Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

Ν. 1608/1950 "ΠΕΡΙ ΑΥΞΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΠΟΙΝΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΒΛΕΠΟΜΕΝΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΤΑΧΡΑΣΤΑΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ













Ένας πολύ παλιός , μα και πολύ επίκαιρος νόμος. Προβλέπεται να είναι πολύ τής μόδας τις επόμενες μέρες.


ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΝΟΜΟΘΕΤΗΜΑΤΟΣ


Είδος: ΝΟΜΟΣ
Αριθμός: 1608
Έτος: 1950
ΦΕΚ: Α 301 19501228
Τέθηκε σε ισχύ: 28.12.1950
Ημ.Υπογραφής: 28.12.1950

Τίτλος
Περί αυξήσεως των ποινών των προβλεπομένων δια τους καταχραστάς του Δημοσίου
Θέματα
Αύξη ποινών για καταχραστές του Δημοσίου



ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΡΘΡΩΝ 




Αρθρο: 1
Ημ/νία: 04.06.1996
Ημ/νία Ισχύος: 28.12.1950
Περιγραφή όρου θησαυρού: ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΝΟΜΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ (ΝΠΔΔ)

Λήμματα
Εγκλήματα στρεφόμενα κατά του δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, Ζημία του δημοσίου, Επιβαρυντικές περιστάσεις
Σχόλια
Το μέσα σε " " πρώτο εδ. της παρ. 1 του παρόντος άρθρου τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρ. 36 του Ν. 2172/93. - Ο μέσα σε ( ) αριθμός άρθρου του πρώτου εδ. της παρ. 1 του παρόντος άρθρου καταργήθηκε και το δεύτερο εδάφιο προστέθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 24 του Ν. 2298/95 (ΦΕΚ Α' 62/04.04.1995). Το εντός " " ποσό των 50.000.000 δρχ. της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, τίθεται κατ' αύξηση από το πρώην ποσό των 5.000.000 δρχ., με την περ. α' της παρ. 3 του άρθρ. 4 του Ν. 2408/96 (Α' 104), ισχύει δε από 4.6.1996. Η εντός " " παρ. 3 του παρόντος άρθρου τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την περ. γ' της παρ. 3 του άρθρ. 4 του Ν. 2408/96 (Α' 104), ισχύει δε από 4.6.1996.
Κείμενο Αρθρου
"1. Στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρ. 216, 218, 235, 236, 237, 242, (256), 258, 372, 375 και 386 του Ποινικού Κώδικα, εφόσον αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή κατά άλλου νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρ. 263Α του Ποινικού Κώδικα και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των "50.000.000" δραχμών, επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης και, αν συντρέχουν ιδιαζόντως ιδιάζοντος επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδίως αν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την εκτέλεση του εγκλήματος ή το αντικείμενό του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης". "Στον ένοχο του αδικήματος που προβλέπεται ειδικώς από το άρθρ. 256 του Ποινικού Κώδικα, τα παραπάνω εφαρμόζονται μόνο όταν το αδίκημα στρέφεται κατά του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου".
2. Με τας εν τη προηγουμένη παραγράφω ποινάς, ηλαττωμένας κατά το εν άρθρ. 83 του Κώδικος μέτρον, τιμωρούνται και οι ένοχοι των εν άρθρ. 231, 232 και 394 πράξεων, εφ' όσον αύτοι διαπράττονται εν σχέσει προς αδικήματα περί ων η προηγουμένη παράγραφος.
"3. Τα αδικήματα που προβλέπονται από το παρόν άρθρο εκδικάζονται από το κατά το άρθρ. 111 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας οριζόμενα Δικαστήρια Εφετών".
4. Αι διατάξεις των άρθρ. 105 και 106 του Κώδικος Ποιν. Δικονομίας εφαρμόζονται και επί των αδικημάτων του παρόντος άρθρου...

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΚΡΙΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΠΛΕΙΑΔΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΟΥΣΙΑΣ Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΠΟΥ ΕΠΙΒΑΛΕΙ ΤΗΝ ΠΡΟΣΚΟΜΙΣΗ ΕΓΓΥΗΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ, ΟΤΑΝ ΠΡΌΚΕΙΤΑΙ ΝΑ ΕΚΤΕΛΕΣΤΕΙ ΕΚΤΕΛΕΣΤΟΣ ΤΙΤΛΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ Ή ΝΠΔΔ, Ο ΟΠΟΙΟΣ ΥΠΟΚΕΙΤΑΙ ΣΕ ΕΝΔΙΚΟ ΜΕΣΟ Ή ΒΟΗΘΗΜΑ

   Σε ίδια λύση καταλήγει και η υπ' αριθμό 6436/2012 του Ειρηνοδικείου Αθηνών, η υπ' αριθμ. 17593/2015 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και η υπ' αριθμ. 3240/2014 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών,  που παρατίθενται παρακάτω  μετά την απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ.
   Επιπλέον η 1744/28.2.2014  απόφαση  του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης (ΕΔΩ) , η υπ' αριθμό 590/2014 απόφαση του Ειρηνοδικείου Βόλου (ΕΔΩ) καθώς και η υπ' αριθμό 5953/2014 (σελ. 16) του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης (ΕΔΩ) κρίνουν   την παραπάνω διάταξη μη εφαρμοστέα, ως αντιβαίνουσα στα άρθρα 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ
    Επίσης, οι 1089/2013 και 1280/2013 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, κρίνουν, από άλλη σκοπιά, ότι η αναγκαστική εκτέλεση, που επισπεύδεται κατά του Δημοσίου και ΝΠΔΔ χωρίς την κατάθεση εγγυητικής επιστολής, δεν καθίσταται μόνον εκ του λόγου αυτού άκυρη, λόγω του ότι η σχετική διάταξη δεν επιβάλει την σχετική υποχρέωση επί ποινή ακυρότητας (παρατίθενται κι αυτές παρακάτω). 
     
    
Προσοχή: Όποιος διαθέτει ανάλογες αποφάσεις, παρακαλείται να τις αποστείλει στα e-mail: manoslis@yahoo.com και lawtsal@otenet.gr  για δημοσίευση και δημιουργία σχετικής βάσης δεδομένων    




ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 

Δικαστήριο:ΣΤΕ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Τόπος:ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:9
Ετος:2013

Περίληψη

Αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του Δημοσίου και των ν.π.δ.δ. - Υποχρέωση προσκόμισης εγγυητικής επιστολής ως προϋπόθεση για την εκτέλεση αποφάσεων ή άλλων εκτελεστών τίτλων, που υπόκεινται σε ένδικα μέσα ή βοηθήματα και από τους οποίους απορρέει χρηματική υποχρέωση του Δημοσίου - Αρμοδιότητα επί αιτήσεως περιορισμού του ύψους της εγγυητικής επιστολής - Συνταγματικότητα ρύθμισης - Υποχρέωση της Διοίκησης να συμμορφώνεται προς τις αποφάσεις των Δικαστηρίων - Αρχή της ισότητας των διαδίκων - Εξουσία παρέμβασης του νομοθέτη στην εκτέλεση δικαστικής απόφασης -. Υποχρεωτική εγγυοδοσία για την εκτέλεση δικαστικής απόφασης σε βάρος του Δημοσίου, η οποία έχει προσβληθεί με εκκρεμούσες αντίθετες αιτήσεις αναιρέσεως. Αίτηση για περιορισμό του ύψους της εγγυοδοσίας μέχρι του ενός δευτέρου κατ’ άρθρ. 4 § 1 ν. 3068/2002. Αρμόδιο για την εκδίκαση της αίτησης είναι μόνον το εκδόν την προσβαλλομένη απόφαση Δικαστήριο και, ειδικότερα, η οικεία Επιτροπή Αναστολών αυτού. Αντίθετη μειοψηφία. Αρμοδιότητα της Ολομέλειας του ΣτΕ εν Συμβουλίω να διατυπώσει κρίση για την συνταγματικότητα της διατάξεως, εν όψει της ευρύτερης σημασίας του ζητήματος, που αφορά την εν γένει διοικητική δίκη και επηρεάζει εμμέσως και την αναιρετική δίκη. Αποτροπή κινδύνου εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων επί συνταγματικού ζητήματος, χωρίς δυνατότητα άρσεως των διαφωνιών. Αντίθετη μειοψηφία. Αντισυνταγματικές οι ρυθμίσεις των τεσσάρων τελευταίων εδαφίων του άρθρ. 4 § 1 ν. 3068/ 2002, τα οποία προστέθηκαν με το άρθρ. 326 § 5 ν. 4072/2012. Με τις διατάξεις αυτές παρεισάγονται, κατά παράβαση των άρθρων 94 § 4 (ιδίως, τελευταίο εδάφιο) και 95 § 5 του Σ, άσχετα με την δίκη εμπόδια στην συνταγματικώς κατοχυρούμενη υποχρέωση εκτέλεσης τελεσίδικης, και άρα εκτελεστής, δικαστικής αποφάσεως, με συνέπεια να μην παρέχεται στον νικήσαντα διάδικο η δυνατότητα να επιδιώξει αποτελεσματικά, χωρίς πρόσθετες προϋποθέσεις, την ικανοποίηση της τελεσιδίκως αναγνωρισθείσης αξιώσεώς του. Επί πλέον, η ρύθμιση αυτή θεσπίζεται, κατά παράβαση της αρχής της ισότητος των διαδίκων, μονομερώς υπέρ του Δημοσίου. Ανεπίτρεπτη νομοθετική παρέμβαση στην εκτέλεση δικαστικής αποφάσεως, με έννομο αποτέλεσμα απαγγελλόμενο απ’ ευθείας από τον νομοθέτη, ενώ η εν προκειμένω δυνατότητα διορθωτικής παρεμβάσεως του δικαστηρίου περιορίζεται μόνον στο 50% του αμφισβητουμένου ποσού, ακόμη και αν ο ιδιώτης τυχόν επικαλείται και αποδεικνύει ότι είναι πλήρως αξιόχρεος. Οι ρυθμίσεις δε αυτές δεν εντάσσονται σε σύστημα γενικευμένης μεταβολής του χρόνου εκτελέσεως μιας δικαστικής αποφάσεως, με συνολική αλλαγή των εννόμων συνεπειών της τελεσιδικίας και σύνδεση της εκτελεστότητος με το αμετάκλητο της αποφάσεως, που θα αφορούσε όλες τις αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων, είτε έχουν χρηματικό αντικείμενο, είτε όχι, και όλους τους διαδίκους, αλλά περιορίζονται σε ειδικό κύκλο αποφάσεων και διαδίκων. Κατ’ ειδικότερη γνώμη, η επίμαχη ρύθμιση αντίκειται προς την κατοχυρούμενη από το Σύνταγμα αρχή της ισότητος των διαδίκων, δεδομένου ότι εφαρμόζεται αποκλειστικά για τον ιδιώτη διάδικο και όχι και για το Δημόσιο (Αντίθετη μειοψηφία).
Κείμενο Απόφασης


Συμβούλιο Επικρατείας

(Ολομέλεια σε Συμβούλιο)

Αριθ. 9/2013



(…) Με τις §§ 1, 2 και 3 του άρθρου 4 του ν. 3068/ 2002 (Α’ 274) ρυθμίζονται ζητήματα διαδικασίας και αντικειμένου της αναγκαστικής εκτελέσεως κατά του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.), στο πλαίσιο, κατ’ αρχήν, των υποχρεώσεών τους που απορρέουν από την υποχρέωση συμμορφώσεως προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η § 1 του άρθρου αυτού συμπληρώθηκε με το άρθρο 326 § 5 του ν. 4072/2012 (Α’ 86), με το οποίο προστέθηκαν στο τέλος αυτής τέσσερα εδάφια, με το εξής περιεχόμενο:

     «Η εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων ή άλλων εκτελεστών τίτλων, που υπόκεινται σε ένδικα μέσα ή βοηθήματα και από τους οποίους απορρέει χρηματική υποχρέωση του Δημοσίου, διενεργείται ύστερα από προσκόμιση εκ μέρους του δικαιούχου ισόποσης εγγυητικής επιστολής Τραπέζης.

     Το δικαστήριο, που εξέδωσε την εκτελεστή απόφαση ή το δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η εκδίκαση του ενδίκου βοηθήματος, μπορεί, κατόπιν σχετικού αιτήματος, αναλόγως της φερεγγυότητας του δικαιούχου ή των λοιπών εγγυήσεων που προσφέρει ή κρίνονται αναγκαίες, να μειώσει το ύψος της εγγυητικής επιστολής μέχρι του ενός δευτέρου.

     Αν η άσκηση του ενδίκου βοηθήματος δεν υπόκειται σε χρονικό περιορισμό ο εκτελεστός τίτλος μπορεί να εκτελεσθεί χωρίς εγγύηση, μετά την άπρακτη πάροδο 90 ημερών από την επίδοσή του.

     Η εγγυητική επιστολή εκδίδεται υπέρ της υπηρεσίας, που είναι αρμόδια για την καταβολή, και επιστρέφεται μετά από την προσκόμιση πιστοποιητικού αμετάκλητης, υπέρ του αντιδίκου του υπόχρεου, επίλυσης της διαφοράς ή της μη ασκήσεως ενδίκου μέσου ή βοηθήματος μέσα στην προθεσμία που προβλέπεται από το νόμο».

     Ενόψει της καταθέσεως στο Συμβούλιο της Επικρατείας της ***/2012 αιτήσεως της Α.Ε.** για τον περιορισμό, κατ’ επίκληση των δύο πρώτων από τα ανωτέρω εδάφια της εν λόγω διατάξεως, της οφειλομένης από αυτήν εγγυοδοσίας για την υπέρ της εκτέλεση δικαστικής αποφάσεως, με την οποία, κατά τους ισχυρισμούς της, γεννάται υποχρέωση του Δημοσίου για την καταβολή σ’ αυτήν ορισμένου χρηματικού ποσού, και η οποία έχει προσβληθεί με εκκρεμούσες στο Δικαστήριο αντίθετες αιτήσεις αναιρέσεως (αριθ. καταθ. ***, ***/ 2012) ανακύπτουν ζητήματα ερμηνείας και εφαρμογής της διατάξεως αυτής. Για τον λόγο αυτό, τα σχετικά ζητήματα εισάγονται προς εξέταση από την Ολομέλεια του Δικαστηρίου σε Συμβούλιο, κατ’ άρθρο 8 § 2 του π.δ. 18/1989, μετά από προσκληση του Προέδρου.

     Με τις νέες αυτές διατάξεις προβλέπεται, κατ’ ουσίαν, ότι οριστικές ή και τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις, με τις οποίες το Δημόσιο ή τα ν.π.δ.δ. καταδικάζονται σε καταβολή, στον αντίδικο ιδιώτη, συγκεκριμένου χρηματικού ποσού, δεν εκτελούνται αμέσως, αλλά η εκτέλεσή τους συναρτάται, και εξαρτάται, από την εκ μέρους του κατάθεση ισόποσης τραπεζικής εγγυητικής επιστολής. Παρέχεται, όμως, στον αντίδικο νικήσαντα ιδιώτη διάδικο η δυνατότητα να περιορίσει την υποχρέωσή του αυτή μέχρι το ήμισυ του κατά τα ανωτέρω ύψους της εγγυητικής επιστολής, αν το δικαστήριο που εξέδωσε την εκτελεστή απόφαση ή το δικαστήριο, στο οποίο εκκρεμεί η εκδίκαση του «ενδίκου βοηθήματος», αποδεχθεί σχετικό αίτημά του. Προϋπόθεση μερικής ή ολικής αποδοχής του εν λόγω αιτήματος είναι η, κατά την εκτίμηση του δικαστηρίου, φερεγγυότητα του δικαιούχου ή η παροχή από αυτόν άλλων αντιστοίχων εγγυήσεων, που τυχόν κρίνονται αναγκαίες. Η κατά τα ανωτέρω εγγυητική επιστολή επιστρέφεται στον δικαιούχο μετά την αμετάκλητη υπέρ αυτού επίλυση της διαφοράς, είτε με την έκδοση σχετικής δικαστικής αποφάσεως, είτε με την μη άσκηση ή την παραίτηση από τυχόν ασκηθέν ένδικο μέσο ή βοήθημα κατά της ευνοϊκής για τον αντίδικο αποφάσεως.

     Η ρύθμιση αυτή δικαιολογείται, κατά τα εκτιθέμενα στην οικεία εισηγητική έκθεση, διότι «αποβλέπει στην προστασία του Δημοσίου, εν όψει του ότι δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο, όταν μετά από ικανό χρονικό διάστημα εκδικάζεται αμετακλήτως υπόθεση, το Δημόσιο να αδυνατεί να εισπράξει τα επιδικασθέντα ποσά, λόγω του ότι ο υπόχρεος προς επιστροφή είναι αναξιόχρεος ή παύει να υφίσταται (θάνατος φυσικού προσώπου, παύση λειτουργίας νομικού προσώπου κ.λπ.) γεγονός που καθιστά άκρως δυσχερή ή και αδύνατη την καταβολή αυτών. Η κατάθεση εγγυητικής επιστολής, εξάλλου, αποτρέπει την παρέλκυση της δίκης από πλευράς αντιδίκου του Δημοσίου με καταχρηστικά αιτήματα αναβολών στον αναιρετικό βαθμό κ.λπ., προκειμένου να απομακρύνει το ενδεχόμενο ανατροπής της εκτελεσθείσης αποφάσεως».

     Τίθεται, αρχικώς, το ζήτημα, αν αρμόδιο για την εξέταση αιτήματος μειώσεως, κατά τα ανωτέρω, του ύψους εγγυητικής επιστολής, ειδικώς ως προς την διοικητική δίκη, ως προς την οποία, άλλωστε, και μόνον εξετάζονται τα τιθέμενα με την διάταξη ζητήματα, είναι αποκλειστικά το εκδόν την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστήριο, συνήθως το διοικητικό εφετείο, ή και το Συμβούλιο της Επικρατείας. Η Ολομέλεια σε Συμβούλιο, κατά πλειοψηφία, που απαρτίσθηκε από τον Πρόεδρο Κ. Μενουδάκο, την Αντιπρόεδρο Α. Συγγούνα και τους Συμβούλους Ν. Μαρκουλάκη, Μ. Βηλαρά, Ι. Μαντζουράνη, Δ. Σκαλτσούνη, Ι. Γράβαρη, Σ. Μαρκάτη, Σ. Χρυσικοπούλου, Η. Τσακόπουλο, Μ. Σταματελάτου, Μ. Παπαδοπούλου, Δ. Κυριλλόπουλο, Α. Καλογεροπούλου, Ε. Κουσιουρή, Ο. Ζύγουρα, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Φιλοπούλου, Κ. Πισπιρίγκο, Α. Χλαμπέα, Δ. Μακρή, Μ. Πικραμένο και Τ. Κόμβου, κρίνει ότι: αρμόδιο, κατά νόμο, είναι μόνον το εκδόν την προσβαλλομένη απόφαση δικαστήριο και, ειδικότερα, η οικεία Επιτροπή Αναστολών αυτού. Τούτο προκύπτει τόσο από την διατύπωση της διατάξεως, που αναφέρεται, ακριβολογώντας κατά τούτο, αφενός σε δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση και αφετέρου σε δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί ένδικο «βοήθημα», στρεφόμενο προδήλως κατά εκτελεστού τίτλου και όχι ένδικο «μέσο», όσο και από γενική δικονομική αρχή, κατά την οποία μόνον ένα δικαστήριο είναι εκάστοτε το αρμόδιο να εξετάσει την αντίστοιχη κατηγορία διαφορών και όχι πλείονα, κατά την επιλογή, μάλιστα, του διαδίκου. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, θα είχε ως συνέπεια να εισάγεται το σχετικό αίτημα σε δικαστήριο επιλεγόμενο από τον αιτούντα διάδικο σε αντίθεση προς την ανωτέρω δικονομική αρχή. ’λλωστε, το εκδόν δικαστήριο, το οποίο έχει ήδη επιληφθεί της υποθέσεως, γνωρίζει, κατά τεκμήριο, καλύτερα τις συνθήκες, υπό τις οποίες πρόκειται να εκτελεσθεί η απόφασή του.

     Μειοψήφησαν οι Αντιπρόεδροι Α. Ράντος και Μ. Σαρπ και οι Σύμβουλοι Μ. Καραμανώφ, Α. Σακελλαροπούλου, Α.-Γ. Βώρος, Ε. Αντωνόπουλος, Α. Ντέμσιας, Φ. Ντζίμας, Β. Αραβαντινός, Κ. Κουσούλης, Θ. Αραβάνης και Β. Αναγνωστοπούλου – Σαρρή, οι οποίοι διατύπωσαν τη γνώμη ότι, κατά την έννοια της διατάξεως, αν έχει ασκηθεί αίτηση αναιρέσεως κατ’ αποφάσεως διοικητικού δικαστηρίου, αρμόδιο κατά νόμο καθίσταται και το Συμβούλιο της Επικρατείας. Τούτο, κατά τη γνώμη αυτή, προκύπτει τόσο από την εν γένει διατύπωση της διατάξεως, που αναφέρεται σε αποφάσεις «που υπόκεινται σε ένδικα μέσα ή βοηθήματα», καθώς και σε αρμοδιότητα είτε του δικαστηρίου, που εξέδωσε την εκτελεστή απόφαση, είτε του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί η εκδίκαση του ενδίκου βοηθήματος κατά της εκτελεστής αποφάσεως, όσο και από τη σκέψη ότι το εν προκειμένω τιθέμενο ενώπιον του δικαστηρίου ζήτημα, αναγόμενο αποκλειστικά στη φερεγγυότητα του ιδιώτη, είναι εντελώς διαφορετικό από το ήδη κριθέν από το εκδόν δικαστήριο - το οποίο, άλλωστε, έχει ήδη αποξενωθεί από την υπόθεση - και προσομοιάζει με κρίση επί αιτήσεως αναστολής σε εκκρεμή υπόθεση, κατ’ επίκληση συνδρομής περιπτώσεως ανεπανόρθωτης βλάβης, η οποία, κατά γενική αρχή της διοικητικής δίκης, ανατίθεται στο δικαστήριο, στο οποίο εκκρεμεί το ένδικο μέσο. Η διατύπωση, εξ άλλου, του νόμου για «ένδικο βοήθημα» αναφέρεται προφανώς στην συνήθη στην πολιτική δίκη περίπτωση εκδόσεως διαταγής πληρωμής, κατά της οποίας ασκείται, όντως, ένδικο βοήθημα.

     Εν όψει της, κατά τα ανωτέρω, ερμηνευτικής εκδοχής που επικράτησε, τέθηκε στη συνέχεια το ζήτημα αν η Ολομέλεια του Δικαστηρίου, που δεν είναι αρμόδιο για την εξέταση των σχετικών αιτημάτων, πρέπει να διατυπώσει κρίση για την συνταγματικότητα της διατάξεως. Η πλειοψηφία, που απαρτίσθηκε από τους Αντιπροέδρους Α. Ράντο και Μ. Σαρπ και τους Συμβούλους Χ. Ράμμο, Μ. Καραμανώφ, Ι. Μαντζουράνη, Α. Σακελλαροπούλου, Α. Χριστοφορίδου, Α.-Γ. Βώρο, Μ. Γκορτζολίδου, Ι. Γράβαρη, Ε. Αντωνόπουλο, Α. Ντέμσια, Η. Τσακόπουλο, Μ. Παπαδοπούλου, Β. Αραβαντινό, Δ. Κυριλλόπουλο, Α. Καλογεροπούλου, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Φιλοπούλου, Θ. Αραβάνη, Α. Χλαμπέα, Τ. Κόμβου και Β. Αναγνωστοπούλου - Σαρρή, έκρινε ότι πρέπει να διατυπωθεί σχετική κρίση, εν όψει της ευρύτερης σημασίας του ζητήματος, που αφορά την εν γένει διοικητική δίκη και επηρεάζει εμμέσως και την αναιρετική δίκη. Εξ άλλου, εν όψει των ήδη γενομένων δεκτών και της φύσεως του ζητήματος, το Δικαστήριο δεν θα έχει, πλέον, τη δυνατότητα να διατυπώσει σχετική κρίση, αφού τα σχετικά ζητήματα δεν θα μπορούν, κατ’ αρχήν, να αχθούν ενώπιόν του, με συνέπεια να ελλοχεύει ο κίνδυνος εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων επί συνταγματικού ζητήματος, χωρίς δυνατότητα άρσεως των διαφωνιών.

     Μειοψήφησαν ο Πρόεδρος Κ. Μενουδάκος, η Αντιπρόεδρος Α. Συγγούνα και οι Σύμβουλοι Ν. Μαρκουλάκης, Μ. Βηλαράς, Δ. Σκαλτσούνης, Ε. Νίκα, Σ. Μαρκάτης, Φ. Ντζίμας, Σ. Χρυσικοπούλου, Μ. Σταματελάτου, Ε. Κουσιουρής, Ο. Ζύγουρα, Κ. Κουσούλης, Κ. Πισπιρίγκος, Δ. Μακρής και Μ. Πικραμένος, οι οποίοι διατύπωσαν την γνώμη ότι δεν πρέπει να διατυπώσει η Ολομέλεια σε Συμβούλιο κρίση επί κατηγορίας υποθέσεων, για την οποία το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο, δεδομένου ότι αφενός το ζήτημα που ανακύπτει δεν αφορά τη συνταγματικότητα σχεδίου διατάξεως αλλά διατάξεως νόμου, η ερμηνεία και εφαρμογή της οποίας ανήκει μόνο στα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια, σύμφωνα με τη γνώμη που επικράτησε, εν όψει και του γεγονότος ότι οποιαδήποτε κρίση της Ολομέλειας σε Συμβούλιο δεν μπορεί να δεσμεύσει τα αρμόδια τακτικά διοικητικά δικαστήρια και, αφετέρου, δεν έχει παρασχεθεί στη Διοίκηση η δυνατότητα να διατυπώσει τις απόψεις της για τη συνταγματικότητα της επίμαχης διατάξεως. […] Εν συνεχεία, η Ολομέλεια σε Συμβούλιο συζήτησε το ζήτημα της συμφωνίας με το Σύνταγμα των εν λόγω ρυθμίσεων. Επί του ζητήματος αυτού έκρινε, κατά πλειοψηφία, που απαρτίσθηκε από τους Αντιπροέδρους Α. Ράντο και Μ. Σαρπ και τους Συμβούλους Δ. Κωστόπουλο, Ε. Γαλανού, Ν. Ρόζο, Χ. Ράμμο, Ν. Μαρκουλάκη, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ, Α. Σακελλαροπούλου, Α. Χριστοφορίδου, Δ. Σκαλτσούνη, Μ. – Ε. Κωνσταντινίδου, Α. – Γ. Βώρο, Γ. Ποταμιά, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα, Ι. Γράβαρη, Ε, Αντωνόπουλο, Γ. Τσιμέκα, Σ. Μαρκάτη, Π. Καρλή, Α. Ντέμσια, Σ. Χρυσικοπούλου, Η. Τσακόπουλο, Μ. Σταματελάτου, Β. Αραβαντινό, Δ. Κυριλλόπουλο, Α. Καλογεροπούλου, Ε. Κουσιουρή, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Κουσούλη, Κ. Φιλοπούλου, Θ. Αραβάνη, Κ. Πισπιρίγκο, Α. Χλαμπέα, Δ. Μακρή, Μ. Πικραμένο και Β. Αναγνωστοπούλου – Σαρρή, ότι οι ρυθμίσεις αυτές δεν είναι σύμφωνες με το Σύνταγμα. Τούτο, διότι, κατά την κρατήσασα στην Ολομέλεια γνώμη, με τις ρυθμίσεις αυτές παρεισάγονται, κατά παράβαση των άρθρων 94 § 4 (ιδίως, τελευταίο εδάφιο) και 95 § 5 του Σ, άσχετα με την δίκη εμπόδια στην συνταγματικώς κατοχυρούμενη υποχρέωση εκτέλεσης τελεσίδικης, και άρα εκτελεστής, δικαστικής αποφάσεως, με συνέπεια να μην παρέχεται στον νικήσαντα διάδικο η δυνατότητα να επιδιώξει αποτελεσματικά, χωρίς πρόσθετες προϋποθέσεις, την ικανοποίηση της τελεσιδίκως αναγνωρισθείσης αξιώσεώς του. Η αξίωσή του δε αυτή, καίτοι δικαστικώς αναγνωρισθείσα, θα ικανοποιείται πάντοτε σε μικρότερο, κατ’ αποτέλεσμα, ποσό, αφού θα επιβαρύνεται από την, όχι ασημάντου ύψους, δαπάνη για την έκδοση της εγγυητικής επιστολής, της οποίας δαπάνης δεν προβλέπεται η επιστροφή ούτε σε περίπτωση που η προς εκτέλεση απόφαση καταστεί στη συνέχεια αμετάκλητη. Επί πλέον, η ρύθμιση αυτή θεσπίζεται, κατά παράβαση της αρχής της ισότητος των διαδίκων, μονομερώς υπέρ του Δημοσίου. Εξ άλλου, σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για νομοθετική παρέμβαση στην εκτέλεση δικαστικής αποφάσεως, με έννομο αποτέλεσμα απαγγελλόμενο απ’ ευθείας από τον νομοθέτη, ενώ η εν προκειμένω δυνατότητα διορθωτικής παρεμβάσεως του δικαστηρίου περιορίζεται μόνον στο 50% του αμφισβητουμένου ποσού, ακόμη και αν ο ιδιώτης τυχόν επικαλείται και αποδεικνύει ότι είναι πλήρως αξιόχρεος. Οι ρυθμίσεις δε αυτές δεν εντάσσονται σε σύστημα γενικευμένης μεταβολής του χρόνου εκτελέσεως μιας δικαστικής αποφάσεως, με συνολική αλλαγή των εννόμων συνεπειών της τελεσιδικίας και σύνδεση της εκτελεστότητος με το αμετάκλητο της αποφάσεως, που θα αφορούσε, βεβαίως, όλες τις αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων, είτε έχουν χρηματικό αντικείμενο, είτε όχι, και όλους τους διαδίκους, αλλά περιορίζονται, κατά τα ήδη εκτεθέντα, σε ειδικό κύκλο αποφάσεων και διαδίκων. Και είναι μεν αληθές ότι δυνατότητα αναστολής εκτελέσεως τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως με τον όρο παροχής εγγυήσεων προβλέπεται ήδη στον τομέα των δημοσίων έργων, με την ρύθμιση της § 6 του άρθρου 12 του ν. 1418/1984 (Α΄ 23), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 2940/2001 (Α΄ 180), ήδη δε ισχύει ως άρθρο 77 § 5 του ν. 3669/2008 (Α΄ 116), με την οποία ορίζεται ότι «…Αν από την εκτέλεση της απόφασης πιθανολογείται κίνδυνος βλάβης, της οποίας η αποκατάσταση δεν είναι εύκολη, μπορεί να διαταχθεί με αίτηση κάποιου από τους διαδίκους η ολική ή εν μέρει αναστολή της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, με τον όρο παροχής ανάλογης εγγύησης ή και χωρίς εγγύηση ή να εξαρτηθεί η εκτέλεση της απόφασης από την παροχή εγγύησης από το διάδικο που έχει νικήσει. Για την αίτηση αποφαίνεται, συνεδριάζοντας ως συμβούλιο, χωρίς υποχρεωτική κλήτευση των διαδίκων, το αρμόδιο τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου, το οποίο συγκροτείται από τρία μέλη, στα οποία περιλαμβάνεται υποχρεωτικά ο εισηγητής της υπόθεσης. Η απόφαση της αναστολής μπορεί κατά τον ίδιο τρόπο να ανακληθεί, με αίτηση κάποιου από τους διαδίκους έως και κατά την πρώτη συζήτηση της αναίρεσης.». Η ρύθμιση, όμως, αυτή διαφέρει ουσιωδώς από την επίμαχη. Αφ’ ενός μεν διότι το έννομο αποτέλεσμα της αναστολής εκτελέσεως της δικαστικής αποφάσεως απαγγέλλεται, αν συντρέχει νόμιμη περίπτωση, από το δικαστήριο και όχι ευθέως από το νόμο, αφ’ ετέρου δε διότι, με την επίμαχη ρύθμιση, η οποία ούτως ή άλλως λειτουργεί αποκλειστικώς εις βάρος ενός μόνον των διαδίκων, επιτρέπεται η αποκλειστικώς εκ των υστέρων και μερική μόνον (μέχρι του 50% του αμφισβητουμένου ποσού) παρέμβαση του δικαστηρίου. Εξ άλλου, η ρύθμιση εκείνη αφορά εξ ίσου αμφότερους τους διαδίκους και, πάντως, επιτρέπει την υπό προϋποθέσεις εκτέλεση της αποφάσεως χωρίς την καταβολή εγγυήσεως.
     Ο Πρόεδρος Κ. Μενουδάκος και η Αντιπρόεδρος Α. Θεοφιλοπούλου διατύπωσαν την γνώμη ότι η επίμαχη ρύθμιση αντίκειται προς την κατοχυρούμενη από το Σύνταγμα αρχή της ισότητος των διαδίκων, δεδομένου ότι εφαρμόζεται αποκλειστικά για τον ιδιώτη διάδικο και όχι και για το Δημόσιο.
     Μειοψήφησαν ...

Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2013

ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΧΡΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΝΠΔΔ




  Διάκριση δημόσιας (που δεν κατάσχεται) και ιδιωτικής (που κατάσχεται) περιουσίας του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ.

  Στην ιδιωτική περιουσία ανήκουν οι πάσης φύσεως απαιτήσεις, ανεξάρτητα από την προέλευσή τους. 
  Χρήματα από ανταποδοτικά τέλη δεν κατάσχονται, όχι γιατί δεν ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία αλλά γιατί πρόκειται για απαιτήσεις που εξαρτώνται από αντιπαροχή και για τον λόγο αυτό είναι ακατάσχετες (982 παρ.1  περ. α ΚΠολΔ).
  Ο ισχυρισμός ότι γενικά και αόριστα ένας τραπεζικός λογαριασμός περιέχει και χρήματα προοριζόμενα για σκοπό , που τα καθιστά ανεπίδεκτα κατάσχεσης, δεν αρκεί για το ακατάσχετο των χρημάτων του λογαριασμού. 
   Δεν είναι ακατάσχετα χρήματα προερχόμενα από φόρους, ούτε προοριζόμενα για την μισθοδοσία του προσωπικού του δημοσίου ή ΝΠΔΔ. 
 Εξαίρεση στις παραπάνω παραδοχές εισάγει η υπ' αριθμ. 223/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πρέβεζας, το σκεπτικό της οποίας γενικευόμενο, αν γίνει δεκτό, τότε μπορεί να οδηγήσει στο ακατάσχετο κάθε τραπεζικής κατάθεσης του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ (δεν εκπλήσσει, βέβαια, εν όψει της προσαρμογής και των δικαστικών αποφάσεων στις δημοσιονομικές ανάγκες του ελληνικού κράτους, ιδίως όταν πρόκειται για την πληρωμή μισθών εργαζομένων του δημοσίου- το ότι από το κατασχεθέν ποσό ίσως να περίμεναν να πληρωθούν κάποιοι εργαζόμενοι , που εργάζονται στην επιχείρηση, που επέβαλε την κατάσχεση, προφανώς δεν ευαισθητοποιεί κανέναν).   
     ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 

Δικαστήριο:ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Τόπος:ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:17
Ετος:2002

Περίληψη

Κατάσχεση αξίωσης Ο.Τ.Α. για φόρους και τέλη σε χέρια τρίτων - Τέλη καθαριότητας, φωτισμού και απορριμμάτων - Τέλος ακίνητης περιουσίας (Τ.Α.Π.) -. Πότε επιτρέπεται η κατάσχεση περιουσίας των Ο.Τ.Α. Τι περιλαμβάνεται στην ιδιωτική και στη δημόσια περιουσία Ο.Τ.Α. Κατασχετό αξίωσης Ο.Τ.Α. για Τ.Α.Π. Ακατάσχετο αξίωσης Ο.Τ.Α. για ανταποδοτικά τέλη καθαριότητας, φωτισμού και απορριμμάτων. Αντίθετη μειοψηφία.
Κείμενο Απόφασης

Αριθμός 17/2002

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Β Σύνθεσης: Στέφανο Ματθία, Πρόεδρο, Ευάγγελο Κρουσταλάκη, Αντιπρόεδρο, Μιχαήλ Καρατζά, Πέτρο Κακκαλή, Σπυρίδωνα Γκιάφη, Γρηγόριο Φιλιππάτο, Παναγιώτη Φιλιππόπουλο, Θεόδωρο Λαφαζάνο, Νικόλαο Γεωργίλη, Κωνσταντίνο Βαρδαβάκη, Κωνσταντίνο Βαλμαντώνη, Δημήτριο Παπαμήτσο, Γεράσιμο Σιμόπουλο, Αθανάσιο Κρητικό, Ρωμύλο Κεδίκογλου, Θεόδωρο Αποστολόπουλο, Χρήστο Μπαλντά, Γεώργιο Ναυπλιώτη, Ανάργυρο Πλατή - Εισηγητή, Ευριπίδη Αντωνίου και Χρήστο Μπαβέα, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης).

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 17 Ιανουαρίου 2002, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Διονυσίου Κατσιρέα και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη, για να δικάσει μεταξύ:

Της καλούσας - αναιρεσείουσας: Εταιρείας με την επωνυμία ..., που εδρεύει στο Γουίλμινγκτον της πολιτείας του Ντέλαγουερ (Delaware) των Η.Π.Α. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γ.Ξ..

Της καθής η κλήση - αναιρεσίβλητης:...

Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2013

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΟΔΗΓΙΩΝ



Η πρώτη από αυτές  (10/2013) μάλιστα αφορά την εφαρμογή της οδηγίας 2000/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29-6-2000 πριν από την έκδοση του ΠΔ 166/2013, που την ενσωμάτωσε στην εσωτερική έννομη τάξη, μετά όμως την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας προσαρμογής  τής εσωτερική έννομης τάξης σε αυτήν.
  Η δεύτερη (11/2013) κάνει δεκτό ότι τα Δικαστήρια συγκαταλέγονται μεταξύ των εθνικών αρχών, που οφείλουν να φροντίσουν για την μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη και εφαρμογή των Οδηγιών , τις οποίες οφείλουν να λαμβάνουν υπ' όψη κατά την εφαρμογή του εσωτερικού δικαίου , ακόμη και κατά τον χρόνο, που δεν έχει παρέλθει η προθεσμία για την προσαρμογή του εσωτερικού δικαίου σε αυτές. 
 Δηλαδή οι  αποφάσεις αυτές, που παρατίθενται παρακάτω, δέχονται την απευθείας εφαρμογή των ευρωπαϊκών οδηγιών στην εσωτερική έννομη τάξη ακόμη και πριν από την πάροδο της προθεσμίας για την προσαρμογή της εσωτερικής νομοθεσίας σε αυτές  , η οποία (εφαρμογή), όμως, πρέπει να είναι κάθετη και όχι οριζόντια (η σχετική διάκριση περιγράφεται στην υπ' αρ. 10/2013).
   Οι αποφάσεις αυτές έχουν ως εξής:   
         

Δικαστήριο:ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Τόπος:ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:10
Ετος:2013

Περίληψη

Αναίρεση για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ...