Συμβούλιο Επικρατείας
(Ολομέλεια σε Συμβούλιο)
Αριθ. 9/2013
(…) Με τις §§ 1, 2 και 3 του άρθρου 4 του ν. 3068/ 2002 (Α’ 274) ρυθμίζονται ζητήματα διαδικασίας και αντικειμένου της αναγκαστικής εκτελέσεως κατά του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.), στο πλαίσιο, κατ’ αρχήν, των υποχρεώσεών τους που απορρέουν από την υποχρέωση συμμορφώσεως προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η § 1 του άρθρου αυτού συμπληρώθηκε με το άρθρο 326 § 5 του ν. 4072/2012 (Α’ 86), με το οποίο προστέθηκαν στο τέλος αυτής τέσσερα εδάφια, με το εξής περιεχόμενο:
«Η εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων ή άλλων εκτελεστών τίτλων, που υπόκεινται σε ένδικα μέσα ή βοηθήματα και από τους οποίους απορρέει χρηματική υποχρέωση του Δημοσίου, διενεργείται ύστερα από προσκόμιση εκ μέρους του δικαιούχου ισόποσης εγγυητικής επιστολής Τραπέζης.
Το δικαστήριο, που εξέδωσε την εκτελεστή απόφαση ή το δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η εκδίκαση του ενδίκου βοηθήματος, μπορεί, κατόπιν σχετικού αιτήματος, αναλόγως της φερεγγυότητας του δικαιούχου ή των λοιπών εγγυήσεων που προσφέρει ή κρίνονται αναγκαίες, να μειώσει το ύψος της εγγυητικής επιστολής μέχρι του ενός δευτέρου.
Αν η άσκηση του ενδίκου βοηθήματος δεν υπόκειται σε χρονικό περιορισμό ο εκτελεστός τίτλος μπορεί να εκτελεσθεί χωρίς εγγύηση, μετά την άπρακτη πάροδο 90 ημερών από την επίδοσή του.
Η εγγυητική επιστολή εκδίδεται υπέρ της υπηρεσίας, που είναι αρμόδια για την καταβολή, και επιστρέφεται μετά από την προσκόμιση πιστοποιητικού αμετάκλητης, υπέρ του αντιδίκου του υπόχρεου, επίλυσης της διαφοράς ή της μη ασκήσεως ενδίκου μέσου ή βοηθήματος μέσα στην προθεσμία που προβλέπεται από το νόμο».
Ενόψει της καταθέσεως στο Συμβούλιο της Επικρατείας της ***/2012 αιτήσεως της Α.Ε.** για τον περιορισμό, κατ’ επίκληση των δύο πρώτων από τα ανωτέρω εδάφια της εν λόγω διατάξεως, της οφειλομένης από αυτήν εγγυοδοσίας για την υπέρ της εκτέλεση δικαστικής αποφάσεως, με την οποία, κατά τους ισχυρισμούς της, γεννάται υποχρέωση του Δημοσίου για την καταβολή σ’ αυτήν ορισμένου χρηματικού ποσού, και η οποία έχει προσβληθεί με εκκρεμούσες στο Δικαστήριο αντίθετες αιτήσεις αναιρέσεως (αριθ. καταθ. ***, ***/ 2012) ανακύπτουν ζητήματα ερμηνείας και εφαρμογής της διατάξεως αυτής. Για τον λόγο αυτό, τα σχετικά ζητήματα εισάγονται προς εξέταση από την Ολομέλεια του Δικαστηρίου σε Συμβούλιο, κατ’ άρθρο 8 § 2 του π.δ. 18/1989, μετά από προσκληση του Προέδρου.
Με τις νέες αυτές διατάξεις προβλέπεται, κατ’ ουσίαν, ότι οριστικές ή και τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις, με τις οποίες το Δημόσιο ή τα ν.π.δ.δ. καταδικάζονται σε καταβολή, στον αντίδικο ιδιώτη, συγκεκριμένου χρηματικού ποσού, δεν εκτελούνται αμέσως, αλλά η εκτέλεσή τους συναρτάται, και εξαρτάται, από την εκ μέρους του κατάθεση ισόποσης τραπεζικής εγγυητικής επιστολής. Παρέχεται, όμως, στον αντίδικο νικήσαντα ιδιώτη διάδικο η δυνατότητα να περιορίσει την υποχρέωσή του αυτή μέχρι το ήμισυ του κατά τα ανωτέρω ύψους της εγγυητικής επιστολής, αν το δικαστήριο που εξέδωσε την εκτελεστή απόφαση ή το δικαστήριο, στο οποίο εκκρεμεί η εκδίκαση του «ενδίκου βοηθήματος», αποδεχθεί σχετικό αίτημά του. Προϋπόθεση μερικής ή ολικής αποδοχής του εν λόγω αιτήματος είναι η, κατά την εκτίμηση του δικαστηρίου, φερεγγυότητα του δικαιούχου ή η παροχή από αυτόν άλλων αντιστοίχων εγγυήσεων, που τυχόν κρίνονται αναγκαίες. Η κατά τα ανωτέρω εγγυητική επιστολή επιστρέφεται στον δικαιούχο μετά την αμετάκλητη υπέρ αυτού επίλυση της διαφοράς, είτε με την έκδοση σχετικής δικαστικής αποφάσεως, είτε με την μη άσκηση ή την παραίτηση από τυχόν ασκηθέν ένδικο μέσο ή βοήθημα κατά της ευνοϊκής για τον αντίδικο αποφάσεως.
Η ρύθμιση αυτή δικαιολογείται, κατά τα εκτιθέμενα στην οικεία εισηγητική έκθεση, διότι «αποβλέπει στην προστασία του Δημοσίου, εν όψει του ότι δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο, όταν μετά από ικανό χρονικό διάστημα εκδικάζεται αμετακλήτως υπόθεση, το Δημόσιο να αδυνατεί να εισπράξει τα επιδικασθέντα ποσά, λόγω του ότι ο υπόχρεος προς επιστροφή είναι αναξιόχρεος ή παύει να υφίσταται (θάνατος φυσικού προσώπου, παύση λειτουργίας νομικού προσώπου κ.λπ.) γεγονός που καθιστά άκρως δυσχερή ή και αδύνατη την καταβολή αυτών. Η κατάθεση εγγυητικής επιστολής, εξάλλου, αποτρέπει την παρέλκυση της δίκης από πλευράς αντιδίκου του Δημοσίου με καταχρηστικά αιτήματα αναβολών στον αναιρετικό βαθμό κ.λπ., προκειμένου να απομακρύνει το ενδεχόμενο ανατροπής της εκτελεσθείσης αποφάσεως».
Τίθεται, αρχικώς, το ζήτημα, αν αρμόδιο για την εξέταση αιτήματος μειώσεως, κατά τα ανωτέρω, του ύψους εγγυητικής επιστολής, ειδικώς ως προς την διοικητική δίκη, ως προς την οποία, άλλωστε, και μόνον εξετάζονται τα τιθέμενα με την διάταξη ζητήματα, είναι αποκλειστικά το εκδόν την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστήριο, συνήθως το διοικητικό εφετείο, ή και το Συμβούλιο της Επικρατείας. Η Ολομέλεια σε Συμβούλιο, κατά πλειοψηφία, που απαρτίσθηκε από τον Πρόεδρο Κ. Μενουδάκο, την Αντιπρόεδρο Α. Συγγούνα και τους Συμβούλους Ν. Μαρκουλάκη, Μ. Βηλαρά, Ι. Μαντζουράνη, Δ. Σκαλτσούνη, Ι. Γράβαρη, Σ. Μαρκάτη, Σ. Χρυσικοπούλου, Η. Τσακόπουλο, Μ. Σταματελάτου, Μ. Παπαδοπούλου, Δ. Κυριλλόπουλο, Α. Καλογεροπούλου, Ε. Κουσιουρή, Ο. Ζύγουρα, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Φιλοπούλου, Κ. Πισπιρίγκο, Α. Χλαμπέα, Δ. Μακρή, Μ. Πικραμένο και Τ. Κόμβου, κρίνει ότι: αρμόδιο, κατά νόμο, είναι μόνον το εκδόν την προσβαλλομένη απόφαση δικαστήριο και, ειδικότερα, η οικεία Επιτροπή Αναστολών αυτού. Τούτο προκύπτει τόσο από την διατύπωση της διατάξεως, που αναφέρεται, ακριβολογώντας κατά τούτο, αφενός σε δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση και αφετέρου σε δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί ένδικο «βοήθημα», στρεφόμενο προδήλως κατά εκτελεστού τίτλου και όχι ένδικο «μέσο», όσο και από γενική δικονομική αρχή, κατά την οποία μόνον ένα δικαστήριο είναι εκάστοτε το αρμόδιο να εξετάσει την αντίστοιχη κατηγορία διαφορών και όχι πλείονα, κατά την επιλογή, μάλιστα, του διαδίκου. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, θα είχε ως συνέπεια να εισάγεται το σχετικό αίτημα σε δικαστήριο επιλεγόμενο από τον αιτούντα διάδικο σε αντίθεση προς την ανωτέρω δικονομική αρχή. ’λλωστε, το εκδόν δικαστήριο, το οποίο έχει ήδη επιληφθεί της υποθέσεως, γνωρίζει, κατά τεκμήριο, καλύτερα τις συνθήκες, υπό τις οποίες πρόκειται να εκτελεσθεί η απόφασή του.
Μειοψήφησαν οι Αντιπρόεδροι Α. Ράντος και Μ. Σαρπ και οι Σύμβουλοι Μ. Καραμανώφ, Α. Σακελλαροπούλου, Α.-Γ. Βώρος, Ε. Αντωνόπουλος, Α. Ντέμσιας, Φ. Ντζίμας, Β. Αραβαντινός, Κ. Κουσούλης, Θ. Αραβάνης και Β. Αναγνωστοπούλου – Σαρρή, οι οποίοι διατύπωσαν τη γνώμη ότι, κατά την έννοια της διατάξεως, αν έχει ασκηθεί αίτηση αναιρέσεως κατ’ αποφάσεως διοικητικού δικαστηρίου, αρμόδιο κατά νόμο καθίσταται και το Συμβούλιο της Επικρατείας. Τούτο, κατά τη γνώμη αυτή, προκύπτει τόσο από την εν γένει διατύπωση της διατάξεως, που αναφέρεται σε αποφάσεις «που υπόκεινται σε ένδικα μέσα ή βοηθήματα», καθώς και σε αρμοδιότητα είτε του δικαστηρίου, που εξέδωσε την εκτελεστή απόφαση, είτε του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί η εκδίκαση του ενδίκου βοηθήματος κατά της εκτελεστής αποφάσεως, όσο και από τη σκέψη ότι το εν προκειμένω τιθέμενο ενώπιον του δικαστηρίου ζήτημα, αναγόμενο αποκλειστικά στη φερεγγυότητα του ιδιώτη, είναι εντελώς διαφορετικό από το ήδη κριθέν από το εκδόν δικαστήριο - το οποίο, άλλωστε, έχει ήδη αποξενωθεί από την υπόθεση - και προσομοιάζει με κρίση επί αιτήσεως αναστολής σε εκκρεμή υπόθεση, κατ’ επίκληση συνδρομής περιπτώσεως ανεπανόρθωτης βλάβης, η οποία, κατά γενική αρχή της διοικητικής δίκης, ανατίθεται στο δικαστήριο, στο οποίο εκκρεμεί το ένδικο μέσο. Η διατύπωση, εξ άλλου, του νόμου για «ένδικο βοήθημα» αναφέρεται προφανώς στην συνήθη στην πολιτική δίκη περίπτωση εκδόσεως διαταγής πληρωμής, κατά της οποίας ασκείται, όντως, ένδικο βοήθημα.
Εν όψει της, κατά τα ανωτέρω, ερμηνευτικής εκδοχής που επικράτησε, τέθηκε στη συνέχεια το ζήτημα αν η Ολομέλεια του Δικαστηρίου, που δεν είναι αρμόδιο για την εξέταση των σχετικών αιτημάτων, πρέπει να διατυπώσει κρίση για την συνταγματικότητα της διατάξεως. Η πλειοψηφία, που απαρτίσθηκε από τους Αντιπροέδρους Α. Ράντο και Μ. Σαρπ και τους Συμβούλους Χ. Ράμμο, Μ. Καραμανώφ, Ι. Μαντζουράνη, Α. Σακελλαροπούλου, Α. Χριστοφορίδου, Α.-Γ. Βώρο, Μ. Γκορτζολίδου, Ι. Γράβαρη, Ε. Αντωνόπουλο, Α. Ντέμσια, Η. Τσακόπουλο, Μ. Παπαδοπούλου, Β. Αραβαντινό, Δ. Κυριλλόπουλο, Α. Καλογεροπούλου, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Φιλοπούλου, Θ. Αραβάνη, Α. Χλαμπέα, Τ. Κόμβου και Β. Αναγνωστοπούλου - Σαρρή, έκρινε ότι πρέπει να διατυπωθεί σχετική κρίση, εν όψει της ευρύτερης σημασίας του ζητήματος, που αφορά την εν γένει διοικητική δίκη και επηρεάζει εμμέσως και την αναιρετική δίκη. Εξ άλλου, εν όψει των ήδη γενομένων δεκτών και της φύσεως του ζητήματος, το Δικαστήριο δεν θα έχει, πλέον, τη δυνατότητα να διατυπώσει σχετική κρίση, αφού τα σχετικά ζητήματα δεν θα μπορούν, κατ’ αρχήν, να αχθούν ενώπιόν του, με συνέπεια να ελλοχεύει ο κίνδυνος εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων επί συνταγματικού ζητήματος, χωρίς δυνατότητα άρσεως των διαφωνιών.
Μειοψήφησαν ο Πρόεδρος Κ. Μενουδάκος, η Αντιπρόεδρος Α. Συγγούνα και οι Σύμβουλοι Ν. Μαρκουλάκης, Μ. Βηλαράς, Δ. Σκαλτσούνης, Ε. Νίκα, Σ. Μαρκάτης, Φ. Ντζίμας, Σ. Χρυσικοπούλου, Μ. Σταματελάτου, Ε. Κουσιουρής, Ο. Ζύγουρα, Κ. Κουσούλης, Κ. Πισπιρίγκος, Δ. Μακρής και Μ. Πικραμένος, οι οποίοι διατύπωσαν την γνώμη ότι δεν πρέπει να διατυπώσει η Ολομέλεια σε Συμβούλιο κρίση επί κατηγορίας υποθέσεων, για την οποία το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο, δεδομένου ότι αφενός το ζήτημα που ανακύπτει δεν αφορά τη συνταγματικότητα σχεδίου διατάξεως αλλά διατάξεως νόμου, η ερμηνεία και εφαρμογή της οποίας ανήκει μόνο στα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια, σύμφωνα με τη γνώμη που επικράτησε, εν όψει και του γεγονότος ότι οποιαδήποτε κρίση της Ολομέλειας σε Συμβούλιο δεν μπορεί να δεσμεύσει τα αρμόδια τακτικά διοικητικά δικαστήρια και, αφετέρου, δεν έχει παρασχεθεί στη Διοίκηση η δυνατότητα να διατυπώσει τις απόψεις της για τη συνταγματικότητα της επίμαχης διατάξεως. […] Εν συνεχεία, η Ολομέλεια σε Συμβούλιο συζήτησε το ζήτημα της συμφωνίας με το Σύνταγμα των εν λόγω ρυθμίσεων. Επί του ζητήματος αυτού έκρινε, κατά πλειοψηφία, που απαρτίσθηκε από τους Αντιπροέδρους Α. Ράντο και Μ. Σαρπ και τους Συμβούλους Δ. Κωστόπουλο, Ε. Γαλανού, Ν. Ρόζο, Χ. Ράμμο, Ν. Μαρκουλάκη, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ, Α. Σακελλαροπούλου, Α. Χριστοφορίδου, Δ. Σκαλτσούνη, Μ. – Ε. Κωνσταντινίδου, Α. – Γ. Βώρο, Γ. Ποταμιά, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα, Ι. Γράβαρη, Ε, Αντωνόπουλο, Γ. Τσιμέκα, Σ. Μαρκάτη, Π. Καρλή, Α. Ντέμσια, Σ. Χρυσικοπούλου, Η. Τσακόπουλο, Μ. Σταματελάτου, Β. Αραβαντινό, Δ. Κυριλλόπουλο, Α. Καλογεροπούλου, Ε. Κουσιουρή, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Κουσούλη, Κ. Φιλοπούλου, Θ. Αραβάνη, Κ. Πισπιρίγκο, Α. Χλαμπέα, Δ. Μακρή, Μ. Πικραμένο και Β. Αναγνωστοπούλου – Σαρρή, ότι οι ρυθμίσεις αυτές δεν είναι σύμφωνες με το Σύνταγμα. Τούτο, διότι, κατά την κρατήσασα στην Ολομέλεια γνώμη, με τις ρυθμίσεις αυτές παρεισάγονται, κατά παράβαση των άρθρων 94 § 4 (ιδίως, τελευταίο εδάφιο) και 95 § 5 του Σ, άσχετα με την δίκη εμπόδια στην συνταγματικώς κατοχυρούμενη υποχρέωση εκτέλεσης τελεσίδικης, και άρα εκτελεστής, δικαστικής αποφάσεως, με συνέπεια να μην παρέχεται στον νικήσαντα διάδικο η δυνατότητα να επιδιώξει αποτελεσματικά, χωρίς πρόσθετες προϋποθέσεις, την ικανοποίηση της τελεσιδίκως αναγνωρισθείσης αξιώσεώς του. Η αξίωσή του δε αυτή, καίτοι δικαστικώς αναγνωρισθείσα, θα ικανοποιείται πάντοτε σε μικρότερο, κατ’ αποτέλεσμα, ποσό, αφού θα επιβαρύνεται από την, όχι ασημάντου ύψους, δαπάνη για την έκδοση της εγγυητικής επιστολής, της οποίας δαπάνης δεν προβλέπεται η επιστροφή ούτε σε περίπτωση που η προς εκτέλεση απόφαση καταστεί στη συνέχεια αμετάκλητη. Επί πλέον, η ρύθμιση αυτή θεσπίζεται, κατά παράβαση της αρχής της ισότητος των διαδίκων, μονομερώς υπέρ του Δημοσίου. Εξ άλλου, σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για νομοθετική παρέμβαση στην εκτέλεση δικαστικής αποφάσεως, με έννομο αποτέλεσμα απαγγελλόμενο απ’ ευθείας από τον νομοθέτη, ενώ η εν προκειμένω δυνατότητα διορθωτικής παρεμβάσεως του δικαστηρίου περιορίζεται μόνον στο 50% του αμφισβητουμένου ποσού, ακόμη και αν ο ιδιώτης τυχόν επικαλείται και αποδεικνύει ότι είναι πλήρως αξιόχρεος. Οι ρυθμίσεις δε αυτές δεν εντάσσονται σε σύστημα γενικευμένης μεταβολής του χρόνου εκτελέσεως μιας δικαστικής αποφάσεως, με συνολική αλλαγή των εννόμων συνεπειών της τελεσιδικίας και σύνδεση της εκτελεστότητος με το αμετάκλητο της αποφάσεως, που θα αφορούσε, βεβαίως, όλες τις αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων, είτε έχουν χρηματικό αντικείμενο, είτε όχι, και όλους τους διαδίκους, αλλά περιορίζονται, κατά τα ήδη εκτεθέντα, σε ειδικό κύκλο αποφάσεων και διαδίκων. Και είναι μεν αληθές ότι δυνατότητα αναστολής εκτελέσεως τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως με τον όρο παροχής εγγυήσεων προβλέπεται ήδη στον τομέα των δημοσίων έργων, με την ρύθμιση της § 6 του άρθρου 12 του ν. 1418/1984 (Α΄ 23), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 2940/2001 (Α΄ 180), ήδη δε ισχύει ως άρθρο 77 § 5 του ν. 3669/2008 (Α΄ 116), με την οποία ορίζεται ότι «…Αν από την εκτέλεση της απόφασης πιθανολογείται κίνδυνος βλάβης, της οποίας η αποκατάσταση δεν είναι εύκολη, μπορεί να διαταχθεί με αίτηση κάποιου από τους διαδίκους η ολική ή εν μέρει αναστολή της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, με τον όρο παροχής ανάλογης εγγύησης ή και χωρίς εγγύηση ή να εξαρτηθεί η εκτέλεση της απόφασης από την παροχή εγγύησης από το διάδικο που έχει νικήσει. Για την αίτηση αποφαίνεται, συνεδριάζοντας ως συμβούλιο, χωρίς υποχρεωτική κλήτευση των διαδίκων, το αρμόδιο τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου, το οποίο συγκροτείται από τρία μέλη, στα οποία περιλαμβάνεται υποχρεωτικά ο εισηγητής της υπόθεσης. Η απόφαση της αναστολής μπορεί κατά τον ίδιο τρόπο να ανακληθεί, με αίτηση κάποιου από τους διαδίκους έως και κατά την πρώτη συζήτηση της αναίρεσης.». Η ρύθμιση, όμως, αυτή διαφέρει ουσιωδώς από την επίμαχη. Αφ’ ενός μεν διότι το έννομο αποτέλεσμα της αναστολής εκτελέσεως της δικαστικής αποφάσεως απαγγέλλεται, αν συντρέχει νόμιμη περίπτωση, από το δικαστήριο και όχι ευθέως από το νόμο, αφ’ ετέρου δε διότι, με την επίμαχη ρύθμιση, η οποία ούτως ή άλλως λειτουργεί αποκλειστικώς εις βάρος ενός μόνον των διαδίκων, επιτρέπεται η αποκλειστικώς εκ των υστέρων και μερική μόνον (μέχρι του 50% του αμφισβητουμένου ποσού) παρέμβαση του δικαστηρίου. Εξ άλλου, η ρύθμιση εκείνη αφορά εξ ίσου αμφότερους τους διαδίκους και, πάντως, επιτρέπει την υπό προϋποθέσεις εκτέλεση της αποφάσεως χωρίς την καταβολή εγγυήσεως.
Ο Πρόεδρος Κ. Μενουδάκος και η Αντιπρόεδρος Α. Θεοφιλοπούλου διατύπωσαν την γνώμη ότι η επίμαχη ρύθμιση αντίκειται προς την κατοχυρούμενη από το Σύνταγμα αρχή της ισότητος των διαδίκων, δεδομένου ότι εφαρμόζεται αποκλειστικά για τον ιδιώτη διάδικο και όχι και για το Δημόσιο.
Μειοψήφησαν ...
ο Αντιπρόεδρος Δ. Πετρούλιας και οι Σύμβουλοι Φ. Ντζίμας και Ο. Ζύγουρα, οι οποίοι διατύπωσαν την εξής γνώμη: Τα άρθρα 20 § 1 του Συντάγματος και 6 § 1 της ΕΣΔΑ κατοχυρώνουν το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, το οποίο περιλαμβάνει και τη δυνατότητα εκτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων (ΕΔΔΑ, Αικ. Καλογεροπούλου και λοιποί κατά της Ελλάδος και της Γερμανίας (59021/ 00). Το δικαίωμα όμως αυτό δεν είναι απόλυτο, αλλά υπόκειται σε περιορισμούς, εφ’ όσον με αυτούς επιδιώκεται θεμιτός σκοπός και τηρείται η αρχή της αναλογικότητας (βλ. την προαναφερόμενη απόφαση του ΕΔΔΑ, Αικ. Καλογεροπούλου κλπ.). Εξ άλλου, ούτε το Σύνταγμα, ούτε η ΕΣΔΑ επιβάλλουν την εκτέλεση και των δικαστικών αποφάσεων, οι οποίες υπόκεινται σε ένδικα μέσα και μπορεί ως εκ τούτου να ανατραπούν (ΕΔΔΑ, Ουζούνης και λοιποί κατά Ελλάδος (49144/99), απόφαση της 18.4.2002, σκέψη 21, Fiume κατά Ιταλίας (20774/05), απόφαση της 30.6.2009, σκέψη 46). Μάλιστα δε το Σύνταγμα περιέχει ειδική ρύθμιση για την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων κατά του Δημοσίου (των ο.τ.α. και των ν.π.δ.δ.), προβλέποντας στο άρθρο του 94 § 4, εδάφιο τρίτο, ότι αυτές εκτελούνται αναγκαστικά, «όπως νόμος ορίζει». Με τις επίμαχες δε ρυθμίσεις συμπληρώνονται οι διατάξεις του εκτελεστικού της συνταγματικής αυτής διάταξης ν. 3068/2002 «Συμμόρφωση της Διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις ...». Συνεπώς, στην ευχέρεια του κοινού νομοθέτη απόκειται να ορίσει ότι οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται, μόνον όταν αυτές δεν υπόκεινται σε κανένα ένδικο μέσο, δηλαδή είναι αμετάκλητες. Κατά μείζονα δε λόγο, μπορεί ο νομοθέτης να εξαρτήσει την εκτέλεση των υποκείμενων σε ένδικα μέσα εκτελεστών δικαστικών αποφάσεων από τη συνδρομή συγκεκριμένων όρων ή να προβλέψει τη δυνατότητα αναστολής εκτέλεσης αυτών. Η σχετική δε νομοθετική ρύθμιση μπορεί είτε να είναι γενική, είτε να αφορά ειδική κατηγορία δικαστικών αποφάσεων, εφ’ όσον συντρέχουν λόγοι δημόσιου συμφέροντος, ικανοί να δικαιολογήσουν την ειδική αυτή ρύθμιση. Και πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 19 § 1 του ν. 1715/ 1951, η υπό του Δημοσίου ασκηθείσα αίτηση αναιρέσεως κατά τελεσίδικης απόφασης, καθώς και η προθεσμία της αναστέλλει την εκτέλεση αυτής, ενώ ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας στο άρθρο 565 προβλέπει την δυνατότητα αναστολής εκτέλεσης τελεσίδικων αποφάσεων ή την εκτέλεση των αποφάσεων αυτών με παροχή εγγύησης και στις δύο περιπτώσεις. Αντίστοιχη σχετική ρύθμιση προβλέπεται στο άρθρο 13 § 6 του ν. 1418/1984, όπως ισχύει, όσον αφορά ειδικώς τις τελεσίδικες αποφάσεις που εκδίδονται επί διαφορών οι οποίες ανακύπτουν κατά την εκτέλεση των συμβάσεων δημόσιων έργων (Ε.Α. ΣτΕ 296, 508/2011, 117/ 2012 κ.ά.). Στην προκειμένη περίπτωση, με τις επίμαχες διατάξεις του άρθρου 326 § 5 του ν. 4072/2012 ορίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι οι δικαστικές αποφάσεις, που επιβάλλουν χρηματική υποχρέωση του Δημοσίου, εκτελούνται χωρίς κανένα όρο ή περιορισμό, μόνον όταν δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα, δηλαδή όταν η διαφορά έχει επιλυθεί αμετακλήτως. Παρέχεται όμως με τις εν λόγω διατάξεις η δυνατότητα στον δικαιούχο να επιδιώξει την εκτέλεση και των υποκείμενων σε ένδικα μέσα εκτελεστών δικαστικών αποφάσεων, ύστερα από προσκόμιση εκ μέρους του ισόποσης εγγυητικής τραπεζικής επιστολής, ενώ προβλέπεται ότι το δικαστήριο που εξέδωσε την εκτελεστή απόφαση, μπορεί, εκτιμώντας της φερεγγυότητα του δικαιούχου ή άλλες εγγυήσεις που παρέχει ή κρίνονται αναγκαίες, να μειώσει, κατόπιν αιτήματός του, στο ένα δεύτερο το ύψος της εγγυητικής επιστολής. Η ρύθμιση αυτή υπαγορεύθηκε, σύμφωνα με την ήδη παρατεθείσα αιτιολογική έκθεση, από την ανάγκη προστασίας των δημόσιων εσόδων (του δημόσιου χρήματος) και συγκεκριμένα από την ανάγκη να αποτραπεί ο κίνδυνος της αδυναμίας ανάκτησης από το Δημόσιο χρηματικών ποσών, που έχουν καταβληθεί από αυτό δυνάμει δικαστικών αποφάσεων, οι οποίες όμως μετά ανατρέπονται, κατόπιν της εκδίκασης των κατ’ αυτών ασκηθέντων από το Δημόσιο ενδίκων μέσων. Αποτελεί δε η εν λόγω ρύθμιση, μέρος σειράς μέτρων, που έχουν θεσπισθεί την τελευταία τριετία και τα οποία αποβλέπουν στην επίτευξη καθορισμένων δημοσιονομικών στόχων για την εκμηδένιση του δημοσιονομικού ελλείμματος, προκειμένου να αντιμετωπισθεί η δεινή δημοσιονομική κρίση, την οποία διέρχεται η Χώρα. Ο σκοπός αυτός είναι προδήλως θεμιτός και δικαιολογεί πλήρως την επίμαχη ειδική ρύθμιση. ’λλωστε, η Ολομέλεια του Δικαστηρίου έχει ήδη κρίνει, ενόψει του σκοπού αυτού, σύμφωνες με το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) νομοθετικές ρυθμίσεις που επιβάλλουν δραστικές περικοπές μισθολογικών και συνταξιοδοτικών παροχών, καθώς και σοβαρές φορολογικές επιβαρύνσεις (ΟλΣτΕ 668/2012, βλ. και την απόφαση της 7.5.2013 του ΕΔΔΑ, Κουφάκη και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδος, με την οποία απερρίφθησαν ως προδήλως αβάσιμες σχετικές προσφυγές). Δεν μπορεί δε να θεωρηθεί ότι η, κατ’ αρχήν δικαστικώς ανέλεγκτη, ουσιαστική εκτίμηση του νομοθέτη, ως προς την προσφορότητα αυτής, είναι εσφαλμένη και μάλιστα προδήλως, ούτε ότι η εν λόγω ρύθμιση συνιστά ουσιώδη και δυσανάλογο περιορισμό του δικαιώματος δικαστικής προστασίας. Και τούτο διότι αφ’ ενός μεν, κατά τα προεκτεθέντα, ανήκει στην ευχέρεια του κοινού νομοθέτη να ορίσει ότι εκτελεστές είναι μόνον οι μη υποκείμενες σε ένδικα μέσα δικαστικές αποφάσεις, αφ’ ετέρου δε παρέχεται πάντως η δυνατότητα εκτέλεσης κατά του Δημοσίου και υποκείμενων σε ένδικα μέσα δικαστικών αποφάσεων, υπό τον όρο της παροχής εγγύησης εκ μέρους του δικαιούχου. Ούτε, άλλωστε, μπορεί να γίνει λόγος για αδικαιολόγητη επιβάρυνση του ιδιώτη διαδίκου από τη δαπάνη έκδοσης της εγγυητικής επιστολής, δεδομένου ότι αυτός ασκεί ευχέρεια που του παρέχει ο νόμος, εισπράττοντας και εκμεταλλευόμενος χρηματικό ποσό το οποίο ενδέχεται να υποχρεωθεί να επιστρέψει στο Δημόσιο, όταν η υπόθεση εκδικασθεί αμετακλήτως, ενώ μπορεί να επιλέξει να αναμείνει την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης, ώστε να την εκτελέσει χωρίς όρους και περιορισμούς και χωρίς καμία επιβάρυνση. Αντιστοίχως δε το Δημόσιο όχι μόνον καταβάλλει χρηματικό ποσό, το οποίο μπορεί να κριθεί ότι έχει καταβληθεί αχρεωστήτως, αλλά αναλαμβάνει και τον κίνδυνο της αδυναμίας του αντιδίκου να επιστρέψει το ποσό αυτό, αν τούτο καταβληθεί χωρίς εγγύηση. ’λλωστε και με τις προαναφερθείσες ισχύουσες διατάξεις του ΚΠολΔ και του ν. 1418/1984 προβλέπεται η εκτέλεση τελεσίδικων δικαστικών αποφάσεων με την παροχή εγγύησης. Τέλος, η θεσπιζόμενη με τις επίμαχες διατάξεις υπέρ του Δημοσίου ειδική ευνοϊκή ρύθμιση δικαιολογείται πλήρως από τον επιδιωκόμενο με αυτές δημόσιου συμφέροντος σκοπό της προστασίας του δημόσιου χρήματος, με την αποτροπή της απώλειας δημόσιων εσόδων. Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο έχει, άλλωστε, ήδη κρίνει, με πρόσφατες αποφάσεις του, σύμφωνες προς το Σύνταγμα, νομοθετικές διατάξεις, με τις οποίες εισάγεται προνομιακή υπέρ του Δημοσίου μεταχείριση, τόσο για το ύψος του επιτοκίου, όσο και για το χρόνο παραγραφής των οφειλών του προς τους ιδιώτες. (Α.Ε.Δ. 25/ 2012 και 1 και 2/2012, αντιστοίχως). Υπό τις σημερινές δε δραματικές συνθήκες της δεινής κρίσης που διέρχεται η Χώρα, η οποία, λόγω της πρωτοφανούς σε βάθος και διάρκεια διάστασής της, έχει προσλάβει χαρακτήρα εθνικής κρίσης, η προστασία των δημόσιων εσόδων για την αντιμετώπισή της, δεν συνιστά έναν απλώς δημοσιονομικό στόχο, αλλά αποτελεί εθνικό διακύβευμα. Συνεπώς, οι διατάξεις του άρθρου 326 § 5 του ν. 4072/2012, με τις οποίες θεσπίζεται ευνοϊκή υπέρ του Δημοσίου μεταχείριση, όσον αφορά την εκτέλεση των κατ’ αυτού δικαστικών αποφάσεων που επιβάλλουν σε βάρος του χρηματική υποχρέωση, δεν αντίκεινται σε καμία διάταξη του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Μάλιστα, το ΕΔΔΑ έχει δεχθεί ότι η, δυνάμει της διάταξης του άρθρου 923 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, (κατά την οποία «Αναγκαστική εκτέλεση κατά αλλοδαπού δημοσίου δεν μπορεί να γίνει χωρίς προηγούμενη άδεια του Υπουργού Δικαιοσύνης»), άρνηση του Υπουργού Δικαιοσύνης να επιτρέψει την εκ μέρους ιδιωτών αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος αλλοδαπού Δημοσίου για την ικανοποίηση χρηματικών κατ’ αυτού αξιώσεων, που είχαν αναγνωρισθεί με δικαστική απόφαση αμετακλήτως, δεν αντίκειται ούτε στο άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ, ούτε στο άρθρ. 1 § 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, εν όψει της συνδρομής αποχρώντων λόγων δημόσιου συμφέροντος (βλ. την προαναφερόμενη απόφαση του ΕΔΔΑ, Αικ. Καλογεροπούλου κλπ. κατά Ελλάδας και Γερμανίας). (…)
Δικαστήριο: | ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ |
Τόπος: | ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ |
Αριθ. Απόφασης: | 17593 |
Ετος: | 2015 |
Περίληψη
Ανακοπή 933 ΚΠολΔ - Εκτέλεση κατά Δημοσίου - Εγγυητική επιστολή - Αντισυνταγματικότητα - Επέκταση δεδικασμένου - Ένσταση εξοφλήσεως - Τόκος υπερημερίας δημοσίου -. Καταρχήν η εξάρτηση του κύρους της αναγκαστικής εκτέλεσης από την καταβολή εγγύησης στο σύστημα της αναγκαστικής εκτέλεσης του ΚΠολΔ προβλέπεται μόνο στην προσωρινή εκτέλεση, και μόνο υπό τη μορφή υποχρέωσης, που επιβάλλεται κατά τη διακριτική ευχέρεια του Δικαστή μετά από αίτημα του διαδίκου, που νικήθηκε. Η διάταξη του άρθρου 326 παρ. 5 ν. 4072/2012, η οποία τέθηκε σε ισχύ από τις 11.4.2012, ισοδυναμεί με έμμεση κατάλυση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας αφού τίθενται προϋποθέσεις για την άσκηση του με τη μορφή της επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης, η πλήρωση των οποίων καθίσταται υπέρμετρα δυσχερής και επομένως μπορεί να γίνει λόγος για ματαίωση της. Οι επαχθέστατες δε συνέπειες εφαρμογής της ουδόλως αμβλύνονται από τη δυνατότητα μείωσης του ποσού της εγγυητικής επιστολής έως το μισό του οφειλόμενου ποσούΔεδικασμένο δεν υπάρχει αν οι έννομες σχέσεις που διαδοχικά κρίνονται διαφέρουν μεταξύ τους κατά το αντικείμενο ή την ιστορική ή νομική αιτία.
|
Κείμενο Απόφασης
Αριθμός απόφασης: 17593/2015
(Αριθμός κατάθεσης κλήσης: 16.599/24-7-2014)
(Αριθμός κατάθεσης ανακοπής: 35.371/10-12-2012)
TO MONOMEΛEΣ ΠPΩTOΔIKEIO ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔIAΔIKAΣIA
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Δικαστή Δημήτριο Ταμπάρη, Πρωτοδίκη, ο οποίος ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, και τη Γραμματέα Ελένη Κουρτίδου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια και στο ακροατήριό του στις 5 Φεβρουαρίου 2015, για να δικάσει την ανακοπή με αριθμό καταθέσεως 35.371/10-12-2012, που επαναφέρεται προς συζήτηση με την με αριθμό καταθέσεως 16.599/24-7-2014 κλήση, μεταξύ:
ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ: Δήμου Θεσσαλονίκης, που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Ευσταθίου Κουτσοχήνα (ΑΜ 5415 Δ.Σ. Θεσσαλονίκης), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις επί της έδρας.
ΤΗΣ ΚΑΘ΄ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Υπό εκκαθάριση ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «…., που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο μετά της πληρεξουσίας της δικηγόρου Θεανούς Τσακιροπαλόγλου (ΑΜ 4266 Δ.Σ. Θεσσαλονίκης), που κατέθεσε προτάσεις επί της έδρας.
Ο ανακόπτων ζητεί να γίνει δεκτή η από 5-12-2012 ανακοπή, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 35.371/10-12-2012 και επαναφέρεται προς συζήτηση με την με αριθμό καταθέσεως 16.599/24-7-2014 κλήση, μετά την έκδοση της υπ’ αρ. 9805/2014 μη οριστικής απόφασης αυτού του Δικαστηρίου, και η οποία προσδιορίστηκε να δικασθεί στην αναγραφομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και ενεγράφη στο πινάκιο.
KATA TH ΣYZHTHΣH της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, που παραστάθηκαν όπως αναφέρεται παραπάνω, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις τους.
AΦOY MEΛETHΣE TH ΔIKOΓPAΦIA
ΣKEΦΘHKE ΣYMΦΩNA ME TO NOΜΟ
Νόμιμα εισάγεται προς συζήτηση, με την με αριθμό κατάθεσης 16.599/24-7-2014 κλήση, η με αριθμό κατάθεσης 35.371/10-12-2012 ανακοπή, μετά την έκδοση της υπ’ αρ. 9805/2014 μη οριστικής απόφασης αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση της ως άνω ανακοπής προκειμένου να συμπληρωθούν οι αναφερόμενες σε αυτήν ελλείψεις ως προς την εκπροσώπηση του ανακόπτοντος.
Με την κρινόμενη ανακοπή του, ο ανακόπτον Δήμος Θεσσαλονίκης, ανακόπτων ζητεί την ακύρωση α) της από 19-11-2012 επιταγής προς εκτέλεση που έχει τεθεί κάτωθι του αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αρ. 23885/2009 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και β) κάθε άλλης συναφούς πράξης εκτέλεσης που στηρίζεται στην προαναφερόμενη επιταγή, καθώς και να καταδικαστεί η καθ’ ης η ανακοπή στα δικαστικά του έξοδα. Η ανακοπή αυτή παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου τούτου (αρθρ. 933 § 1, 934 § 1 περ. α ΚΠολΔ.), το οποίο είναι καθ` ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (933 §§ 1 και 2 ΚΠολΔ.), κατά την διαδικασία των άρθρων 215 επ. και 933 ΚΠολΔ., έχει δε ασκηθεί εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 934 παρ. 1 α’ ΚΠολΔ (η προσβαλλόμενη επιταγή επιδόθηκε στις 28-11-2012, βλ. επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Κιλκίς …., η δε ανακοπή ασκήθηκε στις 13-12-2012, βλ. την υπ’ αρ. …., έκθεση επίδοσης της κρινόμενης ανακοπής, που συνέταξε ο δικαστικός επιμελητής του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης …., που προσκομίζει ο ανακόπτων). Πρέπει, επομένως, να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.
Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής του ο ανακόπτον Δήμος ισχυρίζεται ότι πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη επιταγή, διότι δεν προσκομίστηκε, πριν την επίδοση αυτής, η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 ν. 3068/2002 (όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 326 παρ. 5 ν. 4072/2012), εγγυητική επιστολή. Επί του λόγου αυτού πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: με τη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 326 του ν. 4072/2012 (ΦΕΚ A 86/11.4.2012) προστέθηκαν εδάφια στην παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 3068/2002 και πλέον με αυτή ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Η αναγκαστική εκτέλεση για να ικανοποιηθεί χρηματική απαίτηση κατά του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των λοιπών Ν.Π.Δ.Δ. γίνεται με κατάσχεση της ιδιωτικής περιουσίας αυτών. Αποκλείεται η κατάσχεση απαιτήσεων που πηγάζουν από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου ή απαιτήσεων χρηματικού ή μη αντικειμένου το οποίο έχει ταχθεί για την άμεση εξυπηρέτηση ειδικού δημόσιου σκοπού. «Η εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων ή άλλων εκτελεστών τίτλων, που υπόκεινται σε ένδικα μέσα ή βοηθήματα και από τους οποίους απορρέει χρηματική υποχρέωση του Δημοσίου, διενεργείται ύστερα από προσκόμιση εκ μέρους του δικαιούχου ισόποσης εγγυητικής επιστολής Τραπέζης. Το δικαστήριο, που εξέδωσε την εκτελεστή απόφαση ή το δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η εκδίκαση του ενδίκου βοηθήματος, μπορεί, κατόπιν σχετικού αιτήματος, αναλόγως της φερεγγυότητας του δικαιούχου ή των λοιπών εγγυήσεων που προσφέρει ή κρίνονται αναγκαίες να μειώσει το ύψος της εγγυητικής επιστολής μέχρι του ενός δευτέρου. Αν η άσκηση του ενδίκου βοηθήματος δεν υπόκειται σε χρονικό περιορισμό ο εκτελεστός τίτλος μπορεί να εκτελεσθεί χωρίς εγγύηση, μετά την άπρακτη πάροδο 90 ημερών από την επίδοσή του. Η εγγυητική επιστολή εκδίδεται υπέρ της υπηρεσίας, που είναι αρμόδια για την καταβολή, και επιστρέφεται μετά από την προσκόμιση πιστοποιητικού αμετάκλητης, υπέρ του αντιδίκου του υπόχρεου, επίλυσης της διαφοράς ή της μη ασκήσεως ενδίκου μέσου ή βοηθήματος μέσα στην προθεσμία που προβλέπεται από το νόμο.». Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του ν. 4072/2012 (ΦΕΚ A 86/11.4.2012) η διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 326, που τιτλοφορείται «Ρύθμιση θεμάτων Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και άλλες διατάξεις» αποβλέπει στην προστασία του Δημοσίου, ενόψει του ότι δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο, όταν μετά από ικανό χρονικό διάστημα εκδικάζεται αμετακλήτως υπόθεση, το Δημόσιο να αδυνατεί να εισπράξει τα επιδικασθέντα ποσά, λόγω του ότι ο υπόχρεος προς επιστροφή είναι αναξιόχρεος ή παύει να υφίσταται (θάνατος φυσικού προσώπου, παύση λειτουργίας νομικού προσώπου κλπ.) γεγονός που καθιστά άκρως δυσχερή ή και αδύνατη την καταβολή αυτών, ενώ η κατάθεση εγγυητικής επιστολής αποτρέπει την παρέλκυση της δίκης από πλευράς του αντιδίκου του Δημοσίου με καταχρηστικά αιτήματα αναβολών στον αναιρετικό βαθμό κλπ., προκειμένου να απομακρύνει το ενδεχόμενο ανατροπής της απόφασης, που εκτελέστηκε. Με την ανωτέρω ρύθμιση, με την οποία εξαρτάται το κύρος της αναγκαστικής εκτέλεσης από την κατάθεση εγγυητικής επιστολής (άρθρ. 915 εδ. γ` ΚΠολΔ) περιορίζεται το συνταγματικώς προστατευόμενο δικαίωμα του πολίτη να απολαμβάνει δικαστικής προστασίας (άρθρ. 20 παρ. 1 του Συντάγματος), η οποία περιλαμβάνει κατά τα διαλαμβανόμενα ανωτέρω στη μείζονα πρόταση, και την αναγκαστική εκτέλεση κατά των Δήμων δοθέντος ότι οι τελευταίοι απολαμβάνουν μεταξύ άλλων και όλων των δικονομικών προνομίων του Δημοσίου (άρθρ. 276 ν. 3463/2006, άλλως ότι η διάταξη αυτή, πέραν του ότι δεν προβλέπει καμία ακυρότητα σε περίπτωση επίσπευσης εκτέλεσης χωρίς την προσκόμιση εγγυητικής επιστολής, αλλά προβλέπει τη μη εξόφληση της υποχρέωσης του Δημοσίου πριν την προσκόμιση εγγυητικής επιστολής, εφαρμόζεται ειδικά στην περίπτωση εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων κατά του Δημοσίου και όχι και στην περίπτωση εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων κατά των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, διότι αν η βούληση του νομοθέτη ήταν να ισχύσει αυτό θα το όριζε ρητά (βλ. ΜονΠρΘεσ 1280/2013 Νόμος). Ερευνητέο είναι ωστόσο αν η ως άνω ρύθμιση είναι συμβατή με τη διάταξη του άρθρου 20 του Συντάγματος υπό το πρίσμα της ρητώς προβλεπόμενης σε αυτό αρχής της αναλογικότητας (άρθρ. 25 παρ. 1 εδ. δ`), η οποία απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου (ΑΠ 751/2011 ΕφΑΔ 2012.251 ή ΔιΜΜΕ 2013.61) καθώς και με τις διεθνείς συμβατικές υποχρεώσεις της Ελλάδας. Καταρχήν η εξάρτηση του κύρους της αναγκαστικής εκτέλεσης από την καταβολή εγγύησης στο σύστημα της αναγκαστικής εκτέλεσης του ΚΠολΔ προβλέπεται μόνο στην προσωρινή εκτέλεση (άρθρ. 908, 911 ιδίου Κώδικα) και μόνο υπό τη μορφή υποχρέωσης, που επιβάλλεται κατά τη διακριτική ευχέρεια του Δικαστή μετά από αίτημα του διαδίκου, που νικήθηκε. Υποχρεωτική εμφάνιση εγγυητικής επιστολής τράπεζας ως προϋπόθεση του κύρους της αναγκαστικής εκτέλεσης προβλέφθηκε το πρώτον με την ενλόγω διάταξη. Περαιτέρω, όπως ήδη επισημάνθηκε ανωτέρω, στο κανονιστικό περιεχόμενο του καθιερωμένου από τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ θεμελιώδους δικαιώματος της δικαστικής προστασίας, περιλαμβάνεται, εκτός από την οριστική και προσωρινή δικαστική προστασία και η αναγκαστική εκτέλεση ως ισότιμη μορφή δικαστικής προστασίας και ως αναγκαία και αυτοτελής δικονομική προέκταση του ουσιαστικού δικαιώματος και όχι αποκλειστικά ως προέκταση κάποιας διαγνωστικής διαδικασίας. Έτσι με τις ανωτέρω διατάξεις δεν κατοχυρώνεται απλώς η εκτελεστότητα των δικαστικών αποφάσεων, αλλά η αναγκαστική εκτέλεση ως έκφανση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας. Αυτό έχει την έννοια ότι η αναγκαστική εκτέλεση ως αντικείμενο του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας αφορά την υποχρέωση της πολιτείας, όπως προς αποτροπή της αυτοδικίας, παρέχει με τα αρμόδια όργανα της την προσήκουσα συνδρομή για τη λήψη των εξαναγκαστικών εκείνων μέτρων, ώστε να διαμορφωθεί η κατά νόμο αποκατάσταση κατά τρόπο που συνάδει με το περιεχόμενο των ουσιαστικών αξιώσεων του εκτελεστού τίτλου. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου η διάταξη του άρθρου 326 παρ. 5 ν. 4072/2012, η οποία τέθηκε σε ισχύ από τις 11.4.2012 (άρθρ. 330 παρ. 2 ν. 4072/2012, ΦΕΚ Α` 86/1/11.4.2012), ισοδυναμεί με έμμεση κατάλυση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας αφού τίθενται προϋποθέσεις για την άσκηση του με τη μορφή της επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης, η πλήρωση των οποίων καθίσταται υπέρμετρα δυσχερής και επομένως μπορεί να γίνει λόγος για ματαίωση της. Οι επαχθέστατες δε συνέπειες εφαρμογής της ουδόλως αμβλύνονται από τη δυνατότητα μείωσης του ποσού της εγγυητικής επιστολής έως το μισό του οφειλόμενου ποσού. Επιπροσθέτως στην κρινόμενη διάταξη δεν γίνεται καμία διάκριση των εκτελεστών τίτλων ανάλογα με τη δικονομική τους ωριμότητα ενώ η ανάγκη εξασφάλισης των συμφερόντων του Δημοσίου με την έννοια ότι σε περίπτωση εξαφάνισης της απόφασης ή γενικότερα ακύρωσης του εκτελεστού τίτλου, με την κατάθεση ισόποσης εγγυητικής επιστολής διασφαλίζεται ότι θα αποδοθεί στο Δημόσιο το χρηματικό ποσό, που καταβλήθηκε σε εκτέλεση του δεν μπορεί να συνιστά επαρκή λόγο για την πολυετή αναμονή του ιδιώτη διαδίκου, που νίκησε έως ότου καταστεί αμετάκλητη η ευνοϊκή γι’ αυτόν δικαστική απόφαση ή ο υπέρ του εκδοθείς εκτελεστός τίτλος. Ομοίως το ζήτημα της αφερεγγυότητας του αντιδίκου του Δημοσίου όταν τεθεί θέμα να αναζητήσει ό,τι κατέβαλε αδικαιολόγητα σε περίπτωση ευδοκίμησης ενδίκου μέσου δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την εξάρτηση του κύρους της αναγκαστικής εκτέλεσης από την ύπαρξη εγγυητικής επιστολής δοθέντος ότι το Δημόσιο όχι μόνο διαθέτει τα αναγκαστικά μέσα του ΚΕΔΕ, αλλά έχει τη δυνατότητα επίσπευσης των δικών κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην επιμηκύνεται ανεπίτρεπτα το χρονικό διάστημα, εντός του οποίου καθίσταται αμετάκλητος ο εκτελεστός τίτλος. Η αντισυνταγματικότητα της διάταξης αυτής καταδεικνύεται εναργέστερα στην υπό κρίση περίπτωση εν όψει και της διάταξης του άρθρου 17 του Συντάγματος περί προστασίας της ιδιοκτησίας, καθώς η διαταγή πληρωμής, που αποτελεί τον εκτελεστό τίτλο στην προσβαλλομένη αναγκαστική εκτέλεση, εκδόθηκε, όπως ήδη αναφέρθηκε, με βάση απόφαση ορισμού προσωρινής τιμής μονάδος και αφορά αποζημίωση λόγω ρυμοτομίας. Η εφαρμογή της κρινόμενης διάταξης στην συγκεκριμένη περίπτωση θα οδηγούσε προδήλως σε δικαιοπολιτικά μη αποδεκτά αποτελέσματα δοθέντος ότι οι καθών στερήθηκαν λόγω απαλλοτρίωσης την ακίνητη περιουσία τους, ανέμεναν καλόπιστα την καταβολή της αποζημίωσης, η οποία καθορίστηκε ήδη από το έτος 2011 και της οποίας αναγνωρίστηκαν δικαιούχοι, άσκησαν όλα τα προβλεπόμενα από το νόμο ένδικα βοηθήματα, υπέστηκαν και εξακολουθούν να υφίστανται την ταλαιπωρία ενός δικαστικού αγώνα και όταν επιμελήθηκαν της έκδοσης διαταγής πληρωμής με βάση δικαστική απόφαση να επιβάλλεται σε αυτούς η υποχρέωση προσκομιδής ισόποσης εγγυητικής επιστολής, διότι σε διαφορετική περίπτωση η επισπευδόμενη αναγκαστική εκτέλεση προς ικανοποίηση της απαίτησης τους πάσχει ακυρότητας. Με τα δεδομένα αυτά καθίσταται σαφές ότι η κρινόμενη διάταξη κείται εκτός των ορίων, που χαράσσει η αρχή της αναλογικότητας κατά το κριτήριο της εν στενή εννοία αναλογικότητας και δεν είναι συμβατή με τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, 2 παρ. 3 και 14 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Ως εκ τούτου το Δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να μην την εφαρμόσει (άρθρ. 28, 87 παρ. 2 και 93 παρ. 4 του Συντάγματος) και να θεωρήσει ότι δεν ήταν αναγκαία η επίδοση από την καθ’ ης η ανακοπή, ισόποσης με την απαίτηση της εγγυητικής επιστολής τράπεζας στον ανακόπτοντα Δήμο, για να είναι έγκυρη η επισπευδόμενη εκτέλεση και συνεπώς ο πρώτος λόγος της ανακοπής, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Επειδή, κατά το άρθρο 321 του ΚΠολΔ, δεδικασμένο, το οποίο, κατά το άρθρο 322 του ίδιου Κώδικα, λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, εμποδίζει δε το δικαστήριο να ερευνήσει την ίδια υπόθεση και πάλι, δημιουργούν όσες οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, δηλαδή οι τελεσίδικες. Κατά το άρθρο 324 του ΚΠολΔ, το δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ιδίων προσώπων, με την ίδια ιδιότητα παρισταμένων, μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και για την ίδια ιστορική και νομική αιτία. Ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει όταν τα ίδια πραγματικά περιστατικά που συγκρότησαν την ιστορική βάση της πρώτης αγωγής και με την ίδια νομική διάταξη, στηρίζουν και τη μεταγενέστερη αγωγή, ενώ η ταυτότητα της νομικής αιτίας προϋποθέτει θεμελίωση και των δύο αγωγών στο ίδιο νομικό γεγονός (νομικό κανόνα) που αφορά τη συγκεκριμένη έννομη σχέση (Α.Π. 1550/2010 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, το δεδικασμένο που παράγεται από τελεσίδικη δικαστική απόφαση μεταξύ των ίδιων προσώπων, με την ίδια ιδιότητα, καλύπτει, ως ενιαίο σύνολο, ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό, βάσει του οποίου το δικαστήριο κατέληξε στην αναγνώριση της επίδικης έννομης σχέσης. Τούτο σημαίνει ότι καλύπτει όχι μόνο το δικαίωμα που κρίθηκε, αλλά και την νομική και ιστορική αιτία που έγινε δεκτή από την απόφαση, υπό την έννοια του νομικού χαρακτηρισμού, που το Δικαστήριο έδωσε, υπάγοντας συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά στην σχετική διάταξη νόμου, ενώ κατά το άρθρο 331 του ΚΠολΔ, εκτείνεται και σε ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως και αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κυρίου ζητήματος, αν το δικαστήριο ήταν καθ` ύλην αρμόδιο να αποφασίσει για τα παρεμπίπτοντα αυτά ζητήματα και καταλαμβάνει και την κρίση, που εξέφερε το αρμόδιο δικαστήριο για μια έννομη σχέση, εφόσον η κρίση αυτή ήταν αναγκαία για τη στήριξη του διατακτικού της αποφάσεως. Συνεπώς, δεδικασμένο δεν υπάρχει αν οι έννομες σχέσεις που διαδοχικά κρίνονται διαφέρουν μεταξύ τους κατά το αντικείμενο ή την ιστορική ή νομική αιτία (Δίον. Κονδύλη - Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, εκδ. 1983, παρ. 31, σελ. 364, Ολ. ΑΠ 1/2005 ΕλλΔνη 46.377, ΑΠ 3/2003 ΕΕργΔ 2003.1282, ΑΠ 34/1992 Αρχ. Νομ. ΜΔ` 54, ΑΠ 839/2003, Α.Π. 531/2003 ΝΟΜΟΣ). Αν υπάρχει δεδικασμένο, το οποίο καλύπτει το ουσιαστικό ζήτημα που κρίθηκε, δηλαδή τη συγκεκριμένη έννομη σχέση που διαγνώστηκε με την τελεσίδικη απόφαση ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει, κατά το αντικείμενο της και την ιστορική και νομική αιτία της, εφόσον δεν επήλθε μεταβολή του νομικού καθεστώτος που διέπει τη συγκεκριμένη έννομη σχέση, η οποία κρίθηκε με αυτή ή των πραγματικών περιστατικών, που αποτελούν προϋπόθεση της σχέσης αυτής, αποκλείεται η σε μεταγενέστερη δίκη αμφισβήτηση της έννομης σχέσης, που αποτελεί τη βάση της αξίωσης και λαμβάνεται υπόψη ως αμάχητη αλήθεια, που δεν μπορεί να ανατραπεί παρά μόνο με την εξαφάνιση της απόφασης από την οποία παράγεται, μετά από επιτυχή άσκηση των εκτάκτων ενδίκων μέσων της αναίρεσης ή της αναψηλάφησης, κατά της απόφασης που αποτελεί δεδικασμένο (ΑΠ 515/2007, ΑΠ 369/2004 ΕλλΔνη 2005.1419, ΑΠ 298/2004 ΕλλΔνη 2005.757). Ειδικότερα, για την περίπτωση που επιδικάσθηκε απαίτηση, η τελεσίδικη μεταξύ των αυτών διαδίκων απόφαση επί αγωγής, με το ίδιο αντικείμενο για τον ίδιο ή προγενέστερο χρόνο, παράγει δεδικασμένο, το οποίο δεσμεύει το Δικαστήριο που επιλαμβάνεται αγωγής με το ίδιο αίτημα, (πρβλ. Α.Π. 166/1999, Α.Π. 145/1999 ΕλλΔνη 40.1040, Α.Π. 798/1994 ΕλλΔνη 36.837, Εφ.Πειρ. 38/1997 ΕλλΔνη 40.372). Η εν λόγω δε απαγόρευση ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει, εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο, είτε ως προδικαστικό ζήτημα, το δικαίωμα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση της αποφάσεώς του, το δεδικασμένο που προκύπτει από την απόφαση αυτή, και όχι από το περιεχόμενο της αγωγής που κρίθηκε, έστω και αν το δικαστήριο δεν εξάντλησε το αντικείμενο της ή το υπερέβη ή απομακρύνθηκε από αυτό, αφού δεδικασμένο αποτελεί και η ενδεχομένως άδικη ή εσφαλμένη τελεσίδικη απόφαση (Α.Π. 800/1994 ΕλλΔνη 37.121, Εφ.Θεσ. 564/2001 ΕλλΔνη 2001.767, Εφ.Αθ. 5120/1999 Δημοσ. ΤΝΠ «Νόμος»), όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωμα, για την ύπαρξη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο (Α.Π. 1025/1993 ΕλλΔνη 35.1565, Εφ.Θεσ. 564/2001 ό.π., Εφ.Λαρ. 278/2001 ό.π., Ποδηματά, Δεδικασμένο, Τόμος Α`, σελ. 83 επ., σημ. 160, 161, όπου και περαιτέρω παραπομπές). Περαιτέρω, κατά μεν την παράγραφο 3 του άρθρου 933 ΚΠολΔ αν ο εκτελεστός τίτλος είναι δικαστική απόφαση, οι αντιρρήσεις είναι απαράδεκτες στην έκταση που ισχύει το δεδικασμένο, σύμφωνα με το άρθρο 330, κατά δε την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου οι ισχυρισμοί που αφορούν την απόσβεση της απαίτησης πρέπει να αποδεικνύονται αμέσως, αλλιώς απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτοι. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει σαφώς ότι ο ισχυρισμός του καθ' ου η εκτέλεση ότι εξόφλησε την επιδικασθείσα με την εκτελούμενη απόφαση απαίτηση μετά την έκδοση της εν λόγω απόφασης, που θεμελιώνει ένσταση εξόφλησης, που δεν υπήρχε ούτε μπορούσε να προταθεί στη δίκη, παραδεκτό προτείνεται στη δίκη επί της ανακοπής του άρθρου 933 επ. του ΚΠολΔ και δεν καλύπτεται από το δεδικασμένο (βλ. ΜΠρΑθ 2674/2005, πρβλ και ΜΠρΘεσ 31723/2010 Ισοκράτης).
Με τον τρίτο λόγο της ανακοπής του ο ανακόπτον Δήμος ισχυρίζεται ότι η απαίτηση της καθ’ ης η ανακοπή, προς ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται σε βάρος του αναγκαστική εκτέλεση με την προσβαλλόμενη επιταγή, έχει εξοφληθεί, σύμφωνα με τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο της. Ο λόγος, όμως, αυτός της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος λόγω δεδικασμένου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 933 παρ. 3 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 330 του ιδίου Κώδικα, καθώς ο ανακόπτων δεν προέβαλε, στα πλαίσια της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθ. 23885/2009 τελεσίδικη απόφασή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, τον εν λόγω ισχυρισμό, ο οποίος μπορούσε να προταθεί διότι κατά τον ανωτέρω χρόνο συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις προβολής του, με συνέπεια να καλύπτεται από το δεδικασμένο της απόφασης αυτής, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην ως άνω μείζονα σκέψη.
Με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής του ο ανακόπτων Δήμος ισχυρίζεται ότι η καθ’ ης η ανακοπή υπολόγισε, με την προσβαλλόμενη επιταγή, νόμιμους τόκους υπερημερίας επί του επιδικασθέντος, με την υπ’ αρ. 23885/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, υπέρ αυτής κεφαλαίου, με το τρέχον επιτόκιο που ισχύει για τις μεταξύ ιδιωτών σχέσεις και όχι σε ποσοστό 6% ετησίως, όπως όφειλε σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν.Δ. 496/1974, που εφαρμόζεται εν προκειμένω υπέρ του ανακόπτοντος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 276 παρ. 3 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (Ν. 3463/2006). Ο λόγος αυτός της ανακοπής, που είναι νόμιμος, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν οι διάδικοι αποδείχτηκαν τα ακόλουθα: Η καθ’ ης η ανακοπή άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης την υπ’ αρ. έκθεσης κατάθεσης 48291/2007 αγωγή της, με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί ο ανακόπτων να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 53.207,94 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο τίμημα των αναφερόμενων σε αυτήν (αγωγή) εμπορευμάτων που πώλησε στον ανακόπτοντα. Το ποσό αυτό ζητούσε με βάση τις περί πωλήσεως διατάξεις του ΑΚ, επικουρικά δε με αυτές του αδικαιολογήτου πλουτισμού, και με το νόμιμο τόκο από την παρέλευση 45 ημερών από την έκδοση εκάστου τιμολογίου πώλησης, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Η αγωγή αυτή έγινε δεκτή εν μέρει κατά την κύρια βάση της (για τις επί μέρους συμβάσεις πωλήσεως με αντικείμενο μικρότερο των 2.500 ευρώ και ως εκ τούτου έγκυρες) και κατά τα λοιπά (δεκτή) ως προς την επικουρική της βάση και υποχρέωσε τον ανακόπτοντα να καταβάλει το ανωτέρω ποσό, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Στη συνέχεια, αφού η ανωτέρω απόφαση κατέστη τελεσίδικη, η καθ’ ης η ανακοπή επέδωσε στον ανακόπτοντα την προσβαλλόμενη επιταγή, στην οποία υπολόγισε τους οφειλόμενους τόκους υπερημερίας με το τρέχον επιτόκιο που ισχύει για τις μεταξύ ιδιωτών σχέσεις και όχι σε ποσοστό 6% ετησίως, που προβλέπεται από την διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν.Δ. 496/1974 και συγκεκριμένα στο ποσό των 25.827,09 ευρώ αντί του ποσού των 16.199,55 ευρώ. Ο υπολογισμός, όμως, αυτός του κεφαλαίου των τόκων υπερημερίας από την καθ’ ης η ανακοπή έγινε εσφαλμένα, διότι με την ανωτέρω τελεσίδικη απόφαση, που αποτελεί τον νόμιμο τίτλο για την επισπευδόμενη σε βάρος του ανακόπτοντος εκτέλεση, το συναγόμενο από το περιεχόμενο της αγωγής αίτημα επιδίκασης τόκων με βάση το επιτόκιο που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 4 ΠΔ 166/2003 απορρίφθηκε σιωπηρά (πρβλ. ΕφΠειρ 1366/1995 ΝΟΜΟΣ), δεδομένου ότι δεν έγινε μνεία σε αυτήν ότι δεν ισχύει το επιτόκιο του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν.Δ. 496/1974 (το οποίο σημειωτέον δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 του Συντ., 1 του Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, βλ. ΑΠ 2/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 700/2014 ΤΝΠ Ισοκράτης), ενώ ορίστηκε ρητά σε αυτήν ότι οι οφειλόμενοι τόκοι υπερημερίας υπολογίζονται από την επίδοση της αγωγής, αποκλείοντας έτσι την ανωτέρω ρύθμιση του ΠΔ 166/2003. Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος της ανακοπής ως και ουσιαστικά βάσιμος και συνακόλουθα εν μέρει και η κρινόμενη ανακοπή, και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη επιταγή ως προς το κεφάλαιο των τόκων, κατά το επιπλέον ποσό των (25.827,09 - 16.199,55 =) 9.627,54 ευρώ. Πρέπει, τέλος, να καταδικαστεί ο ανακόπτων, λόγω της εν μέρει ήττας του (άρθρο 178 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατόπιν αιτήματος της καθ’ ης η ανακοπή (άρθρο 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την ανακοπή.
ΑΚΥΡΩΝΕΙ την από 19-11-2012 επιταγή προς εκτέλεση, καθ’ όσο μέρος επιτάσσεται με αυτήν ο ανακόπτων να καταβάλει για νόμιμους τόκους από την επίδοση της αγωγής ποσό μεγαλύτερο των δέκα έξη χιλιάδων εκατόν ενενήντα εννέα ευρώ και πενήντα πέντε λεπτών (16.199,55 €).
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του ανακόπτοντος μέρος των δικαστικών εξόδων της καθ’ ης η ανακοπή, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στη Θεσσαλονίκη σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους την 23η Δεκεμβρίου 2015.
και θεωρήθηκε αυθημερόν
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
|
Πρόεδρος: | Δημήτριος Ταμπάρης |
Δικηγόροι: | Ευστάθιος Κουτσοχήνας, Θεανώ Τσακιροπαλόγλου |
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Δικαστήριο: | ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ |
Τόπος: | ΑΘΗΝΑ |
Αριθ. Απόφασης: | 3240 |
Ετος: | 2014 |
Περίληψη
Ασφαλιστικά μέτρα - Αναστολή αναγκαστικής εκτέλεσης - Επιταγή προς πληρωμή - Ακυρότητα πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης μετά την αναστολή - Κατάσχεση απαιτήσεων δημοσίου δικαίου - Προσκόμιση εγγυητικής επιστολής - Αντισυνταγματικότητα ρύθμισης -. Εάν μετά την αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης, με απόφαση του αρμόδιου δικαστηρίου, και την τήρηση των διατυπώσεων γνωστοποίησης του άρθ. 939 παρ. 2 ΚΠολΔ, ενεργηθεί οποιαδήποτε πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης, εκτός από εκείνες, που με την απόφαση επιτράπηκαν ρητά, ή συνεχισθούν εκείνες, που άρχισαν, οι πράξεις αυτές είναι άκυρες και ως τέτοιες δύνανται να προσβληθούν με την ανακοπή του άρθ. 933 ΚΠολΔ και μάλιστα, κατά την άποψη, που το παρόν Δικαστήριο δέχεται ως ορθότερη, χωρίς την επίκληση δικονομικής βλάβης του άρθ. 159 παρ. 3 ΚΠολΔ, καθώς η απαγορευτική διατύπωση του άρθ. 939 παρ. 2 ΚΠολΔ ισοδυναμεί με ρητή απειλή ακυρότητας. Οι ρυθμίσεις του άρθ. 4 ν. 3068/2002, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του με το άρθ. 326 παρ. 5 ν. 4072/2012 δεν είναι σύμφωνες με το Σύνταγμα διότι με αυτές παρεισάγονται άσχετα με την δίκη στην συνταγματικώς κατοχυρούμενη υποχρέωση εκτέλεσης τελεσίδικης, και άρα εκτελεστής, δικαστικής απόφασης, με συνέπεια να μην παρέχεται στον νικήσαντα διάδικο η δυνατότητα να επιδιώξει αποτελεσματικά, χωρίς πρόσθετες προϋποθέσεις, την ικανοποίηση της τελεσιδίκως αναγνωρισθείσας αξίωσης του. Στην προκειμένη περίπτωση πιθανολογήθηκε ότι η ασκηθείσα ανακοπή θα γίνει εν μέρει δεκτή ως κατ' ουσίαν βάσιμη και θα ακυρωθεί η προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή μόνο ως προς το δεύτερο κονδύλιο αυτής, ποσού τριάντα ευρώ, που αφορά στο τέλος απογράφου και αντίγραφο αυτού, δίχως, όμως, να επηρεάζεται κατά τα λοιπά αυτή ως προς τα λοιπά κονδύλια. Συνεπώς, δεν πιθανολογήθηκε ότι η αναγκαστική εκτέλεση θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα, αφού η προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή θα ακυρωθεί ως προς ένα ελάχιστο και μόνο κονδύλιο αυτής. Απόρριψη αίτησης.
|
Κείμενο Απόφασης
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης 3240/2014
(Γενικός Αριθμός Κατάθεσης ανακοπής: 206658/21.12.2012)
(Αριθμός Κατάθεσης Δικογράφου ανακοπής: 1329/21.12.2012)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από την Δικαστή Μαρία Μουζάκη, Πρωτοδίκη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου της Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από την Γραμματέα Διαμάντω Μπίθα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, την 21η Ιανουαρίου του έτους 2014, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ Δήμου Αθηναίων, που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού Λιοσίων, αριθμός 22 και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του Στυλιανού Μπεζάντε, Δικηγόρου Αθηνών (A.M. Δ.Σ.Α. 10.510), ο οποίος κατέθεσε έγγραφο σημείωμα.
ΤΩΝ ΚΑΘ' ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ: 1) ..., 6) ..., εκ των οποίων η μεν πρώτη και τέταρτη παραστάθηκαν στο Δικαστήριο μετά, οι δε λοιποί δια της πληρεξούσιας δικηγόρου τους Σταματούλας Πεφάνη, Δικηγόρου Αθηνών (A.M. Δ.Σ.Α. 14.940), η οποία κατέθεσε έγγραφο σημείωμα.
Ο αιτών αιτείται να γίνει δεκτή η από 20.12.2012 αίτηση του, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης 206658/21.12.2012 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 1329/21.12.2012, εγγράφηκε στο πινάκιο (ως εκ περισσού) και προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά την δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από την σειρά του σχετικού πινακίου και κατά την συζήτηση της, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και στα έγγραφα σημειώματα, που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Στην προκειμένη περίπτωση ο αιτών με την ένδικη αίτηση του, κατά την δέουσα εκτίμηση του περιεχομένου της, ζητά να ανασταλεί η αναγκαστική εκτέλεση, που επισπεύσθηκε με την από 29.11.2012 επιταγή προς πληρωμή σε εκτέλεση της υπ' αριθμόν 16381/2011 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών μέχρι έκδοσης τελεσίδικης απόφασης επί της από 20.12.2012 και με γενικό αριθμό κατάθεσης 206647/2012 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 17917/2012 ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης, που έχει ασκήσει νόμιμα και εμπρόθεσμα στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους, για το λόγο ότι πιθανολογείται η ευδοκίμηση της συγκεκριμένης ανακοπής και ότι η έναρξη της με αυτήν προσβαλλόμενης διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον του θα του προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη, καθώς και να καταδικαστούν οι καθ' ων η αίτηση στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων.
Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αίτηση παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, τα οποίο είναι καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο, ως του Δικαστηρίου ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η σχετική από 20.12.2012 ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης κατά την διάταξη του άρθρου 938 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 19 παρ. 5 του νόμου 4055/2012 (ΦΕΚ Α' 51/12.03.2012), ο οποίος, σύμφωνα με το 110 άρθρο του, τέθηκε σε ισχύ την 02.04,2012), για να δικαστεί κατά την προκείμενη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. του ΚΠολΔ), είναι επαρκώς ορισμένη, καθώς περιέχει όλα τα απαραίτητα για τα παραδεκτό του δικογράφου της στοιχεία κατά τις διατάξεις των άρθρων 216,117 και 118 του ΚΠολΔ, και νόμω βάσιμη, στηριζόμενη στην διάταξη του άρθρου 938 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του με την παράγραφο 5 του άρθρου 19 του νόμου 4055/2012, και 176,189,191 παρ. 2 του ΚΠολΔ και 58, 84 παρ. 2 και 166 παρ. 1 του νόμου 4194/2013, πλην του αιτήματος αυτής περί αναστολής της εκτέλεσης της ανακοπτόμενης επιταγής προς πληρωμή μέχρι έκδοσης τελεσίδικης απόφασης επί της ως άνω ασκηθείσας ανακοπής, το οποίο παρίσταται νόμω αβάσιμο και επομένως απορριπτέο, δοθέντος ότι σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 938 του ΚΠολΔ το ανώτατο χρονικό διάστημα κατά το οποίο ισχύει η χορηγηθείσα αναστολή εκτείνεται έως την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ασκηθείσας ανακοπής (βλ. σχετικά και ΜΠρΧαλκ 1135/2009, ΝΟΜΟΣ). ? Πρέπει, επομένως, κατά το μέρος, που η ένδικη αίτηση κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί, περαιτέρω, σε σχέση με την πιθανολόγηση του παραδεκτού, της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας των επιμέρους λόγων της σχετικής από 20.12.2012 ανακοπής και της πρόκλησης ανεπανόρθωτης βλάβης στον αιτούντα.
(I) Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 924 του ΚΠολΔ, η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης αρχίζει με την επίδοση επιταγής προς εκτέλεση. Η επίδοση της επιταγής αυτής, ως μη απευθυνόμενη, ούτε λαμβάνουσα χώρα ενώπιον δικαστηρίου, χαρακτηρίζεται ως εξώδικη πράξη. Παράλληλα, όμως, αποτελεί και διαδικαστική πράξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης και συνεπάγεται δικονομικές (άρθρο 924 παρ. 1, 926 παρ. 2 και 932 του ΚΠολΔ) και ουσιαστικές (άρθρα 264 και 340 του ΑΚ) συνέπειες, οι οποίες επέρχονται και στην περίπτωση επίδοσης δικονομικός άκυρης επιταγής προς εκτέλεση και δεν αίρονται, παρά μόνο με την ακύρωση της από το δικαστήριο ή με παραίτηση από την επιταγή εκ μέρους του επισπεύδοντος, ρητή ή σιωπηρή, η οποία έχει ως αποτέλεσμα ότι η επιταγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα. Μετά την παραίτηση, η κατά χης επιταγής ασκηθείσα ανακοπή καθίσταται χωρίς αντικείμενο. Χωρίς αντικείμενο, εξ άλλου, καθίσταται και η τυχόν μετά από ασκηθείσα αίτηση χορηγηθείσα αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης, που άρχισε με την ανακοπτόμενη επιταγή, από την οποία παραιτήθηκε ο επισπεύδων, καθώς και το τυχόν προσωρινό σημείωμα, με το οποίο διατάχθηκε, η, μέχρι την έκδοση της απόφασης επί της αίτησης αναστολής, μη συνέχιση της αρξαμένης αναγκαστικής εκτέλεσης ή η μη εκτέλεση του εκτελεστού τίτλου. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι τόσο η απόφαση, που χορήγησε την αναστολή, όσο και το ως άνω προσωρινό σημείωμα, που αποτελεί πράξη της δικαστικής αρχής και δεσμεύει τα όργανα της εκτέλεσης, στα οποία γνωστοποιήθηκε, παύουν να έχουν οποιαδήποτε ισχύ, μετά την παραίτηση του επισπεύδοντος την εκτέλεση, από την επιταγή, και ότι ο τελευταίος εγκύρως προβαίνει στην επίδοση νέας επιταγής προς εκτέλεση, με βάση τον ίδιο εκτελεστό τίτλο (ΑΠ 759/2004, ΕλΔνη 2005, σελ. 427). Είναι ευνόητο, εντούτοις, ότι όλα τα ανωτέρω σχετικά με τα αποτελέσματα της παραίτησης του επισπεύδοντος από την επιταγή προς εκτέλεση, προϋποθέτουν ρητή ή σιωπηρή παραίτηση, η οποία δεν μπορεί να συνάγεται από μόνο το γεγονός της επίδοσης νέας επιταγής εκ μέρους του επισπεύδοντος την αναγκαστική εκτέλεση (ΑΠ 80/2004, ΧρΙΔ 2004, σελ. 429, ΕφΑΘ 8180/2004, Αρμ 2006, σελ. 751). Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 938 και 939 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, εάν μετά την αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης, με απόφαση του αρμόδιου δικαστηρίου, και την τήρηση των διατυπώσεων γνωστοποίησης του άρθρου 939 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ενεργηθεί οποιαδήποτε πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης, εκτός από εκείνες, που με την απόφαση επιτράπηκαν ρητά, ή συνεχισθούν εκείνες, που άρχισαν, οι πράξεις αυτές είναι άκυρες και ως τέτοιες δύνανται να προσβληθούν με την ανακοπή του άρθρου 933 του ΚΠολΔ και μάλιστα, κατά την άποψη, που το παρόν Δικαστήριο δέχεται ως ορθότερη, χωρίς την επίκληση δικονομικής βλάβης του άρθρου 159 παρ. 3 του ΚΠολΔ, καθώς η απαγορευτική διατύπωση του άρθρου 939 παρ. 2 του ΚΠολΔ ισοδυναμεί με ρητή απειλή ακυρότητας (ΜΠρΘεσ 19983/2007, ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της ένδικης ανακοπής ο αιτών ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη από 29.11.2012 επιταγή προς πληρωμή είναι άκυρη, καθ' όσον με αυτή συνεχίζεται η αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του, η οποία είχε εκκινήσει με την από 29.11.2011 επιταγή προς πληρωμή -από την οποία, εν συνεχεία, οι καθ' ων η αίτηση παραιτήθηκαν-, και η οποία αναγκαστική εκτέλεση ανεστάλη με την υπ' αριθμόν 10244/2011 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, δικάζοντος με την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, το οποίο δίκασε και έκανε δεκτή σχετική αίτηση αναστολής του κατά την διάταξη του άρθρου 938 του ΚΠολΔ μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ασκηθείσας ως άνω από 28.04.2011 και με γενικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου 75957/2011 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 6036/2011 ανακοπής του (άρθρο 933 του ΚΠολΔ). Ο λόγος αυτός, ωστόσο, πιθανολογείται, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στην υπό στοιχεία (I) μείζονα σκέψη της παρούσας, ότι θα απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος. Ειδικότερα, από την παραδεκτή προεπισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας πιθανολογείται ότι επί της από 20.10.2008 αίτησης των νυν καθ' ων η αίτηση κατά του νυν αιτούντος ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών εκδόθηκε η υπ' αριθμόν 16381/2011 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία ο αιτών διατάχθηκε να καταβάλει στους καθ' ων οι αίτηση συνολικά το ποσό των διακοσίων τριάντα εννέα χιλιάδων εκατόν είκοσι τεσσάρων ευρώ (239.124,00€) ως προσωρινή τιμή μονάδος αποζημίωσης των εδαφικών εκτάσεων, που απαλλοτριώθηκαν αναγκαστικά λόγω ρυμοτομίας προς εφαρμογή του ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου Αθηναίων (περιοχή Προμπονά) και των οποίων αναγνωρίστηκαν συνδικαιούχοι κατά το ποσοστό συγκυριότητας τους, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων. Την 27.04.2011 επιδόθηκε στον αιτούντα ακριβές αντίγραφο του πρώτου απόγραφου εκτελεστού της ως άνω διαταγής πληρωμής με την κάτωθι αυτού από 26.04.2011 επιταγή προς πληρωμή με την οποία ο αιτών επιτασσόταν να καταβάλει στους καθ' ων η αίτηση το συνολικό ποσό των διακοσίων πενήντα μία χιλιάδων διακοσίων δέκα εννέα ευρώ και εβδομήντα δύο λεπτών (251.219,72€), νομιματόκως από την επομένη της επίδοσης και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση του. Ο αιτών, εν συνεχεία, άσκησε την από 28.04.2011 και με γενικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου 75957/2011 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 6036/2011 ανακοπή του, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε η 16.12.2014, στο δικόγραφο της οποίας σωρευόταν ανακοπή εκ του άρθρου 632 του ΚΠολΔ, βάλλουσα κατά της ως άνω υπ' αριθμόν 16381/2011 διαταγής πληρωμής, καθώς και ανακοπή εκ του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, βάλλουσα κατά της από 26.04.2011 επιταγής προς πληρωμή. Επίσης, ο αιτών άσκησε και την από 28.04.2011 και με γενικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου 76276/2011 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 8062/2011 αίτηση του άρθρου 938 του ΚΠολΔ, με την οποία ζητούσε να ανασταλεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, που επισπεύδεται σε βάρος του προς ικανοποίηση των ως άνω απαιτήσεων των καθ' ων. η αίτηση, οι οποίες απέρρεαν από την προεκτεθείσα διαταγή πληρωμής με επίδοση σε αυτόν της από 26.04.2011 επιταγής προς πληρωμή κάτω από το αντίγραφο εξ απογράφου του προαναφερόμενου εκτελεστού τίτλου. Επί της αίτησης αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθμόν 10244/2011 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή η αίτηση και ανεστάλη η εκτέλεση της ως άνω υπ' αριθμόν 16381/2011 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου μέχρι έκδοσης οριστικής απόφασης επί της προαναφερθείσας ανακοπής του νυν αιτούντος σε βάρος των νυν καθ' ων η αίτηση. Και ενώ, κατά τα ανωτέρω, η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, που ξεκίνησε με την επίδοση της από 26.04.2011 επιταγής προς πληρωμή είχε ανασταλεί δυνάμει της υπ' αριθμόν 10244/2011 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, δικάζοντος με την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, εντούτοις, οι καθ' ων η αίτηση επέδωσαν εκ νέου στον αιτούντα την 07.12.2012 την προσβαλλόμενη από 29.11.2012 επιταγή προς πληρωμή. Με την εν λόγω δεύτερη επιταγή οι καθ' ων η αίτηση παραιτήθηκαν ρητά από την πρώτη από 26.04.2011 επιταγή προς πληρωμή, όπως βάσιμα ισχυρίζονται οι ίδιοι και αναφέρει και ο αιτών στο δικόγραφο της ανακοπής του. Συνεπώς, από την παραίτηση από την προηγούμενη επιταγή προς πληρωμή εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση αυτή (η επιταγή προς πληρωμή) θεωρείται ως μηδέποτε ασκηθείσα, καθισταμένης αυτομάτως χωρίς αντικείμενο και της χορηγηθείσας με την υπ' αριθμόν 10244/2011 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης, που άρχισε με την ως άνω επιταγή προς πληρωμή, από την οποία οι καθ' ων η αίτηση παραιτήθηκαν και μη έχουσας οποιασδήποτε ισχύος της ως άνω απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου. Συνεπώς, οι καθ' ων η αίτηση εγκύρως προέβησαν στην επίδοση της προσβαλλόμενης από 29.11.2012 νέας επιταγής προς πληρωμή με βάση τον ίδιο εκτελεστό τίτλο.
(II) Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 4 του νόμου 3068/2002, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 326 παρ. 5 του νόμου 4072/2012 (ΦΕΚ Α 86/11.04.2012) «1. Η αναγκαστική εκτέλεση για να ικανοποιηθεί χρηματική απαίτηση κατά του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των λοιπών Ν.Π.Δ.Δ. γίνεται με κατάσχεση της ιδιωτικής περιουσίας αυτών. Αποκλείεται η κατάσχεση απαιτήσεων που πηγάζουν από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου ή απαιτήσεων χρηματικού ή μη αντικειμένου το οποίο έχει ταχθεί για την άμεση εξυπηρέτηση ειδικού δημόσιου σκοπού. Η εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων ή άλλων εκτελεστών τίτλων, που υπόκεινται σε ένδικα μέσα ή βοηθήματα και από τους οποίους απορρέει χρηματική υποχρέωση του Δημοσίου, διενεργείται ύστερα από προσκόμιση εκ μέρους του δικαιούχου ισόποσης εγγυητικής επιστολής Τραπέζης. Το δικαστήριο, που εξέδωσε την εκτελεστή απόφαση ή το δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η εκδίκαση του ενδίκου βοηθήματος, μπορεί, κατόπιν σχετικού αιτήματος, αναλόγως της φερεγγυότητας του δικαιούχου ή των λοιπών εγγυήσεων που προσφέρει ή κρίνονται αναγκαίες να μειώσει το ύψος της εγγυητικής επιστολής μέχρι του ενός δευτέρου. Αν η άσκηση του ενδίκου βοηθήματος δεν υπόκειται σε χρονικό περιορισμό ο εκτελεστός τίτλος μπορεί να εκτελεσθεί χωρίς εγγύηση, μετά την άπρακτη πάροδο 90 ημερών από την επίδοση του. Η εγγυητική επιστολή εκδίδεται υπέρ της υπηρεσίας, που είναι αρμόδια για την καταβολή, και επιστρέφεται μετά από την προσκόμιση πιστοποιητικού αμετάκλητης, υπέρ του αντιδίκου του υπόχρεου, επίλυσης της διαφοράς ή της μη ασκήσεως ενδίκου μέσου ή βοηθήματος μέσα στην προθεσμία που προβλέπεται από το νόμο.».
Με τον δεύτερο λόγο της ένδικης ανακοπής ο αιτών ισχυρίζεται ότι σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του νόμου 3068/2002, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 326 παρ. 5 του νόμου 4072/2012, οι καθ' ων η αίτηση όφειλαν να προσκομίσουν ισόποση εγγυητική επιστολή τράπεζας υπέρ αυτού για την διασφάλιση του, το οποίο, όμως, δεν έπραξαν. Ο λόγος αυτός πιθανολογείται ότι θα απορριφθεί ως μη νόμιμος, και τούτο διότι οι ρυθμίσεις του νόμου αυτού, κατά την άποψη, που υιοθετεί το παρόν Δικαστήριο, δεν είναι σύμφωνες με το Σύνταγμα, διότι με αυτές παρεισάγονται, κατά παράβαση των άρθρων 4 παρ, 1, 20 παρ. 1, 94 παράγραφος 4 (ιδίως, τελευταίο εδάφιο) και 95 παράγραφος 5 του Συντάγματος και 6 της Ε.Σ.Δ.Α., άσχετα με την δίκη στην συνταγματικώς κατοχυρούμενη υποχρέωση εκτέλεσης τελεσίδικης, και άρα εκτελεστής, δικαστικής απόφασης, με συνέπεια να μην παρέχεται στον νικήσαντα διάδικο η δυνατότητα να επιδιώξει αποτελεσματικά, χωρίς πρόσθετες προϋποθέσεις, την ικανοποίηση της τελεσιδίκως αναγνωρισθείσας αξίωσης του. Επί πλέον, η ρύθμιση αυτή θεσπίζεται, κατά παράβαση της αρχής της ισότητος των διαδίκων, μονομερώς υπέρ του Δημοσίου (ολΣτΕ 9/2013), θεσπίζουσα, έτσι, προνομιακή μεταχείριση του κατά τεκμήριο ισχυρότερου, από κάθε άποψη, δημοσίου, η οποία συνεπάγεται αυθαίρετη μεταχείριση των ιδιωτών και εν προκειμένω των καθ7 ων η αίτηση (ΕφΑθ 4488/2006, ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ).
(III) Από την διάταξη του άρθρου 924 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η επιταγή με την οποία αρχίζει η αναγκαστική εκτέλεση πρέπει να περιέχει σύντομη μνεία του οφειλομένου ποσού, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται το ιστορικό κάθε κονδυλίου. Ειδικότερα, αρκεί να προκύπτει από την επιταγή η αιτία της απαίτησης, η οποία κατ' αρχήν, θα προκύπτει από το αντίγραφο του τίτλου, κάτω από το οποίο γράφεται η επιταγή, καθώς και η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Εφ' όσον έχει γίνει ο διαχωρισμός αυτός, η επιταγή παρουσιάζει πληρότητα και απόκειται στον οφειλέτη να ισχυριστεί και να αποδείξει την απόσβεση της απαίτησης ή την ανακρίβεια των κονδυλίων ή τον εσφαλμένο υπολογισμό ή το παράνομο των τόκων. Αν η επιταγή δεν περιέχει τα προαναφερόμενα στοιχεία, επέρχεται ακυρότητα, που κηρύσσεται από το δικαστήριο, εφ' όσον, κατά την κρίση του, από την αοριστία της επιταγής προκαλείται στον οφειλέτη δικονομική βλάβη, που δεν μπορεί να επανορθωθεί με άλλο τρόπο, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας (ΑΠ 194/1995, ΕλλΔνη 37, σελ. 101, ΕφΠατρ 1083/2006, ΑχαΝομ 2007, σελ. 401, ΕφΠατρ 1108/2004, ΑχαΝομ 2005, σελ. 360, ΕφΑθ 2838/2002, ΕλλΔνη 43, σελ. 1460, ΕφΑθ 3009/2001, ΕλλΔνη 42, σελ. 1371). Η δε ακυρότητα αυτή επέρχεται ως προς το αντίστοιχο ελαττωματικό μέρος της διαδικαστικής πράξης, η οποία, όμως, δεν πλήττει την επιταγή στο σύνολο της, αλλά μόνο κατά το ελαττωματικό μέρος. Συνεπώς, κατά το υπόλοιπο μέρος η επιταγή παραμένει έγκυρη (ΑΠ 310/1992, Δ 1992, σελ. 813, ΕφΠειρ 911/1994, ΕλλΔνη 1995, σελ. 672). Ειδικότερα, άκυρη είναι η επιταγή, εφ' όσον η δικαστική δαπάνη ορίζεται γενικά για αμοιβή δικηγόρου, σύνταξη επιταγής, για το απόγραφο, το αντίγραφο εξ απογράφου κ.λπ., χωρίς να διευκρινίζει αναλυτικά το ποσό για την καθεμία από τις παραπάνω δαπάνες, διότι δεν δύναται να κριθεί η νομιμότητα των επί μέρους κονδυλίων και δεν καθίσταται δυνατή η άμυνα του καθ' ου η εκτέλεση ως προς καθένα εξ αυτών (ΕφΑΘ 3785/1975, ΝοΒ 23, σελ. 1275, ΠΠρΚορ 387/2000, ΕλλΔνη 2001, σελ. 507, Νικολόπουλος σε ΕρμΚΠολΔ, Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, έκδοση 2000, σελ. 1757).
Με το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου της ανακοπής του, ο αιτών προσβάλλει ως άκυρη την από 29.11.2012 επιταγή προς πληρωμή, ισχυριζόμενος ότι το δεύτερο κονδύλιο για τέλος απογράφου και αντίγραφα, ποσού τριάντα ευρώ (30,00€) είναι αόριστο, διότι περιλαμβάνεται σε αυτό συνολικά τα έξοδα έκδοσης απογράφου και αντιγράφου εξ απογράφου, χωρίς να καθορίζεται αναλυτικά το ποσό για την καθεμία από τις παραπάνω δαπάνες. Σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν, ο λόγος αυτός της ανακοπής πιθανολογείται νόμω βάσιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις, που αναφέρθηκαν στην υπό στοιχεία (III) μείζονα σκέψη της παρούσας και ουσιαστικά βάσιμος, όπως πιθανολογείται από το αντίγραφο της ως άνω αναφερόμενης επιταγής, που επιδόθηκε στον αιτούντα. Συνεπώς, πιθανολογείται ότι θα ακυρωθεί η επιταγή μόνο ως προς το παραπάνω κονδύλιο των τριάντα ευρώ (30,00€) ευρώ, χωρίς, όμως, να πλήττεται το κύρος της προσβαλλόμενης επιταγής προς πληρωμή στο σύνολο της, όπως προαναφέρθηκε στην υπό στοιχεία (III) μείζονα σκέψη της παρούσας, παρελκομένης της εξέτασης του δεύτερου σκέλους του τρίτου λόγου της ένδικης ανακοπής.
(IV) Σύμφωνα με το άρθρο 127 του ν.δ. 3026/1954 «περί Κωδικός των Δικηγόρων» για την σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση επί αποφάσεως Πρωτοδίκου ή Προέδρου» το ελάχιστο όριο αμοιβής είναι 40 δραχμές, πολλαπλασιαζόμενη επί του ισχύοντα συντελεστή, ο οποίος με την υπ' αριθμόν 123989/2/1989 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης ορίσθηκε στις 140 μονάδες. Με την προσθήκη που έγινε στο άρθρο 127 με το άρθρο 23 του ν.δ 3790/1957, ορίσθηκε ότι «εν πάση περιπτώσει η αμοιβή επί συντάξεως επιταγής προς πληρωμή ουδέποτε δύναται να υπερβεί το 1/4 του ποσού της επιταγής οφειλής». Η ορθή ερμηνεία της τελευταίας αυτής διάταξης είναι ότι ο περιορισμός του 1/4 αφορά τα τιθέμενα από το άρθρο 127 ελάχιστα όρια, προκειμένου να προστατευθούν οι μικροοφειλέτες και δεν θέτει ανώτατο όριο αμοιβής για την σύνταξη της επιταγής. Με την έννοια αυτή ο περιορισμός αφορά στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες το επιδικαζόμενο ποσό είναι μικρό, οπότε, εάν η αμοιβή για την σύνταξη της επιταγής υπολογιζόταν βάσει των καθοριζομένων από το άρθρο 127, ήταν δυνατόν να ήταν δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση προς την όλη οφειλή. Αν δε η αμοιβή για την σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση υπερβαίνει το ελάχιστο όριο, το δικαστήριο μπορεί να μειώσει στο προσήκον μέτρο και να ακυρώσει το συγκεκριμένο κονδύλι της επιταγής μόνο για το υπερβάλλον ποσό (ΕφΘεσ 213/1991, ΕλλΔνη 33, σελ. 1280, ΕφΑθ 3284/1991, ΕλλΔνη 33 σελ. 884, ΜΠρΘηβ 222/2012, ΝΟΜΟΣ).
Με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου της ανακοπής του ο αιτών ισχυρίζεται ότι το κονδύλιο της προσβαλλόμενης επιταγής προς πληρωμή, που αφορά στην σύνταξη της τελευταίας, ποσού πενήντα ευρώ (50,00€ευρώ) είναι υπερβολικό και παράνομο, καθ' όσον σύμφωνα με το άρθρο 127 παρ. 1 του Κώδικα περί Δικηγόρων (νόμος 3026/1954) το ποσό για την σύνταξη της επιταγής προς πληρωμή ανέρχεται στο ποσό των (25 μεταλλικές δραχμές χ 140 = 3.500,00 δραχμές + 10 μεταλλικές δραχμές για σύνταξη παραγγελίας προς επίδοση χ 140 = 1.400,00 δραχμές, συνολικά δηλαδή 4.900,00 δραχμές, ήτοι) δέκα τεσσάρων ευρώ και τριάντα οκτώ λεπτών (14,38€ευρώ). Ο λόγος αυτός πιθανολογείται ότι θα κριθεί νόμω βάσιμος, σύμφωνα και με τα ειδικότερα αναφερόμενα στην μείζονα σκέψη της παρούσας, ωστόσο, απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθώς το ποσό των πενήντα ευρώ (50,00€ευρώ) ως αμοιβή του πληρεξούσιου δικηγόρου για την σύνταξη της προσβαλλόμενης επιταγής προς πληρωμή ουδόλως κρίνεται υπερβολικό εν συγκρίσει και με το συνολικά αιτούμενο ποσό της επιταγής προς πληρωμή, ύψους διακοσίων σαράντα εννέα χιλιάδων διακοσίων δέκα εννέα ευρώ και εβδομήντα δύο λεπτών (249.219,72€ευρώ) και την δυσχέρεια στην σύνταξη της, η οποία δικαιολογεί την υπέρβαση της άνω αμοιβής, που προσδιορίζεται από το νόμο ως ελαχίστου ορίου για την σύνταξη αυτής, συντρεχουσών, έτσι, εν προκειμένω, των όρων και προϋποθέσεων της διάταξης του άρθρου 98 του «κώδικα περί των δικηγόρων», που δικαιολογούν την επιδίκαση στους δικηγόρους υψηλότερης αμοιβής.
Κατ' ακολουθία τούτων, πιθανολογείται ότι η ασκηθείσα ανακοπή θα γίνει εν μέρει δεκτή ως κατ' ουσίαν βάσιμη και θα ακυρωθεί η προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή μόνο ως προς το δεύτερο κονδύλιο αυτής, ποσού τριάντα ευρώ (30,00 ευρώ), που αφορά στο τέλος απογράφου και αντίγραφο αυτού, δίχως, όμως, να επηρεάζεται κατά τα λοιπά αυτή ως προς τα λοιπά κονδύλια. Συνεπώς, δεν πιθανολογείται ότι η αναγκαστική εκτέλεση θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα, αφού η προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή θα ακυρωθεί ως προς ένα ελάχιστο και μόνο κονδύλιο αυτής. Συνεπώς, η ένδικη αίτηση αναστολής πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, αφού πιθανολογείται ότι από την εκτέλεση δεν θα προκληθεί ουσιώδης βλάβη στα συμφέροντα του αιτούντος. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των καθ' ων η αίτηση πρέπει να επιβληθούν στο σύνολο τους σε βάρος του αιτούντος σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 176 παρ. 2,189 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τις διατάξεις των 58, 84 παρ. 2 και 166 παρ. 1 του νόμου 4194/2013 (Κώδικας Δικηγόρων) κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση αναστολής.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα των καθ' ων η αίτηση σε βάρος του αιτούντος, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα ευρώ (250,00 ευρώ).
ΚΡΙΘΗΚΕ και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Αθήνα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους την 23 Μαΐου 2014
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
|
Πρόεδρος: | Μαρία Μουζάκη |
Δικηγόροι: | Στυλιανός Μπεζάντες, Σταματούλα Πεφάνη |
|