Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2019

ΥΠ' ΑΡΙΘΜΟ 2143/2018 ΑΠΟΦΑΣΗ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ: ΚΗΡΥΣΣΕΤΑΙ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, ΟΠΟΥ ΕΧΕΙ ΠΑΡΑΠΕΜΦΘΕΙ Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΠΟ ΑΛΛΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΟΓΩ ΑΝΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ, ΟΤΑΝ Η ΠΑΡΑΠΕΜΠΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΤΕΛΕΣΙΔΙΚΗΣΕΙ. ΣΙΩΠΗΡΗ ΑΠΟΔΟΧΗ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΑΠΟ ΕΠΙΣΠΕΥΔΟΝΤΑ ΤΗΝ ΣΥΖΗΤΗΣΗ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ΟΤΙ Ο ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΕΧΕΙ ΕΙΔΙΚΗ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΕΦΕΣΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΠΕΜΠΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

              Αριθμός απόφασης 
                    2143/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Βαρβάρα Παπαγιαννάκη. Πρωτοδίκη, την οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Πρωτοδικείου και τη Γραμματέα Γεωργία Σταφίδα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 15-3-2018. προκειμένου να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: .......... ............ του ............, κατοίκου ............. και με ΑΦΜ ..............., ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του Δήμητρας Κολιογιάννη
ΤΟΥ ΚΑΘ'ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: ............ .................του ........., κατοίκου .................., ........... αρ. .......... και με ΑΦΜ .............., ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του Εμμανουήλ Τσαλικίδη.

Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 10-4-2017 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου ........., με αριθμό εκθ. καταθ. δικογρ. 4/11-4­2017. επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 1/2018 απόφαση του Ειρηνοδικείου ........., με την οποία αυτό κρίθηκε καθ' ύλην αναρμόδιο για την εκδίκαση της κρινόμενης αγωγής και παρέπεμψε αυτήν στο παρόν Δικαστήριο. Ήδη η υπόθεση επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 23-1-2010 με γενικό αριθμό κατάθεσης 9860/2018 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης 229/2018 κλήση του καλούντος- ενάγοντος. η οποία προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
    Με την από 23-1-201® και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. 9860/229/2018 κλήση του, ο ενάγων νομίμως επανέφερε προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος  Δικαστηρίου την από 10-4-2017 αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμ. 1/2018 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Λαυρίου [για τον οριστικό χαρακτήρα της παραπεμπτικής απόφασης, λόγω αναρμοδιότητας, βλ. ΕφΑθ 2340/2002 ΕλΔ 43(2002). 1442, ΕφΑθ 1514/1999 Αρμ 1999.1580, ΕφΑθ 4322/1995 Δίκη 1996.1186] και με την οποία αυτό κρίθηκε αναρμόδιο καθ' ύλην για την εκδίκασή της, παρέπεμψε δε την αγωγή στο παρόν Δικαστήριο.
    Το άρθρο 46 του ΚΠολΔ ορίζει, στο πρώτο εδάφιο, ότι "αν το Δικαστήριο δεν είναι καθ' ύλην ή κατά τόπο αρμόδιο, αποφαίνεται γι' αυτό αυτεπαγγέλτως και προσδιορίζει το αρμόδιο Δικαστήριο, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση   και στο δεύτερο εδάφιο ότι "η παραπεμπτική απόφαση όταν τελεσιδικήσει  είναι υποχρεωτική, τόσο για την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, που παρέπεμψε, όσο και γιοι την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου στο οποίο γίνεται παραπομπή". Η διάταξη του άρθρου 46 εδ. β' του ΚΠολΔ, η οποία αποσκοπεί στην αποφυγή αρνητικής συγκρούσεως της αρμοδιότητας και εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων, στην περίπτωση που παράλληλα με τη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου της παραπομπής ασκούσε κάποιος από τους διαδίκους έφεση κατά της αποφάσεως του παραπέμψαντος Δικαστηρίου, συνάγεται ότι το Δικαστήριο κωλύεται να δικάσει την υπόθεση πριν καταστεί τελεσίδικη η παραπεμπτική απόφαση. Αν όμως η υπόθεση εισαχθεί προς συζήτηση πριν καταστεί τελεσίδικη η παραπεμπτική απόφαση, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη (βλ. ΕφΑθ 1644/88 ΕλλΔνη 30/631, Εφ 6104/82 ΕλλΔνη 24/55, ΠΠρΑΘ 1213/1989 ΑρχΝ 1989/241). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 294, 297, 298, και 299 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η αποδοχή της αποφάσεως, πριν από την άσκηση κάποιου ένδικου μέσου εναντίον της, η οποία υποδηλώνει παραίτηση από το δικαίωμα της ασκήσεώς του, δεν υπόκειται σε ορισμένο διαδικαστικό τύπο, όπως εκείνη που γίνεται μετά την άσκηση του ένδικου μέσου, δυναμένη να γίνει είτε ρητώς, με την τήρηση των διατυπώσεων που διαγράφονται στη διάταξη του άρθρου 297 του Κώδικα αυτού και συγκεκριμένα με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο αυτού που παραιτείται, είτε σιωπηρώς, με δηλώσεις ή πράξεις από τις οποίες συνάγεται αναγκαίος ο περί αποδοχής σκοπός. Για την παραίτηση, όμως, από το δικαίωμα ασκήσεως ενδίκου μέσου και, επομένως, για την ενέχουσα τέτοια παραίτηση αποδοχή της αποφάσεως, ρητή ή σιωπηρά, απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα του δικηγόρου που υπογράφει την ρητή αποδοχή της αποφάσεως ή που προβαίνει στην πράξη από την οποία συνάγεται η σιωπηρή αποδοχή αυτής, διαφορετικά η (ρητή ή σιωπηρά) αποδοχή της αποφάσεως και συνεπώς και η παραίτηση από το δικαίωμα ασκήσεως ενδίκου μέσου κατ' αυτής είναι ανίσχυρη (ΑΠ 1852/2011. ΑΠ 1247/2009 δημοσίευση σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέτοια περίπτωση σιωπηρής παραιτήσεως από την άσκηση κάποιου ένδικου μέσου μπορεί να συντρέχει και στην περίπτωση παραστάσεως του εναγομένου κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, στο οποίο εισάγεται η υπόθεση με κλήση του ενάγοντος κατόπιν παραπομπής από αναρμόδιο Δικαστήριο σε αρμόδιο, η παραίτηση όμως από το δικαίωμα προς άσκηση ένδικου μέσου, όπως και αυτή της εφέσεως, κατά τα ανωτέρω, προϋποθέτει, κατά το άρθρο 98 εδ. β' του ΚΠολΔ, την ύπαρξη ειδικής πληρεξουσιότητας προς το δικηγόρο, ο οποίος προβαίνει στη σχετική δήλωση, να αναφέρεται δηλαδή ειδικά ότι παρέχεται η πληρεξουσιότητα να προβεί στη δήλωση αποδοχής, εκτός αν παρίσταται αυτοπροσώπως ο διάδικος κατά τη συζήτηση μαζί με τον πληρεξούσιο δικηγόρο, οπότε θεωρείται ότι εγκρίνει τη δήλωση αποδοχής που γίνεται από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του (ΕφΠατρ. 929/1996 ΕλλΔνη39, 136). Συνεπώς, στην περίπτωση εκ μέρους του ενάγοντος εισαγωγής με κλήση της υποθέσεως (αγωγής), στο Δικαστήριο της παραπομπής, αυτή καθ  εαυτή δεν σημαίνει και σιωπηρή αποδοχή αποφάσεως, που συνεπάγεται, κατ' άρθρα 298 και 299 ΚΠολΔ. το απαράδεκτο των ενδίκων μέσων και επομένως την τελεσιδικία της παραπεμπτικής αποφάσεως, όταν ο εναγόμενος δεν δηλώσει και αυτός νομότυπα, κατά τα ανωτέρω τη βούλησή του, γι' αποδοχή της αποφάσεως, και έχει δικαίωμα εφέσεως, εφόσον προδήλως έλαβε χώρα επίδοση αυτής, από της επομένης της οποίας κατ' άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ αρχίζει η προθεσμία ασκήσεως εφέσεως, μετά την πάροδο της οποίας αυτή, κατ' άρθρο 532 του ιδίου Κώδικα, είναι απαράδεκτη και η απόφαση καθίσταται τελεσίδικη....

      Με την υπο κρίση αγωγή του. η οποία επαναφέρεται προς συζήτηση με την με αριθμό κατάθεσης 9860/229/2018 κλήση, ο καλών-ενάγων εκθέτει, ότι από την 23-6-2016 εργάσθηκε ως πωλητής στην επιχείρηση που διατηρεί ο εναγόμενος στην ......... χωρίς όμως να έχουν συνάψει εγγράφως σύμβαση εργασίας. Ότι το ωράριο εργασίας του ήταν 6 ημέρες την εβδομάδα και από ώρα 8:45 πμ εως 18:30 ενώ ως ημερομίσθιο συμφωνήθηκε το ποσό των 30 ευρώ. Ότι κατόπιν πιέσεων του ενάγοντος την 7-7-2016 υπεγράφη σύμβαση εργασίας μερικής απασχόλησης με την οποία ορίσθηκε, ότι ο ενάγων θα εργαζόταν 2 ημέρες την εβδομάδα και πέντε ώρες την ημέρα πλην όμως αυτός εξακολούθησε να εργάζεται με τις ημέρες και τις ώρες που εργαζόταν και πριν την υπογραφή της σύμβασης. Ότι την παραπάνω σύμβασηυπέγραψε την σύμβαση υπο την απειλή της απόλυσης. Ότι κατά το χρονικό διάστημα από 1-8-2016 εως και την 5-9-2016 λόγω αυξημένης κίνησης που παρουσίασε η επιχείρηση εργαζόταν καθημερινά από ώρα 8:45 εως 19:15 με ημερομίσθιο 35 ευρώ. Ότι τον Σεπτέμβριο του έτους 2017 ο εναγόμενος προσέλαβε τον .................. ο οποίος εργαζόταν κατά τις ώρες 18:00 μμ εως 21:00. Ότι αρχές του έτους 2017 ο εναγόμενος προσέλαβε και άλλο άτομο να εργασθεί στην επιχείρηση με αποτέλεσμα να μειωθούν οι μέρες και οι ώρες εργασίας του ενάγοντος και πλέον να λαμβάνει ημερομίσθιο 20 ευρώ και μηνιαίο μισθό 350 ευρώ έναντι τοιν 700 ευρώ που λάμβανε με το προηγούμενο καθεστώς. Ότι αν και είχε ζητήσει από τον εναγόμενο να υπογράψουν σύμβαση εργασίας στην οποία θα αναγράφονταν οι πραγματικές ημέρες και ώρες εργασίας του εκείνος αρνείτο. Ότι την 20-1 -2017 σε μια ακόμα προσπάθεια του ενάγοντος να υπογραφεί σύμβαση εργασίας που να αποτυπώνει την πραγματική του απασχόληση ο εναγόμενος τον απαξίωσε και σημειώθηκε φραστικό επεισόδιο. Ότι την επόμενη ημέρα που ο ενάγων προσήλθε στην εργασία του ο εναγόμενος του ζήτησε να φύγει και ότι έχει δρομολογηθεί η απόλυσή του. Ότι την 7-2-2017 προσέφυγε στην αρμόδια επιθεώρηση εργασίας. Ότι την 8-2-2017 όταν μετέβη στον ΟΑΕΔ προκειμένου να εγγραφεί στο μητρώο ανέργων και να αιτηθεί την καταβολή του επιδόματος ανεργίας πληροφορήθηκε, ότι ο εναγόμενος είχε αναγγείλει την 19-1­2017 την οικειοθελή αποχώρηση του. Ότι καθ'όλο το διάστημα της εργασίας του ουδέποτε έλαβε την άδεια που εδικαιούτο αν και την είχε ζητήσει Ότι από την παραπάνω συμπεριφορά του εναγόμενου υπέστη ηθική βλάβη για την οποία δικαιούται χρηματική ικανοποίηση. Με βάση τα ως ανω πραγματικά περιστατικά ζητεί να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασηε εργασίας του και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να τον απασχολεί και να αποδέχεται την προσηκόντως προσφερόμενη εργασία του από την 21.1.2017 καταβάλλοντας τις νόμιμες αποδοχές του. Επίσης ζητεί να υποχρεωθεί ο τελευταίος να του καταβάλει το συνολικό ποοό των 10335,10 ευρώ και συγκεκριμένα α) το ποσό των 1485,10 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές, β) το ποσό των 3850 ευρώ για μισθούς υπερημερίας και γ) το ποσό των 5000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθική βλάβης με τον νόμιμο τόκο από την ημέρα που κάθε κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό. Επικουρικά σε περίπτωση που κριθεί άκυρη η σύμβαση εργασίας ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει τα ανωτέρω ποσά κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητο» πλουτισμού. Τέλος ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή ως προς τις καταψηφιστικές της διατάξεις και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην δικαστική του δαπάνη.

Από την έρευνα του φακέλου της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι η με αριθμ. 1/2018 απόφασης του Ειρηνοδικείου .........., με την οποία κηρύχθηκε αυτό αναρμόδιο καθ'ύλη και παρέπεμψε στο παρόν Δικαστήριο τη συζήτηση της υπόθεσης έχει καταστεί τελεσίδικη. Ο δε επιμελούμενος της συζήτησης ενάγων δεν επικαλείται ότι η απόφαση κατέστη τελεσίδικη, ούτε ότι επέδωσε στον εναγόμενο την προαναφερόμενη παραπεμπτική απόφαση, οπότε το Δικαστήριο άγεται στο συμπέρασμα ότι η προθεσμία για την άσκηση εφέσεως είναι τρία έτη από τη δημοσίευσή της (παραπεμπτικής απόφασης), η οποία (προθεσμία) εκκινείται από την 8-1-2018, χωρίς εντούτοις να έχει παρέλθει η τριετής διάρκειά της. Από την κλήση του ενάγοντος και την παράσταση του κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, δεν συνάγεται σιωπηρή αποδοχή της αποφάσεως, συνεπαγόμενη απαράδεκτο των εναντίον της ενδίκων μέσων, (άρθρα 298, 299 ΚΠολΔ), (βλ. ΑΠ 759/86 ΝοΒ 35/739, ΑΠ 27/80 ΝοΒ 28/1142). Άλλωστε και ο εναγόμενος ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου δεν αποδέχθηκε την παραπάνω παραπεμπτική απόφαση, η οποία όπως ισχυρίζεται δεν του επιδόθηκε και κατά συνέπεια δεν κατέστη τελεσίδικη .
Κατ' ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της υπό κρίση αγωγής, κατά παραδοχή και σχετικής προβληθείσας ενστάσεως του εναγόμενου, καθώς δεν επαναφέρεται παραδεκτώς προς συζήτηση με την με αριθμό κατάθεσης 9860/229/2018 κλήση. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολο τους μεταξύ των διαδίκων, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρ. 179 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ' αντιμωλία των διαδίκων.
Κηρύσσει απαράδεκτη την συζήτηση.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων. 
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Αθήνα, στις  20.11.2018     χωρίς την παρουσία των διαδίκων
και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ