Παρασκευή 23 Αυγούστου 2019

ΤΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΕΙΝΑΙ ΤΡΙΤΟΙ , ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΔΙΑΤΑΞΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΚΗ ΔΥΣΦΗΜΗΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΟΤΑΝ ΚΑΠΟΙΟΣ ΙΣΧΥΡΙΖΕΤΑΙ Ή ΔΙΑΔΙΔΕΙ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥΣ ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΚΟΥΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΥΣ, ΤΕΛΕΙ ΤΟ ΑΔΙΚΗΜΑ ΤΗΣ ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΚΗΣ ΔΥΣΦΗΜΗΣΗΣ

Κατά την κρατούσα, ως φαίνεται, στην νομολογία άποψη. 
Παρακάτω παρατίθενται πέντε αποφάσεις, που δέχονται ότι θεωρούνται τρίτοι και μια που δέχεται το αντίθετο.
   Επίσης σχετικά και ΕΔΩ 






ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

Δικαστήριο:ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
Τόπος:ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:688
Ετος:2019

Όροι θησαυρού:ΔΥΣΦΗΜΙΣΗ ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΚΗ
Περίληψη

Συκοφαντική δυσφήμηση - Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης -. Αναιρείται η προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση για συκοφαντική δυσφήμηση. Η απόφαση εσφαλμένα ερμήνευσε και παραβίασε τις σχετικές διατάξεις, κρίνοντας ότι δεν έχουν εφαρμογή, αφού δέχτηκε ότι στην έννοια του «τρίτου» δεν υπάγονται οι δικαστικοί λειτουργοί και οι υπάλληλοι των δικαστηρίων, που έλαβαν γνώση της αίτησης αναίρεσης του κατηγορούμενου, και στην οποία, σύμφωνα με την κατηγορία, είχαν περιληφθεί εν γνώσει του ψευδή γεγονότα, τα οποία μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας. Όμως «τρίτοι» μπορεί να είναι και οι δικαστές και γραμματείς που λαμβάνουν γνώση δυσφημιστικών ισχυρισμών κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

Κείμενο Απόφασης

    Αριθμός 688/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Ιωάννη Μαγγίνα, Ερωτόκριτο Ερωτοκρίτου-Εισηγητή και Γρηγόριο Κουτσοκώστα, Αρεοπαγίτες.
    Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Μαρτίου 2019, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλείου Πλιώτα (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της υπ'αριθμ. 6695/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
    Με κατηγορούμενο τον Α. Π. του Χ., κάτοικο ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Φωτεινή Κωτσιαρίδη. Με πολιτικώς ενάγουσα την Α. Θ.-Α., κάτοικο ..., η οποία εμφανίστηκε αυτοπροσώπως, χωρίς να είναι δικηγόρος.
    Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 2/18-1-2019 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 96/2019.
    Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και την πληρεξούσια δικηγόρο του κατηγορουμένου, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
    ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 505 παρ. 2 εδ. α' Κ.Π.Δ., ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479 παρ. 2 (άρθρο 483 παρ. 3), δηλαδή μέσα σε ένα μήνα από την καταχώριση της απόφασης καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά οποιασδήποτε απόφασης, συνεπώς και αθωωτικής, οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου (πρώτου ή δεύτερου βαθμού), για όλους τους αναφερόμενους στο άρθρο 510 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ. λόγους, μεταξύ των οποίων και για εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' Κ.Π.Δ.).
    Στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη από 18-1-2019 και με αριθμό έκθεσης 2/2019 αίτηση αναίρεσης, που άσκησε ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, κατά της με αριθμ. AM 6695/2018 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία ο κατηγορούμενος, Α. Π. του Χ., κηρύχθηκε αθώος για την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης, ασκήθηκε εμπρόθεσμα, δηλαδή εντός ενός μηνός, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο στις 18-12- 2018 και η αίτηση ασκήθηκε με δήλωση στον γραμματέα του Αρείου Πάγου στις 18-1-2019. Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του μοναδικού λόγου της, που αφορά την εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ).
    Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ, κατά την πρώτη των οποίων "όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή" και κατά τη δεύτερη "αν στην περίπτωση του άρθρου 362 (προηγούμενη) το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών", προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται : α) ισχυρισμός ή διάδοση ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλον γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του τελευταίου, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και γ) εκείνος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε το ψευδές γεγονός να προέβη ηθελημένα στην ενέργεια αυτή και να τελούσε εν γνώσει της αναλήθειας του και της δυνατότητάς του να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Ως "τρίτος", κατά την έννοια των άρθρων 362-363 ΠΚ, είναι κάθε άλλο, πλην του δυσφημουμένου, πρόσωπο, το οποίο με οποιονδήποτε τρόπο λαμβάνει γνώση του δυσφημιστικού γεγονότος, έστω και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, ή και αρχή, αρκεί το γεγονός να είναι επιλήψιμο γι'αυτόν, στον οποίο αποδίδεται.
    Ο ισχυρισμός για το δυσφημιστικό γεγονός μπορεί να γίνει και με κατάθεση δικογράφου, οπότε γνώση των ισχυρισμών, που περιέχονται σ'αυτό, λαμβάνουν οι δικαστές, ο εισαγγελέας, οι υπάλληλοι της γραμματείας και γενικά όλα τα πρόσωπα, τα οποία, κατά καθήκον, λαμβάνουν γνώση του περιεχομένου του. Γεγονός νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή το παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Περαιτέρω, από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει, ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία, που συγκροτούν την αντικειμενική του υπόσταση, και άμεσος δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει αναγκαίως τη γνώση, ότι ο ισχυρισμός ή η διάδοση του γεγονότος ενώπιον τρίτου δύναται να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη εκείνου, στον οποίο αποδίδεται, καθώς και τη γνώση, ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές. Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόστηκε.
    Στην προκειμένη περίπτωση, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με το σκεπτικό της προσβαλλόμενης με αριθμ. AM 6695/2018 απόφασής του, αφού εκτίμησε και αξιολόγησε όλα τα αναφερόμενα ως προς το είδος τους αποδεικτικά μέσα, μετά την παράθεση νομικής σκέψης, δέχτηκε, κατά λέξη, ότι "την 1-2-2013 ο κατηγορούμενος, στο πλαίσιο πολυετούς δικαστικής αντιδικίας του με την πολιτικώς ενάγουσα, Α. Θ. - Α., εγχείρισε στη Γραμματεία του Τμήματος Ποινικών Ενδίκων Μέσων του Εφετείου Αθηνών την από 1-2-2013 αίτηση αναιρέσεως κατά της 10359/2012 απόφασης του Ε' Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την οποία καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης 27 μηνών, καθώς κηρύχθηκε ένοχος για τα αδικήματα της ψευδούς καταμήνυσης, της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμησης που τέλεσε σε βάρος της νυν πολιτικώς ενάγουσας. Εντούτοις, των αναφερόμενων στο κλητήριο θέσπισμα (με το οποίο παραπέμφθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ως υπαίτιος του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης) γεγονότων που περιέχονται στην ως άνω αίτηση αναιρέσεως έλαβαν γνώση, όπως αναφέρεται ρητά σ' αυτό, η Γραμματέας του Εφετείου Αθηνών, Αθηνά Κοσμαδάκη, που συνέταξε τη σχετική έκθεση, καθώς και οι Δικαστές που επιλήφθηκαν της συγκεκριμένης υπόθεσης, οι οποίοι, όμως, με βάση τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη, δεν συνιστούν τρίτους κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 ΠΚ, με αποτέλεσμα να μην πληρούται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης και, ως εκ τούτου, πρέπει να κηρυχθεί αθώος ο κατηγορούμενος, είναι δε αδιάφορη για την ποινική του μεταχείριση η μετέπειτα κοινοποίηση των γεγονότων αυτών σε έτερα πρόσωπα από την ίδια την παθούσα".
    Στη συνέχεια, με το διατακτικό της, η προσβαλλόμενη απόφαση κήρυξε αθώο τον κατηγορούμενο για την ως άνω αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος της εγκαλούσας - πολιτικώς ενάγουσας, Α. Θ.-Α.. Με τις στο αιτιολογικό διαλαμβανόμενες παραδοχές, η προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα ερμήνευσε και παραβίασε, κρίνοντας ότι δεν έχουν εφαρμογή, τις παραπάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 362 και 362 του Π.Κ., αφού δέχτηκε ότι στην έννοια του τρίτου δεν υπάγονται οι δικαστικοί λειτουργοί και οι υπάλληλοι των δικαστηρίων, που έλαβαν γνώση της μνημονευόμενης αίτησης αναίρεσης του κατηγορούμενου κατά της 10359/2012 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, την οποία αυτός κάτεθεσε ενώπιον της Γραμματέως του Εφετείου Αθηνών και στην οποία, σύμφωνα με την κατηγορία, είχαν περιληφθεί τα αναφερόμενα στο διατακτικό, εν γνώσει του ψευδή, γεγονότα, τα οποία μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας, ενώ, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, ως τρίτοι, κατά την έννοια των άρθρων 362-363 ΠΚ, μπορεί να γίνει και οι δικαστές και γραμματείς, που λαμβάνουν γνώση δυσφημιστικών ισχυρισμών, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.
    Κατ' ακολουθία αυτών, ο, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ., προβαλλόμενος λόγος της αίτησης αναίρεσης, περί εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι βάσιμος, οπότε πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλον δικαστή, εκτός από εκείνον που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρο 519 ΚΠΔ).
    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ τη με αριθ. AM 6695/2018 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
    ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλον δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως.
    Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαρτίου 2019.Και
    Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 3 Απριλίου 2019.
    Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Πρόεδρος:Αγγελική Αλειφεροπούλου
Εισηγητές:ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ Βασίλειος Πλιώτας
Λήμματα:Συκοφαντική δυσφήμηση ,Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
Δημοσίευση:ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ




Δικαστήριο:ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
Τόπος:ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:841
Ετος:2019

Κείμενο Απόφασης


Αριθμός 841/2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Κοκοτίνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αρτεμισία Παναγιώτου, Γεώργιο Αναστασάκο, Μαρία Γεωργίου και Σταματική Μιχαλέτου-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Απριλίου 2019, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γρηγορίου Πεπόνη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του...
Γραμματέα Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της ΒΤ3837-3901/2018 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με κατηγορούμενους τους: 1. Θ. Μ. του Ε., κάτοικο ..., που δεν παρέστη και 2. Τ. Κ. του Ι., κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Νικόλαο Πατεράκη και Αναστάσιο Μέρμηγκα και με πολιτικώς ενάγοντα τον Γ. Μ. του Α., κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Ιωαννίδη. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 10/27-2-2019 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Δέσποινας Χρονοπούλου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 319/2019. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

    ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 505 §2 του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί, να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 του ιδίου Κώδικα, δηλαδή, μέσα σε ένα μήνα από τη δημοσίευσή τους αν αυτές είναι πρωτοβάθμιες. Η αρμοδιότητα αυτή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου έχει διατηρηθεί παράλληλα με αυτή που ορίζει το άρθρο 473 § 3 του ΚΠΔ, σύμφωνα με την οποία: "Στο ειδικό αυτό βιβλίο καταχωρούνται καθαρογραμμένες και οι αποφάσεις των πρωτοβαθμίων δικαστηρίων, που, όπως απαγγέλθηκαν προσβάλλονται με έφεση, εφόσον το ζητήσει ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης από τον εισαγγελέα αρχίζει από την καταχώρηση αυτή, η οποία γίνεται εντός δύο μηνών από τη δημοσίευση της απόφασης." Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ασκεί αναίρεση και κατά αθωωτικών αποφάσεων πρωτοβαθμίων δικαστηρίων που προσβάλλονται με έφεση, εντός μηνός από την καταχώρησή τους στο ειδικό βιβλίο μετά από δική του πρωτοβουλία, που πρέπει να εκδηλώνεται εντός δύο μηνών από τη δημοσίευσή τους. Σε περίπτωση που η απόφαση καταχωρηθεί στο παραπάνω βιβλίο εντός διμήνου από τη δημοσίευσή της με πρωτοβουλία του Προέδρου του Δικαστηρίου, που την εξέδωσε, τότε ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ασκήσει αναίρεση κατ' αυτής εντός προθεσμίας ενός μηνός από την καταχώρηση αυτή. Εξάλλου, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά αθωωτικής ή καταδικαστικής απόφασης οποιουδήποτε ποινικού Δικαστηρίου και για όλους τους λόγους που ορίζονται στη διάταξη του άρθρου 510§1 του ΚΠΔ, μεταξύ των οποίων είναι η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που προβλέπεται από το άρθρο 510 § 1 περ. Ε' του ΚΠΔ. Την προκειμένη περίπτωση με την η υπό κρίση υπ' αριθμόν 10/27-2-2019 αίτησή του ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Παναγιώτης Μπρακουμάτσος ζητεί την αναίρεση εν μέρει της υπ' αριθμόν 3837-3901/2018 απόφασης του Β' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που καταχωρήθηκε στο οικείο βιβλίο στις 1-2-2019 και με την οποία κηρύχθηκαν αθώοι αμφότεροι οι κατηγορούμενοι και ήδη αναιρεσίβλητοι Θ. Μ. και Τ. Κ. για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης, η δεύτερη αθώα και της αξιόποινης πράξης της ψευδούς καταμήνυσης, για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο πρώτος τούτων. Επομένως η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης στρεφόμενη κατά του κεφαλαίου της προαναφερθείσας απόφασης με το οποίο κηρύχθηκαν αθώοι οι κατηγορούμενοι και ήδη αναιρεσίβλητοι για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης, μετά από εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 363 του ΠΚ, που προβλέπεται από το άρθρο 510 § 1 περ. Ε' του ΚΠΔ και η οποία ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, εντός μηνός από την 1-2-2019 (ημερομηνία που καταχωρήθηκε η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση στο ειδικό βιβλίο καθαρογραμμένων αποφάσεων του εκδώσαντος αυτήν Δικαστηρίου), με εμπρόθεσμη δήλωση του αναιρεσείοντος Αντεισαγγελέα στον αρμόδιο γραμματέα του Αρείου Πάγου και τη σύνταξη της σχετικής, υπ' αριθμόν 10/27-2-2019 έκθεσης (άρθρα 462, 463, 474, 479 εδ.α, 505§2 εδ.α και 509 του ΚΠΔ), είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί ως προς τη βασιμότητα του λόγου της, με την παρουσία της Τ. Κ., δεύτερης των αναιρεσιβλήτων και σαν να ήταν παρών και ο πρώτος τούτων Θ. Μ., ο οποίος αν και, σύμφωνα με τα από 5-3-2019 αποδεικτικά επίδοσης της Σ. Σ., Επιμελήτριας Δικαστηρίων και της Α. Σ. Επιμελήτριας της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, με επίδοση στον ίδιο και στην πληρεξουσία δικηγόρο του η υπ' αριθμόν 319/5-3-2019 κλήση της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, με την οποία κλήθηκε για να παραστεί μετά ή δια της συνηγόρου του, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, δεν εμφανίστηκε ούτε παραστάθηκε κατ' αυτήν όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 515§ 2, εδ. α του ΚΠΔ). Κατά τη διάταξη του άρθρου 510§1 στοιχ.Ε του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης της απόφασης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη δε ερμηνεία τέτοιας διάταξης υπάρχει όταν το Δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή συντρέχει όταν το Δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφάρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόσθηκε, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ, κατά την πρώτη των οποίων"όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον, γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή" και κατά την δεύτερη "αν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών", προκύπτει ότι για την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης απαιτείται: 1)ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, 2)το γεγονός να είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη, 3)να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές. Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση η οποία προέρχεται ή από ιδία πεποίθηση ή γνώμη ή από μετάδοση από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα, διάδοση υφίσταται όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της ανακοίνωσης που γίνεται σε άλλον. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Ως γεγονός δε, κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων θεωρείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν το οποίο υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερομένη στο παρελθόν ή το παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια προσάπτεται δε σε ορισμένο πρόσωπο με συνέπεια να επέρχεται εμφανής υποτίμηση της τιμής και της υπόληψης του. Για την υποκειμενική θεμελίωση του συγκεκριμένου εγκλήματος, απαιτείται άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αφ' ενός μεν τη γνώση του δράστη, με την έννοια της βεβαιότητας, ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου και αφ' ετέρου τη θέληση αυτού να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθμόν 3837-3901/2018 απόφαση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που την εξέδωσε δικάζοντας σε πρώτο βαθμό, δέχθηκε ανελέγκτως στο σκεπτικό του, μετά από εκτίμηση των αναφερομένων σ' αυτή κατ' είδος αποδεικτικών μέσων (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, αναγνωσθέντα έγγραφα, απολογίες κατηγορουμένων ου) και κατά το ενδιαφέρον στην κρινόμενη υπόθεση μέρος, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "... Ο Ν. Μ. του Θ., ο οποίος απεβίωσε στις 25-4-2012, κάτοικος ..., διατηρούσε στο κατάστημα ….. (….) της τράπεζας "..." που φέρει τον διακριτικό τίτλο "..." δύο λογαριασμούς καταθέσεων και συγκεκριμένα (α) τον υπ' αριθμ. 15...1 λογαριασμό ταμιευτηρίου με συνδικαιούχο τον ανιψιό του, Θ. Μ. του Ε. και της Α., κάτοικο ... και (β) τον υπ' αριθμ. 15...5 λογαριασμό ταμιευτηρίου με συνδικαιούχο τον επίσης ανιψιό τον Γ. Μ. του Α. και της Ι.. Περαιτέρω, ο αποβιώσας διατηρούσε και δύο λογαριασμούς καταθέσεων προθεσμίας, τύπου "...", δεκαοκτάμηνης διάρκειας, καθένας από τους οποίους ήταν συνδεδεμένος με τον αντίστοιχο λογαριασμό ταμιευτηρίου, στον οποίο θα πιστωνόταν το ποσό του σε περίπτωση της συμβατικής λήξης της προθεσμίας και συγκεκριμένα, διατηρούσε (α) με συνδικαιούχο τον ανιψιό του Θ. Μ. του Ε. τον υπ' αριθμ. 1...15 λογαριασμό καταθέσεων προθεσμίας, ο οποίος είχε συνδεθεί με τον ανωτέρω υπ' αριθμ. 15...1 λογαριασμό ταμιευτηρίου που ήταν κοινός μεταξύ τους. ο συγκεκριμένος, δε, λογαριασμός καταθέσεων προθεσμίας είχε .ανοιχθεί την 10-1-2012 με αριθμό ομολογίας ….015 μηνιαία ανανέωση και προσδοκώμενη λήξη τον Ιούλιο του 2013. ανερχόταν δε η εν λόγω προθεσμιακή κατάθεση στο ποσό των 324.000.00 ευρώ και (β) ατομικώς, τον υπ' αριθμ. 1...7 λογαριασμό καταθέσεων προθεσμίας, ο οποίος είχε συνδεθεί με τον ανωτέρω υπ' αριθμ. 15...5 λογαριασμό ταμιευτηρίου που ήταν κοινός μεταξύ του ίδιου (Ν. Μ.) και του Γ. Μ., ο συγκεκριμένος, δε, λογαριασμός καταθέσεων προθεσμίας είχε ανοιχθεί την 27-1-2011, με αριθμό ομολογίας ….37, μηνιαία ανανέωση και προσδοκώμενη λήξη τον Ιούλιο του 2012, ανερχόταν δε η εν λόγω προθεσμιακή κατάθεση, επίσης, στο ποσό των 324.000 ευρώ. Στις 19-4-2012 ο Γ. Μ., προσκόμισε στο ανωτέρω κατάστημα της ... ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο του (συνταχθέντος στην οικία του Ν. Μ.) υπ' αριθμ. …4/18-4-2012 ειδικού πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Α. Σ., σύμφωνα με το οποίο, ο αποβιώσας τον είχε διορίσει ειδικό πληρεξούσιο, αντιπρόσωπο και αντίκλητο του, δίδοντας του την ειδική εντολή, το δικαίωμα και την πληρεξουσιότητα "να εκπροσωπεί τον εντολέα σε κάθε δοσοληψία με την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία "... Α.Ε." και σε κάθε υποκατάστημα αυτής και να διαχειρίζεται τους τραπεζικούς λογαριασμούς που τηρεί αυτός (ο εντολέας) στην άνω Τράπεζα, ήτοι (α) τον λογαριασμό με αριθμό 1...15 και με αριθμό βιβλιαρίου 1...1 και (β) τον λογαριασμό με αριθμό 1...7 και με αριθμό βιβλιαρίου 1...25 και να προβαίνει σε πρόωρη εξόφληση - ανάληψη αυτών, υπογράφοντας κάθε έγγραφο, εξόφληση ή απόδειξη". Ο Γ. Μ., προσκόμισε στο ανωτέρω κατάστημα της ..., ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο του υπ' αριθμ. ….4/18-4-2012 ειδικού (συνταχθέντος στην οικία του Ν. Μ.) πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Α. Σ., σύμφωνα με το οποίο ο τελευταίος τον είχε διορίσει ειδικό πληρεξούσιο, αντιπρόσωπο και αντίκλητο του, δίδοντας του την ειδική εντολή, το δικαίωμα και την πληρεξουσιότητα "να εκπροσωπεί τον εντολέα σε κάθε δοσοληψία με την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία "... Α.Ε." και σε κάθε υποκατάστημα αυτής και να διαχειρίζεται τους τραπεζικούς λογαριασμούς που τηρεί αυτός (ο εντολέας) στην άνω Τράπεζα, ήτοι: 1) Τον λογαριασμό με αριθμό 1...15 και με αριθμό βιβλιαρίου 1...1 και 2) τον λογαριασμό με αριθμό 1...7 και με αριθμό βιβλιαρίου 1...25 και να προβαίνει σε πρόωρη εξόφληση - ανάληψη αυτών, υπογράφοντας κάθε έγγραφο, εξόφληση ή απόδειξη". Με βάση, δηλαδή, αυτό το ειδικό πληρεξούσιο ο Γ. Μ. απέκτησε δικαίωμα διαχείρισης των ανωτέρω δύο υπ' αριθμ. 1...15 (με συ\/δικαιούχους τον Ν. Μ. και Θ. Μ.) και 1...7 (με δικαιούχο τον Ν. Μ.) λογαριασμών προθεσμιακής κατάθεσης, την ίδια δε ανωτέρω ημερομηνία της προσκόμισης του στο προαναφερόμενο κατάστημα της ... ζήτησε την πρόωρη εξόφληση των λογαριασμών αυτών και τη δημιουργία δύο ισόποσων προθεσμιακών καταθέσεων, κοινών μεταξύ αυτού και του Ν. Μ.. Πράγματι, οι αρμόδιοι υπάλληλοι της ανωτέρω τράπεζας προέβησαν στην προεξόφληση των ανωτέρω δύο προθεσμιακών καταθέσεων και στη δημιουργία δύο νέων, τύπου "...", δεκαοκτάμηνης διάρκειας, ισόποσων με τις προηγούμενες, με συνδικαιούχους τον Γ. Μ. και τον Ν. Μ. και συγκεκριμένα (α) του υπ' αριθμ. 1...8 λογαριασμού καταθέσεων προθεσμίας, ο οποίος συνδέθηκε με τον υπ' αριθμ. 15...5 λογαριασμό ταμιευτηρίου, που ήταν, όπως προαναφέρθηκε, κοινός μεταξύ Ν. Μ. και Γ. Μ., η ανωτέρω δε προθεσμιακή κατάθεση ανερχόταν στο ποσό των 324.000,00 ευρώ, (β) του υπ' αριθμ. 1...4 λογαριασμού καταθέσεων προθεσμίας, ο οποίος συνδέθηκε με τον υπ' αριθμ. 1...22 λογαριασμό ταμιευτηρίου, που ήταν κοινός μεταξύ Ν. Μ. και Γ. Μ., η ανωτέρω δε προθεσμιακή κατάθεση ανερχόταν, επίσης, στο ποσό των 324.000,00 ευρώ. Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι ο Ν. Μ. απεβίωσε, στις 25-4-2012 σε ηλικία 91 ετών, στις 27-4-2012 δε ο Γ. Μ. μετέβη στο κατάστημα …. της προαναφερόμενης Τράπεζας και πραγματοποίησε ανάληψη ποσού 110.000,00 ευρώ από τον ανωτέρω υπ' αριθμ. 15...5 λογαριασμό ταμιευτηρίου, κοινό μεταξύ του ίδιου και του αποβιώσαντος θείου του. Την ίδια ημερομηνία (27-4-2012) ο Θ. Μ. μετέβη στο κατάστημα Λευκάδας της Τράπεζας, όπου πληροφορήθηκε ότι η υπ' αριθμ. 1...15 προθεσμιακή κατάθεση που διατηρούσε με τον θείο του Ν. Μ. είχε προεξοφληθεί στις 19-4-2012 με βάση το προαναφερόμενο υπ' αριθμ. ….4/18-4-2012 ειδικό πληρεξούσιο, ανέφερε δε στους υπαλλήλους του ανωτέρω τραπεζικού καταστήματος, σύμφωνα με τη μηνυτήρια αναφορά της ..., ότι δεν μπορούσε να είχε συμβεί κάτι τέτοιο, επειδή ο θείος του βρισκόταν τότε σε κωματώδη κατάσταση, ο ίδιος δε στη μήνυση του αναφέρει ότι ο θείος του κατά τους τελευταίους έξι μήνες προ του θανάτου του δεν είχε αντίληψη του χώρου, του χρόνου και των προσώπων που τον περιέβαλλαν. Στη συνέχεια, στις 30-4-2012, ο Γ. Μ. μετέβη στο κατάστημα …. της Τράπεζας και εκδήλωσε στη διευθύντρια του (δεύτερη κατηγορουμένη) Τ. Κ., την πρόθεσή του να προεξοφλήσει τις ανωτέρω δύο προθεσμιακές καταθέσεις που είχε δημιουργήσει στο όνομά του και στο όνομα του θείου του, μετέβαλε, όμως, γνώμη και δεν προχώρησε στην προεξόφλησή τους, σε ερώτηση δε της δεύτερης κατηγορουμένης για την υγεία του θείου του απάντησε "τι να σας πω κ. Κ., την βγάζει δεν την βγάζει", αποκρύπτοντας και τότε ότι ο θείος του είχε αποβιώσει στις 25-4-2012 όπως επίσης αναφέρει στη μηνυτήρια αναφορά της η .... Ακολούθως, ο Γ. Μ. μετέβη εκ νέου, στις 2-5-2012, στο ίδιο κατάστημα της Τράπεζας και ζήτησε την προεξόφληση των ανωτέρω δύο προθεσμιακών καταθέσεων, όπως και έγινε και πιστώθηκε με το προϊόν τους, δηλαδή με το συνολικό ποσό των 648.000,00 ευρώ, ο ανωτέρω υπ' αριθμ. 15...5 λογαριασμός ταμιευτηρίου. Στη συνέχεια, την ίδια ημερομηνία (2-5-2012) ο Γ. Μ. μετέβη στο κατάστημα …. της ... και ζήτησε την ανάληψη του ποσού των 648.000,00 ευρώ από τον υπ' αριθμ. 15...5 λογαριασμό, γεγονός για το οποίο οι υπάλληλοι του τραπεζικού αυτού καταστήματος ενημέρωσαν τους συναδέλφους τους του καταστήματος …., σε ερωτήσεις των οποίων ο Γ. Μ. απάντησε τηλεφωνικά ότι ο θείος του Ν. Μ., απεβίωσε στις 25-4-2012. Κατόπιν των ανωτέρω, το κατάστημα …. αρνήθηκε την άμεση πραγματοποίηση της αιτηθείσας από τον Γ. Μ. συναλλαγής, στη συνέχεια δε, δέσμευσε τον ανωτέρω λογαριασμό μέχρι τον έλεγχο των νομιμοποιητικών εγγράφων που αυτός είχε προσκομίσει. (ας σημειωθεί ότι σύμφωνα με την από 4-5-2012 υπεύθυνη δήλωση, που κατέθεσε ο Γ. Μ. στην Τράπεζα, ανέφερε ότι ο αποβιώσας θείος του είχε πλήρη διαύγεια, αντίληψη και πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα, καθόσον ουδέποτε έπασχε από οποιαδήποτε σωματική νόσο και ουδέποτε από οποιαδήποτε μορφή πνευματικής νόσου). Περαιτέρω η ... ζήτησε από τη δικαστική γραφολόγο Β. Σ. να φωτοτυπήσει. εξετάσει και επισκοπήσει τις υπογραφές του Ν. Μ. που είχαν τεθεί επί του πρωτοτύπου του ανωτέρω συνταχθέντος από τη Συμβολαιογράφο Α. Σ. υπ' αριθμ. …4/18-4-2012 ειδικού πληρεξουσίου σε σύγκριση με άλλες υπογραφές που είχε θέσει σε άλλα έγγραφα και τις τεθείσες υπογραφές του επί του υπ' αριθ. …70/18-5-2011 προγενέστερου πληρεξουσίου, επίσης συνταχθέντος από την προαναφερομένη συμβολαιογράφο, η οποία χορήγησε στην ανωτέρω Τράπεζα ακριβή αντίγραφα των συμβολαιογραφικών εγγράφων μετά την υπ' αριθμ. πρωτ. …255/9-5-2012 εισαγγελική παραγγελία. Η ανωτέρω δικαστική γραφολόγος στο από 11-5-2012 ενημερωτικό σημείωμα της ανέφερε ότι: "Οι υπό έλεγχο υπογραφές που ετέθησαν στο υπ' αριθμ. …04/18-4-2012 πληρεξούσιο της Συμβ/φου Α. Β. Σ., συγκρινόμενες με τις υπογραφές του Ν. Μ. του Θ., οι οποίες ετέθησαν στο υπ' αριθμ. …70/18-5-2011 πληρεξούσιο της αυτής ως άνω Συμβολαιογράφου, καθώς και στα από 9-2-2011 αποδεικτικό μεταφοράς ποσού, 9-2-2011 αποδεικτικό εξόφλησης λογαριασμού καταθέσεων και από 9-2-2011 επίσης αποδεικτικό καταθέσεως, δεν εμφανίζουν γραφολογική σύνδεση. Δεν φέρουν κατάλοιπα γραφολογικά στοιχεία του υπογραφικού τύπου και των ιδιαιτέρων γνωρισμάτων του γραφικού εθισμού των παραπάνω γνησίων υπογραφών του Ν. Μ.. Προφανώς οι υπό έλεγχο υπογραφές έχουν προέλθει με τη συγκράτηση της χειρός του Ν. Μ. υπό αγνώστου προσώπου". Στη συνέχεια η ..., προκειμένου οι υπογραφές του Ν. Μ. επί του υπ' αριθμ. …04/18-4-2012 ειδικού πληρεξουσίου να εξετασθούν σε σύγκριση και με άλλες υπογραφές του, ζήτησε από την ίδια ανωτέρω δικαστική γραφολόγο να φωτοτυπήσει, εξετάσει και επισκοπήσει τις υπογραφές του που είχαν τεθεί επί του υπ' αριθμ. …1/12-1 -2012 πληρεξουσίου, επίσης συνταχθέντος από την Α. Σ., η οποία χορήγησε στην ανωτέρω Τράπεζα ακριβές αντίγραφο του μετά την υπ' αριθμ. πρωτ. …9/7-5-2012 εισαγγελική παραγγελία, η δε δικαστική γραφολόγος στο από 17-5-2012 συμπληρωματικό σημείωμα της ανέφερε τα ακόλουθα: "Σε συνέχεια του από 11-5-2012 ενημερωτικού σημειώματος μου προσθέτω και τα εξής: Σήμερα, 17-5-2012, κατόπιν σχετικής εισαγγελικής παραγγελίας, μετέβην στο γραφείο της Συμβ/φου κ. Α. Σ. και εξέτασα και φωτογράφισα από το πρωτότυπο υπ' αριθμ. 771/12-1-2012 πληρεξουσίου της εν λόγω Συμβολαιογράφου τις υπογραφές του Ν. Μ. τις οποίες συνέκρινα με τις αντίστοιχες που ετέθησαν στο υπ' αριθμ. ..4/18-4-2012 πληρεξούσιο της αυτής Συμβολαιογράφου, καθώς και εκείνες που ετέθησαν στο υπ' αριθμ. ….0/18-5-2011 πληρεξούσιο, ωσαύτως της αυτής Συμβολαιογράφου. Η εκτίμησή μου είναι ότι οι υπογραφές του ….1/2012 πληρεξουσίου εμφανίζουν μειωμένη γραφική ικανότητα σε σχέση με τις τεθείσες στο προηγούμενο 670/2011 πληρεξούσιο, είναι όμως γνήσιες υπογραφές του Ν. Μ.. Συγκρινόμενες όμως οι υπογραφές του ….1/2012 πληρεξουσίου με τις αντίστοιχες του …4/2012 πληρεξουσίου, οι τελευταίες (πληρεξουσίου ….4/2012) δεν εμφανίζουν ούτε τη γραφική ικανότητα των υπογραφών του πληρεξουσίου …1/2012 και ούτε φέρουν στοιχεία κατάλοιπα του γραφικού του εθισμού. Οι υπό έλεγχο υπογραφές (πληρεξούσιο …4/18-4-2012) δεν έχουν γραφολογική σύνδεση με τις γνήσιες υπογραφές του παραπάνω πληρεξουσίου (…1/2012) ούτε και του προηγουμένου (670/2011). Περαίνοντας, σημειώνω ότι, ως εκθέτω και στο προηγούμενο σημείωμα από 11 -5-2012, οι υπό έλεγχο υπογραφές, με μεγάλη πιθανότητα, έχουν προέλθει δια της συγκράτησης της χειρός του Ν. Μ. υπό αγνώστου προσώπου". Πλην της ανωτέρω γραφολόγου, γραφολογική εξέταση των υπογραφών του Ν. Μ. στο επίδικο υπ' αριθμ. …4/18-4-2012 ειδικό πληρεξούσιο διενήργησαν η δικηγόρος - ειδική δικαστική γραφολόγος και επιστημονική συνεργάτιδα του Πανεπιστημίου … στον Τομέα των Ποινικών Επιστημών, Μ. - Μ. Κ., κατόπιν εντολής της πληρεξούσιας δικηγόρου του καταγγέλλοντος Θ. Μ., καθώς και η δικαστική γραφολόγος και επιστημονική συνεργάτιδα στον Τομέα Εγκληματολογίας του …. Πανεπιστημίου, Χ. Τ., κατόπιν εντολής του Γ. Μ., στις δε από 30-10-2012 και από 8-10-2012, αντιστοίχως, εκθέσεις γραφολογικής γνωμοδότησης τους διαλαμβάνουν μεταξύ των άλλων: α) η πρώτη ότι "..Οι υπό έλεγχο υπογραφές ως "Ν. Μ.", οι οποίες φέρονται στις σελ. 2 και 3 του υπ' αριθμ. …4/18-4-2012 Ειδικού Πληρεξουσίου (συνταχθέντος στην οικία του 91ετούς Ν. Μ., επτά (7) ημέρες πριν από το θάνατο αυτού) έχουν πράγματι τεθεί με το χέρι του Ν. Μ. υπό συνθήκες όμως, οι οποίες δημιουργούν εύλογη αμφιβολία για την ομαλή συνεργασία των λειτουργιών του εγκεφάλου του (ήτοι, της μνήμης, της αντίληψης, της κρίσεως και του συνειρμού των ιδεών), οι οποίες απαιτούνται να συνυπάρχουν για τη χάραξη των ειθισμένων γραφικών κινήσεων του γράφοντα μέσα στο διατιθέμενο γραφικό χώρο. Οι υπό έλεγχο δηλ. υπογραφές ως "Ν. Μ.", όπως φέρονται διασπασμένες με λανθασμένους συλλαβισμούς στις σελ. 2 & 3 του υπ' αριθμ. ….4/18-4-2012 Ειδικού Πληρεξουσίου, δεν είναι πραγματικές υπογραφές του Ν. Μ., αλλά ό,τι έχει απομείνει από αυτές στη μνήμη του, αποδεικνύοντας έτσι, την αδυναμία αυτού να υπογράφει σύμφωνους με τις ειθισμένες γραφικές του κινήσεις. Οι εν λόγω δηλ. γραφικές χαράξεις...αποκαλύπτουν και την αδυναμία προσανατολισμού αυτού, καθώς και συνεργασίας του νευρομυϊκού του συστήματος με τις λειτουργίες του εγκεφάλου του...ενώ η μνήμη του έχει υποστεί σοβαρό πρόβλημα, διασπώντας την ενότητα της συνεργασίας εγκεφάλου και νευρομυϊκού συστήματος αυτού και προκαλώντας εύλογα ερωτήματα για το βαθμό της συνειδησιακής του κατάστασης,. .Δημιουργώντας συνεπώς, εύλογη αμφιβολία για το εάν και κατά πόσο, κατά το χρόνο αυτό, ο Ν. Μ. ήταν σε θέση αντίληψης και συνείδησης, τόσο ότι έθετε την υπογραφή του επί πληρεξουσίου εγγράφου, όσο και κατανοήσεως του περιεχομένου του...Το ως άνω συμπέρασμα εδράζεται επί γραφολογικών ευρημάτων και των αντιστοίχων επ' αυτών πορισμάτων. Συνεπώς, χρήζει επιβεβαίωσης μέσω αντίστοιχης εξέτασης του υπ' αριθμ. …4/18-4-2012 Ειδικού Πληρεξουσίου από ειδικό ψυχίατρο, σε σχέση και με τα διατιθέμενα προγενέστερα προς αντιπαραβολή έγγραφα, φέροντα τις συνήθεις υπογραφές και γραφή του Ν. Μ.", β) η δεύτερη ότι "...1.- α) Οι υπό έλεγχο υπογραφές του Ν. Μ. στα υπ' αρ. ..0/18-5-2011 και ..1/12-1-2012 Ειδικά Πληρεξούσια έχουν τα γραφολογικά χαρακτηριστικά των προγενέστερων γνήσιων υπογραφών του ανωτέρω (των ετών 2005 -2010), με μικρή διαφοροποίηση ως προς τη γραφική ικανότητα και συνεπώς προέρχονται από τον ίδιο. ήτοι τον Ν. Μ.. β) Οι υπό έλεγχο υπογραφές του Ν. Μ. στο υπ' αρ. ..4/18-4-2012 Ειδικό Πληρεξούσιο διαφέρουν μορφολογικά τουλάχιστον από τις προγενέστερες γνήσιες υπογραφές του ανωτέρω, ενώ ομοιάζουν στα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Ειδικότερα, η υπογραφή της 2ης σελίδας φαίνεται να περιλαμβάνει τα κεφαλαία "…." (προφανώς από το επώνυμο Μ.) και την αποληκτική κίνηση, ενώ η υπογραφή της 3ης σελίδας έχει ευδιάκριτα τα γράμματα "…" (προφανώς από το όνομα Ν.). Η άποψη μου είναι ότι και οι δύο αυτές υπογραφές προέρχονται από τον Ν. Μ.. Η μειωμένη γραφική ικανότητα που παρατηρείται στις υπό έλεγχο υπογραφές, προφανώς οφείλεται στη μεγάλη ηλικία του Ν. Μ. ή και στις ειδικές συνθήκες χάραξης κατά τη στιγμή της υπογραφής, ήτοι σε χρόνο ασθένειας ή κλινήρης ή χωρίς σταθερό υποστήριγμα του χαρτιού κλπ. 2.- Η πνευματική διαύγεια του Ν. Μ. κατά το χρόνο που έθεσε τις υπό έλεγχο υπογραφές δεν μπορεί να διαπιστωθεί γραφολογικά γιατί πρόκειται μόνο για υπογραφές. Η διαπίστωση αυτή θα μπορούσε να γίνει από ιατρό (νευρολόγο - ψυχίατρο) και όταν ο Ν. Μ.ς ήταν εν ζωή". Από την αξιολογική εκτίμηση των ανωτέρω αναφερομένων στα ενημερωτικά σημειώματα της δικαστικής γραφολόγου Β. Σ. (ενεργήσασας κατόπιν εντολής της καταγγέλλουσας ...) και στις γραφολογικές γνωμοδοτήσεις των δικαστικών γραφολόγων Μ. - Μ. Κ. (ενεργήσασας κατόπιν εντολής της πληρεξούσιας δικηγόρου του καταγγέλλοντος Θ. Μ.) και Χ. Τ. (ενεργήσασας κατόπιν εντολής του Γ. Μ.) είναι προφανές ότι δεν είναι δυνατή η εξαγωγή ασφαλούς δικανικής κρίσης περί της γνησιότητας ή μη των υπογραφών του Ν. Μ. επί του υπ' αριθμ. …4/18-4-2012 ειδικού πληρεξουσίου, αφού είναι αντιφατικά όχι μόνο τα περιλαμβανόμενα στα δύο ενημερωτικά σημειώματα της πρώτης δικαστικής γραφολόγου και στη γραφολογική γνωμοδότηση της δεύτερης δικαστικής γραφολόγου, αφενός, προς εκείνα της γραφολογικής γνωμοδότησης της τρίτης δικαστικής γραφολόγου, αφετέρου, αλλά είναι αντιφατικά ακόμη και τα συμπεράσματα των ενεργησασών δικαστικών γραφολόγων κατόπιν εντολής των καταγγελλόντων, αφού η μεν πρώτη συμπεραίνει, αρχικά προφανώς" και στη συνέχεια "με μεγάλη πιθανότητα" ότι οι επίδικες υπογραφές έχουν προέλθει με τη συγκράτηση της χειρός του Ν. Μ. από άγνωστο πρόσωπο, η δε δεύτερη συμπεραίνει ότι οι υπογραφές αυτές έχουν πράγματι τεθεί με το χέρι του Ν. Μ. αλλά δεν είναι πραγματικές, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες τέθηκαν, επισημαίνοντας ότι το συμπέρασμα της χρήζει επιβεβαίωσης μετά από εξέταση του επιδίκου πληρεξουσίου από ειδικό ψυχίατρο. Σημειώνεται, πάντως ότι σε κανένα από τα συμπεράσματα και των τριών δικαστικών γραφολόγων δεν βρίσκει έρεισμα η μία εκ των απαγγελθεισών σε βάρος του Γ. Μ. κατηγοριών και συγκεκριμένα, εκείνη της πλαστογραφίας υπό την προεκτεθείσα κακουργηματική μορφή της, σύμφωνα με την οποία αυτός "έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή του Ν. Μ." επί του επιδίκου πληρεξουσίου. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ο αποβιώσας στις 25-4-2012 Ν. Μ. με το συνταχθέν στην οικία του υπ' αριθμ. …0/18-5-2011 εδικό πληρεξούσιο, η γνησιότητα του οποίου δεν αμφισβητείται από κανένα (μάλιστα αποτέλεσε συγκριτικό έγγραφο των ανωτέρω δικαστικών γραφολόγων που διενήργησαν γραφολογική εξέταση του επιδίκου υπ' αριθμ. …4/18-4-2012 πληρεξουσίου κατόπιν εντολής των καταγγελλόντων, ... και Θ. Μ.), διόρισε ειδικό πληρεξούσιο, αντιπρόσωπο και αντίκλητο του τον Γ. Μ., δίνοντας του την ειδική εντολή, το δικαίωμα και την πληρεξουσιότητα να τον εκπροσωπεί σε κάθε δοσοληψία με την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία "... Α.Ε," και σε κάθε υποκατάστημα αυτής και να διαχειρίζεται, μεταξύ των τραπεζικών λογαριασμών που αυτός τηρούσε στην ανωτέρω Τράπεζα, και τον υπ' αριθμ. 1...1 (ταμιευτηρίου), ήτοι τον λογαριασμό που τηρούσε με συνδικαιούχο τον κατηγορούμενο Θ. Μ. και να προβαίνει σε αναλήψεις οποιουδήποτε χρηματικού ποσού και χωρίς χρονικό περιορισμό από τον λογαριασμό αυτόν. Ήδη, δηλαδή, έντεκα μήνες πριν από τη σύνταξη του επιδίκου υπ' αριθμ. …4/18-4-2012 ειδικού πληρεξουσίου ο Γ. Μ., με βάση πληρεξούσιο η γνησιότητα του οποίου δεν αμφισβητείται, είχε αποκτήσει δικαίωμα διαχείρισης του λογαριασμού ταμιευτηρίου, στον οποίο συνδικαιούχος, πέραν του Ν. Μ., ήταν ο καταγγέλλων εξάδελφος του. Επιπλέον, με το επίσης συνταχθέν από την Α. Σ. στην οικία του Ν. Μ. υπ' αριθμ. …1/12-1-2012 ειδικό πληρεξούσιο, η γνησιότητα του οποίου επίσης δεν αμφισβητείται από κανένα (μάλιστα και αυτό αποτέλεσε συγκριτικό έγγραφο των ανωτέρω δικαστικών γραφολόγων που διενήργησαν γραφολογική εξέταση του επιδίκου υπ' αριθμ. …4/18-4-2012 πληρεξουσίου κατόπιν εντολής των καταγγελλόντων, ... και Θ. Μ.). ο τελευταίος διόρισε ειδικό, πληρεξούσιο, αντιπρόσωπο και αντίκλητο του τον Γ. Μ., δίδοντας του την ειδική εντολή, το δικαίωμα και την πληρεξουσιότητα να τον εκπροσωπεί σε κάθε δοσοληψία με την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία "... Α.Ε." και σε κάθε υποκατάστημα αυτής και να διαχειρίζεται τον προθεσμιακό λογαριασμό που τηρούσε "με τον αριθμό 1...60 και με αριθμό βιβλιαρίου 1...1" καινά προβαίνει σε πρόωρη εξόφληση - ανάληψη αυτού. Όπως σαφώς προκύπτει, ο αναγραφείς στο εν λόγω πληρεξούσιο αριθμός "1...60" του προθεσμιακού λογαριασμού "με αριθμό βιβλιαρίου 1...1" (συνδεδεμένος, δηλαδή με τον υπ' αριθμ. 1...1 λογαριασμό ταμιευτηρίου) ήταν εσφαλμένος, εφόσον ο ορθός αριθμός του συγκεκριμένου προθεσμιακού λογαριασμού, σύμφωνα με τα στοιχεία της ..., ήταν ο 1...15, τον οποίο τηρούσε ο Ν. Μ. με συνδικαιούχο Θ. Μ., παρίσταται δε ως βάσιμος ο ισχυρισμός του Γ. Μ. περί του ότι αναγράφηκε στο πληρεξούσιο αυτό ο ανωτέρω εσφαλμένος αριθμός του προθεσμιακού λογαριασμού από λάθος της διευθύντριας του καταστήματος …. της προαναφερόμενης Τράπεζας (δεύτερης κατηγορουμένης) Τ. Κ., η οποία τον είχε αναγράψει σε ιδιόγραφο παραδοθέν σ' αυτόν σημείωμα της, φωτοαντίγραφο του οποίου αυτός προσκόμισε (σε χειρόγραφη σημείωση επί του ανοιγέντος στις 10-1-2012 (δηλαδή πριν από τη σύνταξη του υπ' αριθμ. ….1/12-1 -2012 πληρεξουσίου) υπ' αριθμ. 1...15 προθεσμιακού λογαριασμού αναφέρεται ότι "Κατόπιν υπόδειξης του Γ. Μ. η παρούσα προθεσμιακή κατάθεση αντικατέστησε την 1...60 διότι κατά λάθος έγινε προθεσμιακή κατάθεση για 1 μήνα και όχι …. μηνιαία πρόοδο 18μην."). Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι σε χρόνο πλέον των τριών μηνών πριν από τη σύνταξη του επιδίκου υπ' αριθμ. …4/18-4-2012 ειδικού πληρεξουσίου, ο Γ. Μ., με βάση πληρεξούσιο η γνησιότητα του οποίου δεν αμφισβητείται, είχε αποκτήσει (κατά τη βούληση του Ν. Μ. και ανεξαρτήτως της αναγραφής στο υπ' αριθμ. …1/12- 1-2012 πληρεξούσιο εσφαλμένου αριθμού του προθεσμιακού λογαριασμού) δικαίωμα διαχείρισης και του προθεσμιακού λογαριασμού στον οποίο συνδικαιούχος, πέραν του Ν. Μ., ήταν και ο πρώτος κατηγορούμενος. Κατόπιν αυτών, κρίνεται εύλογος ο ισχυρισμός του Γ. Μ. ότι το υπ' αριθμ. …4/18-4-2012 επίδικο πληρεξούσιο συνετάγη προς άρση της διαπιστωθείσας ανωτέρω αταξίας του υπ' αριθμ. …1/12-1- 2012 πληρεξουσίου, αφού δεν ήταν δυνατή η εκ των υστέρων διόρθωση με αναγραφή σε παραπομπή του αριθμού του προθεσμιακού λογαριασμού από τη Συμβολαιογράφο, όπως ζητήθηκε από αυτήν από την δεύτερη κατηγορουμένη. Σύμφωνα, περαιτέρω, με τη μηνυτήρια αναφορά της ... ο κατηγορούμενος Θ. Μ., κατά τη μετάβαση του στο κατάστημα … της Τράπεζας, στις 27-4-2012, ανέφερε ότι ο θείος του, Ν. Μ., βρισκόταν, στις 19-4-2012, σε κωματώδη κατάσταση, ο ίδιος δε στη μήνυση του αναφέρει ότι ο θείος του κατά τους τελευταίους έξι μήνες προ του θανάτου του δεν είχε αντίληψη του χώρου, του χρόνου και των προσώπων που τον περιέβαλλαν. Η "κωματώδης", ωστόσο, κατάσταση του Ν. Μ. (ο οποίος, σύμφωνα με τη συνημμένη στη δικογραφία ληξιαρχική πράξη θανάτου του, απεβίωσε συνεπεία καρδιακής ανακοπής, καρδιακής ανεπάρκειας και προχωρημένου γήρατος) και η ανωτέρω έλλειψη αντίληψης του δεν προκύπτουν από οποιοδήποτε ιατρικό έγγραφο. Και τούτο διότι, όπως αναφέρει ο Γ. Μ. και αποδέχεται η καταγγέλλουσα ... (βλ. σχετ. τις από 11-11-2015 προτάσεις της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά τη συζήτηση των από 26-9-2012 και 18-3-2013 αγωγών του Γ. Μ. εναντίον της), την 9-1-2012 δύο υπάλληλοι της ανωτέρω Τράπεζας μετέβησαν και συνάντησαν στην οικία του τον Ν. Μ. και δεν διαπίστωσαν οτιδήποτε είτε για "κωματώδη κατάσταση" του είτε για έλλειψη του "αντίληψης του χώρου, του χρόνου και των προσώπων που τον περιέβαλλαν", αφού στη συνέχεια, δεν ανέφεραν αρμοδίως στην ανωτέρω Τράπεζα οτιδήποτε σχετικό. Επιπλέον, η ανωτέρω αμφισβήτηση επιρρωνύεται και από το γεγονός ότι την 12-1-2012 συντάχθηκε το προαναφερόμενο υπ' αριθμ. …1/2012 ειδικό πληρεξούσιο, για την εγκυρότητα του οποίου ουδεμία ένσταση προβλήθηκε. Πέραν αυτών, ο Γ. Μ. υποστηρίζει ότι υπάλληλοι της ανωτέρω Τράπεζας μετέβησαν στην οικία του Ν. Μ. και στις 26-3-2012 στα πλαίσια της διαδικασίας καταγραφής του ως συνταξιούχου, γεγονός το οποίο αρνείται η Τράπεζα, για την απόδειξη, όμως, αυτού του ισχυρισμού του ο Γ. Μ. προσκόμισε αντίγραφα σχετικών εγγράφων και συγκεκριμένα (α) αντίγραφο του από 14-2-2012 εγγράφου της Γενικής Διεύθυνσης Μισθών και Συντάξεων του Υπουργείου Οικονομικών προς τον Ν. Μ. περί της "υποχρεωτικής φυσικής παρουσίας των συνταξιούχων στις Τράπεζες", (β) αντίγραφο του υπ' αριθμ. ….29/15-7-2015 εγγράφου της Διεύθυνσης Διενέργειας Μεταβολών και Δειγματοληπτικών Ελέγχων επί των Πολιτικών, Στρατιωτικών και Πολεμικών Συντάξεων προς τον ίδιο, στο οποίο αναφέρεται ότι η καταγραφή του στρατιωτικού συνταξιούχου Ν. Μ. διενεργήθηκε την 26-3-2012, (γ) αντίγραφο εγγράφου της ... για τη "ΦΥΣΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟΥ", στο οποίο αναγράφεται για τον Ν. Μ. "Ημερομηνία φυσικής παρουσίας: 26/3/2012". Κατά συνέπεια των ανωτέρω είτε μετέβησαν υπάλληλοι της ανωτέρω Τράπεζας στην οικία του Ν. Μ. για την καταγραφή του ως συνταξιούχου είτε μετέβη ο ίδιος στο κατάστημα της για τον λόγο αυτό (πράγμα που δεν παρίσταται ως πιθανό, εφόσον ήδη την 9-1-2012 είχαν μεταβεί υπάλληλοι της Τράπεζας στην οικία του, επειδή εμφάνιζε προβλήματα κινητικότητας στα πόδια, όπως αναφέρει και η Τράπεζα στις προαναφερόμενες προτάσεις της), γεγονός είναι ότι και στις 26-3-2012 υπήρξε επαφή του Ν. Μ. με υπαλλήλους της Τράπεζας, οι οποίοι δεν προκύπτει ότι έθεσαν υπόψη της Τράπεζας οτιδήποτε για διαπιστωθείσα έκπτωση ή μείωση των πνευματικών του λειτουργιών. Οι αιτιάσεις του πρώτου κατηγορουμένου περί της πνευματικής αδυναμίας του Ν. Μ. δεν τεκμηριώνονται σε κάποια ιατρική πιστοποίηση (αρμοδίου κατά ειδικότητα) ιατρού, ενώ σημειώνεται ότι ο Γ. Μ. προσκόμισε φωτοαντίγραφο της από 29-5-2012 βεβαίωσης του ιατρού παθολόγου Σ. Π. (θεράποντος ιατρού του Ν. Μ., αποβιώσαντος στις 25-4-2013), σύμφωνα με την οποία ο Ν. Μ. έπασχε από στεφανιαία νόσο καρδιακή ανεπάρκεια και από καμία άλλη χρόνια νόσο. Κατόπιν των ανωτέρω, αποδείχθηκε η αναλήθεια του περιεχομένου της από 29-8-2012 μήνυσης που υπέβαλε ο πρώτος κατηγορούμενος σε βάρος του Γ. Μ., ο μηνυτής δε τελώντας σε γνώσει της αναλήθειας αυτής υπέβαλε την εν λόγω μήνυση, με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του γι αυτήν. Επομένως, ο πρώτος κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξης της ψευδούς καταμήνυσης, που του αποδίδεται με το κατηγορητήριο. Όσον αφορά δε τη δεύτερη κατηγορουμένη, λεκτά τ' ακόλουθα: Η δεύτερη κατηγορουμένη ενήργησε εν προκειμένω σύμφωνα με το πρωτόκολλο ενεργειών που προβλέπεται από την Τράπεζα, στην οποία εργάζεται. Κατόπιν των ανωτέρω ισχυρισμών των Θ. Μ. ενώπιον της αρμοδίας υπαλλήλου του Καταστήματος …., Σ. Λ., στις 27.4.2012, αλλά και των από 11.5.2012 και 17.5.2012 ενημερωτικών σημειωμάτων της δικαστικής γραφολόγου Β. Σ., η οποία ενήργησε κατόπιν δύο (2) εισαγγελικών παραγγελιών, η δεύτερη κατηγορουμένη εύλογα ενημέρωσε τις αρμόδιες υπηρεσίες της τράπεζας, προκειμένου να την κατευθύνουν σχετικά (ας σημειωθεί ότι η δεύτερη κατηγορουμένη σε καμία περίπτωση δεν θα ηδύνατο να γνωρίζει την κατάσταση των πνευματικών λειτουργιών του Ν. Μ. στις 18-4-2012, ημερομηνία κοτά την οποία συντάχθηκε το υπ' αριθ. …4/18-4-2012 πληρεξούσιο). Πιο συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τα με ημερομηνία 3-5-2012 και 8-5-2012 μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας που απέστειλε στη Διεύθυνση Νομικών Υπηρεσιών της ..., η δεύτερη κατηγορουμένη ενημέρωσε ενδελεχώς τους αρμόδιους υπαλλήλους περί των εγγράφων που της προσκόμισε ο Γ. Μ., παρακαλώντας ταυτόχρονα (αφού θεωρήσουν το θέμα ως "ιδιαίτερα επείγον") "για την απόλυτη προτεραιότητα εξέταση της περίπτωσης των λογαριασμών του εκλιπόντος Μ. Ν., προκειμένου να μας δώσετε οδηγίες για τον χειρισμό της υπόθεσης". Το περιεχόμενο, εξάλλου, της από 11-6-2012 μηνυτήριας αναφοράς συντάχθηκε εξ ολοκλήρου από τις νομικές υπηρεσίες της ... (η δεύτερη κατηγορουμένη απλά την υπέγραψε ως νόμιμος εκπρόσωπος της τράπεζας), οι οποίες έκριναν ότι τα ανωτέρω γεγονότα έπρεπε να γνωστοποιηθούν στις αρμόδιες εισαγγελικές αρχές, για τη διερεύνηση τέλεσης τυχόν εγκληματικών πράξεων. Κατόπιν των ανωτέρω, η δεύτερη κατηγορουμένη πρέπει να κηρυχθεί αθώα της πράξης της ψευδούς καταμήνυσης, δεδομένου ότι, σε κάθε περίπτωση, δεν είχε την απαιτούμενη για τη θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος μορφή δόλου. Όσον αφορά δε την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης (που σχετίζεται με την από μέρους των κατηγορουμένων υποβολή των μηνυτήριων αναφορών στον αρμόδιο Εισαγγελέα), οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν αθώοι, καθόσον, σύμφωνα με την άποψη που και το παρόν Δικαστήριο υιοθετεί ως ορθότερη, δεν δύναται να θεωρηθεί "τρίτος" των οικείων ποινικών διατάξεων (άρθρα 362, 363 ΠΚ) πρόσωπο θεσμικά (δικονομικά) εξουσιοδοτημένο να παραλαμβάνει και να εξετάζει μηνύσεις, καταγγελίες κλπ. Τα πρόσωπα αυτά, κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους αποβάλλουν την προσωπική τους ταυτότητα και εξυπηρετούν αποκλειστικά τον ανατιθέμενο σ' αυτούς θεσμικό τους ρόλο (βλ. την υπ' αριθ. 373/2016 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών).• Με την ως άνω όμως παραδοχή, την οποία διέλαβε στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης υπ' αριθμόν 3837-3901/2018 απόφασής του το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, σχετικά με την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης, προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ, καθόσον στην έννοια του τρίτου, κατά τις διατάξεις αυτές, περιλαμβάνεται οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο ή αρχή, όπως ο γραμματέας, ο δικαστικός επιμελητής, οι δικαστές, οι εισαγγελείς οι αστυνομικοί κλπ που έλαβαν γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διάδοσης (ΑΠ 1013/2018, ΑΠ 1777/2017, ΑΠ 611/2015), ενόψει μάλιστα και του ότι και από την γραμματική ακόμη διατύπωση του κειμένου των διατάξεων των άρθρων 362-363 του ΠΚ συνάγεται ευθέως ότι "τρίτος" είναι κάθε πρόσωπο που λαμβάνει γνώση των φερόμενων συκοφαντικών ισχυρισμών, αφού δεν γίνεται σ' αυτές οποιαδήποτε εξαίρεση ή διάκριση για τα όργανα που είναι κατά το νόμο αρμόδια να παραλαμβάνουν μηνύσεις, καταθέσεις, αναφορές κλπ. Επομένως, το ως άνω Δικαστήριο κηρύσσοντας αθώους τους ως άνω κατηγορούμενους και ήδη αναιρεσίβλητους, με βάση την ως άνω παραδοχή, υπέπεσε στην πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ως άνω διατάξεων και συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτός ο από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ μοναδικός λόγος της κρινόμενης αναίρεσης, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη υπ' αριθμόν 3837-3901/2018 απόφαση του Β' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ως προς τις διατάξεις της, που αφορούν την αθώωση των ως άνω κατηγορουμένων και ήδη αναιρεσίβλητων για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος της για νέα κρίση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που την εξέδωσαν (άρθρο 519 του ΚΠΔ).
    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ εν μέρει την υπ' αριθμόν 3837-3901/2018 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ως προς τις διατάξεις της που αφορούν την αθώωση των αναιρεσίβλητων Θ. Μ. του Ε. και Τ. Κ. του Ι. για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης. Παραπέμπει την υπόθεση κατά το αναιρούμενο ως άνω μέρος της για νέα κρίση στο ίδιο ως άνω Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Απριλίου 2019. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Απριλίου 2019.
    Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ       Ο  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


Δικαστήριο:ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
Τόπος:ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:611
Ετος:2015

Όροι θησαυρού:ΔΥΣΦΗΜΙΣΗ ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΚΗ ΠΟΙΝΕΣ (ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ)
Περίληψη

Συκοφαντική δυσφήμηση - Δόλος - Ποινή -. Η επιμέτρηση της ποινής, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο λαμβάνει υπόψη του τη βαρύτητα του εγκλήματος και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, όπως αυτά προκύπτουν από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά για την ενοχή του. Το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να διαλάβει στην περί ποινής απόφασή του ειδικότερη αιτιολογία για τα στοιχεία αυτά. Είναι ορθή και αιτιολογημένη η προβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση για συκοφαντική δυσφήμηση. Το περιεχόμενο της εξώδικης δήλωσης της αναιρεσείουσας, με την οποία ανακάλεσε την εντολή της προς τον εγκαλούντα για διεκπεραίωση των κληρονομικών υποθέσεων της ήταν ψευδές, η αναιρεσείουσα τελούσε σε γνώση της αναλήθειάς του και ήταν πρόσφορο να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος.

Κείμενο Απόφασης


    Αριθμός 611/2015

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Γεωργέλλη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Βασιλάκη, Χρυσούλα Παρασκευά, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια και Αρτεμισία Παναγιώτου, Αρεοπαγίτες.

    Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Φεβρουαρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανάσιου Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Μ. Κ. του Δ., κατοίκου ... που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θρασύβουλο Κονταξή, για αναίρεση της υπ’ αριθ.7202/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Θ. Φ. του Π., κάτοικο ..., που παρέστη αυτοπροσώπως με την ιδιότητά του ως δικηγόρος.
    Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ’ αριθμ.πρωτ. 7771/25-11-2014 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1220/2014.
    Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και συγκεκριμένα για τον πρώτο λόγο αυτής και να απορριφθεί κατά τα λοιπά.
    ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη υπ’ αρ. πρωτ.7771/25-11-2014 αίτηση -δήλωση αναιρέσεως, στρεφόμενη κατά της υπ’ αρ. 7202/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, η οποία εκδόθηκε, κατόπιν αναιρέσεως της υπ’ αρ.9816/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών στο σύνολο της, με την υπ’ αρ.829/2014, απόφαση του Αρείου Πάγου, είναι παραδεκτή, και πρέπει να ερευνηθεί κατά το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.
    Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 Π.Κ. κατά την πρώτη των οποίων "όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον, γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή" και κατά την δεύτερη "αν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών", προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση από το δράστη ενώπιον τρίτου γεγονότος για κάποιον άλλον, το οποίο θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και γ) εκείνος που ισχυρίστηκε ή διέδωσε το ψευδές γεγονός να είχε δόλο, ο οποίος περιλαμβάνει, αφ’ ενός μεν τη γνώση του δράστη, με την έννοια της βεβαιότητας ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου και αφ’ ετέρου τη θέληση αυτού να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό. Ως γεγονός δε, κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων θεωρείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν το οποίο υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή σΥμπεριφορά, αναφερομένη στο παρελθόν ή το παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια προσάπτεται δε σε ορισμένο πρόσωπο με συνέπεια να επέρχεται εμφανής υποτίμηση της τιμής και της υπόληψης του.
    Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σε αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ’ αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Το τελευταίο συμβαίνει και στο έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως που προβλέπεται από το ως άνω άρθρο 363 σε συνδυασμό με 362 του ΠΚ, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του οποίου απαιτείται άμεσος δόλος. Η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τόσο τη γνώση, όσο και το σκοπό, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης, κατά την ανωτέρω έννοια, αιτιολογίας. Υπάρχει, όμως, και στην περίπτωση αυτή η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ίδιου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση αυτή, περιστατικών. Τα αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
    Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε! ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
    Στην προκείμενη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με τη προσβαλλόμενη απόφαση του, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της, που αλληλοσυμπληρώνονται και αποτελούν ενιαίο σύνολο, δέχθηκε ότι από τα αποδεικτικά μέσα που γενικώς κατ’ είδος αναφέρει και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάσθηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του, την χωρίς όρκο εξέταση του πολιτικώς ενάγοντα, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που αναγνώσθηκαν, τα πρακτικά της υπ’ αρ. 9816/2012 αποφάσεως του Ε! Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, την υπ’ αρ. 829/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου, καθώς και τα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία της κατηγορουμένης και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκαν κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη, περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εγκαλών, Θ. Φ. είναι δικηγόρος, εγγεγραμμένος στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, από το έτος 1971, ασκεί δε το επάγγελμα του δικηγόρου πλέον των 40 ετών. Περί τα τέλη Αυγούστου 2003. τον επισκέφθηκε στο επί της οδού ... αρ. .. δικηγορικό του γραφείο η κατηγορουμένη, Μ. Κ., συνοδευόμενη από τους οικογενειακούς φίλους της Κ. Χ. και τη θυγατέρα του Β. Χ., για να του αναθέσει το χειρισμό δικαστικών υποθέσεών της σχετικά με την κληρονομιά που της κατέλειπε η αποβιώσασα Μ. Μ., μοναδικό τέκνο του προαποβιώσαντος συζύγου της Ν. Μ., από τον πρώτο του γάμο με την Δ. Μ.. Η ως άνω διαθέτιδα, η οποία εν ζωή έπασχε από ψυχική νόσο (σχιζοφρενική ψύχωση), απεβίωσε την 9-8-2003, μετά την πτώση της από βεράντα της οικίας φιλικού τους προσώπου. Με δύο δε διαθήκες της, την από 23-1-2001 δημόσια και την από 18-1-2002 ιδιόγραφη, κατέστησε την κατηγορουμένη μοναδική κληρονόμο της σε όλη την κληρονομιαία περιουσία, κινητή και ακίνητη, αποτελούμενη από σημαντικά ακίνητα (διαμερίσματα και καταστήματα) στην Αθήνα και τον Πειραιά, συνολικής αξίας περίπου 3.500.000 ευρώ. Την κληρονομιαία περιουσία της αποβιώσασας Μ. Μ. διεκδικούσαν και οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αυτής και συγκεκριμένα ο θείος της Π. Β., ο οποίος ενόσω ζούσε η διαθέτιδα είχε ζητήσει να τεθεί η τελευταία σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση. Μετά το θάνατο της ως άνω διαθέτιδος, η κατηγορουμένη αντιμετώπιζε, αφενός μεν τους δικαστικούς αγώνες που είχαν ανοίξει εναντίον της, με αγωγή ακύρωσης των διαθηκών, οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της Μ. Μ. και ποινικές υποθέσεις που αφορούσαν σε βάρος της κατηγορίες, για ανθρωποκτονία από αμέλεια κατά της αποβιώσασας, συκοφαντική δυσφήμηση, κλπ., αφετέρου δε θέματα διαχείρισης της κληρονομιαίας περιουσίας. Λόγω της πολυπλοκότητας των υποθέσεων, ζήτησε η ίδια την πλήρη ανάληψη του χειρισμού τους από τον πολιτικώς ενάγοντα, στον οποίο έδωσε ευρείες αρμοδιότητες, καθόσον η ίδια δεν είχε τις γνώσεις να οργανώσει το χειρισμό των υποθέσεων. Ο εγκαλών, πράγματι, ανέλαβε τη διεκπεραίωση του συνόλου των υποθέσεων της κατηγορουμένης, μεταξύ των οποίων και την είσπραξη των μισθωμάτων από τους μισθωτές των κληρονομιαίων ακινήτων, υπεγράφη δε μεταξύ τους (εγκαλούντος και κατηγορουμένης) το από 3-9-2003 ιδιωτικό συμφωνητικό εργολαβικό δίκης, δυνάμει του οποίου συμφωνήθηκε, ότι ο εγκαλών θα λάβει ως αμοιβή ποσοστό 39% επί της κληρονομιάς και συγκεκριμένα, όπως επί λέξη αναγράφεται στο συμφωνητικό, "επί των καθαρών εσόδων από την κληρονομιά αυτή, ήτοι των κινητών και ακινήτων που θα κληρονομήσει η εντολέας." ενώ ανέλαβε όλα τα έξοδα που θα προέκυπταν κατά τη "δικαστική ή εξώδικο διευθέτηση της δια του παρόντος διδομένης εντολής, εξαιρουμένων των φόρων και συναφών εξόδων". Σε εκτέλεση της πιο πάνω εντολής, ο εγκαλών προέβη σε όλες τις ενδεδειγμένες ενέργειες, από την ανάληψη των υποχρεώσεών του και μέχρι την ανάκληση της εν λόγω εντολής, που έλαβε χώρα το μήνα Μάιο του έτους 2007, με την επίδοση σε αυτόν της από 9-5-2007 εξώδικης δήλωσης της κατηγορουμένης. Συγκεκριμένα, όσον αφορά την ποινική δίκη, η κατηγορουμένη είχε αθωωθεί από την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από αμέλεια σε βάρος της αποβιώσασας, ενώ, σε σχέση με το αστικό μέρος της υπόθεσης, είχε απορριφθεί η αγωγή ακύρωσης των δύο διαθηκών την οποία είχαν ασκήσει κατά της κατηγορουμένης οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της αποβιώσασας, με την υπ’ αριθμ. 4241/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, και μετά από άσκηση έφεσης είχε εκδοθεί η με αριθμό 2730/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών που διέταξε πραγματογνωμοσύνη, προκειμένου να ερευνηθεί αν η διαθέτης βρισκόταν ή όχι σε θέση να συντάξει διαθήκη, λόγω της ψυχικής νόσου από την οποία έπασχε. Η κατηγορουμένη, όπως αναφέρθηκε, με την ως άνω από 9-5-2007 εξώδικη δήλωση της, προέβη σε ανάκληση της εντολής της προς τον εγκαλούντα, ισχυριζόμενη μεταξύ άλλων, προκειμένου να δικαιολογήσει την ανάκληση αυτής και την απαλλαγή της από την υποχρέωση καταβολής της συμφωνηθείσας αμοιβής του, τα εξής ψευδή και συκοφαντικά γι’ αυτόν περιστατικά, εν γνώσει της αναλήθειάς τους: " ... Το εν λόγω συμφωνητικό το συντάξατε εσείς που ήσασταν ο νομικός μου σύμβουλος και στον οποίο εμπιστεύθηκα τις σοβαρότατες νομικές υποθέσεις που είχα και παρ’ όλα αυτά μου αποκρύψατε ότι η μεταξύ μας συμφωνία ήταν παρανόμη και μου παρουσιάσατε το συμφωνηθέν μας ποσοστό του 39% ως απολύτως νόμιμο, εύλογο και δίκαιο. Και μόνο αυτό το γεγονός ότι εσείς που ήσασταν ο νομικός μου συμπαραστάτης και σας εμπιστεύθηκα την υπεράσπιση των συμφερόντων μου με κοροϊδέψατε και προσπαθήσατε να εισπράξετε αμοιβή παραπάνω από την νόμιμη, είναι αρκετό να κλονίσει την σχέση εμπιστοσύνης που πρέπει να υπάρχει μεταξύ εντολέα και δικηγόρου και δικαιολογεί πλήρως την ανάκληση της εντολής μου προς εσάς .....Επιπροσθέτως η εν λόγω σύμβαση είναι άκυρη ως καταπλεονεκτική, εφόσον εκμεταλλευτήκατε την απειρία μου την αφέλεια μου και την ανάγκη στην οποία βρισκόμουν λόγω των εξελίξεων και μάλιστα όχι μόνο εκμεταλλευτήκατε όλα αυτά αλλά φροντίσατε να μου εμφυσήσετε φόβο για διάφορους κινδύνους τόσο εσείς όσο και σε συνεργασία με τρίτα πρόσωπα (τα οποία στην παρούσα φάση δεν επιθυμώ να ονοματίσω) με τρόπο ώστε να με καταστήσετε υποχείριο σας.", εμφανίζοντας έτσι τον εγκαλούντα ως άνθρωπο που την κορόιδεψε και την εκμεταλλεύτηκε, ώστε να την πείσει να συμφωνήσει μαζί του την ως άνω αμοιβή, ενώ η αλήθεια, την οποία γνώριζε η κατηγορουμένη, ήταν ότι το από 3-9-2003 ιδιωτικό συμφωνητικό-εργολαβικό δίκης συντάχθηκε, ύστερα από διαδοχικές της τελευταίας στο γραφείο του εγκαλούντος, όπου συζήτησαν τους όρους της συνεργασίας τους και μάλιστα συνοδευόμενη από τους οικογενειακούς φίλους της, Κ. Χ. και Β. Χ., έχοντας η ίδια (κατηγορουμένη) επισκεφθεί προηγουμένως και άλλους δικηγόρους, με τους οποίους για διάφορους λόγους δεν είχε καταλήξει σε συμφωνία και αυτό. που την ενδιέφερε ήταν η επιτυχής έκβαση του δικαστικού της αγώνα, ανεξαρτήτως κόστους, ενόψει μάλιστα της μεγάλης αξίας της κληρονομιαίας περιουσίας, αλλά και της πολυπλοκότητας της υπόθεσης. Το ποσό δε της συμφωνηθείσας αμοιβής του εγκαλούντος αποτελούσε προϊόν ελεύθερης βούλησης της κατηγορουμένης, η οποία μολονότι είχε πληροφορηθεί από τον εγκαλούντα ότι το προβλεπόμενο από το νόμο ποσοστό δικηγορικής αμοιβής ανέρχεται σε 20%, υποσχέθηκε σε αυτόν το διπλάσιο του ανωτέρω ποσοστού, ήτοι το 39%, σκοπεύοντας στην παροχή σ’ αυτόν ισχυρότερου κινήτρου για ένταση των προσπαθειών του στο έπακρον με σκοπό το νικηφόρο αποτέλεσμα. Επιπλέον ισχυρίσθηκε η κατηγορουμένη στο άνω εξώδικο ότι δήθεν ο εγκαλών της είχε αποκρύψει το περιεχόμενο της εφετειακής απόφασης που διέταξε ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη, αναφέροντας επί λέξει "Το γεγονός ότι η απόφαση του εφετείου ήταν μία δυσμενής εξέλιξη στην υπόθεση μου παρότι είχα κερδίσει την απόφαση στον πρώτο βαθμό, επιμελώς μου αποκρύψατε εφόσον ουδέποτε είχα διαβάσει την εν λόγω απόφαση, εφόσον εσείς ουδέποτε με ενημερώσατε για την άσκημη τροπή που αυτή είχε πάρει και απλώς μου είπατε ότι το δικαστήριο διέταξε μία πραγματογνωμοσύνη αποκρύπτοντας μου ότι ολόκληρο το σκεπτικό της απόφασης είναι υπέρ της πλευράς των αντιδίκων μου.", γεγονός ψευδές, αφού, όπως αποδείχθηκε, ο εγκαλών, με την έκδοση της υπ’ αριθμ. 2730/14-4-2006 απόφασης, την κάλεσε, αμέσως, στο γραφείο του και της χορήγησε αντίγραφο της απόφασης σε σχέδιο, ενημερώνοντας αυτήν πλήρως για τη νέα τροπή, που είχε λάβει η υπόθεση της. Τέλος, ισχυρίσθηκε η κατηγορουμένη στο άνω εξώδικο τα ακόλουθα: "...Τέλος επειδή κατά καιρούς τόσο εσείς όσο και άλλα τρίτα πρόσωπα στα οποία αυτή την στιγμή δεν θέλω να αναφερθώ έχουν προσπαθήσει να μου εμφυσήσουν φόβο αναφερόμενοι σε διάφορες ενέργειες σας ενημερώνω ότι για όλα αυτά έχω συντάξει σχετική επιστολή προς τον αρμόδιο εισαγγελέα την οποία έχω καταθέσει σε έμπιστο πρόσωπο μου καθώς και σε συμβολαιογράφο προκειμένου να αποσταλεί η εν λόγω επιστολή στον αρμόδιο εισαγγελέα σε περίπτωση που οτιδήποτε κακό ή ατύχημα συμβεί σε εμένα ή στα οικεία μου πρόσωπα ή στους παραστάτες μου στην εν λόγω υπόθεση ή στην περιουσία μου.", εμφανίζοντας τον κατηγορούμενο ως δικηγόρο που παρανομεί σε βάρος των πελατών του, για προσωπικό του όφελος και αφήνοντας να εννοηθεί ότι δήθεν αυτός απειλεί τη ζωή της και τη σωματική της ακεραιότητα, για να της προκαλέσει φόβο, ενώ η αλήθεια, την οποία γνώριζε η κατηγορουμένη, ήταν ότι ο εγκαλών ουδέποτε της εμφύσησε φόβο σε συνεργασία με τρίτα πρόσωπα, ούτε την απείλησε και ουδέποτε την εκφόβισε, αλλά αντιθέτως είχε και φιλικές σχέσεις μαζί της. το μόνο δε το οποίο έπραξε ήταν να της ενημερώσει για τους κινδύνους, τους οποίους ενείχε η υπόθεσή της και τους τρόπους αντιμετώπισης τους, προκειμένου να είναι ενήμερη. Τα ως άνω αναφερόμενα στην εξώδικη δήλωση της κατηγορουμένης, ψευδή περιστατικά, εν γνώσει της αναλήθειας και των οποίων έλαβαν γνώση τρίτα πρόσωπα, όπως ο δικαστικός επιμελητές που επέδωσε το εξώδικο στον εγκαλούντα και οι συνεργάτες του γραφείου του, ήταν ικανά να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος ως ατόμου και δικηγόρου. Μάλιστα η κατηγορουμένη, κατά την απολογία της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ομολόγησε ότι ένα μέρος όσων αναφέρει στην εν λόγω εξώδικη δήλωση είναι ψευδή και ότι δεν θεωρεί ότι ο κατηγορούμενος είναι απατεώνας, ούτε την είχε ποτέ απειλήσει, ενώ ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ανέφερε ότι η αμοιβή του εγκαλούντος ήταν προϊόν συμφωνίας μεταξύ τους, ότι ο τελευταίος την ενημέρωσε για την πραγματογνωμοσύνη που διέταξε η εφετειακή απόφαση και ότι ο φόβος την έκανε να μην πει στο εξώδικο σωστά κάποια πράγματα. Ενόψει όλων αυτών, η κατηγορουμένη έχει τελέσει την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος του εγκαλούντος που της αποδίδεται και πρέπει να κηρυχθεί ένοχη, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Με βάση τις παραδοχές αυτές κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη του ότι: " Στην Αθήνα, στις 9-5-2007, με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίσθηκε και διέδωσε για κάποιον άλλο γεγονότα ψευδή που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του, γνωρίζοντας ότι αυτά είναι ψευδή. Ειδικότερα, στον πιο πάνω τόπο και χρόνο και με αφορμή τον χειρισμό αστικής υποθέσεως από τον εγκαλούντα δικηγόρο Θ. Φ., απέστειλε προς αυτόν, την από 9-5-2007 εξώδικη δήλωσή της-ανάκληση εντολής, με την οποία ισχυρίσθηκε ενώπιον του δικαστικού επιμελητή που την επέδωσε και των δικηγόρων που έλαβαν γνώση του περιεχομένου της, τα κατωτέρω ψευδή για τον εγκαλούντα γεγονότα:
    1) " ... Το εν λόγω συμφωνητικό το συντάξατε εσείς που ήσασταν ο νομικός μου σύμβουλος και στον οποίο εμπιστεύθηκα τις σοβαρότατες νομικές υποθέσεις που είχα και παρ’ όλα αυτά μου αποκρύψατε ότι η μεταξύ μας συμφωνία ήταν παράνομη και μου παρουσιάσατε το συμφωνηθέν μας ποσοστό του 39% ως απολύτως νόμιμο, εύλογο και δίκαιο. Και μόνο αυτό το γεγονός ότι εσείς που ήσασταν ο νομικός μου συμπαραστάτης και σας εμπιστεύθηκα την υπεράσπιση των συμφερόντων μου με κοροϊδέψατε και προσπαθήσατε να εισπράξετε αμοιβή παραπάνω από την νόμιμη, είναι αρκετό να κλονίσει την σχέση εμπιστοσύνης που πρέπει να υπάρχει μεταξύ εντολέα και δικηγόρου και δικαιολογεί πλήρως την ανάκληση της εντολής μου προς εσάς ... ".
    2) "Επιπροσθέτως η εν λόγω σύμβαση είναι άκυρη ως καταπλεονεκτική, εφόσον εκμεταλλευτήκατε την απειρία μου, την αφέλεια μου και την ανάγκη στην οποία βρισκόμουν λόγω των εξελίξεων και μάλιστα όχι μόνο εκμεταλλευτήκατε όλα αυτά αλλά φροντίσατε να μου εμφυσήσετε φόβο για διάφορους κινδύνους τόσο εσείς όσο και σε συνεργασία με τρίτα πρόσωπα (τα οποία στην παρούσα φάση δεν επιθυμώ να ονοματίσω) με τρόπο ώστε να με καταστήσετε υποχείριό σας." 3)" Το γεγονός ότι η απόφαση του Εφετείου ήταν μία δυσμενής εξέλιξη στην υπόθεσή μου παρότι είχα κερδίσει την απόφαση στον πρώτο βαθμό, επιμελώς μου αποκρύψατε εφόσον ουδέποτε είχα διαβάσει την εν λόγω απόφαση, εφόσον εσείς ουδέποτε με ενημερώσατε για την άσχημη τροπή που αυτή είχε πάρει και απλώς μου είπατε ότι το δικαστήριο διέταξε μία πραγματογνωμοσύνη αποκρύπτοντάς μου ότι ολόκληρο το σκεπτικό της απόφασης είναι υπέρ της πλευράς των αντιδίκων μου." 4)"Τέλος επειδή κατά καιρούς τόσο εσείς όσο και άλλα τρίτα πρόσωπα στα οποία αυτή την στιγμή δεν θέλω να αναφερθώ έχουν προσπαθήσει να μου εμφυσήσουν φόβο αναφερόμενοι σε διάφορες ενέργειες σας ενημερώνω ότι για όλα αυτά έχω συντάξει σχετική επιστολή προς τον αρμόδιο εισαγγελέα την οποία έχω καταθέσει σε έμπιστο πρόσωπο μου καθώς και σε συμβολαιογράφο προκειμένου να αποσταλεί η εν λόγω επιστολή στον αρμόδιο εισαγγελέα σε περίπτωση που οτιδήποτε κακό ή ατύχημα συμβεί σε εμένα ή στα οικεία μου πρόσωπα ή στους παραστάτες μου στην εν λόγω υπόθεση ή στην περιουσία μου." Όμως, τα γεγονότα αυτά που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, καθώς τον ενεμφάνιζαν ως δικηγόρο που παρανομεί εις βάρος των πελατών του για προσωπικό του όφελος, ήταν ψευδή και η κατηγορουμένη γνώριζε ότι αυτά είναι ψευδή, καθώς η αλήθεια είναι ότι: α)Το από 3-9-2003 ιδιωτικό συμφωνητικό-εργολαβικό δίκης συνετάχθη κατόπιν διαδοχικών επισκέψεων της κατηγορουμένης στο γραφείο του εγκαλούντος, όπου συζήτησαν τους όρους της συνεργασίας τους. Ως προς την ανερχόμενη σε ποσοστό 39% επί της κληρονομιαίας περιουσίας αμοιβή του εγκαλούντος, το ποσοστό αυτό δεν επιβλήθηκε από αυτόν στην κατηγορουμένη, αλλά αντιθέτως, όταν αυτός (ο εγκαλών) την πληροφόρησε, ότι το προβλεπόμενο από τον νόμο ποσοστό δικηγορικής αμοιβής ανέρχεται στο 20%, αυτή του απήντησε ότι το γνώριζε, αλλά εκείνη δεν θα έμενε σ’ αυτό, αφού εκείνο, το οποίο την ενδιέφερε πρωτίστως για την υπόθεση της αυτή δεν ήταν το όποιο οικονομικό της κόστος, αλλά το νικηφόρο αποτέλεσμα, γι’ αυτό και του υποσχέθηκε σχεδόν το διπλάσιο του ανωτέρω ποσοστού, ήτοι το 39%, σε περίπτωση νίκης, σκοπεύοντας, στην παροχή σ’ αυτόν ισχυρότερου κινήτρου για ένταση των προσπαθειών του στο έπακρο. β) Προτού η κατηγορουμένη επισκεφθεί τον εγκαλούντα στο γραφείο του, είχε ήδη επισκεφθεί και άλλους δικηγόρους προκειμένου να τους αναθέσει την υπόθεση της, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι ούτε άπειρη και αφελής ήταν, ούτε και βρισκόταν σε ανάγκη. Ούτε της εμφύσησε φόβο σε συνεργασία με τρίτα πρόσωπα, αλλά το μόνο, το οποίο έπραξε, ήταν να την ενημερώσει για τους κινδύνους, τους οποίους ενείχε η υπόθεση της και τους τρόπους αντιμετώπισης τους, προκειμένου να είναι ενήμερη. Ουδέποτε την εκμεταλλεύθηκε, ουδέποτε την κορόιδεψε και ουδέποτε την εκφόβισε, αλλά αντιθέτως είχε και φιλικές σχέσεις μαζί της.
    γ) Στις 14-4-2006 εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 2730/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία διέταξε την επανάληψη της συζήτησης διατάσσοντας την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και όρισε πραγματογνώμονα τον ψυχίατρο κ. Κ. Ζ. του Α.. Ο εγκαλών έλαβε γνώση της ως άνω αποφάσεως ευθύς μόλις εξεδόθη, ήτοι στις 14-4-2006, και την ημέρα εκείνη ειδοποίησε την κατηγορουμένη να τον επισκεφθεί στο γραφείο του, όπερ και έπραξε. Εκεί την ενημέρωσε πλήρως για την νέα τροπή, την οποία είχε λάβει η υπόθεση της, της χορήγησε κατόπιν απαιτήσεως της αντίγραφο της αποφάσεως και της ανέλυσε τις ενέργειες ,στις οποίες έπρεπε να προβούν για την αντιμετώπιση της νέας κατάστασης.
    δ)Τέλος ουδέποτε απείλησε την κατηγορουμένη, αλλά αντιθέτως στάθηκε δίπλα της φροντίζοντας να την ενημερώνει για κάθε εξέλιξη της υποθέσεως της, και να την καθησυχάζει.
    Ακολούθως, της επέβαλε ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών την οποία μετέτρεψε προς πέντε (5) Ευρώ ημερησίως .
    Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην απόφαση του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα αποδειχθέντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο κηρύχθηκε ένοχη η κατηγορούμενη, οι αποδείξεις από τα οποία αυτό αποδείχθηκε και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήγαγε αυτό στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1,14, 26 παρ. 1 27 παρ. 1 εδ. α’ και 2 362-363 ΠΚ., τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου, δηλαδή με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και δεν στερείται νομίμου βάσεως. Ειδικότερα αναφέρονται στη προσβαλλόμενη απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν την κρίση του Δικαστηρίου, ότι το περιεχόμενο της από 9-5-2007 εξωδίκου δηλώσεως της αναιρεσείουσας, με την οποία ανακάλεσε την εντολή της προς τον εγκαλούντα για διεκπεραίωση των κληρονομικών υποθέσεων της, που είχε αναθέσει σ’ αυτόν με το από 3-9-2003 έγγραφο εργολαβικό δίκης, ήταν ψευδές, ότι η αναιρεσείουσα τελούσε σε γνώση της αναληθείας του και ότι ήταν πρόσφορο να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του. Συγκεκριμένα εκτίθεται ο τρόπος με τον οποίο ισχυρίσθηκε για τον εγκαλούντα ψευδή γεγονότα, με την κοινοποίηση σ’ αυτόν μέσω του δικαστικού επιμελητή, της από 9-5-2007εγγράφου ανακλητικής δηλώσεως της του από 3-9-2003 εργολαβικού δίκης, στο δικηγορικό του γραφείο όπου έλαβαν γνώση αυτού ο δικαστικός επιμελητής που το επέδωσε, καθώς και οι συνεργάτες αυτού. Εκτίθενται οι παραδοχές, βάσει των οποίων έκρινε, ότι τα γεγονότα τα οποία διέλαβε στην ως άνω εξώδικη δήλωση της ήταν ψευδή, καθόσον αναφέρονται σ’ αυτές τα αληθή γεγονότα, ήτοι ότι ο εγκαλών: α) "πληροφόρησε την κατηγορουμένη ότι το κατά το νόμο προβλεπόμενο ανώτατο ποσοστό δικηγορικής αμοιβής, για την υπόθεση της, ανέρχεται σε 20% επί του συνόλου της αξίας της κληρονομιαίας περιουσίας, και ότι αυτή του απάντησε ότι το γνώριζε, αλλά επειδή την ενδιέφερε το νικηφόρο αποτέλεσμα του υποσχέθηκε το διπλάσιο περίπου αυτού ήτοι ποσοστό 39% αμοιβής, σκοπεύοντας να τον δελεάσει με το ανώτερο αυτό ποσοστό να εντατικοποιήσει τις προσπάθειες του στο έπακρο, β) ότι αυτή δεν ήταν άπειρη και αφελής και δεν εκμεταλλεύθηκε την ανάγκη της, όσο αφορά την συναλλαγή της μαζί του, γιατί προηγουμένως είχε επισκεφθεί άλλους δικηγόρους, για να τους αναθέσει τη υπόθεση της, ούτε της εμφύσησε φόβο μαζί με άλλα πρόσωπα, αλλά απλώς της επέστησε τους κινδύνους που ενείχε η πορεία των υποθέσεων της, προκειμένου να είναι ενήμερη για αυτούς, ότι ποτέ δεν την εκμεταλλεύθηκε ούτε την κορόιδεψε αλλά είχε φιλικές σχέσεις μαζί της, γ) ότι την 14-4-2006 που εκδόθηκε η υπ’ αρ. 2730/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία διατάχθηκε επανάληψη της συζητήσεως της εφέσεως των αντιδίκων της, προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη, σε σχέση με την περί κλήρου αγωγή που είχαν ασκήσει εναντίον της, την ενημέρωσε και της χορήγησε, μετά από απαίτηση της, αντίγραφο της αποφάσεως αυτής, της ανέλυσε δε και τις ενέργειες που έπρεπε να επακολουθήσουν, δ) ότι ποτέ δεν την απείλησε αλλά αντιθέτως στάθηκε δίπλα της φροντίζοντας να την ενημερώνει για κάθε εξέλιξη της υποθέσεως της, να την καθησυχάζει και ηρεμεί". Αιτιολογεί περαιτέρω τον δόλο της αναιρεσείουσας- κατηγορουμένης με τις παραδοχές που εκθέτει στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης ότι: "η κατηγορουμένη κατά την απολογία της ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ομολόγησε ότι ένα μέρος όσων αναφέρει στην εν λόγω εξώδικη δήλωση είναι ψευδή και ότι δεν θεωρεί ότι ο κατηγορούμενος είναι απατεώνας, ούτε την είχε απειλήσει, ενώ ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου ανέφερε ότι η αμοιβή του εγκαλούντος ήταν προϊόν συμφωνίας μεταξύ τους , ότι ο τελευταίος την ενημέρωσε για την πραγματογνωμοσύνη που διέταξε η Εφετειακή απόφαση και ότι ο φόβος ίσως την έκανε να μην πεί στο εξώδικο σωστά κάποια πράγματα". Επίσης με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης εκτίθεται ότι: "τα γεγονότα αυτά μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος ως ατόμου και ως δικηγόρου, διότι τον εμφάνιζαν ως δικηγόρο που παρανομεί σε βάρος των πελατών του για προσωπικό του όφελος", γεγονός που γνώριζε η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη. Επιπροσθέτως η γνώση της, ότι όσα γεγονότα καταλόγιζε με το επίμαχο εξώδικο στον εγκαλούντα, ήταν ψευδή προκύπτει από την αναγραφή σ’ αυτό γεγονότων για τα οποία η ίδια είχε προσωπική αντίληψη, αφού ήταν αναπόσπαστα συνδεδεμένα με το άτομο της και με την κοινοποίηση του ήταν πρόσφορα, πλέον της ανακλήσεως της εντολής της, να βλάψουν ενώπιον τρίτων την τιμή και την υπόληψη του. Αναφορικά με τις ειδικότερες αιτιάσεις της αναιρεσείουσας: α) Η αιτίαση της ότι δεν αιτιολογείται στην προσβαλλόμενη απόφαση η παραδοχή του δικαστηρίου της ουσίας ότι η ίδια υποσχέθηκε στον εγκαλούντα ποσοστό 39/% αμοιβής επί του συνόλου της κληρονομιαίας περιουσίας, ενώ από τις αποδείξεις προέκυπτε ότι το ποσοστό αυτό το επέβαλλε ο ίδιος, αναφέροντας μάλιστα τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία κατά την δική της κρίση αποδεικνυόταν το γεγονός αυτό, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, κατά το σκέλος της ελλείψεως αιτιολογίας, διότι η παραδοχή αυτή αιτιολογείται ως προαναφέρθηκε, κατά το έτερο δε σκέλος της, ως απαράδεκτη διότι με αυτήν προσβάλλεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, με την μορφή της εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, που δεν στοιχειοθετούν αναιρετικό λόγο. β) Η αιτίαση της ότι, το δικαστήριο της ουσίας δεν αιτιολόγησε το γεγονός ότι το εξώδικο αυτό κοινοποίησε η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη στον εγκαλούντα, διότι συνέτρεχε εύλογη αιτία ανακλήσεως της εντολής της, με συνέπεια την διακοπή της συνεργασίας τους που αποδεικνυόταν από έγγραφα, λόγω μη απόδοσης εισπραχθέντων από αυτόν μισθωμάτων για λογαριασμό της, πωλήσεως περιουσιακού της στοιχείου με πληρεξούσιο που του είχε εκχωρήσει το δικαίωμα αυτό, χωρίς απόδοση του τιμήματος το οποίο παρακράτησε, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελώς προβαλλόμενη. Τούτο διότι το δικαστήριο της ουσίας, με την προσβαλλόμενη απόφαση του έκρινε για την κατάφαση της ενοχής της για την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως σε βάρος του εγκαλούντος εντολοδόχου της, για γεγονότα που διαλαμβανόταν στην αναφερθείσα εξώδικη δήλωση ανακλήσεως της εντολής της, όπου δεν διαλαμβανόταν τα γεγονότα που αναφέρει στην αιτίαση της, ούτε ήταν αντικείμενο της δίκης η νόμιμη ή μη ανάκληση της εντολής της προς αυτόν. γ) Η αιτίαση της ότι, η δήλωση της ,κατά την απολογία της, ότι δεν θεωρεί απατεώνα τον εγκαλούντα δεν συνιστά ομολογία του δόλου αυτής, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, διότι υπό την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, πλήττεται και πάλι η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο στο προϊμιο του, διέλαβε όλα τα αποδεικτικά μέσα που εισφέρθηκαν ενώπιον του τα οποία συνεκτίμησε για την καταδικαστική του κρίση, μεταξύ δε αυτών είναι και η απολογία της αναιρεσείουσας τόσο στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, τα πρακτικά του οποίου ανέγνωσε, όσο και ενώπιον του. δ) Η αιτίαση της ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως 363 σε συνδ. με 362 ΠΚ, το δικαστήριο της ουσίας, δέχθηκε ότι ο δικαστικός επιμελητής που επιδίδει εξώδικο ή διαδικαστικό έγγραφο και λαμβάνει γνώση του περιεχομένου του και εν προκειμένω ο δικαστικός επιμελητής που επέδωσε την από 9-5-2007 έγγραφη δήλωση της προς τον εγκαλούντα θεωρείται τρίτος, είναι αβάσιμη και ως εκ τούτου απορριπτέα , διότι στην έννοια του τρίτου κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις διαλαμβάνεται οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο ή αρχή, όπως ο γραμματέας, ο δικαστικός επιμελητής, οι δικαστές που έλαβαν γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διαδόσεως (ΑΠ 1362/2000 ΠΧ ΝΑ518). ε) Η αιτίαση της ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ως άνω ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, το ουσιαστικό δικαστήριο δέχθηκε ότι στην έννοια του τρίτου στην διάταξη αυτή (362-363 ΠΚ) εντάσσονται και οι συνεργάτες στο γραφείο του εγκαλούντος, διότι οι τελευταίοι έλαβαν γνώση της εξωδίκου δηλώσεως της, μετά από ενημέρωση τους από τον ίδιο τον εγκαλούντα, είναι αβάσιμη, διότι στηρίζεται σε αναληθή προϋπόθεση, καθόσον στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν διαλαμβάνεται παραδοχή ότι οι συνεργάτες στο γραφείο του εγκαλούντος έλαβαν γνώση του εξωδίκου αυτού μετά από επίδειξη του σ’ αυτούς από τον εγκαλούντα.
    Συνεπώς οι προβαλλόμενοι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ! και Ε! ΚΠΔ λόγοι αναίρεσης, για έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν .
    Η επιβαλλομένη κατά τα άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προτείνονται από τον κατηγορούμενο ή από τον συνήγορο του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και ο ισχυρισμός περί συνδρομής ελαφρυντικής περιστάσεως, μεταξύ των οποίων και εκείνη για την οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 84 παρ. 2 α! Π Κ και σε περίπτωση αναγνωρίσεως της επιβάλλεται ποινή μειωμένη κατά το μέτρο του άρθρου 83 του αυτού κώδικα, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, γιατί σε διαφορετική περίπτωση, ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο Δ’ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, ενώ, η μη απάντηση στον ισχυρισμό αυτό συνιστά έλλειψη ακροάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 170 παρ. 2 του ΚΠΔ, και ιδρύει ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως, που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχείο Β’ του ίδιου κώδικα. Όταν, όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτώς και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωση τους, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και μάλιστα με ειδική αιτιολογία για να τον απορρίψει, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό.
    Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα πρακτικά της αναιρεσιβαλλομένης, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, ο συνήγορος της κατηγορουμένης μετά την απαγγελία της περί ενοχής αποφάσεως του δικαστηρίου και την μετά ταύτα αποσφράγιση και ανάγνωση του ποινικού μητρώου αυτής, ζήτησε "να αναγνωρισθεί στην εντολέα του η ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου κατ’ αρθρ. 84 παρ. 2 στοιχ.α’ ΠΚ". Έτσι, όμως, όπως διατυπώθηκε ο αυτοτελής αυτός ισχυρισμός με την προφορική επιγραμματική μόνο διατύπωση του σχετικού άρθρου του ΠΚ είναι εντελώς αόριστος, αφού δεν συνοδεύτηκε με παράθεση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών από τα οποία να προκύπτει ο πρότερος έντιμος βίος της κατηγορουμένης. Επομένως προβλήθηκε κατά τρόπο απαράδεκτο και το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και μάλιστα αιτιολογημένα. Παρά ταύτα όμως ως εκ περισσού αυτό απέρριψε τον ανωτέρω αυτοτελή ισχυρισμό, με την παρακάτω αιτιολογία: "Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, δεν αποδείχθηκαν συγκεκριμένα περιστατικά θετικής και επωφελούς για την κοινωνία δράσης και συμπεριφοράς της κατηγορουμένης μέχρι την τέλεση της ανωτέρω πράξης, τα οποία άλλωστε ούτε η κατηγορουμένη επικαλείται, για αυτό ο πιο πάνω αυτοτελής ισχυρισμός της ότι συντρέχει στο πρόσωπο της η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. α’ ΠΚ, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος".
    Συνεπώς οι σχετικοί, από το άρθρο 510 παρ.1 Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ, λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως περί ελλείψεως αιτιολογίας της απορριπτικής του αυτοτελούς ισχυρισμού αποφάσεως και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α’ ΠΚ, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν.
    Περαιτέρω, κατά την παρ. 4 του άρθρου 79 ΠΚ, ορίζεται ότι "στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την ποινή που επέβαλε". Η διάταξη αυτή αναφέρεται στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου που ορίζει ότι "κατά την επιμέτρηση της ποινής στα όρια που διαγράφει ο νόμος, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη: α) τη βαρύτητα του εγκλήματος που έχει τελεστεί και β) την προσωπικότητα του εγκληματία". Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 του ίδιου άρθρου, αναφορικά με τα κριτήρια που λαμβάνει υπόψη του το δικαστήριο για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος και της προσωπικότητας του δράστη, προκύπτει ότι η επιμέτρηση της ποινής, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο λαμβάνει υπόψη του τη βαρύτητα του εγκλήματος και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, όπως αυτά προκύπτουν από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά για την ενοχή του, χωρίς να έχει υποχρέωση να διαλάβει στην περί ποινής απόφαση του για τα στοιχεία αυτά και άλλη ειδικότερη αιτιολογία.
    Στην προκειμένη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά αυτής, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού λόγου, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας αναφέρει τις διατάξεις του ΠΚ, που προβλέπουν και τιμωρούν την πράξη για την οποία κηρύχθηκε ένοχη η κατηγορουμένη και ότι κατά την επιμέτρηση της πιο πάνω ποινής φυλακίσεως των έξι (6) μηνών, που επέβαλε σ’ αυτήν, έλαβε υπόψη τη βαρύτητα του εγκλήματος που διέπραξε και την προσωπικότητα της. Για την εκτίμηση των στοιχείων τούτων χρησιμοποίησε και τα κριτήρια των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 79 ΠΚ, που ειδικώς μνημονεύει στην απόφαση. ’ρα περιέχει η απόφαση ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση της ποινής που επέβαλε το δικαστήριο. Η αιτίαση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης ότι, για την επιμέτρηση της ποινής αξιολογήθηκαν ανύπαρκτα περιστατικά που δεν έλαβαν χώρα συνδυαζόμενα με δήθεν ομολογία της ιδίας, διότι γίνεται αναφορά στο αιτιολογικό της αποφάσεως επιμέτρησης της ποινής, στη μετάνοια και την προθυμία της να επανορθώσει τις συνέπειες της πράξεως της, πρέπει να απορριφθεί διότι στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως. Τούτο διότι, στο ανωτέρω αιτιολογικό αναφέρονται τα στοιχεία που απαιτεί η ως άνω διάταξη μεταξύ των οποίων είναι και το υπ’ αρ. 3 στοιχ. δ’ ΠΚ, ήτοι της διαγωγής που επέδειξε η κατηγορουμένη κατά τη διάρκεια της πράξης και μετά από αυτήν, ιδίως την μετάνοια και την προθυμία της να επανορθώσει τις συνέπειες της πράξεως της, τα οποία αξιολογούνται για την εκτίμηση της προσωπικότητας της, εν προκειμένω, και όχι ως ομολογία της πράξεως για την οποία καταδικάσθηκε.
    Συνεπώς, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ τέταρτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζεται ότι συντρέχει έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στην απόφαση για την επιμέτρηση της ποινής που επιβλήθηκε στην αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη, λόγω απλής επανάληψης της διατυπώσεως της διατάξεως του νόμου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
    Κατ’ ακολουθία όλων των ανωτέρω, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης για έρευνα πρέπει να απορριφθεί κατ’ ουσία η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος, ο οποίος με την ιδιότητα του δικηγόρου που συντρέχει στο πρόσωπο του παραστάθηκε αυτοπροσώπως (άρθρο 176, 183 Κ.Πολ.Δ.)
    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει, την υπ’ αριθμό πρωτ.7771/25-11-2014 αίτηση-δήλωση της Μ. Κ. του Δ., κατοίκου ... οδός ... αρ. ..., για αναίρεση της υπ’ αρ. 7202/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και
    Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος εκ τριακοσίων (300) ευρώ.
    Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Μαρτίου 2015.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Μαΐου 2015.
    Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


Δικαστήριο:ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
Τόπος:ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:1777
Ετος:2017

Όροι θησαυρού:ΔΥΣΦΗΜΙΣΗ ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΚΗ
Περίληψη

Ψευδής καταμήνυση - Ψευδορκία μάρτυρα - Συκοφαντική δυσφήμηση - Ψευδή ανώμοτι κατάθεση -. Για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης, ως "τρίτος" ενώπιον του οποίου πρέπει να γίνει ο ψευδής ισχυρισμός ή διάδοση μπορεί να είναι οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο ή Αρχή, όπως γραμματέας, δικαστικός επιμελητής, δικαστής, εισαγγελέας και αστυνομικός. Είναι ορθή και αιτιολογημένη η καταδικαστική απόφαση για ψευδή καταμήνυση, συκοφαντική δυσφήμηση, ψευδορκία μάρτυρα και ψευδή ανώμοτη κατάθεση. Ο κατηγορούμενος εγχείρισε στον Εισαγγελέα μήνυση σε βάρος του εγκαλούντος, αστυνομικού διοικητή, με την οποία ισχυρίστηκε εν γνώσει του ψευδώς ότι ο τελευταίος παραβίασε το υπηρεσιακό του καθήκον προς όφελος τρίτων, και συγκεκριμένα αλλοίωσε το περιεχόμενο της δοθείσας ένορκης κατάθεσης του κατ/νου με σκοπό να ευνοήσει τους καταγγελλόμενους μ’ αυτή.

Κείμενο Απόφασης

Αριθμός 1777/2017

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 221/2017 πράξη του νόμιμου αναπληρωτή του ελλείποντος Προέδρου του Αρείου Πάγου), Δημήτριο Χονδρογιάννη, Αρτεμισία Παναγιώτου - Εισηγήτρια, Γεώργιο Αναστασάκο και Ιωάννη Μαγγίνα, Αρεοπαγίτες.

    Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Σεπτεμβρίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανάσιου Ακριτίδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1. Α. Λ. του Θ., κατοίκου ..., που δεν παρέστη και 2. Ε. Θ. του Ν., κατοίκου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Α. Φ., για αναίρεση της υπ’ αριθ. 3807/2017 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με πολιτικώς ενάγοντα τον Ε. Π. του Ι., κάτοικο Αθηνών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κ. Π.

    Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις 1) υπ’ αριθμ. πρωτ. .../31-7-2017 αίτηση αναίρεσης του πρώτου αναιρεσείοντος και 2) υπ’ αριθμ. πρωτ. ...31-7-2017 αίτηση αναίρεσης του δευτέρου αναιρεσείοντος, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό .../2017.
    Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε: α) να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η υπ’ αριθμ. πρωτ. .../31-7-2017 αίτηση αναίρεσης του πρώτου αναιρεσείοντος Α. Λ. και Β)να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης του δεύτερου αναιρεσείοντος Ε. Θ..
    ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς συζήτηση οι έχουσες ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα 1) η από 30-7-2017 (αριθμ. πρωτ. .../31-7- 2017) αίτηση του Α. Λ. του Θ., κατοίκου ... και 2) η από 30-7-2017 (αριθμ. πρωτ. ...31-7-2017) αίτηση του Ε. Θ. του Ν., κατοίκου ..., για αναίρεση της με αριθμ. 3807/2017 καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλη μ/των) Αθηνών.
    Α) Ως προς την αίτηση αναίρεσης του Α. Λ. :
Κατά το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ’ του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, ενώ, κατά το άρθρο 514 εδ. α’ του ιδίου Κώδικα, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτηση του απορρίπτεται. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα υπό ημερομηνία 11- 8-2017 αποδεικτικά επιδόσεως του Επιμελητή της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου Λ. Χ., ο αναιρεσείων Α. Λ. του Θ., κάτοικος ..., κλητεύθηκε από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα κατά τη διάταξη του άρθρου 155 παρ. 2 εδ. β’ , γ’ και δ’ του ως άνω Κώδικα, για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, πλην όμως δεν εμφανίσθηκε κατ’ αυτήν και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Κατά συνέπεια, η ανωτέρω υπό κρίση (αριθμ. πρωτ. .../31-7-2017) αίτηση αναίρεσης αυτού, πρέπει να απορριφθεί και να του επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
    Β) Ως προς την αίτηση αναίρεσης, του Ε. Θ. :
Κατά τη διάταξη του άρθρου 174 παρ. 2 του ΚΠΔ, ορίζεται ότι "Η ακυρότητα της κλήσης στο ακροατήριο ή του κλητήριου θεσπίσματος του κατηγορουμένου και του αστικώς υπευθύνου και του καταλόγου των μαρτύρων, η ακυρότητα της επίδοσης ή της κοινοποίησής τους και της πολιτικής αγωγής, καθώς και η ακυρότητα που αναφέρεται στο άρθρο 166 παρ. 3 καλύπτονται, αν εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη εμφανισθεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις για την πρόοδο της. Μπορεί όμως, το δικαστήριο να αναβάλει τη συζήτηση, αν κρίνει ότι από την ακυρότητα, μολονότι δεν προτάθηκε, είναι δυνατό να προξενηθεί βλάβη στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου ή του αστικώς υπευθύνου". Από την παραπάνω διάταξη σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 173 παρ. 1 του ΚΠΔ συνάγεται ότι η ακυρότητα της κλήσης στο ακροατήριο του κατηγορουμένου, η ακυρότητα της επίδοσης ή της κοινοποίησής τους, καθώς και κάθε ακυρότητα που αναφέρεται στα άρθρα 154 - 166 ΚΠΔ είναι σχετική και αφορά σε διαδικαστική πράξη που κατ’ ανάγκη επιδρά στο κύρος της διαδικασίας στο ακροατήριο και στην καταδικαστική απόφαση που τυχόν εκδοθεί, αν δεν καλυφθεί, και καλύπτεται, αν ο κατηγορούμενος που κλητεύθηκε στη δίκη εμφανισθεί και δεν προβάλει αντιρρήσεις για την πρόοδό της.
    Αν προταθεί εγκαίρως ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου η μη επίδοση ή η ακυρότητα της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος και εκ του λόγου αυτού προβληθεί αντίρρηση προόδου της διαδικασίας και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο την απορρίψει, ο κατηγορούμενος, αν εμμένει σε αυτήν, πρέπει να επαναφέρει στο εφετείο την πρόταση της μη επίδοσης ή της ακυρότητας και την αντίρρηση κατά της προόδου της διαδικασίας ή να την προβάλλει το πρώτον, αν καταδικάστηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό, διαλαμβάνοντας στην τυχόν ασκηθείσα έφεσή του ειδικό λόγο εφέσεως περί αυτού. Αυτό αποτελεί την προϋπόθεση για να μπορεί να προτείνει παραδεκτά και πάλι στο Εφετείο τον σχετικό ισχυρισμό του και τούτο θα γίνει πριν την ανάπτυξη της έφεσής του από τον εισαγγελέα ή πριν την εξέταση οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου, διαφορετικά είναι απαράδεκτος (ΑΠ 1341/2015, ΑΠ 137/2015). Τέλος, η απορρίπτουσα τον παραπάνω ισχυρισμό του κατηγορουμένου απόφαση, που είναι προπαρασκευαστική, πρέπει και αυτή, κατ’ άρθρο 139 ΚΠΔ, να έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, που παραδεκτά επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, με τη με αριθμό 38227/2014 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων Ε. Θ. καταδικάστηκε σε πρώτο βαθμό ερήμην σε συνολική ποινή φυλάκισης ενός (1) έτους και δέκα έξι (16) μηνών για ψευδή καταμήνυση, ψευδορκία μάρτυρα, ψευδή ανώμοτη κατάθεση και συκοφαντική δυσφήμιση κατ’ εξακολούθηση. Κατά της παραπάνω απόφασης, που του επιδόθηκε ως αγνώστου διαμονής, άσκησε τη με αριθ. εκθ. ...10-10-2016 εκπρόθεσμη έφεση, στην οποία με ειδικό λόγο έφεσης πρόβαλλε ακυρότητα όλων των προς αυτόν γενομένων επιδόσεων ως αγνώστου διαμονής ενώ ήταν γνωστής διαμονής και δη τόσον του κλητηρίου θεσπίσματος όσον και της εκκαλουμένης πρωτόδικης απόφασης, με το εξής, κατά πιστή μεταφορά, περιεχόμενο της εκθέσεως εφέσεως: "Ζήτησε να γίνει δεκτή η έφεση διότι ποτέ δεν ήταν αγνώστου διαμονής και είχε πάντα γνωστή διαμονή και κατοικία, οδός ..., ποτέ δεν του επιδόθηκε άλλως δεν του επιδόθηκε νόμιμα η εκκαλουμένη, της οποίας έλαβα γνώση τυχαία χθες, όπως επίσης ποτέ δεν του επιδόθηκε άλλως δεν του επιδόθηκε νόμιμα το κλητήριο θέσπισμα, κατά την επίδοση αυτού δεν ήταν άγνωστης διαμονής αλλά είχε γνωστή διαμονή και κατοικία, όπως επίσης ποτέ δεν κλήθηκε νόμιμα και στην προανάκριση, μετά δε την οδό ... έως Αύγουστο 2012 εγκαταστάθηκε στην νέα διεύθυνση ... και από Σεπτέμβριο 2016 είμαι κάτοικος στην άνω διεύθυνση στην ...)".
    Κατά την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 14-12-2016, κατά την οποία ο κατηγορούμενος ήταν παρών, η ως άνω έφεση έγινε τυπικά δεκτή και στη συνέχεια το Δικαστήριο διέκοψε τη συνεδρίαση για την 21-1-2017 προκειμένου να κληθούν οι μάρτυρες Γ. Γ. και Δ. Κ.. Κατά τη νέα αυτή δικάσιμο, η συνεδρίαση διεκόπη εκ νέου για τις 3-4-2017, κατά την οποία, με παρόντα και πάλι τον ως άνω κατηγορούμενο, η υπόθεση αναβλήθηκε κατ’ άρθρο 349 ΚΠΔ για τη δικάσιμο της 10-5-2017, κατά την οποία, μετά την ανάπτυξη από τον Εισαγγελέα της εφέσεως του αναιρεσείοντα και αυτής του συγκατηγορουμένου του Α. Λ. και την εκφώνηση των ονομάτων των μαρτύρων κατηγορίας, ο συνήγορος υπεράσπισης αυτών ανέπτυξε προφορικά και υπέβαλε γραπτώς τον ακόλουθο, κατά λέξη, ισχυρισμό : "Σχετικά με την έφεση μου κατά της 38227/2014 απόφασης του Τριμελούς. Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κατά της οποίας άσκησα την έφεση που δικάζεται σήμερα ενώπιον Σας η έφεσή μου αυτή ασκήθηκε προ πάσης επίδοσης της απόφασης και πρέπει να παύσει η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, αφού έλαβα γνώση των πράξεων για τις οποίες κατηγορούμαι και εκδικάζονται στο Δικαστήριο σας στις 5-10-2016 και για τις πράξεις αυτές ουδέποτε μου κοινοποιήθηκε ΚΛΗΤΗΡΙΟ ΘΕΣΠΙΣΜΑ ούτε η κλήση για προανάκριση.
    Από τα επιδοτήρια της δικογραφίας φαίνεται ότι αναζητήθηκα για επίδοση αυτών στις 1/8/2014 και 6/4/2012 αντίστοιχα στην οδό ... στην ... αλλά με βεβαιώσεις υπαλλήλων επίδοσης δεν υπάρχει οδός ... και στη συνέχεια η επίδοση έγινε σαν αγνώστου διαμονής. Όμως η επίδοση του Κλητηρίου Θεσπίσματος, σαν αγνώστου διαμονής, δεν είναι νόμιμη, αφού ποτέ δεν ήμουν αγνώστου διαμονής, η οδός ... υπάρχει και πάντα είχα γνωστή διαμονή στις Αρχές. Συγκεκριμένα στην οδό ... κατοικούσα από το έτος 2003 έως τον Αύγουστο του 2012 και προσκομίζω και αναγνώστηκαν στο Δικαστήριο το από 1/7/2003 μισθωτήριο συμβόλαιο (με έμενα μισθωτή), 3 λογαριασμούς ΟΤΕ, 2 ειδοποιήσεις ... και τις από 22/5/2012 και 20/6/2009 κλήσεις Εισαγγελίας Αθηνών και Ειρηνοδικείου Ελευσίνας για προανάκριση. Στη συνέχεια η κατοικία μου ήταν στην οδό ... στην ..., ίδετε προσαγόμενες 2 κλήσεις Εισαγγελίας σαν μάρτυρας (η μία αναφέρει και οδό ...), αφού κατά την αποχώρησή μου από την οδό ... είχα ενημερώσει τον ιδιοκτήτη για την αλλαγή διεύθυνσής μου για παραλαβή - αποστολή εγγράφων που με αφορούσαν και τέλος έγγραφο της Εισαγγελίας Χαλκίδας.
    Επειδή ποτέ δεν ήμουν αγνώστου διαμονής, οι βεβαιώσεις των οργάνων επίδοσης στην επίδοση του Κλητηρίου, ότι δεν υπάρχει οδός ... στην. ..., δεν αποδίδουν την πραγματικότητα και εάν είχα κληθεί ορθά στην οδό ... θα υπήρχε ενημέρωση για τη μετοίκησή μου στην οδό ... και επομένως δεν μου επιδόθηκε νόμιμα το κλητήριο θέσπισμα εντός πενταετίας από τον αποδιδόμενο χρόνο τέλεσης των αποδιδόμενων πράξεων, για να επέλθει η διακοπή της παραγραφής.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΖΗΤΩ
Να γίνει δεκτή η ένστασή μου περί παραγραφής των αποδιδόμενων πράξεων λόγω μη επίδοσης εντός πενταετίας του Κλητηρίου Θεσπίσματος και να παύσει οριστικά η σε βάρος μου ποινική δίωξη. Αθήνα 10-5-2017. Ο πληρεξούσιος Δικηγόρος Α. Φ.".
    Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με παρεμπίπτουσα προηγηθείσα της ενοχής απόφασή του, απέρριψε τον ως άνω ισχυρισμό ως απαράδεκτο με την ακόλουθη, κατά πιστή αντιγραφή αιτιολογία : "Στην προκειμένη περίπτωση ο δεύτερος των κατηγορουμένων Ε. Θ. με την ένδικη υπ’ αριθμ. ... από 10-10-2016 έφεσή του κατά της εκκαλουμένης υπ’ αριθμ. 38227/10-10-2014 αποφάσεως του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών ζήτησε να γίνει δεκτή η έφεσή του να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία εκδόθηκε ερήμην του, και να απαλλαγεί από τις κατηγορίες του για όσους λόγους ήθελε εκθέσει στο παρόν Δικαστήριο και επειδή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν εκτίμησε σωστά τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως και τον κήρυξε ένοχο πράξεων τις οποίες δεν εκτέλεσε. Επίσης ισχυριζόταν ότι ποτέ δεν ήταν αγνώστου διαμονής και είχε πάντα γνωστή διαμονή και κατοικία, οδός ... έως ..., ποτέ δεν του επιδόθηκε, άλλως δεν του επιδόθηκε νόμιμα η εκκαλουμένη, της οποίας έλαβε γνώση τυχαία την προηγούμενη ημέρα καταθέσεως της, εν λόγω εφέσεώς του, όπως, επίσης, ποτέ δεν του επιδόθηκε, άλλως δεν του επιδόθηκε νόμιμα το κλητήριο θέσπισμα, κατά την επίδοση αυτού δεν ήταν αγνώστου διαμονής αλλά είχε γνωστή διαμονή και κατοικία, όπως επίσης ποτέ δεν κλήθηκε νόμιμα και στην προανάκριση, μετά δε την οδό ... ... έως Αύγουστο 2012 εγκαταστάθηκε στη νέα διεύθυνση ... και από Σεπτέμβριο 2016 είναι κάτοικος στην άνω διεύθυνση στην ... (...). Η εκδίκαση της ως άνω έφεσης του εν λόγω κατηγορουμένου ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προσδιορίστηκε στη δικάσιμο της 14-12-2016, ο ίδιος κατηγορούμενος ήταν παρών μετά του συνηγόρου του υπεράσπισης Α. Φ., και όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του εκδοθέντος αποσπάσματος της 7594/2016 αποφάσεως του Δικαστηρίου και την επισκόπηση της επί του εξωφύλλου του φακέλου της δικογραφίας σχετικής επισημειώσεως του Προεδρεύοντος Δικαστή, ο κατηγορούμενος δεν αντέλεξε στην πρόοδο της δίκης, επικαλούμενος την αναφερόμενη στο εφετήριο ακυρότητα της κλητεύσεώς του στην πρωτόδικη δίκη ή του εισαγωγικού δικογράφου ή της κλήσεως του σε αυτή, κατά την εμφάνιση του στο ακροατήριο του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου και μέχρι την έναρξη της συζήτησης (εκδίκασης) της υποθέσεως του, κατά την οποία έγινε μεν τυπικά δεκτή η έφεσή του καθώς και η προσδιορισθείσα στην ίδια δικάσιμο υπ’ αριθμ. .../4-10-2016 έφεση του συγκατηγορουμένου του Α. Λ., δηλώθηκε νομότυπα παράσταση πολιτικής αγωγής και διετάχθη η πρόοδος της διαδικασίας, πλην, όμως, η συνεδρίαση του Δικαστηρίου διεκόπη για την 12-1-2017, προκειμένου να κληθούν με επιμέλεια της Εισαγγελίας οι απολιπόμενοι ουσιώδεις μάρτυρες του κατηγορητηρίου αστυνομικοί Γ. Γ. και Δ. Κ..
    Περαιτέρω κατά την ορισθείσα ημερομηνία της 12-1-2017 έλαβε χώρα νέα διακοπή της δίκης για τη δικάσιμο της 3-4-2017, κατά την οποία με παρόντα τον ως άνω κατηγορούμενο Ε. Θ. και με απόντα, αλλά νόμιμα εκπροσωπούμενο από τον ως άνω συνήγορο υπεράσπισης Α. Φ., η υπόθεση αναβλήθηκε για την ως άνω δικάσιμο της 10-5-2017, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 349 ΚΠΔ, στο πρόσωπο του εν λόγω συνηγόρου των κατηγορουμένων, ο οποίος δήλωσε ότι τηρεί την απόφαση της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων περί αποχής των δικηγόρων μετά από τη δεύτερη ημέρα συνεδρίασης (βλ. το απόσπασμα της υπ’ αριθμ. 1978/3-4-2017 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου).
    Κατά την ορισθείσα δε, κατά τα προεκτεθέντα, μετ’ αναβολή, σημερινή δικάσιμο της 10-5-2017 ο ως άνω κατηγορούμενος με το κατατεθέν και καταχωρηθέν στα πρακτικά συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου έγγραφο σημείωμά του, το πρώτον προβάλλει αντιρρήσεις για τη συνέχιση της ακροαματικής διαδικασίας, επικαλούμενος την αναφερόμενη στο εφετήριο ακυρότητα της κλητεύσεώς του στην πρωτόδικη δίκη, και τη συνεπεία αυτής επελθούσα παραγραφή των πράξεων για τις οποίες κατηγορείται και έχει καταδικασθεί με την πρωτόδικη απόφαση. Σύμφωνα, όμως, με τις προεκτεθείσες νομικές διατάξεις και σκέψεις η προβαλλόμενη ακυρότητα είναι σχετική και εφόσον αυτή δεν προτάθηκε κατά την αρχική εμφάνισή του στο ακροατήριο του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου και μέχρι την έναρξη της συζήτησης (εκδίκασης) της υποθέσεως του, κατά την οποία έγινε τυπικά δεκτή η έφεσή του και διετάχθη η συνέχιση της διαδικασίας, ανεξαρτήτως των μεσολαβουσών διαδοχικών διακοπών - αναβολής, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, έχει ήδη καλυφθεί και δεν μπορεί να προταθεί στο παρόν μεταγενέστερο στάδιο συνέχισης της ακροαματικής διαδικασίας με την εξέταση των μαρτύρων κατηγορίας. Πρέπει, συνεπώς, η ως άνω προταθείσα ένσταση να απορριφθεί ως απαράδεκτη".
    Με τις παραδοχές αυτές, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ορθά και με την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απέρριψε τον ως άνω ισχυρισμό ως απαράδεκτο, εφόσον, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, δεν προβλήθηκε μέχρι την έναρξη της συζήτησης της υποθέσεώς του και πριν την ανάπτυξη της έφεσής του από τον Εισαγγελέα, αναγκαία προϋπόθεση μαζί με την προβολή του με ειδικό λόγο έφεσης για να είναι παραδεκτός. Η ειδικότερη αιτίαση ότι το Δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στην ως άνω απορριπτική του εν λόγω ισχυρισμού κρίση του, έλαβε υπόψη του έγγραφα που δεν αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και συγκεκριμένα τα αποσπάσματα των υπ’ αριθμ. 7594/2016 και 1978/17 αποφάσεων του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με αποτέλεσμα ο αναιρεσείων να στερηθεί τα εκ του άρθρου 358 ΚΠΔ δικαιώματά του, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη καθόσον, όπως ήδη ειπώθηκε, οι ως άνω αποφάσεις εκδόθηκαν με παρόντα τον κατηγορούμενο-αναιρεσείοντα και επομένως αυτός γνώριζε το περιεχόμενο τους. Επομένως, ο πρώτος, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ , Δ’ και, κατ’ εκτίμηση, Ε’ ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης, με τον οποίο, αναφορικά με την απόρριψη του παραπάνω ισχυρισμού, πλήττεται η παραπάνω απόφαση για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για έλλειψη νόμιμης βάσης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
    Κατά τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 ΠΚ, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι’ αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι’ αυτήν. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του υπ’ αυτής προβλεπομένου εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται αντικειμενικώς μεν να έγινε μήνυση ή ανακοίνωση με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχή ότι τελέστηκε από άλλον αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση το δε περιεχόμενο της μηνύσεως ή ανακοινώσεως να είναι αντικειμενικώς ψευδές, υποκειμενικώς δε άμεσος δόλος, ήτοι ο μηνύσας ή ανακοινώσας να είχε γνώση ότι το περιεχόμενο της μηνύσεως ή ανακοινώσεως είναι ψευδές και να έκανε τη μήνυση ή ανακοίνωση με σκοπό να προκληθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη σε βάρος εκείνου που καταμηνύεται, χωρίς να απαιτείται και πραγμάτωση του σκοπού αυτού. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 2 ΠΚ, η οποία ορίζει ότι με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται όποιος ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση αρχής ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια, προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα, απαιτείται ο μάρτυρας να καταθέσει ενόρκως, ενώπιον αρχής που είναι αρμόδια για την ένορκη εξέτασή του, τα πραγματικά περιστατικά που κατέθεσε να είναι ψευδή και να υφίσταται άμεσος δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση αυτού, ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει.
    Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 225 παρ. 1 περ. α’ του ΠΚ, προκύπτει ότι διαπράττει ψευδή ανώμοτη κατάθεση, τιμωρούμενη με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εκείνος, που, ενώ εξετάζεται χωρίς όρκο ως μάρτυρας από αρχή αρμόδια να ενεργεί τέτοια εξέταση, εν γνώσει του καταθέτει ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Για τη θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος, εκτός από τα λοιπά στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική του υπόσταση, απαιτείται υποκειμενικώς και άμεσος δόλος του δράστη, που συνίσταται στη γνώση αυτού, ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει. Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως, που τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, απαιτείται αντικειμενικώς μεν ισχυρισμός ή διάδοση από το δράστη για άλλον, ενώπιον τρίτου, ψευδούς γεγονότος, το οποίο μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφενός μεν τη γνώση του δράστη με την έννοια της βεβαιότητας ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και αφετέρου τη θέληση αυτού να ισχυριστεί ή διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό.
Εξάλλου, η δικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ’ αυτήν, προκειμένου περί καταδικαστικής αποφάσεως, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο όλο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά.
    Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη του δόλου που απαιτείται, κατά το άρθρο 26 παρ. 1 ΠΚ, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, δεν είναι κατ’ αρχήν ανάγκη να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι προκύπτει από την πραγμάτωση των περιστατικών τούτων.
    Όταν όμως, όπως συμβαίνει επί των εγκλημάτων της ψευδούς καταμηνύσεως, της ψευδορκίας μάρτυρα, της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης και της συκοφαντικής δυσφημήσεως, αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η "εν γνώσει" ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως ή η τέλεση της πράξεως με τον "σκοπό" προκλήσεως ορισμένου αποτελέσματος, δηλαδή άμεσος δόλος, η ύπαρξη αυτού πρέπει να αιτιολογείται ειδικά, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν ότι υπήρχε το στοιχείο της γνώσης και τούτο διότι η γνώση ως ενδιάθετη βούληση επιβάλλεται να εξειδικεύεται και να συνοδεύεται από εκδηλώσεις του δράστη εις τρόπον ώστε να συνάγεται σαφώς, ότι το περιεχόμενο της καταμηνύσεως κ.λ.π ήταν αποτέλεσμα της ενσυνείδητης ενέργειάς του, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
    Υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη, θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ιδίου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του δράστη, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση, περιστατικών. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ" αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ ΑΠ 3/2008).
    Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 3807/2017 απόφαση, το Τριμελές Εφετείο (Πλημ/των) Αθηνών, που την εξέδωσε σε δεύτερο βαθμό, δέχθηκε ανελέγκτως στο σκεπτικό του, μετά από εκτίμηση των αναφερομένων κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων, (ανωμοτί κατάθεση πολιτικώς ενάγοντα, καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας, πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης, αναγνωσθέντα έγγραφα και απολογία του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντα), ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Ο δεύτερος των εκκαλούντων κατηγορουμένων Ε. Θ. με την από 3-8-2009 μήνυση-έγκληση του, που εγχείρισε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών την αυτή ημερομηνία, ανέφερε ότι στον Ασπρόπυργο Αττικής, στη θέση "...", πάροδος ..., είχε εκμισθώσει από τις 5-8-2008 ένα ακίνητο, ιδιοκτησίας Π. Α., όπου εγκατέστησε επιχείρηση εμπορίας - επεξεργασίας παλαιών μετάλλων (scrap), και κατήγγειλε, μεταξύ άλλων, ότι στις 22-2- 2009 οι Γ. Π., Ν. Μ. και A. G. αφαίρεσαν από την ως άνω μάνδρα οκτώ (8) μηχανές (κινητήρες) φορτηγών μάρκας "VOLVO" και "MERCEDES" και δύο(2) με τρία (3) διαφορικά μάρκας "EUROPA", ότι στις 9-6-2009 από τον ίδιο ως άνω χώρο οι αυτοί ως άνω εγκαλούμενοι αφαίρεσαν, επίσης, από την εν λόγω μάνδρα και έξι (6)φιάλες οξυγόνου επαγγελματικής χρήσης, και ότι, ενώ ο ίδιος εμφανίστηκε στις 10-6-2009 στο Τμήμα Ασφαλείας ... και έδινε ένορκη κατάθεση σε βάρος των Ν. Μ. και A. G. για την αξιόποινη πράξη της κλοπής, οι τότε επίσης μηνυθέντες Δ. Κ. και ο ήδη εγκαλών και πολιτικώς ενάγων Ε. Π., αμφότεροι αστυνομικοί, του τελευταίου όντας τότε και Διοικητή του AT ..., ανέγραψαν στη ληφθείσα κατάθεση του γεγονότα διαφορετικά από αυτά που ο ίδιος ήθελε να καταθέσει και επιπλέον, ότι στο κείμενο της κατάθεσής του, του έκαναν ερωτήσεις που ο ίδιος έκρινε ότι δεν πρέπει να γίνουν, και ότι για το λόγο αυτό δεν ολοκλήρωσε, ούτε υπέγραψε την κατάθεσή του και απεχώρησε, καταγγέλλοντας, δηλαδή τους ως άνω αστυνομικούς ότι παραβίασαν τα υπηρεσιακά τους καθήκοντα.
    Η ως άνω έγκληση, όμως, κατά το προαναφερθέν τμήμα της σε βάρος των ανωτέρω καταμηνυθέντων αστυνομικών, με την υπ’ αριθμ. ... διάταξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, που επικυρώθηκε και με την υπ’ αριθμ. ...2011 διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, κατόπιν ασκηθείσας επί της πρώτης προσφυγής, απορρίφθηκε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, καθόσον κρίθηκε ότι υπήρξε ψευδής, δοθέντος ότι, όπως είχε αποδειχθεί, όταν στις 10-6-2009 και περί ώρα 10.30 ο τότε εγκαλών και ήδη δεύτερος των εκκαλούντων - κατηγορουμένων προσήλθε στο ΑΤ. ..., προκειμένου να καταθέσει σχετικά με την κλοπή, σε βάρος του, της παλέτας με τις έξι (6) φιάλες οξυγόνου, και άρχισε να καταθέτει ενόρκως ενώπιον των ως άνω μηνυθέντων αστυνομικών, όταν ολοκλήρωσε, του ζητήθηκε από τους άνω αστυνομικούς να απαντήσει σε διευκρινιστικές ερωτήσεις. Εκείνος δε τότε, εκδηλώνοντας ανησυχία και νευρικότητα κάλεσε από το κινητό του τον ήδη πρώτο εκκαλούντα - συγκατηγορούμενο του Α. Λ., ο οποίος φέρεται ότι του είχε υπεκμισθώσει το χώρο (μάνδρα), όπου λειτουργούσε την ως άνω επιχείρησή του εμπορίας-επεξεργασίας παλαιών μετάλλων, στον οποίο είπε: "Έλα Α., εδώ κάνουν ερωτήσεις", και αφού έκλεισε το τηλέφωνο, όπως του ζητήθηκε, δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να απαντήσει σε ερωτήσεις. Τότε του επισημάνθηκε ότι οι ερωτήσεις θα του ετίθεντο και αν εκείνος ηρνείτο να απαντήσει, τότε θα καταχωρείτο στην έκθεση η άρνησή του.
    Τα ερωτήματα δε, τα οποία τέθηκαν στον τότε εγκαλούντα και ήδη δεύτερο των εκκαλούντων - κατηγορουμένων αποσκοπούσαν στην αποσαφήνιση των όσων κατέθετε, διότι έδινε την εντύπωση ότι τελούσε σε σύγχυση. Τελικά, αφού ολοκληρώθηκε η εξέτασή του και του αναγνώσθηκε η συνταχθείσα έκθεση, ζητήθηκε από τον τελευταίο να την υπογράψει. Αυτός δέχθηκε τότε κλήση από το κινητό του από τον ήδη ως άνω συγκατηγορούμενο του Α. Λ. και αφού συνομίλησε μαζί του, δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να υπογράψει τη συνταχθείσα έκθεση μάρτυρα, γεγονός για το οποίο έγινε σχετική μνεία στην έκθεση ένορκης εξέτασης. Ακολούθως ο ήδη εγκαλών και πολιτικώς ενάγων μετέβη στο γραφείο του Διοικητή του ΑΤ. ... και αφού τον ενημέρωσε, επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον Εισαγγελέα ποινικής Δίωξης, προκειμένου να τον ενημερώσει για την καταγγελία και τις μετέπειτα πράξεις του ως άνω τότε εγκαλούντος και ήδη δεύτερου εκκαλούντος - κατηγορουμένου και να του δοθούν οδηγίες. Επομένως, με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, είναι προφανές ότι σε ουδεμία παράβαση κατά την άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων περιέπεσε ο εκ των μηνυθέντων τότε και ήδη εγκαλών και πολιτικώς ενάγων και η ως άνω από 3-8-2009 έγκληση του τότε εγκαλούντος και ήδη δεύτερου εκκαλούντος - κατηγορουμένου υπήρξε, κατά το τμήμα της αυτό ψευδής, και την αναλήθεια των ως άνω καταγγελθέντων γνώριζε ο εν λόγω κατηγορούμενος, ο οποίος, μάλιστα επιβεβαίωσε και ενόρκως στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών, ως αληθές το περιεχόμενο της, προέβη δε στην πράξη του αυτή από καθαρή εμπάθεια και αδικαιολόγητη καχυποψία προς το πρόσωπο του εγκαλούντος αστυνομικού, ο οποίος υπήρξε και Διοικητής του AT ..., για να πλήξει την εικόνα της λειτουργίας των αστυνομικών του συγκεκριμένου Αστυνομικού Τμήματος και να προκαλέσει την πειθαρχική και ποινική καταδίωξη του τελευταίου, χωρίς, ωστόσο, αποτέλεσμα, αφού με τις προεκτεθείσες εισαγγελικές διατάξεις, απορρίφθηκαν οι ως άνω καταγγελίες ως αβάσιμες.
    Περαιτέρω από τα ίδια προεκτεθέντα στην αρχή αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι ο ίδιος ως άνω κατηγορούμενος και στις 30-10-2009 εξεταζόμενος χωρίς όρκο, ως μάρτυρας, από αρχή αρμόδια να ενεργεί τέτοια εξέταση, εν γνώσει του κατέθεσε ψέματα και συγκεκριμένα, εξεταζόμενος χωρίς όρκο ενώπιον των προανακριτικών υπαλλήλων της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ., στα πλαίσια διενεργηθείσης σε βάρος του τότε εγκαλουμένου και τώρα εγκαλούντος και πολιτικώς ενάγοντος Ε. Π. προκαταρκτικής εξέτασης, κατόπιν της προεκτεθείσης από 3-8-2009 υποβληθείσης εγκλήσεώς του πρώτου σε βάρος, μεταξύ άλλων, και του δεύτερου, επανέλαβε ως αληθείς, τους ανωτέρω προαναφερθέντες ισχυρισμούς του σε βάρος του τελευταίου, καίτοι γνώριζε ότι ήταν ψευδείς, αφού, όπως αποδείχθηκε, ο εν λόγω καταμηνυθείς ουδέποτε προσπάθησε να αλλοιώσει το περιεχόμενο της καταθέσεως του εν λόγω κατηγορουμένου, με σκοπό να ευνοήσει τους καταγγελλόμενους με αυτή.
    Επίσης όλοι οι ως άνω ψευδείς ισχυρισμοί του ανωτέρω κατηγορουμένου, για τον νυν εγκαλούντα, και δη περί του ότι παραβίασε το υπηρεσιακό του καθήκον προς όφελος τρίτων, που περιέχονταν τόσο στην από 3-8-2009 έγκλησή του, που εγχείρισε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, όσο και στην από 30-10-2009 ανώμοτη κατάθεση του, που έδωσε στους προανακριτικούς υπαλλήλους της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ., αντίστοιχα, και των οποίων έλαβε γνώση ο εν λόγω ήδη εγκαλών και πολιτικώς ενάγων την 1-2-2010, ότε και έλαβε αντίγραφα της σχηματισθείσης σε βάρος του δικογραφίας, διατυπώθηκαν και ενώπιον τρίτων, δηλαδή εκείνων που κατά την άσκηση των καθηκόντων τους έλαβαν γνώση του περιεχομένου της ψευδούς εγκλήσεώς του (Εισαγγελέα - Γραμματέων - Αστυνομικών) μπορούσαν, αναμφίβολα, να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του παθόντος εγκαλούντος και πολιτικώς ενάγοντος, ως ατόμου, αλλά και ως αξιωματικού της ΕΛ.ΑΣ....
    Με βάση, επομένως, τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά στοιχειοθετούνται τόσο η αντικειμενική, όσο και η υποκειμενική υπόσταση των αποδιδομένων σε αμφοτέρους τους κατηγορουμένους πράξεων και συγκεκριμένα σε βάρος του δεύτερου κατηγορουμένου Ε. Θ. των πράξεων της ψευδούς καταμηνύσεως, ψευδορκίας μάρτυρα, ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης και συκοφαντικής δυσφήμησης κατ’ εξακολούθηση, και αφού απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι όλοι οι περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι ισχυρισμοί αυτών, να κηρυχθούν αμφότεροι ένοχοι για τις εν λόγω πράξεις τους. Δέχεται, όμως, το Δικαστήριο ότι στο δεύτερο των κατηγορουμένων, ο οποίος έχει λευκό ποινικό μητρώο και αποδείχθηκε από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων που προεκτέθηκαν ότι είχε ζήσει έως το χρόνο που τέλεσε τις πράξεις του, για τις οποίες κρίθηκε η ενοχή του, έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, πρέπει να αναγνωριστεί το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου (άρθρ. 84 παρ.2 εδ. α’ ΠΚ). Αντίθετα οι προβληθέντες αυτοτελείς ισχυρισμοί αμφοτέρων των κατηγορουμένων για αναγνώριση και των λοιπών ελαφρυντικών του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. β’ , δ’ και ε’ του ΠΚ πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι, αφού από τα ίδια προεκτεθέντα αποδεικτικά μέσα (μαρτυρικές καταθέσεις, αναγνωσθέντα έγγραφα, απολογία δεύτερου κατηγορουμένου) ουδόλως αποδείχθηκε ότι οι εν λόγω κατηγορούμενοι ωθήθηκαν στην τέλεση των ως άνω πράξεων τους από μη ταπεινά αίτια, και δη τέτοια που να μην είναι αντίθετα προς την κοινή συνείδηση περί ηθικής ή της κοινωνικής τάξης και δεν μαρτυρούν διαστροφή του χαρακτήρα ή κακοβουλία του δράστη, ούτε ότι επέδειξαν ειλικρινή και έμπρακτη μεταμέλεια για τις πράξεις τους, μη αρκούσης της απλής συγγνώμης, αλλ’ ούτε και προέκυψε ότι επιδίωξαν να άρουν ή να μειώσουν με οποιονδήποτε τρόπο τις συνέπειες των πράξεων τους, ενώ, τέλος, ουδόλως επικαλέστηκαν ή αποδείχθηκαν περιστατικά καλής συμπεριφοράς τους μετά τις πράξεις τους, και δη εκτεινόμενα σε σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα, και τέτοιας φύσεως, που να υποδηλώνουν μεταστροφή του χαρακτήρα τους ή ποιοτική μεταβολή του ήθους τους".
    Ακολούθως το Εφετείο κήρυξε ένοχο με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 α’ ΠΚ τον αναιρεσείοντα για τις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης, της ψευδορκίας μάρτυρα, της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης και της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ’ εξακολούθηση, συνιστάμενες στο ότι: "1) Την 3/8/2009 εν γνώσει του καταμήνυσε άλλον ψευδώς ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του για αυτήν και πιο συγκεκριμένα με την από 3/8/2009 έγκλησή του, που εγχείρισε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών την αυτή ημερομηνία, καταμήνυσε μεταξύ άλλων και τον νυν εγκαλούντα Ε. Π., ότι ως διοικητής του AT ..., παραβίασε το καθήκον του, αναγράφοντας στην ένορκη κατάθεση του πρώτου κατ/νου, Ε. Θ. κατά την η/νια της 9/6/2009 διαφορετικά γεγονότα από αυτά που ο ίδιος κατέθετε σχετικά με την καταγγελθείσα σε βάρος του πράξη της κλοπής, ενώ όλα τα ανωτέρω ήταν ψευδή και το γνώριζε ο κατ/νος, προέβη δε σ’ αυτή του την πράξη για να προκαλέσει την καταδίωξη του νυν εγκαλούντος, πλην όμως ανεπιτυχώς καθότι εξεδόθη η υπ’ αριθμ. ... διάταξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών και κατόπιν ασκηθείσας προσφυγής επ’ αυτής, η υπ’ αριθμ. ...2011 διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, με τις οποίες απορρίφθηκαν οι σχετικές καταγγελίες. 2) Την 3/8/2009 εξεταζόμενος ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρμόδιας προς ένορκη εξέταση αρχής, εν γνώσει του κατέθεσε ψευδή και πιο συγκεκριμένα εξεταζόμενος ενόρκως στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, επιβεβαίωσε ως αληθές το περιεχόμενο της από 3/8/2009 εγκλήσεως του, ως λεπτομερώς αναφέρεται ανωτέρω, καίτοι γνώριζε ότι αυτό ήταν απολύτως ψευδές, ήθελε δε και επεδίωκε να τελέσει την πράξη αυτή.
    3) Την 30/10/2009 εξεταζόμενος χωρίς όρκο ως μάρτυρας, από αρχή αρμόδια να ενεργεί τέτοια εξέταση, εν γνώσει του κατέθεσε ψέματα. Πιο συγκεκριμένα, εξεταζόμενος χωρίς όρκο ενώπιον των προανακριτικών υπαλλήλων της Δ/νσης Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛΑΣ, στα πλαίσια διενεργηθείσας σε βάρος του νυν εγκαλούντος, Ε. Π., προκαταρκτικής εξέτασης, κατόπιν της από 3/8/2009 υποβληθείσας εγκλήσεως του, επανέλαβε ως αληθείς τους ανωτέρω ισχυρισμούς σε βάρος του τελευταίου, καίτοι γνώριζε ότι ήταν ψευδείς, αφού ουδέποτε ο ανωτέρω προσπάθησε να αλλοιώσει το περιεχόμενο της κατάθεσής του (πρώτου κατηγορουμένου).
    4) Με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης ισχυρίστηκε ενώπιον τρίτων για κάποιον άλλο γεγονός το οποίο μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψή του, γνωρίζοντας ότι αυτό είναι ψευδές και πιο συγκεκριμένα με την από 3/8/2009 έγκλησή του αλλά και την από 30/10/2009 ανώμοτη κατάθεση του, των οποίων έλαβε γνώση την 1/2/2010, ότε και έλαβε αντίγραφα της σχηματισθείσας σε βάρος του δικογραφίας, που εγχείρισε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών και έδωσε στους προανακριτικούς υπαλλήλους της Δ/νσης Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛΑΣ, αντίστοιχα, ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, για τον εγκαλούντα, ότι παραβίασε το υπηρεσιακό του καθήκον προς όφελος τρίτων, αν και καλώς γνώριζε ότι όλα τα ανωτέρω ήταν ψευδή, αφού ουδέποτε ο εγκαλών, αλλοίωσε το περιεχόμενο της δοθείσας ένορκης κατάθεσης του κατ/νου με σκοπό να ευνοήσει τους καταγγελλόμενους μ’ αυτή. Οι ψευδείς δε ως άνω ισχυρισμοί του κατ/νου που διατυπώθηκαν ενώπιον τρίτων, δηλαδή εκείνων που κατά την άσκηση των καθηκόντων τους έλαβαν γνώση του περιεχομένου της εγκλήσεως του πρώτου κατ/νου - Εισαγγελέα - Γραμματέων - Αστυνομικών - χωρίς αμφιβολία μπορούν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του ως ατόμου αλλά και ως αξιωματικού της ΕΛΑΣ".
    Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας, κατά το συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ; αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1 εδ. α’ , 27 παρ. 1, 98, 229 παρ. 1, 224 παρ. 2-1, 225 παρ. 1 περ. α’ και 363-362 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, παρά τις περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντα : α) ουδεμία αντίφαση υφίσταται μεταξύ σκεπτικού και διατακτικού της προσβαλλομένης, αφού η στο τελευταίο διαφοροποίηση (9-6-2009 αντί 10-6-2009) ως προς το χρόνο κατά τον οποίο έλαβε χώρα η ένορκη κατάθεση του κατηγορουμένου-αναιρεσείοντα ενώπιον του εγκαλούντα - πολιτικώς ενάγοντα οφείλεται αναμφίβολα σε προφανή παραδρομή, εφόσον τα λοιπά γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά δεν παραλλάσσουν.
    Ωσαύτως, ουδεμία αντίφαση υφίσταται αναφορικά με το καταγγελθέν με την από 3-8-2009 έγκληση του αναιρεσείοντα ψευδές γεγονός ότι ο εγκαλών ανέγραψε στην από 10-6-2009 κατάθεση του πρώτου διαφορετικά περιστατικά από αυτά που κατέθετε και της κατ’ αυτόν τον τρόπο αλλοιώσεως εκ μέρους του περιεχομένου της, β) για την κατάφαση της ενοχής του αναιρεσείοντα το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του όλα τα εισφερθέντα αποδεικτικά μέσα, δεν υπήρχε δε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προέκυψε από το καθένα χωριστά ενώ το γεγονός ότι γίνεται ειδικότερη αναφορά στην υπ’ αριθμ. ... Εισαγγελική Διάταξη δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη και δεν συνεκτιμήθηκαν από το Δικαστήριο και τα υπόλοιπα, ενώ η ειδικότερη αιτίαση ότι από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού συνάγονται συμπεράσματα αντίθετα από αυτά στα οποία κατέληξε το Δικαστήριο, είναι απαράδεκτη καθόσον, με την επίφαση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, γ) αιτιολογείται πλήρως ο άμεσος δόλος αυτού δεδομένου ότι η αναλήθεια των όσων αυτός ανέφερε στην έγκλησή του, κατέθεσε ενόρκως κ.λ.π, ως τούτο συνάγεται τόσο από το περιεχόμενο αυτής (εγκλήσεως) όσο και από τη φύση της συγκεκριμένης υπόθεσης, στηρίζεται σε προσωπική του αντίληψη, με αυτονόητη κατά συνέπεια τη σχετική γνώση του περί της αναληθείας τους ώστε να μην απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση του αυτή, περιστατικών και δ) όσον αφορά ειδικότερα την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης κατ’ εξακολούθηση, για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, ορθά το Δικαστήριο της ουσίας ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ, εφόσον, παρά τα αντίθετα απ’ αυτόν υποστηριζόμενα, "τρίτος" ενώπιον του οποίου πρέπει να γίνει ο ψευδής ισχυρισμός ή διάδοση για τη στοιχειοθέτηση του ως άνω εγκλήματος μπορεί να είναι οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο ή αρχή όπως γραμματέας, δικαστικός επιμελητής, δικαστής, εισαγγελέας και αστυνομικός (ΑΠ 611/2015, ΑΠ 1561/2004, ΑΠ 1362/2002).
    Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ ΚΠΔ, δεύτερος και τέταρτος λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση ως προς την καταδικαστική για τον αναιρεσείοντα ως άνω κρίση της για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 358, 364 παρ. 2 και 369 ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώστηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ Κ’ ΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 περίπτωση δ’ του ίδιου Κώδικα, λόγο αναίρεσης, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό μέσο. Περίπτωση όμως τέτοιας ακυρότητας δεν συντρέχει όταν το περιεχόμενο του εγγράφου που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο της ουσίας προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα.
    Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο αναίρεσης προβάλλεται απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο με την ειδικότερη αιτίαση ότι το Δικαστήριο στήριξε την καταδικαστική για τον αναιρεσείοντα κρίση του, εκτός των άλλων εγγράφων που αναγνώσθηκαν και στις από 9-6-2009 και 10-6-2009 εκθέσεις ένορκης εξέτασής του χωρίς, όμως, τα έγγραφα αυτά να αναγνωσθούν κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας. Και ναι μεν, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης οι παραπάνω εκθέσεις δεν φέρονται ως αναγνωσθείσες, όμως αναφορά αυτών και του περιεχομένου τους γίνεται τόσο στις αναγνωσθείσες από 3-8-2009 έγκληση και υπ’ αριθμ. ... και ...2011 Εισαγγελικές Διατάξεις όσο και στις καταθέσεις του πολιτικώς ενάγοντα και των μαρτύρων κατηγορίας Γ. Γ. και Ι. Κ..
    Συνεπώς, ο αμέσως παραπάνω λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο λόγω της λήψης υπόψη από το Δικαστήριο της ουσίας των ως άνω εκθέσεων, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Μετά ταύτα και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι αναίρεσης προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει ν’ απορριφθεί στο σύνολο της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). Τέλος οι αναιρεσείοντες πρέπει να καταδικαστούν και δικαστική δαπάνη του παρασταθέντος πολιτικώς ενάγοντα (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό
    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει α) την από 30-7-2017 και με αριθμό πρωτ. .../31-7-2017 αίτηση του Α. Λ. του Θ., κατοίκου ..., οδός ... και β) την από 30-7-2017 και με αριθμ. πρωτ. ...31-7-2017 αίτηση του Ε. Θ. του Ν., κατοίκου ..., ..., για αναίρεση της (Μ με αριθμό 3807/2017 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Αθηνών. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσειόντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ για τον καθένα και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντα εκ πεντακοσίων (500) ευρώ.
    ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 4 Οκτωβρίου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Οκτωβρίου 2017.
    H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ O ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ



Δικαστήριο:ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
Τόπος:ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:1013
Ετος:2018

Κείμενο Απόφασης

Αριθμός 1013/2018

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αρτεμισία Παναγιώτου - Εισηγήτρια, Γεώργιο Αναστασάκο, Μαρία Γεωργίου και Ευφροσύνη Καλογεράτου - Ευαγγέλου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Ιανουαρίου 2018, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Βουρλιώτη, (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Σ. Κ. του Ξ., κατοίκου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Μουζακίτη, για αναίρεση της υπ'αριθ. 5808/2016./2016 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Κ. Κ., κατοίκου ..., που δεν εμφανίστηκε. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Οκτωβρίου 2017 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...2017. Αφού άκουσε

Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως.

    ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ' και 3 ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο, ενώ, κατά την παρ. 2 του άρθρου 515 του ίδιου Κώδικα, αν εμφανιστεί ο αναιρεσείων, η συζήτηση γίνεται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, ακόμα και αν κάποιος από αυτούς δεν εμφανίστηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το από 20-11-2017 αποδεικτικό επιδόσεως της επιμελήτριας της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου Α. Σ., η πολιτικώς ενάγουσα της κρινόμενης υπόθεσης Κ. Κ. με αναιρεσείοντα τον Σ. Κ. του Ξ., κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά τη διάταξη του άρθρου 155 παρ. 2 εδ. β' του ως άνω Κώδικα, για να εμφανιστεί στην αναφερόμενη στην αρχή της αποφάσεως αυτής συνεδρίαση, που είχε οριστεί για να συζητηθεί η από 5-10-2017 και με αριθμό ...2017 αίτηση του ως άνω αναιρεσείοντα για αναίρεση της υπ'αριθμ. 5808/2016 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Αθηνών, πλην όμως αυτή δεν εμφανίστηκε κατά*την εκφώνηση της υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Μετά από αυτά, εφόσον η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της υποθέσεως παρά την απουσία της σαν να ήταν και αυτή παρούσα. Κατά τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 ΠΚ, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι'αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι'αυτήν. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του υπ'αυτής προβλεπομένου εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται να έγινε μήνυση ή ανακοίνωση με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχή ότι τελέστηκε από άλλον αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, το περιεχόμενο της μηνύσεως ή ανακοινώσεως να είναι αντικειμενικώς ψευδές και ο μηνύσας ή ανακοινώσας να είχε γνώση ότι είναι ψευδές και να έκανε τη μήνυση ή ανακοίνωση με σκοπό να προκληθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη σε βάρος εκείνου που καταμηνύεται, χωρίς να απαιτείται και πραγμάτωση του σκοπού αυτού. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 2 ΠΚ, η οποία ορίζει ότι με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται όποιος ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση αρχής ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια, προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα, απαιτείται ο μάρτυρας να καταθέσει ενόρκως, ενώπιον αρχής που είναι αρμόδια για την ένορκη εξέτασή του, τα πραγματικά περιστατικά που κατέθεσε να είναι ψευδή και να υφίσταται άμεσος δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση αυτού, ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει, ενώ ψευδορκία τελεί και ο ψευδομηνυτής, έστω και αν δηλώνει παράσταση πολιτικής αγωγής, όταν βεβαιώνει ενόρκως το ψευδές περιεχόμενο της έγκλησής του ενώπιον του αρμοδίου οργάνου, στο οποίο την υποβάλλει, ως αληθινό, παρότι γνωρίζει, ότι είναι ψευδές. Και ναι μεν, δεν προβλέπεται από το νόμο η κατά την υποβολή της μήνυσης ή της έγκλησης ένορκη βεβαίωση του μηνυτή για το αληθές του περιεχομένου της έγκλησής του, πλην, όμως, γενομένη, θεμελιώνει, εφόσον συντρέχουν και τα λοιπά παραπάνω στοιχεία, το έγκλημα της ψευδορκίας μάρτυρα, αφού τούτο καθόλου δεν διαφέρει από την περίπτωση της ψευδούς ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος, ο οποίος, κατά το άρθρο 218 παρ. 1 ΚΠΔ, βεβαιώνει, ότι θα πει όλη την αλήθεια, ενόψει και του ότι η κατά το άρθρο 221 στοιχ. δ' του ΚΠΔ απαγόρευση της όρκισης του πολιτικώς ενάγοντος, είτε στην προδικασία, είτε και στην κύρια διαδικασία, δεν είναι ταγμένη με ποινή ακυρότητας και η ένορκη κατάθεσή του λαμβάνεται υπόψη προς σχηματισμό δικανικής πεποίθησης (ΑΠ 1737/2011, ΑΠ 1756/2010, ΑΠ 1089/2007). Ωσαύτως, από ττy παραπάνω διάταξη του άρθρου 224 παρ.2 ΠΚ προκύπτει ότι το έγκλημα της ψευδορκίας το οποίο είναι διαζευκτικώς (ή υπαλλακτικώς) μικτό πραγματώνεται με πλείονες τρόπους στην ίδια κατάθεση (θετική ψευδής κατάθεση, απόκρυψη, άρνηση), μπορεί δηλαδή να συντελεσθεί είτε με καθένα ξεχωριστά από τους στην άνω διάταξη οριζόμενους τρόπους, είτε και με όλους μαζί, οι οποίοι μπορεί να συντρέχουν, γιατί αποτελούν εκφάνσεις της ίδιας εγκληματικής δράσεως, ήτοι ενός μόνον εγκλήματος και κανένας από τους τρόπους αυτούς δεν αποκλείει τον άλλον. Τέλος, με τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ ορίζεται ότι όποιος με οποιοδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του διαπράττει το έγκλημα της δυσφημίσεως και αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι τούτο είναι ψευδές, τότε διαπράττεται το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημίσεως. Επομένως, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημίσεως απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλον γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του τελευταίου, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και γ) εκείνος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε το ψευδές γεγονός να προέβη ηθελημένα στην ενέργεια αυτή και να τελούσε εν γνώσει της αναλήθειάς του και της δυνατότητάς του να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου. Ως γεγονός νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή το παρόν που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Για την υποκειμενική θεμελίωση του εγκλήματος, απαιτείται άμεσος δόλος, συνιστάμενος στην ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή της διάδοσης ενώπιον του τρίτου του ψευδούς γεγονότος εν γνώσει του δράστη ότι αυτό είναι ψευδές και δύναται να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου και δεν αρκεί απλός δόλος. Εξάλλου, η δικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σλ αυτήν, προκειμένου περί καταδικαστικής αποφάσεως, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο όλο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ'αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών. Όταν όμως, όπως συμβαίνει επί των εγκλημάτων της ψευδούς καταμηνύσεως, της συκοφαντικής δυσφημίσεως και της ψευδορκίας μάρτυρα αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η "εν γνώσει" ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως ή η τέλεση της πράξεως με τον "σκοπό" προκλήσεως ορισμένου αποτελέσματος, δηλαδή άμεσος δόλος, η ύπαρξη αυτού πρέπει να αιτιολογείται ειδικά, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν, ότι υπήρχε το στοιχείο της γνώσης και τούτο διότι η γνώση ως ενδιάθετη βούληση επιβάλλεται να εξειδικεύεται και να συνοδεύεται από εκδηλώσεις του δράστη εις τρόπον ώστε να συνάγεται σαφώς, ότι το περιεχόμενο της καταμηνύσεως κ.λ.π ήταν αποτέλεσμα της ενσυνείδητης ενέργειάς του, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη, θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ιδίου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του δράστη, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση, περιστατικών. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ως λόγος αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ, υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που έχει στην πραγματικότητα, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής, που εμπίπτει στον ίδιο αναιρετικό λόγο, υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόστηκε, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 5808/2016 απόφαση, το Τριμελές Εφετείο (Πλημ/των) Αθηνών, που την εξέδωσε σε δεύτερο βαθμό, δέχθηκε ανελέγκτως στο σκεπτικό του, μετά από εκτίμηση των αναφερομένων κατ" είδος αποδεικτικών μέσων; (ανωμοτί εξέταση της πολιτικώς ενάγουσας, πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης, αναγνωσθέντα έγγραφα και απολογία του κατηγορουμένου), ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα : "Στην Αθήνα, στις 19- 5-2010, ο κατηγορούμενος κατέθεσε στην Εισαγγελία Πλημμ/κών Αθηνών την από 19/5/2010 έγκληση του σε βάρος της εγκαλούσας και ήδη πολιτικώς ενάγουσας Κ. Κ. αναφέροντας επί λέξει μεταξύ άλλων για την τελευταία ότι "της ανέθεσα δύο αγωγές, μία αγωγή αποζημίωσης ύψους 35.000 ευρώ και μία του άρθρου 17 παρ. 2....Στις 20/10/2010 εντελώς τυχαία πληροφορήθηκα από τον Ι. Δ. ότι δεν είχαν παραλάβει το δικόγραφο για το δικαστήριο στις 12/11/2009. Επικοινώνησα με την δικηγόρο μου, η οποία μου ανέφερε ότι από μένα το ακούει αυτό, θα επικοινωνήσει με το δικαστικό επιμελητή και θα με ενημερώσει. Την επόμενη ημέρα 21/10/2009, μου ανέφερε ότι ο δικαστικός επιμελητής δεν έκανε την επίδοση και σε ερώτησή μου μου ανέφερε ότι ονομάζεται Σ. Μ.. Μου έλεγε ότι θα πάμε στο δικαστήριο επειδή μας κορόιδεψε, που θα ζητήσουμε αποζημίωση. Ήδη, άρχισα να ψιλογραφώ τη μήνυση. Καλύτερα που δεν έκανα την αγωγή για χρηματική αποζημίωση γιατί θα χάναμε την υπόθεση λόγω παραγραφής και θα πλήρωνες τζάμπα χρήματα. Είδες τι έγινε. Εμένα δεν με πλησίασαν (οι εναγόμενοι) επειδή νόμισαν ότι είμαι ανιψιά σας (λόγω ίδιου επωνύμου), έπιασαν τον δικαστικό επιμελητή και μας την έφεραν, αλλά ο Θεός του την έφερε του δικαστικού επιμελητή, τον έστειλε στο Νοσοκομείο, με πνευμονία, είναι η θεία Δίκη. Εν τω μεταξύ, ο Ι. Δ. και κάποιος συνεργάτης του γραφείου της με αποκαλούσαν θείον της και αυτή ανηψιά μου. Γενικά δύο χρόνια δεν είχα υποψιαστεί τίποτε επειδή είμαστε από το ίδιο χωριό της Λευκάδος της Ν. και της είχα εμπιστοσύνη...Εν συνεχεία, επικοινώνησα μαζί της, της ανέφερα για τον ανύπαρκτο δικαστικό επιμελητή και για την μη εγγραφή στο κτηματολογικό γραφείο και τα παραδέχθηκε, αλλά το ότι ήταν στις 28.9.2010 και όχι στις 12.11.2009 καθώς και την μη κοινοποίηση των δικογράφων τα αγνόησε και τ' άκουγε από εμένα. Επίσης, της είπα δεν πρέπει να πάμε δικαστικώς αλλά να τα βρούμε εξώδικα. Δεν είχε καμία απάντηση. Προφανώς, νομίζει ότι ως δικηγόρος για τέτοιες υποθέσεις δεν δικάζεται όπως μου είχε αναφέρει στο παρελθόν. Εμείς, οι δικηγόροι δεν δικαζόμαστε για τέτοιες υποθέσεις και την εκδίκαση την πάμε μετά από δέκα χρόνια και μας αθωώνει το Δικαστήριο. Για όλες τις παραπάνω υποθέσεις της είχα δώσει τα χρήματα που μου ζήτησε και έκανε μόνο κατάθεση μετά από δύο χρόνια, αφού η πρώτη ήταν κοροϊδία, χωρίς να μου επιστρέψει τα χρήματα". Όμως το ανωτέρω περιεχόμενο της ως άνω εγκλήσεως του κατηγορουμένου, που αφορούσε την εγκαλούσα - πολιτικώς ενάγουσα ήταν αναληθές, με τον κατηγορούμενο να τελεί σε γνώση της αναλήθειας του, κατά το χρόνο δήλωσης - αναφοράς αυτών, καθόσον τίποτε από τ' ανωτέρω αναφερόμενα ισχυρίσθηκε η πολιτικώς ενάγουσα στην οποία ο κατηγορούμενος είχε αναθέσει αστικής φύσεως υπόθεσή του με αντικείμενο διαφορές μεταξύ συνιδιοκτητών, χωρίς ποτέ να λάβει εντολή από εκείνον για τη σύνταξη αγωγής αποζημίωσης. Εξάλλου, αναφορικά με την αγωγή που της είχε ανατεθεί από τον κατηγορούμενο και αυτή είχε συντάξει και καταθέσει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την .../2008 ο τελευταίος της είχε δώσει σαφή εντολή να μην την επιδώσει στην οποία μάλιστα αυτός ενέμεινε, παρά το γεγονός ότι είχε ενημερωθεί από την πολιτικώς ενάγουσα για τις συνέπειες της μη "επίδοσης" της αγωγής και στη συνέχεια η εγκαλούσα έλαβε νέα εντολή από τον κατηγορούμενο να καταθέσει νέα αγωγή στο ίδιο δικαστήριο, κατά των αρχικών εναγομένων, το οποίο και έπραξε εκείνη συντάσσοντας και καταθέτοντας την με αρ. Καταθ. ... όλες δε οι παραπάνω ενέργειες στις οποίες προέβη η πολιτικώς ενάγουσα έλαβαν χώρα, κατόπιν εντολής του κατηγορουμένου ο οποίος ενημερωνόταν πάντοτε σχετικά με κάθε λεπτομέρεια, ενώ για την εντολή που εκτέλεσε η πολιτικώς ενάγουσα έλαβε την νόμιμη αμοιβή της χωρίς να οφείλει να την επιστρέψει στον κατηγορούμενο για οποιονδήποτε λόγο. Από όλα τα ανωτέρω αποδεικνύεται ότι ο κατηγορούμενος υπέβαλε την ανωτέρω έγκληση με σκοπό να προκαλέσει την κίνηση της ποινικής δίωξης σε βάρος της πολιτικώς ενάγουσας το οποίο και πέτυχε με το σχηματισμό σε βάρος της της με αρ. ABM ... ποινικής δικογραφίας, εν συνεχεία δε επιβεβαίωσε ο ίδιος ενώπιον τρίτων (Εισαγγελέα Πρωτ. Αθηνών) το ψευδές περιεχόμενο της ως άνω εγκλήσεώς του εναντίον της πολιτικώς ενάγουσας με συνέπεια να λάβουν γνώση τρίτοι (Εισαγγελέας, Γραμματέας, Πταισματοδίκης κλπ) βλάπτοντας παράλληλα την τιμή και την υπόληψη αυτής. Επομένως πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των αποδιδομένων με το κατηγορητήριο αμφοτέρων των πράξεων κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό τη παρούσας....." Στη συνέχεια, το Δικαστήριο κήρυξε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο, με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου (αρθρ. 84 παρ. 2 α' ΠΚ), του ότι: "ΑΙ Εν γνώσει του καταμήνυσε άλλον ψευδώς ενώπιον της αρχής όχι τέλεσε αξιόποινη πράξη με σκοπό να προκαλέσει την καιαδιωξή του γι' αυτήν. Συγκεκριμένα, ο κατηγορούμενος στον ως άνω τόπο και χρόνο, κατέθεσε στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών την από 19.05.2010 έγκληση του, σε βάρος της ήδη εγκαλούσας, Κ. Κ. του Ε., και παντός άλλου υπευθύνου, αναφέροντας επί λέξει, μεταξύ άλλων, για την ανωτέρω εγκαλούσα και τα εξής: "Της ανέθεσα δύο αγωγές, μια αγωγή αποζημίωσης ύψους 35.000 ευρώ και μια ιου άρθρου 17&2 ... Στις 20-10-2010 εντελώς τυχαία πληροφορήθηκα από του Ι. Δ. ότι δεν είχαν παραλάβει το δικόγραφο για το Δικαστήριο στις 12-11-2009. Επικοινώνησα με την δικηγόρο μον, η οποία μου ανέφερε ότι από μένα το ακού.ει αυτό, θα επικοινωνήσει με το δικαστικό επιμελητή και θα με ενημερώσει. Την εΐτόμενη ημέρα 21-10-2009 μου ανέφερε ότι ο δικαστικός επιμελητής δεν έκανε την επίδοση και σε ερώτηση μου, μου ανέφερε ότι ονομάζεται Σ. Μ.. Μου έλεγε ότι θα πάμε στο δικαστήριο επειδή μας κορόιδεψε, θα του ζητήσουμε και αποζημίωση. Ήδη άρχισα να ψιλογράφω τηη μήνυση. Καλύτερα που δευ έκανα την αγωγή για χρηματική αποζημίωση γιατί θα χάναμε την υπόθεση λόγω' παραγραφής και θα πλήρωνες τζάμπα χρήματα. Είδες τι έγινε; Εμένα δεν με πλησίασαν (οι εναγόμενοι) επειδή νόμισαν ότι είμαι ανιψιά σας (λόγω ίδιου επωνύμου), έπιασαν τον δικαστικό επιμελητή και μας την έφεραν, αλλά ο Θεός του την έφερε του δικαστικού Επιμελητή, του έστειλε στο Νοσοκομείο με πνευμονία, είναι η θεία δίκη. Εν τω μεταξύ ο Ι. Δ. και κάποιος συνεργάτης του γραφείου της με αποκαλούσαν θείο της και αυτή ανιψιά του. Γενικά δύο χρόνια δεν είχα υποψιαστεί τίποτε επειδή είμαστε από το ίδιο χωριό της Λευκάδος της ... και της είχα εμπιστοσύνη....Εν συνεχεία επικοινώνησα μαζί της, της ανέφερα για τον ανύπαρκτο Δικαστικό Επιμελητή και για την μη εγγραφή στο κτηματολογικό γραφείο και το παραδέχτηκε, αλλά το ότι η δικάσιμος ήταν στις 28.9.2010 και όχι στις 12.11.2009 καθώς και την μη κοινοποίηση των δικογράφων τα αγνόησε και τα άκουγε από εμένα. Επίσης, της είπα δεν πρέπει να πάμε δικαστικώς αλλά να τα βρούμε εξώδικα. Δεν είχε καμία απάντηση. Προφανώς νομίζει ότι ως δικηγόρος για τέτοιες υποθέσεις δεν δικάζεται όπως μου είχε αναφέρει στο παρελθόν. Εμείς, οι δικηγόροι δεν δικαζόμαστε για τέτοιες υποθέσεις και την εκδίκαση την πάμε μετά από 10 χρόνια και μας αθωώνει το Δικαστήριο. Για όλες τις παραπάνω υποθέσεις της είχα δώσει τα χρήματα που μου ζήτησε και έκανε μόνο κατάθεση μετά από δύο χρόνια, αφού η πρώτη ήταν κοροϊδία, χωρίς να μου επιστρέψει τα χρήματα. Όμως, το παραπάνω περιεχόμενο της ως άνω εγκλήσεως του κατηγορουμένου, που αφορούσε την εγκαλούσα, Κ. Κ., ήταν αναληθές και ο κατηγορούμενος τελούσε σε γνώση της αναλήθειάς του, καθόσον στην πραγματικότητα ουδέν από τα εκεί αναφερόμενα είχε ισχυρισθεί η εγκαλούσα ούτε και είχε λάβει χώρα, αλλά η τελευταία (εγκαλούσα), η οποία είναι Δικηγόρος, στην οποία ο κατηγορούμενος είχε αναθέσει αστικής φύσεως υπόθεσή του, με αντικείμενο διαφορές μεταξύ συνιδιοκτητών ουδέποτε έλαβε εντολή από εκείνον για τη σύνταξη αγωγής αποζημιώσεως, ενώ ως προς την αγωγή που της είχε ανατεθεί από εκείνον και εκείνη είχε συντάξει και καταθέσει στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών υπό ΓΑΚ ...2008, και ... ...2008, ο κατηγορούμενος της είχε δώσει σαφή εντολή να μην την επιδώσει, στην οποία (εντολή) μάλιστα ο ως άνω επέμεινε, παρά το γεγονός ότι είχε ενημερωθεί από την εγκαλούσα για τις συνέπειες της "μη επίδοσης" της αγωγής και εν συνεχεία η εγκαλούσα έλαβε νέα εντολή από τον κατηγορούμενο να καταθέσει νέα αγωγή στο ίδιο Δικαστήριο κατά - μεταξύ άλλων και των αρχικών εναγομένων, το οποίο και έπραξε εκείνη συντάσσοντας και καταθέτοντας την αγωγή που έλαβε ΓΑΚ .../2009 και ... .../2009, όλες δε οι παραπάνω ενέργειες στις οποίες προέβη η εγκαλούσα έλαβαν χώρα κατόπιν εντολής του κατηγορουμένου, ο οποίος ενημερωνόταν πάντοτε σχετικώς με κάθε λεπτομέρεια, ενώ για την εντολή που εκτέλεσε η εγκαλούσα έλαβε τη νόμιμη αμοιβή της, χωρίς ασφαλώς να οφείλει να την επιστρέψει στον κατηγορούμενο για οποιοδήποτε λόγο. Ο κατηγορούμενος υπέβαλε την εν λόγω έγκληση, με σκοπό να προκαλέσει την κίνηση της ποινικής δίωξης σε βάρος της άνω εγκαλούσας, Κ. Κ.. Πράγματι, ακολούθως σχηματίσθηκε σε βάρος της τελευταίας η υπό ΑΒΜ ... ποινική δικογραφία, η οποία βρίσκεται στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης. Β) Ενώ εξεταζόταν, ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση, κατέθεσε εν γνώσει του ψέματα. Συγκεκριμένα, ο κατηγορούμενος, στον ως άνω τόπο και χρόνο, ενώ εξεταζόταν ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, επιβεβαίωσε το περιεχόμενο της ως άνω εγκλήσεώς του, που έλαβε ABM ..., εναντίον της ήδη εγκαλούσας, Κ. Κ. του Ε., σύμφωνα με τα αναλυτικά περιγραφόμενα στην υπό στοιχείο Α] πράξη του παρόντος, το οποίο (περιεχόμενο) ήταν ψευδές κατά τα ως άνω διαλαμβανόμενα, ο δε κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει της αναλήθειας αυτού. Γ) Ισχυρίστηκε ενώπιον τρίτων για άλλον γεγονότα που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του, τα δε γεγονότα αυτά ήταν ψευδή, και ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει της αναλήθειας αυτών. Συγκεκριμένα, ο κατηγορούμενος, στον ως άνω τόπο και χρόνο, υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, εναντίον της ήδη εγκαλούσας, Κ. Κ. του Ε., την ως άνω έγκλησή του, που έλαβε ΑΒΜ ..., ισχυριζόμενος τα αναλυτικά περιγραφόμενα στην υπό στοιχείο Α] πράξη του παρόντος, τα οποία μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη εκείνης (της Κ. Κ.), καθόσον ενείχαν αμφισβήτηση της προσωπικής, ηθικής, επαγγελματικής και κοινωνικής της αξίας, ήταν δε ψευδή κατά τα ως άνω διαλαμβανόμενα, ο δε κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει της αναλήθειας αυτών. Οι ως άνω ισχυρισμοί του κατηγορουμένου περιήλθαν σε γνώση τρίτων ατόμων, όπως, ενδεικτικώς, του Εισαγγελέα και του Γραμματέα ενώπιον των οποίων κατατέθηκε η έγκληση, του 2ου Πταισματοδίκη Αθηνών, καθώς και του Πταισματοδίκη και των ανακριτικών υπαλλήλων που διενεργούν την προκαταρκτική εξέταση, η οποία παραγγέλθηκε κατόπιν της ως άνω εγκλήσεως". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας, κατά το συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σΛ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1 εδ. α', 27 παρ. 1,94, 229 παρ. 1,224 παρ. 2-1 και 363-362 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, παρά τις περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντα, έχει διαληφθεί στην προσβαλλομένη απόφαση η απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς τη συνδρομή των αναγκαίων στοιχείων για την κατάφαση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης των ανωτέρω εγκλημάτων, καθόσον με σαφήνεια αναφέρεται ότι τα όσα ο αναιρεσείων διέλαβε στην επίμαχη έγκλησή του κατά της εγκαλούσας ήταν ψευδή, αναφέρονται, σε αντίθεση με τα ψευδή των όσων ο αναιρεσείων κατεμήνυσε, κατέθεσε και ισχυρίστηκε, τα αληθή γεγονότα που έλαβαν χώρα, ο σκοπός αυτού όπως με την υποβληθείσα έγκλησή του προκαλέσει την ποινική δίωξη της πολιτικώς ενάγουσας, τον οποίο και πέτυχε, η προσφορότητα των όσων ισχυρίστηκε να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη αυτής, ενώ, περαιτέρω, αιτιολογείται πλήρως και ο άμεσος δόλος αυτού, ήτοι η γνώση της αναλήθειας των όσων αυτός διέλαβε στην κατά της πολιτικώς ενάγουσας έγκλησή του και στη συνέχεια επιβεβαίωσε ενόρκως, θεμελιούμενη (η γνώση του), ως συνάγεται από τη φύση της συγκεκριμένης υπόθεσης και την εντεύθεν διένεξη των διαδίκων, σε προσωπική αυτού αντίληψη αλλά και στη συμπεριφορά του ιδίου, έτσι ώστε να μην απαιτείται παράθεση και άλλων σχετικά με τη γνώση αυτή περιστατικών. Εξάλλου, από το σύνολο του παραπάνω σκεπτικού της προσβαλλομένης, προκύπτει με βεβαιότητα ότι για την κατάφαση της ενοχής του αναιρεσείοντα λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο όλα τα εισφερθέντα αποδεικτικά μέσα, δεν ήταν δε υποχρεωμένο το Δικαστήριο να προσδιορίσει και να παραθέσει τι συγκεκριμένα προέκυψε από το καθένα από αυτά. Τέλος, όσον αφορά ειδικότερα την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης, για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, ορθά το Δικαστήριο της ουσίας ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ, εφόσον, παρά τα αντίθετα απ'αυτόν υποστηριζόμενα, "τρίτος" ενώπιον του οποίου πρέπει να γίνει ο ψευδής ισχυρισμός ή διάδοση για τη στοιχειοθέτηση του ως άνω εγκλήματος μπορεί να είναι οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο ή αρχή όπως γραμματέας, δικαστικός επιμελητής, δικαστής, εισαγγελέας και αστυνομικός (ΑΠ 611/2015, ΑΠ 1561/2004, ΑΠ 1362/2002). Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ, πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση ως προς την καταδικαστική για τον αναιρεσείοντα ως άνω κρίση της για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Οι λοιπές περιεχόμενες στην υπό κρίση αίτηση αιτιάσεις, κατά το μέρος που συνιστούν διαφορετική αξιολόγηση και εκτίμηση του περιεχομένου των αποδεικτικών στοιχείων και καταλήγουν σε αμφισβήτηση της ουσιαστικής κρίσης του Δικαστηρίου, συνιστούν ανεπίτρεπτη προσβολή της περί τα πράγματα ανέλεγκτης κρίσης αυτού και είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Μετά ταύτα, ελλείψει άλλων λόγων αναίρεσης προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει ν'απορριφθεί στο σύνολο της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ.
Απορρίπτει την από 5-10-2017 με αριθμό ...2017 αίτηση του Σ. Κ. του Ξ., κατοίκου ..., οδός ..., για αναίρεση της υπ'αριθμ. 5808/2016 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Αθηνών. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Μαρτίου 2018.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις .13 Ιουνίου 2018. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                   Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


Δικαστήριο:ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
Τόπος:ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:487
Ετος:2019

Περίληψη


Συκοφαντική δυσφήμιση. Δεν είναι τρίτοι οι δικαστικοί λειτουργοί και οι γραμματείς.
Κείμενο Απόφασης


Αριθμός 487/2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Χυτήρογλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Διονυσία Μπιτζούνη, Βασιλική Ηλιοπούλου, Βασιλική Μπαζάκη - Δρακούλη και Μαρία Βασδέκη - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

    Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Νοεμβρίου 2019, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθίας Σπυροπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Θ. Α. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξανδρο Παπαστεριόπουλο, για αναίρεση της υπ'αριθ. 240/2018 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Δωδεκανήσου. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Α. Τ. του Ι., κάτοικο ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Δαγρετζάκη.

    Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Δωδεκανήσου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8-8-2018 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1207/2018.
    Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
    ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση αίτηση για αναίρεση, η οποία ασκήθηκε με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κατά της υπ' αριθ. 240/2018 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Δωδεκανήσου, με την οποία ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης εννέα [9] μηνών για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης, της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμησης, είναι νομότυπη και εμπρόθεσμη (άρθρο 473 παρ. 2 και 3 ΚΠΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων της.
    Α) Κατά το άρθρο 229 παρ.1 Π.Κ "όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς καταμήνυσης απαιτείται η πράξη, που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα πρόσωπα, να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικά κολάσιμη και ψευδής, ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθειά της και να απέβλεπε με αυτήν (ήτοι να σκόπευε) στο να κινηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου, κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του ψευδομηνυτή χωρίς να απαιτείται και πραγμάτωση του σκοπού αυτού.
    Κατά το άρθρο 224 παρ. 2 σε συνδυασμό με παρ. 1 του Π.Κ, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται όποιος ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται ο μάρτυρας να καταθέσει ενόρκως ενώπιον αρχής, που είναι αρμόδια για την εξέτασή του, τα πραγματικά περιστατικά που αυτός κατέθεσε να είναι ψευδή και να υπάρχει άμεσος δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση του μάρτυρα ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή στο ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει. Η ένορκη κατάθεση του δράστη του εγκλήματος αυτού πρέπει να αναφέρεται σε γεγονότα αντικειμενικώς ανακριβή (και όχι σε κρίσεις, γνώμες ή πεποιθήσεις, εκτός εάν αυτές είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες προς τα γεγονότα που κατέθεσε), θεωρείται δε αντικειμενικώς ψευδές το περιστατικό όχι μόνον όταν αυτό είναι αντίθετο προς την αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά και ως προς εκείνα που ο μάρτυρας αντιλήφθηκε ή πληροφορήθηκε από διηγήσεις τρίτων και ως εκ τούτου γνώριζε.
    Κατά δε το άρθρο 362 εδ. α' Π.Κ., "όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή", ενώ κατά το άρθρο 363 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, "αν στην περίπτωση του άρθρου 362, το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται αντικειμενικώς μεν ισχυρισμός ή διάδοση από το δράστη για άλλον ενώπιον τρίτου ψευδούς γεγονότος, το οποίο μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει αφενός μεν τη γνώση του δράστη με την έννοια της βεβαιότητας ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, αφετέρου δε τη θέληση αυτού να ισχυρισθεί ή διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό. Περαιτέρω, από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι για τη θεμελίωση και των τριών προαναφερθέντων εγκλημάτων (της ψευδούς καταμήνυσης, της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμησης) απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική τους υπόσταση και άμεσος δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει αναγκαίως α) τη γνώση ότι το καταμηνυόμενο γεγονός είναι ψευδές στην περίπτωση της ψευδούς καταμήνυσης, β) τη γνώση ότι το ενόρκως κατατιθέμενο γεγονός είναι ψευδές στην περίπτωση της ψευδορκίας μάρτυρα και γ) τη γνώση ότι ο ισχυρισμός ή η διάδοση του γεγονότος ενώπιον τρίτου δύναται να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη εκείνου στον οποίο αποδίδεται, καθώς και τη γνώση ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές στην περίπτωση της συκοφαντικής δυσφήμησης. Επιπλέον, όσον αφορά το έγκλημα της ψευδούς καταμήνυσης για τη θεμελίωση του, εκτός του προαναφερθέντος άμεσου δόλου, χρειάζεται και επιπρόσθετος υπερχειλής δόλος, αφού απαιτείται σκοπός του δράστη να προκαλέσει την ποινική ή πειθαρχική δίωξη του καταμηνυομένου ή αναφερομένου. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ .1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ., όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 Κ.Π.Δ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία για ότι προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ' επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Η ύπαρξη του δόλου, που απαιτείται κατά το άρθρ. 26 παρ. 1 Π.Κ. για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, δεν είναι, κατ' αρχήν, αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, προκύπτει δε από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, οπότε διαλαμβάνεται περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όταν, όμως, για το αξιόποινο της πράξεως απαιτούνται κατά το νόμο, εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και πρόσθετα στοιχεία, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος), όπως συμβαίνει επί ψευδούς καταμήνυσης, ψευδορκίας μάρτυρα και συκοφαντικής δυσφήμησης ,ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός ( υπερχειλής δόλος ) επί ψευδούς καταμήνυσης, η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση και το σκοπό, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης, κατά την ανωτέρω έννοια, αιτιολογίας. Υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της απόφασης, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ιδίου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων σχετικών με τη γνώση αυτή περιστατικών. Τέλος, δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
    Β) Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Δωδεκανήσου με την προσβαλλόμενη απόφασή του, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται κατά το είδος τους, δέχθηκε για τον αναιρεσείοντα ανελέγκτως ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο δεύτερος κατηγορούμενος, Θ. Α., την 8-11-2011 κοινοποίησε προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρόδου την με ίδια ημερομηνία αναφορά του κατά του Πρύτανη και Αντιπρύτανη του Πανεπιστημίου …, του Προέδρου ΠΤΔΕ και 17 ακόμη καθηγητών, σχετικά με καταγγελλόμενες παράνομες διαδικασίες για το μη διορισμό του σε θέση μόνιμου Επίκουρου Καθηγητή, παρόλο που είχε εκλεγεί στην ανωτέρω βαθμίδα ήδη από την 19-7-20…. Με το ανωτέρω έγγραφο καταμήνυσε ψευδώς και τον εγκαλούντα Α. Τ., ο οποίος διατελούσε από το έτος 20… έως και το έτος 20…. Πρύτανης του Πανεπιστημίου …., για την πράξη της παράβασης καθήκοντος. Ειδικότερα, ανέφερε στην αναφορά του, μεταξύ άλλων, για τον εγκαλούντα τα εξής: "Εκλέχθηκα ομόφωνα, αξιοκρατικά και με πλήρη διαφάνεια (στις 19 Ιουλίου 20…) στη βαθμίδα του μόνιμου επίκουρου καθηγητή...Κάθε ενέργεια που έγινε έκτοτε είτε από τους εκάστοτε προέδρους ΠΤΔΕ κκ, είτε από τους εκάστοτε Πρυτάνεις κκ ... Α. Τ.,.... δεν είναι νομότυπες και παραβιάζουν με περισσό δόλο και σκοπιμότητα όχι μόνο το γράμμα του νόμου, αλλά με βλάπτουν ηθικά και υλικά! Επίσης τονίζω με ιδιαίτερη έμφαση ότι όλοι οι προαναφερθέντες είχαν πλήρη επίγνωση του γεγονότος, δηλαδή ότι παραβίαζαν το γράμμα του νόμου και όμως συνέχισαν και συνεχίζουν να παρανομούν. Προτίθεμαι δε αμέσως να καταθέσω και αγωγές εναντίον όλων των προαναφερθέντων για ηθική και υλική βλάβη που έχω υποστεί εξαιτίας των σκόπιμων και δολίων ενεργειών σας για δέκα (10) συναπτά έτη, αφού στην ουσία έχετε καταστρέψει κυριολεκτικά την καριέρα μου και όχι μόνο!!!.... απάτη που γίνεται σε βάρος μου επί 10 (δέκα) συναπτά έτη, απόδειξη της φασιστικής νοοτροπίας μελών ΔΕΠ και πρυτανικών αρχών, στους οποίους το μόνο μου έγκλημα είναι ότι δεν έσκυψα ΠΟΤΕ τον αυχένα...". Τα παραπάνω όμως αναφερόμενα ήταν ψευδή και ο δεύτερος κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει του ψεύδους, καθώς ο εγκαλών, Πρύτανης του Πανεπιστημίου … κατά τα έτη 2006- 2010, δεν προέβη σε καμία ενέργεια σχετικά με την εκλογή του κατηγορουμένου ή το μη διορισμό του που παραβίαζε το νόμο, και μάλιστα υπό πλήρη επίγνωση της παρανομίας, ενώ ουδέποτε επέδειξε φασιστική νοοτροπία, με την έννοια της φίμωσης των ελεύθερων φωνών υπέρ της αξιοκρατίας και της διαφάνειας, η αιτία δε του μη διορισμού του κατηγορουμένου στη βαθμίδα που είχε εκλεγεί, ήταν η έκδοση της υπ' αριθ. Φ122.1Π5/147206/π.ε./Β2/24-4-2004 απόφασης του Υπουργού ΥΠΕΠΘ, με την οποία αναπέμφθηκε ο διορισμός του κατηγορουμένου λόγω πλημμελούς συγκρότησης του Εκλεκτορικού Σώματος, απόφαση η οποία ήταν δεσμευτική για τους εκάστοτε Πρυτάνεις, τυχόν έκδοση δε πράξεως διορισμού του θα ήταν άκυρη. Στην εν λόγω πράξη του προέβη ο δεύτερος κατηγορούμενος με μοναδικό σκοπό να προκαλέσει την ποινική δίωξη, μεταξύ άλλων και του εγκαλούντος, για την πράξη της παράβασης καθήκοντος, πλην, όμως για τη σχηματισθείσα δικογραφία με ABM Α2011/144ε εξεδόθη η υπ' αριθ. 235/11- 12-2014 απορριπτική διάταξη της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Ρόδου (κατ' άρθρο 47 ΚΠΔ). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος στις 10.1.2012, εξεταζόμενος ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον της Πταισματοδίκη Ρόδου, στα πλαίσια προκαταρκτικής εξέτασης επιβεβαίωσε τα καταγγελλόμενα στην παραπάνω αναφορά του και επί πλέον κατέθεσε τα ακόλουθα: "Ως προς το φάκελο που αφορά στο θέμα του μη διορισμού μου... στη βαθμίδα του μόνιμου επίκουρου καθηγητή με ενέργειες ΠΑΡΑΝΟΜΕΙ των Κ. Β.,... και της Ε. Σ...., οι οποίοι ποδηγετούν και τα υπόλοιπα μέλη της συμμορίας τους μέλη ΔΕΠ, ΠΤΔΕ ... Η επιστολή αποδεικνύει ξεκάθαρα το φόβο και τη δουλική συμπεριφορά του Α. Μ., αποτέλεσμα της εκφοβιστικής τακτικής που εφαρμόζουν οι Β., Σ. για να ποδηγετήσουν τα μέλη της συμμορίας τους οι οποίοι στην πλειοψηφία τους είναι, παρά τον νόμο, μόνιμοι κάτοικοι ... και τουρίστες στην …... Όλα αυτά τα γνώριζαν και τα γνωρίζουν οι εκόστοτε Πρυτάνεις Σ. Κ. (πρώην), Α. Τ. (τέως), Π. Τ. (νυν).... τους οποίους καταγγέλλω επίσης μαζί με όλα τα μέλη ΔΕΠ, ΠΤΔΕ της συμμορίας Β., Σ.". Τα ως άνω κατατεθέντα όμως ενώπιον της Πταισματοδίκη Ρόδου ήταν ψευδή και ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει του ψεύδους και κατά το χρόνο κοινοποίησης της αναφοράς και κατά το χρόνο λήψης της ένορκης βεβαίωσης, αφού είχε ιδία αντίληψη ότι στην πραγματικότητα ο εγκαλών, με την ιδιότητα του Πρύτανη, δεν είχε γνώση περί δήθεν ύπαρξης "συμμορίας" στο ΠΤΔΕ Ρόδου, ούτε μετείχε, συγκάλυπτε ή σχετιζόταν με οποιονδήποτε τρόπο με οιαδήποτε συμμορία. Τα προαναφερθέντα μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, καθώς ενείχαν αμφισβήτηση της προσωπικής και κοινωνικής του αξιοπρέπειας, τόσο σε προσωπικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο, καθώς ο εγκαλών, τον οποίο ο κατηγορούμενος παρουσίαζε να διαπράττει την αξιόποινη πράξη της παράβασης καθήκοντος, ήταν Πρύτανης του Πανεπιστημίου …, ενώ περιήλθαν σε γνώση τρίτων προσώπων και δη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρόδου και των δικαστικών υπαλλήλων - γραμματέων που την παρέλαβαν και την καταχώρησαν στα αρχεία της εισαγγελίας .Με τα δεδομένα αυτά , πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των πράξεων που του αποδίδονται και να του αναγνωρισθεί η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ , αφού συντρέχουν στο πρόσωπο του οι προς τούτο όροι." Ακολούθως, το δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο του ότι: " Α) Εν γνώσει του καταμήνυσε άλλον ψευδώς με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του για αξιόποινη πράξη και συγκεκριμένα στις 8-11-2011 κοινοποίησε προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρόδου την με ίδια ημερομηνία αναφορά του προς τον Πρύτανη και Αντιπρύτανη του Πανεπιστημίου …., τον Πρόεδρο ΠΤΔΕ και 17 ακόμη καθηγητές, σχετικά με καταγγελλόμενες παράνομες διαδικασίες για τον μη διορισμό του σε θέση μόνιμου Επίκουρου Καθηγητή, παρόλο που εκλέχθηκε στην ανωτέρω βαθμίδα ήδη από τις 19-7-2003. Με το ανωτέρω έγγραφο καταμήνυε ψευδώς και τον εγκαλούντα Α. Τ., ο οποίος διατελούσε από το έτος 2006 έως και το έτος 2010 Πρύτανης του Πανεπιστημίου ..., για την πράξη της παράβασης καθήκοντος. Ειδικότερα, ανέφερε στην επιστολή του, μεταξύ άλλων, για τον εγκαλούντα τα εξής: "Εκλέχθηκα ομόφωνα, αξιοκρατικά και με πλήρη διαφάνεια (στις 19 Ιουλίου 200…) στη βαθμίδα του μόνιμου επίκουρου καθηγητή...Κάθε ενέργεια που έγινε έκτοτε είτε από τους εκάστοτε προέδρους ΠΤΔΕ κκ, είτε από τους εκάστοτε Πρυτάνεις κκ....Α. Τ.,.... δεν είναι νομότυπες και παραβιάζουν με περισσό δόλο και σκοπιμότητα όχι μόνο το γράμμα του νόμου, αλλά με βλάπτουν ηθικά και υλικά! Επίσης τονίζω με ιδιαίτερη έμφαση ότι όλοι οι προαναφερθέντες είχαν πλήρη επίγνωση του γεγονότος, δηλαδή ότι παραβίαζαν το γράμμα του νόμου και όμως συνέχισαν και συνεχίζουν να παρανομούν. Προτίθεμαι δε αμέσως να καταθέσω και αγωγές εναντίον όλων των προαναφερθέντων για ηθική και υλική βλάβη που έχω υποστεί εξαιτίας των σκόπιμων και δολίων ενεργειών σας για δέκα (10) συναπτά έτη, αφού στην ουσία έχετε καταστρέψει κυριολεκτικά την καριέρα μου και όχι μόνο!!!.... απάτη που γίνεται σε βάρος μου επί 10 (δέκα) συναπτά έτη, απόδειξη της φασιστικής νοοτροπίας μελών ΔΕΠ και πρυτανικών αρχών, στους οποίους το μόνο μου έγκλημα είναι ότι δεν έσκυψα ΠΟΤΕ τον αυχένα...". Τα παραπάνω όμως αναφερόμενα από τον δεύτερο κατηγορούμενο ήταν ψευδή και ο ίδιος τελούσε εν γνώσει της αναλήθειας αυτών, καθώς ο εγκαλών, Πρύτανης του Πανεπιστημίου … κατά τα έτη 20…-20…, δεν προέβη σε καμία ενέργεια σχετική με την εκλογή του κατηγορουμένου ή τον μη διορισμό του που παραβιάζει το νόμο, και μάλιστα υπό πλήρη επίγνωση της παρανομίας, ουδέποτε επέδειξε φασιστική νοοτροπία με την έννοια της φίμωσης των ελεύθερων φωνών υπέρ της αξιοκρατίας και της διαφάνειας, ενώ η αιτία του μη διορισμού του στη βαθμίδα που είχε εκλεγεί ο κατηγορούμενος ήταν η έκδοση της υπ' αριθ. Φ122.1/75/147206/π.ε./Β2/24-4-2004 απόφασης του Υπουργού ΥΠΕΠΘ, με την οποία αναπέμφθηκε ο διορισμός του κατηγορουμένου λόγω πλημμελούς συγκρότησης του Εκλεκτορικού Σώματος, απόφαση η οποία ήταν δεσμευτική για τους εκάστοτε Πρυτάνεις, τυχόν έκδοση δε πράξεως διορισμού θα ήταν άκυρη. Στην πράξη του αυτή προέβη ο δεύτερος κατηγορούμενος με μοναδικό σκοπό να προκαλέσει την ποινική δίωξη, μεταξύ άλλων και του εγκαλούντος για την πράξη της παράβασης καθήκοντος, για τη σχηματισθείσα όμως δικογραφία με ABM Α2011/144ε εξεδόθη η υπ' αριθ. 235/11-12-2014 απορριπτική διάταξη της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Ρόδου κατ' άρθρο 47 ΚΠΔ.
    Β) Στις 10-1-2012, ενώ εξεταζόταν ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση κατέθεσε εν γνώσει του ψέματα και συγκεκριμένα ενώ εξεταζόταν ενόρκως ενώπιον της Πταισματοδίκη Ρόδου σχετικά με όσα κατήγγειλε στην ανωτέρω υπό στοιχείο α' αναφορά του, κατέθεσε μεταξύ άλλων τα εξής: "Ως προς το φάκελο που αφορά στο θέμα του μη διορισμού μου... στη βαθμίδα του μόνιμου επίκουρου καθηγητή με ενέργειες ΠΑΡ ΑΝ Ο Μ ΕΣ των Κ. Β., ... και της Ε. Σ...., οι οποίοι ποδηγετούν και τα υπόλοιπα μέλη της συμμορίας τους, μέλη ΔΕΠ, ΠΤΔΕ ... Η επιστολή αποδεικνύει ξεκάθαρα το φόβο και τη δουλική συμπεριφορά του Α. Μ., αποτέλεσμα της εκφοβιστικής τακτικής που εφαρμόζουν οι Β., Σ. για να ποδηγετήσουν τα μέλη της συμμορίας τους, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους είναι, παρά τον νόμο, μόνιμοι κάτοικοι ... και τουρίστες- στην Ρόδο.. Όλα αυτά τα γνώριζαν και τα γνωρίζουν οι εκάστοτε Πρυτάνεις Σ. Κ. (πρώην), Α. Τ. (τέως), Π. Τ. (νυν).... τους οποίους καταγγέλλω επίσης μαζί με όλα τα μέλη ΔΕΠ, ΠΤΔΕ της συμμορίας Β., Σ.". Τα ως άνω κατατεθέντα όμως ενώπιον της Πταισματοδίκη Ρόδου είναι ψευδή και ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει της αναλήθειας αυτών, καθόσον στην πραγματικότητα ο εγκαλών με την ιδιότητα του Πρύτανη δεν γνώριζε την δήθεν ύπαρξη "συμμορίας" στο ΠΤΔΕ Ρόδου, ούτε μετείχε, συγκάλυπτε ή σχετιζόταν με οποιονδήποτε τρόπο με την ανωτέρω δήθεν συμμορία.
    Γ) Με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ισχυρίστηκε προφορικώς ενώπιον τρίτων για κάποιον άλλον γεγονότα που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του, τα δε ανωτέρω γεγονότα ήταν ψευδή και ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι ήταν ψευδή και συγκεκριμένα:
    I) Στις 8-11-2011 κοινοποίησε προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρόδου την με ίδια ημερομηνία αναφορά του προς τον Πρύτανη και Αντιπρύτανη του Πανεπιστημίου …, τον Πρόεδρο ΠΤΔΕ και 17 ακόμη καθηγητές στην οποία διέλαβε για τον εγκαλούντα, μεταξύ άλλων, τα αναφερόμενα ως άνω υπό στοιχείο α\ τα οποία ήταν ψευδή και ο κατηγορούμενος τελούσε σε γνώση της αναλήθειάς τους κατά το μέτρο που αναφέρθηκε ανωτέρω. Τα προαναφερθέντα μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, καθώς ενείχαν αμφισβήτηση της προσωπικής και κοινωνικής του αξιοπρέπειας, τόσο σε προσωπικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο, καθώς ο εγκαλών, τον οποίο παρουσίαζε να διαπράττει την αξιόποινη πράξη της παράβασης καθήκοντος, ήταν Πρύτανης του Πανεπιστημίου ..., περιήλθαν δε σε γνώση τρίτων προσώπων και δη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρόδου και των δικαστικών υπαλλήλων - γραμματέων που την παρέλαβαν και την καταχώρησαν στα αρχεία της εισαγγελίας.
    II) Στις 10-1-2012 εξεταζόμενος ενόρκως ενώπιον της Πταισματοδίκη Ρόδου, ως μηνυτής προς απόδειξη των από αυτόν καταγγελλομένων, κατέθεσε μεταξύ άλλων τα ανωτέρω αναφερόμενα υπό στοιχείο β' τα οποία ήταν ψευδή και ο κατηγορούμενος τελούσε σε γνώση της αναλήθειάς τους κατά το μέτρο που αναφέρθηκε ανωτέρω. Τα προαναφερθέντα μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, καθώς ενείχαν αμφισβήτηση της προσωπικής και κοινωνικής του αξιοπρέπειας, τόσο σε προσωπικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο, καθώς ο εγκαλών, τον οποίο παρουσίαζε να διαπράττει την αξιόποινη πράξη της παράβασης καθήκοντος, ήταν Πρύτανης του Πανεπιστημίου ..., περιήλθαν δε σε γνώση τρίτων προσώπων και δη της Πταισματοδίκη Ρόδου και της γραμματέως." Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Δωδεκανήσου δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς τη συνδρομή του υποκειμενικού στοιχείου του άμεσου δόλου των εγκλημάτων για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων-κατηγορού μένος με αναφορά σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που δικαιολογούν και ακολούθως θεμελιώνουν τη γνώση της αναλήθειας των καταμηνυθέντων, των ενόρκως κατατεθέντων και των ισχυρισθέντων γεγονότων, μολονότι η γνώση αυτή δεν είναι αυτονόητη από όσα στο σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό διαλαμβάνονται. Ειδικότερα, η προσβαλλόμενη απόφαση περιορίζεται στην απλή παράθεση των στοιχείων του νόμου, χωρίς να εκθέτει και να αιτιολογεί από ποια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά συνάγεται η γνώση του ψεύδους των όσων ο κατηγορούμενος κατήγγειλε και κατέθεσε σε βάρος του εγκαλούντος, ενώ μόνο η παραδοχή ότι αιτία του μη διορισμού του στη βαθμίδα που είχε εκλεγεί ήταν η έκδοση σχετικής υπουργικής απόφασης περί αναπομπής του διορισμού του λόγω πλημμελούς συγκρότησης του Εκλεκτορικού Σώματος, χωρίς να αναφέρονται οι συγκεκριμένες περιστάσεις από τις οποίες να προκύπτει ότι την αιτία αυτή του μη διορισμού του γνώριζε ο κατηγορούμενος, δεν αρκεί για τη θεμελίωση του υποκειμενικού στοιχείου του αδικήματος της ψευδούς καταμήνυσης .Όσο αφορά την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, (τα φερόμενα ως ψευδή περιστατικά της οποίας όπως και εκείνα της ψευδούς καταμήνυσης περιλαμβάνονται και για τη στοιχειοθέτηση της συκοφαντικής δυσφήμησης) ,όπου πέραν της τυπικής αναφοράς ότι τα κατατεθέντα ενόρκως ήταν ψευδή και ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει του ψεύδους ,διατυπώνεται σχηματικά στο σκεπτικό ότι ο κατηγορούμενος είχε ιδία αντίληψη των πραγματικών γεγονότων, χωρίς να προσδιορίζεται και να αιτιολογείται από ποια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία προκύπτει κατά λογική αναγκαιότητα αυτή η προσωπική πεποίθηση και αντίληψη ώστε να προκύπτει η σχετική γνώση, δεν διαλαμβάνεται και για τις πράξεις αυτές επαρκής αιτιολογία για τη θεμελίωση του υποκειμενικού στοιχείου του άνω αδικήματος.
    Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς τη συνδρομή του στοιχείου του άμεσου δόλου για τα αδικήματα της ψευδούς καταμήνυσης, της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμησης ,για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.
    Γ) Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε.
    Όπως προαναφέρθηκε για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης, ως προς τα αντικειμενικά του στοιχεία, θα πρέπει η διάδοση ή ο ισχυρισμός του ψευδούς γεγονότος αφενός να επισυμβεί ενώπιον τρίτου προσώπου, αφετέρου να είναι πρόσφορος να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις ("τρίτος" και "δυνατότητα βλάβης της τιμής και υπόληψης") μπορεί να συνδέονται υπό την έννοια ότι ένα γεγονός, που αντικειμενικά μπορεί να βλάψει την τιμή και υπόληψη του παθόντος, να μην είναι δυνατόν να προκαλέσει τη βλαπτική του ενέργεια όταν ανακοινώνεται ενώπιον προσώπων που έχουν κάποια συγκεκριμένη ιδιότητα ή όταν η ανακοίνωση γίνεται υπό ορισμένες περιστάσεις. Η προσφορότητα κρίνεται από τον τόπο, χρόνο, το είδος του γεγονότος ,από τον τρίτο ή τρίτους ενώπιον των οποίων διαδίδεται και γενικά από τις περιστάσεις .Έτσι τα δικαστικά πρόσωπα (δικαστές,εισαγγελείς) που λαμβάνουν υποχρεωτικά γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ιδίως όταν καλούνται να αποφανθούν σχετικά με αυτό το ίδιο το δυσφημιστικό γεγονός, δεν είναι εξ αυτού και μόνο του λόγου τρίτοι, ούτε εξ αυτού και μόνο μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη η προσφορότητα του γεγονότος για προσβολή της τιμής. Τα δικαστικά πρόσωπα διατυπώνουν μόνο τη δικανική τους κρίση ως προς τη βασιμότητα των ερευνητέων γεγονότων, ακολουθώντας τους κανόνες απόδειξης είτε της πολιτικής είτε της ποινικής δικονομίας. Η διατύπωση της κρίσης τους είναι το αποτέλεσμα της αξιολόγησης του αποδεικτικού υλικού και είναι υποχρεωτική εκ του καθήκοντος τους, αφού καλούνται να διαμορφώσουν μια έννομη σχέση ή να αποδώσουν ποινική ευθύνη, ως όργανα πολιτείας και στο όνομα του ελληνικού λαού και η όποια κρίση τους δεν μπορεί να περιέχει προσωπικές κρίσεις ή εκτιμήσεις για την τιμή και υπόληψη κάποιου προσώπου. Το αυτό ισχύει αναλογικά και για τα λοιπά πρόσωπα που συμπράττουν στην ποινική δίκη, όπως ο δικαστικός γραμματέας, ο οποίος συμπράττει στη διαδικασία καταχώρησης της μήνυσης ή της ένορκης κατάθεσης μάρτυρα, χωρίς επιπλέον να προκύπτει ότι τα πρόσωπα αυτά λαμβάνουν γνώση του περιεχομένου των δικογράφων πλην των στοιχείων που είναι αναγκαία για τον ορθό δικονομικά χειρισμό της υπόθεσης.
    Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο αναίρεσης προβάλλεται η από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ πλημμέλεια για το λόγο ότι δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικά το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, επειδή δεν εντάσσονται στην έννοια του "τρίτου" τα δικαστικά πρόσωπα (εισαγγελέας, πταισματοδίκης και δικαστικοί υπάλληλοι -γραμματείς) και τα φερόμενα ως ψευδή περιστατικά, που ανακοινώθηκαν με την υποβολή της αναφοράς και την ένορκη εξέταση του αναιρεσείοντος ενώπιον τους, δεν ήταν ικανά να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος.
    Από τις προπαρατεθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι ο αναιρεσείων-κατηγορούμένος κηρύχθηκε ένοχος κατ' εξακολούθηση για την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης διότι α) κοινοποίησε προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρόδου την από 8/11/2011 αναφορά του, με την οποία εν γνώσει του ψευδώς παρουσίαζε τον εγκαλούντα να διαπράττει την αξιόποινη πράξη της παράβασης καθήκοντος, τα αναφερόμενα δε σ' αυτή ψευδή περιστατικά περιήλθαν σε γνώση τρίτων προσώπων και δη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρόδου και των δικαστικών υπαλλήλων -γραμματέων που την παρέλαβαν και την καταχώρησαν στα αρχεία της εισαγγελίας και μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και υπόληψη του εγκαλούντος και β) στις 10/1/2012 εξεταζόμενος ενόρκως ενώπιον της Πταισματοδίκη Ρόδου κατέθεσε τα αναφερόμενα στην ένορκη βεβαίωση ψευδή γεγονότα εν γνώσει της αναληθείας τους, τα οποία μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, περιήλθαν δε σε γνώση τρίτων προσώπων και δη της Πταισματοδίκη Ρόδου και της γραμματέως.
    Με αυτά, όμως, που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΚΠΔ, καθόσον ο εισαγγελέας, ο πταισματοδίκης και ο δικαστικός γραμματέας είναι θεσμικά εξουσιοδοτημένα όργανα να λαμβάνουν γνώση των δικογράφων, καταγγελιών, μηνύσεων και στα πλαίσια των υπηρεσιακών τους καθηκόντων ερευνούν τη βασιμότητα των αναφερομένων - καταγγελλομένων σ' αυτά ή καταγίνονται με τη διεκπεραίωση των υποθέσεων, χωρίς να προβαίνουν σε ίδια κατά την προσωπική τους άποψη (αρνητική) εκτίμηση αυτών, όπως κάθε τρίτο πρόσωπο. 'Ετσι, τα δικαστικά αυτά πρόσωπα, χωρίς τη συνδρομή ιδιαίτερων άλλων περιστάσεων που δικαιολογούν την προσφορότητα της προσβολής της τιμής και υπόληψης του εγκαλούντος , δεν είναι τρίτοι με την έννοια που προαναφέρθηκε και επομένως δεν στοιχειοθετείται εν προκειμένω η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης, με αποτέλεσμα να ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 Ε'ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, όπως βάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με το σχετικό τρίτο λόγο αναίρεσης.
    Σύμφωνα με όσα έγιναν παραπάνω δεκτά και αφού μετά την παραδοχή των άλλων λόγων αναίρεσης παρέλκει πλέον η έρευνα του πρώτου λόγου, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και όσο αφορά τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης και της ψευδορκίας μάρτυρα να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο για νέα συζήτηση, όσο δε αφορά την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης, αφού δεν στοιχειοθετείται το αξιόποινο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 518 παρ. 1 ΚΠΔ, να κηρυχθεί αθώος ο κατηγορούμενος.
    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθ. 240/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Δωδεκανήσου.
    Παραπέμπει την υπόθεση ως προς τα αδικήματα της ψευδούς καταμήνυσης και της ψευδορκίας μάρτυρα για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
    Κηρύσσει τον κατηγορούμενο αθώο της συκοφαντικής δυσφήμησης και ειδικότερα του ότι: "Με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ισχυρίστηκε προφορικώς ενώπιον τρίτων για κάποιον άλλον γεγονότα που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του, τα δε ανωτέρω γεγονότα ήταν ψευδή και ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι ήταν ψευδή και συγκεκριμένα:
    I) Στις 8-11-2011 κοινοποίησε προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρόδου την με ίδια ημερομηνία αναφορά του προς τον Πρύτανη και Αντιπρύτανη του Πανεπιστημίου …, τον Πρόεδρο ΠΤΔΕ και 17 ακόμη καθηγητές στην οποία διέλαβε για τον εγκαλούντα, μεταξύ άλλων, τα αναφερόμενα ως άνω υπό στοιχείο α' τα οποία ήταν ψευδή και ο κατηγορούμενος τελούσε σε γνώση της αναλήθειάς τους κατά το μέτρο που αναφέρθηκε ανωτέρω. Τα προαναφερθέντα μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, καθώς ενείχαν αμφισβήτηση της προσωπικής και κοινωνικής του αξιοπρέπειας, τόσο σε προσωπικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο, καθώς ο εγκαλών, τον οποίο παρουσίαζε να διαπράττει την αξιόποινη πράξη της παράβασης καθήκοντος, ήταν Πρύτανης του Πανεπιστημίου ., περιήλθαν δε σε γνώση τρίτων προσώπων και δη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρόδου και των δικαστικών υπαλλήλων - γραμματέων που την παρέλαβαν και την καταχώρησαν στα αρχεία της εισαγγελίας.
    II) Στις 10-1-2012 εξεταζόμενος ενόρκως ενώπιον της Πταισματοδίκη Ρόδου, ως μηνυτής προς απόδειξη των από αυτόν καταγγελλομένων, κατέθεσε μεταξύ άλλων τα ανωτέρω αναφερόμενα υπό στοιχείο β' τα οποία ήταν ψευδή και ο κατηγορούμενος τελούσε σε γνώση της αναλήθειάς τους κατά το μέτρο που αναφέρθηκε ανωτέρω. Τα προαναφερθέντα μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, καθώς ενείχαν αμφισβήτηση της προσωπικής και κοινωνικής του αξιοπρέπειας, τόσο σε προσωπικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο, καθώς ο εγκαλών, τον οποίο παρουσίαζε να διαπράττει την αξιόποινη πράξη της παράβασης καθήκοντος, ήταν Πρύτανης του Πανεπιστημίου …, περιήλθαν δε σε γνώση τρίτων προσώπων και δη της Πταισματοδίκη Ρόδου και της γραμματέως."
    Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Μαρτίου 2019.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Μαρτίου 2019.