Πέμπτη 5 Ιουλίου 2012

ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΕΞΩΣΥΜΒΑΤΙΚΕΣ ΠΡΟΜΗΘΕΙΕΣ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟΥ- ΜΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΟΥ ΚΑΛΥΠΤΕΙ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΠΤΥΧΕΣ (ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΚΑΤΑ ΝΠΔΔ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΥ -ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΧΕΤΙΚΗΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗΣ, ΕΝΝΟΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ, ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗ ΑΣΚΗΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΕΠΙ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΗΣ ΚΑΤΑ ΝΠΔΔ, ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΠΔ 166/2003 ΚΑΙ ΜΑΛΙΣΤΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΝΤΑΞΗ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΠΟΙΟΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΛΑΒΗΣ, ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΟΣ ΤΥΠΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΚΥΡΟΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΜΕ ΝΠΔΔ ΚΛΠ)

ΓΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ ΕΔΩ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

Δικαστήριο: ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
Τόπος: ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Αριθ. Απόφασης: 11929
Ετος: 2011
________________________________________

Κείμενο Απόφασης
Αριθμός απόφασης 11929/2011
Αριθμός κατάθεσης ανακοπής 39138/2009
Αριθμός κατάθεσης πρόσθετου λόγου ανακοπής 2354/2011
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Κωνσταντία Συροπούλου, Προεδρεύουσα Πρωτοδίκη - Εισηγήτρια, ’ννα Κουσιοπούλου, Πρωτοδίκη,...
Πολύμνια Χορόζογλου, Πρωτοδίκη και από τη Γραμματέα Σοφία Χρηματοπούλου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 24 Φεβρουαρίου 2011, για να δικάσει την ανακοπή με αριθμό κατάθεσης 39138/28-9-2009 και τον πρόσθετο λόγο ανακοπής με αριθμό κατάθεσης 2354/20-1-2011, κατά της υπ' αριθμ. 26377/2009 διαταγής πληρωμής, του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, μεταξύ:
ΤΟΥ Α. - ΔΙΑ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ Λ. Α.: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ "Γ.ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ"», που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη, εκπροσωπείται νόμιμα από το Διοικητή του και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Αντωνίου Δενδρινού (ΑΜ 2038), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΤΗΣ ΚΑΘ' ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ - ΚΑΘ' ΗΣ Ο ΠΡΟΣΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΑΝΑΚΟΠΗΣ: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «O. HELLAS S.A.», που εδρεύει στη Γλυφάδα Αττικής, εκπροσωπείται νόμιμα και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Αυγερινού Αβραμίκου (ΑΜ 8782), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΚΑΤΑ τη συζήτηση της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κατά τη διαδικασία των άρθρων 624 έως 634 του ΚΠολΔ εκδιδόμενη διαταγή πληρωμής αποτελεί, σύμφωνα με τα άρθρα 631 και 904 παρ. 2 ε' του ΚΠολΔ, τίτλο εκτελεστό. Όταν ενεργείται αναγκαστική εκτέλεση με βάση διαταγή πληρωμής, ο καθ' ου η εκτέλεση μπορεί να προβάλει τις αντιρρήσεις του κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης με την προβλεπόμενη από το άρθρο 933 του ΚΠολΔ ανακοπή. Οι αντιρρήσεις αυτές μπορεί να αφορούν και την τυπική και ουσιαστική εγκυρότητα του εκτελούμενου τίτλου και συνεπώς και την ύπαρξη της απαίτησης για την οποία έχει εκδοθεί η διαταγή πληρωμής, εφόσον αυτή δεν έχει αποκτήσει δύναμη δεδικασμένου, είτε με την άπρακτη πάροδο των προθεσμιών των άρθρων 632 παρ. 1 και 633 παρ. 2 του ΚΠολΔ, για την άσκηση ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής είτε με την τελεσίδικη απόρριψη της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής που τυχόν ασκήθηκε. Ωστόσο, οποιοσδήποτε λόγος και αν προβάλλεται με την ανακοπή του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, το αίτημά της είναι πάντοτε η ακύρωση ορισμένης διαδικαστικής πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης που προσβάλλεται με αυτήν. Με την ανακοπή αυτή, έστω και αν περιέχει λόγο κατά της εγκυρότητας της διαταγής πληρωμής και της ανυπαρξίας ή της ελαττωματικότητας της απαίτησης για την οποία αυτή έχει εκδοθεί, δεν μπορεί να ζητηθεί και η ακύρωση της διαταγής πληρωμής. Η ακύρωση της τελευταίας μπορεί να ζητηθεί μόνο με την προβλεπόμενη από το άρθρο 632 παρ. 1 ή 633 παρ. 2 του ΚΠολΔ ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, μέσα στις προθεσμίες που προβλέπονται από τις διατάξεις αυτές. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, σώρευση στο ίδιο δικόγραφο ανακοπής κατά της εκτέλεσης, του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, και ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής, του άρθρου 632 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ώστε με την τελευταία να ζητείται και η ακύρωση της διαταγής πληρωμής, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει προθεσμία και για την άσκηση της τελευταίας, εάν υφίσταται αρμοδιότητα και για τις δύο ανακοπές και αν αυτές υπάγονται στην ίδια διαδικασία (ΑΠ 337/2006 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 218 ΚΠολΔ μεταξύ των προϋποθέσεων του επιτρεπτού της αντικειμενικής σωρεύσεως στο ίδιο δικόγραφο περισσοτέρων αγωγών (με την έννοια αιτήσεων παροχής έννομης προστασίας) περιλαμβάνεται και η αρμοδιότητα, για καθεμία από τις σωρευόμενες αγωγές, του δικαστηρίου στο οποίο το δικόγραφο αυτό απευθύνεται. Κατά δε την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, αν ενωθούν περισσότερες αγωγές στο ίδιο δικόγραφο, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1, διατάσσεται ο χωρισμός αυτών ύστερα από αίτηση ή και αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 217/92 ΕλλΔνη 36,58, ΕφΠειρ 108/97 ΕλλΔνη 38,1622) και αν πρόκειται για αναρμοδιότητα, διατάσσεται η παραπομπή στο αρμόδιο δικαστήριο (ΕφΠειρ 322/2004 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 632 § 1 εδ. α' ΚΠολΔ, ο οφειλέτης κατά του οποίου στρέφεται η διαταγή πληρωμής έχει το δικαίωμα μέσα σε δέκα πέντε (15) εργάσιμες ημέρες από την επίδοση της να ασκήσει ανακοπή, η οποία απευθύνεται στο δικαστήριο, το οποίο είναι καθ' ύλην αρμόδιο. Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 933 § 1 ΚΠολΔ αντιρρήσεις εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και κάθε δανειστή του που έχει έννομο συμφέρον, οι οποίες αφορούν την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου, τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης ή την απαίτηση, ασκούνται μόνο με ανακοπή που εισάγεται στο ειρηνοδικείο, αν ο εκτελεστός τίτλος στον οποίο βασίζεται η εκτέλεση είναι απόφαση του ειρηνοδικείου, και στο μονομελές πρωτοδικείο σε κάθε άλλη περίπτωση. Από την ανωτέρω διάταξη με την οποία ρυθμίζεται η για την εκδίκαση της ανακοπής καθ' ύλην αρμοδιότητα του δικαστηρίου με κριτήριο τον εκτελεστό τίτλο, κατά παρέκκλιση από τις γενικές διατάξεις για την καθ' ύλην αρμοδιότητα (άρθρα 12 επ.) του ΚΠολΔ και του προϊσχύσαντος δικαίου, το οποίο ελάμβανε υπόψη ως κριτήριο την αρμοδιότητα για την απαίτηση, ορίζεται αρμόδιο για την εκδίκαση της ανακοπής κατά της εκτέλεσης, το ειρηνοδικείο όταν ο εκτελεστός τίτλος στηρίζεται σε απόφαση αυτού και το μονομελές πρωτοδικείο σε κάθε άλλη, περίπτωση. Από τη διατύπωση της διάταξης αυτής προκύπτει σαφώς ότι σε καμία περίπτωση η ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ δεν είναι δυνατόν να εισαχθεί προς εκδίκαση ενώπιον του πολυμελούς πρωτοδικείου (ΑΠ 329/1972, ΝοΒ 20.1060, βλ. Β.Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική - Νομολογιακή Ανάλυση κατ' άρθρο, άρθρο 933, § 61, σελ. 393). Επομένως, σε περίπτωση που έχει σωρευθεί στην ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ για την εκδίκαση της οποίας καθ' ύλην αρμόδιο δικαστήριο είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο και ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ με αντιρρήσεις κατά των πράξεων της εκτέλεσης, για την εκδίκαση της οποίας καθ' ύλη αρμόδιο δικαστήριο είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο, τότε το Πολυμελές Πρωτοδικείο ως αναρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της τελευταίας, χωρίζει τις σωρευθείσες ανακοπές και παραπέμπει την ανακοπή κατά των πράξεων της εκτέλεσης (933 ΚΠολΔ) στο αρμόδιο Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 46 ΚΠολΔ (ΕφΑθ 131/2008, ΕλλΔνη 2009, 853).
Στην προκείμενη περίπτωση, κατ΄εκτίμηση του δικογράφου της ανακοπής, με την οποία το ανακόπτον ζητεί να ακυρωθεί η υπ΄αριθμ. 26377/09 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε για απαίτηση της καθ'ης, ύψους 191.304,38 ευρώ, που πηγάζει από σύμβαση δημοσίου δικαίου, απορρέουσα από συνολικά 49 τιμολόγια πώλησης, που αφορούν την προμήθεια διαφόρων προϊόντων φαρμακευτικού υλικού, κατά το χρονικό διάστημα από 6-7-2007 έως 31-12-2008, καθώς και το πρώτο εκτελεστό αυτής απόγραφο, προκύπτει ότι το ανακόπτον επιχειρεί να σωρεύσει στο ίδιο δικόγραφο ανακοπή του άρθρου 632 του ΚΠολΔ κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής, καθώς και ανακοπή κατά της επιταγής προς πληρωμή που συντάχθηκε κάτω από αντίγραφο του απογράφου της παραπάνω διαταγής πληρωμής, του άρθρου 933 του ΚΠολΔ. Π., όμως, το αίτημα της ανακοπής να ακυρωθεί το πρώτο εκτελεστό αυτής απόγραφο, δεν συνέχεται με τους λόγους της ανακοπής και επομένως, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, πρόκειται για ανακοπή του άρθρου 632 του ΚΠολΔ, ώστε να μη συντρέχει περίπτωση, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, να διαταχθεί ο χωρισμός και η παραπομπή στο αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο του αιτήματος της ακύρωσης της επιταγής προς πληρωμή που συντάχθηκε κάτω από αντίγραφο του απογράφου της υπ΄αριθμ. 26377/09 διαταγής πληρωμής.
Περαιτέρω, η κρινόμενη ανακοπή του άρθρου 632 του ΚΠολΔ, ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, μέσα στην οριζόμενη από το νόμο προθεσμία των δεκαπέντε εργασίμων ημερών από την επίδοση της διαταγής πληρωμής στο ανακόπτον ΝΠΔΔ, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 632&1εδ.α', 633&2, 585&1 και 215&1 ΚΠολΔ (βλ.την από 14-9-2009 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Δ. Μ. επί του αντιγράφου της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής και την υπ'αριθ. 423/30-9-2009 έκθεση επίδοσης της ανακοπής στην καθ'ης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης Μιχαήλ Γοριδάρη). Αρμόδια δε, φέρεται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό (άρθ. 584, 632&1,3, 18 σε συνδυασμό με το άρθ. 14&2 ΚΠολΔ), κατά την τακτική διαδικασία, με την οποία δικάζεται και η διαφορά από την απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Επίσης νόμιμα και εμπρόθεσμα έχει ασκηθεί και ο πρόσθετος λόγος επί της ανακοπής, σύμφωνα με το άρθρο 585&2 του ΚΠολΔ (βλ. την υπ'αριθ. 1897/20-1-2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης Μιχαήλ Γοριδάρη). Πρέπει, συνεπώς, η ανακοπή και ο πρόσθετος λόγος της να γίνουν τυπικά δεκτοί και να ερευνηθεί περαιτέρω, αν οι λόγοι της ανακοπής και ο πρόσθετος λόγος επί αυτής είναι νόμιμοι και βάσιμοι (633&1 ΚΠολΔ), ενόψει και του ότι δεν απαιτείται η τήρηση της προβλεπόμενης από τις διατάξεις του άρθρου 214Α του Κ.Πολ.Δ. διαδικασίας απόπειρας εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς, καθώς αυτή δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής επί υποθέσεων του Δημοσίου και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις του άρθρ. 2 περ. η' του Π.Δ. 286/1996, Οργανισμός του Ν.Σ.Κ. σε συνδυασμό με το άρθρο 28 παρ. 4 ν.2579/1998, που διέπουν το συμβιβασμό του Δημοσίου και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου σε διαφορές με αυτό.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 94 του ισχύοντος Συντάγματος, στο Συμβούλιο της Επικρατείας και στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως ο νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού (παρ.1). Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και υποθέσεις της εκουσίας δικαιοδοσίας, όπως ο νόμος ορίζει (παρ.2). Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήριο (παρ.3). Στα πολιτικά ή διοικητικά δικαστήρια μπορεί να ανατεθεί και κάθε άλλη αρμοδιότητα διοικητικής φύσεως, όπως ο νόμος ορίζει. Στις αρμοδιότητες αυτές περιλαμβάνεται και η λήψη μέτρων για τη συμμόρφωση της διοίκησης με τις δικαστικές αποφάσεις. Οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως ο νόμος ορίζει (παρ.4). Στην έννοια των δικαστικών αποφάσεων του ως άνω άρθρου 94 παρ.4 του Συντάγματος νοούνται όχι μόνο οι υπό στενή έννοια δικαστικές αποφάσεις, αλλά και οι εξομοιούμενες λειτουργικά με αυτές, αφού υπό προϋποθέσεις (άρθρ. 633 παρ.2) οι διαταγές πληρωμής μπορεί να αποκτήσουν ισχύ δεδικασμένου. Σε εκτέλεση του άρθρου 94 παρ.4 του Συντάγματος εκδόθηκε ο ν. 3068/2002, στο άρθρο 1 του οποίου ορίζεται ότι το Δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται χωρίς καθυστέρηση προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων. Δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου είναι όλες οι αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και ειδικών δικαστηρίων που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει. Με το άρθρο 20 ν. 3301/2004 προστέθηκε τελευταίο εδάφιο στο άρθρο 1 του ως άνω νόμου, σύμφωνα με το οποίο, δεν είναι δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του παρόντος και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ-ζ της παρ.2 του άρθρου 904 ΚΠολΔ (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι διαταγές πληρωμής), πλην των κηρυχθεισών εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων. Η νομοθετική όμως αυτή ρύθμιση που απαγορεύει την εκτέλεση διαταγής πληρωμής σε βάρος του Δημοσίου και των ν.π.δ.δ., αντίκειται στις διατάξεις του παραπάνω άρθρου 94 παρ.4 του Συντάγματος, καθώς και στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ.1, 95 παρ.5 αυτού σε συνδυασμό με τα άρθρα 6 παρ.1, 13 ΕΣΔΑ και 1Α' Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (ΑΠ2347/09 Ν.58.1172, ΕΑ 1837/2007 Ν. 2007/1143, ΕΑ 4486/2006 Ν. 2007/679, βλ.Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ Σ. τόμος έκδ. 2006, άρθρ. 904 αρ.6).
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της ανακοπής του, το ανακόπτον, ζητεί να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής για το λόγο ότι κατά την έννοια του άρθρων 1 του ν.3068/2002 και 20 του ν.3301/2004, η διαταγή πληρωμής δεν αποτελεί δικαστική απόφαση και δεν παρέχεται η δυνατότητα υλοποιήσεως των διαταγών πληρωμής με εκτέλεση κατά των ΝΠΔΔ, καθώς το ίδιο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7παρ.1 του ν.3329/2005, αποτελεί ΝΠΔΔ. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι μη νόμιμος και πρέπει να απορριφθεί, καθώς, σύμφωνα με τα προεκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής εκτελείται κατά του ανακόπτοντος Ν.Π.Δ.Δ.
Η ακυρότητα μιας διαταγής πληρωμής θεμελιώνεται στην έλλειψη νόμιμης προϋπόθεσης αναφορικά με την έκδοσή της. Η (ελλείπουσα) νόμιμη προϋπόθεση αφορά στη φύση της χρηματικής απαιτήσεως για την οποία ζητείται η διαταγή πληρωμής, διότι, κατά την ορθή έννοια του άρθρου 623 ΚΠολΔ, διαταγή πληρωμής δεν μπορεί να ζητηθεί για κάθε φύσεως χρηματική απαίτηση, αλλά για εκείνες μόνον τις χρηματικές απαιτήσεις που ο νόμος επιτρέπει. Οι δε χρηματικές απαιτήσεις, που νομικό και ιστορικό θεμέλιο έχουν (γνήσια) διοικητική σύμβαση, δεν περιλαμβάνονται μεταξύ αυτών. Συγκεκριμένα, για την έκδοση διαταγής πληρωμής ο ΚΠολΔ τάσσει ορισμένες θετικές και αρνητικές προϋποθέσεις, από τις οποίες οι πρώτες διατυπώνονται στο άρθρο 624. Η αναφορά όμως αυτών των προϋποθέσεων δεν είναι εξαντλητική, διότι, παράλληλα με τυχόν αλλά απαράδεκτα που προβλέπονται σε γενικές ή ειδικότερες διατάξεις, η φύση των χρηματικών απαιτήσεων, για τις οποίες μπορεί να εκδοθεί διαταγή πληρωμής, οριοθετείται συμπληρωματικά αλλά καθοριστικά (και) από το άρθρο 632. Το άρθρο αυτό προβλέπει τη δυνατότητα προσβολής της διαταγής πληρωμής με ανακοπή ενώπιον του υλικά αρμοδίου πολιτικού δικαστηρίου. Αυτό άλλωστε είναι αναγκαίο για να ικανοποιηθεί η συνταγματική επιταγή για παροχή έννομης προστασίας (άρθρο 20 Συντάγματος) και η επιταγή του άρθρου 6 παρ. 1 Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα δικαιώματα του ανθρώπου, αφού ο οφειλέτης δεν ακούσθηκε κατά τη διαδικασία εκδόσεως της διαταγής πληρωμής. Ρητά άλλωστε το άρθρο 630 περ. 3 επιβάλλει να αναγράφεται σχετική υπόμνηση στη διαταγή πληρωμής. Από το συνδυασμό, λοιπόν, των άρθρων 623, 630 περ. 3 και 632 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι απαραίτητη προϋπόθεση για να εκδοθεί διαταγή πληρωμής για μια χρηματική απαίτηση είναι (μεταξύ άλλων και) η δυνατότητα του οφειλέτη να ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής ενώπιον του αρμοδίου πολιτικού δικαστηρίου. Ο νομοθέτης του ΚΠολΔ, χορηγώντας στο δικαστή της πολιτικής δικαιοσύνης την εξουσία να εκδίδει, χωρίς προηγούμενη ακρόαση, διαταγή πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις, ήθελε να περιορίσει την εξουσία του αυτή μόνον σ` εκείνες τις απαιτήσεις για τις οποίες το αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο θα είχε δικαιοδοσία να εξετάσει -μετά από ανακοπή- την ουσία της διαφοράς. Έτσι ο νομοθέτης, θεσμοθετώντας τη διαταγή πληρωμής, είχε ασφαλώς κατά νου τις χρηματικές απαιτήσεις του κύκλου δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων. Η πολιτική δικονομία άλλωστε αναφέρεται σε διαφορές που υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Γι` αυτό και προέβλεπε ρητά ότι η ανακοπή θα ασκούνταν ενώπιόν τους. Με τον τρόπο αυτόν έμμεσα αλλά με σαφήνεια οριοθέτησε τις χρηματικές απαιτήσεις, για τις οποίες θα μπορούσε να εκδοθεί διαταγή πληρωμής, με βασικό και πρώτιστο κριτήριο τα όρια δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων. Ακολούθως έθεσε και άλλους περιορισμούς, όπως λ.χ. την απόδειξή τους με έγγραφο, τη μη εξάρτησή τους από αίρεση κ.λ.π. Επειδή όμως ανακοπή δεν μπορεί να ασκηθεί για χρηματική απαίτηση από γνήσια σύμβαση διοικητικού δικαίου ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, δεδομένου ότι η εκδίκαση τέτοιων διαφορών υπάγεται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, a contrario, συνάγεται ότι είναι αδύνατη κατά νόμον και η έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση τέτοια χρηματική απαίτηση. Όταν λοιπόν φέρεται ενώπιον του αρμοδίου δικαστή αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση χρηματική απαίτηση για την οποία δεν μπορεί, για έλλειψη δικαιοδοσίας ή για άλλο λόγο, να ασκηθεί ανακοπή ενώπιον του αρμοδίου υλικά πολιτικού δικαστηρίου, οφείλει κατ` εφαρμογή του άρθρου 628 περ. α΄ ΚΠολΔ να απορρίψει την αίτηση, διότι δεν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την έκδοση διαταγής πληρωμής (βλ. Γ. Αποστολάκη, Διαταγή πληρωμής για χρηματική απαίτηση από (γνήσια) διοικητική σύμβαση Αρμ 2001.1317). Η δυνατότητα, επομένως, που παρέχει ο ΚΠολΔ για την έκδοση διαταγής πληρωμής αφορά αποκλειστικά εκείνες μόνο τις χρηματικές απαιτήσεις των οποίων μπορεί να εξασφαλισθεί η (κατόπιν ανακοπής των άρθρων 632 ή 633 ΚΠολΔ) δικαστική διάγνωση με ισχύ δεδικασμένου από το αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο. (ΕφΠατρ 286/2007 Αρμ 2008.85, ΕφΑθ 132/2005 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘρ 105/2005 Αρμ 2005.1757). Περαιτέρω, σύμφωνα με τα άρθρα 94 παρ.1 και 95 παρ.1 του Συντάγματος και 1 παρ.2 εδ.ι του ν. 1406/1983 (182Α) η σύμβαση είναι διοικητική εάν: α) το ένα τουλάχιστον συμβαλλόμενο μέρος είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή ΝΠΔΔ, β) με τη σύναψη της συμβάσεως επιδιώκεται η ικανοποίηση δημοσίου σκοπού και γ) το Ελληνικό Δημόσιο ή το ΝΠΔΔ είτε βάσει των κανονιστικών ρυθμίσεων, που διέπουν τη σύμβαση είτε βάσει ρητρών, που αποκλίνουν του κοινού δικαίου, βρίσκεται σε υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλομένου, ήτοι σε θέση μη προσιδιάζουσα στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό, με τη δυνατότητα μονομερούς επεμβάσεως στο συμβατικό δεσμό, με άσκηση ελέγχου και επιβολή κυρώσεων (ΑΕΔ 3/1999). Στο πλαίσιο αυτό, από τις διατάξεις του ν 2286/1995 « Προμήθειες του δημοσίου τομέα και ρυθμίσεις συναφών θεμάτων» (ΦΕΚ Α΄199) και του π.δ.60/2007 «Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας περί δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών» (ΦΕΚ Α΄64/16-3-07), συνάγεται ότι με αυτές θεσπίζεται ιδιαίτερο νομικό καθεστώς υπέρ του δημοσίου, στο πλαίσιο του οποίου αυτό κατέχει υπερέχουσα θέση έναντι των αντισυμβαλλομένων του, δικαιούμενο να επεμβαίνει μονομερώς στο συμβατικό δεσμό. Εξάλλου, στο άρθρο 22 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας ορίζεται ότι: «η διοικητική σύμβαση υποβάλλεται στον έγγραφο τύπο, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Για την κατάρτιση της η πρόταση και αποδοχή είναι δυνατόν να γίνονται με χωριστά έγγραφα». Επομένως, συμβάσεις που συνάπτονται από ΝΠΔΔ, κατά τη νομοθεσία περί προμηθειών του δημοσίου, με αντικείμενο την άσκηση δημόσιας υπηρεσίας υπό λειτουργική έννοια, δηλαδή αφορούν σε δραστηριότητα με αντικείμενο την παροχή αγαθών ή υπηρεσιών προς τους διοικουμένους, για την ικανοποίηση βασικών αναγκών τους, όπως για παράδειγμα η προμήθεια ιατροφαρμακευτικών ειδών από τα δημόσια νοσοκομεία, που αποσκοπούν στην επίτευξη δημόσιου σκοπού και δη, τη δημόσια υγεία, με την άμεση παροχή υπηρεσιών προς τους ασθενείς διοικουμένους, φέρουν το χαρακτήρα διοικητικής συμβάσεως και οι εξ αυτών διαφορές επιλύονται από το αρμόδιο διοικητικό εφετείο (ΕπΑνΣτΕ 44/2002 αδημ. Βλ. Σπηλιωτόπουλο Εγχειρίδιο Διοικητικού δικαίου έκδ. 2001, σελ.197 επ), ενώ, αντιθέτως, συμβάσεις με αντικείμενο την πώληση φαρμακευτικών προϊόντων σε νοσοκομεία και άλλες μονάδες του ΕΣΥ, εφόσον δεν υποβλήθηκαν στον έγγραφο τύπο και δεν τελούν, όσον αφορά τη σύναψη και εκτέλεση αυτών υπό νομικό καθεστώς που να εξασφαλίζει στο αντισυμβαλλόμενο ΝΠΔΔ την άσκηση δημόσιας εξουσίας, κυρίως με την παροχή σε αυτό από τη σχετική νομοθεσία ή τους όρους της σύμβασης της δυνατότητας να επεμβαίνει μονομερώς σε αυτή και να επιβάλει κυρώσεις, αποτελούν, παρά τον εξυπηρετούμενο με αυτές δημόσιο σκοπό, συνιστάμενο στην παροχή ιατρικής περίθαλψης προς τους πολίτες, συμβάσεις πώλησης διεπόμενες από τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου (άρθρ. 513 επ. ΑΚ) και ως εκ τούτου, η εκδίκαση των διαφορών που γεννώνται κατά την εκτέλεσή τους υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ΔιοικΕφΑθ 1694/2007, 2842/2007, ΔιοικΕφΠειρ 2191 / 2007 αδημ).
Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της ανακοπής του, το ανακόπτον ζητεί να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, για το λόγο ότι εκδόθηκε χωρίς να συντρέχει ουσιώδης δικονομική προϋπόθεση και δη εκδόθηκε για χρηματική απαίτηση προερχόμενη από συμβάσεις πώλησης οι οποίες έχουν το χαρακτήρα διοικητικών συμβάσεων, που υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών δικαστηρίων και όχι των πολιτικών δικαστηρίων, ώστε να είναι δυνατή η έκδοση διαταγής πληρωμής και η προσβολή αυτής με ανακοπή ενώπιον του αρμόδιου πολιτικού δικαστηρίου. Επί του λόγου αυτού λεκτέα τα ακόλουθα:
Από όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Μετά την από 8-7-2009 αίτηση της καθ' ης εκδόθηκε από τη Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης η υπ' αριθμ. 26377/2009 ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής σε βάρος του ανακόπτοντος, δυνάμει της οποίας το τελευταίο υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ' ης το συνολικό ποσό των 191.304,38 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της προθεσμίας που τάχθηκε για την εξόφληση του κάθε τιμολογίου. Η ως άνω διαταγή πληρωμής εκδόθηκε με βάση τα αναφερόμενα σ' αυτήν 49 τιμολόγια και δελτία αποστολής και το ως άνω ποσόν των 191.304,38 ευρώ, αποτελεί το οφειλόμενο τίμημα από διαδοχικές συμβάσεις πώλησης εκτελεστέες σταδιακά, κατά το χρονικό διάστημα από 6-7-2007 έως 4-12-2008, που καταρτίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων μερών, ήτοι του ανακόπτοντος δημοσίου νοσοκομείου, που αποτελεί νπδδ και της καθ' ης-προμηθεύτριας εταιρίας, η οποία έχει ως αντικείμενο την παραγωγή, εισαγωγή, πώληση, διανομή και εμπορία φαρμακευτικών προϊόντων, στα πλαίσια των οποίων (συμβάσεων) πώλησε και παρέδωσε στο ανακόπτον προϊόντα εμπορίας της και συγκεκριμένα φαρμακευτικά προϊόντα, κατόπιν απευθείας παραγγελιών του ανακόπτοντος, χωρίς να μεσολαβήσει μεταξύ αυτών η κατάρτιση συμβάσεως κατά τις διατάξεις περί προμηθειών του Δημοσίου. Ειδικότερα, οι συμβάσεις αυτές δεν υποβλήθηκαν σε έγγραφο τύπο και δεν τελούσαν, όσον αφορά τη σύναψη και εκτέλεση αυτών υπό νομικό καθεστώς που να εξασφαλίζει στο ανακόπτον ΝΠΔΔ την άσκηση δημόσιας εξουσίας, κυρίως με την παροχή σε αυτό από τη σχετική νομοθεσία ή τους όρους της σύμβασης της δυνατότητας να επεμβαίνει μονομερώς σε αυτή και να επιβάλει κυρώσεις. Επομένως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη και ο δεύτερος λόγος της ανακοπής τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος, διότι, κατά τα προαναφερόμενα, δεν καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων διοικητική σύμβαση, λόγω μη συνάψεως συμβάσεως προμήθειας κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις περί προμηθειών του δημοσίου, αλλά οι γενόμενες πωλήσεις φαρμάκων έγιναν με απευθείας τηλεφωνικές παραγγελίες κι ως εκ τούτου πρόκειται για συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου, η ένδικη δε διαφορά που γεννάται από την εκτέλεση αυτών υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και συνακόλουθα για την επίδικη απαίτηση ήταν δυνατή η έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, κατά τα άρθρα 624 έως 634 ΚΠολΔ, διότι είναι μεταξύ εκείνων των απαιτήσεων τις οποίες ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας επιτρέπει την έκδοση διαταγής πληρωμής, καθώς και η άσκηση ανακοπής κατά αυτής ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων.
Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο με το επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο (ΟλΑΠ 17/1995, ΕλλΔικ 36, 1531). Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από την συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα του. Απαιτείται, ακόμη, οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ' αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαίτερα επαχθείς για τον υπόχρεο συνέπειες, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου (ΑΠ 321/2002, ΕλλΔικ 44.143, ΑΠ 1305/2002 ΕλλΔικ 44.1306, ΑΠ 1129/2002, ΕλλΔικ 45.424, ΕφΠειρ 878/2004 ΠειρΝομολ 2004.400).
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της ανακοπής το ανακόπτον, προβάλλει τον ισχυρισμό περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος της καθής να αξιώσει την απαίτησή της με την έκδοση της ένδικης διαταγής πληρωμής, για το λόγο ότι δεν είναι δυνατή η θεώρηση του σχετικού χρηματικού εντάλματος από το Ελεγκτικό Συνέδριο, διότι οι διαταγές πληρωμής, ως εκτελεστοί τίτλοι δεν εμπίπτουν στην έννοια των δικαστικών αποφάσεων του άρθρου 1 του ν.3068/2002, γεγονός που γνώριζε η καθ΄ης.
Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι νόμω αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, διότι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στον πρώτο λόγο ανακοπής, η καθ΄ης δικαιούται να διεκδικήσει την ικανοποίηση της αξίωσής της με την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, της οποίας είναι δυνατή η έκδοση κατά του ανακόπτοντος Ν.Π.Δ.Δ., υπό τις εκεί αναφερόμενες προϋποθέσεις.
Το π.δ. 166/2003 «Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2000/35 της 29.6.2000 για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές» (ΦΕΚ 138 Α΄) ορίζει στο άρθρο 2 ότι: «Οι διατάξεις του διατάγματος αυτού εφαρμόζονται στις πληρωμές που έχουν χαρακτήρα αμοιβής από εμπορική συναλλαγή», στο άρθρο 3 ότι: «Κατά την έννοια του διατάγματος αυτού: 1. Εμπορική συναλλαγή, είναι κάθε συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημόσιων αρχών, η οποία συνεπάγεται την παράδοση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής. α. Δημόσια αρχή είναι κάθε αναθέτουσα αρχή ή φορέας, όπως ορίζεται στα προεδρικά διατάγματα για τις δημόσιες συμβάσεις προμηθειών (Π.Δ. 370/1995, ΦΕΚ Α΄ 199), υπηρεσιών (Π.Δ. 346/1998, ΦΕΚ Α΄ 230) εξαιρούμενων τομέων (Π.Δ. 57/2000, ΦΕΚ Α΄ 45) και Δημοσίων έργων (Π.Δ. 334/2000, ΦΕΚ Α΄ 279), όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν. β. Επιχείρηση είναι κάθε οργάνωση, η οποία ενεργεί στα πλαίσια ανεξάρτητης οικονομικής ή επαγγελματικής της δραστηριότητας, ακόμη και αν η δραστηριότητα αυτή ασκείται από ένα και μόνο πρόσωπο. 2. Καθυστέρηση πληρωμής είναι η μη τήρηση της συμβατικής ή νόμιμης προθεσμίας πληρωμής. 4. Εκτελεστός τίτλος είναι κάθε απόφαση, διάταξη ή διαταγή πληρωμής, εκδιδόμενη από δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή, η οποία, επιβάλλει την υποχρέωση για καταβολή, και παρέχει τη δυνατότητα στο δανειστή να επιτύχει την είσπραξη της απαίτησής του από τον οφειλέτη με αναγκαστική εκτέλεση» και στο άρθρο 4 ότι: «1. Τόκος υπερημερίας οφείλεται από την ημέρα που ακολουθεί την ημερομηνία πληρωμής ή το τέλος της περιόδου πληρωμής που ορίζει η σύμβαση. 2. Εάν δεν συμφωνήθηκε ορισμένη ημέρα ή προθεσμία πληρωμής της αμοιβής, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος, χωρίς να απαιτείται όχληση, και οφείλει τόκους: α. Εάν παρέλαβε το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο μέχρι το χρόνο της παραλαβής των αγαθών ή της παροχής των υπηρεσιών ή αν δεν παρέλαβε ή δεν είναι βέβαιο πότε παρέλαβε τέτοιο έγγραφο, μόλις περάσουν 30 ημέρες από την παραλαβή των αγαθών ή την παροχή των υπηρεσιών. β. Εάν από το νόμο ή τη σύμβαση προβλέπεται διαδικασία αποδοχής ή ελέγχου για την επαλήθευση της αντιστοιχίας συμφωνημένων και παραλαμβανομένων αγαθών ή υπηρεσιών, μόλις περάσουν 30 ημέρες από την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποδοχής ή ελέγχου, εφόσον παρέλαβε το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο μέχρι την ολοκλήρωση της εν λόγω διαδικασίας. γ. Εάν η παραλαβή των αγαθών ή η παροχή των υπηρεσιών ή η διαδικασία αποδοχής ή ελέγχου έχει προηγηθεί, μόλις περάσουν 30 ημέρες από το χρόνο παραλαβής του τιμολογίου ή άλλου ισοδύναμου για πληρωμή εγγράφου. δ. Στις συμβάσεις μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών της παραγράφου 1 α του άρθρου 3 του παρόντος, η προθεσμία καταβολής τόκων σε κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις, ορίζεται αποκλειστικώς σε 60 ημέρες. 3. Ο δανειστής δικαιούται τόκους, εφόσον α) έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νόμιμες υποχρεώσεις του και β) δεν έχει εισπράξει εγκαίρως το οφειλόμενο ποσό, εκτός, εάν δεν υπάρχει ευθύνη του οφειλέτη για την καθυστέρηση». Εξάλλου, το ν.δ. 496/1974 «Περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου» (ΦΕΚ 204 Α΄) ορίζει, στην παράγρ. 2 του άρθρου 7, ότι: «ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος κάθε οφειλής του νομικού προσώπου ανέρχεται σε 6% ετησίως, πλην εάν άλλως ορίζεται δια συμβάσεως ή ειδικού νόμου και άρχεται από επιδόσεως της αγωγής». Το προαναφερθέν δε π.δ. 166/2003 εκδόθηκε με σκοπό την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας 2000/35/ΕΚ, που στόχευε στην καταπολέμηση, σε κοινοτικό επίπεδο και με ενιαίο τρόπο, των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές στην εσωτερική αγορά, προς διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της, των συνθηκών ανάπτυξης υγιούς ανταγωνισμού και της βιωσιμότητας των επιχειρήσεων. Επομένως, οι διατάξεις του εν λόγω π.δ/τος που αποτελούν μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη των διατάξεων της ως άνω Οδηγίας, κατισχύουν κάθε αντίθετης διατάξεως της εσωτερικής νομοθεσίας. Ειδικότερα, ως προς την επιβολή τόκου υπερημερίας εις βάρος δημοσίων αρχών, λόγω των εκ μέρους των καθυστερήσεων πληρωμών σε εμπορικές συναλλαγές μεταξύ αυτών και των επιχειρήσεων/δανειστών τους, οι διατάξεις του ως άνω π.δ/τος είναι αποκλειστικά εφαρμοστέες ως νεότερες και ειδικότερες έναντι της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 7 του ν.δ/τος 496/1974, που αναφέρεται στο ζήτημα της επιβολής τόσο του νόμιμου όσο και του τόκου υπερημερίας γενικώς για κάθε οφειλή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Περαιτέρω, η αναθέτουσα δημόσια αρχή οφείλει τόκους από την επόμενη της συμφωνηθείσας ημερομηνίας ή προθεσμίας πληρωμής, άλλως, εάν δεν υπάρχει τέτοια συμφωνία, καθίσταται αυτομάτως υπερήμερη και οφείλει τόκους, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη όχληση του δανειστή, μόλις περάσουν 60 ημέρες από τα χρονικά σημεία που αναφέρονται στις προπαρατεθείσες περιπτ. α΄, β΄ και γ΄ της παρ. 2 του άρθρου 4 του π.δ/τος 166/2003 (ΕλΣυν 53/09 ΔΣΑ, Πρακτικά 40ης Συν./22.12.2008 IV Τμ. Ελ. Συν, ΔιοικΕφ Αθ1225/10 ΔΣΑ, ΔιοικΕφΑθ 639/10, 640/10 ΔΣΑ). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 9παρ.2 του π.δ. 108/93 «Συγκρότηση, Οργάνωση και Λειτουργία Νοσοκομειακού Φαρμακείου»: «Οι προμήθειες του Φαρμακευτικού και Λοιπού Υλικού γίνονται με γραπτές ή τηλεφωνικές παραγγελίες, σύμφωνα με τη συνταγογραφία και τις ανάγκες του νοσοκομείου και με τις ισχύουσες διατάξεις περί Κρατικών Προμηθειών, οι δε παραλαβές γίνονται από την Τριμελή Επιτροπή, η οποία συγκροτείται σύμφωνα με το εδάφιο γ της παραγρ.2 του άρθρου 10 του παρόντος π.δ., η οποία συντάσσει το Πρωτόκολλο Παραλαβής και Δελτίο Εισαγωγής όπως προβλέπεται από τους Οικονομικούς και Διαχειριστικούς Κανόνες των Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων», ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10παρ.2εδ.γ΄του ίδιου π.δ.: «Η Τριμελής Επιτροπή Παραλαβής συγκροτείται από το φαρμακοποιό που ορίσθηκε υπεύθυνος παρακολουθήσεως των διαχειριστικών βιβλίων, ένα βοηθό φαρμακείου και ένα διοικητικό υπάλληλο με τους αναπληρωτές τους».
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής, το ανακόπτον ζητεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, κατά το μέρος που ζητήθηκε η επιδίκαση τόκων υπερημερίας από την επομένη της δήλης ημέρας πληρωμής κάθε τιμολογίου, διότι κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 4 του π.δ.166/2003, 9παρ.2 και 10παρ.2περ.γ του π.δ.108/93, από κανένα από τα προσκομισθέντα έγγραφα δεν προκύπτουν οι ημερομηνίες ολοκλήρωσης της διαδικασίας αποδοχής και ελέγχου των πωληθέντων σ΄αυτό ειδών, που προβλέπεται από τις ως άνω διατάξεις και συνεπώς ο χρόνος έναρξης τοκοφορίας της κατ΄αυτού απαίτησης.
Όπως προκύπτει από τα προσκομισθέντα από την καθ΄ης τιμολόγια πώλησης προς το ανακόπτον, υφίσταται ρητή αναγραφή «επί πιστώσει μετρητά εντός 60 ημερών», γεγονός εξάλλου το οποίο δεν αμφισβητεί το ανακόπτον, αλλά αντίθετα συνομολογεί, περιοριζόμενο στην επίκληση των διατάξεων του άρθρου 4 του π.δ.166/03 σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 9παρ.2 και 10παρ.2περ.γ του π.δ.108/93. Επομένως, ο τέταρτος λόγος ανακοπής είναι απορριπτέος, καθόσον, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην προπαρατεθείσα μείζονα σκέψη, ο υπολογισμός των τόκων έγινε νομίμως βάσει των διατάξεων του π.δ/τος 166/2003, δεδομένου ότι ρητά προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 4παρ.2δ του ως άνω π.δ. ο χρόνος τοκοφορίας του κάθε επιμέρους τιμολογίου, ο οποίος είναι και ο συμφωνημένος μεταξύ των διαδίκων χρόνος τοκοφορίας των 60 ημερών, η λειτουργία δε της επιτροπής παραλαβής των νοσοκομειακών φαρμακείων, που περιγράφεται στο άρθρο 9παρ.2 του π.δ.108/93 αφορά καθαρά εσωτερικές διαδικασίες του Νοσοκομείου και εξασφαλίζει άλλους σκοπούς και όχι την βεβαίωση της παραλαβής των πιο πάνω φαρμάκων, την οποία άλλωστε δεν αμφισβητεί το ανακόπτον, το δε ληξιπρόθεσμο και απαιτητό των αξιώσεων του πωλητή (καθ΄ης η ανακοπή), οι οποίες προκύπτουν από πωλήσεις ιδιωτικού δικαίου φαρμακευτικού κ.λ.π. υλικού προς δημόσιο νοσοκομείο (ανακόπτον), δεν εξαρτώνται (με οποιοδήποτε νόμιμο τρόπο) από τη σύνταξη πρωτοκόλλου παραλαβής, με τον τρόπο που περιγράφεται στις ως άνω διατάξεις. Η αντίθετη εκδοχή, την οποία αβάσιμα υποστηρίζει το ανακόπτον, πέραν του ότι δεν προβλέπεται σε καμία διάταξη νόμου, δεν μπορεί να ισχύσει σε ιδιωτικού δικαίου συμβάσεις, διότι, αν ίσχυε, θα ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά χρηστά ήθη (άρθρ.288 ΑΚ), καθότι από άσχετες με τον πωλητή διατυπώσεις, η τήρηση των οποίων δεν αφορά τις συναλλαγές, αλλά εξυπηρετεί μόνο εσωτερικούς (δημοσιονομικούς) σκοπούς του Ελληνικού Δημοσίου και εν τέλει εξαρτάται εξ ολοκλήρου από τη βούληση του αγοραστή Νοσοκομείου (δηλ. από την τυπική παραλαβή του πωληθέντος υλικού με τη διαδικασία που περιγράφεται στις ως άνω διατάξεις), θα καθοριζόταν αν αυτός τελικά οφείλει να καταβάλει στον πωλητή το τίμημα για το αντικείμενο της πώλησης που ουσιαστικά παρέλαβε (ΠολΠρΚαβ241, 242/2010 αδημ.).
Κατά το άρθρο 624παρ.1 του ΚΠολΔ, η έκδοση διαταγής πληρωμής μπορεί να ζητηθεί μόνο αν η απαίτηση δεν εξαρτάται από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και το ποσό χρημάτων ή χρεογράφων που οφείλεται είναι ορισμένο, δηλαδή εκκαθαρισμένο (ΑΠ 294/03 Νόμος). Εκκαθαρισμένη είναι η απαίτηση όταν από τον εκτελεστό τίτλο προκύπτει το ποσό και το ποιόν της οφειλόμενης παροχής, βέβαιη δε όταν δεν τελεί υπό αναβλητική αίρεση, όρο ή προθεσμία (ΕφΘεσ 244/1992 ΕλλΔνη 3.1280, ΕφΑθ 2535/1998 ΕλλΔνη 40.384).
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πέμπτο λόγο της ανακοπής, το ανακόπτον ζητεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, για το λόγο ότι η καθ΄ης παράνομα και καταχρηστικά προέβη στην έκδοσή της, καθώς, ενώ ήδη με το αποσταλέν στο Λογιστήριο του ανακόπτοντος από τον Ιούνιο του έτους 2009 έγγραφό της είχε εκδηλώσει την σαφή πρόθεσή της να περιληφθεί στα διαδικασία ρύθμισης των επίδικων τιμολογίων που προβλέπεται στην υπ΄αριθμ.πρωτ. 676/2-4-2009 εγκύκλιο του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, δημιουργώντας στο ανακόπτον την πεποίθηση ότι μετέχει στη διαδικασία αυτή και ενώ αυτό προέβαινε στις νόμιμες ενέργειες εκκαθάρισης των απαιτήσεων και ελέγχων νομιμότητας, η καθ΄ης εντελώς αδικαιολόγητα και καταχρηστικά, εντός ελαχίστου χρονικού διαστήματος από την εκδήλωση της βούλησής της με την προσκόμιση των απαιτουμένων δικαιολογητικών στο ανακόπτον για την υπαγωγή της στο καθεστώς ρύθμισης, εξέδωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Επίσης, ισχυρίζεται και ότι η απαίτηση βάσει της οποίας εκδόθηκε η τελευταία δεν είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη, αφού μετά την υπαγωγή της καθ΄ης στο καθεστώς ρύθμισης, το ανακόπτον οφείλει να προβεί σε έλεγχο νομιμότητας της πληρωμής, αποστέλλοντας τα σχετικά έγγραφα προς έλεγχο στο Ελεγκτικό Συνέδριο.
Όπως προκύπτει από την υπ΄ αριθμ πρωτ. ΓΓ 676/2-4-2009 εγκύκλιο του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, με αντικείμενο τη ρύθμιση από το Ελληνικό δημόσιο των οφειλών των νοσοκομείων του Ε.Σ.Υ. προς τους προμηθευτές τους, προβλέφθηκε ειδική διαδικασία ρύθμισης των οφειλών που είχαν δημιουργηθεί μέχρι την 31-12-2008 και ειδικότερα ότι: « ως προϋπόθεση για τη ρύθμιση των οφειλών των νοσοκομείων μέχρι την 30-6-2007 έχει τεθεί η υπογραφή από το Νοσοκομείο και τον Προμηθευτή μίας σύμβασης, στην οποία θα επιβεβαιώνεται και από τις δύο πλευρές ο ακριβής αριθμός των τιμολογίων...», η καθ΄ης όμως εταιρία αν και υπάγεται στην κατηγορία των προμηθευτών φαρμάκων, δεν συνήψε καμία σύμβαση περί ρύθμισης των υφιστάμενων προς αυτήν οφειλών του ανακόπτοντος. Σε αντίθετο δε συμπέρασμα δεν μπορεί να οδηγηθεί το Δικαστήριο από το γεγονός ότι η καθ΄ ης υπέβαλλε στο λογιστήριο του ανακόπτοντος τα επικαλούμενα από το τελευταίο δικαιολογητικά, δεδομένου ότι τα δικαιολογητικά αυτά κατατέθηκαν προκειμένου να επιτευχθεί η είσπραξη των οφειλομένων ποσών, σε κάθε δε περίπτωση η υπαγωγή στη ρύθμιση των χρεών είναι δυνητική και όχι υποχρεωτική (ΣτΕ396/09 Νόμος, ΤρΔιοικΕφΘεσ 1186/2007 αδημ.) και η ίδια η καθ΄ης δεν την αποδέχθηκε, μετά δε τη μη επίτευξη αυτής (ρύθμισης) ουδεμία απαγόρευση δεν υφίστατο να επιδιώξει δικαστικά την είσπραξη των οφειλομένων. Εξάλλου, η διαδικασία ρύθμισης έπαυσε να ισχύει, καθώς ο ΣΦΕΕ (Σύνδεσμος Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος), στον οποίο συμμετέχει και η καθ΄ης, έχει δηλώσει με την από 17-9-2009 επιστολή του Γενικού Διευθυντή του την αποχώρησή του από τις συζητήσεις για τη ρύθμιση των χρεών με τον προτεινόμενο από το Ελληνικό Δημόσιο τρόπο. Επομένως, το γεγονός ότι μετά την υποβολή του από τον Ιούνιο του έτους 2009 εγγράφου της καθ΄ης περί υπαγωγής της στη διαδικασία ρύθμισης των χρεών, αυτή προέβη στην έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγή πληρωμής δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά της καθ΄ης, κατά την έννοια του άρθρου 281 του Α., η διεκδίκηση της ικανοποίησης της αξίωσής της με την έκδοση της ως άνω διαταγής πληρωμής, αφού όχι μόνο δεν ολοκληρώθηκε η υπαγωγή της στη ρύθμιση, αλλά ούτε αποδείχθηκε ότι πέραν της κατάθεσης των ως άνω δικαιολογητικών από την καθ΄ης το ανακόπτον προέβη σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια προς ολοκλήρωση της διαδικασίας ρύθμισης. Ανεξάρτητα, όμως, με τα παραπάνω και σε κάθε περίπτωση με τις εγκυκλίους δεν θεσπίζεται καμία ρύθμιση, ούτε επέρχονται έννομες συνέπειες, καθώς αφορούν μόνο στην παροχή οδηγιών και διευκρινήσεων σχετικά με την εφαρμογή των νόμων, νομοθετικών και κανονιστικών πράξεων (ΣτΕ 641/98 Νόμος). Ως προς το δεύτερο σκέλος δε του πέμπτου λόγου ανακοπής, που πλήττει το βέβαιο και εκκαθαρισμένο της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, πρέπει να σημειωθεί ότι η ως άνω εγκύκλιος δεν μπορεί να επιδράσει μονομερώς στο ληξιπρόθεσμο και απαιτητό των σχετικών αξιώσεων, καθότι ούτε από την εν λόγω εγκύκλιο ούτε από καμία διάταξη νομοθετικής ισχύος δεν προκύπτει υποχρέωση των προμηθευτών να δεχθούν αντί για καταβολή από το Δημόσιο κ.λ.π. να υπαχθούν στη διαδικασία ρύθμισης των χρεών της. Εξάλλου, η απαίτηση της καθ΄ης ήταν ορισμένη χωρίς να εξαρτάται υπό αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και δεν χρειαζόταν να αναμένει τον έλεγχο της νομιμότητάς της από το Ελεγκτικό Συνέδριο, διαδικασία η οποία προβλεπόταν από την προαναφερόμενη εγκύκλιο, για την έκδοση της σχετικής εντολής πληρωμής για τα χρέη των νοσοκομείων που θα υπαγόταν στη ρύθμιση. Επομένως, ο πέμπτος λόγος της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι αφενός μεν η υπαγωγή της καθ΄ης στη ρύθμιση ήταν δυνητική και η ίδια δεν την αποδέχτηκε και αφετέρου μετά την μη επίτευξη αυτής (ρύθμισης), ουδεμία απαγόρευση δεν υφίστατο να επιδιώξει η καθ΄ ης δικαστικά την είσπραξη των οφειλομένων.
Επειδή κατά το άρθρο 623 του ΚΠολΔ κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 624 έως 634 μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις, ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, κατά δε το άρθρο 626 §3 του ιδίου Κώδικα, στην αίτηση του δικαιούχου για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα, από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Η διαταγή πληρωμής μπορεί να εκδοθεί και με το συνδυασμό περισσοτέρων εγγράφων, εφόσον με αυτά αποδεικνύεται η χρηματική απαίτηση ή η παροχή χρεογράφων (ΑΠ 1305/2009 δημ. Νόμος). Αν η απαίτηση ή το ποσό της δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής οφείλει, κατά το άρθρο 628 ΚΠολΔ, να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής, στην περίπτωση δε που, παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης, εκδοθεί διαταγή πληρωμής, αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτου κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής για τον λόγο αυτόν απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξάρτητα από την ύπαρξη δυνατότητας να αποδειχθεί η απαίτηση από άλλα αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 1378/2009 Νόμος). Από τη γραμματική δε διατύπωση των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 632, 624 §1, 626 §2 και 3 και 630 KΠολΔ, σαφώς συνάγεται ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την έγκυρη έκδοση διαταγής πληρωμής είναι, πλην άλλων και η ύπαρξη, κατά το χρόνο έκδοσής της, της απαίτησης για την οποία εκδίδεται. Έτσι, η αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να περιέχει, εκτός των άλλων στοιχείων και την απαίτηση του αιτούντος, σ' αυτήν δε πρέπει να επισυνάπτονται δημόσια και ιδιωτικά έγγραφα, που έχουν συνταχθεί κατ' αποδεικτικό τύπο, από τα οποία και μόνο αποδεικνύεται η απαίτηση και το ποσό αυτής (EφΘεσ 861/2000 Aρμ 2000.1501). Eπίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 585 §2, 633 §1 και 118 KΠολΔ συνάγεται ότι οι λόγοι ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής μπορούν να αφορούν είτε την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, υπό την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι κατά τα άρθρα 623, 624-626 KΠολΔ απαιτούμενοι όροι και προϋποθέσεις έγκυρης έκδοσης αυτής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γέννησης της απαίτησης του καθ' ου η ανακοπή ενστάσεις, ή περιορίζεται σε απλή άρνηση της ύπαρξης του χρέους του, αμφισβητώντας τα περιστατικά επί των οποίων στηρίζεται. Ήτοι, από τις διατάξεις των άρθρων 623-634 KΠολΔ προκύπτει ότι, με την ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, ελέγχονται το κύρος και η νομιμότητα της διαταγής πληρωμής, ως εκτελεστού τίτλου, στοιχείο των οποίων αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε και η ύπαρξη της απαίτησης κατά το χρόνο έκδοσης του τίτλου αποδεικνυόμενης με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 158 AK, η τήρηση τύπου για τη δικαιοπραξία απαιτείται μόνον όπου ο νόμος το ορίζει, κατά δε την §1 του άρθρου 159 AK, δικαιοπραξία για την οποία δεν τηρήθηκε ο από το νόμο απαιτούμενος τύπος, ενόσω δεν ορίζεται διαφορετικά, είναι άκυρη. Εξάλλου, στο άρθρο 41 του ν.δ. 496/1974 ''περί λογιστικού των ν.π.δ.δ.'', ορίζεται ότι: ''πάσα σύμβασις δια λογαριασμόν του ν.π. έχουσα αντικείμενον άνω των 10.000 δρχ. ή δημιουργούσα υποχρεώσεις διαρκείας, εφόσον δεν ορίζεται άλλως, υποβάλλεται εις τον τύπον του ιδιωτικού εγγράφου. Tο ποσόν τούτο δύναται να αυξομειούται δι' αποφάσεων του Yπουργού των Oικονομικών, δημοσιευομένων εις την E. της Kυβερνήσεως. H πρότασις καταρτίσεως συμβάσεως και η αποδοχή αυτής, δύναται να γίνουν και δι' ιδιαιτέρων εγγράφων. H εκ της μη τηρήσεως του τύπου της εγγράφου αποδοχής ακυρότης αίρεται εν περιπτώσει εκπληρώσεως της συμβάσεως.'' Tο παραπάνω ποσό των 10.000 δρχ. αυξήθηκε από 9-7-1992 σε 150.000 δρχ. με την υπ' αριθμ.
2054839/452/            0026/3/9-7-1992       Yπουργική απόφαση (Φ. B'447) και σε 2.500 ευρώ από 7-8-2002 με την υπ' αριθμ. 2/42053/0094 /7-8-2002 απόφαση του Yπουργού Oικονομικών (Φ. 1033/7-8-2002). A. το συνδυασμό των διατάξεων αυτών σαφώς προκύπτει ότι κάθε σύμβαση που καταρτίζεται από ν.π.δ.δ και έχει αντικείμενο πάνω από 10.000 δρχ. αρχικά, από 150.000 δρχ. στη συνέχεια και ήδη 2.500 ευρώ κατά τις ανωτέρω διακρίσεις, υποβάλλεται σε έγγραφο τύπο, απαιτούμενο από το νόμο, χωρίς την τήρηση του οποίου η δικαιοπραξία είναι άκυρη. Η ακυρότητα της σύμβασης από την έλλειψη του απαιτούμενου τύπου, ο οποίος είναι συστατικός και όχι αποδεικτικός, τόσο για την αρχική σύμβαση όσο και για την τυχόν τροποποίησή της, είναι απόλυτη και λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο εφόσον προκύπτει από τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά (ΑΠ 112/2003 ΕλλΔνη 44,962, ΑΠ 893/1992 ΔΕΝ 49,304, ΕφΘεσ 959/2004 Αρμ 58,1013, ΕφΠατρ 325/2004 ΝΟΜΟΣ, EφAθ 11549/1995, ΝοΒ 1996.1008, βλ. Mπαλή, Γεν.Aρχ. έκδ. 7η §53, Pάμμο EρμAK υπ' άριθ.159 αρ.7). Eξάλλου, η με την τελευταία παράγραφο του παραπάνω άρθρου 41 νδ.496/74 διαλαμβανόμενη περίπτωση άρσης της ακυρότητας από την μη τήρηση του τύπου της έγγραφης αποδοχής, με την εκπλήρωση της σύμβασης, αναφέρεται στην τρίτη παράγραφο του άρθρου αυτού, κατά την οποία ''H πρότασις καταρτίσεως συμβάσεως και η αποδοχή αυτής δύναται να γίνουν και δι' ιδιαιτέρων εγγράφων. Δηλαδή, η παραπάνω ακυρότητα από τη μη τήρηση του τύπου, καλύπτεται, σε περίπτωση εκτέλεσης της σύμβασης, εφόσον όμως είχε προηγηθεί έγγραφη πρόταση για την κατάρτισή της, χωρίς να επακολουθήσει και έγγραφη αποδοχή, όχι όμως και όταν δεν τηρήθηκε καθόλου τύπος για την πρόταση, η οποία επειδή είναι μονομερής και απευθυντέα σε τρίτον δήλωση βούλησης και αποτελεί ουσιώδες κατά το άρθρο 192 AK στοιχείο της σύμβασης, πρέπει να είναι πλήρης κατά περιεχόμενο και ορισμένη, οπότε δεν καταρτίζεται σύμβαση, αφού δεν νοείται αποδοχή χωρίς πρόταση (ολ.AΠ 862/1984 EEΔ 43.627, ΑΠ 1134/97 ΕλλΔνη 40,613, ΑΠ 432/97 ΝοΒ 46,340). Στις ανωτέρω περιπτώσεις ακυρότητας της σύμβασης, τα συμβαλλόμενα μέρη δεν μπορούν να προβάλλουν αξιώσεις στηριζόμενες στη σύμβαση, αλλά μόνο στηριζόμενες στις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού και ειδικότερα στο άρθρο 904 AK (ΑΠ 787/1995 ΔΕΕ 1996,298, ΑΠ 876/95 ΕΕΝ 63,751). Tην ακυρότητα δε από την έλλειψη του τύπου μπορεί να προτείνει και αυτός που ενώ γνώριζε ότι απαιτείται τύπος, προέβη στη σύναψη παράτυπης σύμβασης, αλλά και το Δικαστήριο λαμβάνει αυτήν υπόψη αυτεπάγγελτα κατά τα άνω, γιατί οι διατάξεις περί τύπου είναι δημόσιας τάξης (AΠ379/1975 NοB 23.1154, EφAθ 3395/1986 Aρμ. 1987.114, βλ. Mπαλή, Γεν.Aρχ. §53, Kαυκά, Eνοχ.έκδ. 1957 σελ. 638-639). Εξάλλου, αναφορικά με τη σύναψη συμβάσεων προμήθειας με νπδδ, απαιτείται η τήρηση της διαδικασίας που προβλέπεται στο π.δ. 394/1996 περί ‘'Κανονισμού Προμηθειών του Δημοσίου'', που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 5 του ν. 2286/1995 και ρυθμίζει τα σχετικά με τη σύναψη και εκτέλεση των συμβάσεων προμηθειών αγαθών που εκτελούνται από το Δημόσιο και τα νπδδ, ήτοι προκήρυξη σχετικού διαγωνισμού, προσφορές, αξιολόγηση αυτών ή απευθείας ανάθεση και υπογραφή και από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη έγγραφης σύμβασης (βλ. άρθρ. 24 §1 πδ 394/1996). Eπομένως, η σύμβαση που συνάπτει ένα ν.π.δ.δ για την ανάθεση ή εκτέλεση εργασίας ή μεταφοράς ή για τη διενέργεια προμήθειας, σε κάθε περίπτωση, δηλαδή είτε κατόπιν διαγωνισμού, είτε απευθείας μετά από πρόχειρο διαγωνισμό ή και χωρίς διαγωνισμό, πρέπει να περιβληθεί το (συστατικό) τύπο του ιδιωτικού εγγράφου, η μη τήρηση του οποίου επιφέρει την κατά τα ανωτέρω απόλυτη ακυρότητα της σύμβασης (EφAθ 11549/95 NοB 1996.1008).
Στην προκειμένη περίπτωση, το ανακόπτον ΝΠΔΔ, ζητεί με τον πρόσθετο λόγο της ανακοπής του να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής για το λόγο ότι αυτή εκδόθηκε για 49 τιμολόγια πώλησης προϊόντων της καθ΄ης, κατά το χρονικό διάστημα από 6-7-2007 έως 4-12-2008, συνολικής αξίας 191.304,38 ευρώ, τα οποία προμηθεύτηκε χωρίς έγγραφη σύμβαση. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 158, 159 ΑΚ, 41ν.δ.496/74, 24παρ.1 π.δ.394/96 και της Υ.Α.2/42053/0094/7-8-2002 και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά του.
Με την υπ' αριθμ. 26377/2009 ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, όπως προαναφέρθηκε, το ανακόπτον ΝΠΔΔ, υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ' ης το συνολικό ποσό των 191.304,38 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της προθεσμίας που τάχθηκε για την εξόφληση του κάθε τιμολογίου, για απαίτηση της καθ΄ης από το τίμημα διαδοχικών συμβάσεων πώλησης, που καταρτίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων μερών, ήτοι του ανακόπτοντος νπδδ και της καθ' ης-προμηθεύτριας εταιρίας, με βάση τις οποίες η τελευταία προμήθευε το ανακόπτον Νοσοκομείο με φαρμακευτικά προϊόντα μετά από απευθείας παραγγελίες του ανακόπτοντος, χωρίς να καταρτισθεί μεταξύ τους έγγραφη σύμβαση. Ειδικότερα, η ως άνω διαταγή πληρωμής εκδόθηκε με βάση τα αναφερόμενα σ' αυτήν 49 τιμολόγια πώλησης της καθ΄ης και τα συνοδεύοντα αυτά 49 δελτία αποστολής της εταιρίας ΦΑΜΑΡ Α.Β.Ε.Φ.Κ, η αξία των οποίων αποτελούσε το συμφωνηθέν τίμημα και συμπεριελάμβανε τον ΦΠΑ και συγκεκριμένα: 1) το υπ' αριθμ. 0000921/06.07.2007 τιμολόγιο και 00909/06.07.2007 δελτίο αποστολής., αξίας 5.590,84 E, 2) το υπ' αριθμ. 0000936/11.07.2007 τιμολόγιο και             00924/11.07.2007       δελτίο αποστολής, αξίας 1.991,43 E, 3) το υπ' αριθμ. 0000977/26.07.2007 τιμολόγιο και            00965/26.07.2007       δελτίο αποστολής αξίας 5.100,13 E, 4) το υπ' αριθμ. 0000996/02.08.2007 τιμολόγιο και 00984/02.08.2007 δελτίο αποστολής αξίας 4.374,61 E, 5) το υπ' αριθμ. 0001015/21.08.2007 τιμολόγιο και 01003/21.08.2007 δελτίο αποστολής αξίας 3.218,55 E, 6) το υπ' αριθμ. 0001031/29.08.2007 τιμολόγιο και 01019/29.08.2007 δελτίο αποστολής αξίας 3.218,55 E, 7) το υπ' αριθμ. 0001042/04.09.2007 τιμολόγιο και 01030/04.09.2007 δελτίο αποστολής αξίας 4.374,61 E, 8) το υπ' αριθμ. 0001070/13.09.2007 τιμολόγιο και 01058/13.09.2007 δελτίο αποστολής αξίας 2.309,88 E, 9) το υπ' αριθμ. 0001095/25.09.2007 τιμολόγιο και 01083/25.09.2007 δελτίο αποστολής αξίας 8.709,88, 10) το υπ' αριθμ. 0001154/17.10.2007 τιμολόγιο και 01142/17.10.2007 δελτίο αποστολής αξίας 1.422,45, 11) το υπ' αριθμ. 0001184/30.10.2007 τιμολόγιο και 01172/30.10.2007 δελτίο αποστολής αξίας 853,47 E, 12) το υπ' αριθμ. 0001190/31.10.2007 τιμολόγιο και 01178/31.10.2007 δελτίο αποστολής αξίας 1.991,43 E, 13) το υπ' αριθμ. 0001205/07.11.2007 τιμολόγιο και 01193/07.11.2007 δελτίο αποστολής αξίας 2.912,83 E, 14) το υπ' αριθμ. 0001253/27.11.2007 τιμολόγιο και 01238/27.11.2007 δελτίο αποστολής αξίας 5.366,04 E, 15) το υπ' αριθμ. 0001272/04.12.2007 τιμολόγιο και 01257/04.12.2007 δελτίο αποστολής αξίας 1.456,41 E, 16) το υπ' αριθμ. 0001283/07.12.2007 τιμολόγιο και 01268/07.12.2007 δελτίο αποστολής αξίας 4.374,61 E, 17) το υπ' αριθμ. 0001294/12.12.2007 τιμολόγιο και 01279/12.12.2007 δελτίο αποστολής αξίας 1.456,41, 18) το υπ' αριθμ. 0001325/20.12.2007 τιμολόγιο και 01310/20.12.2007 δελτίο αποστολής αξίας 2.912,83, 19) το υπ' αριθμ. 0001342/08.01.2008 τιμολόγιο και 01327/08.01.2008 δελτίο αποστολής αξίας 5.228,08 E, 20) το υπ' αριθμ. 0001354/11.01.2008 τιμολόγιο και. 01338/11.01.2008 δελτίο αποστολής αξίας 5.468,26 E, 21) το υπ' αριθμ. 0001385/30.01.2008 τιμολόγιο και 01369/30.01.2008 δελτίο αποστολής αξίας 2.309,88, 22) το υπ' αριθμ. 0001410/12.02.2008 τιμολόγιο και 01394/12.02.2008 δελτίο αποστολής αξίας 7.415,38 E, 23) το υπ' αριθμ. 0001432/20.02.2008 τιμολόγιο και 01416/20.02.2008 δελτίο αποστολής αξίας 6.561,91 E, 24) το υπ' αριθμ. 0001452/26.02.2008 τιμολόγιο και 01436/26.02.2008 δελτίο αποστολής αξίας 2.912,83 E, 25) το υπ' αριθμ. 0001468/04.03.2008 τιμολόγιο και 01452/04.03.2008 δελτίο αποστολής αξίας 4.374,61 E, 26) το υπ' αριθμ. 0001500/12.03.2008 τιμολόγιο και 01484/12.03.2008 δελτίο αποστολής αξίας 2.300,34 E, 27) το υπ' αριθμ. 0001510/14.03.2008 τιμολόγιο και 01494/14.03.2008 δελτίο αποστολής αξίας 10.624,99 E, 28) το υπ' αριθμ. 0001559/03.04.2008 τιμολόγιο και 01543/03.04.2008 δελτίο αποστολής αξίας 1.493,95 E, 29) το υπ' αριθμ. 0001581/16.04.2008 τιμολόγιο και 01563/16.04.2008 δελτίο αποστολής αξίας 3.794,29, 30) το υπ' αριθμ. 0001600/23.04.2008 τιμολόγιο και 01582/23.04.2008 δελτίο αποστολής αξίας 4.374,61 E, 31) το υπ' αριθμ. 0001618/06.05.2008 τιμολόγιο και 01600/06.05.2008 δελτίο αποστολής αξίας 2.300,34 E, 32) το υπ' αριθμ. 0001640/14.05.2008 τιμολόγιο και 01622/14.05.2008 δελτίο αποστολής αξίας 1.493,95 E, 33) το υπ' αριθμ. 0001669/28.05.2008 τιμολόγιο και 01651/28.05.2008 δελτίο αποστολής αξίας 3.794, 29 E, 34) το υπ' αριθμ. 0001726/18.06.2008 τιμολόγιο και 01708/18.06.2008 δελτίο αποστολής αξίας 7.362,51, 35) το υπ' αριθμ. 0001739/15.06.2008 τιμολόγιο και 01721/15.06.2008 δελτίο αποστολής αξίας 806,38 E, 36) το υπ' αριθμ. 0001743/26.06.2008 τιμολόγιο και 01725/26.06.2008 δελτίο αποστολής αξίας 4.374,61 E, 37) το υπ' αριθμ. 0001779/09.07.2008 τιμολόγιο και 01761/09.07.2008 δελτίο αποστολής αξίας 3.794,29 E, 38) το υπ' αριθμ. 0001805/18.07.2008 τιμολόγιο και 01787/18.07.2008 δελτίο αποστολής αξίας 9.244,07 E, 39) το υπ' αριθμ. 0001843/05.08.2008 τιμολόγιο και 01825/05.08.2008 δελτίο αποστολής αξίας 2.987,91 E, 40) το υπ' αριθμ. 0001875/29.08.2008 τιμολόγιο και 01857/29.08.2008 δελτίο αποστολής αξίας 2.987,91 E, 41) το υπ' αριθμ. 0001897/10.09.2008 τιμολόγιο και 01879/10.09.2008 δελτίο αποστολής αξίας 2.987,91 E, 42) το υπ' αριθμ. 0001925/19.09.2008 τιμολόγιο και 01907/19.09.2008 δελτίο αποστολής αξίας 2.987,91 43) το υπ' αριθμ. 0001947/01.10.2008 τιμολόγιο και 01929/01.10.2008 δελτίο αποστολής αξίας 4.487,64 E, 44) το υπ' αριθμ. 0001964/08.10.2008 τιμολόγιο και 01946/08.10.2008 δελτίο αποστολής αξίας 2.187,30 E, 45) το υπ' αριθμ. 0001978/16.10.2008 τιμολόγιο και 01960/16.10.2008 δελτίο αποστολής αξίας 2.300,34 E, 46) το υπ' αριθμ. 0001998/23.10.2008 τιμολόγιο και 01980/23.10.2008 δελτίο αποστολής αξίας 2.987,91 E, 47) το υπ' αριθμ. 0002006/30.10.2008 τιμολόγιο και 01988/30.10.2008 δελτίο αποστολής αξίας 3.280,95 E, 48) το υπ' αριθμό 0002037/12.11.2008 τιμολόγιο και 02019/12.11.2008 δελτίο αποστολής αξίας 6.268,86 E και 49) το υπ' αριθμ. 0002087/04.12.2008 τιμολόγιο και 02070/04.12.2008 δελτίο αποστολής αξίας 5.175,21 E. Δηλαδή, οι επικαλούμενες από τον ανακόπτοντα συμβάσεις πώλησης, για τις οποίες εκδόθηκαν τα παρακάτω τιμολόγια με αριθμό: 0000921/06.07.2007 αξίας 5.590,84 E, 0000977/26.07.2007 αξίας 5.100,13 E, 0000996/02.08.2007 αξίας 4.374,61 E, 0001015/21.08.2007 αξίας 3.218,55 E, 0001031/29.08.2007 τιμολόγιο αξίας 3.218,55 E, 0001042/04.09.2007 τιμολόγιο αξίας 4.374,61 E, 0001095/25.09.2007 αξίας 8.709,88, 0001205/07.11.2007 αξίας 2.912,83, 0001253/27.11.2007 αξίας 5.366,04 E, 0001283/07.12.2007 αξίας 4.374,61 E, 0001325/20.12.2007 αξίας 2.912,83, 0001342/08.01.2008 αξίας 5.228,08 E, 001354/11.01.2008 αξίας 5.468,26 E, 0001410/12.02.2008 αξίας 7.415,38 E, 0001432/20.02.2008 αξίας 6.561,91 E, 0001452/26.02.2008 αξίας 2.912,83 E, 0001468/04.03.2008 αξίας 4.374,61 E, 0001510/14.03.2008 αξίας 10.624,99, 0001581/16.04.2008 αξίας 3.794,29, 0001600/23.04.2008 αξίας 4.374,61 E, 0001669/28.05.2008 αξίας 3.794, 29 E, 0001726/18.06.2008 αξίας 7.362,51, 0001743/26.06.2008 αξίας 4.374,61 E, 0001779/09.07.2008 αξίας 3.794, 29 E, 0001805/18.07.2008 αξίας 9.244,07 E, 0001843/05.08.2008 αξίας 2.987,91 E, 0001875/29.08.2008 αξίας 2.987,91 E, 0001897/10.09.2008 αξίας 2.987,91 E, 0001925/19.09.2008 αξίας 2.987,91, 0001947/01.10.2008 αξίας 4.487,64 E, 0001998/23.10.2008 αξίας 2.987,91 E, 0002006/30.10.2008 αξίας 3.280,95 E, 0002037/12.11.2008 αξίας 6.268,86 E και 0002087/04.12.2008 5.175,21 E, με βάση και τα οποία εκδόθηκε η εν λόγω διαταγή πληρωμής, είναι απολύτως άκυρες και δεν παράγουν αποτελέσματα ως τέτοιες, αφού καταρτίσθηκαν προφορικά και όχι εγγράφως, όπως απαιτείται από τις διατάξεις του άρθρου 41 νδ. 496/1974, όπως αυτές ίσχυαν κατά το χρόνο της επικαλούμενης κατάρτισής τους (2007 και 2008). Και συγκεκριμένα, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη μείζονα σκέψη, εφόσον το ανακόπτον είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, οι εν λόγω συμβάσεις πώλησης, έχουσες αντικείμενο μεγαλύτερο των 2.500 ευρώ, που ίσχυε κατά το χρόνο κατάρτισης, έπρεπε να περιβληθούν τον (συστατικό) τύπο του ιδιωτικού εγγράφου, η μη τήρηση του οποίου επιφέρει την ακυρότητα των συμβάσεων αυτών, η οποία ακυρότητα είναι απόλυτη. Συνεπώς, εφόσον οι ως άνω συμβάσεις, με βάση τις οποίες η καθ' ης αιτήθηκε την έκδοση της προσβαλλόμενης Διαταγής Πληρωμής προσκομίζοντας τα παραπάνω τιμολόγια, συνολικής αξίας (5.590,84 + 5.100,13 + 4.374,61 + 3.218,55 + 3.218,55 + 4.374,61 + 8.709,88 + 2.912,83 + 5.366,04 + 4.374,61 + 2.912,83 + 5.228,08 + 5.468,26 + 7.415,38 + 6.561,91 + 2.912,83 + 4.374,61 + 10.624,99 + 3.794,29 + 4.374,61 + 3.794,29 + 7.362,51 + 4.374,61 + 3.794,29 + 9.244,07 + 2.987,91 + 2.987,91 + 2.987,91 + 2.987,91 + 4.487,64 + 2.987,91 + 3.280,95 + 6.268,86 + 5.175,21 =) 164.630,32 ευρώ, είναι απολύτως άκυρες, δεν μπορούσε να εκδοθεί νομίμως διαταγή πληρωμής, αφού ελλείπει στην προκειμένη περίπτωση η ύπαρξη του εγγράφου (δημόσιου ή ιδιωτικού) που αποδεικνύει τη σύμβαση και αποτελεί προϋπόθεση για την έγκυρη έκδοση Διαταγής Πληρωμής. Ο ισχυρισμός δε της καθ΄ης η ανακοπή ότι δεν ήταν απαραίτητη η τήρηση του εγγράφου τύπου για τις επίδικες συμβάσεις πωλήσεως, καθόσον επρόκειτο για συμβάσεις αγοραπωλησίας πώλησης φαρμάκων του ιδιωτικού δικαίου, για τις οποίες προβλέπεται ότι μπορούν να γίνουν και με τηλεφωνικές παραγγελίες, που στηρίζεται στην επίκληση από αυτήν της διάταξης του άρθρου 9 παρ.2 του π.δ.108/1993, σύμφωνα με την οποία: «2. Οι προμήθειες του Φαρμακευτικού και Λοιπού Υλικού γίνονται με γραπτές ή τηλεφωνικές παραγγελίες, σύμφωνα με τη συνταγογραφία και τις ανάγκες του νοσοκομείου και με τις ισχύουσες διατάξεις περί Κρατικών Προμηθειών» δεν ευσταθεί, διότι η δυνατότητα που παρέχεται από τη διάταξη αυτή για σύναψη γραπτών ή τηλεφωνικών παραγγελιών, τελεί υπό την προϋπόθεση της τήρησης των ισχυουσών διατάξεων περί κρατικών προμηθειών, σύμφωνα με τις οποίες, όμως, όπως προαναφέρθηκε απαιτείται η τήρηση εγγράφου τύπου για συμβάσεις άνω των 2.500 ευρώ που συνάπτονται με ΝΠΔΔ και περαιτέρω αναφέρεται στη δυνατότητα μη προκήρυξης διαγωνισμού για τη σύναψη αυτών των συμβάσεων και όχι στη μη τήρηση εγγράφου τύπου, όταν αυτός είναι απαραίτητος για την εγκυρότητά τους, ενώ ο χαρακτηρισμός των ως άνω συμβάσεων ως ιδιωτικού δικαίου είναι κρίσιμος μόνο για την υπαγωγή των αναφυόμενων από αυτές διαφορών στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και δεν αναιρεί το απαραίτητο της ύπαρξης του εγγράφου τύπου για την εγκυρότητά τους, κατά τα ως άνω αναφερόμενα. Επομένως, ο πρόσθετος λόγος ανακοπής πρέπει να γίνει δεκτός εν μέρει και ως ουσία βάσιμος. Μετά ταύτα, η ανακοπή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, ως ουσιαστικά αβάσιμη και αφού γίνει εν μέρει δεκτός ο πρόσθετος λόγος ανακοπής ως ουσιαστικά βάσιμος, να ακυρωθεί εν μέρει (άρθ.633&1 ΚΠολΔ) η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, ως προς τις διατάξεις της που επιδικάζουν στην καθ΄ης η αίτηση την αξία των ως άνω αναφερόμενων τιμολογίων, άνω των 2.500 ευρώ εκάστου, ήτοι ως προς το συνολικό ποσόν των 164.630,32 ευρώ, να επικυρωθεί δε αυτή για το υπόλοιπο ποσόν που αφορά την συνολική αξία των λοιπών τιμολογίων κάτω των 2.500 ευρώ εκάστου, ήτοι των (1.991,43 + 2.309,88 + 1.422,45 + 853,47 + 1.991,43 + 1.456,41 + 1.456,41 + 2.309,88 + 2.300,34 + 1.493,95 + 2.300,34 + 1.493,95 + 806,38 + 2.187,30 + 2.300,34 =) 26.674,06 ευρώ, τα οποία εκδόθηκαν για τις συμβάσεις πώλησης το συμφωνηθέν τίμημα των οποίων δεν υπερβαίνει το παραπάνω ποσόν των 2.500 ευρώ για την καθεμία. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθ.179 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ'αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τη με αριθμ. κατ. 39138/2009 ανακοπή.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει το με αριθμ. κατ. 2354/2011 πρόσθετο λόγο της ανακοπής.
ΑΚΥΡΩΝΕΙ εν μέρει την υπ'αριθμ. 26377/2009 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης ως προς τις διατάξεις της που υποχρεώνει το ανακόπτον να καταβάλει στην καθ'ης την αξία των κάτωθι τιμολογίων: 0000921/06.07.2007, 0000977/26.07.2007, 0000996/02.08.2007, 0001015/21.08.2007, 0001031/29.08.2007, 0001042/04.09.2007, 0001095/25.09.2007, 0001205/07.11.2007, 0001253/27.11.2007, 0001283/07.12.2007, 0001325/20.12.2007, 0001342/08.01.2008, 001354/11.01.2008, 0001410/12.02.2008, 0001432/20.02.2008, 0001452/26.02.2008, 0001468/04.03.2008, 0001510/14.03.2008, 0001581/16.04.2008, 0001600/23.04.2008, 0001669/28.05.2008, 0001726/18.06.2008, 0001743/26.06.2008, 0001779/09.07.2008, 0001805/18.07.2008, 0001843/05.08.2008, 0001875/29.08.2008, 0001897/10.09.2008, 0001925/19.09.2008, 0001947/01.10.2008, 0001998/23.10.2008, 0002006/30.10.2008, 0002037/12.11.2008 και 0002087/04.12.2008, συνολικής αξίας εκατόν εξήντα τεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων τριάντα ευρώ και τριάντα δύο λεπτών (164.630,32 E), πλέον τόκων και εξόδων.
ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΙ την ως άνω διαταγή πληρωμής κατά το υπόλοιπο ποσόν των είκοσι έξι χιλιάδων εξακοσίων εβδομήντα τεσσάρων ευρώ και έξι λεπτών (26.674,06 E), πλέον τόκων και εξόδων.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στις 14 Απριλίου 2011 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στη Θεσσαλονίκη, στις 3 Μαΐου 2011.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΗΣ


ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 

Δικαστήριο:
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
Τόπος:
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Αριθ. Απόφασης:
11565
Ετος:
2012



Περίληψη
Συμβάσεις προμηθειών Δημοσίου - Τήρηση τύπου - Ακυρότητα σύμβασης - Συμβάσεις προμηθειών Δημοσίου - Διοικητικές συμβάσεις - Συμβάσεις πώλησης φαρμακευτικών προιόντων - Τόκοι υπερημερίας Δημοσίου -. Η ακυρότητα της σύμβασης από την έλλειψη του απαιτούμενου τύπου, ο οποίος είναι συστατικός και όχι αποδεικτικός, τόσο για την αρχική σύμβαση όσο και για την τυχόν τροποποίησή της, είναι απόλυτη και λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο εφόσον προκύπτει από τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά Συμβάσεις που συνάπτονται από ν.π.δ.δ., κατά τη νομοθεσία περί προμηθειών του δημοσίου, με αντικείμενο την άσκηση δημόσιας υπηρεσίας υπό λειτουργική έννοια, δηλαδή αφορούν σε δραστηριότητα με αντικείμενο την παροχή αγαθών ή υπηρεσιών προς τους διοικουμένους, για την ικανοποίηση βασικών αναγκών τους, όπως για παράδειγμα η προμήθεια ιατροφαρμακευτικών ειδών από τα δημόσια νοσοκομεία, που αποσκοπούν στην επίτευξη δημόσιου σκοπού και δη, τη δημόσια υγεία, με την άμεση παροχή υπηρεσιών προς τους ασθενείς διοικουμένους, φέρουν το χαρακτήρα διοικητικής σύμβασης και οι εξ αυτών διαφορές επιλύονται από το αρμόδιο Διοικητικό Εφετείο. Σε περίπτωση προμηθειών με απευθείας παραγγελίες, χωρίς να έχει καταρτιστεί σχετική σύμβαση, σύμφωνα με τους όρους και τις διαδικασίες που ορίζουν οι άνω διατάξεις, οι εξ αυτών αναφυόμενες διαφορές δημιουργούνται στο πλαίσιο έννομης σχέσης ιδιωτικού δικαίου και όχι διοικητικής σύμβασης και συνεπώς δεν υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Ως προς την επιβολή τόκου υπερημερίας εις βάρος δημοσίων αρχών, λόγω των εκ μέρους των καθυστερήσεων πληρωμών σε εμπορικές συναλλαγές μεταξύ αυτών και των επιχειρήσεων/δανειστών τους, είναι αποκλειστικά εφαρμοστέες ως νεότερες και ειδικότερες έναντι της διάταξης της § 2 του άρθρου 7 του ν.δ/τος 496/1974, που αναφέρεται στο ζήτημα της επιβολής τόσο του νόμιμου όσο και του τόκου υπερημερίας γενικώς για κάθε οφειλή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Η αναθέτουσα δημόσια αρχή οφείλει τόκους από την επόμενη της συμφωνηθείσας ημερομηνίας ή προθεσμίας πληρωμής, άλλως, εάν δεν υπάρχει τέτοια συμφωνία, καθίσταται αυτομάτως υπερήμερη και οφείλει τόκους, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη όχληση του δανειστή, μόλις περάσουν 60 ημέρες από τα χρονικά σημεία που αναφέρονται στο άρθ. 4 του π.δ/τος 166/2003.
Κείμενο Απόφασης
    
ΑΠΟΦΑΣΗ: 11565/2012
ΑΡΙΘΜΟΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΑΓΩΓΗΣ :50448/27.11.2009
ΑΡΙΘΜΟΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΚΛΗΣΗΣ : 48003/24.11.2010
TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠPΩTOΔIKEIO ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔIAΔIKAΣIA
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Πρωτοδίκη Μαρίνα Βουβαλίδου, η οποία ορίστηκε από την Προϊσταμένη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, καθώς και από τη Γραμματέα Ασημένια Τάτση.
    ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια και στο ακροατήριό του στη Θεσσαλονίκη στις 22 Νοεμβρίου 2011, για να δικάσει την αγωγή με αριθμό καταθέσεως 50448/27.11.2009, με αντικείμενο αξιώσεις από συμβάσεις πωλήσεως, όπως αυτή επαναφέρεται προς συζήτηση με την με αριθμό καταθέσεως 48003/24.11.2010 κλήση, μεταξύ:
    ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ - ΚΑΛΟΥΣΑΣ : Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ABBOTT LABORATORIES (ΕΛΛΑΣ) Α.Β.Ε.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της Ελένης Βαγιάννη (Α.Μ. 10313), η οποία και κατέθεσε προτάσεις επί της έδρας.
    ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ – ΚΑΘ΄ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ : 1. «Νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου» με την επωνυμία «424 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο», το οποίο εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα, και 2. Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, που παραστάθηκαν στο Δικαστήριο δια του δικαστικού αντιπροσώπου Ν.Σ.Κ. Παναγιώτη Δρακόπουλου, ο οποίος και κατέθεσε προτάσεις επί της έδρας. Συμπαραστάθηκε η ασκουμένη Μαριάννα Αναστασιάδου.
    Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 9.11.2009 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό 50448/27.11.2009, προσδιορίστηκε να δικασθεί αρχικώς στη δικάσιμο της 23.3.2010 και μετ’ αναβολή στη δικάσιμο της 4.11.2010, εγγραφομένη κάθε φορά στο πινάκιο, οπότε και ματαιώθηκε η συζήτηση. Με την από 23.11.2010 κλήση της ιδίας, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του αυτού Δικαστηρίου με αριθμό καταθέσεως 48003/24.11.2010 η συζήτηση για την παρούσα ως άνω δικάσιμο, εγγραφομένη εκ νέου στο οικείο πινάκιο, προσδιορίστηκε αρχικώς για τη δικάσιμο της 22.3.2011 και μετ΄αναβολή στην παρούσα ως άνω δικάσιμο.
    KATA TH ΣYZHTHΣH της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, που παραστάθηκαν ως ανωτέρω, ανέπτυξαν και προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις έγγραφες προτάσεις τους.
    AΦOY MEΛETHΣE TH ΔIKOΓPAΦIA
ΣKEΦΘHKE ΣYMΦΩNA ME TO NOΜΟ
Σύμφωνα με το άρθρο 158 AK, η τήρηση τύπου για τη δικαιοπραξία απαιτείται μόνον όπου ο νόμος το ορίζει, κατά δε την §1 του άρθρου 159 AK, δικαιοπραξία για την οποία δεν τηρήθηκε ο από το νόμο απαιτούμενος τύπος, ενόσω δεν ορίζεται διαφορετικά, είναι άκυρη. Εξάλλου, στο άρθρο 41 του ν.δ. 496/1974 ''περί λογιστικού των ν.π.δ.δ.'' , ορίζεται ότι: ''πάσα σύμβασις δια λογαριασμόν του ν.π. έχουσα αντικείμενον άνω των 10.000 δρχ. ή δημιουργούσα υποχρεώσεις διαρκείας, εφόσον δεν ορίζεται άλλως, υποβάλλεται εις τον τύπον του ιδιωτικού εγγράφου. Το ποσόν τούτο δύναται να αυξομειούται δι' αποφάσεων του Yπουργού των Oικονομικών, δημοσιευομένων εις την Eφημερίδα της Kυβερνήσεως. H πρότασις καταρτίσεως συμβάσεως και η αποδοχή αυτής, δύναται να γίνουν και δι' ιδιαιτέρων εγγράφων. H εκ της μη τηρήσεως του τύπου της εγγράφου αποδοχής ακυρότης αίρεται εν περιπτώσει εκπληρώσεως της συμβάσεως.'' Tο παραπάνω ποσό των 10.000 δρχ. αυξήθηκε από 9-7-1992 σε 150.000 δρχ. με την υπ' αριθμ. 2054839/452/0026/3/9-7-1992 Yπουργική απόφαση (Φ. B'447) και σε 2.500 ευρώ από 7-8-2002 με την υπ' αριθμ. 2/42053/0094 /7-8-2002 απόφαση του Yπουργού Oικονομικών (Φ. 1033/7-8-2002). A. το συνδυασμό των διατάξεων αυτών σαφώς προκύπτει ότι κάθε σύμβαση που καταρτίζεται από ν.π.δ.δ και έχει αντικείμενο πάνω από 10.000 δρχ. αρχικά, από 150.000 δρχ. στη συνέχεια και ήδη 2.500 ευρώ κατά τις ανωτέρω διακρίσεις, υποβάλλεται σε έγγραφο τύπο, απαιτούμενο από το νόμο, χωρίς τήρηση του οποίου η δικαιοπραξία είναι άκυρη. Η ακυρότητα της σύμβασης από την έλλειψη του απαιτούμενου τύπου, ο οποίος είναι συστατικός και όχι αποδεικτικός, τόσο για την αρχική σύμβαση όσο και για την τυχόν τροποποίησή της, είναι απόλυτη και λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο εφόσον προκύπτει από τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά (ΑΠ 112/2003 ΕλλΔνη 44, 962, ΑΠ 893/1992 ΔΕΝ 49, 304, ΕφΘεσ 959/2004 Αρμ 58, 1013, ΕφΠατρ 325/2004 ΝΟΜΟΣ, EφAθ 11549/1995, ΝοΒ 1996. 1008, βλ. Mπαλή, Γεν.Aρχ. έκδ. 7η §53, Pάμμο EρμAK υπ' άριθ.159 αρ.7). Εξάλλου, η με την τελευταία παράγραφο του παραπάνω άρθρου 41 νδ.496/74 διαλαμβανόμενη περίπτωση άρσης της ακυρότητας από την μη τήρηση του τύπου της έγγραφης αποδοχής, με την εκπλήρωση της σύμβασης, αναφέρεται στην τρίτη παράγραφο του άρθρου αυτού, κατά την οποία ''H πρότασις καταρτίσεως συμβάσεως και η αποδοχή αυτής δύναται να γίνουν και δι' ιδιαιτέρων εγγράφων. Δηλαδή, η παραπάνω ακυρότητα από τη μη τήρηση του τύπου, καλύπτεται, σε περίπτωση εκτέλεσης της σύμβασης, εφόσον όμως είχε προηγηθεί έγγραφη πρόταση για την κατάρτισή της, χωρίς να επακολουθήσει και έγγραφη αποδοχή, όχι όμως και όταν δεν τηρήθηκε καθόλου τύπος για την πρόταση, η οποία επειδή είναι μονομερής και απευθυντέα σε τρίτον δήλωση βούλησης και αποτελεί ουσιώδες κατά το άρθρο 192 AK στοιχείο της σύμβασης, πρέπει να είναι πλήρης κατά περιεχόμενο και ορισμένη, οπότε δεν καταρτίζεται σύμβαση, αφού δεν νοείται αποδοχή χωρίς πρόταση (ολAΠ 862/1984 EEΔ 43. 627, ΑΠ 1134/97 ΕλλΔνη 40, 613, ΑΠ 432/97 ΝοΒ 46, 340). Στις ανωτέρω περιπτώσεις ακυρότητας της σύμβασης, τα συμβαλλόμενα μέρη δεν μπορούν να προβάλουν αξιώσεις στηριζόμενες στη σύμβαση, αλλά μόνο στηριζόμενες στις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού και ειδικότερα στο άρθρο 904 AK (ΑΠ 787/1995 ΔΕΕ 1996, 298, ΑΠ 876/95 ΕΕΝ 63, 751). Την ακυρότητα δε από την έλλειψη του τύπου μπορεί να προτείνει και αυτός που ενώ γνώριζε ότι απαιτείται τύπος, προέβη στη σύναψη παράτυπης σύμβασης, αλλά και το Δικαστήριο λαμβάνει αυτήν υπόψη αυτεπάγγελτα κατά τα άνω, γιατί οι διατάξεις περί τύπου είναι δημόσιας τάξης (AΠ379/1975 NοB23.1154, EφAθ3395/1986 Aρμ.1987.114, βλ. Mπαλή, Γεν.Aρχ. §53, Kαυκά, Eνοχ.έκδ.1957 σελ.638-639). Εξάλλου, αναφορικά με τη σύναψη συμβάσεων προμήθειας με νπδδ, απαιτείται η τήρηση της διαδικασίας που προβλέπεται στο π.δ. 394/1996 περί ‘'Κανονισμού Προμηθειών του Δημοσίου'', που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 5 του ν. 2286/1995 και ρυθμίζει τα σχετικά με τη σύναψη και εκτέλεση των συμβάσεων προμηθειών αγαθών που εκτελούνται από το Δημόσιο και τα νπδδ, ήτοι προκήρυξη σχετικού διαγωνισμού, προσφορές, αξιολόγηση αυτών ή απευθείας ανάθεση και υπογραφή και από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη έγγραφης σύμβασης (βλ. άρθρ. 24 §1 πδ 394/1996, ΑΠ 322/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΠολΠρωτΛαμ 70/2009 ΤΝΠ Νόμος). Επομένως, η σύμβαση που συνάπτει ένα ν.π.δ.δ για την ανάθεση ή εκτέλεση εργασίας ή μεταφοράς ή για τη διενέργεια προμήθειας, σε κάθε περίπτωση, δηλαδή είτε κατόπιν διαγωνισμού, είτε απευθείας μετά από πρόχειρο διαγωνισμό ή και χωρίς διαγωνισμό, πρέπει να περιβληθεί το (συστατικό) τύπο του ιδιωτικού εγγράφου, η μη τήρηση του οποίου επιφέρει την κατά τα ανωτέρω απόλυτη ακυρότητα της σύμβασης (EφAθ 11549/95 NοB 1996. 1008). Η ακυρότητα της σύμβασης από την έλλειψη του απαιτούμενου τύπου, ο οποίος είναι συστατικός και όχι αποδεικτικός, τόσο για την αρχική σύμβαση, όσο και για τυχόν τροποποίηση της, είναι απόλυτη και λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, εφόσον προκύπτει από τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά (ΟλΑΠ 862/1984 ΕΕΔ 43.627 και ΝοΒ 33, 89). Επομένως, συμβάσεις που συνάπτονται από Ν.Π.Δ.Δ., κατά τη νομοθεσία περί προμηθειών του δημοσίου, με αντικείμενο την άσκηση δημόσιας υπηρεσίας υπό λειτουργική έννοια, δηλαδή αφορούν σε δραστηριότητα με αντικείμενο την παροχή αγαθών ή υπηρεσιών προς τους διοικουμένους, για την ικανοποίηση βασικών αναγκών τους, όπως για παράδειγμα η προμήθεια ιατροφαρμακευτικών ειδών από τα δημόσια νοσοκομεία, που αποσκοπούν στην επίτευξη δημόσιου σκοπού και δη, τη δημόσια υγεία, με την άμεση παροχή υπηρεσιών προς τους ασθενείς διοικουμένους, φέρουν το χαρακτήρα διοικητικής συμβάσεως και οι εξ αυτών διαφορές επιλύονται από το αρμόδιο διοικητικό εφετείο (ΕπΑνΣτΕ 44/2002 αδημ. Βλ. Σπηλιωτόπουλο Εγχειρίδιο Διοικητικού δικαίου έκδ.2001, σελ.197 επ), ενώ, αντιθέτως, συμβάσεις με αντικείμενο την πώληση φαρμακευτικών προϊόντων σε νοσοκομεία και άλλες μονάδες του ΕΣΥ, εφόσον δεν υποβλήθηκαν στην προαπαιτούμενη διαδικασία και στον έγγραφο τύπο και δεν τελούν, όσον αφορά τη σύναψη και εκτέλεση αυτών υπό νομικό καθεστώς που να εξασφαλίζει στο αντισυμβαλλόμενο Ν.Π.Δ.Δ. την άσκηση δημόσιας εξουσίας, κυρίως με την παροχή σε αυτό από τη σχετική νομοθεσία ή τους όρους της σύμβασης της δυνατότητας να επεμβαίνει μονομερώς σε αυτή και να επιβάλει κυρώσεις, αποτελούν, παρά τον εξυπηρετούμενο με αυτές δημόσιο σκοπό, συνιστάμενο στην παροχή ιατρικής περίθαλψης προς τους πολίτες, συμβάσεις πώλησης διεπόμενες από τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου (άρθρ. 513 επ. ΑΚ) και ως εκ τούτου, η εκδίκαση των διαφορών που γεννώνται κατά την εκτέλεσή τους υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ΔιοικΕφΑθ1694/2007, ΔιοικΕφΑθ 2842/2007, ΔιοικΕφΠειρ2191 / 2007 αδημ).
    Περαιτέρω στην έννοια της διοικητικής σύμβασης υπάγεται κάθε σύμβαση στην οποία : α) το ένα τουλάχιστον συμβαλλόμενο μέρος είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή ΝΠΔΔ, β) με τη σύναψη της συμβάσεως επιδιώκεται η ικανοποίηση δημοσίου σκοπού και γ) το Ελληνικό Δημόσιο ή το ΝΠΔΔ είτε βάσει των κανονιστικών ρυθμίσεων, που διέπουν τη σύμβαση είτε βάσει ρητρών, που αποκλίνουν του κοινού δικαίου, βρίσκεται σε υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλομένου, ήτοι σε θέση μη προσιδιάζουσα στο δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό, με τη δυνατότητα μονομερούς επεμβάσεως στο συμβατικό δεσμό, με άσκηση ελέγχου και επιβολή κυρώσεων. Στο πλαίσιο αυτό, από τις διατάξεις του Ν.2286/1995 «Προμήθειες του δημοσίου τομέα και ρυθμίσεις συναφών θεμάτων» (ΦΕΚ Α΄ 199) του π.δ. 370/1995 «Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας περί κρατικών προμηθειών» (ΦΕΚ Σ΄ 166) συνάγεται ότι με αυτές θεσπίζεται ιδιαίτερο νομικό καθεστώς υπέρ του δημοσίου, στο πλαίσιο του οποίου αυτό κατέχει υπερέχουσα θέση έναντι των αντισυμβαλλομένων του, δικαιούμενο να επεμβαίνει μονομερώς στο συμβατικό δεσμό. Επομένως, συμβάσεις που συνάπτονται από ν.π.δ.δ., κατά τη νομοθεσία περί προμηθειών του δημοσίου, με αντικείμενο την άσκηση δημόσιας υπηρεσίας υπό λειτουργική έννοια, δηλαδή αφορούν σε δραστηριότητα με αντικείμενο την παροχή αγαθών ή υπηρεσιών προς τους διοικουμένους, για την ικανοποίηση βασικών αναγκών τους, όπως για παράδειγμα η προμήθεια ιατροφαρμακευτικών ειδών από τα δημόσια νοσοκομεία, που αποσκοπούν στην επίτευξη δημόσιου σκοπού και δη, τη δημόσια υγεία, με την άμεση παροχή υπηρεσιών προς τους ασθενείς διοικουμένους, φέρουν το χαρακτήρα διοικητικής σύμβασης και οι εξ αυτών διαφορές επιλύονται από το αρμόδιο Διοικητικό Εφετείο (ΕπΑνΣτΕ 44/2002 ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 480/2001 ΝΟΜΟΣ, Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, έκδ. 2001, σελ. 197 επ.), ενώ αντιθέτως σε περίπτωση προμηθειών με απευθείας παραγγελίες, χωρίς να έχει καταρτιστεί σχετική σύμβαση, σύμφωνα με τους όρους και τις διαδικασίες που ορίζουν οι άνω διατάξεις, οι εξ αυτών αναφυόμενες διαφορές δημιουργούνται στο πλαίσιο έννομης σχέσης ιδιωτικού δικαίου και όχι διοικητικής σύμβασης και συνεπώς δεν υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων.
    Τέλος, στο άρθρο 4 του Π.Δ. 166/2003 «Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2000/35 της 29.6.2000 για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές» (ΦΕΚ Α΄ 138) ορίζεται ότι: « § 1. Τόκος υπερημερίας οφείλεται από την ημέρα που ακολουθεί την ημερομηνία πληρωμής ή το τέλος της περιόδου πληρωμής που ορίζει η σύμβαση. § 2. Εάν δεν συμφωνήθηκε ορισμένη ημέρα ή προθεσμία πληρωμής της αμοιβής, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος, χωρίς να απαιτείται όχληση, και οφείλει τόκους: α. Εάν παρέλαβε το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο μέχρι το χρόνο της παραλαβής των αγαθών ή της παροχής των υπηρεσιών ή αν δεν παρέλαβε ή δεν είναι βέβαιο πότε παρέλαβε τέτοιο έγγραφο, μόλις περάσουν 30 ημέρες από την παραλαβή των αγαθών ή την παροχή των υπηρεσιών. β. Εάν από το νόμο ή τη σύμβαση προβλέπεται διαδικασία αποδοχής ή ελέγχου για την επαλήθευση της αντιστοιχίας συμφωνημένων και παραλαμβανομένων αγαθών ή υπηρεσιών, μόλις περάσουν 30 ημέρες από την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποδοχής ή ελέγχου, εφόσον παρέλαβε το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο μέχρι την ολοκλήρωση της εν λόγω διαδικασίας. γ. Εάν η παραλαβή των αγαθών ή η παροχή των υπηρεσιών ή η διαδικασία αποδοχής ή ελέγχου έχει προηγηθεί, μόλις περάσουν 30 ημέρες από το χρόνο παραλαβής του τιμολογίου ή άλλου ισοδύναμου για πληρωμή εγγράφου. δ. Στις συμβάσεις μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών της παραγράφου 1α του άρθρου 3 του παρόντος, η προθεσμία καταβολής τόκων σε κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις, ορίζεται αποκλειστικώς σε 60 ημέρες. Τέλος, στο άρθρο 2 του ίδιου νομοθετήματος ορίζεται ότι: «Οι διατάξεις του διατάγματος αυτού εφαρμόζονται στις πληρωμές που έχουν χαρακτήρα αμοιβής από εμπορική συναλλαγή», στο άρθρο 3 ότι: «Κατά την έννοια του διατάγματος αυτού: 1. Εμπορική συναλλαγή, είναι κάθε συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημόσιων αρχών, η οποία συνεπάγεται την παράδοση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής και στο άρθρο 3 § 1 α ότι "Δημόσια αρχή" είναι κάθε αναθέτουσα αρχή ή φορέας, όπως ορίζεται στα προεδρικά διατάγματα για τις δημόσιες συμβάσεις προμηθειών (Π.Δ. 370/1995, ΦΕΚ Α` 199), υπηρεσιών (Π.Δ. 346/1998, ΦΕΚ Α` 230) εξαιρούμενων τομέων (Π.Δ. 57/2000, ΦΕΚ Α` 45) και Δημοσίων έργων (Π.Δ. 334/2000, ΦΕΚ Α` 279), όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν (ΔΕφΑθ 27/2009 αδ.) και στο άρθρο 4 ότι: « Το ύψος του τόκου υπερημερίας που είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει ο οφειλέτης υπολογίζεται με βάση το επιτόκιο που εφαρμόζει η ΕΚΤ στην πιο πρόσφατη κύρια πράξη αναχρηματοδότησης, η οποία πραγματοποιείται πριν από την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου ["επιτόκιο αναφοράς"] προσαυξημένο κατά επτά εκατοστιαίες μονάδες ["περιθώριο"], εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στην σύμβαση. Το επιτόκιο αναφοράς το οποίο ισχύει την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου, εφαρμόζεται για τους επόμενου έξι μήνες». Το προαναφερθέν δε π.δ. 166/2003 εκδόθηκε με σκοπό την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας 2000/35/ΕΚ, που στόχευε στην καταπολέμηση, σε κοινοτικό επίπεδο και με ενιαίο τρόπο, των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές στην εσωτερική αγορά, προς διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της, των συνθηκών ανάπτυξης υγιούς ανταγωνισμού και της βιωσιμότητας των επιχειρήσεων. Επομένως, οι διατάξεις του εν λόγω π.δ., που αποτελούν μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη των διατάξεων της ως άνω Οδηγίας, κατισχύουν κάθε αντίθετης διατάξεως της εσωτερικής νομοθεσίας. Ειδικότερα, ως προς την επιβολή τόκου υπερημερίας εις βάρος δημοσίων αρχών, λόγω των εκ μέρους των καθυστερήσεων πληρωμών σε εμπορικές συναλλαγές μεταξύ αυτών και των επιχειρήσεων/δανειστών τους, είναι αποκλειστικά εφαρμοστέες ως νεότερες και ειδικότερες έναντι της διάταξης της § 2 του άρθρου 7 του ν.δ/τος 496/1974, που αναφέρεται στο ζήτημα της επιβολής τόσο του νόμιμου όσο και του τόκου υπερημερίας γενικώς για κάθε οφειλή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Περαιτέρω, η αναθέτουσα δημόσια αρχή οφείλει τόκους από την επόμενη της συμφωνηθείσας ημερομηνίας ή προθεσμίας πληρωμής, άλλως, εάν δεν υπάρχει τέτοια συμφωνία, καθίσταται αυτομάτως υπερήμερη και οφείλει τόκους, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη όχληση του δανειστή, μόλις περάσουν 60 ημέρες από τα χρονικά σημεία που αναφέρονται στις προπαρατεθείσες περιπτ. α΄, β΄ και γ΄ της § 2 του άρθρου 4 του π.δ/τος 166/2003 (ΕλΣυν 53/09 ΤΝΠ ΔΣΑ, Πρακτικά 40ης Συν./22.12.2008 IV Τμ. Ελ. Συν, ΔιοικΕφΑθ 1225/10 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΔιοικΕφΑθ 639/10 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΔιοικΕφΑθ 640/10 ΤΝΠ ΔΣΑ).
    Στην προκειμένη περίπτωση, στην υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα ανώνυμη εταιρία εκθέτει ότι κατόπιν προφορικών εντολών του πρώτου εναγομένου ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «424 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ» πώλησε και παρέδωσε δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων πωλήσεως κατά το χρονικό διάστημα από Ιούλιο 2008 έως και Μάιο του 2009 τα περιγραφόμενα λεπτομερώς στην αγωγή ως προς την ποσότητα, ποιότητα και τιμή μονάδος είδη ιατροφαρμακευτικού υλικού για την κάλυψη των ιατρικών υπηρεσιών προς τους ασθενείς του, συνολικής αξίας 69.854,91 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ., για τα οποία και εκδόθηκαν τα αναφερόμενα στην αγωγή τιμολόγια πωλήσεως, που ακολουθούσαν τις εντολές του εναγομένου νοσοκομείου. Ότι παρά το γεγονός ότι η ενάγουσα εκπλήρωσε στο ακέραιο τις υποχρεώσεις της, ήτοι αυτή παρέδωσε και το πρώτο εναγόμενο παρέλαβε ανεπιφύλακτα τα αναφερόμενα στην αγωγή είδη, το δε αναγραφόμενο κάθε φορά τίμημα καθίστατο ληξιπρόθεσμο και απαιτητό μετά την πάροδο 90 ημερών από την έκδοση εκάστου τιμολογίου, εντούτοις το εναγόμενο νοσοκομείο εντός της ούτως συμφωνηθείσης προθεσμίας (90 ημερών) δεν κατέβαλε το αντίστοιχο κάθε φορά τίμημα που αναγραφόταν στα επίδικα τιμολόγια για τα πωληθέντα και παραδοθέντα είδη. Με βάση τα περιστατικά αυτά, και όπως παραδεκτώς περιορίστηκε με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της ενάγουσας, που καταχωρίστηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως, και επανέλαβε με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις του, παραιτούμενης της ενάγουσας από την καταβολή του αντίστοιχου τιμήματος του κεφαλαίου του συνόλου των αναφερομένων στην αγωγή τιμολογίων, λόγω εξόφλησης αυτών σε προγενέστερο της συζήτησης χρόνο, ζητεί, ακόμη και με τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, να υποχρεωθούν τα εναγόμενα νοσοκομείο και ελληνικό δημόσιο να καταβάλουν στην ενάγουσα τόκους από την πάροδο ενενήντα ημερών από την επομένη εκδόσεως εκάστου τιμολογίου, άλλως από την επομένη της επίδοσης της κρινομένης αγωγής έως την εξόφληση. Τέλος, να κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή η εκδοθησομένη απόφαση και να καταδικαστεί το αντίδικο στη δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη κύρια αγωγή, όπως τούτη παραδεκτώς περιορίστηκε, εισάγουσα διαφορά ιδιωτικού δικαίου εκ συμβάσεων μεταξύ του ελληνικού δημοσίου και ιδιώτη, που ανήκει στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, δυνάμει της οποίας το παρόν Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί της επίδικης υποθέσεως, - απορριπτομένου του περί αντιθέτου ισχυρισμού του εναγομένου τόσο ως προς την κύρια βάση όσο και ως προς την επικουρική, - παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση στο παρόν Δικαστήριο, που είναι αρμόδιο καθ’ ύλη και κατά τόπο, κατά την προσήκουσα τακτική διαδικασία (αρθρ. 7, 9 εδ. 1 έως 3, 10 , 14 παρ.2, 25 παρ.2 Κ.Πολ.Δ.). Και τούτο διότι η ανακύψασα μεταξύ της ανώνυμης εταιρίας και του ελληνικού δημοσίου διαφορά από τη μη καταβολή εκ μέρους του πρώτου του τιμήματος των πωληθέντων σε αυτό φαρμάκων, δε φέρει το χαρακτήρα διοικητικής σύμβασης, και ως εκ τούτου κάθε διαφορά που αναφύεται από αυτήν, ακόμη και για το παρεπόμενο αίτημα επιδίκασης τόκων, υπάγεται στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων, δεδομένου ότι, κατά τα εκτιθέμενα, δε συνήφθη έγγραφη σύμβαση προμήθειας ώστε να διέπεται από ρήτρες που αποκλίνουν του κοινού δικαίου και να προσδίδουν στο εναγόμενο ελληνικό δημόσιο υπερέχουσα θέση, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις περί προμηθειών του δημοσίου, αλλά οι προμήθειες ελάμβαναν χώρα με απευθείας παραγγελίες, δυνατότητα που αναγνωρίζει και το αναφερόμενο στην παραπάνω μείζονα σκέψη π.δ.108/1993. Πρέπει ειδικότερα να σημειωθεί ότι απαραδέκτως ασκείται κατά του φερόμενου ως νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου «424 Γενικού Στρατιωτικού Νοσοκομείου» ελλείψει αυτοτελούς νομικής προσωπικότητας αυτού, τούτου αποτελούντος στρατιωτικής μονάδας υπαγόμενης άμεσα στο Γενικό Επιτελείο Στρατού. Είναι, κατά τα λοιπά, νόμιμη ως προς την κύρια βάση της ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 513 επ., 341, 345 ΑΚ, 176, 41ν.δ.496/74, 24 παρ.1 π.δ.394/96 και της Υ.Α.2/42053/0094/7-8-2002, για όσες εκ των επιδίκων συμβάσεων η αξία είναι κατώτερη του προαναφερθέντος ισχύοντος ορίου των 2.500 ευρώ, που απαιτείται για την τήρηση του συστατικού εγγράφου τύπου, λαμβανομένου υπόψιν ότι η κατάρτιση των συμβάσεων προμηθειών του εναγομένου, σύμφωνα με το νόμο (άρθρ. 16 παρ.6 του Ν.1964/1991, όπως συμπληρώθηκε και τροποποιήθηκε στη συνέχεια), και συγκεκριμένα για τα με αύξοντα αριθμό (σύμφωνα με την αγωγή) 1, 3, 4, 6, 7-10, 14-18, 21, 25-27 και 30 εκ των επιδίκων τιμολογίων. Ως προς τις υπόλοιπες συμβάσεις, όπως αυτές αποτυπώνονται στα με αύξοντα αριθμό 2, 5, 11-13, 19-20, 22-24, 28, 29 και 31 τιμολόγια, που υπερβαίνουν την απαιτούμενη μέγιστη αξία των 2.500 ευρώ έκαστη, η ενάγουσα εκθέτει ήδη στην αγωγή δεν περιεβλήθη εκάστη τον έγγραφο τύπο, και συνεπώς είναι μη νόμιμη και ως εκ τούτου απορριπτέα ως προς την κύρια βάση, και κατά τα λοιπά ερείδεται αποκλειστικά κατά την επικουρικώς προτεινόμενη βάση στις διατάξεις των άρθρων 904 επ., 340, 345, 346 ΑΚ. Επιπλέον απορριπτέο ως μη νόμιμο είναι το αίτημα περί κηρύξεως προσωρινώς εκτελεστής της εκδοθησομένης απόφασης κατ΄άρθρο 909 περ. α΄ ΚΠολΔ. Πρέπει, συνεπώς, η αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ΄ουσίαν, δεδομένου ότι δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου καθ΄ο μέρος προϋπήρξε παραίτηση εκ του δικογράφου από το αρχικώς αιτούμενο κεφάλαιο, το δε καταψηφιστικό αίτημα της κρινομένης αγωγής περιορίστηκε σε μη κεφαλαιοποιηθέντες ήδη τόκους που δεν είναι εκ των προτέρων δυνατόν να υπολογιστούν.
    Το εναγόμενο ελληνικό δημόσιο προς απόκρουση της υπό κρίση αγωγής προβάλλει γενική άρνηση αυτής, χωρίς να αμφισβητεί την κατάρτιση των επίδικων συμβάσεων και την παραλαβή των παραγγελθέντων προϊόντων.
     Από την εκτίμηση του συνόλου των εγγράφων, τα οποία νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, σε συνδυασμό με τους κανόνες τις λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας (για τα οποία και γίνεται ειδικός λόγος), (δεν εξετάστηκαν μάρτυρες) αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά : Η ενάγουσα ανώνυμη εταιρία δραστηριοποιείται στην αγορά μεταπώλησης ιατρικών, αναλώσιμων, υγειονομικών ειδών προς ιδιώτες και νομικά πρόσωπα. Στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της κατά το χρονικό διάστημα από Ιούλιο του 2008 έως και Μάιο του 2009 πώλησε και παρέδωσε στο «424 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Εκπαίδευσης», που αποτελεί στρατιωτική μονάδα, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων πωλήσεως κατόπιν προηγούμενων προφορικών εντολών των νομίμων εκπροσώπων του εναγομένου ως προς το είδος και την ποσότητα του απαιτούμενου προϊόντος, διάφορα είδη ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού. Για τις επίδικες πωλήσεις εκδόθηκαν τα κάτωθι αναφερόμενα τιμολόγια – δελτία αποστολής, η αξία των οποίων αποτελούσε το συμφωνηθέν τίμημα και συμπεριελάμβανε τον ΦΠΑ 9% και συγκεκριμένα: 1. το υπ' αριθμ. .../25.7.2008 τιμολόγιο-δελτίο αποστολής αξίας 2.368,92 ευρώ, 2. το υπ' αριθμ. .../21.8.2008 τιμολόγιο-δελτίο αποστολής αξίας 1.042,98 ευρώ, 3. το υπ' αριθμ. .../21.8.2008 τιμολόγιο-δελτίο αποστολής αξίας 96,25 ευρώ, 4. το υπ' αριθμ. .../5.9.2008 τιμολόγιο-δελτίο αποστολής αξίας 372,78 ευρώ, 5. το υπ' αριθμ. .../17.9.2008 τιμολόγιο-δελτίο αποστολής αξίας 313,81 ευρώ, 6. το υπ' αριθμ. .../25.9.2008 τιμολόγιο-δελτίο αποστολής αξίας 174,51 ευρώ, 7. το υπ' αριθμ. ../29.9.2008 τιμολόγιο-δελτίο αποστολής αξίας 29,87 ευρώ, 8. το υπ' αριθμ. .../9.10.2008 τιμολόγιο-δελτίο αποστολής αξίας 465,98 ευρώ, 9. το υπ' αριθμ. .../8.12.2008 τιμολόγιο-δελτίο αποστολής αξίας 244,72 ευρώ, 10. το υπ' αριθμ. .../8.12.2008 τιμολόγιο-δελτίο αποστολής αξίας 1.718,12 ευρώ, 11. το υπ' αριθμ. ../18.12.2008 τιμολόγιο-δελτίο αποστολής αξίας 1.564,47 ευρώ, 12. το υπ' αριθμ. .../7.1.2009 τιμολόγιο-δελτίο αποστολής αξίας 78,26 ευρώ, 13. το υπ' αριθμ. .../8.1.2009 τιμολόγιο-δελτίο αποστολής αξίας 82,84 ευρώ, 14. το υπ' αριθμ. ...1/11.2.2009 τιμολόγιο-δελτίο αποστολής αξίας 1.564,47 ευρώ, 15. το υπ' αριθμ. .../6.4.2009 τιμολόγιο-δελτίο αποστολής αξίας 2.085,95 ευρώ, 16. το υπ' αριθμ. 29701/7.5.2009 τιμολόγιο-δελτίο αποστολής αξίας 160,23 ευρώ, 17. το υπ' αριθμ. .../7.5.2009 τιμολόγιο-δελτίο αποστολής αξίας 1.340,90 ευρώ, 18. το υπ' αριθμ. .../28.5.2009 τιμολόγιο-δελτίο αποστολής αξίας 29,87 ευρώ. Οι ανωτέρω επιμέρους συμβάσεις, έγκυρες καθ΄όλα καθώς δεν είναι προαπαιτούμενη η τήρηση εγγράφου τύπου του ιδιωτικού εγγράφου, λόγω του ύψους αξίας εκάστου συμβάσεως, ήτοι δύναται να γίνουν με απευθείας ανάθεση και προφορική συμφωνία, αφορούσαν εμπορικές συναλλαγές εκ του τυπικού τεκμηρίου εμπορικότητας λόγω της ιδιότητας της πωλήτριας ως ανωνύμου εταιρίας. Τα προϊόντα, που έκαστο αναφερόμενο ανωτέρω τιμολόγιο ενσωμάτωνε, τα οποία πωλήθηκαν στο εναγόμενο, παραδόθηκαν και ουδεμία αντίρρηση ή επιφύλαξη ως προς την ποιότητα και την ποσότητα των παραδοθέντων, εκφράστηκε. Επιπλέον προϋπήρχε η συμφωνία ότι το συμφωνημένο τίμημα των πωληθέντων και παραδοθέντων θα ήταν ληξιπρόθεσμο και απαιτητό μετά την πάροδο ενενήντα (90) ημερών από την παράδοση των τιμολογίων. Παραδόθηκαν δε μαζί προϊόντα και τιμολόγια κατά την αναφερόμενη κάθε φορά παραπάνω ημεροχρονολογία καθότι έκαστο τιμολόγιο αποτελεί και δελτίο αποστολής. Το εναγόμενο ισχυρίζεται μεταξύ άλλων ότι δεν πρέπει να επιδικαστούν τόκοι υπερημερίας παρά μόνον από την πάροδο τριάντα ημερών από τις ημερομηνίες ολοκλήρωσης της διαδικασίας αποδοχής και ελέγχου των πωληθέντων στο Νοσοκομείο, δεδομένου ότι απαιτείται η παραλαβή του φαρμακευτικού υλικού να γίνεται από τριμελή επιτροπή υπαλλήλων του νοσοκομείου, που προβαίνει στη σύνταξη Πρωτοκόλλου παράδοσης παραλαβής και Δελτίου Εισαγωγής, ως νόμιμο παραστατικό, που αποδεικνύει την παραλαβή των φαρμακευτικών προϊόντων. Ωστόσο τούτος ο ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθόσον κατά τη διάταξη του άρθρου 4 παρ.2 εδ.δ΄ Π.Δ. 166/2003 «αν δεν συμφωνήθηκε ορισμένη ημέρα ή προθεσμία πληρωμής της αμοιβής, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος, χωρίς να απαιτείται όχληση, και οφείλει τόκους… στις συμβάσεις μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών της παραγράφου 1Α του άρθρου 3 του παρόντος, η προθεσμία καταβολής τόκων σε κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις, ορίζεται αποκλειστικώς σε 60 ημέρες», ήτοι ρητά προκύπτει από τη διάταξη αυτή ο χρόνος τοκοφορίας του κάθε τιμολογίου. ’λλωστε το εναγόμενο ουδόλως αμφισβητεί και, ουσιαστικά, συνομολογεί ότι τα επίδικα επί πιστώσει τιμολόγια ανέγραφαν σε ειδικό όρο επ΄αυτών ότι ήταν πληρωτέα εντός 90 ημερών, ενώ απλώς ισχυρίζεται ότι ο προαναφερόμενος χρόνος πίστωσης, βάσει των ισχυουσών διατάξεων, αρχίζει από την επομένη της παραλαβής των αγαθών. Περαιτέρω, η παραλαβή του φαρμακευτικού και λοιπού υλικού γίνεται από τριμελή επιτροπή των Νοσοκομειακών Φαρμακείων, που η λειτουργία τους περιγράφεται στο άρθρο 9 παρ. 2 περ. γ΄ του Π.Δ.108/2003 σε συνδυασμό με την ΥΑ 6γ/οικ/6551/1993, αναλαμβάνει ποιοτικό και ποσοτικό έλεγχο των παραδοθέντων φαρμάκων, ώστε να εξυπηρετείται καλύτερα η διαχείριση των αποθεματικών των νοσοκομείων και η εσωτερική διακίνηση των φαρμάκων ενδονοσοκομειακώς. Συνεπώς η λειτουργία της επιτροπής αυτής αφορά αμιγώς εσωτερικές διαδικασίες του Νοσοκομείου εξασφαλίζοντας άλλους σκοπούς και ουδόλως τη βεβαίωση της παραλαβής του φαρμακευτικού υλικού, η δε εξυπηρετούμενη κατ΄αυτόν τον τρόπο διαδικασία δε δύναται να ισχύσει σε ιδιωτικού δικαίου συμβάσεις, όπως οι συγκεκριμένες, καθότι από άσχετες με τον πωλητή διατυπώσεις θα καθοριζόταν η υποχρέωση καταβολής του τιμήματος, για αντικείμενο που έχει παραλάβει, γεγονός που άλλωστε δεν αμφισβητεί ειδικώς το εναγόμενο ελληνικό δημόσιο. Ως εκ τούτου ως προς τις ανωτέρω έγκυρες συμβάσεις πωλήσεως, για τις οποίες και το κεφάλαιο έχει καταβληθεί από το εναγόμενο και έχει εξοφληθεί κατά το αντίστοιχο ποσό, για το οποίο και η ενάγουσα παραιτήθηκε επ΄ακροατηρίω όπως αναφέρθηκε παραπάνω, το εναγόμενο εξακολουθεί να οφείλει τόκους υπερημερίας ακόμη και για όσες έχουν εξοφληθεί σε χρόνο προ της ασκήσεως της υπό κρίση αγωγής, απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού του εναγομένου, καθότι η υπερημερία και εκ του λόγου τούτου τοκοφορία καθορίζεται από συμφωνία των μερών (δήλη προθεσμία), αρχής γενομένης κατά τα συμφωνημένα από την πάροδο 90 ημερών από την έκδοση κάθε τιμολογίου, για το οποίο και η παράδοση συμπίπτει καθότι αποτελεί και δελτίο αποστολής, έως και την εξόφληση εκάστου συμβάσεως, δεδομένου ότι παύει να υφίσταται τοκοφόρο κεφάλαιο. Επιπλέον, όσον αφορά στις πωλήσεις που αφορούν τα : 1. το υπ' αριθμ. .../28.7.2008 τιμολόγιο-δελτίο αποστολής αξίας 3.352,24 ευρώ, 2. το υπ' αριθμ. .../29.8.2008 τιμολόγιο-δελτίο αποστολής αξίας 3.948,20 ευρώ, 3. το υπ' αριθμ. ..7/9.10.2008 τιμολόγιο-δελτίο αποστολής αξίας 3.948,20 ευρώ, 4. το υπ' αριθμ. .../29.10.2008 τιμολόγιο-δελτίο αποστολής αξίας 6.704,48 ευρώ, 5. το υπ' αριθμ. .../10.11.2008 τιμολόγιο-δελτίο αποστολής αξίας 6.210,52 ευρώ, 6. το υπ' αριθμ. .../13.1.2009 τιμολόγιο-δελτίο αποστολής αξίας 4.737,84 ευρώ, 7. το υπ' αριθμ. .../13.1.2009 τιμολόγιο-δελτίο αποστολής αξίας 2.607,44 ευρώ, 8. το υπ' αριθμ. .../18.2.2009 τιμολόγιο-δελτίο αποστολής αξίας 6.210,52 ευρώ, 9. το υπ' αριθμ. .../18.2.2009 τιμολόγιο-δελτίο αποστολής αξίας 3.128,93 ευρώ, 10. το υπ' αριθμ. .../23.3.2009 τιμολόγιο-δελτίο αποστολής αξίας 3.352,24 ευρώ, 11. το υπ' αριθμ. .../13.5.2009 τιμολόγιο-δελτίο αποστολής αξίας 3.352,24 ευρώ, 12. το υπ' αριθμ. .../18.5.2009 τιμολόγιο-δελτίο αποστολής αξίας 5.214,89 ευρώ, 13. το υπ' αριθμ. .../28.5.2009 τιμολόγιο-δελτίο αποστολής αξίας 3.352,24 ευρώ, είναι άκυρες λόγω μη τήρησης εγγράφου τύπου, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη σχετική νομική σκέψη. Ωστόσο τούτες εκπληρώθηκαν, ήτοι παραδόθηκαν τα παραγγελθέντα ιατρικά είδη, το δε εναγόμενο καίτοι δεν αμφισβητεί ότι τα παρέλαβε και ήταν εντός των προδιαγραφών των παραγγελιών του, εντούτοις δεν κατέβαλε το αντίστοιχο τίμημα, εκτός από τα υπ΄αριθ. .../28.7.2008 αξίας 3.352,24 ευρώ και .../29.8.2008 αξίας 3.948,20 ευρώ, τα οποία και εξόφλησε στις 30.7.2009, ήτοι προ της ασκήσεως της υπό κρίση αγωγής (χρόνος επίδοσης της αγωγής στον Υπουργό Οικονομικών 30.6.2010), στοιχείο που δεν αμφισβητεί και σιγή συνομολογεί και η ενάγουσα. Ως εκ τούτου, και λαμβάνοντας υπ΄όψιν ότι ως προς τις λοιπές άκυρες συμβάσεις πωλήσεως τα παραγγελθέντα είδη παραδόθηκαν από την ενάγουσα και χρησιμοποιήθηκαν από το εναγόμενο, γεγονός που αυτό δεν αρνείται, το δε τίμημα εξοφλήθηκε σε χρόνο μετά την άσκηση της υπό κρίση αγωγής (πλην των προαναφερόμενων υπ΄αριθ. .../28.7.2008 αξίας 3.352,24 ευρώ και .../29.8.2008 αξίας 3.948,20 ευρώ, τιμολογίων για τα οποία και δεν υπήρχε απαιτητό και τοκοφόρο κεφάλαιο στο χρόνο άσκησης της αγωγής), το εναγόμενο κατέστη πλουσιότερο ως προς το ποσό των τόκων των συμβάσεων αυτών, σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. ΑΚ), δεκτού γενομένου της σχετικής επικουρικής βάσεως της αγωγής, της τοκογονίας αρχομένης από την επίδοση της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως του κεφαλαίου εκάστου επιμέρους άκυρης συμβάσεως πωλήσεως.
     Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη αγωγή και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα και να υποχρεωθεί το εναγόμενο ελληνικό δημόσιο να καταβάλει στην ενάγουσα τόκους υπερημερίας για έκαστη σύμβαση πωλήσεως ως προς τις έγκυρες συμβάσεις (αξίας έως 2.500 ευρώ) από την πάροδο 90 ημερών από την έκδοση εκάστου τιμολογίου – δελτίου αποστολής και ως προς τις λοιπές άκυρες συμβάσεις (αξίας άνω των 2.500) από το χρόνο επίδοσης της αγωγής και πάντοτε έως την εξόφληση του τιμήματος κάθε σύμβασης. Τέλος, πρέπει να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας τους, καθ’ ο μέρος αντιδικεί το Ελληνικό Δημόσιο, κατ’ άρθρ. 22 §§ 1 του Ν. 3693/1957, όπως η διάταξη αυτή διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ., και της κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσης ΑΥΟΙΚ-ΔΙΚ 134423/08.12.1992.
    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ με την παρουσία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ το εναγόμενο ελληνικό δημόσιο να καταβάλει στην ενάγουσα τόκους υπερημερίας για έκαστη σύμβαση πωλήσεως, αρχής γενομένης ως προς όσες συμβάσεις η αξία τους ανέρχεται έως το ποσό των 2.500 ευρώ, από την πάροδο 90 ημερών από την έκδοση εκάστου τιμολογίου – δελτίου αποστολής και ως προς τις λοιπές συμβάσεις, των οποίων η αξία τους υπερβαίνει το ποσό των 2.500 ευρώ (πλην των υπ΄αριθ. 42245/28.7.2008 και 45835/29.8.2008 τιμολογίων), από το χρόνο επίδοσης της αγωγής και πάντοτε έως την εξόφληση του τιμήματος κάθε σύμβασης.
    ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στη Θεσσαλονίκη σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις …. Απριλίου 2012.
     Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


Πρόεδρος:
Μαρίνα Βουβαλίδου
Δικηγόροι:
Ελένη Βαγιάννη, Παναγιώτης Δρακόπουλος (Δικ. Αντιπρ. ΝΣΚ)
Λήμματα:
Συμβάσεις προμηθειών Δημοσίου ,Τήρηση τύπου ,Ακυρότητα σύμβασης ,Συμβάσεις προμηθειών Δημοσίου ,Διοικητικές συμβάσεις ,Συμβάσεις πώλησης φαρμακευτικών προιόντων ,Τόκοι υπερημερίας Δημοσίου


ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ 

Δημοσίευση:
ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ