Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2013

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΟΔΗΓΙΩΝ



Η πρώτη από αυτές  (10/2013) μάλιστα αφορά την εφαρμογή της οδηγίας 2000/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29-6-2000 πριν από την έκδοση του ΠΔ 166/2013, που την ενσωμάτωσε στην εσωτερική έννομη τάξη, μετά όμως την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας προσαρμογής  τής εσωτερική έννομης τάξης σε αυτήν.
  Η δεύτερη (11/2013) κάνει δεκτό ότι τα Δικαστήρια συγκαταλέγονται μεταξύ των εθνικών αρχών, που οφείλουν να φροντίσουν για την μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη και εφαρμογή των Οδηγιών , τις οποίες οφείλουν να λαμβάνουν υπ' όψη κατά την εφαρμογή του εσωτερικού δικαίου , ακόμη και κατά τον χρόνο, που δεν έχει παρέλθει η προθεσμία για την προσαρμογή του εσωτερικού δικαίου σε αυτές. 
 Δηλαδή οι  αποφάσεις αυτές, που παρατίθενται παρακάτω, δέχονται την απευθείας εφαρμογή των ευρωπαϊκών οδηγιών στην εσωτερική έννομη τάξη ακόμη και πριν από την πάροδο της προθεσμίας για την προσαρμογή της εσωτερικής νομοθεσίας σε αυτές  , η οποία (εφαρμογή), όμως, πρέπει να είναι κάθετη και όχι οριζόντια (η σχετική διάκριση περιγράφεται στην υπ' αρ. 10/2013).
   Οι αποφάσεις αυτές έχουν ως εξής:   
         

Δικαστήριο:ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Τόπος:ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:10
Ετος:2013

Περίληψη

Αναίρεση για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ...
- Οδηγίες ΕΕ - ʼμεση εφαρμογή Οδηγίας - Αρχή της αποτελεσματικότητας - Δημόσια έργα - Εμπορικές συναλλαγές -Ποσοστό τόκου υπερημερίας - Υπολογισμός τόκων σε βάρος ΕΡΓΑ ΟΣΕ - Χρόνος έναρξης διατάξεων -. Οι οδηγίες αποτελούν παράγωγο κοινοτικό δίκαιο και δεσμεύουν κάθε κράτος-μέλος της Κοινότητας, στο οποίο απευθύνονται, καθόσον αφορούν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα (αρχή της αποτελεσματικότητας), αλλά αφήνουν την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Γι’ αυτό, απευθύνονται κατ' ανάγκην όχι απ’ ευθείας προς τους ιδιώτες, θεσπίζοντας δικαιώματα και υποχρεώσεις τους, αλλά μόνο προς τα κράτη-μέλη, αφού μόνον αυτά έχουν την δυνατότητα να λάβουν τα μέτρα με τα οποία θα καταστεί δυνατή η επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος. Αν η οδηγία περιέχει κανόνες σαφείς και ορισμένους, δεκτικούς απευθείας εφαρμογής (δηλ. χωρίς αιρέσεις ή περιθώρια επιλογής), η παράλειψη του εθνικού νομοθέτη να την εκτελέσει εμπρόθεσμα συνεπάγεται την άμεση ισχύ της στην εσωτερική έννομη τάξη του κράτους μέλους που είναι ο παραλήπτης της οδηγίας. Η ισχύς της, όμως, εκτείνεται μόνο κατά του κράτους μέλους που παρέλειψε να την καταστήσει εθνικό δίκαιο και των αντίστοιχων κρατικών φορέων. Δεν εκτείνεται και στις σχέσεις μεταξύ των ιδιωτών, είναι δηλ. κάθετη και όχι οριζόντια. Η οριζόντια ισχύς της ολοκληρώνεται μόνο με την έκδοση πράξης του εθνικού νομοθέτη που μετατρέπει την οδηγία σε κανόνα του εσωτερικού δικαίου (ΟλΑΠ 31/09, 19/07). Υπάγεται και το Κράτος ως εργοδότης, καθώς και οι οργανισμοί στους οποίους, ασχέτως της νομικής τους μορφής, έχει ανατεθεί με πράξη της δημόσιας αρχής η παροχή υπηρεσιών δημόσιου συμφέροντος, υπό την εποπτεία της αρχής αυτής, δεν μπορεί δε το κράτος μέλος που δεν εξέδωσε εγκαίρως τα μέτρα μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο να αντιτάσσει κατά του φυσικού ή νομικού προσώπου την παράλειψη συμμορφώσεώς του στην οδηγία, και η επίκληση από το φυσικό ή νομικό πρόσωπο της οδηγίας έχει ως συνέπεια την μη εφαρμογή κανόνα εθνικού δικαίου που είναι αντίθετος προς τις διατάξεις της οδηγίας. Συνεπώς, η Οδηγία 2000/35 ΕυρΚοινοβ και Συμβουλίου εφαρμόζεται και στα δημόσια έργα, διότι στην έννοια της «εμπορικής συναλλαγής» των άρθρων 3 του π.δ. 166/2003 και 2 της οδηγίας 2000/35 εμπίπτει και η εκτέλεση δημοσίων έργων. Με την καθυστερημένη εισαγωγή της Οδηγίας (π.δ. 166/2003) έχει ατονήσει το δικαίωμα του Έλληνα νομοθέτη να ορίσει διαφορετικά τα περί τόκων υπερημερίας σε βάρος του κυρίου του έργου. Συνεπώς το ύψος του τόκου υπερημερίας που είναι υποχρεωμένος να καταβάλει ο οφειλέτης υπολογίζεται με βάση το επιτόκιο που εφαρμόζει η ΕΚΤ στην πιο πρόσφατη κυρία πράξη αναχρηματοδότησης, η οποία πραγματοποιείται πριν από την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου ("επιτόκιο αναφοράς"), προσαυξημένο κατά επτά εκατοστιαίες μονάδες ("περιθώριο"), εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στη σύμβαση. Βάσιμος αναιρετικός λόγος από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Η ένδικη σύμβαση, που συνήφθη μετά την πάροδο της προθεσμίας ενσωμάτωσης της οδηγίας 2000/35 στην ελληνική έννομη τάξη αλλά πριν από την ενσωμάτωσή της στο Ελληνικό δίκαιο, μεταξύ της αναιρεσίβλητης, ως δημόσιου φορέα, και της αναιρεσείουσας κοινοπραξίας, δηλαδή όχι μεταξύ ιδιωτών, διέπεται ως προς το κρίσιμο ζήτημα του ποσοστού τόκου υπερημερίας από τις σχετικές διατάξεις της Οδηγίας 2000/35/ΕΚ, στις οποίες υπάγεται και των οποίων (διατάξεων) συνέτρεχαν, υπό τις πραγματικές παραδοχές του Εφετείου, οι προϋποθέσεις εφαρμογής, κατ’ αποκλεισμό των διατάξεων του άρθρου 5 παρ.10 του ν. 1418/1984. Κρίθηκε ότι το Εφετείο, που δεν εφήρμοσε τις ειρημένες διατάξεις του άρθρου 3παρ.1γ-δ' της Οδηγίας 2000/35/ΕΚ (άρθρ. 4 παρ.4 π.δ. 166/2003), αλλά την μη εφαρμοστέα εν προκειμένω διάταξη του άρθρου 5 παρ.10 του ν. 1418/1984, παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου αυτές διατάξεις.
Κείμενο Απόφασης

Αριθμός 10/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Β' Σύνθεσης: Ρένα Ασημακοπούλου, Πρόεδρο Αρείου Πάγου, Θεοδώρα Γκοΐνη, Χαράλαμπο Δημάδη, Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπροέδρους, Βασίλειο Φούκα, Βιολέττα Κυττέα, Αντώνιο Αθηναίο, Δημήτριο Μαζαράκη, Παναγιώτη Ρουμπή, Ανδρέα Δουλγεράκη, Κωνσταντίνο Φράγκο, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Κωνσταντίνο Τσόλα, Δημήτριο Κράνη, Ανδρέα Ξένο, Δημήτριο Κόμη, Αντώνιο Ζευγώλη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Ασπασία Καρέλλου, Αργύριο Σταυράκη - Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Δήμητρα Λεοντάρη-Μπουρνάκα, Ιωάννη Χαμηλοθώρη, Χρυσούλα Παρασκευά, Μιχαήλ Αυγουλέα, Βασίλειο Καπελούζο, Χαραλαμπία Σίμου, Παναγιώτη Χατζηπαναγιώτη και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης).
    Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 17 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη-Σπυρίδωνα Τέντε και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
    Της καλούσας - αναιρεσείουσας: Κοινοπραξίας "ΑΚΤΩΡ Α.Τ.Ε. - SIEMENS A.G. - H.F WIEBE Gmbh & Co KG", νόμιμα εκπροσωπουμένης, που εδρεύει στο ..., αναδόχου του έργου: "Κατασκευή Επιδομής, Σηματοδότησης, Τηλεδιοίκησης και Τηλεπικοινωνιών για τη γραμμή Σ.Κ.Α - Κιάτου, έργα ασφαλείας για τη γραμμή Ελευσίνα - Κιάτο και η/μ εργασιών σηράγγων (Α.Δ 279)", και των απαρτιζόντων αυτήν μελών, ήτοι της εταιρίας "ΑΚΤΩΡ Α.Τ.Ε", νόμιμα εκπροσωπουμένης που εδρεύει στη ..., της εταιρίας "SIEMENS A.G", νόμιμα εκπροσωπουμένης, που εδρεύει στο ..., της εταιρίας "WIEBE GmbH & CoKG", νόμιμα εκπροσωπούμενης, που εδρεύει στο ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Στυλιανή Αδάμ.
    Της καθ' ής η κλήση - αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "ΕΡΓΑ Ο.Σ.Ε Α.Ε", νόμιμα εκπροσωπούμενης, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Χαρίκλεια Τζέλλη και Κωνσταντίνο Χριστοδούλου.
    Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12 Φεβρουαρίου 2007 προσφυγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Εφετείο Αθηνών. Εκδόθηκε η 5505/2008 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, την αναίρεση της οποίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 4 Μαΐου 2009 αίτησή της, επί της οποίας εκδόθηκε η 1258/2011 απόφαση του Α2' Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τους δεύτερο και τρίτο λόγους της από 4.5.2009 αιτήσεως της κοινοπραξίας "ΑΚΤΩΡ ΑΤΕ - SIEMENS A.G - H.F WIEBE GmbH & CoKG" για αναίρεση της 5505/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 22 Μαΐου 2012 κλήση της καλούσας, η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοί τους ανέπτυξαν και προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, που αναφέρονται και στις προτάσεις τους, και ζήτησαν, η μεν της αναιρεσείουσας την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως, οι δε της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη.
    Ο Εισαγγελέας πρότεινε οι παραπεμπόμενοι στην Ολομέλεια δεύτερος και τρίτος λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως να κριθούν αβάσιμοι.
    Κατόπιν αυτών η Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε όσα προηγουμένως είχαν αναπτύξει.
    Κατά την 30 Μαΐου 2013, ημέρα που συγκροτήθηκε το παρόν δικαστήριο προκειμένου να διασκεφθεί την ανωτέρω υπόθεση, ήταν απόντες οι Αρεοπαγίτες Βασίλειος Φούκας, Κωνσταντίνος Φράγκος, Γεώργιος Αδαμόπουλος και Κωνσταντίνος Τσόλας, οι οποίοι δήλωσαν κώλυμα αρμοδίως, παρισταμένων πλέον των δεκαπέντε (15) μελών εκ των συμμετασχόντων στη συζήτηση της υπόθεσης, κατ' άρθρο 23 παρ. 2 του ν.1756/1988, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση με το άρθρο 44 του ν.3659/2008.
    ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με την υπ' αριθμ. 1258/2011 απόφαση του Α2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκαν στην Τακτική Ολομέλεια κατά τα άρθρα 563 παρ.2β'του ΚΠολΔ και 23 παρ.2 του ν.1756/1988/Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων κ.λπ., όπως ισχύει, ως ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος, οι δεύτερος και τρίτος, από το άρθρο 559 αρ.1 και 19 (και οι δύο) του ΚΠολΔ, λόγοι της από 4-5-2009 αιτήσεως της κοινοπραξίας "ΑΚΤΩΡ Α.Τ.Ε.-SIEMENS A.G.-H.F. WIEBE GmBh & Co KG" για αναίρεση της υπ' αριθμ. 5505/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Ήδη με την από 22-5-2012 κλήση της αναιρεσείουσας κοινοπραξίας φέρονται νόμιμα προς συζήτηση ενώπιον της παρούσης Τακτικής Ολομέλειας οι ως άνω παραπεμφθέντες λόγοι αναιρέσεως.
    ΙΙ. Η αναιρεσείουσα Κοινοπραξία, ανάδοχος του δημόσιου έργου "Κατασκευή Επιδομής, Σηματοδότησης, Τηλεδιοίκησης και Τηλεπικοινωνιών για τη γραμμή Σ.Κ.Α.- Κιάτου, έργα ασφαλείας για τη γραμμή Ελευσίνα-Κιάτο και η/μ εργασιών σηράγγων (Α.Δ. 279)", με την από 12-2-2007 προσφυγή της ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, ζήτησε, μεταξύ των άλλων, να αναγνωρισθεί ότι η αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΕΡΓΑ Ο.Σ.Ε. Α.Ε."- καθ'ης η προσφυγή, κυρία του έργου (εργοδότρια), υποχρεούται να της καταβάλει το ποσό των 483.758,40 ευρώ ως τόκους υπερημερίας λόγω καθυστερήσεως πληρωμής της αντίστοιχης αμοιβής της για το αναφερόμενο εκτελεσθέν έργο (πέντε λογαριασμοί από τους υποβληθέντες έξι) , υπολογισμένους (τους τόκους) βάσει της οδηγίας 2000/35/ΕΚ, που ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το π.δ. 166/2003, και του άρθρου 423 του Α.Κ., επικουρικά δε ότι η καθ'ης οφείλει τόκους υπερημερίας σύμφωνα με το ισχύον για τους ιδιώτες ποσοστό τόκων υπερημερίας, άλλως σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ.10 του ν.1418/1984. Το Πενταμελές Εφετείο έκανε εν μέρει δεκτή την προσφυγή και αναγνώρισε ότι η αναιρεσίβλητη οφείλει στην αναιρεσείουσα τόκους υπερημερίας για τους υποβληθέντες τρίτον, τέταρτο και έκτο λογαριασμούς, που εξοφλήθηκαν εκπροθέσμως, ποσού, αντίστοιχα (των λογαριασμών), 818.935,29 (ανεξόφλητο υπόλοιπο), 8.432.046,21 και 9.644.902,25 ευρώ, ίσους (τους τόκους υπερημερίας) με το 85% του τόκου των εξαμηνιαίων εντόκων γραμματίων του Δημοσίου κατά τον χρόνο της υπερημερίας, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ.10 του ν.1418/1984 που ορίζει στο ποσοστό αυτό τους τόκους υπερημερίας για την καθυστέρηση πληρωμής του εργολαβικού ανταλλάγματος στα δημόσια έργα, και αφού δέχθηκε (το Εφετείο), κατά το ενδιαφέρον εδώ μέρος της αναιρεσιβαλλομένης, ότι α) ως προς το ποσοστό του τόκου υπερημερίας τον οποίο ζητούσε η αναιρεσείουσα με την προσφυγή της δεν έχει εφαρμογή η Οδηγία 2000/35/ΕΚ, που ενσωματώθηκε στην Ελληνική έννομη τάξη με το π.δ. 166/2003 και την οποία, ως ευνοϊκότερη, είχε επικαλεστεί η αναιρεσείουσα, για τον λόγο ότι η επίδικη εργολαβία συνήφθη μεν μετά την πάροδο της προθεσμίας προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στην ανωτέρω οδηγία, πριν όμως από την έναρξη της ισχύος του ως άνω προεδρικού διατάγματος, και ότι β) το επικουρικό αίτημα της αναιρεσείουσας-προσφεύγουσας να υπολογισθεί ο τόκος υπερημερίας σύμφωνα με το ισχύον για τους ιδιώτες ποσοστό είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, αφού προσκρούει στην προρρηφθείσα ειδική διάταξη του άρθρου 5 παρ.10 του ν.1418/1984, με την οποία ρυθμίζεται ο τόκος υπερημερίας σε χαμηλότερα ποσοστά και η οποία, θεσπισθείσα για λόγους δημοσίου συμφέροντος, δεν αντιβαίνει στις διατάξεις του Συντάγματος, της ΕΣΔΑ και του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ίδιας Συμβάσεως, όπως είχε υποστηρίξει η προσφεύγουσα. Τις παραδοχές αυτές της αναιρεσιβαλλομένης προσβάλλει η αναιρεσείουσα με τους παραπεμφθέντες στην Ολομέλεια ως άνω λόγους αναιρέσεως.
    III. Από τις διατάξεις του άρθρου 189 παρ.3 και ήδη 249 παρ.1 και 3 της Ενοποιημένης Απόδοσης της Συνθήκης της ΕΟΚ προκύπτει ότι οι οδηγίες αποτελούν παράγωγο κοινοτικό δίκαιο και δεσμεύουν κάθε κράτος-μέλος της Κοινότητας, στο οποίο απευθύνονται, καθόσον αφορούν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα (αρχή της αποτελεσματικότητας), αλλά αφήνουν την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Γι'αυτό, απευθύνονται κατ' ανάγκην όχι απ'ευθείας προς τους ιδιώτες, θεσπίζοντας δικαιώματα και υποχρεώσεις τους, αλλά μόνο προς τα κράτη-μέλη, αφού μόνον αυτά έχουν την δυνατότητα να λάβουν τα μέτρα με τα οποία θα καταστεί δυνατή η επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος. Αν η οδηγία περιέχει κανόνες σαφείς και ορισμένους, δεκτικούς απευθείας εφαρμογής (δηλ. χωρίς αιρέσεις ή περιθώρια επιλογής), η παράλειψη του εθνικού νομοθέτη να την εκτελέσει εμπρόθεσμα συνεπάγεται την άμεση ισχύ της στην εσωτερική έννομη τάξη του κράτους μέλους που είναι ο παραλήπτης της οδηγίας. Η ισχύς της, όμως, εκτείνεται μόνο κατά του κράτους μέλους που παρέλειψε να την καταστήσει εθνικό δίκαιο και των αντίστοιχων κρατικών φορέων. Δεν εκτείνεται και στις σχέσεις μεταξύ των ιδιωτών, είναι δηλ. κάθετη και όχι οριζόντια. Η οριζόντια ισχύς της ολοκληρώνεται μόνο με την έκδοση πράξης του εθνικού νομοθέτη που μετατρέπει την οδηγία σε κανόνα του εσωτερικού δικαίου (ΟλομΑΠ 31/2009, 19/2007). Κατά πάσαν περίπτωση όμως και κατ'εφαρμογήν του εθνικού δικαίου, είτε πρόκειται για προγενέστερες ή μεταγενέστερες της οδηγίας διατάξεις, οι εθνικές αρχές, συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων, των κρατών μελών κατά την ερμηνεία του εθνικού δικαίου, στα πλαίσια της συνεργασίας των κρατών μελών με την ΕΕ και της διασφάλισης του πεδίου εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου κατά τα άρθρα 10, 249 παρ. 3 της ΣυνθΕΟΚ και 28 του Συντάγματος, έχουν την υποχρέωση να εξασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα του ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένων και των οδηγιών, έστω και αν αυτές δεν έχουν ακόμη μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο, εφόσον είναι αρκούντως ακριβείς και ανεπιφύλακτες ή στα σημεία που είναι ακριβείς και ανεπιφύλακτες (ΟλομΑΠ 31/2009, 18/2006, απόφαση ΔΕΚ της 24-5-2012 C-97/11, σκέψεις 28, 29, 33, υπόθεση ΔΕΚ της 5-10-2004 C-397/01 έως C-403/01). Ως προς την προαναφερθείσα, ειδικότερα, άμεση ισχύ της Οδηγίας έναντι του Κράτους μέλους, στον όρο "Κράτος" υπάγεται και το κράτος ως εργοδότης (απόφαση ΔΕΚ της 26-10-1986, Marshall, 152/84, Συλλ.1986.749), καθώς και οι οργανισμοί στους οποίους, ασχέτως της νομικής τους μορφής, έχει ανατεθεί με πράξη της δημόσιας αρχής η παροχή υπηρεσιών δημόσιου συμφέροντος, υπό την εποπτεία της αρχής αυτής (απόφαση ΔΕΚ της 12-7-1990, Foster κ.α., C-188/89, Συλλ 1990. I-3313, σκέψη 20), δεν μπορεί δε το κράτος μέλος που δεν εξέδωσε εγκαίρως τα μέτρα μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο να αντιτάσσει κατά του φυσικού ή νομικού προσώπου την παράλειψη συμμορφώσεώς του στην οδηγία (ΔΕΚ, υπόθεση 8/81, Becker, Συλλ 1982.53 σκέψεις 21-24), και η επίκληση από το φυσικό ή νομικό πρόσωπο της οδηγίας έχει ως συνέπεια την μη εφαρμογή κανόνα εθνικού δικαίου που είναι αντίθετος προς τις διατάξεις της οδηγίας (ΔΕΚ 20-4-1999, Skandia, C-241/97, Συλλ 1999.1-1879, σκέψη 57).
    IV. Κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ.1 του ΚΠολΔ υπάρχει παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου που δημιουργεί τον αντίστοιχο λόγο αναιρέσεως όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν εφαρμόζει κανόνα δικαίου του οποίου, ενόψει των πραγματικών παραδοχών του δικαστηρίου, συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής, ή εφαρμόζει τέτοιον κανόνα, του οποίου, ενόψει των ίδιων παραδοχών, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής, καθώς και όταν εφαρμόζει εσφαλμένα τον κανόνα δικαίου (ΟλομΑΠ 31/2009). Εξάλλου, με το π.δ. 166/2003 προσαρμόστηκε η ελληνική νομοθεσία στην Οδηγία 2000/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29-6-2000 για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές (άρθρ. 1 π.δ.166/2003). Κατά το άρθρο 2 του διατάγματος αυτού οι διατάξεις του εφαρμόζονται στις πληρωμές που έχουν χαρακτήρα αμοιβής από εμπορική συναλλαγή, κατά δε το άρθρο 3 αρ.1 του ίδιου διατάγματος "εμπορική συναλλαγή" είναι κάθε συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών, η οποία συνεπάγεται την παράδοση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής (άρθρ. 2 αρ.1 οδηγίας 2000/35). Το ίδιο άρθρο 3 αρ.1α' του π.δ. 166/2003 διαλαμβάνει ότι "δημόσια αρχή" είναι κάθε αναθέτουσα αρχή, όπως ορίζεται στα αναφερόμενα προεδρικά διατάγματα για τις δημόσιες συμβάσεις, μεταξύ των οποίων και εκείνες των δημοσίων έργων (π.δ. 334/2000, ΦΕΚ Α' 279). Από την τελευταία αυτή διάταξη, σε συνδυασμό με την 19η αιτ. σκέψη της οδηγίας 2000/35/ΕΚ, όπου ορίζεται ότι "Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να απαγορεύει την κατάχρηση της ελευθερίας των συμβάσεων εις βάρος του δανειστή (...). Όταν ο κύριος ανάδοχος επιβάλλει στους προμηθευτές και τους υπεργολάβους του όρους πληρωμής οι οποίοι δεν δικαιολογούνται από τους όρους που ισχύουν γι' αυτόν, αυτοί μπορούν να θεωρηθούν ως παράγοντες που συνιστούν μια τέτοια κατάχρηση (...), αλλά και την 22η αιτ. σκέψη της οδηγίας, όπου ορίζεται ότι "Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να διέπει όλες τις εμπορικές συναλλαγές, μεταξύ των κυρίων αναδόχων και των προμηθευτών και υπεργολάβων τους, ανεξαρτήτως του εάν αυτές διενεργούνται μεταξύ ιδιωτικών ή δημοσίων επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών (...). Κατά συνέπεια θα πρέπει επίσης να διέπει όλες τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των κυρίων αναδόχων και των προμηθευτών και υπεργολάβων τους", προκύπτει ότι στην προαναφερθείσα έννοια της "εμπορικής συναλλαγής", των άρθρων 3 του π.δ. 166/2003 και 2 της οδηγίας 2000/35 εμπίπτει και η εκτέλεση δημοσίων έργων. Τούτο άλλωστε ρητώς ορίζεται ήδη στην 11η αιτ. σκέψη της οδηγίας 2011/ΕΕ της 16-2-2011 (αναδιατύπωση διατάξεων οδηγίας 2000/35), κατά την οποία "στην παράδοση αγαθών και στην παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής που εμπίπτουν στην παρούσα οδηγία θα πρέπει επίσης να συμπεριληφθούν η σχεδίαση και η εκτέλεση δημοσίων έργων και κτιρίων και τα έργα πολιτικών μηχανικών". Περαιτέρω, όπως ορίζεται στο άρθρο 9 του π.δ. 166/2003, η ισχύς του διατάγματος αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, επομένως από την 5-6-2003 (ΦΕΚ Α 138/5-6-2003), εξαιρούνται δε του διατάγματος οι συμβάσεις που έχουν συναφθεί πριν από την ημερομηνία της ισχύος του. Σύμφωνα δε (όμως) με το άρθρο 6 παρ.1 και 3 της Οδηγίας 2000/35 τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία πριν από τις 8 Αυγούστου 2002, κατά δε τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρούν μεταξύ των άλλων και τις συμβάσεις που έχουν συναφθεί πριν από τις 8 Αυγούστου 2002. Από τα αμέσως ανωτέρω προκύπτει ότι η ειρημένη Οδηγία 2000/35/ΕΚ ενσωματώθηκε στο Ελληνικό δίκαιο την 5-6-2003 (έναρξη ισχύος π.δ. 166/2003), ήτοι μετά την παρέλευση της προθεσμίας προσαρμογής (μέχρι 8-8-2002) που όριζε η οδηγία, εξαιρέθηκαν δε της εφαρμογής του π.δ. 166/2003 οι συμβάσεις που είχαν συναφθεί προ της ισχύος του π.δ. 166/2003, ενώ κατά την Οδηγία μπορούσαν να εξαιρεθούν οι συμβάσεις που είχαν συναφθεί μέχρι την 8-8-2002, κατά τα προεκτεθέντα. Στο άρθρο 4 του π.δ. 166/2003 για τον τόκο σε περίπτωση καθυστερήσεως πληρωμής (αρθρ.3 παρ.1γ-δ' Οδηγίας 2000/35) ορίζεται μεταξύ των άλλων ότι ο δανειστής δικαιούται τόκους εφόσον α) έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νόμιμες υποχρεώσεις του και β) δεν έχει εισπράξει εγκαίρως το οφειλόμενο ποσό, εκτός εάν δεν υπάρχει ευθύνη του οφειλέτη για την καθυστέρηση (παρ.3), και ότι το ύψος του τόκου υπερημερίας που είναι υποχρεωμένος να καταβάλει ο οφειλέτης υπολογίζεται με βάση το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην πιο πρόσφατη κυρία πράξη αναχρηματοδότησης, η οποία πραγματοποιείται πριν από την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου ("επιτόκιο αναφοράς"), προσαυξημένο κατά επτά εκατοστιαίες μονάδες ("περιθώριο"), εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στη σύμβαση, το δε επιτόκιο αναφοράς που ισχύει στην πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου εφαρμόζεται και για τους επόμενους έξι μήνες (παρ.4). Η τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 3 παρ.1γ-δ'της Οδηγίας 2000/35/ΕΚ ως προς το δικαίωμα του δανειστή στους τόκους υπερημερίας και ιδίως ως προς το ύψος του σχετικού επιτοκίου, όπως από αυτήν προκύπτει, περιέχει κανόνες σαφείς και ορισμένους, χωρίς αιρέσεις ή περιθώρια επιλογής, και επομένως δεκτικούς απευθείας εφαρμογής έναντι των κρατών μελών (ήδη ad hoc υπόθεση ΔΕΚ της 24-5-2012 C-97/11, σκέψεις 36, 37, 38) και εν προκειμένω του Ελληνικού κράτους, το οποίο δεν μπορεί να αντιτάξει στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο την παράλειψή του να συμμορφωθεί εγκαίρως, εντός δηλαδή της προθεσμίας προσαρμογής, προς την οδηγία. Επομένως η ένδικη σύμβαση, που συνήφθη την 21-5-2003, ήτοι μετά την κατά τα ανωτέρω πάροδο της προθεσμίας ενσωμάτωσης της οδηγίας 2000/35 στην ελληνική έννομη τάξη (8-8-2002) αλλά πριν από την ενσωμάτωσή της στο Ελληνικό δίκαιο (5-6-2003, έναρξη ισχύος π.δ. 166/2003), μεταξύ δε της αναιρεσίβλητης, ως δημόσιου φορέα, και της αναιρεσείουσας κοινοπραξίας, δηλαδή όχι μεταξύ ιδιωτών, διέπεται ως προς το κρίσιμο εν προκειμένω ζήτημα του ποσοστού τόκου υπερημερίας από τις ανωτέρω διατάξεις της Οδηγίας 2000/35/ΕΚ, στις οποίες υπάγεται και των οποίων (διατάξεων) συνέτρεχαν, υπό τις πραγματικές παραδοχές του Εφετείου, οι προϋποθέσεις εφαρμογής, κατ' αποκλεισμόν των διατάξεων του άρθρου 5 παρ.10 του ν.1418/1984. Επομένως το Εφετείο, που δεν εφήρμοσε τις ειρημένες διατάξεις του άρθρου 3παρ.1γ-δ' της Οδηγίας 2000/35/ΕΚ (άρθρ. 4 παρ.4 π.δ. 166/2003), αλλά την μη εφαρμοστέα εν προκειμένω διάταξη του άρθρου 5 παρ.10 του ν. 1418/1984, παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου αυτές διατάξεις, όπως βάσιμα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα με τον πρώτο από τους παραπεμφθέντες, δεύτερον δε του αναιρετηρίου, από το άρθρο 559 αρ.1 (όχι και 19), λόγο αναιρέσεως. IV.- Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω και κατά παραδοχήν του ως άνω δεύτερου, από τον αρ.1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγου του αναιρετηρίου πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές (άρθρ.580 παρ.3 του ΚΠολΔ), να συμψηφισθούν δε τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων, επειδή η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρ.179, 183 του ΚΠολΔ).
    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμ. 5505/2008 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές.
    Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Μαΐου 2013. Και
    Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση στις 13 Ιουνίου 2013.
    Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Πρόεδρος:Ρένα Ασημακοπούλου
Δικηγόροι:Στυλιανή Αδάμ, Χαρίκλεια Τζέλλη, Κωνσταντίνος Χριστοδούλου
Εισηγητές:ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ Αργύριος Σταυράκης ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ Ιωάννης Σπυρίδων Τέντες
Μέλη:Θεοδώρα Γκοΐνη, Χαράλαμπος Δημάδης, Γεώργιος Γιανν
Λήμματα:Αναίρεση για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ,Οδηγίες ΕΕ ,ʼμεση εφαρμογή Οδηγίας ,Αρχή της αποτελεσματικότητας ,Δημόσια έργα ,Εμπορικές συναλλαγές ,Ποσοστό τόκου υπερημερίας ,Υπολογισμός τόκων σε βάρος ΕΡΓΑ ΟΣΕ ,Χρόνος έναρξης διατάξεων

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ 
Δημοσίευση:ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ
ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ



Δικαστήριο:ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Τόπος:ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:11
Ετος:2013

Περίληψη

Ειδική εκκαθάριση ΑΕΠΕΥ - Συνεγγυητικό Κεφάλαιο Εξασφάλισης Επενδυτικών Υπηρεσιών ΝΠΙΔ - Κατάθεση χρηματικού ποσού εγγυημένης σταθερής απόδοσης - Αρχή υπεροχής του δικαίου της ΕΕ - Μεταφορά Οδηγιών στο εσωτερικό δίκαιο - Επενδυτικές Υπηρεσίες -. Αρχή της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου. Υποχρέωση όλων των κρατικών λειτουργιών (και της δικαστικής) να εξασφαλίζουν την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της Πολιτείας που απορρέουν από τη Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οδηγία 93/22/ΣυμβΕΟΚ για τις επενδυτικές υπηρεσίες στον τομέα των κινητών αξιών και Οδηγία 97/9/ΕΚ σχετικά με τα συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών. Τρόπος ερμηνείας και εφαρμογής του εθνικού δικαίου εν όψει κοινοτικών κανόνων δικαίου. Υποχρέωση (και) των δικαστηρίων να διασφαλίζουν την πλήρη εφαρμογή, υπο νομική και πρακτική έποψη, των Οδηγιών και να ερμηνεύουν το εθνικό δίκαιο σύμφωνα με το ενωσιακό. Έννοια επενδυτικών υπηρεσιών και όροι παροχής αποζημιώσεως σε επενδυτές από το Συνεγγυητικό Κεφάλαιο Εξασφαλίσεως Επενδυτικών Υπηρεσιών. Έκταση υποχρεώσεων του Συνεγγυητικού Κεφαλαίου Επενδυτικών Υπηρεσιών επί θέσεως υπό ειδική εκκαθάριση ΕΠΕΥ. Δεν αποτελεί καλυπτόμενη από το Συνεγγυητικό Κεφάλαιο Εξασφάλισης Επενδυτικών Υπηρεσιών επενδυτική υπηρεσία η κατάθεση χρηματικού ποσού εγγυημένης σταθερής απόδοσης, όταν η κατάθεση αυτή δεν συνδέεται με εντολή εκτέλεσης χρηματιστηριακών εργασιών, ούτε χρησιμοποιήθηκε προς τον σκοπό αυτόν. Αρχή υπεροχής του δικαίου της ΕΕ έναντι του εθνικού δικαίου. Το εθνικό δικαστήριο υποχρεούνται να μη εφαρμόζει οποιοδήποτε μέτρο εθνικού δικαίου, που εμποδίζει την πλήρη αποτελεσματικότητα των κοινοτικών κανόνων. Θεσμικό πλαίσιο για τις επενδυτικές υπηρεσίες στον τομέα των κινητών αξιών. Σύγκριση και αντιπαράθεση των σχετικών διατάξεων του κοινοτικού και του εθνικού δικαίου. Η διαχείριση επενδυτικού κεφαλαίου πελατών δεν απαιτείται να έχει ως μόνο περιεχόμενο την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, οι οποίες θα έχουν ως αντικείμενο έναν ή περισσότερους από τους εν λόγω τίτλους, αλλά και την διαχείριση επενδυτικού χαρτοφυλακίου πελάτη που περιλαμβάνει χρήματα, που δόθηκαν με εντολή για επενδυτικές υπηρεσίες, ανεξάρτητα αν πραγματοποιήθηκαν κατά τον χρόνο ανάκλησης της αδείας λειτουργίας της χρηματιστηριακής εταιρείας, όταν και δημιουργείται η υποχρέωση του αναιρεσιβλήτου προς αποζημίωση. Αντίθετα δεν εμπίπτει στις καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες η διαχείριση επενδυτικού κεφαλαίου εντολέως που περιλαμβάνει μόνο χρήματα, την διαχείριση των οποίων αναλαμβάνει η Ε.Π.Ε.Υ, χωρίς όμως η διαχείριση αυτή να διαλαμβάνει την εντολή διενέργειας, για λογαριασμό του, συναλλαγής επί χρηματοπιστωτικών μέσων ή την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών στον ίδιο τομέα.
Κείμενο Απόφασης

Αριθμός 11/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Α' Σύνθεσης: Ρένα Ασημακοπούλου, Πρόεδρο Αρείου Πάγου, Δημήτριο Πατινίδη, Αθανάσιο Κουτρομάνο, Σπυρίδωνα Ζιάκα και Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπροέδρους, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Νικόλαο Λεοντή, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Δημήτριο Μουστάκα, Νικόλαο Πάσσο - Εισηγητή, Δημητρούλα Υφαντή, Αικατερίνη Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Λαμπρόπουλο, Γεράσιμο Φουρλάνο, Μιλτιάδη Σπυρόπουλο, Ιωάννα Πετροπούλου, Εμμανουήλ Κλαδογένη, Γεώργιο Σακκά, Μαρία Βασιλάκη, Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου, Ελένη Διονυσοπούλου, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Αγγελική Αλειφεροπούλου, Μαρία Βαρελά και Γεώργιο Κοντό, (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης) Αρεοπαγίτες.
    Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 21 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλοπούλου (νόμιμου αναπληρωτή του κωλυομένου Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη-Σπυρίδωνα Τέντε) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
    Του αναιρεσείοντος - καθού η κλήση: Π. Π. του Σ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο-Σπυρίδωνα Χριστιανό.
    Του αναιρεσιβλήτου - καλούντος: Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία "ΣΥΝΕΓΓΥΗΤΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ" που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους του Γεώργιο Νικολόπουλο και Νικόλαο Τσουτσάνη.
    Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 7182/15-10-2004 αγωγή του ήδη καθού η κλήση - αναιρεσείοντα και άλλων προσώπων που δεν ήταν διάδικοι στην παρούσα δίκη και με την 4826/6-6-2004 ανακοίνωση δίκης, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Η προς ην η ανακοίνωση δίκης- παρεμβαίνουσα ανώνυμη εταιρία που δεν ήτο διάδικος στην συνεδρίαση της από 5 Δεκεμβρίου 2011 δίκης, άσκησε νόμιμα παρέμβαση δια των προτάσεων της. Συνεκδικάζοντας την αγωγή, την ανακοίνωση δίκης και την αυτοτελή παρέμβαση, εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 738/2006 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 6726/2007 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 30-9-2010 αίτησή του. Στη συνέχεια εκδόθηκε η 373/2012 απόφαση του Α1' Πολιτικού Τμήματος, η οποία παραπέμπει στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου την διατυπούμενη με το πρώτο σκέλος του πρώτου κατά σειρά λόγου αναιρετική αιτίαση από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ της 968/30-9-2010 αιτήσεως για αναίρεση της 6726/4-10-2007. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 9 Απριλίου 2012 κλήση του καλούντος η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου.
    Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισαγγελέας πρότεινε όπως, οι προβαλλόμενες με το πρώτο σκέλος του υπό την αυτή αρίθμηση πρώτου λόγου αναιρετικές αιτιάσεις από το άρθρο 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ, με την έννοια της ευθείας και εκ πλαγίου παραβιάσεως των εν λόγω διατάξεων, απορριφθούν ως αβάσιμοι.
    Κατόπιν αυτών ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε όσα προηγουμένως είχαν αναπτύξει. Κατά την 16 Μαΐου 2013 ημέρα που συγκροτήθηκε το παρόν δικαστήριο προκειμένου να διασκεφθεί την ανωτέρω υπόθεση ήταν απόντες οι Αρεοπαγίτες Αικατερίνη Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά και Γεώργιος Κοντός, οι οποίοι δήλωσαν κώλυμα αρμοδίως, παρισταμένων πλέον των δεκαπέντε (15) μελών εκ των συμμετασχόντων στη συζήτηση της υπόθεσης, κατ' άρθρο 23 παρ. 2 του ν. 1756/1988, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση με το άρθρο 44 του ν. 3659/2008.
    ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με την από 9-4-2012 κλήση του αναιρεσιβλήτου εισάγεται στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ο από το άρθ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ πρώτος και κατά το πρώτο σκέλος αυτού λόγος της από 30-9-2010 (με αριθ. 968/2010) αίτησης του Π. Π. για αναίρεση της 6726/2007 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, ο οποίος παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια με την 373/2012 απόφαση του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με το άρθ. 563§2β εδ. 3 περ. α' ΚΠολΔ λόγω λήψεως της απόφασης με πλειοψηφία μίας ψήφου. Ειδικότερα, με τον λόγο αυτόν προβάλλεται, ότι το Εφετείο που δέχθηκε με την προσβαλλομένη απόφασή του ότι δεν αποτελεί καλυπτομένη από το αναιρεσίβλητο (Συνεγγυητικό Κεφάλαιο Εξασφάλισης Επενδυτικών Υπηρεσιών, ΝΠΙΔ) επενδυτική υπηρεσία η κατάθεση χρηματικού ποσού εγγυημένης σταθερής απόδοσης, όταν η κατάθεση αυτή δεν συνδέεται με εντολή εκτέλεσης χρηματιστηριακών εργασιών, ούτε χρησιμοποιήθηκε προς τον σκοπό αυτόν, παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθ.1§12 ν. 2533/1997, 2§1γ ν. 2396/1996, 1§4, 2§§2 και 4 και 8§§1 και 3 της Οδηγίας 97/9/ΕΚ της 3-3-1997 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.
    
ΙΙ. (Α) Κατά την διάταξη του άρθ. 559 αριθ.1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και εάν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ο ως άνω λόγος αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός εφαρμοσθεί, αν και κατά τα γενόμενα δεκτά με την απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αντίθετα, όταν αυτός δεν εφαρμοσθεί, μολονότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλ. με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006). (Β) Εξάλλου, με το άρθρο 10 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποχρεώνονται όλες οι κρατικές λειτουργίες, συνεπώς και η δικαστική, στη λήψη γενικών ή ειδικών μέτρων, καταλλήλων να εξασφαλίσουν την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την Συνθήκη, συμπεριλαμβανομένης και της μεταφοράς των Οδηγιών στο εσωτερικό δίκαιο και της σύμφωνης με το κοινοτικό δίκαιο ερμηνείας του Εθνικού δικαίου. Η υποχρέωση σύμφωνης με το κοινοτικό δίκαιο ερμηνείας του εθνικού δικαίου, που απορρέει από την αρχή της υπεροχής του, υφίσταται και πριν από την πάροδο της προθεσμίας προσαρμογής της νομοθεσίας των κρατών - μελών στις απαιτήσεις της σχετικής Οδηγίας (ΔΕΚ C. 74, 129/1995). Περαιτέρω προφανές είναι ότι τόσο ο εθνικός νομοθέτης όσο και ο εθνικός δικαστής δεν έχουν την εξουσία να μεταβάλουν ή να παρερμηνεύσουν τις διατάξεις κοινοτικής Οδηγίας, με παραβίαση στην περίπτωση αυτή του κοινοτικού δικαίου, το οποίο, κατά το άρθρο 28§1 του Συντάγματος, κατισχύει πάσης άλλης αντίθετης διατάξεως του εσωτερικού δικαίου (Ολ.ΑΠ 23/1998). Έτσι, τα κράτη μέλη οφείλουν, προκειμένου να διασφαλίζουν την πλήρη εφαρμογή των Οδηγιών, από νομική άποψη, αλλά και στην πράξη, να προβλέπουν την ύπαρξη σαφούς νομικού πλαισίου στον συγκεκριμένο τομέα με την θέσπιση νομικών διατάξεων ικανών να δημιουργήσουν μια αρκούντως ακριβή, σαφή και διαφανή κατάσταση, ώστε να καθίσταται δυνατό στους ιδιώτες να γνωρίζουν τα δικαιώματά τους και να τα προβάλλουν ενώπιον των Εθνικών δικαστηρίων (ΔΕΚ C-220/1994). Η υποχρέωση των κρατών μελών, που απορρέει από κοινοτική Οδηγία, να επιτύχουν το με αυτήν επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, καθώς και το καθήκον, που έχουν κατά το άρθ. 5 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης, να λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο κατάλληλο να εξασφαλίσει την εκπλήρωση της υποχρέωσης, επιβάλλονται σε όλες τις αρχές των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους.
    Συνεπώς, το εθνικό δικαστήριο, εφαρμόζοντας το εθνικό δίκαιο, είτε πρόκειται για προγενέστερες είτε για μεταγενέστερες της Οδηγίας διατάξεις, οφείλει να ερμηνεύσει το εθνικό δίκαιο υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της Οδηγίας, ώστε να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο με αυτήν αποτέλεσμα, συμμορφούμενο έτσι προς το άρθρο 189 και ήδη 249 εδ. 3 της Συνθήκης (ΔΕΚ 91/92). Επομένως, το Εθνικό δικαστήριο υποχρεούνται να μη εφαρμόζει οποιοδήποτε μέτρο εθνικού δικαίου, που εμποδίζει την πλήρη αποτελεσματικότητα των κοινοτικών κανόνων (ΔΕΚ C 201/2002). Με βάση τις κατευθυντήριες και δεσμευτικές αυτές αρχές θα ερμηνευθεί και θα εφαρμοσθεί το εθνικό δίκαιο, που νομοθετήθηκε σε συμμόρφωση προς τις Κοινοτικές Οδηγίες που αναφέρονται στις επενδυτικές υπηρεσίας.
    Ειδικότερα, την 10-5-1993 εκδόθηκε η Οδηγία 22/93 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, με την οποία ορίσθηκε το θεσμικό πλαίσιο σχετικά με τις επενδυτικές υπηρεσίες στον τομέα των κινητών αξιών. Κατά το άρθρο 1 της ως άνω Οδηγίας, για τους σκοπούς αυτής νοούνται ως: 1) Επενδυτική υπηρεσία: οποιαδήποτε από τις υπηρεσίες του τμήματος Α του παραρτήματος που αφορά οποιονδήποτε από τους τίτλους που απαριθμούνται στο τμήμα Β του παραρτήματος και παρέχεται σε τρίτους. Στο τμήμα Α του παραρτήματος ορίζεται ότι υπηρεσίες είναι: 1α) Λήψη και διαβίβαση, για λογαριασμό επενδυτών, εντολών σχετικών με έναν ή περισσότερους τίτλους του τμήματος Β, β) Εκτέλεση των εντολών αυτών για λογαριασμό τρίτων, 2. Διαπραγμάτευση, για ίδιο λογαριασμό τίτλων που αναφέρονται στο τμήμα Β, 3. Διαχείριση υπό καθεστώς διακριτικής ευχέρειας και ανά πελάτη χαρτοφυλακίων επενδύσεων στα πλαίσια εντολής των επενδυτών, εφόσον τα χαρτοφυλάκια αυτά συμπεριλαμβάνουν έναν ή περισσότερους από τους τίτλους του τμήματος Β, 4. Αναδοχή της έκδοσης του συνόλου ή μέρους των τίτλων που αναφέρονται στο τμήμα Β ή και τοποθέτησή της. Κατά το τμήμα Β του παραρτήματος, τίτλοι είναι: "1α) κινητές αξίες β) μερίδια οργανισμού συλλογικών επενδύσεων, 2. τίτλοι χρηματαγοράς, 3. τίτλοι προθεσμιακών συμβάσεων (futures), συμπεριλαμβανομένων των ισοδύναμων τίτλων που παρέχουν δικαίωμα εκκαθάρισης τοις μετρητοίς, 4. προθεσμιακά συμβόλαια επιτοκίου (FRA), 5. συμβάσεις ανταλλαγής (swaps) με αντικείμενο επιτόκιο ή συνάλλαγμα ή συμβάσεις ανταλλαγής συνδεόμενες με μετοχές ή με δείκτη μετοχών (equity), 6. προαιρέσεις (option) αγοράς ή πώλησης οποιουδήποτε τίτλου υπαγόμενου στο παρόν τμήμα του παραρτήματος, συμπεριλαμβανομένων των ισοδύναμων τίτλων που παρέχουν δικαίωμα εκκαθάρισης τοις μετρητοίς. Συμπεριλαμβάνονται ιδίως στην κατηγορία αυτή οι προαιρέσεις συναλλάγματος και επιτοκίων". Στο άρθρο 1 αριθ. 4 της Οδηγίας ορίζεται ότι κινητές αξίες είναι "οι μετοχές και οι λοιπές αξίες οι εξομοιώσιμες με μετοχές, οι ομολογίες και οι λοιποί χρεωστικοί τίτλοι που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στην Κεφαλαιαγορά και κάθε άλλη αξία, η οποία συνήθως αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης που επιτρέπει την απόκτηση αυτών των κινητών αξιών με εγγραφή ή ανταλλαγή ή παρέχει δικαίωμα εκκαθάρισης τοις μετρητοίς, ενώ αποκλείονται τα μέσα πληρωμής". Σύμφωνα, επομένως, με την Οδηγία 93/22/ΕΚ η διαχείριση χρημάτων δεν αποτελεί επενδυτική υπηρεσία, αφού ρητώς αποκλείονται από την έννοια των κινητών αξιών τα μέσα πληρωμής. Η Οδηγία αυτή ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το ν. 2396/1996, στο άρθρο 2 του οποίου ορίζεται: "Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως: 1. Κύρια Επενδυτική Υπηρεσία: Οποιαδήποτε από τις κατωτέρω υπηρεσίες: α (ι) Λήψη και διαβίβαση για λογαριασμό επενδυτών εντολών για κατάρτιση συναλλαγών επί ενός ή περισσοτέρων από τα κατωτέρω χρηματοπιστωτικά μέσα: αα. κινητές αξίες και μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, ββ. τίτλους της χρηματαγοράς, γγ. τίτλους προθεσμιακών χρηματοπιστωτικών συμβάσεων (futures), συμπεριλαμβανομένων των ισοδύναμων τίτλων που παρέχουν δικαίωμα εκκαθάρισης τοις μετρητοίς, δδ. προθεσμιακά συμβόλαια επιτοκίου (FRA), εε. συμβάσεις ανταλλαγής (swaps) υποχρεώσεων με αντικείμενο επιτόκιο ή συνάλλαγμα ή συμβάσεις ανταλλαγής συνδεόμενες με μετοχές ή με δείκτη μετοχών, ζζ. δικαιώματα προαιρέσεως, ..., (ιι) Εκτέλεση των παραγγελιών και των εντολών αυτών για λογαριασμό τρίτων, β) Διαπραγμάτευση και αγοραπωλησία για ίδιο λογαριασμό τίτλων που αναφέρονται υπό α (ι) γ) Διαχείριση επενδυτικών χαρτοφυλακίων πελατών, στα πλαίσια εντολής τους, εφόσον τα χαρτοφυλάκια συμπεριλαμβάνουν έναν ή περισσότερους από τους τίτλους που αναφέρονται υπό α (ι) δ) Αναδοχή της έκδοσης του συνόλου ή μέρους τίτλων που αναφέρονται στο ανωτέρω εδάφιο α (ι) ή και η διάθεση τους". Στο άρθρο 2§6 του ίδιου νόμου 2396/1996 ορίζονται ως Κινητές Αξίες: α. Οι μετοχές και οι λοιπές αξίες με χαρακτηριστικά μετοχών β. Οι ομολογίες και οι λοιποί χρεωστικοί τίτλοι που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στην κεφαλαιαγορά γ. Κάθε άλλος τίτλος ο οποίος αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης και ο οποίος παρέχει δικαίωμα απόκτησης άλλης κινητής αξίας, μέσω εγγραφής ή ανταλλαγής ή που παρέχει δικαίωμα εκκαθάρισης τοις μετρητοίς. Τα μέσα πληρωμής αποκλείονται. Στην συνέχεια το έτος 1997 εκδόθηκε η Οδηγία 97/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3ης Μαρτίου 1997 σχετικά με τα συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών, με την οποία τέθηκαν κανόνες προληπτικής εποπτείας των επιχειρήσεων επενδύσεων πλέον αυτών που είχαν τεθεί με την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ. Σκοπός της οδηγίας αυτής ήταν η προστασία των επενδυτών και η διατήρηση της εμπιστοσύνης τους στο χρηματοπιστωτικό σύστημα με τη δημιουργία συστημάτων αποζημίωσης κλπ. Συγκεκριμένα, κατά το προοίμιο της νεότερης αυτής Οδηγίας "το Συμβούλιο εξέδωσε...την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ σχετικά με τις επενδυτικές υπηρεσίες στον τομέα των κινητών αξιών ... η εν λόγω Οδηγία αποτελεί βασικό μέσο για την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς στον τομέα των επιχειρήσεων επενδύσεων" (1η σκέψη) "η προστασία των επενδυτών και η διατήρηση της εμπιστοσύνης τους στο χρηματοπιστωτικό σύστημα έχουν μεγάλη σημασία για την ολοκλήρωση και την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς στον εν λόγω τομέα και ... προς τον σκοπό αυτό είναι σημαντικό να διαθέτει κάθε κράτος μέλος ένα σύστημα αποζημίωσης των επενδυτών που να εγγυάται ένα ελάχιστο εναρμονισμένο επίπεδο προστασίας τουλάχιστον στους μικρούς επενδυτές, στην περίπτωση κατά την οποία μία επιχείρηση επενδύσεων αδυνατεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της προς τους πελάτες επενδυτές" (4η σκέψη) "οι μικροί επενδυτές θα μπορούν συνεπώς να έχουν την ίδια εμπιστοσύνη όταν λαμβάνουν επενδυτικές υπηρεσίες μέσω των υποκαταστημάτων των επιχειρήσεων επενδύσεων της Κοινότητας ή σε διασυνοριακή βάση, όπως όταν απευθύνονται σε επιχειρήσεις επενδύσεων της χώρας τους, γνωρίζοντας ότι καλύπτονται από ένα εναρμονισμένο ελάχιστο επίπεδο προστασίας σε περίπτωση αδυναμίας μιας επιχείρησης επενδύσεων να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της προς τους πελάτες επενδυτές" (5η σκέψη) και "κατά συνέπεια όλα τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποχρεούνται να διαθέτουν ένα ή περισσότερα συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών, στα οποία θα συμμετέχουν όλες αυτές οι επιχειρήσεις επενδύσεων...αυτό το σύστημα πρέπει να καλύπτει τα κεφάλαια ή τίτλους που κρατεί μια επιχείρηση επενδύσεων σε σχέση με τις επενδυτικές πράξεις ενός επενδυτή και τα οποία, σε περίπτωση αδυναμίας της επιχείρησης να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της προς τους πελάτες επενδυτές, δεν καθίσταται δυνατόν να επιστραφούν στον επενδυτή ... αυτό δεν θίγει τους κανόνες και τις διαδικασίες που εφαρμόζονται σε κάθε κράτος μέλος για τη λήψη αποφάσεων σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης μιας επιχείρησης επενδύσεων" (8η σκέψη). Τον σκοπό αυτόν εξυπηρετεί το αναιρεσίβλητο ΝΠΙΔ "Συνεγγυητικό Κεφάλαιο Εξασφάλισης Επενδυτικών Υπηρεσιών". Ειδικότερα, με το άρθ. 61 ν. 2533/1997, ο οποίος άρχισε να ισχύει από 11-11-1997, αναδιαρθρώθηκε το συσταθέν με το ν.δ. 3078/1954 "Κοινόν Συνεγγυητικόν Κεφάλαιον Ασφαλείας των Χρηματιστηριακών Συναλλαγών" και μετονομάσθηκε σε "Συνεγγυητικό Κεφάλαιο Εξασφάλισης Επενδυτικών Υπηρεσιών" (με διακριτικό τίτλο "Συνεγγυητικό"), με σκοπό την καλύτερη ανταπόκριση του Συνεγγυητικού στις ανάγκες προστασίας του επενδυτικού κοινού και την προσαρμογή της νομοθεσίας προς τις διατάξεις της προαναφερθείσας Οδηγίας 97/9/ΕΚ σχετικά με τα συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών, αποτελεί δε αυτό ΝΠΙΔ με εξασφαλιστικό χαρακτήρα και διέπεται ως προς κάθε θέμα που αφορά την λειτουργία του από τις διατάξεις των άρθ. 61-78 του ως άνω ν. 2533/1997, ενώ η αναδιάρθρωση αυτού δεν επέφερε οποιαδήποτε μεταβολή στη νομική κατάσταση και στις υφιστάμενες έννομες σχέσεις του, εκτός από τις μεταβολές που ρητά προβλέπονται στις ως άνω διατάξεις. Ως προς το επίπεδο και το εύρος της παρεχομένης προστασίας στους επενδυτές αφενός από την Οδηγία 97/9/ΕΚ και αφετέρου από το ν. 2533/1997 και την μεταξύ τους σχέση πρέπει να παρατηρηθούν τα εξής: (i) Σύμφωνα με την Οδηγία αυτή : (1) Νοείται ως (α) "επενδυτική εργασία", κάθε επενδυτική υπηρεσία, όπως ορίζεται στο άρθ. 1 σημείο 1 της Οδηγίας 93/22/ΕΟΚ, καθώς και η υπηρεσία που αναφέρεται στο σημείο 1 του τμήματος Γ του παραρτήματος της εν λόγω Οδηγίας, δηλ. η φύλαξη και διαχείριση τίτλων που απαριθμούνται στο τμήμα Β ( (β) "τίτλοι", οι τίτλοι που απαριθμούνται στο τμήμα Β του παραρτήματος της Οδηγίας 93/22/ΕΟΚ (γ) "επενδυτής", το πρόσωπο που καταθέτει χρήματα ή τίτλους σε μια επιχείρηση επενδύσεων, στο πλαίσιο της διεξαγωγής επενδυτικών εργασιών (άρθ. 1§§2-4) (2) Κάθε κράτος μέλος φροντίζει να συσταθούν και να αναγνωρισθούν επίσημα στην επικράτειά του ένα ή περισσότερα συστήματα αποζημίωσης επενδυτών (άρθ. 2§1 εδ. α'). Το σύστημα αποζημιώνει τους επενδυτές σύμφωνα με το άρθ. 4 όταν οι αρμόδιες αρχές έχουν διαπιστώσει ότι, κατά την γνώμη τους, μία επιχείρηση επενδύσεων δεν φαίνεται προς το παρόν ικανή να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της τις απορρέουσες από απαιτήσεις επενδυτών, για λόγους έχοντες άμεση σχέση με την οικονομική της κατάσταση, και δεν προβλέπεται ότι θα καταστεί ικανή στο προσεχές μέλλον ή όταν δικαστική αρχή, βασιζομένη σε λόγους που έχουν άμεση σχέση με την οικονομική κατάσταση μίας επιχείρησης επενδύσεων, εξέδωσε απόφαση, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την αναστολή της δυνατότητας των επενδυτών να επιδιώξουν την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους έναντι της εν λόγω επιχείρησης επενδύσεων, ανάλογα με το αν θα προηγηθεί η διαπίστωση ή η απόφαση. Πρέπει να εξασφαλίζεται η κάλυψη των απαιτήσεων λόγω αδυναμίας της επιχείρησης ν' αποδώσει στους επενδυτές τα κεφάλαια, τα οποία τους οφείλει ή τους ανήκουν και τα οποία κρατεί για λογαριασμό τους σε σχέση με επενδυτικές εργασίες, κατά τα ισχύοντα εκ του νόμου ή εκ της συμβάσεως (άρθ.2§2). Το ύψος της απαίτησης ενός επενδυτή υπολογίζεται σύμφωνα με τους νομικούς και συμβατικούς όρους, ιδίως εκείνους περί συμψηφισμού και ανταπαιτήσεων, που εφαρμόζονται για την αποτίμηση του ύψους του κεφαλαίου ή της αξίας κλπ. (άρθ. 2§4). (3) Εξακολουθεί να παρέχεται η κάλυψη που προβλέπεται στο άρθ. 2 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο και μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της επιχείρησης επενδύσεων για τις επενδυτικές εργασίες που πραγματοποιήθηκαν μέχρι την ανάκληση (άρθ. 6) (4) Όταν ο επενδυτής δεν είναι απόλυτος δικαιούχος των ποσών ή των τίτλων που κρατεί η επιχείρηση επενδύσεων, η αποζημίωση καταβάλλεται στον απόλυτο δικαιούχο (άρθ. 8). Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι: α) η επενδυτική υπηρεσία της διαχείρισης επενδυτικού χαρτοφυλακίου και υπό την οδηγία 97/9/ΕΚ έχει το ίδιο περιεχόμενο που είχε κατά τις διατάξεις της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ, στην οποία και ρητά παραπέμπει, ήτοι πρέπει να περιέχει έναν ή περισσότερους από τους αναφερόμενους στο Τμήμα Β του παραρτήματος της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ (άρθρο 2 παρ. 1 α (Ι)) τίτλους, των μέσων πληρωμής ρητώς αποκλειομένων (άρθρο 1 σημ.4 Οδηγίας, 2§6γ ν. 2396/1996). Μόνη, συνεπώς, η κατάθεση χρημάτων από τον επενδυτή δεν συνεπάγεται την δημιουργία επενδυτικής υπηρεσίας διαχείρισης επενδυτικού χαρτοφυλακίου, η οποία κατά τα προεκτεθέντα έχει ως περιεχόμενο έναν ή περισσότερους τίτλους. Η κατάθεση χρημάτων σε σχέση με την επενδυτική υπηρεσία της διαχείρισης, σύμφωνα με τις ρητές διατάξεις της οδηγίας 93/22/ΕΚ, στην οποία για το σχετικό ζήτημα ρητά παραπέμπει, όπως προαναφέρθηκε, η Οδηγία 97/9/ΕΚ επιτρέπει την μέσω διενέργειας αντιστοίχων επενδυτικών υπηρεσιών απόκτηση των χρηματοπιστωτικών μέσων του άρθρου 2§1 (α) ν. 2396/1996, τα οποία αυτά και μόνον αποτελούν το αντικείμενο της επενδυτικής υπηρεσίας της διαχείρισης. β) Η οδηγία 97/9/ΕΚ, στοχεύοντας ως εκ του σκοπού της στην προστασία κυρίως των μικροεπενδυτών, προστατεύει και καλύπτει το κεφάλαιο που καταθέτει ο επενδυτής σε ΕΠΕΥ (επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών), στο πλαίσιο της διεξαγωγής επενδυτικών εργασιών κατά τις εντολές του (άρθ. 1§4 της Οδηγίας), είτε αυτές (επενδυτικές εργασίες) έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι την ανάκληση, είτε όχι. Αντίθετα, η ως άνω Οδηγία δεν καλύπτει τις καταθέσεις σε επενδυτική επιχείρηση κεφαλαίων που δεν γίνονται στο πλαίσιο διενέργειας επενδυτικών εργασιών και τις καταθέσεις κεφαλαίων υπό προθεσμία με εντολή διαχείρισης. Θεωρείται, δηλ. με άλλα λόγια, ανεξάρτητα από την έννοια της "επενδυτικής εργασίας", ως καλυπτομένη επενδυτική υπηρεσία σε σχέση με την απαίτηση αποζημίωσης όχι μόνο κάθε πράξη λήψης, διαβίβασης και εκτέλεσης εντολών, αλλά και η πράξη κατάθεσης κεφαλαίων σε σχέση, όμως, με τέτοιες επενδυτικές εργασίες, ανεξάρτητα αν είχαν πραγματοποιηθεί κατά τον χρόνο της ανάκλησης (ii) Σύμφωνα με το ν. 2533/1997, με τον οποίο, πλην των άλλων, έγινε προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της ως άνω Οδηγίας: (1) Κατά το άρθ. 63 του ως άνω νόμου σκοπός του αναιρεσιβλήτου "Συνεγγυητικού" είναι η καταβολή αποζημιώσεων σε εντολείς και σε αντισυμβαλλόμενα μέρη, σε περίπτωση διαπιστωμένης οριστικής ή μη αναστρέψιμης αδυναμίας επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (ΕΠΕΥ) να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της, που απορρέουν από την παροχή των καλυπτομένων επενδυτικών υπηρεσιών και υποστήριξη με τον τρόπο αυτόν της σταθερότητας και αξιοπιστίας της λειτουργίας της αγοράς επενδυτικών υπηρεσιών. Αναγκαία προϋπόθεση παροχής αποζημίωσης από το Συνεγγυητικό είναι, κατά το άρθ. 65§1 περ. ε' του ίδιου νόμου (όπως η περίπτωση αυτή προστέθηκε με το άρθ. 13§1 ν. 2651/1998), μεταξύ άλλων διαζευκτικά αναφερομένων, και η ανάκληση άδειας σύστασης ΕΠΕΥ και η θέση της σε ειδική εκκαθάριση σύμφωνα με το άρθ. 4α του ν. 1806/1988. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθ. 1§12 του ως άνω ν. 2533/1997 "Ως "καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες" νοούνται αποκλειστικά οι ακόλουθες υπηρεσίες: (α) κατάρτιση συναλλαγών επί χρηματιστηριακών πραγμάτων στο Χ.Α.Α. για λογαριασμό τρίτων ή για ίδιο λογαριασμό (β) φύλαξη και διακίνηση χρηματιστηριακών πραγμάτων για λογαριασμό τρίτων για κατάρτιση συναλλαγών στο Χ.Α.Α. ή που αποτελούν το προϊόν κατάρτισης συναλλαγών στο Χ.Α.Α. (γ) κατοχή κεφαλαίων τρίτων για κατάρτιση συναλλαγών επί χρηματιστηριακών πραγμάτων στο Χ.Α.Α. ή που αποτελούν το προϊόν κατάρτισης συναλλαγών επί χρηματιστηριακών πραγμάτων στο Χ.Α.Α. (δ) από την 26η Σεπτεμβρίου 1998 ή προγενέστερη ημερομηνία που θα καθορισθεί με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, μετά από εισήγηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ως "καλυπτόμενες υπηρεσίες" νοούνται πλέον των υπηρεσιών των παραπάνω εδαφίων (α) έως (γ) της παρούσας παραγράφου, οι υπηρεσίες των εδαφίων (α)i, (γ) και (δ) της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν. 2396/1996 (ΦΕΚ 73 Α.)".Ειδικότερα και σύμφωνα με τα προεκτεθέντα κατά τις τελευταίες αυτές διατάξεις καλυπτόμενη επενδυτική υπηρεσία συνιστά (1) κατά το ως άνω άρθ. 2§1 (α) i η " Λήψη και διαβίβαση για λογαριασμό επενδυτών εντολών για κατάρτιση συναλλαγών επί ενός ή περισσοτέρων από τα κατωτέρω αναφερόμενα χρηματοπιστωτικά μέσα: αα. κινητές αξίες και μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, ββ. τίτλους της χρηματαγοράς, γγ. τίτλους προθεσμιακών χρηματοπιστωτικών συμβάσεων (futures), συμπεριλαμβανομένων των ισοδύναμων τίτλων που παρέχουν δικαίωμα εκκαθάρισης τοις μετρητοίς, δδ. προθεσμιακά συμβόλαια επιτοκίου (FRA), εε. συμβάσεις ανταλλαγής (swaps) υποχρεώσεων με αντικείμενο επιτόκιο ή συνάλλαγμα ή συμβάσεις ανταλλαγής συνδεόμενες με μετοχές ή με δείκτη μετοχών (equity swaps), ζζ. δικαιώματα προαιρέσεως (options) για την αγορά ή πώληση οποιουδήποτε από τους ανωτέρω τίτλους, περιλαμβανομένων των ισοδύναμων τίτλων που παρέχουν δικαίωμα εκκαθάρισης τοις μετρητοίς. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται ιδίως δικαιώματα προαιρέσεως (options) επί συναλλάγματος και επιτοκίων" (2) κατά το άρθ. 2§1 (γ) και (δ) "Διαχείριση επενδυτικών χαρτοφυλακίων πελατών, στα πλαίσια εντολής τους, εφόσον τα χαρτοφυλάκια συμπεριλαμβάνουν έναν ή περισσότερους από τους τίτλους που αναφέρονται υπό α (i). Αναδοχή της έκδοσης του συνόλου ή μέρους τίτλων που αναφέρονται στο ανωτέρω εδάφιο α (i) ή και διάθεσή τους", ενώ κατά το άρθ. 2§6γ του ίδιου ως άνω ν. 2396/1996 στις κινητές αξίες δεν περιλαμβάνονται τα μέσα πληρωμής. Σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις μεταξύ των καλυπτομένων επενδυτικών υπηρεσιών, για τις οποίες δημιουργείται υποχρέωση αποζημίωσης εκ μέρους του αναιρεσιβλήτου και αναφέρονται περιοριστικά στο άρθ. 1§12 ν. 2533/1997, είναι (α) η επενδυτική υπηρεσία της διαχείρισης επενδυτικού χαρτοφυλακίου που έχει ως αντικείμενο έναν ή περισσοτέρους τίτλους από τους αναφερομένους στο άρθ. 2§1 α (i), ενώ εξαιρούνται τα μέσα πληρωμής, δηλ. τα χρήματα και (β) η κατοχή κεφαλαίων τρίτων για κατάρτιση συναλλαγών επί χρηματιστηριακών πραγμάτων. Δεν αποτελεί, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, καλυπτομένη επενδυτική υπηρεσία (α) η κατάθεση κεφαλαίου που δεν γίνεται στο πλαίσιο της διεξαγωγής επενδυτικών εργασιών και (β) η κατάθεση προς διαχείριση κεφαλαίων. Από την αντιπαράθεση και σύγκριση των διατάξεων του κοινοτικού και του εθνικού δικαίου προκύπτει ότι η διάταξη του άρθρου 12§1 του ν. 2533/1997 παρέχει (καταρχήν) χαμηλότερο επίπεδο προστασίας από εκείνο της Οδηγίας 97/9/ΕΚ και κατά συνέπεια η ερμηνεία των εν λόγω διατάξεων του εθνικού δικαίου πρέπει να γίνει υπό το φως και το πρίσμα της τελευταίας αυτής Οδηγίας, ώστε να εξασφαλισθεί η αρχή της αποτελεσματικότητας του Κοινοτικού δικαίου, η 97/9/ΕΚ Οδηγία του οποίου ρητώς καταλαμβάνει και προστατεύει και την κατάθεση κεφαλαίων προς επένδυση (σε αντιδιαστολή με την 93/22/ΕΟΚ Οδηγία, η οποία αναφέρεται μόνο σε τίτλους). Επομένως, κατ' ορθή ερμηνεία των διατάξεων του εσωτερικού δικαίου, η διαχείριση επενδυτικού κεφαλαίου πελατών δεν απαιτείται να έχει ως μόνο περιεχόμενο την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, οι οποίες θα έχουν ως αντικείμενο έναν ή περισσότερους από τους εν λόγω τίτλους, αλλά και την διαχείριση επενδυτικού χαρτοφυλακίου πελάτη που περιλαμβάνει χρήματα, που δόθηκαν με εντολή για επενδυτικές υπηρεσίες, ανεξάρτητα αν πραγματοποιήθηκαν κατά τον χρόνο ανάκλησης της αδείας λειτουργίας της χρηματιστηριακής εταιρείας, όταν και δημιουργείται η υποχρέωση του αναιρεσιβλήτου προς αποζημίωση. Αντίθετα και σε αρμονία, κατά τούτο, με την ως άνω Οδηγία δεν εμπίπτει στις καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες (αυτές δηλ. για τις οποίες δημιουργείται υποχρέωση του αναιρεσιβλήτου προς αποζημίωση σε περίπτωση, μεταξύ άλλων, ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ΕΠΕΥ) η διαχείριση επενδυτικού κεφαλαίου εντολέως που περιλαμβάνει μόνο χρήματα, την διαχείριση των οποίων αναλαμβάνει η Ε.Π.Ε.Υ, χωρίς όμως η διαχείριση αυτή να διαλαμβάνει την εντολή διενέργειας, για λογαριασμό του, συναλλαγής επί χρηματοπιστωτικών μέσων ή την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών στον ίδιο τομέα, προϋπόθεση που τίθεται, άλλωστε, και με την ως άνω Οδηγία. Έτσι, δεν αρκεί για την υπαγωγή συγκεκριμένων κεφαλαίων στις καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες η απλή μνεία στην σχετική σύμβαση περί παροχής υπηρεσιών διαχείρισης χαρτοφυλακίου, χωρίς εντολή και για διαχείριση έχουσα ως περιεχόμενο, κατά τα ανωτέρω, συναλλαγή επί χρηματοπιστωτικών μέσων ή την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών.
    Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο Αθηνών, κρίνοντας επί σχετικής αγωγής του ήδη αναιρεσείοντος (και άλλων προσώπων που δεν είναι διάδικοι στην αναιρετική αυτή δίκη) κατά του τώρα αναιρεσιβλήτου, με την προσβαλλομένη 6726/2007 απόφασή του και όπως απ' αυτήν προκύπτει δέχθηκε, μεταξύ άλλων που δεν ενδιαφέρουν εδώ, ότι μεταξύ του αναιρεσείοντος ενάγοντος και της "ΑΣΤΡΑΙΑ Α.Ε.Π.Ε.Υ." καταρτίσθηκε η από 3.10.2001 (από πρόδηλη παραδρομή αντί του ορθού:2000) σύμβαση παροχής υπηρεσιών διαχείρισης χαρτοφυλακίου αορίστου διαρκείας, δυνάμει της οποίας η τελευταία ανέλαβε την υποχρέωση να παρέχει στον ενάγοντα τις παρακάτω επενδυτικές υπηρεσίες, σύμφωνα με τους ειδικούς όρους διαχείρισης Χαρτοφυλακίου, οι οποίοι επισυνάφθηκαν στην προδιαληφθείσα σύμβαση, ως Προσαρτήματα και ειδικότερα (α) πωλήσεις αξιογράφων του χαρτοφυλακίου και αγορά χρηματοπιστωτικών μέσων κατά την έννοια του άρθρου 2§1 α (i) του ν. 2396/1996 (β) επένδυση των μετρητών χρημάτων του χαρτοφυλακίου σε τίτλους της χρηματαγοράς και της κεφαλαιαγοράς (γ) τοποθέτηση των μετρητών του χαρτοφυλακίου σε τραπεζικούς λογαριασμούς (δ) διάθεση δικαιωμάτων απορρεόντων από τίτλους του χαρτοφυλακίου (ε) ανανέωση κινητών αξιών του χαρτοφυλακίου και (στ) φύλαξη τίτλων και κινητών αξιών του χαρτοφυλακίου, ότι κατά την ως άνω σύμβαση, ως χαρτοφυλάκιο, την διαχείριση του οποίου ανέλαβε η ως άνω επενδυτική εταιρία, θεωρείται, κάθε ποσό, το οποίο ο ενάγων θα καταθέσει σε τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας, για τον σκοπό της διαχείρισης αυτού από την τελευταία και κάθε τίτλος κινητών αξιών, που θα της παρέδιδε ο ενάγων για τον ίδιο σκοπό και γενικώς όλα εκείνα τα περιουσιακά στοιχεία του ενάγοντος, τα οποία θα προέκυπταν από την επένδυση και τοποθέτηση των κεφαλαίων του με την αγορά τίτλων για λογαριασμό του και την ρευστοποίηση των τίτλων, ότι σε εκτέλεση της πιο πάνω σύμβασης ο ενάγων την 19-10-2001 (από πρόδηλη παραδρομή, αντί του ορθού : 2000) κατέθεσε για λογαριασμό της ίδιας εταιρείας, στην ΕΤΕ, το ποσό των 15.000.000 δρχ., την ίδια δε ημέρα καταρτίσθηκε το Προσάρτημα Α/1 στην πιο πάνω σύμβαση, με το οποίο η διάρκεια διαχείρισης του κατατεθέντος ως άνω κεφαλαίου, ορίσθηκε από 20-10-2001 (αντί του ορθού : 2000) έως 20-1-2001, έναντι προμήθειας 225.000 δρχ. (1,5% επί του κεφαλαίου), στην συνέχεια δε από τον ενάγοντα ανατέθηκε στην ίδια ως άνω εταιρεία (α) με το Προσάρτημα Α/2 η διαχείριση του ποσού των 14.000.000 δρχ., το οποίο κατατέθηκε την 25-1-2001 στα Ταμεία της εταιρείας και στην ALPHA BANK, για χρονική διάρκεια από 26-1-2001 έως 26-4-2001, αντί προμήθειας 210.000 δρχ. (1,5% επί του κατατεθέντος κεφαλαίου) (β) με το Προσάρτημα Α/3 η διαχείριση του κατατεθέντος από τον ενάγοντα στα Ταμεία της ποσού 15.495.569 δρχ., για χρονική διάρκεια από 4-5-2001 έως 4-8-2001, αντί προμήθειας 232.434 δρχ. (1,5% του κατατεθέντος κεφαλαίου) (γ) με το Προσάρτημα Α/4 η διαχείριση του ποσού των 16.644.905 δρχ., το οποίο κατατέθηκε την 9-8-2001 στα Ταμεία της εταιρείας, για χρονική διάρκεια από 10-8-2001 έως 10-11-2001, αντί προμήθειας 249.674 δρχ. (1,5% επί του κατατεθέντος κεφαλαίου) και (δ) με το Προσάρτημα Α/5 η διαχείριση του ποσού των 52.824,65 ευρώ, το οποίο κατατέθηκε την 15-11-2001 στα Ταμεία της, για χρονική διάρκεια από 16-11-2001 έως 16-2-2002, αντί προμήθειας 792,37 ευρώ (1,5% επί του κατατεθέντος κεφαλαίου), ότι τα παραπάνω αρχικά ποσά και στην συνέχεια τα μεγαλύτερα και ούτω καθεξής ο ενάγων επανακατέθεσε (δηλαδή επανακατέθεσε το εκάστοτε κεφάλαιο με τις αποδόσεις που μέχρι τότε είχε αποφέρει) όχι για να επενδυθούν σε χρηματοπιστωτικά μέσα του άρθρου 2§1 α (i) ν. 2396/1996 στα πλαίσια σχετικής εντολής που ενσωματώνεται στην παραπάνω σύμβαση παροχής υπηρεσιών διαχείρισης χαρτοφυλακίου, αλλά προκειμένου να γίνει διαχείριση αυτών στα πλαίσια της συμφωνίας του ενάγοντος με την ΑΣΤΡΑΙΑ Α.Ε.Π.Ε.Υ. για επενδύσεις με εγγυημένες αποδόσεις των εκάστοτε κατατεθέντων κεφαλαίων (με τις μέχρι τότε αποδόσεις) και έτσι τα παραπάνω ποσά δεν χρησιμοποιήθηκαν για αγορά χρηματοπιστωτικών μέσων, ούτε και υπήρχε σχετική προς την ως άνω εταιρεία εντολή προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για τέτοιο σκοπό, οι δε αγορές και πωλήσεις μετοχών, που έλαβαν χώρα μέσω της Α.Χ.Ε. ΑΚΤΙΟΝ για λογαριασμό του ενάγοντος (πώληση την 22-10-2001 250 μετοχών της FOLI-FOLLIE αξίας 4.773,02 ευρώ, που είχαν αγορασθεί την 18-9-2001 αντί του ποσού των 4.010,28 €, ήτοι με κέρδος 762,74 €) δεν έγιναν από τα κατατεθέντα κεφάλαια, αφού αυτές δεν είχαν καμία σχέση με τα εκάστοτε κατατεθέντα κεφάλαια, και δεν δικαιολογούν, λόγω του μικρού ύψους των αποδόσεών τους την διαμόρφωση των αρχικών ποσών σε σχέση με τα τελικά αποτελέσματα, ότι ο ενάγων, καταθέσας στην ΑΣΤΡΑΙΑ Α.Ε.Π.Ε.Υ. τα προαναφερθέντα ποσά, απέβλεψε στην αποκομιδή εισοδήματος χωρίς καμία διακινδύνευση και επηρεασμό από την τυχόν πτωτική πορεία του δείκτη Χ.Α.Α., αποδεχόμενος τον τρόπο αυτόν διαχείρισης εκ μέρους της αντισυμβαλλόμενης Α.Ε.Π.Ε.Υ., κρίση που ενισχύεται και από το γεγονός ότι, σε αντίθετη με την ισχύουσα στην διαχείριση επενδυτικών χαρτοφυλακίων πρακτική της μακροχρόνιας διαχείρισης, κατάρτισε ανανεούμενες και βραχυχρόνιες συμφωνίες περί διαχείρισης των παραπάνω κεφαλαίων, οι οποίες, όπως προαναφέρθηκε, απέφεραν σ' αυτόν εισόδημα, το οποίο ήταν δυσανάλογα μεγάλο απ' αυτό που θα προέκυπτε από χρηματιστηριακή συναλλαγή ή καταθέσεις σε τράπεζες, ότι συνεπώς ο ενάγων με τα πιο πάνω προσαρτήματα και την συμφωνηθείσα με αυτά διαχείριση των προαναφερθέντων κεφαλαίων του απέβλεψε σε εισόδημα, το οποίο θα αποκόμιζε από την διαχείρισή τους κατά τρόπο που δεν διευκρινίσθηκε μεν από το αποδεικτικό υλικό (ούτε και οι διάδικοι προσδιόρισαν), πλην όμως ήταν άσχετος με επενδύσεις σε χρηματοπιστωτικά μέσα, όπως αυτά παραπάνω προσδιορίσθηκαν, γνώριζε δε αυτός ότι οι αποδόσεις που θα αποκόμιζε από τα κατατεθέντα, αρχικά, κεφάλαια δεν προέρχονται από συναλλαγές στα χρηματοπιστωτικά μέσα που αναφέρθηκαν στην μείζονα σκέψη της παρούσας, αφού κατά την κατάρτιση των πιο πάνω προσαρτημάτων και κατάθεση χρημάτων προς διαχείριση δεν γίνεται λόγος για επένδυση σε χρηματοπιστωτικά μέσα, ούτε ακόμη υπήρχε αναφορά σ' αυτά στις αποτιμήσεις που χορηγούσε σ' αυτόν η Α.Ε.Π.Ε.Υ., ότι με την υπ' αριθ. 293/3-12-2001 απόφαση του ΔΣ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ανακλήθηκε προσωρινά η άδεια λειτουργίας της ΑΣΤΡΑΙΑ ΕΠΕΥ και με την υπ' αριθ. 7/234/27-12-2001 απόφαση της ίδιας Επιτροπής ανακλήθηκε οριστικά και η ως άνω εταιρεία τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση κατά το άρθρο 4α ν. 1806/1988, διορίσθηκε δε για την διενέργειά της Επόπτης της εκκαθάρισης, ενώ με την 1784/2002 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών ανακλήθηκε και η απόφαση περί παροχής άδειας σύστασης και λειτουργίας της ίδιας εταιρείας, ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την 1806/2002 απόφασή του διόρισε εκκαθαριστή της εταιρίας τον ορκωτό λογιστή Π. Π., στον οποίο ο ενάγων ανήγγειλε νόμιμα και εμπρόθεσμα τις απορρέουσες από την ως άνω σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεις του προσκομίζοντας και τα αναγκαία δικαιολογητικά, ότι ο εκκαθαριστής προέβη σε επαλήθευση της απαίτησής του ως προς το ποσό των 38.543,98 ευρώ, ότι από το ως άνω ποσό ο εκκαθαριστής κατέβαλε στον ενάγοντα το 13,75% αυτού, σύμφωνα με το άρθρο 4α§7 ν. 1806/1988, λόγω ανεπάρκειας των κατεχομένων από την ΑΣΤΡΑΙΑ ΑΕΠΕΥ χρηματικών ποσών για την πλήρη ικανοποίησή του, δηλ. η ως άνω εταιρεία κατέβαλε στον ενάγοντα 5.299,80 €, ότι μετά την ως άνω επαλήθευση ο Επόπτης Εκκαθάρισης παρέπεμψε την επαληθευθείσα απαίτηση του ενάγοντος σύμφωνα με το άρθρο 4α§8 του ν. 1806/1988 στην Επιτροπή Αποζημιώσεων του άρθρου 68§6 του ν. 2533/1997 του εναγομένου, προκειμένου να κριθεί αν αυτή προέκυψε από καλυπτόμενες σύμφωνα με τα προεκτεθέντα επενδυτικές υπηρεσίες, ότι το εναγόμενο δεν κατέταξε τον ενάγοντα (ως δικαιούχο αποζημίωσης), η άρνησή του δε αυτή να χορηγήσει στον ενάγοντα το αιτούμενο με την αγωγή ποσό, δεν είναι παράνομη, εφόσον κατά τα προεκτεθέντα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, τα χρήματα, που αυτός κατέθεσε στους τραπεζικούς λογαριασμούς της υπό εκκαθάριση τελούσας ΑΣΤΡΑΙΑ ΑΕΠΕΥ, δεν χρησιμοποιήθηκαν για την παροχή σ' αυτόν καλυπτόμενων από την ευθύνη του εναγομένου, επενδυτικών υπηρεσιών. Με βάση τα γενόμενα ως άνω δεκτά το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος ενάγοντος κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με την οποία είχεν απορριφθεί ομοίως η ένδικη αγωγή του. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, διαλαμβάνοντας ειδικότερα στην προσβαλλομένη απόφασή του, όπως ήδη αναφέρθηκε, ότι τα αναφερόμενα εκεί χρηματικά ποσά κατατέθηκαν στην πραγματικότητα και επανακατατέθηκαν με τον συνυπολογισμό της μέχρι τότε σταθερής απόδοσής τους από τον αναιρεσείοντα στην εταιρεία ΑΣΤΡΑΙΑ Α.Ε.Π.Ε.Υ. προκειμένου να γίνει διαχείριση αυτών, στα πλαίσια της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας, για επενδύσεις με εγγυημένες αποδόσεις αυτών, χωρίς να συνδεθούν, παρά την αντιθέτου περιεχομένου καταρτισθείσα μεταξύ των διαδίκων σύμβαση και τους συνομολογηθέντες με αυτήν ειδικότερους όρους, με εντολή του αναιρεσείοντος προς την χρηματιστηριακή εταιρεία για υπηρεσίες συναλλαγών αναφορικά με χρηματοπιστωτικά μέσα, ούτε και χρησιμοποιήθηκαν για τον σκοπό αυτόν, και ότι η μόνη πώληση για λογαριασμό του αναιρεσείοντος μετοχών της FOLIE-FOLLIE δεν προέρχονταν από τα επίμαχα χρηματικά κεφάλαια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις του ν. 2533/1997 και δη του άρθ. 1§12 αυτού, υπό το πρίσμα των διατάξεων της Οδηγίας 97/9/ΕΚ (άρθ. 1 και 2) και επομένως πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμος ο παραπεμφθείς στην Ολομέλεια πρώτος λόγος και κατά το πρώτο σκέλος αυτού από το άρθ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ της 968/2010 αίτησης για αναίρεση της 6726/2007 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, ενώ με βάση τις ως άνω νομικές παραδοχές της παρούσης και τις προαναφερθείσες αιτιολογίες της προσβαλλομένης απόφασης δεν κρίνεται αναγκαία η υποβολή (κατ' άρθ. 177 και ήδη 234 της ιδρυτικής της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Συνθήκης) ερωτήματος στο ΔΕΚ, προκειμένου αυτό ν' αποφανθεί, αν η μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη της Οδηγίας 97/9/ΕΚ με το ν. 2533/1997 είναι σύμφωνη με την Οδηγία αυτή και τις κοινοτικές αρχές της αποτελεσματικότητας και αναλογικότητας και κατά συνέπεια είναι απορριπτέο το επικουρικά υποβαλλόμενο με τις προτάσεις συναφές αίτημα του αναιρεσείοντος.
    Τέλος και λαμβανομένου υπόψη, ότι όλοι οι υπόλοιποι λόγοι της ένδικης αίτησης αναίρεσης απορρίφθηκαν με την παραπεμπτική απόφαση, ο αναιρεσείων πρέπει να καταδικασθεί σε μέρος των δικαστικών εξόδων του αναιρεσιβλήτου της όλης αναιρετικής αυτής δίκης, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα, συμψηφιζομένων κατά τα λοιπά, καθόσον η ερμηνεία των κανόνων που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθ. 179, 183, 191§2 ΚΠολΔ).
    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τον παραπεμφθέντα στην Ολομέλεια αυτή με την 373/2012 απόφαση του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου πρώτο λόγο κατά πρώτο σκέλος αυτού από το άρθ. 559 αριθ.1 ΚΠολΔ της από 30-9-2010 (με αριθ. 968/2010) αίτησης του Π. Π. για αναίρεση της 6726/2007 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
    Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα σε μέρος των δικαστικών εξόδων του αναιρεσιβλήτου της όλης αναιρετικής δίκης, που ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ.
    Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Μαΐου 2013. Και
    Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε έκτακτη δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση στις 13 Ιουνίου 2013.
    Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Πρόεδρος:Ρένα Ασημακοπούλου
Δικηγόροι:Βασίλειος-Σπυρίδων Χριστιανός, Γεώργιος Νικολόπουλος, Νικόλαος Τσουτσάνης
Εισηγητές:ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ Νικόλαος Πάσσος ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ Αναστάσιος Κανελλόπουλος
Μέλη:Δημήτριος Πατινίδης, Αθανάσιος Κουτρομάνος, Σπυρίδων Ζιάκας
Λήμματα:Ειδική εκκαθάριση ΑΕΠΕΥ ,Συνεγγυητικό Κεφάλαιο Εξασφάλισης Επενδυτικών Υπηρεσιών ΝΠΙΔ ,Κατάθεση χρηματικού ποσού εγγυημένης σταθερής απόδοσης ,Αρχή υπεροχής του δικαίου της ΕΕ ,Μεταφορά Οδηγιών στο εσωτερικό δίκαιο ,Επενδυτικές Υπηρεσίες

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ 
Δημοσίευση:ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ
ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ
ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
Ετος:2013
2013
Τόμος:61
ΞΔ
Σελ.:1560, 1887
675
Ετος:2013
Τόμος:61
Σελ.:1560