Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2013

ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΣΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΤΟΥ ΔΙΑΔΙΚΟΥ ΜΕ ΔΙΚΗΓΟΡΟ

Ειρ Λαυρίου 134/2013 – Παράσταση στο Ειρηνοδικείο με δικηγόρο / υπογραφή αίτησης ν. 3869/2010 από οφειλέτη με αυτοπρόσωπη παράσταση

Περίληψη: Υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα – Παράσταση στο Ειρηνοδικείο με δικηγόρο – Υπογραφή αίτησης ρύθμισης από τον οφειλέτη – Αυτοπρόσωπη παράσταση οφειλέτη -. Σκοπός του νομοθέτη με τη διαφοροποίηση της διατύπωσης του άρθρου 94 παρ. 2 περ. α΄ ΚΠολΔ, ήταν να μη θίξει ως προς το ζήτημα της υποχρεωτικής παράστασης με δικηγόρο μόνο τις υποθέσεις εκείνες που με το προηγούμενο καθεστώς υπάγονταν στην καθύλη αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου, όχι όμως και τις υπόλοιπες υποθέσεις αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου, στις οποίες περιλαμβάνονται εκτός από τις αποτιμητές σε χρήμα διαφορές με αντικείμενο μικρότερο των 12.000 ευρώ, και υποθέσεις που το αντικείμενό τους δεν είναι επιδεκτικό χρηματικής αποτίμησης και υπάγονται στην καθύλη αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου, όπως οι υποθέσεις ρύθμισης των χρεών υπερχρεωμένων οφειλετών φυσικών προσώπων του ν.3869/10...
Ειδικά ως προς τις τελευταίες ένας από τους λόγους που επιλέχθηκε το ειρηνοδικείο ως αποκλειστικά καθύλη αρμόδιο, ήταν η δυνατότητα κατάθεσης της αίτησης και παράστασης χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο, σύμφωνα με τη διάταξη του αρθ. 94 παρ.2 περ. α όπως ίσχυε τότε, γεγονός που καθιστούσε λιγότερο δαπανηρή την προσφυγή στη ρύθμιση του υπερχρεωμένου οφειλέτη. Επομένως η διάταξη του αρθ. 94 παρ. 2 περ. α’ ΚΠολΔ με τη νέα της διατύπωση θα πρέπει να ερμηνευτεί ως αποκλείουσα τη παράσταση χωρίς δικηγόρο ειδικά και μόνο στις αναγνωριστικές και καταψηφιστικές αγωγές με αίτημα που υπερβαίνει το ποσό των 12.000 ευρώ, και ότι σε κάθε άλλη περίπτωση επιτρέπεται η παράσταση στο ειρηνοδικείο και αυτοπροσώπως. Μια τέτοια ερμηνεία βρίσκεται μέσα στα όρια του σκοπού του νομοθέτη της νέας διάταξης, ενώ ειδικά ως προς τις υποθέσεις του νόμου 3869/10 είναι σύμφωνη και με την επιλογή από το νομοθέτη του ειρηνοδικείου ως αποκλειστικά καθύλη αρμόδιου δικαστηρίου ώστε να περιοριστεί η επιβάρυνση του οφειλέτη. Στην προκειμένη περίπτωση, μοναδικό εισόδημα της αιτούσας και του συζύγου της αποτελούν οι αποδοχές τους, οι οποίες, ανέρχονται συνολικά στο ποσό των 1.000,00 περίπου ευρώ και ενόψει αυτού το προς διάθεση στην πιστώτριά της ποσό, λαμβανομένων υπόψη των βασικών προσωπικών και οικογενειακών της αναγκών ανέρχεται στο ποσό των 70 ευρώ το μήνα, ποσό το οποίο βρίσκεται μέσα στις οικονομικές της δυνατότητες. Μετά την ολοκλήρωση των καταβολών αυτών στο τέλος της τετραετίας, η καθής- πιστώτρια θα έχει λάβει το συνολικό των 3.360,00 ευρώ, και επομένως απομένει υπόλοιπο 16.415,32 ευρώ. Η απαλλαγή της αιτούσας από κάθε υφιστάμενο υπόλοιπο οφειλής έναντι της πιστώτριάς της, θα επέλθει σύμφωνα με το νόμο (άρθρο 11 παρ.1 ν.3869/2010) μετά την κανονική εκτέλεση των υποχρεώσεων, που της επιβάλλονται με την απόφαση αυτή.
Αριθμός 134/2013
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΥΡΙΟΥ
(ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)
Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Λαυρίου Παναγιώτα Γραμματικάκη και το Γραμματέα Παντελή Πλατανησιώτη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 21 Μαρτίου 2013, για να δικάσει μεταξύ:
Της αιτούσας: …………. του ……….., συζ. ………., κατοίκου Λαυρίου Αττικής, Εργατικές Κατοικίες, η οποία παραστάθηκε αυτοπροσώπως.
Της μετέχουσας στη δίκη πιστώτριας, η οποία κατέστη διάδικος μετά τη νόμιμη κλήτευση της [άρθρα 5 ν.3869/2010 και 748 παρ.2 Κ.Πολ.Δ.] και παρίσταται ως εξής: Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.» που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Σταδίου αρ. 40) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Μαρίας-Ελένης Βρεττού.
Η αιτούσα ζητά να γίνει δεκτή η από 7-6-2012 και με αριθμ. εκθ. καταθ. 149/7-6-2012 αίτησή της, που απευθύνεται προς το Δικαστήριο αυτό, για όσους λόγους επικαλείται σ’ αυτή.
Για τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής ορίστηκε η δικάσιμος που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Ακολούθησε η συζήτηση όπως αναφέρεται στα πρακτικά.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΟΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τη διάταξη του αρθ. 94 παρ. 2 περ. α’ όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το αρθ. 7 ν. 3994/11, ήταν επιτρεπτή η δικαστική παράσταση ενώπιον του ειρηνοδικείου χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο σε κάθε περίπτωση. Με την τροποποιημένη διάταξη ορίζεται πλέον ότι επιτρέπεται η δικαστική παράσταση ενώπιον του ειρηνοδικείου χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο μόνο εφόσον το αντικείμενο της διαφοράς δεν υπερβαίνει το ποσό των 12.000 ευρώ. Με τη νέα διατύπωση της διάταξης αυτής, με την οποία τίθεται πλέον ποσοτικό κριτήριο για την υποχρεωτικότητα ή μη της παράστασης στο ειρηνοδικείο με δικηγόρο, δημιουργειται ερμηνευτικό ζήτημα, καθόσον ο περιορισμός αυτός λόγω ποσού παραπέμπει σε υποθέσεις το αντικείμενο των οποίων είναι επιδεκτικό χρηματικής αποτίμησης, οι οποίες εισάγονται προς διάγνωση με τη μορφή της καταψηφιστικής και αναγνωριστικής αγωγής, όχι όμως και σε υποθέσεις που το αντικείμενό τους δεν είναι επιδεκτικό χρηματικής αποτίμησης και υπάγονται στην υλική αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου, όπως αυτές που εισάγονται με την αίτηση του αρθ. 4 παρ. 1 του ν. 3869/10, αντικείμενο των οποίων δεν είναι ορισμένο χρηματικό ποσό αλλά η ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη και η απαλλαγή απ’ αυτά με σκοπό την επανένταξή του στην κοινωνική και οικονομική δραστηριότητα (βλ. σε Κρητικό «Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων» σελ. 21). Η επίλυση του ερμηνευτικού αυτού προβλήματος θα πρέπει να γίνει με βάση το σκοπό της νέας ρύθμισης, ο οποίος σχετίζεται με την αύξηση με τον ίδιο νόμο (3994/11) της λόγω ποσού αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου, καθώς και την αρχική διατύπωση της διάταξης του αρθ. 94 παρ. 2 εδ. α’ ΚΠολΔ. Με τη θέσπιση ποσοτικού κριτηρίου, το οποίο ταυτίζεται με το ανώτατο όριο των αποτιμητών σε χρήμα διαφορών, που υπάγονταν στην αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου κατά το αρθ. 14 παρ. 1 α’ ΚΠολΔ πριν την τροποποίησή του, ο νομοθέτης ήθελε η λόγω ποσού αύξηση της καθύλη αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου να μην επηρεάσει την υποχρεωτικότητα της παράστασης με δικηγόρο, για τις υποθέσεις με αντικείμενο πάνω από 12.000 ευρώ, όπως προβλεπόταν από τη διάταξη του αρθ. 94 παρ. 2 περ. α’ ΚΠολΔ πριν την τροποποίησή του, οι οποίες υπαγονταν τότε στην καθύλη αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου, ώστε και μετά την αύξηση της αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου να είναι υποχρεωτική η παράσταση με δικηγόρο, όπως και συνέβαινε και πριν. Έτσι διαφοροποίησε τη διατύπωση της διάταξης του αρθ. 94 παρ. 2 περ. α’ από τη γενική για κάθε υπόθεση αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου σε ειδική με τη διάκριση της υπέρβασης ή μη του ποσού των 12.000 ευρώ, αποβλέποντας στις συνήθεις περιπτώσεις που το αντικείμενο της δίκης προσδιορίζεται από το ύψος της χρηματικής απαίτησης. Σκοπός συνεπώς του νομοθέτη με τη διαφοροποίηση της διατύπωσης του άρθρου αυτού ήταν να μη θίξει ως προς το ζήτημα της υποχρεωτικής παράστασης με δικηγόρο μόνο τις υποθέσεις εκείνες που με το προηγούμενο καθεστώς υπάγονταν στην καθύλη αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου, όχι όμως και τις υπόλοιπες υποθέσεις αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου, στις οποίες περιλαμβάνονται εκτός από τις αποτιμητές σε χρήμα διαφορές με αντικείμενο μικρότερο των 12.000 ευρώ, και υποθέσεις που το αντικείμενό τους δεν είναι επιδεκτικό χρηματικής αποτίμησης και υπάγονται στην καθύλη αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου, όπως οι υποθέσεις ρύθμισης των χρεών υπερχρεωμένων οφειλετών φυσικών προσώπων του ν.3869/10. Ειδικά ως προς τις τελευταίες ένας από τους λόγους που επιλέχθηκε το ειρηνοδικείο ως αποκλειστικά καθύλη αρμόδιο, ήταν η δυνατότητα κατάθεσης της αίτησης και παράστασης χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο, σύμφωνα με τη διάταξη του αρθ. 94 παρ.2 περ. α όπως ίσχυε τότε, γεγονός που καθιστούσε λιγότερο δαπανηρή την προσφυγή στη ρύθμιση του υπερχρεωμένου οφειλέτη. Επομένως η διάταξη του αρθ. 94 παρ. 2 περ. α’ ΚΠολΔ με τη νέα της διατύπωση θα πρέπει να ερμηνευτεί ως αποκλείουσα τη παράσταση χωρίς δικηγόρο ειδικά και μόνο στις αναγνωριστικές και καταψηφιστικές αγωγές με αίτημα που υπερβαίνει το ποσό των 12.000 ευρώ, και οτι σε κάθε άλλη περίπτωση επιτρέπεται η παράσταση στο ειρηνοδικείο και αυτοπροσώπως. Μια τέτοια ερμηνεία βρίσκεται μέσα στα όρια του σκοπού του νομοθέτη της νέας διάταξης, ενώ ειδικά ως προς τις υποθέσεις του νόμου 3869/10 είναι σύμφωνη και με την επιλογή από το νομοθέτη του ειρηνοδικείου ως αποκλειστικά καθύλη αρμόδιου δικαστηρίου ώστε να περιοριστεί η επιβάρυνση του οφειλέτη. Κατ’ ακολουθία το δικόγραφο της αίτησης ρύθμισης των οφειλών μπορει να υπογράφεται από τον αιτούντα οφειλέτη και να κατατίθεται αυτοπροσώπως από τον ίδιο, χωρίς να δημιουργείται από το λόγο αυτό ακυρότητα (αντιθ. ΕιρΧαλκ/2012 ΤΝΠ- ΝΟΜΟΣ), ο οποίος έχει τη δικονομική δυνατότητα να παρίσταται χωρίς δικηγόρο.
Με την κρινόμενη αίτηση, κατ’εκτίμηση του δικογράφου αυτής, η αιτούσα, επικαλούμενη έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των χρηματικών οφειλών της προς την πιστώτρια, που αναφέρεται στην περιεχόμενη στην αίτηση αναλυτική κατάσταση, ζητά τη ρύθμιση των χρεών της, σύμφωνα με το σχέδιο διευθέτησης που υποβάλλει και αφού ληφθούν υπόψη η περιουσιακή και οικογενειακή της κατάσταση που εκθέτει αναλυτικά, με σκοπό την απαλλαγή της απ αυτά.
Με το παραπάνω περιεχόμενο η αίτηση αρμόδια φέρεται για συζήτηση στο δικαστήριο αυτό, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας των αρθ. 741 επ. ΚΠολΔ (άρθρο 3 ν.3869/2010), εφόσον για το παραδεκτό της: α) τηρήθηκε η προδικασία του εξωδικαστικού συμβιβασμού με τη διαμεσολάβηση προσώπου απ αυτά που έχουν σχετική εξουσία από το νόμο κατά το άρθρο 2 ν.3869/2010 (βλ.την από 10-5-2012 βεβαίωση αποτυχίας εξωδικαστικού συμβιβασμού του Μεσολαβητή Τραπεζικών-Επενδυτικών Υπηρεσιών) β) κατατέθηκε μέσα στην εξάμηνη προθεσμία του αρθ. 2 παρ. 1 ν. 3869/2010 από την αποτυχία του εξωδικαστικού συμβιβασμού και γ) δεν εκκρεμεί άλλη αίτηση της αιτούσας για ρύθμιση των χρεών της στο Δικαστήριο αυτό ή άλλο Ειρηνοδικείο της χώρας, ούτε έχει απορριφθεί προγενέστερη αίτησή του για ουσιαστικούς λόγους, όπως διαπιστώθηκε μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο κατ’ αρθ. 13 παρ. 2. Παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση μετά: α) την εμπρόθεσμη και νομότυπη κλήτευση της μετέχουσας πιστώτριας και επίδοση σ αυτήν των εγγράφων του αρθ. 5 παρ. 1 ν. 3869/2010, β) την εμπρόθεσμη κατάθεση στη γραμματεία του δικαστηρίου αυτού των εγγράφων του αρθ. 4 παρ. 2 και 4 ν. 3869/2010, υπεύθυνης δήλωσης για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων, και γ) την αποτυχία του δικαστικού συμβιβασμού, δοθέντος ότι δεν έχει γίνει δεκτό το σχέδιο διευθέτησης οφειλών από τη συμμετέχουσα πιστώτρια (βλ. τις έγγραφες απαντήσεις της). Είναι δε νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 4,5,6 παρ.3, 8, 9 και 11 του ν.3869/2010, καθόσον με βάση τα εκτιθέμενα σ’ αυτή περιστατικά συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής της αιτούσας στη ρύθμιση του νόμου, εφόσον πρόκειται για φυσικό πρόσωπο, στερούμενο πτωχευτικής ικανότητας, τα χρέη της δεν περιλαμβάνονται στα εξαιρούμενα της ρύθμισης και έχει ήδη περιέλθει σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρεών της. Επομένως, πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Ο ισχυρισμός της καθής η αίτηση-πιστώτριας οτι η αίτηση είναι αόριστη είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού η αίτηση είναι επαρκώς ορισμένη ως περιέχουσα με πληρότητα όλα τα κατά το νόμο αναγκαία περιστατικά για τον προσδιορισμό του είδους και του αιτήματος της (αρθρ. 216, 747 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, ο ισχυρισμός οτι η αίτηση είναι απαράδεκτη λόγω του οτι υπογραφέται από την ίδια την αιτούσα και όχι από πληρεξούσιο δικηγόρο, κατά παράβαση του άρθρου 94 παρ.2 περ. α ΚΠολΔ, πρέπει επίσης να απορριφθεί, καθόσον, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αρχή της παρούσας, το δικόγραφο της αίτησης ρύθμισης των οφειλών μπορεί να υπογράφεται από τον ίδιο τον αιτούντα οφειλέτη. Τέλος, ο ισχυρισμός της καθής οτι η αίτηση είναι απαράδεκτη, για το λόγο οτι η αιτούσα με το σχέδιο διευθέτησης των οφειλών της προτείνει μηδενικές καταβολές, είναι επίσης απορριπτέος, διότι ο νόμος δεν προβλέπει ούτε το ελάχιστο περιεχόμενο του σχεδίου, ούτε δικαστικό έλεγχο του περιεχομένου του, συνεπώς αυτό μπορεί να καθοριστεί ελεύθερα από το οφειλέτη, παραδεκτά δε προτείνεται ακόμα και σχέδιο με μηδενικό περιεχόμενο. [Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών, σελ.71].
Από την εκτίμηση της ανωμοτί εξέτασης της αιτούσας που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης του δικαστηρίου τούτου και τα έγγραφα που παραδεκτά και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Η αιτούσα έχει γεννηθεί το 1980, είναι έγγαμη με τον ……… και έχει ένα ανήλικο τέκνο, ηλικίας 5 ετών. Είναι ιδιωτική υπάλληλος και οι μηνιαίες αποδοχές της ανέρχονται στο ποσό των 450,00 ευρώ (βλ. προσκομιζόμενη ατομική σύμβαση εργασίας της). Ο σύζυγός της είναι επίσης ιδιωτικός υπάλληλος και οι μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονται στο ποσό των 587,26 ευρώ (βλ. προσκομιζόμενη απόδειξη πληρωμής αποδοχών του μηνός Φεβρουάριου 2013). Πλην των παραπάνω, δεν διαθέτουν κανένα άλλο εισόδημα. Σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της ένδικης αίτησης η αιτούσα είχε αναλάβει ως εγγυήτρια τα παρακάτω χρέη, καθότι η καθής-πιστώτρια δεν προβάλλει ισχυρισμό ότι η ανάληψη αυτών έγινε εντός του τελευταίου έτους, τα οποία δεν είναι εξοπλισμένα με εμπράγματη ασφάλεια: Από τη μοναδική της πιστώτρια «ALPHA BANK» της έχουν χορηγηθεί: 1) Μία πιστωτική κάρτα, με την με αριθμό ………. σύμβαση, από την οποία η οφειλή της μέχρι 8-12-2011 ανερχόταν στο ποσό των 10.765,50 ευρώ, και 2) Ένα καταναλωτικό δάνειο με την υπ’αριθμ. ……… σύμβαση, από την οποία η οφειλή της στις 8-12-2011 ανερχόταν στο ποσό των 9.009,82 ευρώ. Συνεπώς, η αιτούσα οφείλει συνολικά στην πιστώτριά της το ποσό των 19.775,32 ευρώ. Η αιτούσα, από το έτος 2010, βρίσκεται σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμής των οφειλών της, κυρίως λόγω της μείωσης των αποδοχών αυτής και του συζύγου της, της αύξησης του κόστους ζωής και της υπερφορολόγησης, η δε αδυναμία της αυτή δεν οφείλεται σε δόλο. Εξάλλου, η αδυναμία πληρωμών καθορίζεται με βάση τη σχέση οφειλών και παροντικής ρευστότητας, αφού ληφθεί υπόψη και η προβλεπόμενη για το εγγύς μέλλον εξέλιξη της ρευστότητας του οφειλέτη. Εφόσον η σχέση αυτή είναι αρνητική με την έννοια ότι η ρευστότητά του δεν του επιτρέπει να ανταποκριθεί στον όγκο των οφειλών του, υπάρχει μόνιμη αδυναμία πληρωμών (Κλ. Ρούσσος, Υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα). Στην περίπτωση της αιτούσας υπάρχει έλλειψη ρευστότητας, έλλειψη δηλαδή χρημάτων ικανών για να μπορέσει να ανταποκριθεί στα (ληξιπρόθεσμα) χρέη της. Συντρέχουν επομένως στο πρόσωπο της αιτούσας οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της στη ρύθμιση του ν. 3869/2010 και ειδικότερα αυτή του άρθρου 8 παρ.2. Επομένως η ρύθμιση των χρεών της θα γίνει με μηνιαίες καταβολές απευθείας στην πιο πάνω πιστώτρια από τα εισοδήματά της επί τετραετία, που θα αρχίζουν αμέσως με την κοινοποίηση προς αυτήν της απόφασης (άρθρο 8 παρ.2 ν. 3869/10). Όσον αφορά το ειδικότερο περιεχόμενο της ρύθμισης αυτής, όπως προαναφέρθηκε, μοναδικό εισόδημα της αιτούσας και του συζύγου της αποτελούν οι ανωτέρω αποδοχές τους, οι οποίες, όπως προαναφέρθηκε, ανέρχονται στο ποσό των 1.000,00 περίπου ευρώ και ενόψει αυτού το προς διάθεση στην πιστώτριά της ποσό, λαμβανομένων υπόψη των βασικών προσωπικών και οικογενειακών της αναγκών ανέρχεται στο ποσό των 70 ευρώ το μήνα, ποσό το οποίο βρίσκεται μέσα στις οικονομικές της δυνατότητες. Μετά την ολοκλήρωση των καταβολών αυτών στο τέλος της τετραετίας, η καθής- πιστώτρια θα έχει λάβει το συνολικό των 3.360,00 ευρώ, και επομένως απομένει υπόλοιπο 16.415,32 ευρώ.
Ενόψει των παραπάνω, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσία και να ρυθμιστούν οι αναφερόμενες στην αίτηση οφειλές της αιτούσας, όπως αναφέρεται στο διατακτικό. Η απαλλαγή της από κάθε υφιστάμενο υπόλοιπο οφειλής έναντι της πιστώτριάς της, θα επέλθει σύμφωνα με το νόμο (άρθρο 11 παρ.1 ν.3869/2010) μετά την κανονική εκτέλεση των υποχρεώσεων, που της επιβάλλονται με την απόφαση αυτή. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ.6 του ν. 3869/2010.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται εν μέρει την αίτηση.
Καθορίζει τις επί τετραετία μηνιαίες καταβολές της αιτούσας προς την καθής- πιστώτριά της, οι οποίες θα αρχίζουν την 1η ημέρα του πρώτου μήνα μετά την κοινοποίηση προς αυτήν της παρούσας απόφασης, ποσού εβδομήντα (70,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και της πληρεξούσιας δικηγόρων της καθής η αίτηση, στο Λαύριο στις 11 Απριλίου 2013.
Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣΟ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


ΕιρΔύμης 1/2013 – Παράσταση διαδίκου στο Ειρηνοδικείο (υπόθεση υπερχρεωμένου νοικοκυριού) χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο. Νέο ποσοτικό κριτήριο με βάση το άρθρο 7 του ν.3994/11 (αντικείμενο διαφοράς κάτω των 12.000 ευρώ). Ερμηνεία της διάταξης του αρθ. 94 παρ. 2 περ. α’ ΚΠολΔ με τη νέα της διατύπωση. Κρίση ότι αποκλείεται η παράσταση χωρίς δικηγόρο ειδικά και μόνο στις αναγνωριστικές και καταψηφιστικές αγωγές με αίτημα που υπερβαίνει το ποσό των 12.000 ευρώ, και ότι σε κάθε άλλη περίπτωση επιτρέπεται η παράσταση στο ειρηνοδικείο και αυτοπροσώπως.

ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Αριθμός 1/2013
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΔΥΜΗΣ
(απόσπασπα)
Συγκροτήθηκε από τον Ειρηνοδίκη Πατρών Γρηγόριο Κομπολίτη, με την παρουσία του Γραμματέα Αθανασίου Λυμπέρη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 14-1-2013 για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση μεταξύ:
Του αιτούντος: …………… κατοίκου Σαγεϊκων Αχαΐας, που παραστάθηκε αυτοπροσώπως.
Των μετεχόντων στη δίκη πιστωτών, οι οποίοι κατέστησαν διάδικοι μετά τη νόμιμη κλήτευση τους [άρθρα 5 ν.3869/2010 και 748 παρ.2 ΚΠολΔ] και παρίστανται ως εξής:
1. Η ανώνυµη τραπεζική εταιρία µε την επωνυµία «ΤΡΑΠΕΖΑ…….ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόµιµα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Θεοφάνη Κατσίνα.
2. Η ανώνυµη τραπεζική εταιρία µε την επωνυµία «…………….ΑΕ» που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόµιµα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας της δικηγόρου Ευγενίας Σταυροπούλου.
3. Η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……. Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Παναγιώτη Γεωργιάδη.
4. Η ανώνυµη τραπεζική εταιρία µε την επωνυµία «………………..ΑΕ» που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόµιµα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Χρήστου Δελδήμου.
Ο αιτών με την από 21-12-11 αίτησή του, εκούσιας δικαιοδοσίας, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του δικαστηρίου αυτού με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 24/2011 ζήτησε όσα αναφέρονται σ` αυτή.
Για τη συζήτηση της αίτησης ορίστηκε δικάσιμος η 23-4-2012 και μετά από αναβολή αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Το Δικαστήριο μετά την εκφώνηση της υπόθεσης από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά της εγγραφής της σ` αυτό,
Μελέτησε τη δικογραφία.
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο.
Σύμφωνα με τη διάταξη του αρθ. 94 παρ. 2 περ. α’ όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το αρθ. 7 ν. 3994/11, ήταν επιτρεπτή η δικαστική παράσταση ενώπιον του ειρηνοδικείου χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο σε κάθε περίπτωση. Με την τροποποιημένη διάταξη ορίζεται πλέον ότι επιτρέπεται η δικαστική παράσταση ενώπιον του ειρηνοδικείου χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο μόνο εφόσον το αντικείμενο της διαφοράς δεν υπερβαίνει το ποσό των 12.000 ευρώ.
Με τη νέα διατύπωση της διάταξης αυτής, με την οποία τίθεται πλέον ποσοτικό κριτήριο για την υποχρεωτικότητα ή μη της παράστασης στο ειρηνοδικείο με δικηγόρο, δημιουργείται ερμηνευτικό ζήτημα, καθόσον ο περιορισμός αυτός λόγω ποσού παραπέμπει σε υποθέσεις το αντικείμενο των οποίων είναι επιδεκτικό χρηματικής αποτίμησης, οι οποίες εισάγονται προς διάγνωση με τη μορφή της καταψηφιστικής και αναγνωριστικής αγωγής, όχι όμως και σε υποθέσεις που το αντικείμενό τους δεν είναι επιδεκτικό χρηματικής αποτίμησης και υπάγονται στην υλική αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου, όπως αυτές που εισάγονται με την αίτηση του αρθ. 4 παρ. 1 του ν. 3869/10, αντικείμενο των οποίων δεν είναι ορισμένο χρηματικό ποσό αλλά η ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη και η απαλλαγή απ’ αυτά με σκοπό την επανένταξή του στην κοινωνική και οικονομική δραστηριότητα (βλ. σε Κρητικό «Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων» σελ. 21).
Η επίλυση του ερμηνευτικού αυτού προβλήματος θα πρέπει να γίνει με βάση το σκοπό της νέας ρύθμισης, ο οποίος σχετίζεται με την αύξηση με τον ίδιο νόμο (3994/11)της λόγω ποσού αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου, καθώς και την αρχική διατύπωση της διάταξης του αρθ. 94 παρ. 2 εδ. α’ ΚΠολΔ. Με τη θέσπιση ποσοτικού κριτηρίου, το οποίο ταυτίζεται με το ανώτατο όριο των αποτιμητών σε χρήμα διαφορών, που υπάγονταν στην αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου κατά το αρθ. 14 παρ. 1 α’ ΚΠολΔ πριν την τροποποίησή του, ο νομοθέτης ήθελε η λόγω ποσού αύξηση της καθύλη αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου να μην επηρεάσει την υποχρεωτικότητα της παράστασης με δικηγόρο, για τις υποθέσεις με αντικείμενο πάνω από 12.000 ευρώ, όπως προβλεπόταν από τη διάταξη του αρθ. 94 παρ. 2 περ. α’ ΚΠολΔ πριν την τροποποίησή του, οι οποίες υπάγονταν τότε στην καθύλη αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου, ώστε και μετά την αύξηση της αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου να είναι υποχρεωτική η παράσταση με δικηγόρο, όπως και συνέβαινε και πριν. Έτσι διαφοροποίησε τη διατύπωση της διάταξης του αρθ. 94 παρ. 2 περ. α’ από τη γενική για κάθε υπόθεση αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου σε ειδική με τη διάκριση της υπέρβασης ή μη του ποσού των 12.000 ευρώ, αποβλέποντας στις συνήθεις περιπτώσεις που το αντικείμενο της δίκης προσδιορίζεται από το ύψος της χρηματικής απαίτησης. Σκοπός συνεπώς του νομοθέτη με τη διαφοροποίηση της διατύπωσης του άρθρου αυτού ήταν να μη θίξει ως προς το ζήτημα της υποχρεωτικής παράστασης με δικηγόρο μόνο τις υποθέσεις εκείνες που με το προηγούμενο καθεστώς υπάγονταν στην καθύλη αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου, όχι όμως και τις υπόλοιπες υποθέσεις αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου, στις οποίες περιλαμβάνονται εκτός από τις αποτιμητές σε χρήμα διαφορές με αντικείμενο μικρότερο των 12.000 ευρώ, και υποθέσεις που το αντικείμενό τους δεν είναι επιδεκτικό χρηματικής αποτίμησης και υπάγονται στην καθύλη αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου, όπως οι υποθέσεις ρύθμισης των χρεών υπερχρεωμένων οφειλετών φυσικών προσώπων του ν. 3869/10. Ειδικά ως προς τις τελευταίες ένας από τους λόγους που επιλέχθηκε το ειρηνοδικείο ως αποκλειστικά καθύλη αρμόδιο, ήταν η δυνατότητα κατάθεσης της αίτησης και παράστασης χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο, σύμφωνα με τη διάταξη του αρθ. 94 παρ. 2 περ. α’ όπως ίσχυε τότε, γεγονός που καθιστούσε λιγότερο δαπανηρή την προσφυγή στη ρύθμιση του υπερχρεωμένου οφειλέτη.
Επομένως η διάταξη του αρθ. 94 παρ. 2 περ. α’ ΚΠολΔ με τη νέα της διατύπωση θα πρέπει να ερμηνευτεί ως αποκλείουσα τη παράσταση χωρίς δικηγόρο ειδικά και μόνο στις αναγνωριστικές και καταψηφιστικές αγωγές με αίτημα που υπερβαίνει το ποσό των 12.000 ευρώ, και ότι σε κάθε άλλη περίπτωση επιτρέπεται η παράσταση στο ειρηνοδικείο και αυτοπροσώπως. Μια τέτοια ερμηνεία βρίσκεται μέσα στα όρια του σκοπού του νομοθέτη της νέας διάταξης, ενώ ειδικά ως προς τις υποθέσεις του νόμου 3869/10 είναι σύμφωνη και με την επιλογή από το νομοθέτη του ειρηνοδικείου ως αποκλειστικά καθύλη αρμόδιου δικαστηρίου ώστε να περιοριστεί η επιβάρυνση του οφειλέτη. Κατ’ ακολουθία το δικόγραφο της αίτησης ρύθμισης των οφειλών μπορεί να υπογράφεται από τον αιτούντα οφειλέτη και να κατατίθεται αυτοπροσώπως από τον ίδιο, χωρίς να δημιουργείται από το λόγο αυτό ακυρότητα (αντιθ. ΕιρΧαλκ/2012 ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ), ο οποίος έχει τη δικονομική δυνατότητα να παρίσταται χωρίς δικηγόρο. Στην προκειμένη περίπτωση η υπό κρίση αίτηση υπογράφεται από τον ίδιο τον αιτούντα, όπως και η πράξη κατάθεσής της στη γραμματεία του δικαστηρίου αυτού (βλ. τη μ’ αριθ. 24/2011 έκθεση κατάθεσης), γεγονός το οποίο, σύμφωνα με τα προλεχθέντα, δεν καθιστά άκυρο το δικόγραφο της αίτησης, όπως αβάσιμα υποστηρίζεται από τη 2η μετέχουσα, ούτε η αυτοπρόσωπη παράστασή του κατά τη συζήτηση της αίτησης (βλ. πρακτικά) οδηγεί σε ερημοδικία.

Δικαστήριο:ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ
Τόπος:ΠΑΤΡΩΝ
Αριθ. Απόφασης:216
Ετος:2013

Περίληψη
Υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα - Παράσταση χωρίς δικηγόρο - Ορισμός μηδενικών καταβολών -. Η υπαγωγή στο ν. 3869/2010 αποτελεί διαδικασία ρύθμισης της προσωπικής κατάστασης του οφειλέτη. Δεν υπάγονται τα χρέη του, αλλά ρυθμίζεται η πορσωπική του κατάσταση, προς αντιμετώπιση της περιέλευσης του σε αδυναμία πληρωμών. Συνεπώς, δεν εφαρμόζεται το όριο των 12.000 Ε του άρ. 94 ΚΠολΔ και είναι δυνατή αυτοπροσώπως από τον ίδιο τον αιτούντα/οφειλέτη η κατάθεση της αίτησης και η παράσταση στο Ειρηνοδικείο χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο. Η υπαγωγή στο άρ. 8 παρ. 5 του ν. 3869//2010 εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του δικαστή και το αίτημα του οφειλέτη περί ρύθμισης των χρεών με μηνιαίες καταβολές μπορεί να οδηγήσει και σε επιλογή του δικαστή για μηδενικές καταβολές.
Κείμενο Απόφασης
Ειρηνοδικείο Πατρών 216/2013
Σύμφωνα με τη διάταξη του αρ. 94 παρ. 2 παρ. α' όπως ίσχυε πριν την τροποποίηση του με το αρ. 7 ν. 3994/11, ήταν επιτρεπτή η, δικαστική παράσταση ενώπιον του ειρηνοδικείου χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο σε κάθε περίπτωση. Με την τροποποιημένη διάταξη ορίζεται πλέον ότι επιτρέπεται η δικαστική παράσταση ενώπιον του ειρηνοδικείου χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο μόνο εφόσον το αντικείμενο της διαφοράς δεν υπερβαίνει το ποσό των 12.000 ευρώ.
    Με τη νέα διατύπωση της διάταξης αυτής, με την οποία τίθεται πλέον ποσοτικό κριτήριο για την υποχρεωτικότητα ή μη της παράστασης στο ειρηνοδικείο με δικηγόρο, δημιουργείται ερμηνευτικό ζήτημα, καθόσον ο περιορισμός αυτός λόγω ποσού παραπέμπει σε υποθέσεις το αντικείμενο των οποίων είναι επιδεκτικό χρηματικής αποτίμησης, οι οποίες εισάγονται προς διάγνωση με τη μορφή της καταψηφι-στικής και αναγνωριστικής αγωγής, όχι όμως και σε υποθέσεις που το αντικείμενο τους δεν είναι επιδεκτικό χρηματικής αποτίμησης και υπάγονται στην υλική αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου, όπως αυτές που εισάγονται με την αίτηση του αρ. 4 παρ. 1 του ν. 3869/10, αντικείμενο των οποίων δεν είναι ορισμένο χρηματικό ποσό αλλά η ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη και η απαλλαγή απ' αυτά με σκοπό την επανένταξη του στην κοινωνική και οικονομική δραστηριότητα (βλ. σε Κρητικό, «Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων» σελ. 21).
     Η επίλυση του ερμηνευτικού αυτού προβλήματος θα πρέπει να γίνει με βάση το σκοπό της νέας ρύθμισης, ο οποίος σχετίζεται με την αύξηση με τον ίδιο νόμο (3994/11) της λόγω ποσού αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου, καθώς και την αρχική διατύπωση της διάταξης του αρ. 94 παρ. 2 εδ. α' ΚΠολΔ. Με τη θέσπιση ποσοτικού κριτηρίου, το οποίο ταυτίζεται με το ανώτατο όριο των αποτιμητών σε χρήμα διαφορών, που υπάγονταν στην αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου κατά το αρ. 14 παρ. 1 α' ΚΠολΔ πριν την τροποποίηση του, ο νομοθέτης ήθελε η λόγω ποσού αύξηση της καθ' ύλη αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου να μην επηρεάσει την υποχρεωτικότητα της παράστασης με δικηγόρο, για τις υποθέσεις με αντικείμενο πάνω από 12.000 ευρώ, όπως προβλεπόταν από τη διάταξη του αρ. 94 παρ. 2 περ. α' ΚΠολΔ πριν την τροποποίηση του, οι οποίες υπάγονταν τότε στην καθ' ύλη αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου, ώστε και μετά την αύξηση της αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου να είναι υποχρεωτική η παράσταση με δικηγόρο, όπως και συνέβαινε και πριν. Έτσι διαφοροποίησε τη διατύπωση της διάταξης του αρ. 94 παρ. 2 περ. α' από τη γενική για κάθε υπόθεση αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου σε ειδική με τη διάκριση της υπέρβασης ή μη του ποσού των 12.000 ευρώ, αποβλέποντας στις συνήθεις περιπτώσεις που το αντικείμενο της δίκης προσδιορίζεται από το ύψος της χρηματικής απαίτησης. Σκοπός συνεπώς του νομοθέτη με τη διαφοροποίηση της διατύπωσης του άρθρου αυτού ήταν να μη θίξει ως προς το ζήτημα της υποχρεωτικής παράστασης με δικηγόρο μόνο τις υποθέσεις εκείνες που με το προηγούμενο καθεστώς υπάγονταν στην καθύλη αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου, όχι όμως και τις υπόλοιπες υποθέσεις αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου; στις οποίας περιλαμβάνονται εκτός από τις αποτιμητές σε χρήμα διαφορές με αντικείμενο μικρότερο των 12.000 ευρώ, και υποθέσεις που το αντικείμενο τους δεν είναι επιδεκτικό χρηματικής αποτίμησης και υπάγονται στην καθύλη αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου, όπως οι υποθέσεις ρύθμισης των χρεών υπερχρεωμένων οφειλετών φυσικών προσώπων του ν. 3869/10. Ειδικά ως προς τις τελευταίες ένας από τους λόγους που επιλέχθηκε το ειρηνοδικείο ως αποκλειστικά καθ' ύλη αρμόδιο, ήταν η δυνατότητα κατάθεσης, της αίτησης και παράστασης χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο, σύμφωνα με τη διάταξη του αρ. 94 παρ. 2 περ. α' όπως ίσχυε τότε, γεγονός που καθιστούσε λιγότερο δαπανηρή την προσφυγή στη ρύθμιση του υπερχρεωμένου, οφειλέτη.
     Επομένως η διάταξη του αρ. 9 παρ. 2 περ. α' ΚΠολΔ. με τη νέα της διατύπωση θα πρέπει να, ερμηνευτεί ως αποκλείουσα τη παράσταση χωρίς δικηγόρο ειδικά και μόνο στις αναγνωριστικές και καταψηφιστικές αγωγές με αίτημα που υπερβαίνει το ποσό των 12.000 ευρώ, και ότι σε κάθε. άλλη περίπτωση επιτρέπεται η παράσταση στο ειρηνοδικείο και αυτοπροσώπως. Μια τέτοια ερμηνεία βρίσκεται μέσα στα όρια του σκοπού του νομοθέτη της νέας διάταξης, ενώ ειδικά ως προς τις υποθέσεις του νόμου 3869/10 είναι σύμφωνη και με την επιλογή από το νομοθέτη του ειρηνοδικείου ως αποκλειστικά καθ' ύλη αρμόδιου δικαστηρίου ώστε να περιοριστεί η επιβάρυνση του οφειλέτη. Κατ' ακολουθία το δικόγραφο της αίτησης ρύθμισης των οφειλών μπορεί να υπογράφεται από τον αιτούντα οφειλέτη και να κατατίθεται αυτοπροσώπως από τον ίδιο, χωρίς να δημιουργείται από το λόγο αυτό ακυρότητα (ΕιρΔύμης 1/13, αντιθ. ΕιρΧαλκ/2012 ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ), ο οποίος έχει τη δικονομική δυνατότητα να παρίσταται χωρίς δικηγόρο. Στην προκειμένη περίπτωση η υπό κρίση αίτηση υπογράφεται από την ίδια την αιτούσα, όπως και η πράξη κατάθεσης της σιη γραμματεία του δικαστηρίου αυτού (βλ. τη μ' αριθ. 294/2012 έκθεση κατάθεσης), γεγονός το οποίο, σύμφωνα με τα προλεχθέντα, δεν καθιστά άκυρο το δικόγραφο της αίτησης, όπως αβάσιμα υποστηρίζεται από την 1η μετέχουσα.
     Με την κρινόμενη αίτηση, η αιτούσα επικαλούμενη έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της προς τις μετέχουσες πιστώτριες, που αναφέρονται στην περιεχόμενη στην αίτηση αναλυτική κατάσταση, ζητά, τη ρύθμιση των χρεών της, με την εξαίρεση από τη ρευστοποίηση της περιγραφόμενης κύριας κατοικίας της, που ανήκει στην ιδιοκτησία της, σύμφωνα με το σχέδιο διευθέτησης που υποβάλλει και αφού ληφθούν υπόψη η περιουσιακή και οικογενειακή της κατάσταση που εκθέτει αναλυτικά, με σκοπό την απαλλαγή της απ' αυτά.
     Από το συνδυασμό των διατάξεων των αρ. 1 και 4 παρ. 1 ν. 3869/10, προκύπτει ότι για το ορισμένο της αίτησης αρκεί να αναφέρεται ότι ο οφειλέτης είναι φυσικό πρόσωπο στερούμενο πτωχευτικής ικανότητας, ότι κατέβαλε προσπάθεια εξωδικαστικού συμβιβασμού; ο οποίος απέτυχε και ότι βρίσκεται σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του. Ακόμη στην αίτηση πρέπει να περιέχεται ακριβής περιγραφή της οικογενειακής και περιουσιακής κατάστασης του οφειλέτη, κατάσταση όλων των πιστωτών και των απαιτήσεων τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα και σχέδιο διευθέτησης των οφειλών. Τέλος απαιτείται ορισμένο αίτημα, που είναι αυτό της ρύθμισης των χρεών του οφειλέτη με σκοπό την απαλλαγή του, εφόσον δε επιθυμεί να εξαιρεθεί η κύρια κατοικία τού πρέπει να υποβάλλεται και σχετικό αίτημα (βλ. Κρητικός, «Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων», εκδ. 2, 2013, σελ. 64 επ.).
    Ειδικά όσον αφορά την περιγραφή των απαιτήσεων, κατ' αρχάς στο πεδίο εφαρμογής του νόμου εμπίπτουν, όλα τα χρέη του οφειλέτη έναντι οποιουδήποτε δανειστή. Τα μόνα χρέη που εξαιρούνται απαριθμούνται περιοριστικά στο αρ. 1 παρ. 2 του νόμου αυτού μεταξύ των οποίων και αυτά που έχουν αναληφθεί το τελευταίο έτος πριν την υποβολή της αίτησης ρύθμισης. Με τη, διάταξη αυτή ο νομοθέτης εισάγει εξαίρεση, από τη ρύθμιση της συγκεκριμένης κατηγορίας απαιτήσεων, και συνεπώς τα χαρακτηριστικά που τις εντάσσουν στην εξαίρεση πρέπει να προβάλλονται από τον πιστωτή που ωφελείται, από την εξαίρεση, ο οποίος, φέρει και το βάρος, της απόδειξης (βλ. Βενιέρης - Κατσάς, «Εφαρμογή του ν. 3 869/201 β για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα» σελ. 77 και 137). Επομένως δεν αποτελεί στοιχείο του ορισμένου της αίτησης ρύθμισης ο χρόνος γέννησης της απαίτησης, της οποίας ζητείται η ένταξη σε ρύθμιση και ειδικά επί δανείων η ημερομηνία σύναψης της δανειακής σύμβασης και πρέπει ν' απορριφθεί ο περί αοριστίας της ένδικης αίτησης λόγω έλλειψης του στοιχείου αυτού ισχυρισμός της 5ης των μετεχουσών. Επίσης δεν πάσχει από αοριστία η αίτηση, επειδή, όπως ισχυρίζονται η 1η και 2η από τις μετέχουσες, δεν αναφέρονται σ' αυτήν οι μηνιαίες δαπάνες της αιτούσας και της οικογένειας της, καθόσον περιέχονται όλα εκείνα τα στοιχεία (προσωπική και οικογενειακή κατάσταση, συνθήκες διαβίωσης), από τα οποία διαμορφώνονται οι βιοτικές της ανάγκες, με βάση τα οποία και μπορεί να υπολογιστούν, μη απαιτουμένου του προσδιορισμού του ποσού τους, το οποίο αποτελεί αντικείμενο απόδειξης, ούτε απαιτείται η αναφορά των λόγων που οδήγησαν την αιτούσα σε οικονομική αδυναμία.
     Ο ισχυρισμός της 2ης από τις μετέχουσες πιστώτριες ότι η αιτούσα κατά τη σύνταξη του σχεδίου διευθέτησης ενήργησε καταχρηστικά, καθόσον η πρόταση της για καταβολή των προτεινόμενων ποσών δεν έχει λάβει υπόψη τα εύλογα συμφέροντα των πιστωτών της και ήταν προσχηματική, πρέπει ν' απορριφθεί για τους παρακάτω λόγους. Το σχέδιο διευθέτησης των οφειλών καθορίζεται κατά την ελεύθερη κρίση του οφειλέτη, χωρίς κάποιο περιορισμό, αρκεί να είναι επαρκώς προσδιορισμένο ώστε να μπορεί να προκαλέσει τη συναίνεση των πιστωτών και τη σύναψη δικαστικού συμβιβασμού. Απαιτείται βέβαια από τη διάταξη του αρ. 4 παρ. 1 ν. 3869/10 ο οφειλέτης κατά τη σύνταξη του σχεδίου να λαμβάνει υπόψη με εύλογο τρόπο και συσχέτιση τα συμφέροντα των πιστωτών και την περιουσιακή και προσωπική του κατάσταση. Όμως δεν προβλέπεται δικαστικός έλεγχος του σχεδίου, ούτε απαράδεκτο του δικογράφου, εναπόκειται δε στους πιστωτές να αποδεχθούν ή απορρίψουν το σχέδιο, οπότε ακολουθεί η ρυθμιστική παρέμβαση του δικαστηρίου, το οποίο ερευνά αυτεπάγγελτα τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη καθώς και τη δυνατότητα εξόφλησης των χρεών του με βάση και τις προσωπικές και οικογενειακές του ανάγκες και καθορίζει το καταβλητέο μηνιαία Ποσό, χωρίς να δεσμεύεται από την πρόταση του οφειλέτη. Ενόψει των προλεχθέντων η πρόταση της αιτούσας για μικρές μηνιαίες καταβολές δεν την καθιστά καταχρηστική και σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να οδηγήσει στην απόρριψη της αίτησης για το λόγο αυτό;
     [...] Όπως προαναφέρθηκε, η αιτούσα από το έτος 2010 είναι άνεργη, στερούμενη οποιουδήποτε εισοδήματος και διατρέφεται από το σύζυγο της, του οποίου το μηνιαίο εισόδημα από την εργασία του είναι μικρό, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ανταποκριθεί στην εξυπηρέτηση του συνόλου, των χρεών της από τις παραπάνω δανειακές συμβάσεις, λόγω και του μεγάλου αριθμό των δανείων που έχει λάβει και του ύψους των μηνιαίων δόσεων που απαιτούνται για την εξυπηρέτηση τους, αφού πρόκειται για καταναλωτικά δάνεια και πιστωτικές κάρτες, τα οποία επιβαρύνονται με υψηλά επιτόκια. Η αρνητική αυτή σχέση μεταξύ της ρευστότητας της και των οφειλών της κατά την τρέχουσα χρονική περίοδο δεν αναμένεται να βελτιωθεί, λαμβανομένων υπόψη της αρνητικής οικονομικής συγκυρίας, των συνεχώς αυξανόμενων δανειακών της υποχρεώσεων εξαιτίας μις επιβάρυνσης των δανείων με τόκους υπερημερίας, των σοβαρών προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζει, εξ αιτίας των οποίων δεν μπορεί να εργαστεί. Συνεπώς συντρέχει στην περίπτωση της αιτούσας μόνιμη και διαρκής αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών της προς τις μετέχουσες πιστώτριες τράπεζες.
     Επομένως η αιτούσα συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις για την ένταξη της στις ρυθμίσεις του ν. 3869/10 και ειδικότερα σ' αυτές του αρ. 8 παρ. 2 για καταβολές επί 4ετία και του αρ. 9 παρ. 2 για εξαίρεση από την εκποίηση της μοναδικής κατοικίας της.
     [...] Με το σχέδιο διευθέτησης προσφέρεται στην καταβολή προς τους πιστωτές της ποσού 85 ευρώ το μήνα αποβλέποντας προφανώς στην οικονομική συμβολή του συζύγου της, από το μισθό του, ο οποίος τότε ανέρχονταν σε 1.100 ευρώ το μήνα, πλην όμως έχει σήμερα μειωθεί σημαντικά. Η πρόταση αυτή της αιτούσας δε δεσμεύει το δικαστήριο στον καθορισμό του καταβλητέου ποσού στα πλαίσια της τετραετούς ρύθμισης του αρ. 8 παρ. 2 του νόμου, το οποίο ερευνά αυτεπάγγελτα τα πάσης φύσης περιουσιακά στοιχεία και εισοδήματα του οφειλέτη, καθώς και τις βιοτικές του ανάγκες, όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης, που απέχει σημαντικά αυτού; της κατάθεσης αίτησης, γεγονός που δικαιολογεί οποιεσδήποτε μεταβολές. Ήδη, όπως προαναφέρθηκε, η κατάσταση της υγείας της έχει επιδεινωθεί με αποτέλεσμα να είναι ανίκανη προς εργασία, ενώ έχει μειωθεί σημαντικά και ο μισθός του συζύγου της, που αποτελεί το μοναδικό εισόδημα τους με συνέπεια να βρίσκεται σε δεινή οικονομική κατάσταση. Με τις προτάσεις της, που κατατέθηκαν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης επί της έδρας, δηλώνει ότι συντρέχουν στο πρόσωπο της εξαιρετικές περιστάσεις και συγκεκριμένα εισόδημα που δεν καλύπτει τις στοιχειώδεις ανάγκες της, η δε δήλωση της αυτή, η οποία ταυτίζεται κατά περιεχόμενο με τις προϋποθέσεις της εξαιρετικής ρύθμισης του αρ. 8 παρ. 5 ν. 3869/10, ερμηνεύεται ως αίτημα για απαλλαγή της από μηνιαίες καταβολές κατά τη ρύθμιση της τετραετίας του αρ. 8 παρ. 2 του νόμου, για το οποίο δε χρειάζεται πανηγυρική διατύπωση και μπορεί να προβληθεί κατ' αρ. 745 και 751 ΚΠολΔ και με τις προτάσεις. Εφόσον, επομένως και όσον αφορά τη ρύθμιση των χρεών της αιτούσας επί 4ετία, συντρέχουν, σύμφωνα με τα προλεχθέντα, στο πρόσωπο της εξαιρετικές περιστάσεις Και συγκεκριμένα χρόνια ανεργία, σοβαρά προβλήματα υγείας Και ανεπάρκεια εισοδήματος για την κάλυψη των βασικών βιοτικών αναγκών της, θα πρέπει, κατ' εφαρμογή της διάταξης του αρ. 8 παρ. 5 ν. 3869/10, να οριστούν μηδενικές καταβολές επί τετραετία. Παράλληλα κρίνεται ότι δε συντρέχει λόγος να οριστεί νέα δικάσιμος προκειμένου να ελεγχθεί η τυχόν μεταβολή της περιουσιακής της κατάστασης και των εισοδημάτων της και να προσδιοριστούν ενδεχομένως μηνιαίες καταβολές επί τετραετία, καθόσον λόγω της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας και τις συνεχώς αυξανόμενης ανεργίας, αλλά και των σοβαρών προβλημάτων στη υγεία της αιτούσας, που δεν της επιτρέπουν να εργαστεί, δεν αναμένεται η ανεύρεση εργασίας τουλάχιστο στο εγγύς μέλλον. Σημειωτέον ότι, εφόσον βελτιωθούν τα εισοδήματα της μπορεί να προσδιοριστούν μηνιαίες δόσεις με ανάκληση ή μεταρρύθμιση της απόφασης κατ' αρ. 8 παρ. 4 ν. 3869/10 και 758 ΚΠολΔ.
    

Πρόεδρος:Γρ. Κομπολίτη
Δικηγόροι:Χρ. Καπάτου
Λήμματα:Υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα ,Παράσταση χωρίς δικηγόρο ,Ορισμός μηδενικών καταβολών

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ 
 
Δημοσίευση:ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ
ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Ετος:2013
Τόμος:ΞΔ
Σελ.:708
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ