Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2013

ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΧΡΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΝΠΔΔ




  Διάκριση δημόσιας (που δεν κατάσχεται) και ιδιωτικής (που κατάσχεται) περιουσίας του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ.

  Στην ιδιωτική περιουσία ανήκουν οι πάσης φύσεως απαιτήσεις, ανεξάρτητα από την προέλευσή τους. 
  Χρήματα από ανταποδοτικά τέλη δεν κατάσχονται, όχι γιατί δεν ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία αλλά γιατί πρόκειται για απαιτήσεις που εξαρτώνται από αντιπαροχή και για τον λόγο αυτό είναι ακατάσχετες (982 παρ.1  περ. α ΚΠολΔ).
  Ο ισχυρισμός ότι γενικά και αόριστα ένας τραπεζικός λογαριασμός περιέχει και χρήματα προοριζόμενα για σκοπό , που τα καθιστά ανεπίδεκτα κατάσχεσης, δεν αρκεί για το ακατάσχετο των χρημάτων του λογαριασμού. 
   Δεν είναι ακατάσχετα χρήματα προερχόμενα από φόρους, ούτε προοριζόμενα για την μισθοδοσία του προσωπικού του δημοσίου ή ΝΠΔΔ. 
 Εξαίρεση στις παραπάνω παραδοχές εισάγει η υπ' αριθμ. 223/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πρέβεζας, το σκεπτικό της οποίας γενικευόμενο, αν γίνει δεκτό, τότε μπορεί να οδηγήσει στο ακατάσχετο κάθε τραπεζικής κατάθεσης του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ (δεν εκπλήσσει, βέβαια, εν όψει της προσαρμογής και των δικαστικών αποφάσεων στις δημοσιονομικές ανάγκες του ελληνικού κράτους, ιδίως όταν πρόκειται για την πληρωμή μισθών εργαζομένων του δημοσίου- το ότι από το κατασχεθέν ποσό ίσως να περίμεναν να πληρωθούν κάποιοι εργαζόμενοι , που εργάζονται στην επιχείρηση, που επέβαλε την κατάσχεση, προφανώς δεν ευαισθητοποιεί κανέναν).   
     ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 

Δικαστήριο:ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Τόπος:ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:17
Ετος:2002

Περίληψη

Κατάσχεση αξίωσης Ο.Τ.Α. για φόρους και τέλη σε χέρια τρίτων - Τέλη καθαριότητας, φωτισμού και απορριμμάτων - Τέλος ακίνητης περιουσίας (Τ.Α.Π.) -. Πότε επιτρέπεται η κατάσχεση περιουσίας των Ο.Τ.Α. Τι περιλαμβάνεται στην ιδιωτική και στη δημόσια περιουσία Ο.Τ.Α. Κατασχετό αξίωσης Ο.Τ.Α. για Τ.Α.Π. Ακατάσχετο αξίωσης Ο.Τ.Α. για ανταποδοτικά τέλη καθαριότητας, φωτισμού και απορριμμάτων. Αντίθετη μειοψηφία.
Κείμενο Απόφασης

Αριθμός 17/2002

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Β Σύνθεσης: Στέφανο Ματθία, Πρόεδρο, Ευάγγελο Κρουσταλάκη, Αντιπρόεδρο, Μιχαήλ Καρατζά, Πέτρο Κακκαλή, Σπυρίδωνα Γκιάφη, Γρηγόριο Φιλιππάτο, Παναγιώτη Φιλιππόπουλο, Θεόδωρο Λαφαζάνο, Νικόλαο Γεωργίλη, Κωνσταντίνο Βαρδαβάκη, Κωνσταντίνο Βαλμαντώνη, Δημήτριο Παπαμήτσο, Γεράσιμο Σιμόπουλο, Αθανάσιο Κρητικό, Ρωμύλο Κεδίκογλου, Θεόδωρο Αποστολόπουλο, Χρήστο Μπαλντά, Γεώργιο Ναυπλιώτη, Ανάργυρο Πλατή - Εισηγητή, Ευριπίδη Αντωνίου και Χρήστο Μπαβέα, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης).

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 17 Ιανουαρίου 2002, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Διονυσίου Κατσιρέα και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη, για να δικάσει μεταξύ:

Της καλούσας - αναιρεσείουσας: Εταιρείας με την επωνυμία ..., που εδρεύει στο Γουίλμινγκτον της πολιτείας του Ντέλαγουερ (Delaware) των Η.Π.Α. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γ.Ξ..

Της καθής η κλήση - αναιρεσίβλητης:...
Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΓΡΑΜΜΕΣ - ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗ Α.Ε.", που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γ.Τ.. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-10-1999 ανακοπή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκε η 4119/2000 οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, την αναίρεση της οποίας ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 11-1-2001 αίτησή της.

Στη συνέχεια εκδόθηκε η 1364/2001 απόφαση του Ζ' Πολιτικού Τμήματος, η οποία παρέπεμψε την υπόθεση στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, όσον αφορά τον πρώτο λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 11-7-2001 κλήση της αναιρεσείουσας η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοί τους ανέπτυξαν και προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, που αναφέρονται στις προτάσεις τους και ζήτησαν ο μεν της αναιρεσείουσας την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης, ο δε της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη της αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη.
Ο Εισαγγελέας πρότεινε την παραδοχή του παραπεμφθέντος στην Ολομέλεια πρώτου λόγου της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, όσον αφορά το τέλος ακίνητης περιουσίας και τους φόρους και την απόρριψη αυτού, όσον αφορά τα ανταποδοτικά τέλη (καθαριότητας, φωτισμού, απορριμμάτων).
Κατόπιν αυτών ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε αυτά που προηγούμενα είχαν αναπτύξει. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με την από 11.7.2001 κλήση της αναιρεσείουσας φέρεται προς συζήτηση ενώπιον της Ολομέλειας η από 11.1.2001 αίτηση για αναίρεση της 4119/2000 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ως προς τον πρώτο λόγο της, που παραπέμφθηκε με την απόφαση 1364/2001 του Ζ' Τμήματος, σύμφωνα με το άρθρο 563 παρ. 2 εδ. τελευταίο Κ.Πολ.Δ., επειδή η απόφαση λήφθηκε με διαφορά μιας ψήφου. Ο λόγος αυτός εγείρεται από το άρθρο 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ και αφορά το ζήτημα αν είναι κατασχετές απαιτήσεις Ο.Τ.Α. από α) δημοτικά τέλη καθαριότητας, φωτισμού και απορριμμάτων και β) τέλος ακίνητης περιουσίας (Τ.Α.Π.). ΙΙ. Όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το πρωτοδικείο δίκασε επί της από 10.10.1999 ανακοπής της αναιρεσείουσας κατά της, σύμφωνα με το άρθρο 925 ΚΠολΔ αρνητικής δήλωσης της αναιρεσίβλητης ως τρίτης, στα χέρια της οποίας επιβλήθηκε από την αναιρεσείουσα αναγκαστική κατάσχεση για την ικανοποίηση χρηματικής απαίτησής της, κατά του Δ. Π., η οποία της έχει επιδικασθεί με απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου, που κηρύχθηκε εκτελεστή στην ημεδαπή. Η αναιρεσείουσα κατέσχε κάθε απαίτηση, του, ως άνω, Δ. κατά της αναιρεσίβλητης εταιρίας, για την καταβολή δημοτικών τελών καθαριότητας, φωτισμού και απορριμμάτων και Τ.Α.Π. Απέρριψε δε την ανακοπή ως μη νόμιμη, κρίνοντας ότι η αναγκαστική κατάσχεση απαίτησης του ΟΤΑ από τις αιτίες αυτές είναι ανεπίτρεπτη γιατί πρόκειται για δημοτική περιουσία εκτός συναλλαγής, κατά την έννοια του άρθρου 966 ΑΚ.
ΙΙΙ. Η περιουσία των ΟΤΑ διακρίνεται : α) στα πράγματα (ενσώματα αντικείμενα) που έχουν ως προορισμό να εξυπηρετούν με τη χρήση τους δημοτικούς ή κοινοτικούς σκοπούς και β) στην ιδιωτική περιουσία, η οποία περιλαμβάνει τα περιουσιακά στοιχεία που έμμεσα μόνο, με την αξία ή τις προσόδους τους, παρέχουν στους Ο.Τ.Α. οικονομικά μέσα για την αντιμετώπιση των αναγκών τους και τη λειτουργία τους. Η "ιδιωτική περιουσία" των ΟΤΑ υπόκειται στους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου και είναι υπέγγυα στους δανειστές των ΟΤΑ. Αντίθετα, τα πράγματα που ανήκουν στη "δημόσια περιουσία" είναι εκτός συναλλαγής και δεν μπορούν να υποθηκευτούν ή ενεχυριαστούν ή κατασχεθούν από τους δανειστές. Στην «ιδιωτική περιουσία» των Ο.Τ.Α. περιλαμβάνονται όλες οι απαιτήσεις, άσχετα από την αιτία γέννησής τους, είτε δηλαδή ανάγεται στο ιδιωτικό είτε στο δημόσιο δίκαιο. Τα χρηματικά ποσά (έσοδα) από τις απαιτήσεις αυτές εγγράφονται στον προϋπολογισμό των ΟΤΑ, οι οποίοι και έχουν την ευχέρεια να τα αυξάνουν μονομερώς, προκειμένου να επαρκούν για τις χρηματικές ανάγκες τους. Αυτή είναι και η βασική διαφορά από τη «δημόσια περιουσία», διότι τα πράγματα που περιλαμβάνονται σ αυτήν είναι ατομικώς προσδιορισμένα, εξυπηρετούν το δημοτικό ή κοινοτικό σκοπό με τη "χρήση" τους και δεν είναι δεκτικά μονομερούς επαύξησης. Τυχόν αποστέρηση των ΟΤΑ από τη δυνατότητα χρήσης των πραγμάτων που απαρτίζουν τη δημόσια περιουσία τους θα διατάρασσε την ομαλή λειτουργία της δημοτικής ή κοινοτικής υπηρεσίας, γι αυτό δε το λόγο ο νόμος κατέστησε τα πράγματα αυτά «εκτός συναλλαγής», με συνέπεια να απαγορεύεται, λόγω αυτής της ιδιότητάς τους, η αναγκαστική κατάσχεσή τους. Δεν συντρέχουν όμως οι λόγοι αυτοί ώστε να χωρήσει αναλογική εφαρμογή του άρθρου 966 ΑΚ, στις απαιτήσεις των ΟΤΑ, έστω κι αν αυτές προέρχονται από φόρους ή τέλη, διότι δεν πρόκειται για ορισμένα ατομικώς προσδιορισμένα «πράγματα», αλλά για έσοδα, τα οποία περιέρχονται στους ΟΤΑ αορίστως, χωρίς αντιστοιχία συγκεκριμένων εσόδων προς συγκεκριμένες δαπάνες, υπέρ των εν γένει σκοπών των ΟΤΑ, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η εξόφληση των προς τρίτους οφειλών των ΟΤΑ από οποιαδήποτε αιτία. Τα έσοδα δε των ΟΤΑ από φόρους και τέλη αποτελούν το μέγιστο τμήμα των εν γένει εσόδων τους. Επομένως αν αυτά ήταν ακατάσχετα, η δυνατότητα αναγκαστικής εκτέλεσης κατά των ΟΤΑ θα απέβαλλε κάθε σχεδόν περιεχόμενο. Κρίνοντας συνεπώς το Πρωτοδικείο ότι από τις κατασχεθείσες στα χέρια της αναιρεσίβλητης, ως τρίτης, ως άνω απαιτήσεις του Δ. Π., το τέλος ακίνητης περιουσίας (ΤΑΠ) είναι ακατάσχετο, με συνέπεια να κρίνει άκυρη την κατάσχεση που είχε επιβάλει επ αυτού η αναιρεσείουσα και συνακόλουθα να απορρίψει, ως μη νόμιμη, την ανακοπή, εσφαλμένα εφάρμοσε τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 947 και 966 ΑΚ και πρέπει ο παραπεμφθείς στην Ολομέλεια λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, κατά το σχετικό μέρος του, να γίνει δεκτός. Τα έσοδα όμως των ΟΤΑ από τέλη καθαριότητας, φωτισμού και απορριμμάτων, αν και δεν είναι καθεαυτά πράγματα ούτε συνεπώς εκτός συναλλαγής, δεν επιτρέπεται να κατασχεθούν διότι πρόκειται για απαιτήσεις που εξαρτώνται από αντιπαροχή (αναλ. 982 παρ. 1 περίπτ. α ΚΠολΔ). Πράγματι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 21 και 22 του από 24-9/20.10.1958 β.δ. «Περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον Νόμου των ισχυουσών διατάξεων περί των προσόδων των δήμων και κοινοτήτων», προβλέπεται η επιβολή τελών με απόφαση του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, η οποία εγκρίνεται από το νομάρχη, ειδικότερα δε τελών : α) καθαριότητας των κοινόχρηστων εν γένει χώρων, περισυλλογής, αποκομιδής και διάθεσης των απορριμμάτων κ.λπ και β) εγκατάστασης, συντήρησης και ηλεκτρικής ενέργειας για το φωτισμό των εν γένει κοινόχρηστων χώρων. Κατά την παράγραφο 2 του ως άνω άρθρου 22 τα έσοδα από τα τέλη φωτισμού διατίθενται αποκλειστικώς για τις δαπάνες φωτισμού, ενώ, κατά το άρθρο 17 του ν. 1080/1980 «περί τροποποιήσεως διατάξεων τινών της περί των προσόδων των Ο.Τ.Α. νομοθεσίας και άλλων τινών συναφών διατάξεων», το τέλος καθαριότητας και αποκομιδής απορριμμάτων καλύπτει υποχρεωτικώς τις εν γένει δαπάνες λειτουργίας της υπηρεσίας καθαριότητας, ήτοι τις αποδοχές του τακτικού και ημερομίσθιου προσωπικού, την προμήθεια και συντήρηση των μέσων αποκομιδής απορριμμάτων και καταβρέγματος, καθώς και κάθε άλλη δαπάνη που σχετίζεται με τη διεξαγωγή, τη λειτουργία και την εν γένει βελτίωση της υπηρεσίας αυτής, οι διατάξεις δε αυτές εφαρμόζονται και επί πάντων των υπό των δήμων και κοινοτήτων επιβαλλόμενων ανταποδοτικών τελών και δικαιωμάτων. Τέλος, με την παράγραφο 12 του άρθρου 25 του ν. 1828/1989, τα τέλη καθαριότητας και φωτισμού, που προβλέπονται από τις παραπάνω διατάξεις των άρθρων 21 και 22 του β.δ. 24-9/20.10.1958, ενοποιούνται σε ενιαίο ανταποδοτικό τέλος. Το τέλος αυτό επιβάλλεται με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, για την αντιμετώπιση των δαπανών παροχής υπηρεσιών καθαριότητας και φωτισμού, καθώς και κάθε άλλης δαπάνης από παγίως παρεχόμενες στους πολίτες δημοτικές ή κοινοτικές υπηρεσίες ανταποδοτικού χαρακτήρα, κατά δε την παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 215 και 216 παρ. 1 εδ. γ του π.δ. 410/1995 (Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας), τα ανταποδοτικά τέλη και δικαιώματα αποτελούν τακτικά έσοδα των ΟΤΑ και εγγράφονται στον οικείο προϋπολογισμό. Εν όψει του ανταποδοτικού χαρακτήρα του ενοποιημένου τέλους τούτου, που ευθέως προκύπτει από τις ως άνω διατάξεις, οι οποίες επιβάλλουν να μη διατίθενται για άλλους σκοπούς τα έσοδα από το τέλος αυτό, να αντικρύζονται δηλαδή οι δαπάνες των υπηρεσιών που καλύπτονται από το τέλος αυτό με τα έσοδα από το εν λόγω τέλος, που εισάγονται στον προϋπολογισμό του οικείου Ο.Τ.Α., πρέπει, κατ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 982 παρ. 1 περίπτ. α ΚΠολΔ, το τέλος αυτό, ως εξαρτώμενο από αντιπαροχή, να θεωρηθεί ως ακατάσχετη απαίτηση των ΟΤΑ. Η κρίση αυτή ενισχύεται και από τη διάταξη του άρθρου 237 παρ. 5 του π.δ. 410/1995, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 11 παρ. 29 του ν. 2703/1997, σύμφωνα με την οποία «η εξυπηρέτηση του δανείου (των ΟΤΑ) δεν επιτρέπεται να γίνεται από έσοδα που προέρχονται από εξειδικευμένες επιχορηγήσεις ή από τα ανταποδοτικά τέλη ή από το τμήμα των Κεντρικών Αυτοτελών Πόρων που προορίζονται για επενδυτικές δραστηριότητες των ΟΤΑ (ΣΑΤΑ). Επιτρέπεται η λήψη δανείου, με εκχώρηση εσόδων για την ασφάλειά του, από ανταποδοτικά τέλη, με την προϋπόθεση ότι το δάνειο συνάπτεται για την εξυπηρέτηση της αντίστοιχης υπηρεσίας, χάριν της οποίας επιβάλλονται τα ανταποδοτικά τέλη, και στην οποία (διάταξη) επαναλαμβάνεται η ίδια, ως άνω, αρχή του ειδικού προορισμού των εσόδων από τα ανταποδοτικά τέλη. Εφόσον, συνεπώς, με την προσβαλλόμενη απόφαση, κρίθηκε, αν και με άλλο αιτιολογικό, ότι από τις κατασχεθείσες στα χέρια της αναιρεσίβλητης, ως τρίτης, ως άνω απαιτήσεις του Δ. Π., τα τέλη καθαριότητας, φωτισμού και απορριμμάτων είναι ακατάσχετα, συνακόλουθα δε απορρίφθηκε, ως μη νόμιμη, η ανακοπή της αναιρεσείουσας όσον αφορά τα τέλη αυτά, το διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης είναι ορθό και πρέπει, κατ εφαρμογή του άρθρου 578 ΚΠολΔ, να απορριφθεί ως αβάσιμος ο παραπεμφθείς στην Ολομέλεια πρώτος λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ κατά το σκέλος του που αφορά την κατάσχεση των εν λόγω ανταποδοτικών τελών.
Μειοψηφούν εννέα (9) μέλη του Δικαστηρίου, ο Πρόεδρος Σ. Μ. και οι Αρεοπαγίτες Πέτρος Κακκαλής, Γρηγόριος Φιλιππάτος, Παναγιώτης Φιλιππόπουλος, Κωνσταντίνος Βαρδαβάκης, Γεώργιος Ναυπλιώτης, Ανάργυρος Πλατής, Ευριπίδης Αντωνίου και Χρήστος Μπαβέας, τα οποία έχουν τη γνώμη ότι ναι μεν το άρθρο 966 ΑΚ αναφέρεται στα ενσώματα πράγματα, επιβάλλεται όμως αναλογική εφαρμογή του και στις απαιτήσεις των ΟΤΑ που πηγάζουν από έννομες σχέσεις δημοσίου δικαίου. Διότι δια των δημοτικών και κοινοτικών εσόδων από έννομες σχέσεις δημοσίου δικαίου χρηματοδοτούνται δημοσιολογικές αποκλειστικώς δαπάνες, απαραίτητες για τη λειτουργία των ΟΤΑ. Πρόκειται επομένως για έσοδα ειδικού σκοπού ο οποίος τους προσδίδει το χαρακτήρα «εκτός συναλλαγής», για το λόγο δε αυτό οι απαιτήσεις των ΟΤΑ από φόρους και τέλη, προοριζόμενες εν γένει για την εξυπηρέτηση των δημοτικών ή κοινοτικών σκοπών, είναι ακατάσχετες. Ειδικότερα, τα έσοδα από φόρους και τέλη, ανταποδοτικά ή μη, προορίζονται από την ίδια τους τη φύση και από την αποστολή των ΟΤΑ, στο σύνολό τους, για συγκεκριμένες, ανά κονδύλιο του προϋπολογισμού, δαπάνες, οι οποίες δεν είναι ανεκτό να παραμείνουν ανεκπλήρωτες.
Πρέπει ακολούθως να αναιρεθεί μερικώς η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος της που απέρριψε την ανακοπή της αναιρεσείουσας όσο αυτή αναφέρεται στην κατάσχεση στα χέρια της αναιρεσίβλητης, ως τρίτης, της από το ΤΑΠ απαίτησης του Δ. Π., να παραπεμφθεί δε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που εξέδωσε την απόφαση, συντιθέμενο από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί η αναιρεσίβλητη σε μέρος των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί μερικώς την απόφαση 4119/2000 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Π., κατά το αναφερόμενο στο αιτιολογικό μέρος της.
Παραπέμπει την υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος της για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Πρωτοδικείο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές. Και
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 7 Μαρτίου 2002 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Μαϊου 2002.

Πρόεδρος:Στέφανος Ματθίας.
Εισηγητές:Α. ΠΛΑΤΗΣ
Λήμματα:Κατάσχεση αξίωσης Ο.Τ.Α. για φόρους και τέλη σε χέρια τρίτων ,Τέλη καθαριότητας, φωτισμού και απορριμμάτων ,Τέλος ακίνητης περιουσίας (Τ.Α.Π.)




ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 

Δικαστήριο:ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
Τόπος:ΘΗΒΩΝ
Αριθ. Απόφασης:222
Ετος:2012

Περίληψη

Κατάσχεση σε βάρος ΟΤΑ στα χέρια τρίτου (Τράπεζας) - Ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής - Υπολογισμός τόκου που οφείλει Δήμος - Τίτλοι βάσει των οποίων είναι επιτρεπτή η εκτέλεση κατά του Δημοσίου -. Υπέρβαση των ελαχίστων ορίων αμοιβής του δικηγόρου για τη σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση. Καθορισμός της αμοιβής αυτής βάσει του άρθρ. 127 του Κώδικα Δικηγόρων. Μη νόμιμος ο υπολογισμός με 6%. Απαγόρευση κατάσχεσης της περιουσίας που έχει ταχθεί για την εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού. Κατάσχεση σε λογαριασμό που διατηρεί ο Δήμος για ποικίλα έσοδα των ΟΤΑ, όπως μισθοδοσία, ανταποδοτικά τέλη και φόροι. Έννοια μισθού. Οι νομοθετικές ρυθμίσεις που εξαιρούν τις διαταγές πληρωμής από τους εκτελεστούς τίτλους είναι αντισυνταγματικές.
Κείμενο Απόφασης

Μονομελές Πρωτοδικείο Θηβών

Αριθ. 222/2012



(...…) Με το δεύτερο λόγο της υπό κρίσιν ανακοπής, ο ανακόπτων Δήμος, διατείνεται ότι μη νόμιμο είναι το κονδύλι των τόκων της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής και για το λόγο αυτό πρέπει να ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής, καθότι έπρεπε να υπολογίζεται με 6% ετησίως. Παραταύτα, ο λόγος είναι ουσία αβάσιμος καθότι εάν δεν υπολογισθούν οι τόκοι με το επιτόκιο που ισχύει για τους ιδιώτες αναγνωρίζεται υπέρ διαδίκων ευνοϊκή μεταχείριση (βλ. ΕΔΔΑ Μεϊδάνης κατά Ελλάδας Δ 2008. 704, ΕφΑθ 4279/2007 Δ 2008. 392, ΜΠρΘηβ 236/2009, ΠΠρΑθ 2516/2003 Δ 2004).

     Με τον τρίτο λόγο της ένδικης ανακοπής, ο ανακόπτων εκθέτει ότι για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, των ν.π.δ.δ. και των ΟΤΑ γίνεται εκτέλεση με κατάσχεση της ιδιωτικής περιουσίας αυτών και ότι αποκλείεται η κατάσχεση απαιτήσεων που πηγάζουν από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου ή απαιτήσεων χρηματικού ή μη αντικειμένου, το οποίο έχει ταχθεί για την εξυπηρέτηση ειδικού δημοσίου σκοπού. Ότι εν προκειμένω η κατάσχεση έγινε στο λογαριασμό που ο ανακόπτων τηρεί στην Τράπεζα **, όπου συγκεντρώνονται ποικίλα έσοδα των ΟΤΑ, όπως μισθοδοσίας, ανταποδοτικά τέλη και φόροι, που προορίζονται για την εξυπηρέτηση δημοτικών σκοπών και είναι ακατάσχετοι. Ο συγκεκριμένος, αορίστως προβάλλεται καθότι δεν αναφέρεται στο δικόγραφο ποιο αποδοτικό τέλος συγκεντρώνεται στο λογαριασμό στον οποίο έγινε η κατάσχεση, ώστε να κριθεί ότι συνιστά όντως ανταποδοτικό τέλος. Το ίδιο ισχύει και για την επίκληση του ανακόπτοντος ότι στο λογαριασμό συγκεντρώνεται ποσό από τους φόρους. Επιπροσθέτως ο ανακόπτων δεν αναφέρει ποίο ποσοστό εκ του ποσού που βρίσκεται στο λογαριασμό προέρχεται από ανταποδοτικό τέλος ή φόρο. Με αυτόν τον τρόπο όμως δεν δύναται να αντικρουσθεί και εν τέλει να κριθεί αν το ποσό το οποίο ευρίσκεται στο λογαριασμό προέρχεται από ανταποδοτικό τέλος και σε τι ποσοστό, καθότι αυτός ο λογαριασμός είναι ο μοναδικός που τηρείται από τον ανακόπτοντα, όπως αποδεικνύεται από την από 26.3.2010 δήλωση τρίτου (κατ’ άρθρο 985 ΚΠολΔ). Σύμφωνα επομένως με τα παραπάνω αν δεν επιτρεπόταν κατάσχεση στο λογαριασμό αυτού ουσιαστικά η δυνατότητα αναγκαστικής εκτέλεσης κατά τον ΟΤΑ θα απέβαλε κάθε περιεχόμενο (βλ. ΟλΑΠ 17/2002, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Επομένως πρέπει ν’ απορριφθεί ο συγκεκριμένος λόγος της ανακοπής ως αόριστος. Επιπροσθέτως και κατ’ επάλληλη σκέψη πρέπει να σημειωθεί ότι ο ανακόπτων συνομολογεί ότι στον λογαριασμό αυτόν συγκεντρώνονται «ποικίλα έσοδα». Προκύπτει δηλαδή ότι στο λογαριασμό αυτόν συγκεντρώνονται όλα τα έσοδα του ανακόπτοντος, ώστε τα έσοδα των ανταποδοτικών τελών να χάνουν την ιδιαιτερότητά τους αφού αναμειγνύονται με τα υπόλοιπα έσοδα. Όσον αφορά δε στους φόρους είναι σαφές ότι οι φόροι και τα τέλη δεν είναι ακατάσχετα και δεν περιλαμβάνονται στη δημόσια αλλά στην ιδιωτική περιουσία του ΟΤΑ (ΑΠ (Ολ) 17/2002 ΝΟΜΟΣ). Όσον αφορά δε στον ισχυρισμό περί μισθών είναι σαφές ότι τα χρήματα που υπάρχουν στο λογαριασμό δεν είναι «μισθός». Κάποιο τμήμα αυτών ενδεχομένως να χρησιμοποιηθεί για την καταβολή μισθών, μέχρις όμως να περιέλθουν στους ίδιους τους υπαλλήλους δεν συνιστούν μισθό κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 882 § 2 περ. δ. ΚΠολΔ. Επιπλέον δεν έχουν προορισμό να εξυπηρετήσουν ειδικό δημοτικό σκοπό, αλλά παρέχουν το μέσο για την αντιμετώπιση των αναγκών του ΟΤΑ.

     Με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής του, ο ανακόπτων Δήμος εκθέτει ότι η κατάσχεση στην διαταγή πληρωμής είναι άκυρη, καθότι δεν θεωρείται δικαστική απόφαση και δεν εκτελείται, αφού ουδεμία υποχρέωση συμμόρφωσης παράγουν για τους ΟΤΑ. Από τις διατάξεις των άρθρων 94 και 95 § 5 του Συντάγματος και τις διατάξεις των άρθρων 2 § 3, 14 § 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά δικαιώματα (ν. 2462/ 1997) σαφώς συνάγεται ότι προς επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτές σκοπού της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, επιτρέπεται η εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων κατά του Δημοσίου, ΟΤΑ και ν.π.δ.δ. με τις οποίες επιδικάζονται εις βάρος τους χρηματικές απαιτήσεις. Στους δε τίτλους αυτούς περιλαμβάνονται και οι κατά τα άρθρα 627 επ. ΚΠολΔ διαταγές πληρωμής, οι οποίες ναι μεν εκδίδονται από δικαστή δίχως προηγουμένως να ακουστεί και να αναπτύξει τις απόψεις του ο καθ’ ου μετά από εξέταση της συνδρομής των κατά το νόμο προϋποθέσεων για την έκδοσή τους και όχι από συγκροτημένο Δικαστήριο, πλην όμως εξομοιώνονται λειτουργικά με τις δικαστικές αποφάσεις, διότι αφενός μεν επιλύουν διαφορές, αφετέρου δε ανταποκρίνονται στα βασικά λειτουργικά γνωρίσματα της προβλεπόμενης από το άρθρο 20 του Συντάγματος δικαστικής προστασίας, διότι παρέχεται η δυνατότητα στον καθού να ασκήσει ανακοπή και να προβάλει τους ισχυρισμούς του, τόσο ως προς τη μη συνδρομή των προϋποθέσεων έκδοσης της διαταγής πληρωμής όσο και ως προς την απαίτηση. Η προβαλλόμενη από τον ανακόπτοντα νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 20 ν. 3301/2004, η οποία προστέθηκε στο άρθρο 1 του ν. 3068/2002 και κατά την οποία δεν εκτελούνται οι αναφερόμενοι σε αυτήν εκτελεστοί τίτλοι, μεταξύ των οποίων και οι διαταγές πληρωμής, αντίκεινται στις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Διεθνούς Συμφώνου και ως εκ τούτου είναι δυνατή η από τον αρμόδιο πολιτικό δικαστή έκδοση διαταγής πληρωμής (συντρεχουσών των προς τούτο προϋποθέσεων) σε βάρος του ΟΤΑ (βλ. ΑΠ 2347/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ (Ολ) 21/2001 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1837/ 2007 ΝοΒ 2007. 1143, ΕφΑθ 4486/2006 ΝοΒ 2007. 679 και ΕΣ 226/2010 (ΠΡΑΞΗ-Τμ VII). Στην προκειμένη περίπτωση, η υπ’ αριθ. …/2009 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θηβών κατέστη τελεσίδικη και απέκτησε ισχύ δεδικασμένου σύμφωνα με το άρθρο 633 § 2, δεδομένου ότι επιδόθηκε στον ανακόπτοντα με τις υπ’ αριθ. 3795Β/ 6.10.2009 και 3970Β/5.11.2009 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Θήβας Κ.Α.**, χωρίς να ασκηθεί η ανακοπή κατ’ άρθρο 632 ΚΠολΔ. Ως εκ τούτου πρέπει ν’ απορριφθεί.

     Για τους λόγους αυτούς

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει την ανακοπή.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα ανάμεσα στους διαδίκους.

Πρόεδρος:Κ. Φλετούρη, Πρωτοδίκης
Δικηγόροι:Κ. Χαλβατζής, Λ. Κτιστάκις
Λήμματα:Κατάσχεση σε βάρος ΟΤΑ στα χέρια τρίτου (Τράπεζας) ,Ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής ,Υπολογισμός τόκου που οφείλει Δήμος ,Τίτλοι βάσει των οποίων είναι επιτρεπτή η εκτέλεση κατά του Δημοσίου


ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 

Δικαστήριο:
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
Τόπος:
ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:
819
Ετος:
2015



Περίληψη
Αναγκαστική εκτέλεση - Συνταγματική προστασία - Αρμόδια δικαστήρια - Αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος Δημοσίου - Διοικητική διαφορά ουσίας - Μη συμμόρφωση Δημοσίου - Επιτρεπτή κατάσχεση από ιδιώτη των ταμειακών διαθεσίμων Δ.Ο.Υ. -. Η συνταγματικά προστατευόμενη αξίωση για δικαστική προστασία έχει ως αντικείμενο την προστασία του δικαιώματος, όχι μόνο με την μορφή της δεσμευτικής διάγνωσης, αλλά και με την μορφή της αναγκαστικής εκτέλεσης της δικαστικής απόφασης, ώστε να καθίσταται ενεργός η παρεχόμενη δικαστική προστασία με τον εξαναγκασμό του ηττώμενου διάδικου να συμμορφωθεί προς αυτήν. Τα δικαστήρια που είναι αρμόδια για τη διάγνωση της διαφοράς είναι αρμόδια και επί των θεμάτων που ανακύπτουν κατά το στάδιο της εκτέλεσης. Και οι περί την αναγκαστική εκτέλεση διαφορές, όταν η εκτέλεση επισπεύδεται από ιδιώτη σε βάρος του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ., με βάση τις κατ' άρθρο 199 παρ. 1 ΚΔΔ καταψηφιστικές αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων που αποτελούν τίτλο εκτελεστό, εμπίπτουν, ως διοικητικές διαφορές ουσίας, στην δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, τα οποία εφαρμόζουν αναλόγως τις διατάξεις του ΚΠολΔ για την αναγκαστική εκτέλεση των καταψηφιστικών αποφάσεων των πολιτικών δικαστηρίων. Σε εκτέλεση δικαστικής απόφασης, που υποχρεώνει το Δημόσιο σε καταβολή χρηματικού ποσού, ο ιδιώτης διάδικος μπορεί να προβεί σε αναγκαστική κατάσχεση χρηματικών διαθεσίμων του Δημοσίου που βρίσκονται στα ταμεία των ΔΟΥ (όπως π.χ. τα έσοδα από τη διαχείριση ενσήμων), διότι αυτά περιλαμβάνονται στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου, ανεξάρτητα από την πηγή προέλευσής τους. Κρίθηκε ότι η κρινόμενη διαφορά, η οποία ανέκυψε από την αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του αναιρεσείοντος Δημοσίου για την ικανοποίηση απαιτήσεως του αναιρεσιβλήτου, η οποία απορρέει από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου και επιδικάσθηκε σ’ αυτόν με αμετάκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, είναι διοικητική διαφορά ουσίας υπαγομένη στη δικαιοδοσία του διοικητικών δικαστηρίων, όπως ορθά έκρινε εν προκειμένω το δικάσαν Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο. Είναι επιτρεπτή η κατάσχεση των εσόδων από τη διαχείριση ενσήμων, αξιών και κάθε άλλου υλικού, η πώληση του οποίου έχει ανατεθεί στη ΔΟΥ Ενσήμων. Νομίμως η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έκρινε ότι οι εισπράξεις των ΔΟΥ κατατίθενται μεν, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 22 και 68 του ΚΔΔ, στην Τράπεζα της Ελλάδας σε λογαριασμούς που ορίζονται από τον Υπ. Οικονομικών, και σε χρέωση αυτών πραγματοποιούνται αναλήψεις χρηματικών ποσών για την πληρωμή των εγγεγραμμένων στον ετήσιο προϋπολογισμό δαπανών για τις λειτουργικές δραστηριότητες ή σκοπούς του δημοσίου, ο προορισμός, όμως, των χρημάτων αυτών, διά μέσου του κρατικού προϋπολογισμού, δεδομένου ότι γίνεται για την κάλυψη αδιακρίτως οποιοδήποτε δημόσιας δαπάνης, δεν αρκεί για να καταστούν ακατάσχετα στο σύνολο τους τα χρηματικά διαθέσιμα του Δημοσίου που βρίσκονται στα ταμεία των ΔΟΥ, αλλά, ενόψει του ότι η επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης υπηρετεί το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα δικαστικής προστασίας, απαιτείται επιπλέον να δημιουργείται κίνδυνος ανατροπής της εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού ως προς την εκπλήρωση των δαπανών, ισχυρισμό που, εν προκειμένω, το Δημόσιο δεν προέβαλε. Απόρριψη αίτησης Δημοσίου.
Κείμενο Απόφασης
Αριθμός 819/2015
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Στ’
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Οκτωβρίου 2014, με την εξής σύνθεση: Αθ. Ράντος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Στ΄ Τμήματος, Μ. Καραμανώφ, Π. Ευστρατίου, Β. Αραβαντινός, Κ. Φιλοπούλου, Σύμβουλοι, Μ.-Ε. Παπαδημήτρη, Π. Χαλιούλιας, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ελ. Γκίκα, Γραμματέας του Στ’ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 15 Σεπτεμβρίου 2004 αίτηση:
των Υπουργών: 1) Οικονομίας και Οικονομικών και 2) Εθνικής ’μυνας, οι οποίοι παρέστησαν με τον Θεόδωρο Ράπτη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
    κατά του ……, κατοίκου Αθηνών (…… …), ο οποίος δεν παρέστη.
    Με την αίτηση αυτή οι αναιρεσείοντες Υπουργοί επιδιώκουν να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 13583/2003 απόφαση του Tριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.
    Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο των αναιρεσειόντων Υπουργών, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.
    Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Μ. Καραμανώφ.
    Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
    Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται κατά νόμο η καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της 13583/2003 απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, κατόπιν αποδοχής εφέσεως του αναιρεσείοντος, αφού εξαφανίσθηκε η 2761/2002 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, έγινε εν μέρει δεκτή ανακοπή του τελευταίου κατά της 942/20.7.2000 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης κινητής περιουσίας δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, βάσει της οποίας, με επίσπευση του αναιρεσίβλητου, κατασχέθηκε από το Ταμείο της Δ.Ο.Υ. Ενσήμων Αθηνών χρηματικό ποσό ύψους 7.769.000 δρχ., σε εκτέλεση αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της 4047/1997 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.
    2. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον της επταμελούς συνθέσεως του Τμήματος κατόπιν της υπ’ αριθμ. 2385/2014 παραπεμπτικής αποφάσεως της πενταμελούς συνθέσεως αυτού.
    3. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 95 παρ. 1 εδ. α΄ και 94 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος προκύπτει ότι διοικητική διαφορά (ακυρωτική ή ουσίας) γεννάται από μονομερή πράξη (παράλειψη ή υλική ενέργεια) της Διοίκησης, η οποία, στο πλαίσιο των διατάξεων που διέπουν τη διοικητική δράση, εκδίδεται κατ’ ενάσκηση δημοσίας εξουσίας και αποβλέπει στην επίτευξη δημοσίου σκοπού (πρβλ. ΣτΕ 3776/2012). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 93 παρ. 1, του άρθρου 94 του Συντάγματος, του άρθρου 1 παρ. 1 και παρ. 2 περ. ια του ν. 1406/1983 και του άρθρου 199 του ΚΔΔ συνάγεται ότι το Σύνταγμα οργανώνει την απονομή της δικαιοσύνης με την λειτουργία δικαιοδοτικών οργάνων αντιστοίχων προς τη φύση των αναφυομένων δικαστικών διαφορών, ως ιδιωτικών ή διοικητικών, κατά τα λοιπά δε αναθέτει στον κοινό νομοθέτη την υποχρέωση να θεσπίζει τους κατάλληλους δικονομικούς κανόνες για την εκδίκαση των ιδιωτικών διαφορών από τα πολιτικά δικαστήρια και των διοικητικών διαφορών από το Συμβούλιο της Επικρατείας και τα διοικητικά δικαστήρια με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Εξαίρεση από τον κανόνα της κατανομής της δικαιοδοσίας, ανάλογα με τη φύση της διαφοράς ως ιδιωτικής ή διοικητικής, επιτρέπεται με τις τασσόμενες στο άρθρο 94 παρ. 3 του Συντάγματος προϋποθέσεις. Εξάλλου, οι αναφυόμενες κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας περί είσπραξης δημοσίων εσόδων διαφορές υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, εφόσον η υποκείμενη σχέση, στην οποία στηρίζεται ο αποτελών το θεμέλιο της διοικητικής εκτέλεσης τίτλος, είναι σχέση δημοσίου δικαίου. ’λλως, αν δηλαδή η υποκείμενη σχέση, είναι ιδιωτικού δικαίου, υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ΑΕΔ 5, 8/1989,18/1993). Συναφώς, η υποκείμενη σχέση, στην οποία στηρίζεται ο τίτλος που αποτελεί το θεμέλιο της αναγκαστικής εκτέλεσης κατά τις διατάξεις του Κ.Πολ.Δ., εξετάζεται για τον καθορισμό της δικαιοδοσίας και στην περίπτωση που ιδιώτης επιδιώκει την ικανοποίηση απαίτησής του από καταψηφιστική απόφαση διοικητικού δικαστηρίου εις βάρος του Δημοσίου ή νπδδ. Κατά συνέπεια, εκτός από τις σχετικές με τη διοικητική εκτέλεση διαφορές (άρθρο 217 ΚΔΔ), και οι περί την αναγκαστική εκτέλεση διαφορές, όταν η εκτέλεση επισπεύδεται από ιδιώτη σε βάρος του Δημοσίου ή νπδδ, με βάση τις κατά την παρ. 1 του άρθρου 199 ΚΔΔ καταψηφιστικές αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων που αποτελούν τίτλο εκτελεστό, εμπίπτουν, ως διοικητικές διαφορές ουσίας, στην κατά τα άρθρα 94 παρ. 1 του Συντάγματος και 1 παρ. 1 του ν. 1406/1983 δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, τα οποία εφαρμόζουν αναλόγως, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 199 ΚΔΔ, τις διατάξεις του Κ.Πολ.Δ. για την αναγκαστική εκτέλεση των καταψηφιστικών αποφάσεων των πολιτικών δικαστηρίων.
    4. Επειδή, περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 1 και 94 παρ. 1, 2 και 4 του Συντάγματος, συνάγεται ότι η αξίωση για δικαστική προστασία έχει ως αντικείμενο την προστασία του δικαιώματος, όχι μόνο με τη μορφή της δεσμευτικής διάγνωσης, αλλά και με τη μορφή της αναγκαστικής εκτέλεσης της δικαστικής απόφασης, ώστε να καθίσταται ενεργός η παρεχόμενη δικαστική προστασία με τον εξαναγκασμό του ηττωμένου διαδίκου να συμμορφωθεί προς αυτήν. Υπό την έννοια αυτή, τα δικαστήρια που είναι αρμόδια κατά το Σύνταγμα και τους νόμους να δικάσουν την κρίσιμη διαφορά, καθίστανται αρμόδια να αποφανθούν και επί των θεμάτων που ανακύπτουν κατά το στάδιο εκτέλεσης των εκδιδομένων από αυτά δικαστικών αποφάσεων. Επομένως, εφόσον αποκλειστικά αρμόδια για την αναγνώριση και καταψήφιση δικαιωμάτων που απορρέουν από σχέση δημοσίου δικαίου είναι, σύμφωνα με το άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος, τα διοικητικά δικαστήρια, στα δικαστήρια αυτά ανήκει και η δικαιοδοσία για την εκδίκαση των θεμάτων που ανακύπτουν κατά το στάδιο εκτέλεσης των εκδιδόμενων από αυτά αποφάσεων.
    5. Επειδή, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτουν, μεταξύ άλλων, τα εξής: Με την 4047/1997 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία κατέστη αμετάκλητη μετά την απόρριψη έφεσης του αναιρεσείοντος Δημοσίου κατ’ αυτής με την 644/1999 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, το τελευταίο υποχρεώθηκε να καταβάλει στον αναιρεσίβλητο, ως αποζημίωση, το ποσό των 2.265.045 δραχμών νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής (6.6.1992), λόγω τραυματισμού που υπέστη από την πρόσκρουση στρατιωτικού οχήματος, στο οποίο επέβαινε, σε δέντρο και την ανατροπή αυτού. Ακολούθως, μετά την περιαφή του εκτελεστήριου τύπου, ο αναιρεσίβλητος κοινοποίησε στις 6.4.2000 στο Ελληνικό Δημόσιο αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της 4047/1997 δικαστικής απόφασης με επιταγή προς εκτέλεση, στο οποίο αναφέρεται ότι το αναιρεσείον υποχρεούται να καταβάλει: α) για κεφάλαιο 2.265.045 δρχ. β) για τόκους από 16.6.1992 έως την ημερομηνία επίδοσης του απογράφου (6.4.2000) 5.041.215 δρχ. και γ) για απόγραφο, αντίγραφο, σύνταξη επιταγής και κοινοποίηση αυτής 463.027 δρχ. και συνολικά 7.769.287 δρχ. Στη συνέχεια, με την 942/20.7.2000 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης κινητών πραγμάτων Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, κατασχέθηκε στο ταμείο της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) Ενσήμων Αθηνών, δυνάμει της από 5.7.2000 εντολής που παρασχέθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσίβλητου, χρηματικό ποσό ύψους 7.769.000 δραχμών, το οποίο και κατατέθηκε στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, σύμφωνα με το άρθρο 956 παρ. 3 του ΚΠολΔ. Κατά της ανωτέρω έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης το αναιρεσείον άσκησε ανακοπή του 933 ΚΠολΔ ενώπιον του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων. Ειδικότερα, με την πρωτόδικη απόφαση κρίθηκε ότι «επί των διαφορών από τις πράξεις της αναγκαστικής εκτελέσεως, στερούνται δικαιοδοσίας τα διοικητικά δικαστήρια, δεδομένου ότι: α) η πρώτη πράξη της εκτελεστικής διαδικασίας από την οποία (αν προσβληθεί) γεννάται η διαφορά, δηλαδή η επίδοση αντιγράφου του απογράφου με επιταγή προς εκτέλεση και οι ακολουθούσες επί μέρους εκτελεστικές πράξεις, δεν είναι διοικητικές και, άρα, από αυτές δεν αναφύεται διοικητική διαφορά ουσίας, επί των οποίων και μόνο έχουν δικαιοδοσία τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια κατ’ άρθρ. 1 και 2 του ΚΔΔ και β) η σχέση από την οποία γεννήθηκε η καταψηφισθείσα χρηματική αξίωση του διοικουμένου κατά του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ, που αναμφιβόλως είναι δημοσίου δικαίου, αποτελεί καθοριστικό στοιχείο μόνο για τον καθορισμό της δικαιοδοσίας του διοικητικού δικαστηρίου κατά την εκδίκαση της αγωγής, ενώ κατά την ικανοποίηση της απαιτήσεως με αναγκαστική εκτέλεση λαμβάνεται υπόψη η επιδικασθείσα απαίτηση χωρίς την αιτία της, η δε αναφυόμενη διαφορά από την δια της αναγκαστικής εκτελέσεως προσβολή των ιδιωτικών δικαιωμάτων του Δημοσίου είναι ιδιωτική, η δε επίλυσή της ανήκει στα πολιτικά δικαστήρια». Η πρωτόδικη απόφαση εξαφανίσθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση κατόπιν αποδοχής σχετικής εφέσεως του Δημοσίου, με την αιτιολογία ότι, εφόσον η απαίτηση του αναιρεσίβλητου που επιδικάσθηκε με την ανωτέρω 4047/1997 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης απορρέει από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, η ένδικη διαφορά που ανέκυψε από την αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του αναιρεσείοντος της απόφασης αυτής, υπάγεται στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Ειδικότερα, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, «η αναγωγή στην έννομη σχέση που αποτελεί την αιτία της εκκίνησης του μηχανισμού της αναγκαστικής εκτέλεσης αποτελεί το αναγκαίο κριτήριο για τον καθορισμό της δικαιοδοσίας και σε περίπτωση κατά την οποία ιδιώτης επιδιώκει εις βάρος του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ., σύμφωνα με τις διατάξεις του Όγδοου Βιβλίου του Κ.Πολ.Δ., την υλοποίηση του περιεχομένου καταψηφιστικής απόφασης διοικητικού δικαστηρίου, η οποία κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 199 (παρ.1) του Κ.Διοικ.Δικ. (...) αποτελεί εκτελεστό τίτλο. Και τούτο, λόγω του άρρηκτου δεσμού μεταξύ της διαγνωστικής δίκης και της εκτελεστικής διαδικασίας, αφού και οι δύο κατατείνουν στην πλήρη και αποτελεσματική προστασία του φορέα της αξίωσης. ’λλωστε, οι διαφορές αυτές ανέκαθεν αποτελούσαν διοικητικές διαφορές ουσίας, η εκδίκαση των οποίων είχε απλώς ανατεθεί προσωρινά στα πολιτικά δικαστήρια (άρθρο 59 του π.δ/τος 341/1978), μετά δε την θέση σε ισχύ του άρθρου 1 (παρ.1) του ν. 1406/1983 μεταφέρθηκαν οριστικά στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων».
    6. Επειδή, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη σκέψη 4, η κρινόμενη διαφορά, η οποία ανέκυψε από την αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του αναιρεσείοντος Δημοσίου για την ικανοποίηση απαιτήσεως του αναιρεσιβλήτου, η οποία απορρέει από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου και επιδικάσθηκε σ’ αυτόν με αμετάκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, είναι διοικητική διαφορά ουσίας υπαγομένη στη δικαιοδοσία του διοικητικών δικαστηρίων, όπως ορθά έκρινε εν προκειμένω το δικάσαν Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο.
    7. Επειδή, από το άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος, το οποίο επιτάσσει τη συμμόρφωση προς τις δικαστικές αποφάσεις, σε περίπτωση εκδόσεως δικαστικής αποφάσεως η οποία, κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις, υποχρεώνει το Δημόσιο σε συμμόρφωση και εφ’ όσον η υποχρέωση αυτή συνίσταται στην καταβολή χρηματικού ποσού, ο ιδιώτης διάδικος δύναται, για την ικανοποίηση της απαιτήσεως του, να χρησιμοποιήσει τα μέσα αναγκαστικής εκτελέσεως κατά του Δημοσίου και, ειδικότερα, να προβεί στην αναγκαστική κατάσχεση ταμειακών διαθεσίμων, χρημάτων δηλαδή του Δημοσίου, στην οικεία οικονομική υπηρεσία. Και τούτο, διότι στην ιδιωτική, σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν. 3068/2002, περιουσία του Δημοσίου, στην οποία και μόνον επιτρέπεται να γίνει αναγκαστική κατάσχεση, περιλαμβάνονται και τα χρηματικά διαθέσιμα του Δημοσίου, ανεξάρτητα από την πηγή από την οποία προέρχονται, η οποία, άλλωστε, είναι αδύνατον να διαγνωσθεί. Δεν συνιστά δε πρόσφορο, εν προκειμένω, κριτήριο διαφοροποιήσεως των χρηματικών διαθεσίμων του Δημοσίου σε κατασχετά ή μη η καθ’ ύλην ή κατά τόπο αρμοδιότητα των οικείων οικονομικών υπηρεσιών του ή ο κωδικός εσόδου, με τον οποίο καταχωρίζονται τα εισπραττόμενα από το Δημόσιο ποσά, διότι, τα στοιχεία αυτά ανάγονται σε ζητήματα εσωτερικής οργανώσεως των υπηρεσιών του Δημοσίου, μη κρίσιμα εν προκειμένω ούτε δυνάμενα να παρακωλύσουν την τήρηση των εν λόγω υποχρεώσεών του, που απορρέουν από το Σύνταγμα. Αντίθετο επιχείρημα δεν δύναται να αντιταχθεί από την διάταξη του άρθρου 79 περ. 2 του Συντάγματος, διότι, πάντως, τα σχετικά χρηματικά ποσά έχουν εισαχθεί, αδιακρίτως της προελεύσεώς τους, στον προϋπολογισμό προς κάλυψη των υποχρεώσεων του Δημοσίου και εκπλήρωση των δημοσίων σκοπών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η συνταγματικώς κατοχυρωμένη υποχρέωση συμμορφώσεως του Κράτους προς τις δικαστικές αποφάσεις.
    8. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι είναι επιτρεπτή η κατάσχεση των εσόδων από τη διαχείριση ενσήμων, αξιών και κάθε άλλου υλικού, η πώληση του οποίου έχει ανατεθεί στη ΔΟΥ Ενσήμων, δεν είναι νόμιμη, διότι πρόκειται για δημόσια περιουσία αφιερωμένη στην εκπλήρωση δημοσίων σκοπών. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι οι εισπράξεις των ΔΟΥ κατατίθενται μεν, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 22 και 68 του ΚΔΛ, στην Τράπεζα της Ελλάδας σε λογαριασμούς που ορίζονται από τον Υπ. Οικονομικών, και σε χρέωση αυτών πραγματοποιούνται αναλήψεις χρηματικών ποσών για την πληρωμή των εγγεγραμμένων στον ετήσιο προϋπολογισμό δαπανών για τις λειτουργικές δραστηριότητες ή σκοπούς του δημοσίου, ο προορισμός, όμως, των χρημάτων αυτών, διά μέσου του κρατικού προϋπολογισμού, δεδομένου ότι γίνεται για την κάλυψη αδιακρίτως οποιοδήποτε δημόσιας δαπάνης, δεν αρκεί για να καταστούν ακατάσχετα στο σύνολο τους τα χρηματικά διαθέσιμα του Δημοσίου που βρίσκονται στα ταμεία των ΔΟΥ, αλλά, ενόψει του ότι η επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης υπηρετεί το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα δικαστικής προστασίας, απαιτείται επιπλέον να δημιουργείται κίνδυνος ανατροπής της εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού ως προς την εκπλήρωση των δαπανών, ισχυρισμό που, εν προκειμένω, το Δημόσιο δεν προέβαλε. Η κρίση αυτή της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως είναι, κατά τα προεκτεθέντα, νόμιμη, έστω και με διαφορετική, εν μέρει, αιτιολογία, και, κατά συνέπεια ο προβαλλόμενος λόγος πρέπει να απορριφθεί, καθώς και η αίτηση στο σύνολό της.
    Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.
Επιβάλλει εις βάρος του Δημοσίου τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου εξ ευρώ 460.
    Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 21 Οκτωβρίου 2014 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 9ης Μαρτίου 2015.
    Ο Πρόεδρος του Στ΄ Τμήματος Η Γραμματέας του Στ΄ Τμήματος
Αθ. Ράντος Ελ. Γκίκα


Πρόεδρος:
Αθ. Ράντος, Αντιπρόεδρος
Δικηγόροι:
Θεόδωρος Ράπτης (ΝΣΚ)
Εισηγητές:
Μ. Καραμανώφ
Μέλη:
Μ. Καραμανώφ, Π. Ευστρατίου, Β. Αραβαντινός, Κ. Φιλοπούλου, Σύμβουλοι, Μ.-Ε. Παπαδημήτρη, Π. Χαλιούλιας, Πάρεδροι
Λήμματα:
Αναγκαστική εκτέλεση ,Συνταγματική προστασία ,Αρμόδια δικαστήρια ,Αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος Δημοσίου ,Διοικητική διαφορά ουσίας ,Μη συμμόρφωση Δημοσίου ,Επιτρεπτή κατάσχεση από ιδιώτη των ταμειακών διαθεσίμων Δ.Ο.Υ.


ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ 

Δημοσίευση:
ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ
ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΡΑΔΑΜΑΝΘΥΣ


ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 

Δικαστήριο:
ΕΦΕΤΕΙΟ
Τόπος:
ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:
6082
Ετος:
2010



Περίληψη
Αναγκαστική εκτέλεση - Κατάσχεση εις χείρας τράπεζας ως τρίτης - Χρηματική απαίτηση κατά Ο.Τ.Α. - Ανακοπή - Τόκος υπερημερίας οφειλής Ν.Π.Δ.Δ. - Αρχή ισότητας - Ακατάσχετο απαιτήσεων κατά Ο.Τ.Α. -. Κρίθηκε ότι τα Ν.Π.Δ.Δ., όπως είναι και οι Ο.Τ.Α., οφείλουν τόκους υπερημερίας με βάση το επιτόκιο που ισχύει για όλους τους πολίτες και τα νομικά πρόσωπα και όχι με βάση το μειωμένο επιτόκιο (6% ετησίως) που καθορίζει η αντισυνταγματική και αντίθετη προς το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) και προς το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ίδιας σύμβασης διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν.Δ. 496/1974. Επομένως, η εκκαλούμενη απόφαση που δεν δέχθηκε τα ίδια, υπολόγισε τους νόμιμους τόκους της απαιτήσεως που επιδικάστηκε στους καθών η ανακοπή με απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με επιτόκιο 6% και δέχθηκε ότι εξοφλήθηκε πλήρως η απαίτηση τους μαζί με τους νόμιμους τόκους από μέρους του ανακόπτοντος Ο.Τ.Α., έσφαλε. Περαιτέρω κρίθηκε ότι η κατάσχεση στα χέρια της Εμπορικής Τράπεζας ως τρίτης επί των χρημάτων που ήταν κατατεθειμένα ή επρόκειτο να κατατεθούν στον λογαριασμό που τηρούσε σ' αυτήν, η οποία ήταν επιτρεπτή και δεν αποκλειόταν από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του Ν.Δ. 1059/1971, αφορούσε κατάσχεση ιδιωτικής περιουσίας του ανακόπτοντος, η οποία δεν ήταν ούτε κατάσχεση χρημάτων μισθού ή χρημάτων που ήταν κατατεθειμένα σε μισθοδοτικό λογαριασμό για να θεωρούνται μισθός κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 982 παρ. 2 περ. δ του Κ.Πολ.Δ. και να είναι ακατάσχετα, ούτε κατάσχεση απαιτήσεων χρηματικού αντικειμένου που είχε ταχθεί για την άμεση εξυπηρέτηση ειδικού δημοσίου σκοπού. Απόρριψη ανακοπής Ο.Τ.Α.
Κείμενο Απόφασης
    ΑΡΙΘΜΟΣ 6082/2010
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ 1ο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Λεοντάρη - Μπουρνάκα, Πρόεδρο Εφετών, Αλτάνα Κοκκοβού, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Στέλλα Αλεξάκη.
    Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 16 Μαρτίου 2010 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
    ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ……… του ……, κατοίκου Κηφισιάς, οδός ……… αριθμ. …, και 2) ……… ή …… του ……, κατοίκου Χολαργού, οδός ……… αριθμ. … οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ. από την πληρεξούσια δικηγόρο τους, Δήμητρα Δημ. Γαβαλά.
    ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Δήμου Αλίμου, που εδρεύει στον Άλιμο, οδός Αριστοτέλους αριθμ. 53 και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Δήμαρχο αυτού, ο οποίος εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ. από την πληρεξούσια δικηγόρο του, Αικατερίνη Γ. Παλιατσάρα.
    Ο ανακόπτων Δήμος Αλίμου και ήδη εφεσίβλητος, με την από 14ης Νοεμβρίου 2007 ανακοπή του (κατ’ άρθρο 933 Κ.Πολ.Δικ.) προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό 11076/2007, ζήτησε να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ’ αυτήν.
    Το Δικαστήριο εκείνο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, εξέδωσε την υπ’ αριθμόν 2346/2009 οριστική του απόφαση, με την οποία δέχθηκε την ανακοπή.
    Την απόφαση αυτή προσέβαλαν οι τότε καθ’ ων η ανακοπή και ήδη εκκαλούντες, με την από 15ης Ιουνίου 2009 έφεσή τους προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί με αριθμό 5793/2009, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.
    Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου (αριθμός πινακίου 21) και συζητήθηκε.
    Οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων, Δήμητρα Γαβαλά και Αικατερίνη Παλιατσάρα, κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δηλώσεις τους κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ.
    Μελέτησε τη δικογραφία
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
Η υπό κρίση έφεση, η οποία στρέφεται κατά της υπ' αριθμ. 2346/2009 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, φέρεται νόμιμα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου που είναι αρμόδιο προς εκδίκαση της (βλ. άρθρ. 498 και 19 Κ.Πολ.Δ.), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (βλ. άρθρ. 495 παρ.1 και 2, 511, 513 παρ. 1 β, 516 παρ. 1 και 518 Κ.Πολ.Δ.) και κατά συνέπεια πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (πρβλ. άρθρ. 532 Κ.Πολ.Δ.) και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (βλ. άρθρ. 533 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.).
    Ο εφεσίβλητος Δήμος, με την από 14-11-2007 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 249958/11076/2007 ανακοπή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μεταξύ άλλων, αμφισβητούσε απαίτηση των καθών η ανακοπή και ήδη εκκαλούντων ύψους 52.693,35 ευρώ, για την οποία επέβαλαν σε βάρος του με το από 15-10-2007 κατασχετήριο κατάσχεση σε χείρας της «Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε.» ως τρίτης επί των χρημάτων που ήταν κατατεθειμένα ή επρόκειτο να κατατεθούν στον υπ' αριθμ. ……… λογαριασμό που τηρούσε σ' αυτήν, ισχυριζόμενος ότι η απαίτησή τους αυτή προήλθε από μη νόμιμο υπολογισμό των τόκων υπερημερίας αποζημιώσεως που τους επιδικάστηκε με την υπ' αριθμ. 752/2006 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών για την αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτου της συνιδιοκτησίας τους, καθόσον ο νόμιμος τόκος υπερημερίας που όφειλε αυτός ως Ν.Π.Δ.Δ. ανερχόταν σε ποσοστό (επιτόκιο) 6% και είχε ήδη εξοφληθεί και όχι στο ισχύον για τα υπόλοιπα πρόσωπα (φυσικά και νομικά) ποσοστό (επιτόκιο) των 11,75% και 12% που τον υπολόγισαν οι καθών η ανακοπή, με συνέπεια να προκόψει η διαφορά των 52.693,35 ευρώ που προερχόταν από μη νόμιμα υπολογισθέντες επιπλέον του 6% τόκους και ζητούσε να ανακληθεί, ακυρωθεί και εξαφανισθεί το από 15-10-2007 κατασχετήριο με το οποίο επισπευδόταν σε βάρος του κατάσχεση εις χείρας της «Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε.» ως τρίτης για το ως άνω ποσό και να καταδικασθούν οι καθών η ανακοπή στη δικαστική του δαπάνη. Επί της ανακοπής αυτής, ύστερα από συζήτηση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εκδόθηκε η εκκαλούμενη υπ' αριθμ. 2346/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία την δέχθηκε, ακύρωσε την αναγκαστική εκτέλεση που επισπευδόταν σε βάρος του ανακόπτοντος με το ως άνω από 15-10-2007 κατασχετήριο με κατάσχεση εις χείρας της «Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε.» ως τρίτης για το ως άνω ποσό και καταδίκασε τους καθών η ανακοπή στη δικαστική δαπάνη του ανακόπτοντος. Ήδη, οι καθών η ανακοπή και εκκαλούντες, με τους λόγους της υπό κρίση εφέσεως τους, παραπονούνται ότι η εκκαλούμενη απόφαση κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου δέχθηκε την ανακοπή και ακύρωσε την αναγκαστική εκτέλεση που επισπευδόταν σε βάρος του ανακόπτοντος με το ως άνω από 15-10-2007 κατασχετήριο με κατάσχεση εις χείρας της «Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε.» ως τρίτης για το ως άνω ποσό των 52.693,35 ευρώ και ζητούν να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, να απορριφθεί η ανακοπή του ανακόπτοντος εφεσίβλητου και να καταδικασθεί ο τελευταίος στη δικαστική τους δαπάνη.
    Από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά την οποία οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, προκύπτει ότι το Σύνταγμα θεσπίζει και την ισότητα του νόμου έναντι των Ελλήνων πολιτών, υπό την έννοια ότι ο νομοθέτης δεσμεύεται, όταν ρυθμίζει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις που αφορούν περισσότερες κατηγορίες προσώπων, να μην εισάγει αδικαιολόγητες εξαιρέσεις και διακρίσεις, εκτός αν αυτές επιβάλλονται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος, την ύπαρξη των οποίων ελέγχουν τα δικαστήρια (Ολ.Α.Π. 3/2009 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, Ολ.Α.Π. 3/2006 ΕλλΔνη 2006, 412, ΟλΑΠ. 23/3004 ΝοΒ 2005, 74, Ολ.Α.Π. 11/2003 ΧρΙΔ 2003, 512). Επιπλέον, με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.ΔΑ), που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974 και έχει σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος αυξημένη έναντι των κοινών νόμων τυπική ισχύ, ορίζεται ότι «παν φυσικό ή νομικό πρόσωπο δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας του, ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Οι προαναφερόμενες διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωμα κάθε Κράτους να θέτει σε ισχύ νόμους, τους οποίους κρίνει αναγκαίους προς ρύθμιση της χρήσης αγαθών σύμφωνα με το δημόσιο συμφέρον ή προς εξασφάλιση της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Με το άρθρο αυτό κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην κατά τα ανωτέρω προστατευόμενη περιουσία περιλαμβάνονται όχι μόνο τα από το άρθρο 17 του Συντάγματος προστατευόμενα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα περιουσιακής φύσεως δικαιώματα και τα νομίμως κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, άρα και τα περιουσιακά ενοχικά δικαιώματα και ειδικότερα οι περιουσιακού χαρακτήρα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο νομοθετικό καθεστώς, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά (ΟλΑΠ. 40/1998 ΕλλΔνη 1999, 46, Α.Π. 104/2009 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 272/2009 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν.Δ/τος 496/1974 «περί λογιστικού των Ν.Π.Δ.Δ.» ορίζεται ότι ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος κάθε οφειλής του νομικού προσώπου ανέρχεται σε 6% ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με σύμβαση ή ειδικό νόμο, και αρχίζει από την επίδοση της αγωγής. Η εν λόγω διάταξη εισάγει προνομιακή υπέρ των Ν.Π.Δ.Δ. εξαίρεση, αφού καθιερώνεται ευνοϊκότερη υπέρ των τελευταίων, άνιση όμως, μεταχείριση, αναγνωρίζοντας σε αυτά το δικαίωμα να καταβάλουν με την ιδιότητα του οφειλέτη επί υπερημερίας ποσοστό τόκου 6%, ήτοι κατά πολύ μικρότερο εκείνου που έχουν υποχρέωση να καταβάλουν οι ιδιώτες ως οφειλέτες. Το επιτόκιο δε αυτό παραμένει σταθερό από το έτος 1974 μέχρι σήμερα, παρά τη σημαντική άνοδο του τιμαρίθμου και την αύξηση του πληθωρισμού, ενώ αντίθετα στο ίδιο χρονικό διάστημα το ποσοστό αυτό ήταν για τους ιδιώτες κατά πολύ υψηλότερο. Με την ευνοϊκή για τα Ν.Π.Δ.Δ. διάταξη αυτή, που καθήλωσε το επιτόκιο στο υποτετραπλάσιο του ποσοστού εκείνου που είχε, τον αντίστοιχο χρόνο, υποχρέωση να καταβάλει ο οφειλέτης ιδιώτης, θεσπίζεται στην ουσία περιορισμός της αστικής ευθύνης του Ν.Π.Δ.Δ., που οδηγεί στη μείωση της οφειλόμενης από αυτό αποζημίωσης, αλλά και αντίστοιχη μείωση της περιουσίας του δανειστή, για τον οποίο η απόφαση, αφότου καταστεί οριστική, γεννά απαίτηση σαφή και απαιτητή για την απόληψη του τρέχοντος επιτοκίου υπερημερίας. Την ευχέρεια αυτή την στερείται, υπό τις αυτές προϋποθέσεις συνδρομής υπερημερίας, ο ιδιώτης και έτσι ανατρέπεται, χωρίς αποχρώντα λόγο, η δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος της κοινωνίας και των επιταγών για την προστασία των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, στις οποίες επιταγές ασφαλώς υπάγεται και η αξίωση για πλήρη αποζημίωση. Μόνον το απλό ταμειακό συμφέρον του νομικού προσώπου δεν ταυτίζεται με το δημόσιο ή το γενικό συμφέρον και δεν είναι αρκετό να αναιρέσει την γενική αρχή της ισότητας, περί της οποίας έγινε ανωτέρω λόγος, και της ειδικότερης συνταγματικής επιταγής της ισότητας στα δημόσια βάρη του άρθρου 4.παρ. 1 και 5, για τον πρόσθετο λόγο ότι η καθυστέρηση στην εξόφληση των υφιστάμενων υποχρεώσεων και η περιέλευση, εντεύθεν, του Ν.Π.Δ.Δ. σε υπερημερία, ανάγεται αποκλειστικά στον κύκλο των δικών του δραστηριοτήτων. Αντίθετη λύση διευκολύνει την παρελκυστική τακτική των Ν.Π.Δ.Δ. στην τακτοποίηση των υποχρεώσεων τους, αφού η επιβάρυνση με τόκους υπερημερίας, από τη σημειούμενη κάθε φορά καθυστέρηση, θα είναι σε σχέση με αντίστοιχη συμπεριφορά του ιδιώτη οφειλέτη δυσανάλογα μικρότερη. Επομένως, η διάταξη αυτή είναι αντίθετη προς τα άρθρα 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος, δυνάμει των οποίων δεσμεύεται συνταγματικά ο νομοθέτης, με βάση την αρχή της ισότητας, να ρυθμίζει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις, που αφορούν περισσότερες κατηγορίες προσώπων, και, λόγω αυτής της αντίθεσης, ανίσχυρη, αφού διαμορφώθηκαν νέα νομικά δεδομένα, όπως οι διατάξεις των άρθρων 2, 3 και 4 του Π.Δ. 166/2003 περί προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στην οδηγία 2000/35 της 29-6-2000 για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών, τα οποία δεν δικαιολογούν τη διατήρηση της ισχύος προνομιακών ρυθμίσεων υπέρ των Ν.Π.Δ.Δ.. Περαιτέρω, η εν λόγω ρύθμιση βρίσκεται σε αντίθεση και με την υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), η οποία προστατεύει το δικαίωμα σε δίκαιη (χρηστή) δίκη, αφού η αρχή της ισότητας των όπλων των διαδίκων, συνιστά στοιχείο της ευρύτερης έννοιας της δίκαιης δίκης (Απόφαση Ε.Δ.Δ.Α. Πλατάκου κατά Ελλάδος της 11.1.2002). Επίσης είναι αντίθετη στο Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ίδιας σύμβασης, το οποίο προστατεύει την περιουσία του δανειστή του Ν.Π.Δ.Δ., ενόψει του ότι γίνεται προσβολή, της περιουσίας του πρώτου, χωρίς, κατά τα ανωτέρω, να συντρέχει σοβαρός λόγος δημόσιου ή κοινωνικού συμφέροντος, ιδιαίτερα μάλιστα αν ληφθεί υπόψη το κατά τα πολύ υψηλότερο ποσοστό του τόκου υπερημερίας που έχει υποχρέωση ο ιδιώτης να καταβάλει ως οφειλέτης, στην ίδια δεδομένη χρονική στιγμή, σε αντίθεση με τα Ν.Π.Δ.Δ.. Το προνόμιο αυτό, ανεκτό από την έννομη τάξη κατά το χρόνο που αυτό καθιερώθηκε (1974), δεν είναι νομικά λογικό, με τα δεδομένα των τελευταίων ετών, να εξακολουθήσει η διατήρηση του, ενόψει και της εισόδου της ευρωπαϊκής έννομης τάξης στο εθνικό μας δίκαιο και της έντονης τάσης των νομοθεσιών των κρατών μελών αλλά και της νομολογίας, για επανεξέταση και κατάργηση πολλών από τα δικονομικά και ουσιαστικά προνόμια, των οποίων απολάμβαναν το Δημόσιο και τα Ν.Π.Δ.Δ. έναντι των ιδιωτών. Σημειωτέον δε ότι η απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α. στην υπόθεση Μεϊδάνης κατά Ελλάδος της 22-5-2008 έκρινε ότι τόσο η ρύθμιση του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν.Δ/τος 496/1974 περί λογιστικού Ν.Π.Δ.Δ. αναφορικά με το επιτόκιο υπερημερίας των Ν.Π.Δ.Δ., όσο και η Ολ.Α.Π. 3/2006 που έκρινε τη διάταξη αυτή συνταγματική, παραβίασε το δικαίωμα του συγκεκριμένου προσφεύγοντος στην περιουσία, όπως αυτό προστατεύεται από το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. (βλ. Απόφαση Ε.Δ.Δ.Α. στην υπόθεση Μεϊδάνης κατά Ελλάδος της 22-5-2008 στη ΔΙΚΗ 2008,704, τη μειοψηφούσα γνώμη στην Ολ.Α.Π. 3/2006 ΕλλΔνη 2006, 412, Ολ.Ε.Σ. 513/2009 ΑρχΝομ 2009, 250, Σ.τ.Ε. 781/2009 Αρμ 2009, 929, Σ.τ.Ε. 802/2007 ΕΔΚΑ 200, 240, Δ.Εφ.ΑΘ. 17/2009 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Κατά συνέπεια και τα Ν.Π.Δ.Δ., όπως είναι και οι Ο.Τ.Α., οφείλουν τόκους υπερημερίας με βάση το επιτόκιο που ισχύει για όλους τους πολίτες και τα νομικά πρόσωπα και όχι με βάση το μειωμένο επιτόκιο που καθορίζει η ως άνω αντισυνταγματική και αντίθετη προς το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.ΔΑ) και προς το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ίδιας σύμβασης διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν.Δ/τος 496/1974. Στην προκείμενη περίπτωση, ο ανακόπτων Δήμος, με τον πρώτο λόγο της ένδικης ανακοπής εκτελέσεως που άσκησε αμφισβητούσε την απαίτηση των καθών η ανακοπή, ύψους 52.693,35 ευρώ, για την οποία επισπευδόταν σε βάρος του με το από 15¬10-2007 κατασχετήριο κατάσχεση σε χείρας της «Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε.» ως τρίτης επί των χρημάτων που ήταν κατατεθειμένα ή επρόκειτο να κατατεθούν στον υπ' αριθμ. 84202878 λογαριασμό που τηρούσε σ' αυτήν, ισχυριζόμενος ότι η απαίτηση τους αυτή προήλθε από μη νόμιμο υπολογισμό των τόκων υπερημερίας αποζημιώσεως που τους επιδικάστηκε με την υπ' αριθμ. 752/2006 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών για την αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτου της συνιδιοκτησίας τους, καθόσον ο νόμιμος τόκος υπερημερίας που όφειλε αυτός ως Ν.Π.Δ.Δ. ανερχόταν σε ποσοστό (επιτόκιο) 6% και είχε ήδη εξοφληθεί και όχι στο ισχύον για τα υπόλοιπα πρόσωπα (φυσικά και νομικά) ποσοστό (επιτόκιο) των 11,75% και 12% που τον υπολόγισαν οι καθών η ανακοπή, με συνέπεια να προκύψει η διαφορά των 52.693,35 ευρώ που προερχόταν από μη νόμιμα υπολογισθέντες επιπλέον του 6% τόκους και ζητούσε να ακυρωθεί το από 15-10-2007 κατασχετήριο με το οποίο επισπευδόταν σε βάρος του κατάσχεση εις χείρας της «Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε.» ως τρίτης για το ως άνω ποσό. Ο λόγος αυτός της ένδικης ανακοπής του εφεσίβλητου Δήμου, ο οποίος αφορούσε την απαίτηση, εμπρόθεσμα και παραδεκτά προτάθηκε με την ένδικη ανακοπή κατά της εκθέσεως κατασχέσεως στα χέρια τρίτου πριν από την τελευταία πράξη εκτελέσεως, έστω και αν δεν είχε προταθεί και κατά της επιταγής προς πληρωμή (βλ. άρθρ. 934 παρ. 1 περ. β και 2 Κ.Πολ,Δ.) και ο περί του εναντίου λόγος της υπό κρίση εφέσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος, πλην όμως, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη μείζονα πρόταση της σκέψης αυτής, ήταν απορριπτέος ως μη νόμιμος, αφού και τα Ν.Π.Δ.Δ., όπως είναι και οι Ο.Τ.Α., οφείλουν τόκους υπερημερίας με βάση το επιτόκιο που ισχύει για όλους τους πολίτες και τα νομικά πρόσωπα και όχι με βάση το μειωμένο επιτόκιο που καθορίζει η ως άνω αντισυνταγματική και αντίθετη προς το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) και προς το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ίδιας σύμβασης διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν.Δ/τος 496/1974. Επομένως, η εκκαλούμενη απόφαση που δεν δέχθηκε τα ίδια, έκρινε νόμιμο τον ως άνω λόγο της ανακοπής του εφεσίβλητου Δήμου, υπολόγισε τους νόμιμους τόκους της απαιτήσεως που επιδικάστηκε στους καθών η ανακοπή με την υπ' αριθμ. 752/2006 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με επιτόκιο 6% και δέχθηκε ότι εξοφλήθηκε πλήρως η απαίτηση τους μαζί με τους νόμιμους τόκους από μέρους του ανακόπτοντος Ο.Τ.Α., έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω διατάξεων του Συντάγματος, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) και του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ίδιας σύμβασης, κατά το βάσιμο περί τούτου λόγο της υπό κρίση εφέσεως.
    Περαιτέρω, ενόψει του ότι η περιουσία των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως (ΟΤΑ) διακρίνεται στα πράγματα (ενσώματα αντικείμενα), τα οποία έχουν ως προορισμό να εξυπηρετούν δια της χρήσεως τους δημόσιους σκοπούς και στην ιδιωτική περιουσία, η οποία περιλαμβάνει τα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία εμμέσως και μόνον δια της αξίας ή των προσόδων τους παρέχουν στους ΟΤΑ οικονομικά μέσα για την αντιμετώπιση των αναγκών και για την λειτουργία τους (Ολομ. ΑΠ 17/2002 ΕλΔνη 43,1009) και ενόψει του ότι κατά την διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 3068/2002, η αναγκαστική εκτέλεση για να ικανοποιηθεί χρηματική απαίτηση κατά του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των λοιπών ν.π.δ.δ. γίνεται με κατάσχεση της ιδιωτικής περιουσίας αυτών και αποκλείεται η κατάσχεση απαιτήσεων που πηγάζουν από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου ή απαιτήσεων χρηματικού ή μη αντικειμένου το οποίο έχει ταχθεί για την άμεση εξυπηρέτηση ειδικού δημοσίου σκοπού, ο ισχυρισμός του ανακόπτοντος και ήδη εφεσίβλητου Δήμου ότι η απαίτηση που κατασχέθηκε στα χέρια της τράπεζας ως τρίτης ήταν ακατάσχετη, αφενός διότι ο λογαριασμός που υπήρχαν τα χρήματα ήταν μισθοδοτικός, αφού από τα χρήματα που υπήρχαν στο λογαριασμό αυτό ποσό 488.770,60 ευρώ θα καταβαλλόταν για μηνιαίους μισθούς των εργαζομένων στο Δήμο και αφετέρου διότι το υπόλοιπο ποσό που ανερχόταν σε 2.241.724,98 ευρώ προοριζόταν για να καλύψει δαπάνες δημοσίου συμφέροντος, ανεξάρτητα από την αοριστία του, είναι πρωτίστως απορριπτέος ως αβάσιμος και τούτο διότι η κατάσχεση στα χέρια της «Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε.» ως τρίτης επί των χρημάτων που ήταν κατατεθειμένα ή επρόκειτο να κατατεθούν στον υπ' αριθμ. ……… λογαριασμό που τηρούσε σ' αυτήν μέχρι του ποσού των 52.693,35 ευρώ, η οποία ήταν επιτρεπτή και δεν αποκλειόταν από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του Ν.Δ. 1059/1971 (βλ. Ολομ. Α.Π. 19/2001), αφορούσε κατάσχεση ιδιωτικής περιουσίας του ανακόπτοντος, η οποία δεν ήταν ούτε κατάσχεση χρημάτων μισθού ή χρημάτων που ήταν κατατεθειμένα σε μισθοδοτικό λογαριασμό για να θεωρούνται μισθός κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 982 παρ. 2 περ. δ του Κ.Πολ.Δ. και να είναι ακατάσχετα, ούτε κατάσχεση απαιτήσεων χρηματικού αντικειμένου που είχε ταχθεί για την άμεση εξυπηρέτηση ειδικού δημοσίου σκοπού, τουλάχιστον όσον αφορά το ποσό των 186.598,76 ευρώ που αναφέρεται στην ένδικη ανακοπή ως δάνειο της Εμπορικής Τράπεζας και το οποίο υπερκάλυπτε το ποσό των 52.693,35 ευρώ για το οποίο έγινε η κατάσχεση σε βάρος του ανακόπτοντος από μέρους των καθών η ανακοπή στα χέρια της «Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε.» ως τρίτης.
    Επομένως, ενόψει όλων των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση ως βάσιμη και κατ' ουσίαν και αφού εξαφανισθεί η εκκαλούμενη υπ' αριθμ. 2346/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που δέχθηκε την από 14-11-2007 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 249958/11076/2007 ένδικη ανακοπή εκτελέσεως και κρατηθεί η υπόθεση και δικασθεί από το Δικαστήριο αυτό (βλ. άρθρ. 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), να απορριφθεί η ένδικη ανακοπή και μάλιστα κατά τον πρώτο λόγο της που αφορά στην αμφισβήτηση της απαίτησης των ανακοπτόντων ως μη νόμιμη και κατά το δεύτερο λόγο της που αφορά στο ακατάσχετο των χρηματικών καταθέσεων του ανακόπτοντος στην Εμπορική Τράπεζα μέχρι του ποσού των 52.693,30 ευρώ για το οποίο επιβλήθηκε η κατάσχεση ως αβάσιμη. Όμως, η δικαστική δαπάνη των διαδίκων για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, λόγω του δυσερμήνευτου των σχετικών διατάξεων ενόψει και των αντιφατικών αποφάσεων που εκδόθηκαν από τον Α.Π., το Ε.Σ., το ΣτΕ και το Ε.Δ.Δ.Α. σχετικά με το μειωμένο ή μη επιτόκιο που οφείλουν επί υπερημερίας τα Ν.Π.Δ.Δ., πρέπει να συμψηφισθεί στο σύνολο της (βλ. άρθρ. 179 και 183 Κ.Πολ.Δ.).
    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζοντας κατ' αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ' ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την υπ' αριθμ. 2346/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
    Κρατώντας δε την υπόθεση και δικάζοντάς την.
Απορρίπτει την από 14-11-2007 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 249958/11076/2007 ανακοπή εκτελέσεως. Και
    Συμψηφίζει στο σύνολο της τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας.
    Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 2 Σεπτεμβρίου 2010.
    Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, μετεχόντων στη σύνθεση, για τη δημοσίευση, ως Προέδρου της Προέδρου Εφετών Δήμητρας Λεοντάρη - Μπουρνάκα, ως μελών των Εφετών Γεωργίου Λάλα (λόγω προαγωγής και αναχωρήσεως της μέχρι τούδε Εφέτου, Αλτάνας Κοκκοβού) και Μαρίας Κουφούδη (λόγω προαγωγής και αναχωρήσεως του μέχρι τούδε Εφέτου, Δημητρίου Τζιούβα) και με την παρουσία της Γραμματέως Στέλλας Αλεξάκη, στις 15 Δεκεμβρίου 2010, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοί τους δικηγόροι.
    Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


Πρόεδρος:
Δήμητρα Λεοντάρη-Μπουρνάκα
Δικηγόροι:
Δήμητρα Γαβαλά, Αικατερίνη Παλιατσάρα
Εισηγητές:
Δημήτριος Τζιούβας
Μέλη:
Αλτάνα Κοκκοβού, Δημήτριος Τζιούβας
Λήμματα:
Αναγκαστική εκτέλεση ,Κατάσχεση εις χείρας τράπεζας ως τρίτης ,Χρηματική απαίτηση κατά Ο.Τ.Α. ,Ανακοπή ,Τόκος υπερημερίας οφειλής Ν.Π.Δ.Δ. ,Αρχή ισότητας ,Ακατάσχετο απαιτήσεων κατά Ο.Τ.Α.


ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ 

Δημοσίευση:
ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ












ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 

Δικαστήριο:ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ 
Τόπος:ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Αριθ. Απόφασης:8124
Ετος:2015



ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ
Αριθμός 8124/29-12-2015
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Ειρηνοδίκη Ελισάβετ Παπαστεργιοπούλου, που ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Ειρηνοδικείου, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του, στις 27 Νοεμβρίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των διαδίκων:
ΑΙΤΟΥΝ: Το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΙΔ) με την επωνυμία "ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ «ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ»", που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη (οδός Κωνσταντινουπόλεως 49) και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή του, το οποίο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος του Αναστασία Σκουλά (A.M.: 2400).
ΚΑΘ' ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ: Η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία ".ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ" και τον διακριτικό τίτλο «..........», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός ...........) και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Εμμανουήλ Τσαλικίδης (A.M.: 911818).
Το ΑΙΤΟΥΝ ζητά να γίνει δεκτή η από 17-11-2015 (αρ. εκθ. κατ. 12784/17-11-2015) αίτηση του, που απευθύνεται προς το Δικαστήριο αυτό για όσους λόγους επικαλείται σ' αυτή.
Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το σχετικό έκθεμα στη σειρά της και κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτοί οι ισχυρισμοί τους που ανέπτυξαν στο ακροατήριο και, η πληρεξούσια δικηγόρος του αιτούντος, όσα αναφέρονται και στις έγγραφες προτάσεις του που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ 

Ια.- Κατά το άρθρο 938 §§ 1 και 2 ΚΠολΔ, όπως οι ανωτέρω παράγραφοι αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 19 §5 του ν. 4055/2012, με έναρξη ισχύος από 2-4-2012 κατ' άρθρο 113 του ίδιου νόμου : «1. Με αίτηση του ανακόπτοντος μπορεί να διαταχθεί η αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης με εγγύηση ή και χωρίς εγγύηση, αν ο δικαστής κρίνει ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση της ανακοπής. Επίσης μπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση αφού δοθεί εγγύηση. Η αίτηση αναστολής κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου της ανακοπής και συζητείται υποχρεωτικά κατά την ορισθείσα δικάσιμο αυτής. ... 2. Αρμόδιος να διατάξει όσα ορίζει η παρ. 1 είναι ο δικαστής στον οποίο εκκρεμεί η ανακοπή, ο οποίος μπορεί να εμποδίσει με σημείωμά του την εκτέλεση, ώσπου να εκδοθεί η απόφαση για την αίτηση αναστολής». Το θέμα που ανακύπτει κατά την πρακτική εφαρμογή του άρθρου 938 § 2 είναι αν με τον όρο «εκκρεμεί», γίνεται παραπομπή στο αρμόδιο καθ~ ύλη δικαστήριο της ανακοπής ή απλώς σε εκείνο που εκκρεμεί η ανακοπή, ακόμη κι αν το τελευταίο είναι καθ' ύλη ν αναρμόδιο για την εκδίκασή της. Η γραμματική διατύπωση του νόμου οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η αρμοδιότητα του κατ' άρθρον 938 ΚΠολΔ δικαστηρίου για εκδίκαση της αίτησης αναστολής θεμελιώνεται σε μόνη την άσκηση της ανακοπής και την συνακόλουθη αυτής εκκρεμοδικία (221 ΚΠολΔ), η οποία υφίσταται ακόμη κι αν η ανακοπή έχει κατατεθεί σε αναρμόδιο δικαστήριο. Συνεπώς, το δικάζον την αίτηση αναστολής δικαστήριο, προκειμένου να κρίνει την καθ' ύλην αρμοδιότητά του, πρέπει να ερευνήσει μόνον αν η ανακοπή κατατέθηκε στην γραμματεία του και όχι την αρμοδιότητα του δικαστηρίου της ανακοπής (ΜΠρΖακ 310/2011 ΕφΑΔ 2012.520-ΜΠρΡοδοπ 35/2010 Αρμ 2010. 1026 - ΜΠρΠειρ 2891/2003 ΔΙΚΗ 2003.1031 με παρατηρήσεις Κ. Μπέη - βλ. σχετ Ι.Μπρίνια, Αναγκαστική Εκτέλεσις, τόμ. Α', έκδ. 1983, § 193, σελ. 546 επ. -Π. Γέσιου-Φαλτσή, «Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως I -Γενικό Μέρος», εκδ. 1998, 43, VI, αρ. περιθ. 43, σελ. 815). Περαιτέρω, από τη διάταξη της § 1 του άρθρου 938 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι για το παραδεκτό της αίτησης αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης απαιτείται η προηγούμενη ή τουλάχιστον ταυτόχρονη άσκηση ανακοπής των άρθρων 933 επ. ή 936 ΚΠολΔ (βλ. Π.Γέσιου-Φαλτσή όπ.π. § 43, IV, σελ. 797 αρ. περιθ. 16). Με αφετηρία την υποχρέωση κτήσης του δικαιώματος που εισάγεται στο δικαστήριο κατά την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο υποστηρίχθηκε και η δυνατότητα άσκησης της ανακοπής μετά την κατάθεση της αίτησης αναστολής, εφόσον βέβαια η ανακοπή θα έχει επιδοθεί κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης αναστολής (βλ. Μπρίνια, «Αναγκαστική Εκτέλεση» τόμος πρώτος, Β' εκδ. υπό άρθρο 938 § 191, σελ. 542 - Τζίφρα, «Ασφαλιστικά Μέτρα», 4η εκδ. [1985] σελ. 500). Όμως η άποψη αυτή δεν θεμελιώνεται στις ισχύουσες διατάξεις και συνεπώς δεν ευρίσκει δικαιολογητικό λόγο σε αυτές. Στηρίζεται απλώς στην επίκληση του γενικού κανόνα που επιλέγει τη συζήτηση (και όχι την άσκηση) ως κρίσιμο χρόνο κατά τον οποίο πρέπει να κρίνεται η ύπαρξη των προϋποθέσεων για το παραδεκτό της αίτησης. Μετά την ισχύ νέου άρθρου 938 §1 εδ. α' ΚΠολΔ (άρθρο 10 § 7 ν. 2145/1993), που συνδέει πλέον και ρητά τη χορήγηση της αναστολής με την πιθανολόγηση για την ευδοκίμηση της ανακοπής, η παραπάνω λύση, δεν φαίνεται να είναι ορθή. Διότι ανέχεται ουσιαστικά την επίδοση της ανακοπής ακόμη και κατά την ημέρα της συζήτησης της αίτησης αναστολής. Έτσι, όμως, στερεί από τον καθ' ου η ανακοπή και η αίτηση αναστολής τον επαρκή χρόνο να προετοιμάσει την άμυνά του σε ό,τι αφορά ιδίως την πιθανολόγηση για την ευδοκίμηση των λόγων της ανακοπής. Τελολογικά ορθή είναι για το λόγο αυτόν η ερμηνεία που απαιτεί να επιδίδεται η ανακοπή τουλάχιστον συγχρόνως με την κλήση για τη συζήτηση της αίτησης αναστολής ή με την επίδοση του αντιγράφου αυτής της αίτησης (άρθρα 938 § 3 εδ. α', 686 §§ 2,4 - βλ. Π. Γέσιου-Φαλτσή όπ.π. σελ. 800). Αν δεν υφίσταται η ανωτέρω προϋπόθεση, ήτοι νομότυπη και εμπρόθεσμη άσκηση ανακοπής η αίτηση αναστολής απορρίπτεται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη (βλ. ΜΠρΚαβ 67/2005 ΤραπΝομΠληρΝΟΜΟΣ- βλ. Τζίφρα, όπ.π. σελ. 50- Βαθρακο-κοίλη Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, υπό άρθρο 938 αρ. 71). Περαιτέρω, ουσιαστική προϋπόθεση για την αναστολή είναι η πιθανολόγηση του παραδεκτού της ανακοπής, καθώς και η βασιμότητα ενός τουλάχιστον λόγου της. Τέλος, η χορήγηση της αναστολής προϋποθέτει πιθανολόγηση ότι η εκκρεμής ακόμη αναγκαστική εκτέλεση, θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα (βλ. Π. Γέσιου-Φαλτσή, όπ.π. § 43, VI, αριθμ. περιθ. 16, σελ. 797- Μπρίνια, «Αναγκαστική Εκτέλεσις», Β' εκδ., τομ. Α', υπό άρθρο 938, § 189α III, σελ. 536, § 191, σελ. 542-544- Νικολόπουλο, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΚΠολΔ II [2000] υπό άρθρο 938 αρ. 1-2). Η τελευταία αυτή προϋπόθεση δεν ερευνάται αν πιθανολογηθεί η μη ευδοκίμηση της ασκηθείσας ανακοπής.
1β.- Περαιτέρω, αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της, κατ' άρθρο 938 παρ. 2 του ΚΠολΔ, αίτησης αναστολής της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, η οποία ασκείται από τον καθ' ου η εκτέλεση, είναι καταρχήν το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η ανακοπή. Έτσι, αν η αίτηση για την αναστολή ασκείται μετά από ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, καθ' ύλην αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της αίτησης αναστολής είναι το ειρηνοδικείο ή το μονομελές πρωτοδικείο κατά τις διακρίσεις του άρθρου 933 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 933 παρ.2 ΚΠολΔ αρμόδιο κατά τόπο για την εκδίκαση της εν λόγω ανακοπής είναι «το δικαστήριο του τόπου της εκτέλεσης, εφόσον μετά την επίδοση της επιταγής ακολούθησαν και άλλες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας, αλλιώς αρμόδιο είναι το δικαστήριο του άρθρου 584». Στην περίπτωση κατάσχεσης απαίτησης στα χέρια τρίτου, εφόσον μετά την επίδοση της επιταγής ακολούθησαν και άλλες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας, κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της ανακοπής του οφειλέτη είναι το δικαστήριο του τόπου της εκτέλεσης και ειδικότερα του τόπου, στον οποίο έχει την κατοικία του ή εδρεύει ο τρίτος, στα χέρια του οποίου διενεργείται η κατάσχεση, όπου γίνεται και η επίδοση του κατασχετηρίου εγγράφου, με την οποία ολοκληρώνεται και το υποστατό της κατάσχεσης εις χείρας τρίτου (βλ. ΔΠρΑΘ 1853/1989, ΜΔΠρΠειρ 479/2011 σε ΝΟΜΟΣ). Τέλος, όταν ο τρίτος στον οποίο γίνεται η κατάσχεση είναι ανώνυμη εταιρία, εφαρμογή έχει η διάταξη του άρθρου 90 του ν.δ. 17/7/1923, η οποία διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΚΠολΔ, με το άρθρο 53 παρ.3 του ΕισΝΚΠολΔ και ορίζει ότι "εάν η εταιρία έχει και υποκαταστήματα εν Ελλάδι, κατάσχεσις εις χείρας αυτής, ως τρίτης, επιτρέπεται, μόνον παρά τω κατα-στήματι ή υποκαταστήματι, ένθα υφίσταται η κατάθεσις ή άλλη οφειλή προς τον καθού η κατάσχεσις". Με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 90 του ν.δ. της 17.7/13.8.1923 δεν προσδίδεται νομική προσωπικότητα στα καταστήματα ή υποκαταστήματα της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας αλλά απλώς προσδίδεται σ' αυτά νομική αυτοτέλεια, σε τρόπο ώστε να παρέχεται η δυνατότητα εμπρόθεσμης υποβολής της σχετικής δηλώσεως τρίτου. Στη θέση του τρίτου τοποθετείται το αρμόδιο για την πληρωμή της απαιτήσεως κατάστημα ή υποκατάστημα, στο οποίο προσδίδεται κάποια νομική αυθυπαρξία, όχι όμως και ιδιαίτερη νομική προσωπικότητα. Η επίδοση πρέπει να γίνει στο διευθυντή του καταστήματος ή υποκαταστήματος, ο οποίος προβαίνει στην κατά το άρθρο 985 ΚΠολΔ δήλωση και ο οποίος είναι όργανο που εκπροσωπεί την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία στη συγκεκριμένη περίπτωση. Διάδικος όμως στις δίκες περί την εκτέλεση είναι το νομικό πρόσωπο της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας προς το οποίο απευθύνονται τα σχετικά δικόγραφα, επιδίδονται δε στη διοίκηση αυτού κατά το κοινό δίκαιο κατ' άρθρο 126 παρ.1 περ. δ Κ.Πολ.Δ. (ΑΠ 1383/2012, ΕπισκΕμπΔικ 2012.964). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 25 παρ.2 του ΚΠολΔ, τα μη φυσικά πρόσωπα που έχουν ικανότητα να είναι διάδικοι υπάγονται στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου έχουν την έδρα τους. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, για τις διαφορές που απορρέουν από την αυτοτελή δράση του τυχόν υπάρχοντος υποκαταστήματος, τα νομικά πρόσωπα δωσιδικούν και στα δικαστήρια της περιφέρειας του υποκαταστήματος αυτού (βλ. ΕφΘεσ 1951/1988, Αρμ 1988.1217, ΕφΑθ 614/1976 ΕΕμπΔ 1976.593, Νίκα, στην ΕρμΚΠολΔ Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, 2000, άρθρο 25, αριθμ.4, σελ. 67). Για την πλήρωση της έννοιας του υποκαταστήματος απαιτείται άσκηση εμπορίας ή διενέργεια συναλλαγών σε άλλο τόπο με ίδιο υπαλληλικό προσωπικό (βλ. ΕφΑΘ 5779/ 1982, ΕλλΔνη 1982.606, Νίκα, ό.π., αριθμ. 5, σελ. 68) ενώ, σύμφωνα με την τελευταία τροποποίηση του άρθρου 25 παρ.2 του ΚΠολΔ με το άρθρο 6 παρ.6 του ν.4055/2012, «Τα μη φυσικά πρόσωπα που έχουν ικανότητα να είναι διάδικοι, υπάγονται στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η έδρα ή υποκατάστημά τους, εφόσον πρόκειται για διαφορές που αφορούν την εκμετάλλευσή του». 2α.- Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αίτησή του το αιτούν Ν.Π.Δ.Δ. εκθέτει ότι άσκησε νομότυπα και εμπρόθεσμα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, την από 16.11.2015 ανακοπή του, με την οποία για τους λόγους που αναφέρει σε αυτήν, που αποτελούν περιεχόμενο και της ένδικης αίτησης, ζητεί την ακύρωση του από 11.11.2015 κατασχετήριου εγγράφου της πρώτης των καθ' ων εις χείρας της, εδρεύουσας στην Αθήνα και επί της οδού Αμερικής αρ.4, ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «Τράπεζα Πειραιώς ΑΕ», ως τρίτης. Το αιτούν, επικαλούμενο ανεπανόρθωτη βλάβη από την επίσπευση σε βάρος του αναγκαστικής εκτέλεσης, ζητεί να ανασταλεί η ως άνω διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί της ανωτέρω ανακοπής που άσκησε νομοτύπως κατά της επισπευδόμενης εκτέλεσης, κατά τα εκτιθέμενα ειδικότερα στο δικόγραφο και να καταδικαστεί η καθ' ης στη δικαστική του δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η κρινόμενη αίτηση αναστολής, παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, στο οποίο είναι εκκρεμής η ανακοπή (βλ. Τζίφρα, όπ.π. σελ. 501) και ως εκ τούτου είναι καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο κατ' άρθρο 938 παρ.2 ΚΠολΔ, προς εκδίκασή της, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας - αφού σε κάθε περίπτωση, το δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η ανακοπή είναι αρμόδιο να διατάξει την αναστολή, ακόμη και αν δεν είναι αρμόδιο για την εκδίκαση της ανακοπής, καθόσον η αρμοδιότητα του δικαστηρίου για την εκδίκαση της αίτησης αναστολής της εκτέλεσης θεμελιώνεται στην ενώπιον του εκκρεμοδικία της ανακοπής, η οποία προκαλείται και όταν ακόμη η τελευταία απευθύνεται σε αναρμόδιο δικαστήριο - κατά την προκειμένη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 938 § 3 εδ. α', 686 επ. ΚΠολΔ), είναι νόμιμη, στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 938 παρ.1 και 4 και 933, 934 και 982 του ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν. 2β.- Από την κατάθεση της εξετασθείσας με την επιμέλεια του αιτούντος μάρτυρα Δέσποινας Χατζή βασιλείου του Ευαγγέλου και τα νόμιμα με επίκληση προσκομιζόμενα έγγραφα, πιθανολογείται ότι επί της από 21.4.2015 αίτησης της καθ' ης κατά του αιτούντος ν.π.δ.δ., εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 6184/2015 διαταγή πληρωμής της Ειρηνοδίκη Αθηνών, με την οποία επιδικάσθηκε στην αιτούσα και ήδη καθ' ης το ποσό των 10.570,43 ευρώ, με βάση τα αναφερόμενα σ' αυτήν τρία τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, πλέον τόκων και εξόδων. Με βάση τον ως άνω εκτελεστό τίτλο η καθ' ης επέσπευσε εν συνεχεία αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του αιτούντος ν.π.δ.δ. και ειδικότερα του επέδωσε την από 3.11.2015 επιταγή για εκτέλεση κάτωθι του αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ανωτέρω διαταγής πληρωμής, με την οποία επιτάσσει το αιτούν ν.π.δ.δ. να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 12.484,97 ευρώ για επιδικασθείσα κυρία απαίτηση, για τους νόμιμους τόκους, για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, για σύνταξη παραγγελίας προς επίδοση και επίδοση, με το νόμιμο τόκο -πλην του κονδυλίου των τόκων- από την επομένη της επίδοσης μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Ακολούθως, η καθ' ης, επισπεύδοντας εκτέλεση προς ικανοποίηση της ως άνω απαίτησής της, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του άρθρου 982 επ. ΚΠολΔ και το άρθρο 24 ν. 2915/2001, με το από 11.11.2015 κατασχετήριο έγγραφο της, το οποίο επιδόθηκε τόσο στο αιτούν όσο και στην Τράπεζα Πειραιώς ΑΕ, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ' αριθ.9976/11.11.2015 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης Ξανθής Αφεντούλη και από την υπ' αριθμ. 7139γ'/ 11.11.2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Χρήστου Μότσου προς την εδρεύουσα στην Αθήνα ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ», κατάσχεσε αναγκαστικά εις χείρας της δεύτερης το ως άνω ποσό από τον τηρούμενο σ' αυτήν λογαριασμό του αιτούντος. Στη συνέχεια το αιτούν ν.π.δ.δ. άσκησε την από 16.11.2015 (αριθ. εκθ. καταθ. 12.783/2015), εκ του άρθρου 933 παρ. 1 του ΚΠολΔ ανακοπή του, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, την οποία και επέδωσε στην καθ' ης η αίτηση στις 18.11.2015 (βλ. προσκ. την υπ' αριθμ. 5781γ' / 18.11.2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Κων/νου Προύντζου), με την οποία ζητεί την ακύρωση του ως άνω κατασχετήριου εγγράφου. 2γ.- Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, πιθανολογείται, ότι δεν θα ευδοκιμήσει ο τρίτος λόγος της ανακοπής, ο οποίος αφορά στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης (βλ. Π.Γέσιου- Φαλτσή, όπ.π. § 39, I αρ. περιθ. 1 σελ. 559 και III, αρ. περιθ. 1, σελ. 570-571), με τον οποίο το αιτούν ν.π.δ.δ. ισχυρίζεται ότι η αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του επι-σπεύτηκε από την καθ' ης πριν την παρέλευση της προθεσμίας ίων εξήντα (60) ημερών από την επίδοση της απόφασης στον Υπουργό, που είναι αρμόδιος για την πληρωμή, όπως επιτάσσει η διάταξη του άρθρου 4 § 2 του ν. 3068/2002. Τούτο, επειδή η καθ' ης προσκομίζει την υπ' αριθμ.9731/7.5.2015 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης Ξανθής Αφεντούλη, από την οποία προκύπτει ότι η προαναφερόμενη διαταγή πληρωμής επιδόθηκε στο αιτούν ν.π.δ.δ., προς γνώση και για τις νόμιμες συνέπειες, τουλάχιστον 60 ημέρες πριν την έναρξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, ήτοι πριν από την επίδοση αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της εν λόγω διαταγής πληρωμής με επιταγή προς πληρωμή.
2δ.- Η περιουσία των ν.π.δ.δ. διακρίνεται: α) στα πράγματα (ενσώματα αντικείμενα) που έχουν ως προορισμό να εξυπηρετούν με τη χρήση τους δημοτικούς ή κοινοτικούς σκοπούς και β) στην ιδιωτική περιουσία, η οποία περιλαμβάνει τα περιουσιακά στοιχεία που έμμεσα μόνο, με την αξία ή τις προσόδους τους, παρέχουν στα ν.π.δ.δ. οικονομικά μέσα για την αντιμετώπιση των αναγκών τους και τη λειτουργία τους. Η "ιδιωτική περιουσία" των ν.π.δ.δ. υπόκειται στους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου και είναι υπέγγυα στους δανειστές τους. Αντίθετα, τα πράγματα που ανήκουν στη "δημόσια περιουσία" είναι εκτός συναλλαγής και δεν μπορούν να υποθηκευτούν ή ενεχυριαστούν ή κατασχεθούν από τους δανειστές. Στην "ιδιωτική περιουσία" των ν.π.δ.δ. περιλαμβάνονται όλες οι απαιτήσεις, άσχετα από την αιτία γέννησης τους, είτε δηλαδή ανάγεται στο ιδιωτικό είτε στο δημόσιο δίκαιο. Τα χρηματικά ποσά (έσοδα) από τις απαιτήσεις αυτές εγγράφονται στον προϋπολογισμό των ν.π.δ.δ., οι οποίοι και έχουν την ευχέρεια να τα αυξάνουν μονομερώς, προκειμένου να επαρκούν για τις χρηματικές ανάγκες τους. Αυτή είναι και η βασική διαφορά από τη "δημόσια περιουσία", διότι τα πράγματα που περιλαμβάνονται σ" αυτήν είναι ατομικώς προσδιορισμένα, εξυπηρετούν το δημόσιο σκοπό με τη "χρήση" τους και δεν είναι δεκτικά μονομερούς επαύξησης. Τυχόν αποστέρηση των ν.π.δ.δ. από τη δυνατότητα χρήσης των πραγμάτων που απαρτίζουν τη δημόσια περιουσία τους θα διατάρασσε την ομαλή λειτουργία τους και γΓ αυτό το λόγο ο νόμος κατέστησε τα πράγματα αυτά "εκτός συναλλαγής", με συνέπεια να απαγορεύεται, λόγω αυτής της ιδιότητας τους, η αναγκαστική κατάσχεση τους. Δεν συντρέχουν όμως οι λόγοι αυτοί ώστε να χωρήσει αναλογική εφαρμογή του άρθρου 966 ΑΚ, στις απαιτήσεις των ν.π.δ.δ., έστω κι αν αυτές προέρχονται από φόρους ή τέλη, διότι δεν πρόκειται για ορισμένα ατομικώς προσδιορισμένα "πράγματα", αλλά για έσοδα, τα οποία περιέρχονται στα ν.π.δ.δ. αορίστως, χωρίς αντιστοιχία συγκεκριμένων εσόδων προς συγκεκριμένες δαπάνες, υπέρ των εν γένει σκοπών τους, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η εξόφληση των προς τρίτους οφειλών τους από οποιαδήποτε αιτία. Επομένως αν αυτά ήταν ακατάσχετα, η δυνατότητα αναγκαστικής εκτέλεσης κατά των ν.π.δ.δ. θα απέβαλλε κάθε σχεδόν περιεχόμενο (ΟλΑΠ 17/2002 ΔΙΚΗ 2003.102, ΑΠ 2354/2009 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από το άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος, το οποίο επιτάσσει τη συμμόρφωση προς τις δικαστικές αποφάσεις, σε περίπτωση εκδόσεως δικαστικής αποφάσεως η οποία, κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις, υποχρεώνει το Δημόσιο σε συμμόρφωση και εφ' όσον η υποχρέωση αυτή συνίσταται στην καταβολή χρηματικού ποσού, ο ιδιώτης διάδικος δύναται, για την ικανοποίηση της απαιτήσεως του, να χρησιμοποιήσει τα μέσα αναγκαστικής εκτελέσεως κατά του Δημοσίου και, ειδικότερα, να προβεί στην αναγκαστική κατάσχεση ταμειακών διαθεσίμων, χρημάτων δηλαδή του Δημοσίου, στην οικεία οικονομική υπηρεσία. Και τούτο, διότι στην ιδιωτική, σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν. 3068/2002, περιουσία του Δημοσίου, στην οποία και μόνον επιτρέπεται να γίνει αναγκαστική κατάσχεση, περιλαμβάνονται και τα χρηματικά διαθέσιμα του Δημοσίου, ανεξάρτητα από την πηγή από την οποία προέρχονται, η οποία, άλλωστε, είναι αδύνατον να διαγνωσθεί. Δεν συνιστά δε πρόσφορο, εν προκειμένω, κριτήριο διαφοροποιήσεως των χρηματικών διαθεσίμων του Δημοσίου σε κατασχετά ή μη η καθ' ύλην ή κατά τόπον αρμοδιότητα των οικείων οικονομικών υπηρεσιών του ή ο κωδικός εσόδου, με τον οποίο καταχωρίζονται τα εισπραττόμενα από το Δημόσιο ποσά, διότι, τα στοιχεία αυτά ανάγονται σε ζητήματα εσωτερικής οργανώσεως των υπηρεσιών του Δημοσίου, μη κρίσιμα εν προκειμένω ούτε δυνάμενα να παρακωλύσουν την τήρηση των εν λόγω υποχρεώσεών του, που απορρέουν από το Σύνταγμα. Αντίθετο επιχείρημα δεν δύναται να αντιταχθεί από την διάταξη του άρθρου 79 περ. 2 του Συντάγματος, διότι, πάντως, τα σχετικά χρηματικά ποσά έχουν εισαχθεί, αδιακρίτως της προελεύσεώς τους, στον προϋπολογισμό προς κάλυψη των υποχρεώσεων του Δημοσίου και εκπλήρωση των δημοσίων σκοπών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η συνταγματικώς κατοχυρωμένη υποχρέωση συμμορφώσεως του Κράτους προς τις δικαστικές αποφάσεις. Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής του, το αιτούν ισχυρίζεται ότι δεν είναι επιτρεπτή η κατάσχεση επί απαιτήσεων χρηματικού αντικειμένου του νοσοκομείου, που έχουν ταχθεί για την εξυπηρέτηση ειδικού δημοσίου σκοπού και δη για την παροχή ιατρικής υπηρεσίας και περίθαλψης, ανάπτυξη και προαγωγή της ιατρικής έρευνας καθώς και εφαρμογή προγραμμάτων ειδίκευσης και συνεχούς εκπαίδευσης ιατρών και λειτουργών άλλων κλάδων υγείας και κατ' επέκταση είναι ακατάσχετα, καθώς αποτελούν πράγματα εκτός συναλλαγής κατ' άρθρο 966 Α.Κ., ως εξυπηρετούντα ειδικά προσδιορισμένο δημόσιο σκοπό και συνεπώς, παρά το νόμο η καθ' ης η αίτηση προέβη στην κατάσχεσή τους. Στον επίμαχο όμως λογαριασμό που τηρεί το αιτούν, συγκεντρώνονται ποικίλα έσοδα, όπως λ.χ. μισθοδοσία κλπ., χωρίς όμως να προσδιορίζεται συγκεκριμένα ποια είναι τα προορισμένα για ειδικό σκοπό χρηματικά ποσά και σε τι ποσό ανέρχονται επί του συνόλου του λογαριασμού έτσι ώστε να κριθεί αν απαγορεύεται η κατάσχεση τους. Σημειωτέον, ότι το ποσό που αντιστοιχεί στη μισθοδοσία των υπαλλήλων, το οποίο ομοίως δεν προσδιορίζεται από το αιτούν, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει προορισμό να εξυπηρετήσει ειδικό σκοπό, αλλά παρέχει το μέσο για την αντιμετώπιση των αναγκών του ενώ μεταξύ των σκοπών του αιτούντος ν.π.δ.δ. είναι και η εξόφληση των οφειλών του προς τρίτους, ως εν προκειμένω συμβαίνει, οφειλή μάλιστα την οποία ουδόλως αρνείται το αιτούν. Συνακόλουθα, ο λόγος αυτός της ανακοπής δεν πιθανολογείται ότι θα ευδοκιμήσει.
2ε.- Από το...
συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ, 116 και 933 του ΚΠολΔ, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 3 του Συντάγματος συνάγεται ότι άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος, που ανήκει στο δημόσιο δίκαιο, αποτελεί και η μέσω αναγκαστικής εκτελέσεως πραγμάτωση της απαίτησης του δανειστή. Επομένως, λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, μπορεί να αποτελέσει και η αντίθεση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως στα αντικειμενικά όρια του άρθρου 281ΑΚ και η εντεύθεν ακυρότητα της εκτελέσεως. Αν μεν, η αντίθεση αυτή αναφέρεται στην εγκυρότητα του ίδιου του εκτελεστού τίτλου, συνιστά ουσιαστικό ελάιτωμά ίου, με την επιδίωξη εκτελέσεως δια τίτλου τυπικώς μεν έγκυρου, ο οποίος, όμως, επιτεύχθηκε αντιθέτως προς το άρθρο 281 ΑΚ, ο δε σχετικός λόγος ανακοπής πρέπει να προβάλλεται μέσα στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ Ια ΚΠολΔ. Αν η αντίθεση στα κριτήρια του άρθρου 281 ΑΚ αφορά στην απαίτηση ή στη διαδικασία της εκτελέσεως, ο λόγος της ανακοπής πρέπει να προβάλλεται μέσα στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ.ΐβ' ΚΠολΔ, δηλαδή ως την έναρξη της τελευταίας πράξης εκτελέσεως, η οποία, προκειμένου περί ικανοποιήσεως χρηματικών απαιτήσεων, είναι, κατά το άρθρο 934 παρ. 2 ΚΠολΔ, η σύνταξη της εκθέσεως πλειστηριασμού και κατακυρώσεως. Αν, όμως, η αντίθεση στα κριτήρια του 281 ΑΚ αφορά πρωτογενώς τη διενέργεια του πλειστηριασμού ο λόγος ανακοπής πρέπει να προβάλλεται μέσα στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ.ΐγ' ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 12/20Θ9, ΟλΑΠ 49/2005 ΕλλΔνη 2006, 80, ΑΠ 1248/2010, ΑΠ 340/2006 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 95/2006 ΕλλΔνη 2006, 475, ΑΠ 1107/2004 ΕλλΔνη 46,108, ΑΠ 916/2004 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 889/2003 ΕλλΔνη 45, 126, ΑΠ 69/2001 ΕλλΔνη 42, 916, ΑΠ 370/2001 ΝοΒ 50, 345, ΕφΘεσ 587/2009 δημ. ΝΟΜΟΣ). Κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 1/1997, ΟλΑΠ 17/1995, ΟλΑΠ 62/1990, ΟλΑΠ 56/1990, ΑΠ 1248/2010 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 340/2006 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΔΙΚΗ 2006, 1310, ΑΠ 205/2001 ΕλλΔνη 42. 1571, ΑΠ196/2001 ΕλλΔνη 42„ 1571, ΑΠ 409/2000 ΕλλΔνη 41, 1315, ΑΠ 1875/1999 ΕλλΔνη 41, 1316., ΑΠ 1084/1999 ΕλλΔνη 40, 1541, ΑΠ 971/1998 ΕλλΔνη 40, 278, ΑΠ 551/1998 ΕλλΔνη 39, 1296, ΑΠ 1250/1996 ΕΕΝ 1998, 296, ΑΠ 558/1995 ΕλλΔνη 1996, 591, ΕΕΝ 1996,457, ΝοΒ 1997.35). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της ανακοπής του, ισχυρίζεται το αιτούν ν.π.δ.δ., ότι η εις βάρος του επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης εκ μέρους της καθ' ης είναι καταχρηστική ως αντιβαίνουσα στην καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, επειδή η τελευταία επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση εις χείρας της άνω τράπεζας, ως τρίτης, παρότι το αιτούν δεν αρνείται την προς αυτήν οφειλή του και παρότι αυτή δεν προσκόμισε τα απαιτούμενα για την είσπραξη της απαίτησής της έγγραφα, αν και κλήθηκε επανειλημμένως προς τούτο, ήτοι φορολογική και ασφαλιστική ενημερότητα, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις περί Δημοσίου Λογιστικού. Ο λόγος αυτός της ανακοπής πιθανολογείται ότι δεν θα ευδοκιμήσει, καθόσον η απαίτηση της καθ' ης εις βάρος του αιτούντος χρονολογείται ήδη από 31.12.2012 έως 31.12.2013 και απορρέει από τα υπ' αριθμ. 1310/31.12.2012, 1331/1.3.2013 και 1414/30.12.2013 Τ.Π.Υ. για συντήρηση μηχανημάτων και το αιτούν, παρότι δεν αμφισβητεί την οφειλή του, μετά την σ' αυτό επίδοση της διαταγής πληρωμής, προς γνώση και για τις νόμιμες συνέπειες, άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών την εκ του άρθρου 632 του ΚΠολΔ, υπ' αριθμ. κατ. 4246/28.5.2015 ανακοπή του, δικάσιμος της οποίας ορίσθηκε η 25.1.2017 και η οποία επιδόθηκε στις 28.5.2015 στην καθ' ης, ακολούθως δε παρά τα έγγραφα της διοίκησης του που έχει απευθύνει έκτοτε στην καθ' ης, μετά την προς αυτήν επίδοση της διαταγής πληρωμής σιις 27.5.2015 (βλ. προσκ.) και μέχρι την επιβληθείσα εις χείρας της άνω τράπεζας κατασχέσεως, δεν είχε προβεί στην εκκαθάριση και ενταλματοποίηση όλων των τιμολογίων ενώ προέβη στη δημόσια παρακατάθεση του ποσού των 3.576,46 ευρώ του πρώτου των άνω τιμολογίων, ήτοι του υπ' αριθμ. 1310/2012 Τ.Π.Υ., δύο ημέρες πριν τη συζήτηση της παρούσας αιτήσεώς του.
3.- Κατ' ακολουθίαν τούτων, δοθέντος ότι ουδείς εκ των λόγων της ασκηθείσας ανακοπής πιθανολογείται ότι θα ευδοκιμήσει, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 του νόμου 4194/2013, όπως το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 της ως άνω διάταξης προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3 του νόμου 4236/2014, (ΦΕΚ Α' 33/11.2.2014): «Στις αποφάσεις που εκδίδονται κατά τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων για αιτήσεις κάθε φύσης, επιδικάζονται πάντοτε έξοδα και αμοιβή του δικηγόρου του διαδίκου που νίκησε. Στις αποφάσεις που εκδίδονται για αιτήσεις χορήγησης αναστολής ή αναβολής εκτέλεσης ή πλειστηριασμού με καθορισμό δόσεων, οι πρώτες δόσεις πρέπει υποχρεωτικά να ορίζονται για την εξόφληση των δικαστικών εξόδων, δικηγορικών αμοιβών και εξόδων εκτέλεσης. «Στις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου, τα έξοδα και η αμοιβή του δικηγόρου του καθ' ου η αίτηση, επιδικάζονται πάντοτε σε βάρος του αιτούντος» και συνεπώς η δικαστική δαπάνη της καθ' ης (191 παρ.2 του ΚΠολΔ) βαρύνει το αιτούν ν.π.δ.δ., λόγω της ήττας του, μειωμένη κατ' άρθρο 22 παρ. 1 ν.3693/ 1957 (βλ. και ΑΠ 725/2011 ΕλλΔνη 2012.704), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το αιτούν ν.π.δ.δ. στα μειωμένα δικαστικά έξοδα της καθ' ης, τα οποία ορίζει στο ποσό των εκατό ευρώ (100,00€).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στη Θεσσαλονίκη, στις 29 Δεκεμβρίου 2015, απουσία των διαδίκων, με την παρουσία της Γραμματέας Ολυμπίας Βλαχοπούλου.-

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑ



ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 

Δικαστήριο:ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
Τόπος:ΠΡΕΒΕΖΗΣ
Αριθ. Απόφασης:223
Ετος:2012

Περίληψη

Κατάσχεση σε βάρος ΟΤΑ στα χέρια τρίτου (Τράπεζας) - Αναστολή εκτελέσεως. Κατάσχεση ιδιωτικής περιουσίας δημοσίου, ΟΤΑ, ν.π.δ.δ. - Έννοια δημοσίου σκοπού μιας δημόσιας υπηρεσίας -. Στην ακατάσχεση δημόσια περιουσία εντάσσονται και τα χρήματα που προορίζονται για την κάλυψη των υποχρεωτικών δαπανών του Δήμου και έχουν συμπεριληφθεί στον προϋπολογισμό αυτού. Δεκτή η αίτηση αναστολής, καθόσον το ποσό του Δήμου που κατασχέθηκε ήταν η μισθοδοσία των υπαλλήλων του που ανήκει στην ως άνω ακατάσχετη περιουσία του.
Κείμενο Απόφασης

Μονομελές Πρωτοδικείο Πρέβεζας

(Ασφαλιστικά μέτρα)

Αριθ. 223/2012


(...…) Η περιουσία των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, στους οποίους συγκαταλέγονται και οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης διακρίνεται: Α) σε πράγματα (ενσώματα αντικείμενα), τα οποία έχουν ως προορισμό να εξυπηρετούν δια της χρήσεώς τους σκοπούς δημοσίου συμφέροντος και δεν είναι δεκτικά μονομερούς επαύξησης και Β) στην ιδιωτική περιουσία, η οποία περιλαμβάνει τα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία εμμέσως μόνο δια της αξίας ή των προσόδων τους παρέχουν στα οικονομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου οικονομικά μέσα για την αντιμετώπιση των αναγκών και τη λειτουργία τους (ΟλΑΠ 17/2002, ΑΠ 2354/2009). Κατά τη διάταξη του άρθρου 4 § 1 ν. 3068/2002 «Η αναγκαστική εκτέλεση για να ικανοποιηθεί χρηματική απαίτηση κατά του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου γίνεται με κατάσχεση της ιδιωτικής περιουσίας αυτών. Αποκλείεται η κατάσχεση απαιτήσεων που πηγάζουν από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου ή απαιτήσεων χρηματικού ή μη αντικειμένου το οποίο έχει ταχθεί για την άμεση εξυπηρέτηση ειδικού δημοσίου σκοπού». Για τη διάκριση δε ανάμεσα στη δημόσια και ιδιωτική περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου, Δήμων, Κοινοτήτων και εν γένει ΟΤΑ, αναγκαία είναι, κατ’ αρχήν, η ανίχνευση των εκτός συναλλαγής πραγμάτων, έτσι όπως τα ορίζει η διάταξη του άρθρου 966 ΑΚ. Στη διάταξη αυτήν ορίζεται ότι «πράγματα εκτός συναλλαγής είναι τα κοινά σε όλους, τα κοινόχρηστα και τα προορισμένα στην εξυπηρέτηση δημοτών, δημοτικών, κοινοτικών ή θρησκευτικών σκοπών». Το άρθρο 966 ΑΚ κηρύσσει τα δημόσια πράγματα εκτός συναλλαγής και απαγορεύει επομένως κάθε πράξη, όπως η κατάσχεση ή η αναγκαστική εκτέλεση που μπορεί να οδηγήσει στην απαλλοτρίωσή τους, χωρίς βέβαια να αποκλείεται η μεταβίβασή τους από ένα δημόσιο οργανισμό σε άλλο, που άλλωστε δεν αποτελεί αναγκαστική απαλλοτρίωση κατά την έννοια του άρθρου 17 του Συντάγματος. Εξαιρούνται, ως εκ τούτου, τα δημόσια πράγματα από τις συναλλαγές και έτσι δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αναγκαστικής εκτελέσεως για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, χάριν ακριβώς του εξυπηρετουμένου αυτού συμφέροντος, το οποίο, ειδικότερα, διαφέρει ανάλογα με την κατηγορία: Για τα κοινά σε όλους το εξυπηρετούμενο συμφέρον συνίσταται, κυρίως, στην απόλαυση από όλους βασικών στοιχείων του περιβάλλοντος (αέρας, θάλασσα), για τα κοινόχρηστα στην εξυπηρέτηση της κοινής χρήσης υδάτων, οδών, πλατειών, αιγιαλών, λιμανιών, όρμων, οχθών πλεύσιμων ποταμών, μεγάλων λιμνών και οχθών τους (ΑΚ 967), για τα πράγματα που είναι προορισμένα για την εξυπηρέτηση δημοσίων, δημοτικών, κοινοτικών ή θρησκευτικών σκοπών στη δυνατότητα ειδικής χρήσης τους κατά το σκοπό τους. Τα πράγματα ειδικής χρήσεως, που είναι προορισμένα για την εξυπηρέτηση δημοσίων, δημοτικών και κοινοτικών σκοπών, συνθέτουν την έννοιά τους υπό το πρίσμα δύο στοιχείων: α) το σκοπό που τα πράγματα αυτά εξυπηρετούν και β) τον προορισμό τους προς εξυπηρέτηση. Δημόσιος γενικά σκοπός είναι εκείνος που έχει αναχθεί σε σκοπό της πολιτείας και επιδιώκεται μέσα από τον μηχανισμό μιας δημόσιας υπηρεσίας με τη χρήση των μέσων του δημοσίου δικαίου. Συνεπώς, δημόσιος σκοπός είναι ο σκοπός μιας δημόσιας υπηρεσίας, αλλά και οι επιδιωκόμενοι σκοποί από όλα τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου που ασκούν διοίκηση. Περαιτέρω, η έννοια του προορισμού του πράγματος σε εξυπηρέτηση σημαίνει την ειδική, αποκλειστική και ουσιαστική αφιέρωση του πράγματος στις ανάγκες της δημόσιας υπηρεσίας, ώστε να εξυπηρετείται καλύτερα ο δημόσιος σκοπός (Σπ. Παππάς σε Κατ’ άρθρο Ερμηνεία ΑΚ, Γεωργιάδη - Σταθόπουλου, τόμος V, 2004, υπό άρθρο 966). Εξάλλου, η δημόσια περιουσία του κράτους περιλαμβάνει τα πράγματα που υπηρετούν αυτούσια δημόσιους σκοπούς και είναι αμέσως απαραίτητα για την εκπλήρωση των λειτουργιών του κράτους, ενώ η ιδιωτική περιουσία του κράτους αποτελείται από τα πράγματα και λοιπά περιουσιακά στοιχεία, τα οποία συμβάλλουν στην εκπλήρωση δημοσίων σκοπών όχι αυτουσίως και άμεσα, αλλά έμμεσα με τις προσόδους και την αξία τους. Κρίσιμο λοιπόν κριτήριο εν προκειμένω είναι ο σκοπός που εξυπηρετεί το πράγμα. Έτσι, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να εξετάζεται ο σκοπός που επιδιώκεται με το πράγμα, ώστε στη συνέχεια να ενταχθεί αυτό στη δημόσια ή την ιδιωτική περιουσία του κράτους και εντεύθεν να ελεγχθεί αν υπόκειται ή όχι σε αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση των δανειστών του. Εν κατακλείδι, δεν αρκεί ότι η φερόμενη ως δημόσια περιουσία του κράτους (ενσώματο αντικείμενο κινητό ή ακίνητο) είναι ικανή να θεραπεύσει δημόσιους σκοπούς, αλλά θα πρέπει να έχει ήδη και αφιερωθεί στη θεραπεία συγκεκριμένου δημοσίου σκοπού. Επιπροσθέτως, θα πρέπει τούτη η αφιέρωση, κατά της αρχές της αναλογικότητας, να είναι απολύτως απαραίτητη, με αντικειμενικά μέτρα, ελεγχόμενα από το Δικαστήριο, για την εκπλήρωση του δημοσίου αυτού σκοπού. Τέλος, τα περιουσιακά στοιχεία που αποτελούν μέσο ασκήσεως κρατικής οικονομικής πολιτικής, ανήκουν στη δημόσια περιουσία και όχι στην ιδιωτική (ορ. Π. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 1997, σ. 667 επ.). Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται και τα χρήματα που προορίζονται για την κάλυψη των υποχρεωτικών δαπανών του δήμου και έχουν συμπεριληφθεί στον προϋπολογισμό αυτού κατά τις διατάξεις των άρθρων 159 επ. ν. 3463/2006 (αποδοχές προσωπικού, γραφική ύλη, δαπάνες κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας, τέλη ταχυδρομικών και τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, κ.λπ.). Τα χρήματα αυτά είναι ακατάσχετα, διότι είναι αφιερωμένα στην εξυπηρέτηση των ανωτέρω αναγκών, μη υποκείμενα σε επαύξηση, ενώ ενδεχόμενη κατάσχεσή τους θα είχε βαρύτατες κοινωνικές επιπτώσεις, αφού στην ουσία θα οδηγούσε στην αναστολή της λειτουργίας του Δήμου, δεδομένου ότι τα έργα και οι υπηρεσίες που πρέπει να εκτελούνται (ακόμη και αυτές που έχουν σχέση με την αντιμετώπιση της απλής καθημερινότητας των πολιτών) δε θα μπορούν να εκτελεσθούν ελλείψει της επερχόμενης ανικανότητας του δήμου να προμηθευθεί ακόμη και πρώτη ύλη.

     Στην προκειμένη περίπτωση ο αιτών ζητεί την ακύρωση της από 26.3.2012 επιταγής προς πληρωμή, κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου της υπ’ αριθ. …/2011 απόφασης του Εφετείου Ιωαννίνων και του από 6.4.2012 κατασχετήριου εγγράφου εις χείρας της ** ως τρίτης, για τον λόγο ότι το ποσό που κατασχέθηκε σε τραπεζικό λογαριασμό που τηρεί στην παραπάνω τράπεζα είναι ακατάσχετο, καθώς ως μισθοδοσία των υπαλλήλων του ανήκει στην δημόσια περιουσία του. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις που αναφέρονται στην μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης και από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος του αιτούντος, Κ.Φ.**, που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου και από τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι πιθανολογείται ότι θα γίνει δεκτός ως και κατ’ ουσίαν βάσιμος, καθώς το ποσό των 38.788,20 ευρώ που κατέσχεσε ο καθ’ ου η αίτηση εις χείρας της ** βρίσκεται κατατεθειμένο στον υπ’ αριθ. … τραπεζικό λογαριασμό που τηρεί ο αιτών για την μισθοδοσία των υπαλλήλων του. Ο λογαριασμός αυτός τηρείται κατά την διάταξη του άρθρου 12 της ΥΑ 2/37345/0004/2010 και χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την καταβολή των μισθολογικών αμοιβών του προσωπικού του που αμείβεται από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών. Είναι δηλαδή ο ενδιάμεσος λογαριασμός στον οποίο κατατίθεται από την Ε.Α.Π. η μισθοδοσία των ως άνω προσώπων και στην συνέχεια το σύστημα ΔΙΑΣ φροντίζει για την μεταφορά των ποσών στους ατομικούς λογαριασμούς των αμειβομένων (άρθρο 13 της παραπάνω ΥΑ). Τα ποσά αυτά της μισθοδοσίας όσο βρίσκονται στον εν λόγω ενδιά-μεσο λογαριασμό αποτελούν δημόσια περιουσία που προορίζεται αποκλειστικά για την μισθοδοσία του προσωπικού του ν.π.δ.δ. και εξυπηρετεί ειδικά προσδιορισμένο δημόσιο σκοπό. Κατόπιν αυτών, πιθανολογείται ότι ακύρως επιβλήθηκε κατάσχεση στο παραπάνω ποσό. Συνεπώς πιθανολογείται η ευδοκίμηση της ανακοπής, όπως επίσης πιθανολογείται και ότι η συνέχιση της εκτέλεσης θα επιφέρει ανεπανόρθωτη ζημία στον αιτούντα. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να ανασταλεί η επισπευδόμενη από τον καθ’ ου η αίτηση αναγκαστική εκτέλεση. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο αιτών στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του καθ’ ου η αίτηση, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης, κατόπιν της υποβολής σχετικού νομίμου αιτήματος από τον τελευταίο, με το έγγραφο σημείωμά του (άρθρα 178 § 3 του Κώδικα περί Δικηγόρων, 191 § 2 του ΚΠολΔ).

     [Δέχεται την αίτηση και αναστέλλει την εκτελεστική διαδικασία].

Πρόεδρος:Α. Παπαθανασίου, Πρόεδρος Πρωτοδικών
Δικηγόροι:Α. Τάσσης, Κ. Ρεμεντζά
Λήμματα:Κατάσχεση σε βάρος ΟΤΑ στα χέρια τρίτου (Τράπεζας) ,Αναστολή εκτελέσεως. Κατάσχεση ιδιωτικής περιουσίας δημοσίου, ΟΤΑ, ν.π.δ.δ. ,Έννοια δημοσίου σκοπού μιας δημόσιας υπηρεσίας

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ