο συγκεκριμένο τμήμα της μεγαλύτερης έκτασης καταλαμβάνει αυτό. Η περιγραφή του ακινήτου δεν μπορεί να συμπληρώνεται με την παραπομπή σε άλλο έγγραφο, όπως σχεδιάγραμμα στο οποίο αποτυπώνεται το ακίνητο, εκτός αν το έγγραφο έχει ενσωματωθεί στην αγωγή, κατά τρόπο ώστε να αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της(βλ. ΑΠ 164/2014, ΑΠ 832/2013 στη ΝΟΜΟΣ). Οταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκηση της, επιφέρει δε την απόρριψη της ως απαράδεκτης, λόγω της αοριστίας, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν προβολής σχετικής ένστασης από τον εναγόμενο. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων, ούτε, επίσης, με αναφορά στη σχετική διάταξη του νόμου ή μνεία αυτής, ούτε με δικαστική ομολογία του εναγομένου, η οποία ως αποδεικτικό μέσο με δεσμευτική αποδεικτική δύναμη, αποκλείει μόνο τη διεξαγωγή αποδείξεων και απαλλάσσει τον αντίδικο από το βάρος απόδειξης του σχετικού (ομολογούμενου) ισχυρισμού (ΑΠ 714/2015 δημ. ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, με το πιο πάνω περιεχόμενο και αίτημα, η παραδεκτά ασκηθείσα ένδικη αναγνωριστική κυριότητας ακινήτου ανταγωγή του άρθρου 1033 ΑΚ, είναι πλήρως ορισμένη ως προς την περιγραφή της διεκδικούμενης εδαφικής έκτασης, η ταυτότητα της οποίας προσδιορίζεται επαρκώς, καθώς αναφέρονται κατά τρόπο σαφή η θέση της, η έκταση και τα όρια αυτής . Ωστόσο, επισημαίνεται ότι δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ως προς την ταυτότητα του επίδικου αυτού ακινήτου, έκτασης 2.683,32 τμ., από το ότι στο δικόγραφο της ένδικης ανταγωγής, προφανώς εκ παραδρομής αναγράφεται στη σελίδα (6 και 2η παργρ.) ως έκταση του επιδίκου «5.198,85 τμ.» και ποσοστό συγκυριότητας του αντενάγοντα «3/4 εξ αδιαιρέτου», αντί των ορθών αντίστοιχα «2.683,32 τμ» και «2/3 εξ αδιαιρέτου, εφόσον τα σωστά αυτά στοιχεία αναγράφονται ρητά στο ίδιο δικόγραφο σε προγενέστερη σελίδα αυτού (και δη στην 2η) και στο αιτητικό, ενώ αναφέρονται και όλοι οι τίτλοι κτήσης των ...
δικαιοπαρόχων του, έτσι ώστε να μη δημιουργείται σύγχυση ως προς την ακριβή ταυτότητα και έκταση του επιδίκου. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της έφεσης, με το οποίο ο αντεναγόμενος συνεταιρισμός παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ότι η ανταγωγή ήταν ορισμένη, ενώ έπρεπε να την απορρίψει ως αόριστη, λόγω του αμέσως προαναφερομένων, είναι αβάσιμος και συνεπώς απορριπτέος.


IV.- Από την προσήκουσα εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, ..............., ................... και ................, καθώς και της ανωμοτί κατάθεσης της ..............., που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη (3084/2012) πρακτικά (απομαγνητοφωνημένα) δημόσιας συνεδρίασης αυτού και από όλα τα έγγραφα, τα οποία καθένας από τους διαδίκους επικαλείται και προσκομίζει νόμιμα, σε μερικά από τα οποία γίνεται ειδική μνεία παρακάτω, χωρίς, πάντως, να παραλείπεται κανένα, κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης (ΑΠ 78/2014, ΑΠ 457/2013, ΑΠ 741/2013, ΑΠ 1856/2009, ΑΠ 139/2009, ΑΠ 211/2006 δημ. ΝΟΜΟΣ), μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες και μη αμφισβητούμενες φωτογραφίες (ΑΠ 78/2014, ΑΠ 457/2013, ΑΠ 741/2013, ΑΠ 1856/2009, ΑΠ 139/2009, ΑΠ 211/2006 δημ. ΝΟΜΟΣ), καθώς τις επιτρεπτά προσκομιζόμενες μετ' επικλήσεως από τον αντεναγόμενο συνεταιρισμό, για πρώτη φορά στην παρούσα, κατ' έφεση, δίκη (σύμφωνα με το άρθρο 529 παρ. 2 του ΚΠολΔ, διότι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η παράλειψη προσκόμισης τους στην πρωτόδικη δίκη, δεν οφείλεται σε πρόθεση στρεψοδικίας, ούτε σε βαριά αμέλεια του εκκαλούντα -βλ.ΑΠ 731/2014, ΑΠ 1116/2013 στη ΝΟΜΟΣ), ενώπιον των συμβολαιογράφου Αμαρουσίου, ........................και της Δημοτικής Κοινότητας .................., αντίστοιχα, υπ' αριθμ. 5219/30-6-2011 και 5832/30-6-2011 ένορκες βεβαιώσεις των .............. και ....................., οι οποίες συνεκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς λήφθηκαν εξ αφορμής άλλης δίκης (ασφαλιστικών μέτρων) μεταξύ των διαδίκων (ΑΠ 621/2014, ΑΠ 897/2014, ΑΠ 122/2013, ΑΠ 1237/2013 στη ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο ακίνητο είναι ένα αγροτεμάχιο, μη άρτιο και οικοδομήσιμο, που βρίσκεται στη θέση «.....................», της κτηματικής περιφέρειας της Δημοτικής Κοινότητας .............. (πρώην ..............)- ............., εκτός σχεδίου πόλεως της άνω Κοινότητας, έκτασης 2.683,32 τμ., το οποίο εμφαίνεται περιμετρικά με τα κεφαλαία αλφαβητικά στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Λ-Μ-Α στο από μηνός Δεκεμβρίου 2005 τοπογραφικό σχεδιάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού .................., προσαρτώμενο στην με αριθμ. 9552/2006 πράξη αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου στην περιφέρεια ......... με έδρα τα ............, ............., και κατ' αυτό συνορεύει βόρεια επί τεθλασμένης πλευράς Α-Μ-Λ-Κ μήκους της Α-Μ μέτρων 75,67 συν της Μ-Λ μέτρων 3,93 συν της Λ-Κ μέτρων 167,39 με βραγό (ανάχωμα), νότια επί πλευράς Ι-Θ μήκους μέτρων 44,55 συν πλευράς Θ-Η μήκους μέτρων 31,19 συν πλευράς Η-Ζ μήκους μέτρων 34,78 συν πλευράς Ζ-Ε μήκους μέτρων 19,06 συν πλευράς Ε-Δ μήκους μέτρων 20,76 συν πλευράς Δ-Γ μήκους μέτρων 41,53 συν πλευράς Γ-Β μήκους μέτρων 54,17 με ιδιοκτησία ..................- αντενάγοντος, ανατολικά επί προσώπου πλευράς μήκους μέτρων 11,75 με αγροτική οδό και δυτικώς επί πλευράς Ι-Κ μήκους μέτρων 11,05 με ιδιοκτησία ............... Ομοίως δε εμφαίνεται το εν λόγω ακίνητο, με το ως άνω εμβαδόν και όρια, στο προσαρτώμενο στο ως άνω αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, από 24-9-2007, τοπογραφικό διάγραμμα του ιδίου αρχιτέκτονα μηχανικού (.................), ο οποίος και το εμβαδομέτρησε εκ νέου. Το επίδικο αυτό αγροτεμάχιο, που αποτελεί το αντικείμενο της ένδικης ανταγωγής και προέκυψε ως ενιαία έκταση, από την συνένωση δύο συνεχομένων μεταξύ τους με αριθμούς 20 και 21, της κατηγορίας Γ', κληροτεμαχίων, δυνάμει του υπ' αριθμ. 15.871/3-10-2007 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών, ............... νόμιμα μεταγραμμένου στα αρμόδια βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Λαυρίου (τ.84 και α/α 251), μεταβιβάστηκε στον αντενάγοντα (.............) κατά ποσοστό 2/3 εξ αδιαιρέτου και κατά το άλλο 1/3 εξ αδιαιρέτου στη σύζυγο του (μη διάδικο) ........... με αγορά, από τους ..................και .............................., οι οποίοι το είχαν αποκτήσει ως ακολούθως: Όσον αφορά το υπ' αριθμ. 20 κατηγορίας Γ' κληροτεμάχιο, έκτασης 2.380 τμ., δυνάμει του υπ' αριθμ. 105802/29-3-1957 παραχωρητηρίου τίτλου ιδιοκτησίας της Διεύθυνσης Εποικισμού του Υπουργείου Γεωργίας, νόμιμα μεταγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ...............(στον τόμο 49 και με α/α 326), παραχωρήθηκε αυτό στον απώτερο δικαιοπάροχο του αντενάγοντα, ............... Μετά τον επισυμβάντα στις 4-7-1959 θάνατο του τελευταίου, η κυριότητα του εν λόγω κληροτεμάχιου περιήλθε στην κληρονόμο σύζυγο του, ......................, δυνάμει της 13.695/19-6-1958 δημόσιας διαθήκης του, που συντάχθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου στην περιφέρεια  ................., ..........., η οποία δημοσιεύθηκε με τα 755/4-2-1960 πρακτικά του Πρωτοδικείου Αθηνών και την οποία (κληρονομιά) αποδέχθηκε με την 3563/12-10-1970 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου ......., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του αυτού ως άνω Υποθηκοφυλακείου ............. (τ. 105 και α/α 436). Εν συνεχεία, το κληροτεμάχιο αυτό περιήλθε στους εξ αδιαθέτου κληρονόμους της προαναφερόμενης, ......................, που απεβίωσε στις 11- 12-1982 και συγκεκριμένα στα τέκνα της, ....................... και ....................., οι οποίες αποδέχθηκαν την κληρονομιά ισομερώς με την υπ' αριθμ. 9552/2006 πράξη αποδοχής της συμβολαιογράφου ......................., νόμιμα μεταγραμμένης στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ............. (τ. 81 και α/α 45). Οι τελευταίες, μεταβίβασαν το ίδιο κληροτεμάχιο, στους προδιαληφθέντες άμεσους δικαιοπαρόχους του αντενάγοντα ως εξής: Α) η εξ αυτών ............. (ή ................) χήρα ......................, μεταβίβασε ι) κατά ποσοστό 2/6 εξ αδιαιρέτου, λόγω γονικής παροχής, στην θυγατέρα της .................., δυνάμει της 9.555/26- 1-2006 πράξης της συμβολαιογράφου στην περιφέρεια ............ με έδρα τα ............................, νόμιμα μεταγραμμένης στα αρμόδια βιβλία του Υποθηκοφυλακείου .............. (τ. 81 και α/α 48) και ιι) κατά ποσοστό 1/6 εξ αδιαιρέτου, λόγω δωρεάς εν ζωή, στον ανιψιό της ...................ς, δυνάμει της 9.556/26-1-2006 πράξης της αυτής ως άνω συμβολαιογράφου (......................), νόμιμα μεταγραμμένης στα αρμόδια βιβλία του Υποθηκοφυλακείου .......... (τ. 81 και α/α 49), και Β) η..........................., μεταβίβασε, Α) λόγω δωρεάς εν ζωή, επίσης ποσοστό 1/6 εξ αδιαιρέτου, στον ως άνω ανιψιό της (............................), δυνάμει της 9.554/26-1-2006 πράξης της αυτής ως άνω συμβολαιογράφου (.................), νόμιμα μεταγραμμένης στα αρμόδια βιβλία του Υποθηκοφυλακείου .................... (τ. 81 και α/α 47). Και Β) λόγω γονικής παροχής, κατά ποσοστό 2/6 εξ αδιαιρέτου, στην θυγατέρα της ...................., δυνάμει της 9.553/26-1-2006 πράξης της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, νόμιμα μεταγραμμένης στα αρμόδια βιβλία του Υποθηκοφυλακείου .............(τ. 81 και α/α 46). Περαιτέρω από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι στο ως άνω με αριθμ. 20 κληροτεμάχιο, ο προδιαληφθείς απώτερος δικαιοπάροχος του αντενάγοντα, ................., από την κτήση της κυριότητάς του το έτος 1957 και μετά, εγκαταστάθηκε στη νομή του και με βάση τον προαναφερθέντα τίτλο, ασκούσε συνεχώς και αδιαλείπτως με διάνοια κυρίου πράξεις νομής σε ολόκληρη την έκταση και συγκεκριμένα το καλλιεργούσε, το επόπτευε, το επέβλεπε αποτρέποντας παρεμβάσεις τρίτων σ' αυτό και συνέλεγε τον ελαιόκαρπο από τα υπάρχοντα ελαιόδενδρα. Στις ίδιες πράξεις προέβη, μετά το θάνατο του (1959) και η σύζυγος του, ως εκ διαθήκης κληρονόμος του, δηλαδή ασκούσε αδιατάρακτα με καλή πίστη και διάνοια κυρίας όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση του ακινήτου ως άνω υλικές, εμφανείς στους τρίτους, διακατοχικές πράξεις νομής, χωρίς ποτέ ενοχληθεί, πλέον της εικοσαετίας μέχρι το θάνατο της (1982), οπότε οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της και δη οι ανωτέρω δύο θυγατέρες της (....................... και ........................)την διαδέχθηκαν στη νομή του κληροτεμαχίου, με διάνοια κυρίων, με καλή πίστη και πρόθεση εξουσιάσεως, εξακολουθώντας αδιατάρακτα να διενεργούν επί του επιδίκου τις αρμόζουσες στον προορισμό του ανωτέρω πράξεις νομής ήτοι το επόπτευαν, το επισκέπτονταν συχνά, προέβαιναν στη συγκομιδή του ελαιοκάρπου από τις υπάρχουσες ελιές, τις κλάδευαν και το καθάριζαν, χωρίς βέβαια ποτέ να εναντιωθεί ή να διαμαρτυρηθεί οιοσδήποτε για οτιδήποτε, καθόλο αυτό το διάστημα μέχρι το έτος 2006, όπως προαναφέρθηκε. Ετσι οι τελευταίες, ούσες συγκυρίες και συννομείς, ισομερώς, του εν λόγω κληροτεμαχίου, μεταβίβασαν αυτό στους προρρηθέντες τρεις άμεσους δικαιοπαρόχους του αντενάγοντα, κατά ποσοστό 2/6 εξ αδιαιρέτου στον καθένα, λόγω γονικής παροχής και δωρεάς εν ζωή κατά τα προεκτεθέντα, οι οποίοι το διάστημα αυτό μέχρι την πώληση του (2007) στον τελευταίο (αντενάγοντα), κατά ποσοστό 2/3 εξ αδιαιρέτου και στη σύζυγο του κατά το άλλο 1/3 εξ αδιαιρέτου, διατήρησαν ακώλυτα τη νομή επ' αυτού με διάνοια (συγ)κυρίων. Έκτοτε αυτοί (αντενάγων και η σύζυγος του) ασκούν πράξεις νομής, συνέχισαν δηλαδή να διατηρούν την πλήρη εποπτεία και επίβλεψη επί του επιδίκου, το προστάτευαν ώστε να μη γίνει αντικείμενο καταπατήσεων από τρίτους, πολλές φορές το καθάριζαν από χόρτα, κλάδευαν και συνέλεγαν τον ελαιόκαρπο από τα υπάρχοντα ελαιόδενδρα, επίσης προέβησαν σε τοπογράφηση (εμβαδομέτρηση), χωρίς ποτέ να ενοχληθούν ή να διαμαρτυρηθεί οιοσδήποτε. Με βάση τα ανωτέρω αποδειχθέντα, το κληροτεμάχιο αυτό περιήλθε στην (συγ)κυριότητα του αντενάγοντα και της συζύγου του, κατά τα ως άνω ποσοστά, με παράγωγο τρόπο και συγκεκριμένα λόγω αγοράς από αληθείς κυρίους, αλλά και με πρωτότυπο τρόπο (έκτακτη χρησικτησία), με το συνυπολογισμό στο δικό τους χρόνο νομής και του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων τους, ήτοι από το έτος 1957 μέχρι την άσκηση της ανταγωγής (2011). Αποδείχθηκε επίσης ότι, κατά τον ίδιο ως άνω τρόπο κτήσης του υπ' αριθμ. 20 κληροτεμάχιου, ο αντενάγων και η σύζυγος του, απέκτησαν τη (συν)νομή του προς νότια συνεχόμενου με αριθμ. 21 Γ' κληροτεμαχίου, ευρισκόμενου σημειωτέον και βόρεια της όμορης από τριακονταετίας ανεγειρόμενης οικίας της ανωτέρω αμέσου δικαιοπραρόχου του αντενάγοντος, ...........,  εκτάσεως κατά νεώτερη καταμέτρηση 303,32 τμ., από τους ιδίους άμεσους και απώτερους δικαιοπαρόχους, ασκώντας και κατά τον ίδιο τρόπο, αμφότεροι αδιατάρακτα με καλή πίστη και διάνοια κυρίων ανελλιπώς όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση του προαναφερθείσες υλικές, εμφανείς στους τρίτους, διακατοχικές πράξεις νομής, δηλαδή τις ίδιες ως άνω αναλυτικά εκτιθέμενες πράξεις νομής, χωρίς να ενοχληθούν από τρίτο, όπως άλλωστε κατέθεσε για τις υλικές αυτές πράξεις νομής με σαφήνεια, ως μάρτυρας, ο ................. στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κάτοικος μετά της ανωτέρω ............... της επίδικης περιοχής και μάλιστα στην προμνησθείσα όμορη οικία τους, ο οποίος μετά γνώσεως και ιδίας αντίληψης αναφέρθηκε ρητά στις διακατοχικές αυτές πράξεις, με πρόθεση εξουσιάσεώς του. Έτσι, ο αντενάγων και η σύζυγος του, προσμετρουμένου στο χρόνο νομής τους και του προηγούμενου χρόνου της νομής των δικαιοπαρόχων τους, συμπλήρωσαν χρονικό διάστημα πλέον της εικοσαετίας (από το έτος 1957), οπότε και ως προς αυτό το κληροτεμάχιο απέκτησαν την κυριότητά του, κατά τα ίδια ως άνω εξ αδιαιρέτου ποσοστά, με πρωτότυπο τρόπο και δη με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Βέβαια, το εν λόγω δικαίωμα κυριότητας του αντενάγοντα, κατά το ως άνω ιδανικό μερίδιο του (2/3) στο επίδικο (ενιαίο) ακίνητο (αγροτεμάχιο) των 2.683,32 τμ., δεν αποδείχθηκε ότι καταλύθηκε από τον αντεναγόμενο Συνεταιρισμό, όπως αβάσιμα αυτός υποστηρίζει. Ο ισχυρισμός του τελευταίου ότι νεμόταν το επίδικο ακίνητο από το έτος 1970, που με το υπ' αριθμ. 3564/12-10-1970 προσύμφωνο πώλησης αγρού, του συμβολαιογράφου στην περιφέρεια .................η, του μεταβίβασε την νομή του ανωτέρω με αριθμό 20 κατηγορίας Γ' κληροτεμαχίου, με το ίδιο ως άνω εμβαδόν (των 2.380 τμ),η τότε συμβληθείσα και κυρία (με κληρονομική διαδοχή) αυτού, ..................(ούσα κατά τα προεκτεθέντα κοινή δικαιοπάροχος με τον αντενάγοντα) και έκτοτε μέχρι την σε βάρος του ασκηθείσα κρινόμενη ανταγωγή (το έτος 2011), δεν αποδείχθηκε, άλλωστε δεν επικαλείται ούτε και ο ίδιος ο αντεναγόμενος συνεταιρισμός, τόσον με τις πρωτόδικες προτάσεις του όσο και με την έφεση του, συγκεκριμένες εμφανείς υλικές πράξεις του στο εν λόγω κληροτεμάχιο, δηλωτικές της φυσικής εξουσίασης αυτού, με διάνοια κυρίου και πλέον ειδικότερα δεν αποδείχθηκε ότι έκτοτε αυτός (αντεναγόμενος συνεταιρισμός) προέβη σε συνεχή εικοσαετή νομή επί του εν λόγω κληροτεμαχίου. Η μοναδική επικαλούμενη υπ'  αυτού (Συνεταιρισμού)ενέργεια που έλαβε χώρα το έτος 1988 και είναι η κατάρτιση καταστατικού του, που (κατά τους ισχυρισμούς του) βρίσκεται κατατεθειμένο στο Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, με τον συνημμένο πίνακα των εκτάσεών του (Συνεταιρισμού) στην επίδικη περιοχή, περιλαμβανομένου και του επίδικου ακινήτου, δεν συνιστά εμφανείς πράξεις νομής, εφόσον δεν αποδείχθηκε, ούτε επικαλείται, ακόμη και με το δικόγραφο της έφεσής του, ότι συνδυάζεται και με λοιπές συγκεκριμένες εμφανείς υλικές πράξεις με πρόθεση φυσικής εξουσίασης αυτού κατά το ως άνω διάστημα. Επισημαίνεται ότι ουδέποτε επακολούθησε του εν λόγω προσυμφώνου, κάποια διεκδίκηση του επιδίκου από τον αντεναγόμενο συνεταιρισμό, ούτε βέβαια η σύνταξη οριστικού συμβολαίου γι'αυτό, καίτοι του είχε παρασχεθεί και το δικαίωμα αυτοσύμβασης, ενώ για την ευρισκόμενη στην ίδια περιοχή μείζονα ιδιοκτησίας του (των 39.094 τμ.), κατά το ίδιο περίπου χρόνο, είχε προβεί στην σύνταξη του επικαλούμενου και προσκομιζόμενου 8299/25-6-1974 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του, απορριπτομένων των όσων αντιθέτων υποστηρίζει, ούτε εξάλλου προσκομίζεται έγγραφη εξοφλητική απόδειξη του αναγραφέντος στο άνω προσύμφωνο τιμήματος πωλήσεως. Οι παραδοχές αυτές του Δικαστηρίου, σε καμία περίπτωση δεν αναιρούνται από τις μη πειστικές καταθέσεις στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου των προαναφερομένων μαρτύρων του αντεναγομένου συνεταιρισμού, άπαντες μέλη του, οι οποίοι ωστόσο δεν καταθέτουν συγκεκριμένες εμφανείς υλικές πράξεις στο συγκεκριμένο επίδικο ακίνητο των 2.683,32 τμ, παρά  αναφέρονται γενικά στην συνολική κείμενη στην ίδια επίδικη περιοχή (και όμορη) μείζονα ιδιοκτησία αυτού (συνεταιρισμού) που αποτέλεσε αντικείμενο της συνεκδικασθείσας ως άνω από 18-10-2011 αγωγής του συνεταιρισμού, λαμβανομένου δε ιδιαίτερα υπόψη και ότι στη μείζονα αυτή έκταση (ήτοι των 39.094 τμ)που αποτέλεσε αντικείμενο της αγωγής αυτής περί αποβολής νομής, δεν συμπεριλήφθηκε και το επίδικο ακίνητο (των 2.683,32 τμ),ούτε μάλιστα και στα ασφαλιστικά μέτρα προσβολής νομής που προέβη παράλληλα και πάλι ο ίδιος ο αντεναγόμενος συνεταιρισμός σε βάρος του αντενάγοντα και για τα οποία εκδόθηκε η προσκομιζόμενη 150/200 απόφαση του Ειρηνοδικείου Λαυρίου, όπως άλλωστε και δεν αμφισβητείται, καίτοι ο ίδιος (συνεταιρισμός) επικαλέστηκε προσβολή νομής και επί του επιδίκου από τον τελευταίο (αντενάγοντα) κατά τον Φεβρουάριο του 2011, παρά το πρώτον αξιώνει δικαίωμα νομής και επ' αυτού (επίδικο των 2.683,32 τμ) αντικρούοντας την κρινόμενη ανταγωγή. Επιπλέον, επιρρωνύονται τα ανωτέρω και από το ότι ο αντεγόμενος συνεταιρισμός, ουδέποτε αντέδρασε στις προαναφερθείσες ενέργειες των δικαιοπαρόχων του αντενάγοντα, αλλά και του τελευταίου, ενώ ουδέποτε, ενόχλησε ή προέβαλε οποιαδήποτε αντίρρηση κατά τις επισκέψεις του προαναφερόμενου αρχιτέκτονα μηχανικού, ............. στο επίδικο, ο οποίος προέβαινε, κατ'εντολή του αντενάγοντα και των αμέσων δικαιοπαρόχων του, στις επιτόπιες, μετρήσεις για την σύνταξη των απαραίτητων σχεδιαγραμμάτων για την εμβαδομέτρηση και αποτύπωσή του κατά τα έτη 2007 και 2005, αντίστοιχα και βέβαια ουδέποτε ο αντεναγόμενος, καθόλο το χρονικό διάστημα από το 1970 και μέχρι την άσκηση της κρινόμενης ανταγωγής το 2011 διεκδίκησε το επίδικο κληροτεμάχιο με οιονδήποτε τρόπο, απευθυνόμενος είτε στην ως άνω άμεση διακαιοπάροχο (......................) μέχρι το 1982 που απεβίωσε, είτε εν  συνεχεία στους κληρονόμους της, αλλά ούτε και επικαλείται κάτι σχετικό. Μετά ταύτα ο σχετικός λόγος της έφεσης με τον οποίο ο εκκαλών- αντεναγόμενος συνεταιρισμός επαναφέρει το ανωτέρω ισχυρισμό του, που είχε προβάλει και με τις πρωτόδικες προτάσεις του, είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Κατόπιν όλων αυτών και υπό τις άνω παραδοχές, αποδείχθηκε πλήρως ότι ο αντενάγων και η σύζυγός του είναι συγκύριοι του επίδικου ακινήτου των 2.683,32 τμ, αντίστοιχα κατά ποσοστό 3/2 και 1/3 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, καθώς απέκτησαν αυτό, όπως προαναφέρθηκε, τόσο με παράγωγο τρόπο, δηλαδή με την αγορά του από τους προδιαληφθέντες προηγούμενους αληθείς κυρίους του, όσο και με πρωτότυπο τρόπο, δηλαδή με χρησικτησία (έκτακτη), δια της προσμέτρησης του δικού τους χρόνου νομής στο χρόνο νομής των δικαιοπαρόχων τους. Περαιτέρω, ο αντενάγων, ..........................., έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει δικαστική προστασία, διότι ο αντεναγόμενος συνεταιρισμός αμφισβητεί την (συγ)κυριότητα του ιδίου και της συζύγου του στο επίδικο ακίνητο, καταλαμβάνοντας αυτό (που προέκυψε από τα ως άνω υπ* αριθμ. 20 και 21 κληροτεμάχιο) περί το μήνα Φεβρουάριο του 2011 και μ' αυτό τον τρόπο δημιουργείται κίνδυνος για τα συμφέροντα του αντενάγοντα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του κατέληξε στην ίδια ως άνω κρίση έστω και με εν μέρει ελλιπή αιτιολογία που αντικαθίσταται με την παρούσα, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου του σχετικού λόγου της έφεσης ως ουσιαστικά αβάσιμου.
    V.- Συνεπώς, και εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος λόγος της έφεσης, πρέπει αυτή στο σύνολο της να απορριφθεί ωςουσιαστικά αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντα, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 180 παρ. 1, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζονται στο διατακτικό. Τέλος, το παράβολο που κατέθεσε ο εκκαλών πρέπει, λόγω της ήττας του, να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, όπως η παρ. 4 προστέθηκε με άρθρο 12 παρ. 2 Ν. 4055/2012), κατά το διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 28-7-2014 (αριθ. κατάθ. 5214/2014) έφεση.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ' ουσίαν.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του καταβληθέντος παραβόλου των διακοσίων (220) ευρω.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντα τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
    Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Αθήνα στις               και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17 Μαϊου 2018, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοί τους δικηγόροι.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ