Παρασκευή 10 Μαρτίου 2023

ΤΕΛΟΣ ΕΤΟΙΜΟΤΗΤΑΣ ΕΟΦ: 1) ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΟΥ ΕΟΦ, ΠΟΥ ΕΠΙΒΑΛΕΙ ΤΕΛΗ ΕΤΟΙΜΟΤΗΤΑΣ, ΠΑΘΗΤΙΚΑ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΕΙΤΑΙ Ο ΕΟΦ ΚΑΙ ΟΧΙ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΟ, 2)ΟΙ ΕΠΙ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ ΕΤΟΙΜΟΤΗΤΑΣ ΤΟΚΟΙ ΥΠΟΚΕΙΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΠΕΝΤΑΕΤΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΆΡΘΡΟΥ 250 ΑΚ, ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 253 ΑΚ

 




Αριθμός απόφασης Α2908/2023

Αριθμός Εισαγωγής: ΠΡ 1999/19.5.2020

ΤΟ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Τμήμα 16ο Μονομελές

Σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριό του στις 28 Μαρτίου 2022 με δικαστή την Αθηνά Τσίτου, Πρωτοδίκη Δ.Δ., και γραμματέα την Μαρία Γρυμπιλάκου, δικαστική υπάλληλο,

γ ι α να δικάσει την προσφυγή με ημερομηνία κατάθεσης 19.05.2020,

τ η ς ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «.....................», και το διακριτικό τίτλο «.............», η οποία εδρεύει στον ......... ................. (οδός .......................) και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Εμμανουήλ Τσαλικίδη,

κ α τ ά τ ο υ νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΦΑΡΜΑΚΩΝ» (Ε.Ο.Φ.), που εκπροσωπείται από τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου (Δ.Σ.) αυτού, ο οποίος δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο, αλλά παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., της πληρεξούσιας δικηγόρου του Ευανθίας Κίτσιου.

Κατά τη συζήτηση, ο διάδικος που εμφανίστηκε και παραστάθηκε ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε όσα αναφέρονται στα πρακτικά.

Αφού μελέτησε τη δικογραφία

Σκέφτηκε κατά το νόμο.

1. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο ποσού 558,31 ευρώ (βλ. σχετικά το με κωδικό 329922429950 0609 0038 ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών), η προσφεύγουσα εταιρία ζητεί την ακύρωση της υπ’ αριθ. πρωτ. 31056/6.3.2020 απόφασης του Προέδρου του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων (Ε.Ο.Φ.), με την οποία, δυνάμει της 6/2.1.2020 έκθεσης ελέγχου τέλους ετοιμότητας των αρμόδιων προς τούτων υπαλλήλων του Τμήματος Ελέγχου και Είσπραξης Πόρων του καθ’ ου, καταλογίστηκε σε βάρος της προσφεύγουσας το ποσό των 55.830,97 ευρώ (38.346,56 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας ποσού 17.484,41 ευρώ), που αντιστοιχεί στο τέλος ετοιμότητας που προβλέπεται στο άρθρο 11 παρ.1 περ. ζ΄ του ν. 1316/1983 (Α΄ 3) όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 48 του ν. 3370/2005 (Α΄ 176), επί πωλήσεων ποσού 10.430.708,00 ευρώ, που πραγματοποίησε η προσφεύγουσα κατά το χρονικό διάστημα από 2008 έως και 2018, ως υποκείμενων στο ως άνω τέλος, το οποίο αυτή δεν κατέβαλε.

2. Επειδή, στο άρθρο 65 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97), ορίζεται ότι: «1. Στη δίκη που δημιουργείται ύστερα από άσκηση προσφυγής, παθητικώς νομιμοποιείται το Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, στο οποίο ανήκει το όργανο που εξέδωσε την πράξη ή που παρά το νόμο παρέλειψε την έκδοσή της. 2. Αν η κατά την προηγούμενη παράγραφο πράξη ή παράλειψη έχει ενσωματωθεί σε μεταγενέστερη πράξη ή παράλειψη του Δημοσίου ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, στη δίκη που δημιουργείται ύστερα από άσκηση προσφυγής κατά της τελευταίας αυτής πράξης ή παράλειψης νομιμοποιείται παθητικώς και το νομικό πρόσωπο, όργανο του οποίου εξέδωσε ή παρέλειψε να εκδώσει την πράξη που ενσωματώθηκε». Ενόψει των ανωτέρω και δεδομένου ότι με την κρινόμενη προσφυγή προσβάλλεται απόφαση του Προέδρου του Δ.Σ. του Ε.Ο.Φ., παθητικώς νομιμοποιείται στην παρούσα δίκη ο τελευταίος αυτός Οργανισμός, και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 40 του ν. 2065/1992, τα πάσης φύσης έσοδα αυτού εισπράττονται ως έσοδα του Δημοσίου (βλ. ΔΕφΑ 4829/2017). Συνεπώς, η προβαλλόμενη με την παραδεκτώς κατατεθείσα έκθεση απόψεων του καθ’ ου ένστασή του περί έλλειψης παθητικής νομιμοποίησής του, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, η κρινόμενη δε προσφυγή, που ασκείται κατά τα λοιπά παραδεκτώς, πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.

3. Επειδή, το άρθρο 4 του Συντάγματος ορίζει....... στη μεν παράγραφο 1 ότι: «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» και στη παράγραφο 5 ότι: «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με το άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος, συνάγεται ότι ο νομοθέτης είναι, κατ΄ αρχήν, ελεύθερος να καθορίζει τις διάφορες μορφές των οικονομικών επιβαρύνσεων για τη δημιουργία δημοσίων εσόδων προς κάλυψη των δαπανών του Κράτους, που δύνανται να επιβληθούν στους βαρυνόμενους πολίτες με διάφορους τρόπους. Περιορίζεται, όμως, από ορισμένες γενικές αρχές, με τις οποίες επιδιώκεται από τον συνταγματικό νομοθέτη η πραγμάτωση των κανόνων της φορολογικής δικαιοσύνης και του κράτους δικαίου γενικότερα. Οι αρχές αυτές είναι, συγκεκριμένα, η καθολικότητα της επιβάρυνσης και η ισότητα αυτής έναντι των βαρυνομένων, εξειδικευόμενη με τον, κατ’ αρχήν, βάσει ορισμένης φοροδοτικής ικανότητας, καθορισμό του φορολογικού βάρους, το οποίο, πάντως, επιβάλλεται επί συγκεκριμένης και εξ αντικειμένου οριζόμενης φορολογητέας ύλης, σύμφωνα με το άρθρο 78 (παρ. 1) του Συντάγματος. Κατά την έννοια δε των ίδιων ως άνω συνταγματικών διατάξεων, ο φόρος δεν αποκλείεται να βαρύνει ορισμένο μόνο κύκλο προσώπων ή πραγμάτων, εφόσον πλήττει ορισμένη φορολογητέα ύλη, η οποία, κατ’ αυτό τον τρόπο, επιτρέπει την επιβάρυνση του συγκεκριμένου αυτού κύκλου φορολογουμένων βάσει γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων που τελούν σε συνάφεια με το ρυθμιζόμενο θέμα (βλ. ΣτΕ Ολομ. 2563/2015, Ολομ. 2527/2013 κ.ά.). Από τις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος συνάγεται επίσης ότι ο νομοθέτης έχει ευρεία ευχέρεια να διαμορφώνει εκάστοτε το οικείο φορολογικό σύστημα, πάντοτε όμως υπό την προϋπόθεση ότι οι σχετικές ρυθμίσεις γίνονται βάσει γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων, καθώς και να φορολογεί ή να μη φορολογεί ορισμένη ύλη, εκτιμώντας τις εκάστοτε κρατούσες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 2563/2015, Ολομ. 1972/2012 κ.ά.). Ειδικότερα, είναι, κατ’ αρχήν, συνταγματικώς ανεκτή η επιβολή έκτακτης εισφοράς, όπως η επίδικη, με εφαρμογή διαφορετικού (προοδευτικά αυξανόμενου) συντελεστή ανά προβλεπόμενο κλιμάκιο εισοδήματος (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 1685/2013, 3408/2013), στο πλαίσιο δε αυτό, ο φορολογικός νομοθέτης έχει ευρεία ευχέρεια καθορισμού του αριθμού των κλιμακίων, του ποσού εισοδήματος στο οποίο αφορά καθένα από τα κλιμάκια αυτά και του αντίστοιχα εφαρμοζόμενου συντελεστή. Εξάλλου, δεν αντίκειται στο άρθρο 4 (παρ. 5) του Συντάγματος η φορολόγηση του εισοδήματος που ξεπερνά το προβλεπόμενο στο νόμο όριο με συντελεστή εφαρμοζόμενο επί του συνολικού εισοδήματος, εφόσον, πάντως, ο νομοθέτης λαμβάνει μέριμνα (με διάταξη όπως εκείνη του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου πέμπτου του ν. 3845/2010) ώστε να μην καταλείπεται, μετά τη φορολογία του μεγαλύτερου συνολικού εισοδήματος, διαθέσιμο ποσό μικρότερο έναντι αυτού που καταλείπεται σε πρόσωπο χαμηλότερου συνολικού εισοδήματος (πρβλ. ΣτΕ 1222/2017, ΣτΕ Ολομ. 2563/2015 κ.ά.).

4. Επειδή, ο ν. 1316/1983 (Α΄ 3), με τον οποίο ιδρύθηκε ο Ε.Ο.Φ., ορίζει στο άρθρο 2 ότι: «1. Ο Ε.Ο.Φ. έχει ως πρώτιστο σκοπό την προάσπιση και την προαγωγή της δημόσιας υγείας, καθώς και την εξασφάλιση του δημόσιου συμφέροντος γενικότερα στο χώρο του φαρμάκου, και άλλων συναφών προϊόντων (ιατρικών βοηθημάτων, φίλτρων τεχνητού νεφρού κλπ., με την εξασφάλιση επαρκούς κυκλοφορίας ελεγμένων και ποιοτικώς άριστων προϊόντων, καθώς και με την προώθηση και ανάπτυξη της τεχνολογίας και της έρευνας στον ίδιο χώρο. 2. Αντικείμενο των αρμοδιοτήτων του Ε.Ο.Φ., αποτελούν τα εξής προϊόντα: α) ... ια) Καλλυντικά προϊόντα. ... ιβ) ... 3. ...», στο άρθρο 4, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 40 παρ. 4 του ν. 2065/1992 (Α΄ 113), ότι: «1. ... 3. Τα πάσης φύσεως έσοδα του Ε.Ο.Φ., συμπεριλαμβανομένων και αυτών που δεν έχουν εισπραχθεί, όπως προβλέπονται από τις οικείες διατάξεις, εισπράττονται ως έσοδα του Δημοσίου και εμφανίζονται στον τακτικό προϋπολογισμό με ίδιο κωδικό αριθμό εσόδου. Από τα έσοδα αυτά αποδίδεται στον Ε.Ο.Φ., μέσω του προϋπολογισμού του Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με την εγγραφή κατ’ έτος ισόποσης σχετικής πίστωσης, ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%). Το υπόλοιπο των εν λόγω εσόδων παραμένει στον κρατικό προϋπολογισμό για μερική κάλυψη των δαπανών του, στους τομείς Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικής Ασφάλισης. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, καθορίζεται η διαδικασία επιστροφής από το Δημόσιο στους δικαιούχους αχρεωστήτως εισπραχθέντων εσόδων του Ε.Ο.Φ. καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια εφαρμογής των διατάξεων της παρούσας παραγράφου. ...». Περαιτέρω, στο άρθρο 11, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, μετά την προσθήκη εδαφίου στην περ. ζ΄, με το άρθρο 48 παρ. 3 του ν. 3370/2005 (Α΄ 176), την αντικατάσταση της περ. 3α από το άρθρο 36 παρ. 12 του ν. 1759/1988 (Α΄ 50), του δευτέρου εδαφίου της περ. β` της παρ. 2 από το άρθρο 24 παρ. 6 του ν. 1579/1985 (Α΄ 217), και στη συνέχεια από το άρθρο 6 παρ. 7 του ν. 1965/1991 (Α΄ 146), ορίζονταν ότι: «1. Πόροι του ΕΟΦ είναι: … δ) Πάγιο τέλος που καταβάλλεται κάθε χρόνο από τα φαρμακευτικά εργοστάσια και εργαστήρια παρασκευής ή αντιπροσώπους οίκων εξωτερικού για τα είδη της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του νόμου αυτού για τα οποία πήραν άδεια κυκλοφορίας ή κυκλοφορούν στην Ελλάδα. Το τέλος αυτό προορίζεται για κάλυψη δαπανών δειγματοληψιών και αναλύσεων και ορίζεται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΟΦ ίσο με το κοστολόγιο δύο αναλύσεων το χρόνο για κάθε φαρμακοτεχνική μορφή και εισπράττεται κατά τη διαδικασία του άρθρου αυτού, στην αρχή κάθε οικονομικού έτους. Το τέλος αυτό ορίζεται σε 4.000 δρχ. για το 1982 και εξακολουθεί να ισχύει στο ίδιο ύψος, μέχρι νεότερου καθορισμού του από το Διοικητικού Συμβούλιο του ΕΟΦ. …ζ)…Τα τέλη του εδαφίου δ` για τα ιατροτεχνολογικά προϊόντα αντικαθίστανται με τέλος ετοιμότητας των υπηρεσιών του Ε.Ο.Φ. για την εποπτεία της αγοράς και την κάλυψη των εξόδων εργαστηριακών εξετάσεων, που συνίσταται σε ποσοστό επί της καθοριζομένης ως χονδρικής τιμής ως εξής: Για ετήσιες πωλήσεις: α) μέχρι 100.000 ευρώ, 1%, β) από 100.001 ευρώ μέχρι 250.000 ευρώ, 0,50%, γ) από 250.001 ευρώ μέχρι 1.000.000 ευρώ, 0,25%, δ) για κάθε ποσό άνω του 1.000.000 ευρώ, 0,20%. Στην καταβολή της εισφοράς υποχρεούνται οι παραγωγοί, όπως προσδιορίζονται στις παραγράφους 2 έως 4 του άρθρου 6 του ν. 2251/1994 (ΦΕΚ 191 Α`) και οι εισαγωγείς των προϊόντων αυτών, ανεξαρτήτως του τρόπου διάθεσης. Εκπτώσεις αναγνωρίζονται μόνον εφόσον αναγράφονται στο τιμολόγιο πώλησης ή σε πιστωτικό σημείωμα που έχει εκδοθεί εντός μηνός από την έκδοση του τιμολογίου. … 2. Διαδικασία είσπραξης πόρων. α) ... β) Οι πόροι που καθορίζονται από τα εδάφια στ΄ και ζ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού καταβάλλονται από τους υπόχρεους παραγωγούς αντιπροσώπους ή εισαγωγείς των αντίστοιχων ειδών με βάση καταστάσεις που έχουν την έννοια υπεύθυνων δηλώσεων. ... Οι καταστάσεις είναι μηνιαίες και καταχωρίζονται σ’ αυτές τα τιμολόγια που έχουν εκδοθεί και η συνολική αξία των προϊόντων που περιλαμβάνονται σ' αυτά και που υπόκεινται στις παραπάνω εισφορές. Οι εισφορές αυτές, που περιλαμβάνονται στις ανωτέρω καταστάσεις, καταβάλλονται στην αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία το αργότερο μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του τρίτου μήνα, από το μήνα, που αφορούν τα τιμολόγια, ο οποίος θεωρείται ως πρώτος μήνας. Αντίγραφο της μηνιαίας αυτής κατάστασης μαζί με το αποδεικτικό είσπραξης της Δ.Ο.Υ. υποβάλλεται στον Ε.Ο.Φ. Διαφορές, που τυχόν προκύπτουν μετά τον έλεγχο των καταστάσεων από τα όργανα του Ε.Ο.Φ., βεβαιώνονται και εισπράττονται κατά τη διαδικασία του κώδικα είσπραξης των δημόσιων εσόδων (ΚΕΔΕ). 3. α) Η καθυστέρηση καταβολής σύμφωνα με τις οριζόμενες προθεσμίες των εισφορών των εδαφίων στ΄ και ζ΄ συνεπάγεται την επιβολή προστίμου ίσου με ποσοστό 10 % το μήνα και μέχρι 40% κατ’ ανώτατο όριο επί του ποσού της οφειλής. β) ... 4. Κάθε έλεγχος βιβλίων τιμολογίων και λοιπών στοιχείων των υπόχρεων σχετικά με τη διασφάλιση της απόδοσης των πόρων του Ε.Ο.Φ., διενεργείται από υπαλλήλους του ή εντεταλμένα όργανα του με κάθε μορφής συνδρομή από τις κατά τόπους αρμόδιες οικονομικές εφορίες ή με ορκωτούς λογιστές. 5. Όλες οι καθυστερούμενες οφειλές προς τον ΕΟΦ είναι έντοκες, με το νόμιμο κάθε φορά τόκο υπερημερίας, βεβαιώνονται δε και εισπράττονται με τη διαδικασία είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ)». Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 12 περ. Α του Ν. 2955/2001 (Α΄ 256) « Από 1-1-2002 το ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) επί των πάσης φύσεως εσόδων του Ε.Ο.Φ., όπως αυτό προβλέπεται από το δεύτερο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 40 του Ν. 2065/1992,ανεξαρτήτως του χρόνου βεβαίωσης των εσόδων αυτών, τροποποιείται σε ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%)».

5. Επειδή, από την ερμηνεία των ανωτέρω διατάξεων του ν. 1316/1983 συνάγεται ότι μεταξύ των διάφορων πόρων του Ε.Ο.Φ. συγκαταλέγονται και έσοδα προερχόμενα από το καταβαλλόμενο τέλος ετοιμότητας του άρθρου 11 παρ.1 περ. ζ΄, το οποίο προορίζεται για την εποπτεία της αγοράς και την κάλυψη δαπανών εργαστηριακών εξετάσεων. Σύμφωνα δε με την αιτιολογική έκθεση του ν. 3370/2005, επί του άρθρου 49 (το οποίο ενσωματώθηκε τελικώς στην παρ. 3 του άρθρου 48), το παραπάνω τέλος, που ορίζεται ως τέλος επαγρύπνησης των υπηρεσιών του Ε.Ο.Φ. για την ποιοτική εποπτεία της αγοράς, έγινε ποσοστιαίο επί του ετήσιου ύψους συναλλαγών των επιχειρήσεων που παράγουν στην Ελλάδα ή εισάγουν από άλλες χώρες, μέλη ή μη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ανάλογα προς το ύψος των συναλλαγών, διότι το ισχύον μέχρι τότε μέτρο (εισφορά 1% επί των χονδρικών τιμών) κρίθηκε ανεπιεικές, λόγω του πολύ μεγάλου αριθμού των ιατροτεχνολογικών ειδών (που υπερέβαινε κατά κάποιες εκτιμήσεις τα 400.000 είδη) και των πολλών διαφορετικών μορφών τους. Με τη νέα ρύθμιση, εκτιμήθηκε ότι και η επιβάρυνση των προϊόντων θα μειωνόταν δραστικά και οι ελεγκτικές υπηρεσίες του Ε.Ο.Φ. θα είχαν την οικονομική δυνατότητα να ανταπεξέλθουν στο τεράστιο έργο του ελέγχου της ποιότητας των κυκλοφορούντων προϊόντων με τη στελέχωση με ειδικευμένα πρόσωπα, την προμήθεια σύγχρονων μηχανημάτων και μέσων ανάλυσης και την καταβολή των αναγκαίων ποσών σε εξειδικευμένα εργαστήρια για την επαλήθευση της ποιότητας των προϊόντων. Επομένως, το εν λόγω τέλος επιβλήθηκε με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, υπολογιζόμενο κλιμακούμενα επί της αξίας των πωλήσεων των ιατροτεχνολογικών προϊόντων, από την οποία προκύπτει, κατά την εύλογη εκτίμηση του νομοθέτη, οικονομική δύναμη και αντίστοιχη εισφοροδοτική ικανότητα των βαρυνόμενων με αυτή προσώπων, προς την εξυπηρέτηση του ως άνω σκοπού δημοσίου συμφέροντος, και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να θεωρηθεί δυσανάλογο και μη εύλογο.

6. Επειδή, εξάλλου, στην παρ. 6 του ως άνω άρθρου 6 του ν. 1965/1991 ορίστηκε ότι: «η παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 1316/1983» (που προέβλεπε ότι «για την είσπραξη εσόδων του Ε.Ο.Φ εφαρμόζονται οι ουσιαστικές και δικονομικές διατάξεις του Κώδικα «Περί Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων»…) «καθώς και κάθε άλλη διάταξη σχετική με την είσπραξη των εσόδων του Ε.Ο.Φ αντικαθίσταται ως εξής: «3. Τα πάσης φύσεως έσοδα του Ε.Ο.Φ, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που δεν έχουν εισπραχθεί, όπως προβλέπονται από τις οικείες διατάξεις, εισπράττονται ως έσοδα του Δημοσίου και θα εμφανίζονται τον τακτικό προϋπολογισμό με ίδιο κωδικό αριθμό εισόδου, στο όνομα και για λογαριασμό του Ε.Ο.Φ. Τα έσοδα αυτά θα αποδίδονται στον Ε.Ο.Φ μέσω του προϋπολογισμού του Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων με την εγγραφή, κατ’ έτος, ισόποσης σχετικής πίστωσης. Το προϊόν της αποδόσεως κατατίθεται στον ήδη υπάρχοντα ειδικό λογαριασμό ταμειακής διαχειρίσεως του Ε.Ο.Φ στην Τράπεζα Ελλάδος. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και Υπουργού Υγείας… ύστερα από πρόταση του Δ.Σ του Ε.Ο.Φ, καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια εφαρμογής των ανωτέρω, καθώς και το ποσοστό που θα παρακρατείται από τα έσοδα αυτά υπέρ του Δημοσίου, το οποίο δεν μπορεί να είναι μικρότερο του ισχύοντος κάθε φορά ποσοστού παρακράτησης στην είσπραξη εσόδων Ν.Π.Δ.Δ…».Ακολούθως, με το άρθρο 55 του Ν. 2000/1991 (Α΄206) ορίστηκαν τα εξής: «1. Από την ισχύ του παρόντος νόμου ο πόρος του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων (Ε.Ο.Φ) που προβλέπεται στο άρθρο 11 παρ. 1 στοιχ στ΄ του Ν. 1316/1983… γίνεται έσοδο του Ελληνικού Δημοσίου και εισάγεται απευθείας στον Κρατικό Προϋπολογισμό τηρουμένης της υπό της παρ. 2 του άρθρου 11 του Ν. 1316/1983 ή άλλης τυχόν διατάξεως της κειμένης νομοθεσίας προβλεπομένης διαδικασίας προσδιορισμού, βεβαιώσεως και εισπράξεως και μη αποκλειόμενης πάντως και της εφαρμογής των διατάξεων του Ν.Δ 356/1974 (ΚΕΔΕ), ως ισχύει, κατόπιν αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών καθορίζουσας και τυχόν απαιτούμενη διαδικασία. Ο πόρος αυτός διατίθεται για τη μερική κάλυψη των δαπανών του προϋπολογισμού για επιχορηγήσεις του τομέα υγείας, πρόνοιας και κοινωνικής ασφάλισης. 2. Από την ισχύ του παρόντος, από τον τηρούμενο στην Τράπεζα της Ελλάδος ειδικό λογαριασμό με τον τίτλο «Λογαριασμός Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων», ποσό δραχμών πενήντα δισεκατομμυρίων (50.000.000.000) μεταφέρεται οίκοθεν, από την Τράπεζα της Ελλάδος και χωρίς άλλη διατύπωση, στον τηρούμενο στην ίδια Τράπεζα λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου με τον αριθμό 200 «Ελληνικό Δημόσιο – Συγκέντρωση Εισπράξεων και Πληρωμών », ως δημόσιο έσοδο. 3. …». Στη συνέχεια με το άρθρο 40 παρ. 4 του Ν. 2065/1992 (Α΄ 113) ορίστηκε ότι: «Η παράγραφος 1 του άρθρου 55 του Ν. 2000/1991 (ΦΕΚ 206 Α΄) καταργείται από της ισχύος της» και ότι «Η παράγραφος 6 του άρθρου 6 του Ν. 1965/1991 (ΦΕΚ 146Α΄), με την οποία αντικαταστάθηκε η παράγραφος 3 του άρθρου 4 του Ν. 1316/1983 (ΦΕΚ 3 Α΄), καθώς και κάθε άλλη διάταξη σχετική με την είσπραξη εσόδων του Ε.Ο.Φ, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που δεν έχουν εισπραχθεί, όπως προβλέπονται από τις οικείες διατάξεις, εισπράττονται ως έσοδα του Δημοσίου και εμφανίζονται στον τακτικό προϋπολογισμό με ίδιο αριθμό εσόδου. Από τα έσοδα αυτά αποδίδεται στον Ε.Ο.Φ, μέσω του προϋπολογισμού του Υπουργείου Υγείας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με την εγγραφή κατ’ έτος ισόποσης σχετικής πίστωσης, ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%). Το υπόλοιπο των εν λόγω εσόδων παραμένει στον κρατικό προϋπολογισμό για μερική κάλυψη των δαπανών του, στους τομείς Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικής Ασφάλισης. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Υγείας… καθορίζεται η διαδικασία επιστροφής από το Δημόσιο στους δικαιούχους αχρεωστήτως εισπραχθέντων εσόδων του Ε.Ο.Φ. …». Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 12 περ. Α του Ν. 2955/2001 (ΦΕΚ Α΄ 256) « Από 1-1-2002 το ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) επί των πάσης φύσεως εσόδων του Ε.Ο,.Φ, όπως αυτό προβλέπεται από το δεύτερο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 40 του Ν. 2065/1992,ανεξαρτήτως του χρόνου βεβαίωσης των εσόδων αυτών, τροποποιείται σε ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%)».

7. Επειδή, ακολούθως, το ν.δ. 496/1974 «Περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου» (Α΄ 204) ορίζει στο άρθρο 1 ότι: «1.Η διοίκησις των εσόδων, εξόδων και κεφαλαίων ως και το Λογιστικόν των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, διέπονται υπό των διατάξεων του παρόντος. (…).», στο άρθρο 5 ότι: «1…2. Εφ’ όσον δεν ορίζεται άλλως υπό των κειμένων περί του ν.π.δ.δ. διατάξεων, η βεβαίωσις των εσόδων τούτου λογίζεται πραγματοποιηθείσα από και δια της χρεώσεως του οφειλέτου εις το οικείον βιβλίον. Αι λεπτομέρειαι εφαρμογής της παρούσης παραγράφου, ρυθμίζονται εκάστοτε δι’ αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών.3…4. (όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 369 / 1976 ΦΕΚ Α΄ 164) Τα έσοδα εισπράττονται κατά την διαδικασία εισπράξεως των δημοσίων εσόδων. (…). 5…6…», στο άρθρο 44 παρ. 1 ότι: «Παν χρέος προς το νομικό πρόσωπο παραγράφεται, εφ' όσον δεν ορίζεται άλλως υπό των διατάξεων του παρόντος, μετά πέντε έτη από της λήξεως του οικονομικού έτους εντός του οποίου εβεβαιώθη. …Εάν η βεβαίωσις εγένετο πριν ή το χρέος καταστή ληξιπρόθεσμον εν μέρει ή εν όλω η παραγραφή άρχεται από της λήξεως του οικονομικού έτους, καθ’ ο το χρέος κατέστη ληξιπρόθεσμον και δια το ποσόν τούτο. 2…». Περαιτέρω, στο άρθρο 46 του ίδιου ως άνω ν.δ/τος ορίζεται ότι: «1.Η παραγραφή διακόπτεται δια τους λόγους τους προβλεπομένους υπό της ισχυούσης περί των αξιώσεων του Δημοσίου νομοθεσίας, πλην της καθ’ οιονδήποτε τρόπον αναγνωρίσεως της αξιώσεως υπό του υποχρέου…», στο άρθρο 55 ότι «Ειδικαί διατάξεις του ν.π. ρυθμίζουσαι τα του χρόνου της παραγραφής εν γένει χρεών προς το ν.π. ή χρεών τούτου, εξακολουθούν ισχύουσαι» και στο άρθρο 56 αυτού ότι «1.Εξαιρούνται της εφαρμογής του παρόντος α ) οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοικήσεως και τα εξ αυτών εξαρτώμενα νομικά πρόσωπα και ιδρύματα και β ) τα κοινωφελή ιδρύματα και αι κοινωφελείς περιουσίαι, τα διεπόμενα υπό του Α.Ν. 2039 / 1939 «περί τροποποιήσεως, συμπληρώσεως και κωδικοποιήσεως των νόμων «περί εκκαθαρίσεως και διοικήσεως των εις το Κράτος και υπέρ κοινωφελών σκοπών καταλειπομένων κληρονομιών, κληροδοσιών και δωρεών». 2. (όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 578/1977 ΦΕΚ Α΄106) Δια Προεδρικών Διαταγμάτων εκδιδομένων μέχρι 30ης Νοεμβρίου 1977, προτάσει του αρμοδίου κατά περίπτωσιν Υπουργού και του Υπουργού των Οικονομικών, δύναται να εξαιρώνται εκ των διατάξεων του παρόντος, εν όλω ή εν μέρει και έτερα Ν.Π.Δ.Δ., εφ’ όσον ειδικοί λόγοι επιβάλλουν τούτο και υπό την προϋπόθεσιν ότι αι οικείαι προτάσεις αυτών περί εξαιρέσως θα υποβληθούν εις το Γενικόν Λογιστήριον του Κράτους μέχρι της 30ης Απριλίου 1977. …». Εξάλλου, στο άρθρο 249 του Αστικού Κώδικα, ο οποίος μεταγλωττίσθηκε στη δημοτική με το π.δ. 456/1984 (ΦΕΚ Α΄ 164), ορίζεται ότι «Εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, οι αξιώσεις παραγράφονται σε είκοσι χρόνια» και στο άρθρο 251 ότι «Η παραγραφή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της».

8. Επειδή, ο ιδρυτικός νόμος του Ε.Ο.Φ. δεν περιέχει διάταξη σχετικά με τον χρόνο παραγραφής των αξιώσεών του προς αναζήτηση των εισφορών, τελών κ.λ.π. που αποτελούν πόρους αυτού. Εξάλλου, ούτε το ν.δ. 496/1974 «περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου» (Α΄204) έχει σχετική διάταξη, αφού με το άρθρο 44 παρ. 1 αυτού, που ορίζει ότι: «παν χρέος προς το νομικό πρόσωπο παραγράφεται, εφ’ όσον δεν ορίζεται άλλως υπό των διατάξεων του παρόντος, μετά πέντε έτη από της λήξεως του οικονομικού έτους εντός του οποίου εβεβαιώθη…», ρυθμίζεται ο χρόνος παραγραφής των ήδη βεβαιωμένων χρεών προς τα ν.π.δ.δ. (πρβλ. ΣτΕ 495/2016) και έτσι το διαφορετικό ζήτημα του χρόνου παραγραφής των αξιώσεων του Ε.Ο.Φ. προς αναζήτηση των εισφορών και τελών που αποτελούν τους πόρους του δεν καταλαμβάνεται από την εν λόγω ρύθμιση. Συνεπώς, ελλείψει άλλης ειδικής ή γενικής ρύθμισης ως προς την παραγραφή της αξίωσης του καθ’ ου Οργανισμού για τον καταλογισμό της ένδικης εισφοράς, καθώς και του συναφούς προστίμου, έχει εφαρμογή η γενική διάταξη του άρθρου 249 του Αστικού Κώδικα, ο οποίος μεταγλωττίσθηκε στη δημοτική με το π.δ. 456/1984 (Α΄ 164) και ορίζει ότι: «εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, οι αξιώσεις παραγράφονται σε είκοσι χρόνια» (πρβλ. ΣτΕ 4729/2014, 958, 1765/2009), στο δε άρθρο 251 ότι: «η παραγραφή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της». Περαιτέρω, όσον αφορά τις αξιώσεις του Ε.Ο.Φ. για τόκους υπερημερίας σε οφειλές από την ένδικη εισφορά, ελλείψει άλλης ειδικότερης ρύθμισης, εφαρμόζεται ως προς μεν το χρόνο της παραγραφής η διάταξη του άρθρου 250 του Α.Κ., η οποία ορίζει ότι οι αξιώσεις, μεταξύ άλλων, από τόκους παραγράφονται σε πέντε χρόνια (περ. 15), ως προς δε την έναρξη του χρόνου της παραγραφής, εκείνη του άρθρου 253 του ίδιου Κώδικα, κατά την οποία «η παραγραφή των αξιώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 250 αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο συμπίπτει η έναρξη της παραγραφής που ορίζεται στα δυο προηγούμενα άρθρα», σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 251 αυτού (πρβλ. ΣτΕ 3138/2002, ΑΠ 592/2009), δηλαδή αυτή αρχίζει από το τέλος του έτους εντός του οποίου γεννήθηκε η αξίωση και ήταν δυνατή η δικαστική της επιδίωξη (ΔΕφΑθ 504/2021, σκ. 3). ......................................
 
9. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Η προσφεύγουσα εταιρία λειτουργεί επιχείρηση με κύρια δραστηριότητα «εμπορικές επιχειρήσεις – αντιπροσωπείες- εισαγωγές – εξαγωγές». Δυνάμει της 41472/2019 εντολής του Προέδρου του Ε.Ο.Φ. πραγματοποιήθηκε οικονομικός έλεγχος της επιχείρησής της για το χρονικό διάστημα από 01.01.2008 έως 01.01.2019, σύμφωνα με το άρθρο 48 του ν. 3370/2005, προκειμένου να διαπιστωθεί η καταβολή του τέλους ετοιμότητας, που προβλέπεται στο άρθρο 11 παρ.1 περ. ζ΄ του ν. 1316/1983 (βλ. σχετικά την 6/2.1.2020 έκθεση ελέγχου των υπαλλήλων του Τμήματος Ελέγχου και Είσπραξης Πόρων του Ε.Ο.Φ.). Κατά τον έλεγχο ελήφθησαν υπόψη στοιχεία από τα βιβλία της εταιρίας Ε3 και Ισοζύγιο Γενικών Αναλυτικών Καθολικών, από τα οποία διαπιστώθηκε ότι οι πωλήσεις των προϊόντων της προσφεύγουσας ανέρχονταν 1) για το έτος 2008 στο ποσό των 1.138.696,00 ευρώ στο οποίο αναλογεί τέλος ετοιμότητας ποσού 3.902,39 ευρώ, 2) για το έτος 2009 στο ποσό των 979.299,00 ευρώ στο οποίο αναλογεί τέλος ετοιμότητας ποσού 3.573,25 ευρώ, 3) για το έτος 2010 στο ποσό των 750.978,00 ευρώ στο οποίο αναλογεί τέλος ετοιμότητας ποσού 3.002,45 ευρώ, 4) για το έτος 2011 στο ποσό των 921.960,00 ευρώ στο οποίο αναλογεί τέλος ετοιμότητας ποσού 3.429,90 ευρώ, 5) για το έτος 2012 στο ποσό των 1.071.756,00 ευρώ στο οποίο αναλογεί τέλος ετοιμότητας ποσού 3.768,51 ευρώ, 6) για το έτος 2013 στο ποσό των 999.907,00 ευρώ στο οποίο αναλογεί τέλος ετοιμότητας ποσού 3.624,77 ευρώ, 7) για το έτος 2014 στο ποσό των 902.815,00 ευρώ στο οποίο αναλογεί τέλος ετοιμότητας ποσού 3.382,04 ευρώ, 8) για το έτος 2015 στο ποσό των 770.945,00 ευρώ στο οποίο αναλογεί τέλος ετοιμότητας ποσού 3.042,35 ευρώ, 9) για το έτος 2016 στο ποσό των 957.918,00 ευρώ στο οποίο αναλογεί τέλος ετοιμότητας ποσού 3.519,80 ευρώ, 10) για το έτος 2017 στο ποσό των 968.694,00 ευρώ στο οποίο αναλογεί τέλος ετοιμότητας ποσού 3.546,74 ευρώ και 11) για το έτος 2018 στο ποσό των 967.740,00 ευρώ στο οποίο αναλογεί τέλος ετοιμότητας ποσού 3.544,35 ευρώ, και ότι τα ποσά που αναλογούσαν στο τέλος ετοιμότητας των παραπάνω ετών, συνολικού ύψους 38.346,56 ευρώ, δεν είχαν καταβληθεί. Για το λόγο αυτό, υπολογίσθηκαν και οι νόμιμοι τόκοι υπερημερίας, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 5 του ν. 1316/1983, για το έτος 2008 στο ποσό των 3.389,36 ευρώ, για το 2009 στο ποσό των 2.782,12 ευρώ, για το 2010 στο ποσό των 2.075,04 ευρώ, για το 2011 στο ποσό των 2.070,41 ευρώ, για το 2012 στο ποσό των 1.950,42 ευρώ, για το 2013 στο ποσό των 1.583,39 ευρώ, για το 2014 στο ποσό των 1.224,32 ευρώ, για το 2015 στο ποσό των 881,91 ευρώ, για το έτος 2016 στο ποσό των 761,96 ευρώ, για το έτος 2017 στο ποσό των 511,15 ευρώ και για το έτος 2018 στο ποσό των 254,33 ευρώ, και συνολικά στο ποσό των 17.484,41 ευρώ. Στη συνέχεια, με το υπ’ αριθ. πρωτ. 11795/30.01.2020 έγγραφο της Δ/ντού Οικονομικού του καθ’ ου η προσφεύγουσα κλήθηκε να υποβάλει τις απόψεις της επί των ως άνω διαπιστώσεων του ελέγχου. Ακολούθως, και ενόψει του ότι οι ισχυρισμοί που προέβαλε η προσφεύγουσα με το υπ’ αριθ. πρωτ. 19993/17.02.2020 έγγραφο υπόμνημά της δεν έγιναν δεκτοί, με την υπ’ αριθ. πρωτ. 31056/6.3.2020 απόφαση του Προέδρου του Δ.Σ. του Ε.Ο.Φ. καταλογίσθηκε σε βάρος της το ποσό των 38.346,56 ευρώ που αντιστοιχεί στο τέλος ετοιμότητας που όφειλε να καταβάλει το παραπάνω χρονικό διάστημα και το ποσό των 17.484,41 ευρώ που αντιστοιχεί σε τόκους υπερημερίας επί του ως άνω τέλους μέχρι την 27.12.2019, δηλαδή συνολικά το ποσό των 55.830,97 ευρώ.

10. Επειδή, ήδη με την κρινόμενη προσφυγή η προσφεύγουσα εταιρία ζητεί την ακύρωση της ως άνω καταλογιστικής πράξης του Ε.Ο.Φ., προβάλλοντας ότι ο τρόπος υπολογισμού του ένδικου τέλους, το οποίο έχει χαρακτήρα ανταποδοτικού τέλους, δεν είναι νόμιμος, διότι δεν υπάρχει σχέση αντιστοιχίας και αναλογικότητας μεταξύ αυτού και της αντίστοιχης παροχής. Ο ισχυρισμός αυτός, όμως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην πέμπτη σκέψη της παρούσας, το ένδικο τέλος επιβλήθηκε με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, υπολογιζόμενο κλιμακούμενα επί της αξίας των πωλήσεων των ιατροτεχνολογικών προϊόντων, από την οποία προκύπτει, κατά την εύλογη εκτίμηση του νομοθέτη, οικονομική δύναμη και αντίστοιχη εισφοροδοτική ικανότητα των βαρυνόμενων με αυτή προσώπων, προς την εξυπηρέτηση του σκοπού δημοσίου συμφέροντος, που συνίσταται στην εποπτεία της αγοράς, τη στελέχωση του καθ’ ου με ειδικευμένα πρόσωπα, την προμήθεια σύγχρονων μηχανημάτων και μέσων ανάλυσης και την καταβολή των αναγκαίων ποσών σε εξειδικευμένα εργαστήρια για την επαλήθευση της ποιότητας των προϊόντων. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί δυσανάλογο και μη εύλογο ανεξάρτητα από το χαρακτήρα του (ως ανταποδοτικού τέλους ή ως φόρου).

11. Επειδή, περαιτέρω, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι το επίμαχο τέλος, υπολογιζόμενο με συντελεστή κλιμακούμενο αναλόγως του ποσού των πωλήσεων των οικονομικών φορέων στους οποίους επιβάλλεται, έχει ως αποτέλεσμα τη μικρότερη, κατά μέσο όρο ανά μονάδα πωλούμενων προϊόντων, επιβάρυνση των μεγάλων επιχειρήσεων, που έχουν μεγάλες πωλήσεις, έναντι μεγαλύτερης επιβάρυνσης των μικρών επιχειρήσεων, που έχουν μικρά ποσά πωλήσεων, όπως είναι και η ίδια, δεδομένου εξάλλου ότι τα λειτουργικά έξοδα του Ε.Ο.Φ. για την εποπτεία και τις εξετάσεις που ενεργεί αφορούν το σύνολο των πωλούμενων προϊόντων και κατά συνέπεια θα έπρεπε να επιβαρύνει το ίδιο όλα τα πωλούμενα προϊόντα. Ενόψει των ανωτέρω, καταλήγει, το επίμαχο τέλος αλλοιώνει τον ανταγωνισμό σε βάρος των μικρών επιχειρήσεων και προς όφελος των μεγάλων, προσβάλλει συνεπώς την αρχή της ισότητας λόγω της άνισης μεταχείρισης των μικρών σε σχέση με τις μεγάλες επιχειρήσεις και περιορίζει την ελευθερία άσκησης της οικονομικής της δραστηριότητας. Ενόψει όμως όσων έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην τρίτη σκέψη της παρούσας, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η ρύθμιση του άρθρου 11 παρ.1 περ. ζ΄ του ν. 1316/1983, με την οποία, για τον υπολογισμό του ένδικου τέλους, προβλέπεται κλιμακούμενος συντελεστής επί της καθοριζομένης ως χονδρικής τιμής πωλήσεων, και ειδικότερα για ετήσιες πωλήσεις μέχρι 100.000 ευρώ, 1%, από 100.001 ευρώ μέχρι 250.000 ευρώ, 0,50%, από 250.001 ευρώ μέχρι 1.000.000 ευρώ, 0,25%, και για κάθε ποσό άνω του 1.000.000 ευρώ, 0,20%, δεν ενέχει υπέρβαση της ευρείας ευχέρειας που διαθέτει ο φορολογικός νομοθέτης, όσον αφορά τον καθορισμό του συντελεστή που εφαρμόζεται για καθεμία από τις κατηγορίες χονδρικών πωλήσεων (πρβλ. ΣτΕ 2809/2017, σκ. 13), δεδομένου επίσης ότι η παραβίαση της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της ισότητας προϋποθέτει τη ρύθμιση ομοειδών περιπτώσεων κατά τρόπο διάφορο (ΣτΕ Ολομ. 2396/2004 σκ. 5), που στην υπό κρίση περίπτωση δεν συντρέχει. Εξάλλου, ενόψει των διατάξεων που εκτέθηκαν στην έκτη σκέψη, το τέλος ετοιμότητας, που επιβάλλεται κατ’ άρθρο 11 παρ. 1 περ. ζ΄ του ν. 1316/1983 δεν αποτελεί ευθέως έσοδο του Ε.Ο.Φ., αλλά εγγράφεται και εισπράττεται ως έσοδο του κρατικού προϋπολογισμού, για την κάλυψη των δαπανών του οποίου και διατίθεται και μέσω του οποίου περαιτέρω και περιέρχεται εν μέρει στον Ε.Ο.Φ. (ΣτΕ 1771/2005), κι ως εκ τούτου ο ισχυρισμός, ότι το επίμαχο τέλος θα έπρεπε να επιβαρύνει το ίδιο όλα τα πωλούμενα προϊόντα διότι τα λειτουργικά έξοδα του Ε.Ο.Φ. για την εποπτεία και τις εξετάσεις που ενεργεί αφορούν το σύνολο των πωλούμενων προϊόντων, τυγχάνει απορριπτέος ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋπόθεσης.

12. Επειδή, εξάλλου, η ελευθερία άσκησης επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας, ως ειδικότερη εκδήλωση της οικονομικής ελευθερίας, την οποία κατοχυρώνει ως ατομικό δικαίωμα το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, δεν παρακωλύει τη θέσπιση από το νομοθέτη περιορισμών, που τίθενται για λόγους προστασίας του δημοσίου και κοινωνικού συμφέροντος, κατά τρόπο γενικό, αντικειμενικό και σύμφωνο με τις απαιτήσεις της (προβλεπόμενης στο άρθρο 25 παρ. 1 εδαφ. δ΄ του Συντάγματος) αρχής της αναλογικότητας (βλ. ΣτΕ Ολομ. 2148/2015, 2527/2013 κ.ά.). Τέτοιος περιορισμός είναι, ιδίως, η επιβολή φόρων, προς εξυπηρέτηση σκοπών δημοσίου συμφέροντος, εφόσον δεν θίγει το ανωτέρω δικαίωμα σε τέτοιο βαθμό, ώστε να καθίσταται αδύνατη ή ουσιωδώς δυσχερής η άσκηση επικερδούς επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 2527/2013, 1222/2017). Συνεπώς, ούτε το άρθρο 5 παρ.1 του Συντάγματος παραβιάζεται από την επιβολή των επίμαχων τελών, τα οποία όπως ήδη αναφέρθηκε επιβάλλονται για λόγους δημοσίου συμφέροντος αναγόμενους στον έλεγχο των σχετικών προϊόντων για την προστασία της δημόσιας υγείας (πρβλ. ΣτΕ 3183/2008 σκ. 11), απορριπτομένου του ισχυρισμού της προσφεύγουσας περί περιορισμού της ελευθερίας ασκήσεως της οικονομικής της δραστηριότητας ως αβάσιμου.

13. Επειδή, στη συνέχεια, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι ο υπολογισμός του επίμαχου τέλους είναι παράνομος, καθόσον ουδόλως προσδιορίζεται στον νόμο ή σε κανονιστική απόφαση σε τί συνίστανται οι χονδρικές πωλήσεις, οι οποίες αποτελούν σύμφωνα με την προεκτεθείσα διάταξη τη βάση επιβολής του, ενώ σε κάθε περίπτωση αυτό θα έπρεπε να υπολογιστεί επί του τιμήματος αγοράς από την εταιρία των προϊόντων που έγιναν με τιμές χονδρικής, και όχι επί των πωλήσεων αυτών από την ίδια προς τελικούς πελάτες - καταναλωτές, οι οποίες συνιστούν πωλήσεις λιανικής και όχι χονδρικής. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον σύμφωνα με την 6/2.1.2020 έκθεση ελέγχου των υπαλλήλων του Τμήματος Ελέγχου και Είσπραξης Πόρων του Ε.Ο.Φ., οι διαπιστώσεις του ελέγχου σχετικά με τις πραγματοποιηθείσες πωλήσεις της προσφεύγουσας στηρίχτηκαν στα βιβλία της εταιρίας Ε3 και Ισοζύγια Γενικών Αναλυτικών Καθολικών, τα δεδομένα των οποίων δεν αμφισβητούνται. 

14. Επειδή, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται επίσης ότι το επίμαχο τέλος, επιβαλλόμενο κατά το ίδιο ποσοστό στους εγχώριους κατασκευαστές και στους εισαγωγείς ιατροτεχνολογικών προϊόντων επί των πωλήσεών τους άγει σε δυσμενή μεταχείριση των εισαγωγέων, προσβάλλοντας την αρχή της φορολογικής ισότητας και αλλοιώνοντας τον ανταγωνισμό σε βάρος αυτών και προς όφελος των εγχωρίων κατασκευαστών, καθόσον οι εισαγωγείς δεν βαρύνονται μόνο με το κόστος κατασκευής αλλά και με λοιπά έξοδα, όπως αυτά της μεταφοράς, και συνιστά για το λόγο αυτό κατ’ ουσία δασμό που επιφέρει άνιση μεταχείριση ανάμεσα στα ελληνικά και τα μη ελληνικά προϊόντα. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, διότι η επίμαχη νομοθεσία εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα τα οποία αφορά βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και ανεξαρτήτως της ιθαγένειάς τους (πρβλ. Αποφάσεις Δ.Ε.Κ. της 14.7.1988, C-308/86, Lambert, Συλλογή 1988, σελ. 4369, καθώς και της 24.11.1993, συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-267/91 και C-268/91, Keck και Mithouard, Συλλογή 1993, σελ. 6097, Σ.τ.Ε. 3183/2008 σκ. 12). Κατά το δεύτερο σκέλος του εξάλλου ο ως άνω ισχυρισμός τυγχάνει απορριπτέος, ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης νομικής προϋπόθεσης, διότι εν προκειμένω δεν συντρέχει περίπτωση επιβολής δασμών εισαγωγικών ή εξαγωγικών ή ισοδύναμων προς δασμό φορολογικών επιβαρύνσεων, καθόσον τα ένδικα τέλη επιβάλλονται επί των παραγόμενων στη χώρα και των εισαγόμενων ιατροτεχνικών ή των λοιπών προϊόντων, και δεν εξαρτάται η επιβολή τους από τη διέλευση των προϊόντων αυτών μέσω των συνόρων ή από την ενδεχόμενη στο μέλλον εξαγωγή τους σε άλλο κράτος μέλος. Κατά συνέπεια, τα τέλη αυτά δεν αποτελούν φορολογική επιβάρυνση ισοδύναμου αποτελέσματος προς εξαγωγικό ή εισαγωγικό δασμό ( πρβλ. Σ.τ.Ε. 58/2013, βλ. ΔΕφΑθ 1928/2016, σκ. 7).

15. Επειδή, περαιτέρω, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι το δικαίωμα του καθ’ ου να επιβάλει το επίδικο τέλος ετοιμότητας για τα έτη από 2008 έως και 2015 έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή, σύμφωνα με την διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 84 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994), αναλογικά εφαρμοζόμενη, ελλείψει διατάξεων περί παραγραφής στον ν. 1315/1983, και πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη κατά το μέρος αυτό, δεδομένου επίσης ότι δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 249 του Αστικού Κώδικα που θεσπίζει την εικοσαετή παραγραφή, διότι αυτή υπερβαίνει την επιβαλλόμενη από τις συνταγματικές αρχές της ασφάλειας δικαίου και της αναλογικότητας εύλογη διάρκεια της προθεσμίας παραγραφής. Εντούτοις, και ο ισχυρισμός αυτός της προσφεύγουσας είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην όγδοη σκέψη της παρούσας, η σχετική αξίωση του καθ’ ου υπόκειται σε εικοσαετή παραγραφή, η οποία δεν είχε συμπληρωθεί κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης 31056/6.3.2020 απόφασης του Προέδρου του Δ.Σ. του Ε.Ο.Φ..

16. Επειδή, τέλος, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι οι τόκοι υπερημερίας για το επίμαχο τέλος ποσού 17.484,41 ευρώ υπολογίστηκαν μη νόμιμα και κατά παράβαση της παρ. 5 του άρθρου 11 του ν. 1316/1983, καθώς σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη αυτοί καθίστανται απαιτητοί από την ταμειακή βεβαίωση του ως άνω ποσού, και όχι πριν από αυτήν. Σε κάθε δε περίπτωση προβάλλει ότι η σχετική αξίωση για τα έτη 2008 έως και 2014 έχει υποκύψει στην πενταετή παραγραφή. Ο λόγος αυτός κατά το πρώτο σκέλος αυτού είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, διότι στην υπό κρίση περίπτωση οι τόκοι οφείλονται από τότε που η προσφεύγουσα  υποχρεούτο κατά νόμο να καταβάλει τα ένδικα τέλη, δηλαδή από τότε που γεννήθηκε η αξίωση του Ε.Ο.Φ. και αυτή κατέστη υπερήμερος οφειλέτης (ΔΕφΑθ 1928/2016, σκ. 14). Ενόψει όμως όσων έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην όγδοη σκέψη της παρούσας, κατά το χρόνο του καταλογισμού των τόκων υπερημερίας για τις καθυστερούμενες οφειλές της προσφεύγουσας με την προσβαλλόμενη 31056/6.3.2020 απόφαση του Προέδρου του Δ.Σ. του καθ’ ου, η σχετική αξίωση αυτού όσον αφορά τα έτη 2008 έως και 2014 είχε υποκύψει στην προβλεπόμενη γι’ αυτούς πενταετή παραγραφή, κατ’ αποδοχή του σχετικού ισχυρισμού της προσφεύγουσας ως βάσιμου.

17. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη προσφυγή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη 31056/6.3.2020 απόφαση του Προέδρου του Δ.Σ. του Ε.Ο.Φ. κατά το μέρος που αφορά τον καταλογισμό με αυτήν τόκων υπερημερίας για τα έτη 2008 έως και 2014, ποσού 3.389,36 ευρώ, 2.782,12 ευρώ, 2.075,04 ευρώ, 2.070,41 ευρώ, 1.950,42 ευρώ, 1.583,39 ευρώ και 1.224,32 ευρώ, αντίστοιχα. Περαιτέρω, μέρος του καταβληθέντος παραβόλου, ποσού 150,75 ευρώ, πρέπει να επιστραφεί στην προσφεύγουσα, και το υπόλοιπο, ποσού 407,56 ευρώ, να καταπέσει υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 277 παρ. 9 εδ. γ΄ Κ.Δ.Δ.). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων λόγω της εν μέρει νίκης και εν μέρει ήττας αυτών (άρθρο 275 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ.).

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Δέχεται εν μέρει την προσφυγή.

Ακυρώνει την 31056/6.3.2020 απόφαση του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου (Δ.Σ.) του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων (Ε.Ο.Φ.) κατά το μέρος που επιβάλλονται με αυτήν τόκοι υπερημερίας για τα έτη 2008, 2009, 2010, 2011, 2012, 2013 και 2014.

Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

Διατάσσει την επιστροφή στην προσφεύγουσα μέρους του καταβληθέντος παραβόλου ποσού εκατόν πενήντα ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών (150,75 ευρώ), και την κατάπτωση του υπολοίπου, ποσού τετρακοσίων επτά ευρώ και πενήντα έξι λεπτών (407,56 ευρώ) υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

Η απόφαση δημοσιεύτηκε στην Αθήνα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου κατά την έκτακτη δημόσια συνεδρίαση της 28-02-2023.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 ΑΘΗΝΑ ΤΣΙΤΟΥ ΜΑΡΙΑ ΓΡΥΜΠΙΛΑΚΟΥ

Ακριβές αντίγραφο

Αθήνα

Ο Προϊστάμενος του 16ου Τμήματο