Συμβούλιο Επικρατείας
(Ολομέλεια σε Συμβούλιο)
Αριθ. 9/2013
(…) Με τις §§ 1, 2 και 3 του άρθρου 4 του ν. 3068/ 2002 (Α’ 274) ρυθμίζονται ζητήματα διαδικασίας και αντικειμένου της αναγκαστικής εκτελέσεως κατά του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.), στο πλαίσιο, κατ’ αρχήν, των υποχρεώσεών τους που απορρέουν από την υποχρέωση συμμορφώσεως προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η § 1 του άρθρου αυτού συμπληρώθηκε με το άρθρο 326 § 5 του ν. 4072/2012 (Α’ 86), με το οποίο προστέθηκαν στο τέλος αυτής τέσσερα εδάφια, με το εξής περιεχόμενο:
«Η εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων ή άλλων εκτελεστών τίτλων, που υπόκεινται σε ένδικα μέσα ή βοηθήματα και από τους οποίους απορρέει χρηματική υποχρέωση του Δημοσίου, διενεργείται ύστερα από προσκόμιση εκ μέρους του δικαιούχου ισόποσης εγγυητικής επιστολής Τραπέζης.
Το δικαστήριο, που εξέδωσε την εκτελεστή απόφαση ή το δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η εκδίκαση του ενδίκου βοηθήματος, μπορεί, κατόπιν σχετικού αιτήματος, αναλόγως της φερεγγυότητας του δικαιούχου ή των λοιπών εγγυήσεων που προσφέρει ή κρίνονται αναγκαίες, να μειώσει το ύψος της εγγυητικής επιστολής μέχρι του ενός δευτέρου.
Αν η άσκηση του ενδίκου βοηθήματος δεν υπόκειται σε χρονικό περιορισμό ο εκτελεστός τίτλος μπορεί να εκτελεσθεί χωρίς εγγύηση, μετά την άπρακτη πάροδο 90 ημερών από την επίδοσή του.
Η εγγυητική επιστολή εκδίδεται υπέρ της υπηρεσίας, που είναι αρμόδια για την καταβολή, και επιστρέφεται μετά από την προσκόμιση πιστοποιητικού αμετάκλητης, υπέρ του αντιδίκου του υπόχρεου, επίλυσης της διαφοράς ή της μη ασκήσεως ενδίκου μέσου ή βοηθήματος μέσα στην προθεσμία που προβλέπεται από το νόμο».
Ενόψει της καταθέσεως στο Συμβούλιο της Επικρατείας της ***/2012 αιτήσεως της Α.Ε.** για τον περιορισμό, κατ’ επίκληση των δύο πρώτων από τα ανωτέρω εδάφια της εν λόγω διατάξεως, της οφειλομένης από αυτήν εγγυοδοσίας για την υπέρ της εκτέλεση δικαστικής αποφάσεως, με την οποία, κατά τους ισχυρισμούς της, γεννάται υποχρέωση του Δημοσίου για την καταβολή σ’ αυτήν ορισμένου χρηματικού ποσού, και η οποία έχει προσβληθεί με εκκρεμούσες στο Δικαστήριο αντίθετες αιτήσεις αναιρέσεως (αριθ. καταθ. ***, ***/ 2012) ανακύπτουν ζητήματα ερμηνείας και εφαρμογής της διατάξεως αυτής. Για τον λόγο αυτό, τα σχετικά ζητήματα εισάγονται προς εξέταση από την Ολομέλεια του Δικαστηρίου σε Συμβούλιο, κατ’ άρθρο 8 § 2 του π.δ. 18/1989, μετά από προσκληση του Προέδρου.
Με τις νέες αυτές διατάξεις προβλέπεται, κατ’ ουσίαν, ότι οριστικές ή και τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις, με τις οποίες το Δημόσιο ή τα ν.π.δ.δ. καταδικάζονται σε καταβολή, στον αντίδικο ιδιώτη, συγκεκριμένου χρηματικού ποσού, δεν εκτελούνται αμέσως, αλλά η εκτέλεσή τους συναρτάται, και εξαρτάται, από την εκ μέρους του κατάθεση ισόποσης τραπεζικής εγγυητικής επιστολής. Παρέχεται, όμως, στον αντίδικο νικήσαντα ιδιώτη διάδικο η δυνατότητα να περιορίσει την υποχρέωσή του αυτή μέχρι το ήμισυ του κατά τα ανωτέρω ύψους της εγγυητικής επιστολής, αν το δικαστήριο που εξέδωσε την εκτελεστή απόφαση ή το δικαστήριο, στο οποίο εκκρεμεί η εκδίκαση του «ενδίκου βοηθήματος», αποδεχθεί σχετικό αίτημά του. Προϋπόθεση μερικής ή ολικής αποδοχής του εν λόγω αιτήματος είναι η, κατά την εκτίμηση του δικαστηρίου, φερεγγυότητα του δικαιούχου ή η παροχή από αυτόν άλλων αντιστοίχων εγγυήσεων, που τυχόν κρίνονται αναγκαίες. Η κατά τα ανωτέρω εγγυητική επιστολή επιστρέφεται στον δικαιούχο μετά την αμετάκλητη υπέρ αυτού επίλυση της διαφοράς, είτε με την έκδοση σχετικής δικαστικής αποφάσεως, είτε με την μη άσκηση ή την παραίτηση από τυχόν ασκηθέν ένδικο μέσο ή βοήθημα κατά της ευνοϊκής για τον αντίδικο αποφάσεως.
Η ρύθμιση αυτή δικαιολογείται, κατά τα εκτιθέμενα στην οικεία εισηγητική έκθεση, διότι «αποβλέπει στην προστασία του Δημοσίου, εν όψει του ότι δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο, όταν μετά από ικανό χρονικό διάστημα εκδικάζεται αμετακλήτως υπόθεση, το Δημόσιο να αδυνατεί να εισπράξει τα επιδικασθέντα ποσά, λόγω του ότι ο υπόχρεος προς επιστροφή είναι αναξιόχρεος ή παύει να υφίσταται (θάνατος φυσικού προσώπου, παύση λειτουργίας νομικού προσώπου κ.λπ.) γεγονός που καθιστά άκρως δυσχερή ή και αδύνατη την καταβολή αυτών. Η κατάθεση εγγυητικής επιστολής, εξάλλου, αποτρέπει την παρέλκυση της δίκης από πλευράς αντιδίκου του Δημοσίου με καταχρηστικά αιτήματα αναβολών στον αναιρετικό βαθμό κ.λπ., προκειμένου να απομακρύνει το ενδεχόμενο ανατροπής της εκτελεσθείσης αποφάσεως».
Τίθεται, αρχικώς, το ζήτημα, αν αρμόδιο για την εξέταση αιτήματος μειώσεως, κατά τα ανωτέρω, του ύψους εγγυητικής επιστολής, ειδικώς ως προς την διοικητική δίκη, ως προς την οποία, άλλωστε, και μόνον εξετάζονται τα τιθέμενα με την διάταξη ζητήματα, είναι αποκλειστικά το εκδόν την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστήριο, συνήθως το διοικητικό εφετείο, ή και το Συμβούλιο της Επικρατείας. Η Ολομέλεια σε Συμβούλιο, κατά πλειοψηφία, που απαρτίσθηκε από τον Πρόεδρο Κ. Μενουδάκο, την Αντιπρόεδρο Α. Συγγούνα και τους Συμβούλους Ν. Μαρκουλάκη, Μ. Βηλαρά, Ι. Μαντζουράνη, Δ. Σκαλτσούνη, Ι. Γράβαρη, Σ. Μαρκάτη, Σ. Χρυσικοπούλου, Η. Τσακόπουλο, Μ. Σταματελάτου, Μ. Παπαδοπούλου, Δ. Κυριλλόπουλο, Α. Καλογεροπούλου, Ε. Κουσιουρή, Ο. Ζύγουρα, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Φιλοπούλου, Κ. Πισπιρίγκο, Α. Χλαμπέα, Δ. Μακρή, Μ. Πικραμένο και Τ. Κόμβου, κρίνει ότι: αρμόδιο, κατά νόμο, είναι μόνον το εκδόν την προσβαλλομένη απόφαση δικαστήριο και, ειδικότερα, η οικεία Επιτροπή Αναστολών αυτού. Τούτο προκύπτει τόσο από την διατύπωση της διατάξεως, που αναφέρεται, ακριβολογώντας κατά τούτο, αφενός σε δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση και αφετέρου σε δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί ένδικο «βοήθημα», στρεφόμενο προδήλως κατά εκτελεστού τίτλου και όχι ένδικο «μέσο», όσο και από γενική δικονομική αρχή, κατά την οποία μόνον ένα δικαστήριο είναι εκάστοτε το αρμόδιο να εξετάσει την αντίστοιχη κατηγορία διαφορών και όχι πλείονα, κατά την επιλογή, μάλιστα, του διαδίκου. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, θα είχε ως συνέπεια να εισάγεται το σχετικό αίτημα σε δικαστήριο επιλεγόμενο από τον αιτούντα διάδικο σε αντίθεση προς την ανωτέρω δικονομική αρχή. ’λλωστε, το εκδόν δικαστήριο, το οποίο έχει ήδη επιληφθεί της υποθέσεως, γνωρίζει, κατά τεκμήριο, καλύτερα τις συνθήκες, υπό τις οποίες πρόκειται να εκτελεσθεί η απόφασή του.
Μειοψήφησαν οι Αντιπρόεδροι Α. Ράντος και Μ. Σαρπ και οι Σύμβουλοι Μ. Καραμανώφ, Α. Σακελλαροπούλου, Α.-Γ. Βώρος, Ε. Αντωνόπουλος, Α. Ντέμσιας, Φ. Ντζίμας, Β. Αραβαντινός, Κ. Κουσούλης, Θ. Αραβάνης και Β. Αναγνωστοπούλου – Σαρρή, οι οποίοι διατύπωσαν τη γνώμη ότι, κατά την έννοια της διατάξεως, αν έχει ασκηθεί αίτηση αναιρέσεως κατ’ αποφάσεως διοικητικού δικαστηρίου, αρμόδιο κατά νόμο καθίσταται και το Συμβούλιο της Επικρατείας. Τούτο, κατά τη γνώμη αυτή, προκύπτει τόσο από την εν γένει διατύπωση της διατάξεως, που αναφέρεται σε αποφάσεις «που υπόκεινται σε ένδικα μέσα ή βοηθήματα», καθώς και σε αρμοδιότητα είτε του δικαστηρίου, που εξέδωσε την εκτελεστή απόφαση, είτε του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί η εκδίκαση του ενδίκου βοηθήματος κατά της εκτελεστής αποφάσεως, όσο και από τη σκέψη ότι το εν προκειμένω τιθέμενο ενώπιον του δικαστηρίου ζήτημα, αναγόμενο αποκλειστικά στη φερεγγυότητα του ιδιώτη, είναι εντελώς διαφορετικό από το ήδη κριθέν από το εκδόν δικαστήριο - το οποίο, άλλωστε, έχει ήδη αποξενωθεί από την υπόθεση - και προσομοιάζει με κρίση επί αιτήσεως αναστολής σε εκκρεμή υπόθεση, κατ’ επίκληση συνδρομής περιπτώσεως ανεπανόρθωτης βλάβης, η οποία, κατά γενική αρχή της διοικητικής δίκης, ανατίθεται στο δικαστήριο, στο οποίο εκκρεμεί το ένδικο μέσο. Η διατύπωση, εξ άλλου, του νόμου για «ένδικο βοήθημα» αναφέρεται προφανώς στην συνήθη στην πολιτική δίκη περίπτωση εκδόσεως διαταγής πληρωμής, κατά της οποίας ασκείται, όντως, ένδικο βοήθημα.
Εν όψει της, κατά τα ανωτέρω, ερμηνευτικής εκδοχής που επικράτησε, τέθηκε στη συνέχεια το ζήτημα αν η Ολομέλεια του Δικαστηρίου, που δεν είναι αρμόδιο για την εξέταση των σχετικών αιτημάτων, πρέπει να διατυπώσει κρίση για την συνταγματικότητα της διατάξεως. Η πλειοψηφία, που απαρτίσθηκε από τους Αντιπροέδρους Α. Ράντο και Μ. Σαρπ και τους Συμβούλους Χ. Ράμμο, Μ. Καραμανώφ, Ι. Μαντζουράνη, Α. Σακελλαροπούλου, Α. Χριστοφορίδου, Α.-Γ. Βώρο, Μ. Γκορτζολίδου, Ι. Γράβαρη, Ε. Αντωνόπουλο, Α. Ντέμσια, Η. Τσακόπουλο, Μ. Παπαδοπούλου, Β. Αραβαντινό, Δ. Κυριλλόπουλο, Α. Καλογεροπούλου, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Φιλοπούλου, Θ. Αραβάνη, Α. Χλαμπέα, Τ. Κόμβου και Β. Αναγνωστοπούλου - Σαρρή, έκρινε ότι πρέπει να διατυπωθεί σχετική κρίση, εν όψει της ευρύτερης σημασίας του ζητήματος, που αφορά την εν γένει διοικητική δίκη και επηρεάζει εμμέσως και την αναιρετική δίκη. Εξ άλλου, εν όψει των ήδη γενομένων δεκτών και της φύσεως του ζητήματος, το Δικαστήριο δεν θα έχει, πλέον, τη δυνατότητα να διατυπώσει σχετική κρίση, αφού τα σχετικά ζητήματα δεν θα μπορούν, κατ’ αρχήν, να αχθούν ενώπιόν του, με συνέπεια να ελλοχεύει ο κίνδυνος εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων επί συνταγματικού ζητήματος, χωρίς δυνατότητα άρσεως των διαφωνιών.
Μειοψήφησαν ο Πρόεδρος Κ. Μενουδάκος, η Αντιπρόεδρος Α. Συγγούνα και οι Σύμβουλοι Ν. Μαρκουλάκης, Μ. Βηλαράς, Δ. Σκαλτσούνης, Ε. Νίκα, Σ. Μαρκάτης, Φ. Ντζίμας, Σ. Χρυσικοπούλου, Μ. Σταματελάτου, Ε. Κουσιουρής, Ο. Ζύγουρα, Κ. Κουσούλης, Κ. Πισπιρίγκος, Δ. Μακρής και Μ. Πικραμένος, οι οποίοι διατύπωσαν την γνώμη ότι δεν πρέπει να διατυπώσει η Ολομέλεια σε Συμβούλιο κρίση επί κατηγορίας υποθέσεων, για την οποία το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο, δεδομένου ότι αφενός το ζήτημα που ανακύπτει δεν αφορά τη συνταγματικότητα σχεδίου διατάξεως αλλά διατάξεως νόμου, η ερμηνεία και εφαρμογή της οποίας ανήκει μόνο στα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια, σύμφωνα με τη γνώμη που επικράτησε, εν όψει και του γεγονότος ότι οποιαδήποτε κρίση της Ολομέλειας σε Συμβούλιο δεν μπορεί να δεσμεύσει τα αρμόδια τακτικά διοικητικά δικαστήρια και, αφετέρου, δεν έχει παρασχεθεί στη Διοίκηση η δυνατότητα να διατυπώσει τις απόψεις της για τη συνταγματικότητα της επίμαχης διατάξεως. […] Εν συνεχεία, η Ολομέλεια σε Συμβούλιο συζήτησε το ζήτημα της συμφωνίας με το Σύνταγμα των εν λόγω ρυθμίσεων. Επί του ζητήματος αυτού έκρινε, κατά πλειοψηφία, που απαρτίσθηκε από τους Αντιπροέδρους Α. Ράντο και Μ. Σαρπ και τους Συμβούλους Δ. Κωστόπουλο, Ε. Γαλανού, Ν. Ρόζο, Χ. Ράμμο, Ν. Μαρκουλάκη, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ, Α. Σακελλαροπούλου, Α. Χριστοφορίδου, Δ. Σκαλτσούνη, Μ. – Ε. Κωνσταντινίδου, Α. – Γ. Βώρο, Γ. Ποταμιά, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα, Ι. Γράβαρη, Ε, Αντωνόπουλο, Γ. Τσιμέκα, Σ. Μαρκάτη, Π. Καρλή, Α. Ντέμσια, Σ. Χρυσικοπούλου, Η. Τσακόπουλο, Μ. Σταματελάτου, Β. Αραβαντινό, Δ. Κυριλλόπουλο, Α. Καλογεροπούλου, Ε. Κουσιουρή, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Κουσούλη, Κ. Φιλοπούλου, Θ. Αραβάνη, Κ. Πισπιρίγκο, Α. Χλαμπέα, Δ. Μακρή, Μ. Πικραμένο και Β. Αναγνωστοπούλου – Σαρρή, ότι οι ρυθμίσεις αυτές δεν είναι σύμφωνες με το Σύνταγμα. Τούτο, διότι, κατά την κρατήσασα στην Ολομέλεια γνώμη, με τις ρυθμίσεις αυτές παρεισάγονται, κατά παράβαση των άρθρων 94 § 4 (ιδίως, τελευταίο εδάφιο) και 95 § 5 του Σ, άσχετα με την δίκη εμπόδια στην συνταγματικώς κατοχυρούμενη υποχρέωση εκτέλεσης τελεσίδικης, και άρα εκτελεστής, δικαστικής αποφάσεως, με συνέπεια να μην παρέχεται στον νικήσαντα διάδικο η δυνατότητα να επιδιώξει αποτελεσματικά, χωρίς πρόσθετες προϋποθέσεις, την ικανοποίηση της τελεσιδίκως αναγνωρισθείσης αξιώσεώς του. Η αξίωσή του δε αυτή, καίτοι δικαστικώς αναγνωρισθείσα, θα ικανοποιείται πάντοτε σε μικρότερο, κατ’ αποτέλεσμα, ποσό, αφού θα επιβαρύνεται από την, όχι ασημάντου ύψους, δαπάνη για την έκδοση της εγγυητικής επιστολής, της οποίας δαπάνης δεν προβλέπεται η επιστροφή ούτε σε περίπτωση που η προς εκτέλεση απόφαση καταστεί στη συνέχεια αμετάκλητη. Επί πλέον, η ρύθμιση αυτή θεσπίζεται, κατά παράβαση της αρχής της ισότητος των διαδίκων, μονομερώς υπέρ του Δημοσίου. Εξ άλλου, σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για νομοθετική παρέμβαση στην εκτέλεση δικαστικής αποφάσεως, με έννομο αποτέλεσμα απαγγελλόμενο απ’ ευθείας από τον νομοθέτη, ενώ η εν προκειμένω δυνατότητα διορθωτικής παρεμβάσεως του δικαστηρίου περιορίζεται μόνον στο 50% του αμφισβητουμένου ποσού, ακόμη και αν ο ιδιώτης τυχόν επικαλείται και αποδεικνύει ότι είναι πλήρως αξιόχρεος. Οι ρυθμίσεις δε αυτές δεν εντάσσονται σε σύστημα γενικευμένης μεταβολής του χρόνου εκτελέσεως μιας δικαστικής αποφάσεως, με συνολική αλλαγή των εννόμων συνεπειών της τελεσιδικίας και σύνδεση της εκτελεστότητος με το αμετάκλητο της αποφάσεως, που θα αφορούσε, βεβαίως, όλες τις αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων, είτε έχουν χρηματικό αντικείμενο, είτε όχι, και όλους τους διαδίκους, αλλά περιορίζονται, κατά τα ήδη εκτεθέντα, σε ειδικό κύκλο αποφάσεων και διαδίκων. Και είναι μεν αληθές ότι δυνατότητα αναστολής εκτελέσεως τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως με τον όρο παροχής εγγυήσεων προβλέπεται ήδη στον τομέα των δημοσίων έργων, με την ρύθμιση της § 6 του άρθρου 12 του ν. 1418/1984 (Α΄ 23), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 2940/2001 (Α΄ 180), ήδη δε ισχύει ως άρθρο 77 § 5 του ν. 3669/2008 (Α΄ 116), με την οποία ορίζεται ότι «…Αν από την εκτέλεση της απόφασης πιθανολογείται κίνδυνος βλάβης, της οποίας η αποκατάσταση δεν είναι εύκολη, μπορεί να διαταχθεί με αίτηση κάποιου από τους διαδίκους η ολική ή εν μέρει αναστολή της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, με τον όρο παροχής ανάλογης εγγύησης ή και χωρίς εγγύηση ή να εξαρτηθεί η εκτέλεση της απόφασης από την παροχή εγγύησης από το διάδικο που έχει νικήσει. Για την αίτηση αποφαίνεται, συνεδριάζοντας ως συμβούλιο, χωρίς υποχρεωτική κλήτευση των διαδίκων, το αρμόδιο τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου, το οποίο συγκροτείται από τρία μέλη, στα οποία περιλαμβάνεται υποχρεωτικά ο εισηγητής της υπόθεσης. Η απόφαση της αναστολής μπορεί κατά τον ίδιο τρόπο να ανακληθεί, με αίτηση κάποιου από τους διαδίκους έως και κατά την πρώτη συζήτηση της αναίρεσης.». Η ρύθμιση, όμως, αυτή διαφέρει ουσιωδώς από την επίμαχη. Αφ’ ενός μεν διότι το έννομο αποτέλεσμα της αναστολής εκτελέσεως της δικαστικής αποφάσεως απαγγέλλεται, αν συντρέχει νόμιμη περίπτωση, από το δικαστήριο και όχι ευθέως από το νόμο, αφ’ ετέρου δε διότι, με την επίμαχη ρύθμιση, η οποία ούτως ή άλλως λειτουργεί αποκλειστικώς εις βάρος ενός μόνον των διαδίκων, επιτρέπεται η αποκλειστικώς εκ των υστέρων και μερική μόνον (μέχρι του 50% του αμφισβητουμένου ποσού) παρέμβαση του δικαστηρίου. Εξ άλλου, η ρύθμιση εκείνη αφορά εξ ίσου αμφότερους τους διαδίκους και, πάντως, επιτρέπει την υπό προϋποθέσεις εκτέλεση της αποφάσεως χωρίς την καταβολή εγγυήσεως.
Ο Πρόεδρος Κ. Μενουδάκος και η Αντιπρόεδρος Α. Θεοφιλοπούλου διατύπωσαν την γνώμη ότι η επίμαχη ρύθμιση αντίκειται προς την κατοχυρούμενη από το Σύνταγμα αρχή της ισότητος των διαδίκων, δεδομένου ότι εφαρμόζεται αποκλειστικά για τον ιδιώτη διάδικο και όχι και για το Δημόσιο.
Μειοψήφησαν ...
|